alkinem Posted January 4, 2011 Share Posted January 4, 2011 (edited) Τίτλος: Μια αληθινή(;) ιστορία... Είδος: Τρόμου Συγγραφέας: Γιάννης Σδράλης Βία: Ναι Σεξ: Όχι Λέξεις: Το διήγημα αποτελείται συνολικά από 6756 λέξεις Αυτοτελής: Όχι. Αυτό είναι το δεύτερο και τελευταίο μέρος Για λίγο σώπασε. Κατάλαβα πως απλά επεξεργαζόταν στο μυαλό του αυτά που θα μου εξιστορούσε και έκρινα πως δε θα έπρεπε να τον ενοχλήσω. «Ξέρεις, εκείνη η νύχτα ήταν πραγματικά τρομαχτική. Η πανσέληνος ήταν ψηλά στον ουρανό, μα το φεγγάρι δεν είχε το συνηθισμένο του χρώμα. Είχε πάρει μια περίεργη, έντονη κόκκινη όψη, σαν το αίμα που τρέχει από μια πληγή, κι όσοι είχαμε αποφασίσει να πάμε σε εκείνο το σπίτι, ξέραμε ότι εκείνο το βράδυ θα κάναμε τρομερά πράγματα. Έκανε πολύ κρύο. Τα πάντα γύρω καθρέφτιζαν το φως του φεγγαριού και είχαν πάρει μιαν αλλόκοτη, σχεδόν ξένη για τον κόσμο μας, εμφάνιση. Τα σκυλιά γαύγιζαν τρομαγμένα και ανήσυχα, ενώ οι γάτες έμοιαζαν να απειλούν κάποιον αόρατο εχθρό. Και για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου μας, οι λύκοι από το κοντινό βουνό είχαν φτάσει ως τις παρυφές της πόλης, είχαν στρέψει τι βλέμμα τους προς το σπίτι του … και ούρλιαζαν, ούρλιαζαν πένθιμα και τρομαχτικά. Δεν ήμασταν πολλοί αυτοί που τολμήσαμε να πάμε. Σίγουρα όχι ολόκληρη η πόλη, όπως σου είπε ο Γιώργος. Όλοι οι νέοι κάτω από 18 χρονών, οι γυναίκες και όσοι δεν ήρθαν μαζί μας, έμειναν, κλειδωμένοι, μέσα στα σπίτια και κανείς τους δεν τόλμησε να βγει πριν ο ήλιος ανατείλει. Οι υπόλοιποι ξεκινήσαμε, κρατώντας όπλα κι αναμμένους δαυλούς. Είχαμε αποφασίσει να τιμωρήσουμε τον … για τις απεχθείς του πράξεις, πράξειςγια τις οποίες μας ενημέρωσε μια παλιά του υπηρέτρια, η οποία είχε φύγει από τη δούλεψή του όταν τον είδε να κάνει όλα εκείνα τα φριχτά πράγματα,, αλλά δεν είχαμε σκοπό να πειράξουμε τους υπηρέτες. Περάσαμε εύκολα το φράχτη κι αρχικά κατευθυνθήκαμε προς το πίσω μέρος του κήπου. Εκεί, όπως μας είχε πει η υπηρέτρια, κρυμμένο μέσα σε μια συστάδα μεγάλων δέντρων, αθέατο για τα μάτια των περαστικών, υπήρχε ένα περίεργο άγαλμα. Δεν είχε καμία σχέση με τα αγάλματα που είχαμε δει, τα οποία απεικόνιζαν θεούς και ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας. Δεν ήταν καν ανθρωπόμορφο, αλλά απεικόνιζε κάτι το παράξενο. Ίσως αν κάποιος ήθελε να δώσει μια μορφή στο χάος, έτσι ακριβώς θα το παρουσίαζε. Τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο δολοφόνος της άτυχης κοπέλας, αλλά και η θυσία του, είχαν λάβει χώρα μπροστά από εκείνο το άγαλμα. Θέλαμε να το καταστρέψουμε, αλλά κανείς μας δε βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Αντιθέτως μπήκαμε μέσα στο σπίτι και τότε άρχισε η παράνοια. Το μυαλό μας θόλωσε και οι πράξεις δεν ακολουθούσαν το μονοπάτι της λογικής. Τα πρώτα θύματα της μανίας μας ήταν οι δύστυχοι υπηρέτες. Μαρτύρησαν στα χέρια μας και δεν τους σεβαστήκαμε ούτε κι όταν είχαν πεθάνει. Αφού τελειώσαμε αυτούς, καταλάβαμε πως έπρεπε να ασχοληθούμε με το αφεντικό τους. Ήταν κλειδωμένος μέσα στη σοφίτα του σπιτιού και μας πήρε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρουμε να παραβιάσουμε την πόρτα που οδηγούσε εκεί μέσα. Όταν μπήκαμε, είδαμε τον … γονατισμένο μπροστά σε ένα βωμό, ο οποίος ήταν καλυμμένος με μαύρο ύφασμα, να φοράει έναν ολόσωμο μανδύα στο χρώμα της νύχτας και να ψέλνει κάτι σε μιαν ακατανόητη γλώσσα. Κάτι που διάβαζε από ένα μαύρο βιβλίο που ήταν ανοιχτό μπροστά του. Τον πιάσαμε, τον βασανίσαμε και τελικά τον κάψαμε ζωντανό. Όλα αυτά έγιναν στον κήπο, μπροστά στο άγαλμα που προανέφερα. Όταν η μυρωδιά της καμένης σάρκας χτύπησε τα ρουθούνια μας, μιαν άλλην ιδέα ήρθε στο νου μας. Έπρεπε να καταστρέψουμε κι εκείνο το μαύρο βιβλίο. Κανείς μας όμως δε μπορούσε να το κάνει. Όποιος το άγγιζε, ξαφνικά έχανε την επιθυμία να το κάψει κι απλά ήθελε να το κρατά στα χέρια του. Ανάμεσα στους πολλούς, βρέθηκε ένας που δεν είχε μαγευτεί από αυτό κι έκανε ό,τι δε θέλαμε να κάνουμε οι υπόλοιποι. Μάταια όμως! Οι φλόγες δεν έκαναν ζημιά στο βιβλίο κι όλοι υποψιαστήκαμε πως κάποια δύναμη το προστάτευε…» «Κάποια δύναμη; Τι εννοείς; Κάτι σατανικό;» «Αρχικά έτσι σκεφτήκαμε όλοι. Εκείνητην εποχή το μόνο κακό που γνωρίζαμε ήταν ο διάβολος. Αφήσαμε το βιβλίο στη σοφίτα, μαζί με τα απομεινάρια του …, και βάλαμε φρουρούς έξω από το σπίτι,έτσι ώστε κανένας να μη μπορούσε να μπει σε αυτό. Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε και είχαμε μαζί μας έναν ιερέα. Ήμασταν αποφασισμένοι να τελειώσουμε αυτό που είχαμε αρχίσει την προηγούμενη νύχτα. Η έκπληξή μας, όταν μπήκαμε στη σοφίτα, ήταν τεράστια. Το βιβλίο είχε εξαφανιστεί και ταυτόχρονα έλειπε το καμένο κορμί του …. Όλοι φοβήθηκαν την κατάρα που είχε αυτός ξεστομίσει την ώραπου τον είχαμε παραδώσει στις φλόγες και φύγαμε αμέσως από εκεί. Αποφασίσαμε να μην πούμε ποτέ τι ακριβώς είχε γίνει και ποτέ δε θα πειράζαμε ούτε ένα τούβλο από το σπίτι…» «Ο Γιώργος δε μου τα είπε έτσι…»παρατήρησα. «Ο πατέρας του Γιώργου, όπως κι ο δικός σου εξάλλου, τότε ήταν 16 χρονών και είχε μείνει κλεισμένος στο σπίτι του. Ποτέ δεν έμαθε αυτές τις λεπτομέρειες…» απάντησε ο παππούς μου. Μου είπε όλα, μα εγώ είχα ακόμα μια απορία. «Γιατί μου τα είπες όλα αυτά;» ρώτησα. Ο πάππους μου αναστέναξε λυπημένος. «Ποτέ μου δε μετάνιωσα για αυτά που έκανα εκείνη τη νύχτα. Από πότε δεν έχω εξομολογηθεί σε ιερέα και δεν έχω ξαναπάει στην εκκλησία, παρά μόνο για διάφορες κοινωνικές υποχρεώσεις. Απλά ήθελα να τα πω σε κάποιον για να ξαλαφρώσω την ψυχή μου. Τώρα νίκησα το θάνατο, αλλά πολύ σύντομα θα με νικήσει αυτός. Η ιστορία αυτή όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί…» Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και φάνηκαν οι γονείς μου. Ο παππούς μου δεν αιφνιδιάστηκε. Άλλαξε αμέσως το ύφος του και τον τρόπο που μου μιλούσε κι έκανε τάχα πως μιλούσαμε για μένα. «Και να θυμάσαι Κώστα πως η Ελένη είναι καλό κορίτσι και είσαι πολύ τυχερός που θα γίνει γυναίκα σου….» μου είπε και μου έκανε νόημα να φύγω. Ένα μήνα μετά από την κουβέντα μας, ο παππούς μου πέθανε. Εκείνο τον καιρό πίστευα, κι ακόμα δηλαδή το πιστεύω, πωςείχε καταλάβει ότι το τέλος του ήταν κοντά και γι’ αυτό διάλεξε εκείνη τη στιγμή για να μου εκμυστηρευτεί όσα μου εκμυστηρεύτηκε. Θυμάμαι κάτι που μου είπε, μια ή δυο βδομάδες πριν συμβεί το μοιραίο, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε μόνοι μας. «Πάντοτε ήμουν θρήσκος άνθρωπος. Πίστευα στον Παράδεισο, στην Κόλαση και σε όσα μας μαθαίνουν να πιστεύουμε από μικρά παιδιά. Τώρα όμως, που βλέπω το τέλος να πλησιάζει, πραγματικά εύχομαι να μην υπάρχει τίποτα μετά το θάνατό μας. Γιατί αν υπάρχει, μόνο ο δρόμος προς τα κάτω είναι ανοιχτός για μένα…» Δε θα πω ψέματα, η απώλειά του ήταν οδυνηρό πλήγμα για εμένα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη γνώση πως η ιστορία δεν ήταν ένας απλός θρύλος μα μια φριχτή αλήθεια, με κατάβαλε αρκετά και με πολύ κόπο κατάφερα να επιστρέψω στις καθημερινές μου συνήθειες. Πάντως,ο θάνατός του ήταν και μια καλή δικαιολογία για εμένα. Μπορούσα να υποστηρίζω πως η αφηρημάδα μου οφειλόταν σε αυτό το γεγονός και κανείς, ούτε οι γονείς μου αλλά ούτε και η Ελένη, μπορούσαν να υποψιαστούν ότι ήξερα πράγματα που κανονικά δε θα έπρεπε να ξέρω. Κανείς είπα… Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές.Υπήρχε κάποιος που κατάλαβε πως δεν ήταν ο θάνατος του παππού μου ο μόνος λόγος για τη συμπεριφορά μου. Αυτός ο κάποιος ήταν ο καλύτερός μου φίλος, ουσιαστικά είχαμε μεγαλώσει μαζί, ο Αλέκος. Ο Αλέκος με ήξερε πολύ καλά. Τολμώ να πω πως μερικές φορές έδειχνε να με γνωρίζει καλύτερα απ’ όσο γνωρίζω εγώ τον εαυτό μου. Αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν δε στάθηκα ικανός, ίσως να μην το ήθελα κιόλας, να τον ξεγελάσω. «Ποτέ δε μπορούσε να μου πεις ψέματα…»μου είπε μια μέρα. «Τους άλλους τους ξεγέλασες, αλλά εμένα όχι. Πες μου λοιπόν,τί σου συμβαίνει;» Κατάλαβα ότι δε μπορούσα να του κρυφτώ.Απλά χαμογέλασα και άρχισα να του λέω όλα όσα ήξερα. Δεν ξέρω αν εκείνη τη στιγμή με είχε πιστέψει. Σίγουρα δε νόμισε πως όσα του είπα ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου, μα σίγουρα αμφέβαλε για το εάν οι πηγές μου μού είχαν πει την αλήθεια. «Ένας τρόπος υπάρχει για να διαπιστώσουμε εάν αυτά που μου είπες ανταποκρίνονται, έστω και λίγο, στην πραγματικότητα. Να πάμε από εκεί…» μου είπε. Ο Αλέκος πρότεινε, χωρίς καν να διστάσει καθόλου, αυτό που εγώ δεν είχα τολμήσει να κάνω πριν δυο χρόνια. Αυτό ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του. Ποτέ δεν άφηνε τον πιθανό κίνδυνο να του σταθεί εμπόδιο. Κι αυτή ήταν επίσης και η μεγάλη μας διαφορά. Δε δέχτηκα. Όσο κι αν ήθελα να το κάνω, η σκέψη πως θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα ξυπνούσαν την κατάρα του …, με σταμάτησε. «Ας’ το…» απάντησα στην πρότασή του.«Ίσως είναι καλύτερο να μη σκαλίζουμε τέτοιες ιστορίες…» Παραδόξως δεν επέμεινε κι αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ανέφερα πως ο Αλέκος ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο άτομο. Τουλάχιστον πολύ περισσότερο από εμένα. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα στο οποίο διαφέραμε. Δε μπορούσε με τίποτα να κρατήσει ένα μυστικό… Δεν ξέρω σε ποιον το είπε πρώτα. Σημασία έχει πως σε ελάχιστες εβδομάδες η πλήρης ιστορία είχε μαθευτεί σε ολόκληρη την πόλη. Οι μεγαλύτεροι ξαφνιάστηκαν. Άλλοι δεν ήθελαν να γίνουν γνωστά αυτά τα πράγματα και άλλοι δε μπορούσαν να πιστέψουν πως τόσα χρόνια νόμιζαν πως ήξεραν τα πάντα, ενώ στην πραγματικότητα αγνοούσαν ορισμένα πολύ σημαντικά κομμάτια της υπόθεσης. Οι γονείς μου ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία, όπως και οι πιο πολλοί που είχαν περάσει εκείνη τη βραδιά κλειδωμένοι στο σπίτι τους. Όσοι όμως ανήκαν σε νεότερες γενιές, κυριολεκτικά ενθουσιάστηκαν με τα νέα. Η πόλη είχε αποκτήσει κι επίσημα το δικό της, καταραμένο σπίτι και οι έφηβοι ξετρελάθηκαν με αυτό. Σε αυτήν την ηλικία συνηθίζουμε να κάνουμε πολλές ανόητες πράξεις, πράξεις που συνήθως τότε τις θεωρούμεαποδείξεις μαγκιάς και γενναιότητας. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν διαφορετικά απ’ όσο θα περίμενε κάποιος. Οι νέοι τόλμησαν αυτό που δεν τολμήσαμε οι μεγαλύτεροι. Δειλά-δειλά, άρχισαν τις πρώτες τους επισκέψεις εκεί. Δεν έβρισκαν το θάρρος να μπουν μέσα στο κτίριο, έτσι περνούσαν πολλές ώρες, ακόμα και ολόκληρες βραδιές, στον τεράστιο κήπο, περιεργαζόμενοι τα αγάλματα. Όλα αυτά με είχαν ανησυχήσει. Φοβόμουν πως ήταν ζήτημα χρόνου πριν κάποιος ξεπεράσει το φόβο που όλοι ένοιωθαν και ρισκάρει να διαταράξει την ηρεμία του σπιτιού. Κι ο φόβος μου δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα… Όχι βέβαια πως ήταν κάτι που δεν περίμενα. Οι ολονύχτιες εξορμήσεις των νέων εκεί, είχαν πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μερικοί είχαν φτάσει στο σημείο να διοργανώνουν ακόμα και πάρτι στον τεράστιο κήπο και το αλκοόλ, κανείς δεν απαγόρευε τη χρήση του στους εφήβους τότε, μείωνε τις αναστολές κι εξαφάνιζε τους φόβους. Αργά ή γρήγορα,και το ένστικτό μου με προειδοποιούσε πως το γρήγορα ήταν πιο πιθανό, κάποιος θα έκανε τη μοιραία κίνηση και οι συνέπειες για την πόλη θα ήταν ανυπολόγιστες. Λένε πως η ανθρώπινη βλακεία δεν έχει όρια. Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο ισχύει, πάντως είμαι σίγουρος η βλακεία απεχθάνεται τη μοναξιά. Έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση, δεν ήταν ένας αλλά πέντε οι «γενναίοι» που, με το μυαλό τους θολωμένο από το ποτό, τόλμησαν ν’ανοίξουν, έπειτα από δεκαετίες, τη βαριά πόρτα και να μπουν μέσα στο καταραμένο σπίτι. Δεν ξέρω πόσο έμειναν μέσα σε αυτό και πόσο είχαν το θάρρος να προχωρήσουν. Η λογική λέει πως δεν πρέπει να έκατσαν πολύ, αλλά δεν ήμουν ποτέ βέβαιος ότι εκείνοι οι πέντε υπάκουαν σε αυτή. Πάντως, για λίγο καιρό, αυτοί οι πέντε έφηβοι, τρία αγόρια και δυο κορίτσια ήταν, είχαν γίνει οι «ήρωες» της πόλης. Κι όχι μόνο για τους συνομήλικους τους, αλλά ακόμα και για άτομα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας, άτομα που άνηκαν στην ίδια γενιά με το μακαρίτη τον παππού μου. Πάντως εκείνοι οι πέντε δε μιλούσαν πολύ για το είδαν μέσα στο σπίτι. Πιστεύω πως ό,τι κι αν ήταν αυτό, τους είχε τρομάξει αρκετά, τόσο που δεν ήθελαν καν να το αναφέρουν. Το μόνο που είπαν ήταν ότι και οι πέντε είχαν πάρει κάποιο ενθύμιο από εκεί μέσα… Πέρασε λίγος καιρός και τίποτα δυσάρεστο δε συνέβη. Πολλοί, ανάμεσα τους κι εγώ πρέπει να παραδεχτώ, άρχισαν να σκέφτονται πως τόσα χρόνια η πόλη ήταν δέσμια ενός παράλογου φόβου και πως τα τελευταία λόγια του … πάνω στην πυρά, ήταν απλώς το παραλήρημα ενός τρελού. Αυτό βέβαια δεν εξηγούσε την ανεξήγητη εξαφάνιση των απανθρακωμένων του απομειναριών ούτε κι αυτή του μαύρου βιβλίου,αλλά μάλλον είχαμε επιλέξει να αγνοήσουμε αυτήν τη «λεπτομέρεια»… Ήμουν έξω με την Ελένη όταν έμαθα τα άσχημα, αυτός μάλλον είναι ευφημισμός, νέα. «Ο Δημήτρης είναι νεκρός. Κρεμάστηκε, αφού πρώτα δηλητηρίασε τους δικούς του…» Ο Δημήτρης ήταν ο ένας από τους πέντε νέους που είχαν μπει στο σπίτι… Ήταν ο Αλέκος αυτός που με πληροφόρησε, μέσω τηλεφώνου. Κατάλαβα αμέσως γιατί φρόντισε να το πει σ’ εμένα, ελάχιστες στιγμές αφότου το είχε μάθει ο ίδιος. Το κατάλαβα γιατί η ίδια σκέψη φώλιασε αμέσως και στο δικό μου μυαλό. Η κατάρα ίσως ήταν αληθινή και εμείςδεν ήμασταν άμοιροι ευθυνών για το ξύπνημά της… Δεν είχα διάθεση να συνεχίσουμε τη βόλτα και έτσι πήραμε το δρόμο για το σπίτι μου. Η Ελένη ήξερε τι φοβόμουν και προσπαθούσε, μάταια όμως, να με καθησυχάσει. «Αυτό που έγινε είναι αληθινά τραγικό, μα ίσως να μην έχει σχέση με αυτό που νομίζεις. Ίσως να πρόκειται απλά για μια φριχτή σύμπτωση…» μου είπε, αλλά δεν ξέρω αν και η ίδια πίστευε τα λόγια της. Πάντως αυτό δεν έχει σημασία. Πριν ακόμα γίνει η κηδεία, δυσάρεστα νέα άρχισαν να ακούγονται… Κι όλα είχαν ως επίκεντρο κάποιον από τους τέσσερις νέους που είχαν απομείνει και το στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Ένας έβαλε φωτιά στο μαγαζί των γονιών του και τελευταία στιγμή κατάφεραν να τον βγάλουν, ετοιμοθάνατο, από τιςφλόγες. Πέθανε πριν τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο… Ο δεύτερος άρχισε με ένα μαχαίρι να παραμορφώνει το σώμα του και το αίμα που είχε τρέξει, δεν το άφησε να χυθεί μα το μάζεψε και πήγε να το βάλει μέσα στο φαγητό που μαγείρευε η μητέρα του. Στο τέλος πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία… Μια από τις κοπέλες μαχαίρωσε την κοιλιά της, μπροστά στους δικούς της, και άφησε τα σπλάχνα της να πέσουν στο πάτωμα. Το τελευταίο μέλος εκείνης της παρέας,η πιο μικρή απ’ όλους, πετάχτηκε μπροστά στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πατέρας της και ο θάνατός της ήταν ακαριαίος… Αυτά τα γεγονότα δε μπορούσαν να αποδοθούν σε απλή σύμπτωση και όλοι κατάλαβαν ότι η κατάρα του … άρχισε να χτυπάει τους κατοίκους της πόλης. Οι πέντε νέοι είχαν πεθάνει. Οι οικογένειές τους είχαν δεχθεί τρομερά χτυπήματα κι έμενε μόνο να γίνει πραγματικότητα και το τελευταίο μέρος της κατάρας. Να πληγούν και οι φίλοι των βέβηλων… Τα πέντε παιδιά είχαν πολλούς. Αν γινόταν αυτό που έτρεμα, το μεγαλύτερο μέρος της νέας γενιάς της πόλης μας ήταν καταδικασμένο. Τότε αποφασίσαμε να αναλάβουμε δράση… Ήμασταν τέσσερις. Εγώ, ο Αλέκος, ο αδερφός του ο Χρήστος κι ο Μιχάλης, ένας δεύτερος ξάδερφός μου… Θα μπαίναμε στο σπίτι και δεν θ’αντικρίζαμε ξανά τον έξω κόσμο μέχρι να βρούμε ένα τρόπο για να εξαφανίσουμε τον …, το μαύρο βιβλίο και την κατάρα… Και ήμασταν αποφασισμένοι να κάνουμετα πάντα, ακόμα και να θυσιάσουμε τις ζωές μας αν ήταν απαραίτητο, για να πετύχουμε το σκοπό μας… Οι οικογένειές μας θέλησαν να μας σταματήσουν. Το ίδιο και οι κοπέλες μας. Δεν το πέτυχαν. Ακόμα και αυτοί παραδέχτηκαν πως αν δεν έκανε κάποιος κάτι για να διορθωθεί η κατάσταση, το τίμημα για την πόλη μαςθα ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλο… Πήγαμε στην εκκλησία, εξομολογηθήκαμε και μεταλάβαμε, αυτό το απαίτησε η μητέρα μου και δεν αρνηθήκαμε, κι ένα βροχερό πρωινό μπήκαμε στο σπίτι, κλείσαμε πίσω μας τη βαριά εξώπορτα και δεν ξέραμε αν θα ξαναδούμε ποτέ τα αγαπημένα μας πρόσωπα… Αμέσως μόλις πατήσαμε το πόδι μας εκεί μέσα, καταλάβαμε τι ακριβώς είχε τρομάξει τους πέντε νέους, σε σημείο που να μη θέλουν να αναφέρονται καθόλου σε αυτήν τους την εμπειρία. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Τα πάντα έμοιαζαν να αποπνέουν μια περίεργη ενέργεια. Είχαμε και οι τέσσερις την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή κάτι από όλα εκείνα τα, σκονισμένα και φθαρμένα από το χρόνο, αντικείμενα ,μπορούσε, με έναν απροσδιόριστο μα εντούτοις απόλυτα αποτελεσματικό τρόπο, να στραφεί εναντίον μας και δεν ήμασταν βέβαιοι πως θα μπορούσαμε να αμυνθούμε απέναντι σε μιαν τέτοια, από τη φύση αλλόκοτη αλλά και παράλογη, απειλή. Ξέραμε όμως πως αυτό δεν έπρεπε να μας σταματήσει. Δεν είχαμε την πολυτέλεια του να φοβηθούμε τόσο νωρίς και δίχως μάλιστα να έχουμε αντικρίσει τους πραγματικούς κινδύνους που παραμόνευαν στις σκιές αυτού του σπιτιού. Κι όλοι ήμασταν σίγουροι πως, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαζόμασταν να αντικρίσουμε καταπρόσωπο τον πραγματικό εφιάλτη. Ξέραμε ότι ο τελικός μας προορισμός ήταν η σοφίτα του σπιτιού. Εκεί είχαν πιάσει τον … και ήταν εκεί όπου είχαν αφήσει τα καμένα του απομεινάρια, φυσικά μαζί με το μυστηριώδες μαύρο βιβλίο, πριν αυτά, με κάποιον ακατανόητο τρόπο, εξαφανιστούν. Εκεί λοιπόν έπρεπε να φτάσουμε. Αλλά ήμασταν σίγουροι πως αυτό θα αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο θα περίμενε κανείς… Προχωρούσαμε και ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά… Ήταν ο Μιχάλης αυτός που μας το επισήμανε, αν και οι υπόλοιποι το είχαμε παρατηρήσει. Απλώς κανείς μας δεν είχε τολμήσεις να το ξεστομίσει… «Αν και νομίζουμε ότι προχωράμε, συνεχώς μπαίνουμε στα ίδια δωμάτια, ξανά και ξανά…» μας είπε και η φωνή του ακούστηκε τόσο παράξενη και ξένη. Κοιταχτήκαμε και κανείς μας δεν ήτανσε θέση να αρνηθεί αυτό το, αδύνατο για τη κοινή λογική μα τόσο πιθανό για την πραγματικότητα εκείνου του σπιτιού, γεγονός. Σταθήκαμε και θεωρήσαμε πως ήταν άσκοπο να συνεχίσουμε την πορεία μας. Αν κι αρχικά νομίζαμε πως ανείπωτοι κίνδυνοι θαμας έφραζαν το δρόμο, τελικά καταλάβαμε ότι το ίδιο το σπίτι κινούταν, άγνωστο πως, σε μια παράλληλη διαδρομή με μας, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε συνεχώς εκεί απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει. Ήταν ίσως η πρώτη δοκιμασία στην οποία θα αναγκαζόμασταν να υποβληθούμε και πραγματικά ήταν από τις λίγες που δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε… «Αφού το σπίτι κινείται παράλληλα με εμάς, ας χωριστούμε για να το μπερδέψουμε…» πρότεινε ο Χρήστος. Αν και σε κανέναν από τους υπόλοιπους δεν άρεσε αυτή η ιδέα, εντούτοις δε μπορούσαμε να μην παραδεχτούμε πως αυτή ήταν η μοναδική μας επιλογή. Το σπίτι έμοιαζε να έχει νοημοσύνη, ήταν σαν κάποια άγνωστη δύναμη να είχε εμφυσήσει ζωή στα άψυχα υλικά που αποτελούσαν εκείνο το κτίριο. Μια δύναμη σίγουρα κακή και που οι προθέσεις της για τον άνθρωπο δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές. Αν όμως αυτή η νοημοσύνη είχε κάποια ,έστω και ελάχιστα, κοινά στοιχεία με την ανθρώπινη, τότε θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιον τρόπο να τη νικήσουμε. Και η πρόταση του Χρήστου ήταν ίσωςαυτός ο τρόπος… Έτσι λοιπόν χωριστήκαμε. Εγώ πήγα μετο Μιχάλη κι ο Αλέκος με το Χρήστο. Βγήκαμε ταυτόχρονα από το δωμάτιο που βρισκόμασταν, από διαφορετικές πόρτες φυσικά. Καθώς διασχίζαμε τις πόρτες οι ματιές μας ενώθηκαν κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που αντίκρισα εκείνους τους δύο. Ακόμα δεν ξέρω ποια ακριβώς ήταν η τύχη τους… Αυτό που κάναμε είχε επιτυχία. Ήταν πια ολοφάνερο πως προχωρούσαμε και δε θ’ αργούσε η στιγμή που θα πατούσαμε το πόδι μας στη σοφίτα. Αλλά το σπίτι δε σκόπευε να το κάνει τόσο εύκολο. Με το Μιχάλη είχαμε συμφωνήσει πως θα περπατούσαμε ο ένας πλάι στον άλλο, δίχως κάποιος από τους δυο μας να μείνει ούτε στιγμή έστω κι ένα βήμα πίσω. Ετοιμαζόμασταν να ανεβούμε τη σκάλα που οδηγούσε στον τρίτο όροφο αυτού του πραγματικά τεράστιοι οικήματος. Τότε κατάλαβα ότι ο Μανώλης είχε σταματήσει να περπατάει και γύρισα το κεφάλι να δω για ποιο λόγο συνέβη αυτό. Τον είδα να στέκεται και το βλέμμα τουήταν καρφωμένο πάνω σε μια περίεργη ομίχλη, η οποία είχε εμφανιστεί εντελώς ξαφνικά. Τον πλησίασε κι εκείνος άρχισε να τρέμει, ενώ τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Δεν έκανε καμία κίνηση για να την αποφύγει κι αυτή έφτασε δίπλα του και σιγά-σιγά τον κάλυψε. Τα χέρια του κινήθηκαν, σα ν’ αγκάλιαζε κάποιον, και τον άκουσα, ενώ πια έκλαιγε δυνατά, να μονολογεί: «Πόσο μου έλειψες, μαμά, πόσο μου έλειψες…» Κατάλαβα τι είχε γίνει. Δεν ξέρω πως,μα η ομίχλη είχε πάρει, μόνο όμως στα μάτια του Μιχάλη, τη μορφή της, εδώ και δέκα χρόνια νεκρής, μητέρας του. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα και να τον απομακρύνω από αυτή την ψευδαίσθηση. Μα δεν πρόλαβα να κάνω κάτι. Η ομίχλη μπήκε μέσα του και σε ελάχιστες στιγμές ο Μιχάλης είχε πέσει στο πάτωμα. Ήταν τελείως ακίνητος. Γονάτισα δίπλα του κι έλεγξα το σφυγμό και την αναπνοή του. Ήταν νεκρός!... Δεν είχα χρόνο να θρηνήσω. Ο επόμενος στόχος του σπιτιού, ή μάλλον της δύναμης που το ήλεγχε, ήμουν σίγουρα εγώ κι έπρεπε να φτάσω στον προορισμό μου όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και όταν έφτασα στον τρίτο όροφο, κατευθύνθηκα αμέσως προς τα πέντε σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη σοφίτα, δίχως να ελαττώσω την ταχύτητά μου. Τίποτα δε μ’ εμπόδισε. Ήταν σαν, για κάποιον άγνωστο λόγο, το σπίτι να ήθελε μόνο εγώ να φτάσω στη σοφίτα και να δω τα όσα υπήρχαν μέσα σε αυτήν. Η πόρτα ήταν ακόμα γερή, μα η κλειδαριά της διαλυμένη, αποτέλεσμα εκείνης της νύχτας πριν δεκαετίες. Μπήκα μέσα. Μια ανθρωπόμορφη φιγούρα, ντυμένη με ολόσωμο μαύρο μανδύα, ήταν γονατιστή στο πάτωμα και είχε μπροστά της ανοιχτό ένα βιβλίο, το βιβλίο για το οποίο μιλούσαν οι ιστορίες. Το πρόσωπο δε φαινόταν, αλλά εγώ ήξερα πως ήταν ο …, αυτός που ούτε η φωτιά είχε καταφέρει να σκοτώσει. «Καλώς ήρθες. Σε περίμενα…» μου είπε και η φωνή ακουγόταν σφυριχτή, σα να μιλούσε ένα φίδι. Τα λόγια του με αιφνιδίασαν. Μου φαινόταν αδιανόητο αυτό που είπε. «Πώς ήξερες ότι θα έρθω εγώ:» τόλμησα να ρωτήσω. «Ήταν η δειλία του παππού σου αυτή που εμπόδισε το θάνατό μου εκείνη τη νύχτα. Μόνο αυτός, ή κάποιος απόγονός του, θα μπορούσε να έρθει εδώ και να τελειώσει αυτό που δεν τόλμησε τότε. Αν είχε πάρειτο βιβλίο αντί να προσπαθήσει να το καταστρέψει, τα πάντα θα είχαν τελειώσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει αλλά δεν είχε το θάρρος που χρειαζόταν. Οι άλλοι δεν ήξεραν, αυτός όμως ήξερε…» μου απάντησε. Σηκώθηκε όρθιος και μου έδωσε το κλειστό βιβλίο. «Αν θες να πεθάνω, θα πρέπει να πάρεις αυτό. Έπειτα φύγε, αλλά όχι πριν βάλεις τη φωτιά που σκοτώσει εμένα και θα εξαγνίσει αυτό το μέρος…» μου είπε. Δεν ξέρω γιατί, μα δεν αμφισβήτησα τα λόγια του. Πήρα το βιβλίο και μετά πήγα στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί κάτω ο …είχε μπιτόνια με βενζίνη. Τοποθέτησα από ένα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού, ναι τόσα πολλά ήταν, και κρατώντας ένα ανοιγμένο, βγήκα έξω. Έβαλα φωτιά στη βενζίνη που είχε πέσει από αυτό και τρέχοντας έφυγα από εκεί. Λίγα δευτερόλεπτα μετά το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες, αφού πρώτα είχε προηγηθεί μια τεράστια έκρηξη. Κανείς δεν είδε ότι γλύτωσα. Έφυγα απότην πόλη και δέκα χρόνια τώρα περιπλανιέμαι, έχοντας μοναδική μου συντροφιά το μαύρο βιβλίο… <br clear="all" style="mso-special-character:line-break;page-break-before:always"> Επίλογος… Όλα αυτά λοιπόν μου τα διηγήθηκε ο Κώστας. Ήρθε και με βρήκε δέκα χρόνια μετά από την ημέρα που νομίσαμε ότι είχε πεθάνει, πέφτοντας με το αμάξι του στη θάλασσα. Αυτό νόμιζα εγώ ότι είχε συμβεί, μα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Σίγουρα με την ανάγνωση της ιστορίας ορισμένες απορίες θα γεννήθηκαν στο μυαλό σας. Το υποθέτω αυτό γιατί πολύ απλά μου συνέβη κι εμένα… Πρώτα να διευκρινίσω πως δε συγκράτησα από μνήμης όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Μετά από απαίτηση του Κώστα, ηχογράφησαόλη μας τη συζήτηση κι αυτά που διαβάσατε είναι αυτούσια τα λόγια του. Ο Κώστας πέθανε λίγες ημέρες αφότου μου είπε τη ιστορία και το μαύρο βιβλίο, όντως είχε ένα τέτοιο αντικείμενο στην κατοχή του, ήρθε στα δικά μου χέρια. Ήταν χειρόγραφο, αλλά αφού το διάβασα ,ήταν γραμμένο στα λατινικά, υποψιάστηκα πως ήταν αντίγραφο. Το έδωσα σε ένα γνωστό μου, ακαδημαϊκό σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού και μελετητή του αποκρυφισμού, κι αυτός το πήγε εκεί όπου έχει την έδρα του και δεν έχω μάθει κάτι άλλο γι’ αυτό. Αφού ο Κώστας είχε πεθάνει,αναγκάστηκα να πάω στην πόλη του για να εξακριβώσω εάν τα λεγόμενά του έκρυβαν κάποια δόση αλήθειας. Όντως πριν δέκα χρόνια είχαν συμβεί ορισμένες αυτοκτονίες εφήβων. Το σπίτι του … επίσης υπήρχε και κάηκε εκείνην την εποχή. Αλλά αυτοί που ρώτησα αρνήθηκαν κατηγορηματικά πως αυτά τα γεγονότα είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους και μάλιστα μου επεσήμαναν πως η μεγαλόπρεπη μονοκατοικία ήταν πάντα ανοιχτή για το κοινό και λειτουργούσε σαν μουσείο. Αρνήθηκαν όλες τις περίεργες φήμες,αλλά επέμειναν πως ο Κώστας είχε πεθάνει, ρίχνοντας το αμάξι του στη θάλασσα. Θα τους πίστευα αλλά είχα δει τον Κώστα ζωντανό μπροστά μου, δέκα χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Αυτή η λεπτομέρεια, σε συνδυασμό με τογεγονός πως οι απαντήσεις που πήρα ήταν εντελώς ίδιες, ακόμα και στις παραμικρές τους λεπτομέρειες σα να ήταν όλοι συνεννοημένοι, μου επιτρέπουν να είμαι αρκετά δισταχτικός και να θεωρώ ότι υπάρχει περίπτωση ο Κώστας να μου ίπε πιο πολλές αλήθειες απ’ όσες μου είπαν οι κάτοικοι της πόλης… Δε θα διαφωνήσω πως η αφήγησή του είχε πολλές ασάφειες. Υποψιάζομαι όμως πως αυτή η πόλη δεν πρόκειται ποτέ να μαςαποκαλύψει το τι πραγματικά έγινε… Edited January 4, 2011 by John82 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted January 4, 2011 Share Posted January 4, 2011 Επιτέλους και το δεύτερο μέρος! Μπρρρρρ...! Τι ιστορία ήταν αυτή καλέ; Έχω μεγάλη απορία: όλα αυτά τα έβγαλες πραγματικά από το μυαλό σου ή πράγματι σου τα διηγήθηκε κάποιος; Πολύ άμεσα γραμμένο, δεν μπήκα καν στη διαδικασία να βρω λάθη, με συνεπήρε το θέμα! Τόσο που τα όρια του φανταστικού με την πραγματικότητα είναι στα μάτια μου συγκεχυμένα... Συγχαρητήρια γι'αυτό! (Αλλά περιμένω να μου πεις αν είναι όντως αληθινή αυτή η ιστορία!) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted January 5, 2011 Author Share Posted January 5, 2011 Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια.. Η ιστορία δεν είναι αληθινή. Ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε μια βραδιά στο μυαλό μου και η ολοκλήρωση της ιστορίας μου πήρε λιγότερο από δυο μέρες. Χαίρομαι που σου άρεσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted January 14, 2011 Share Posted January 14, 2011 Ενδιαφέρουσα ιστορία. Τα στοιχειωμένα σπίτια πάντα τραβούν την προσοχή. Μπορώ να πω ότι τη διάβασα γρήγορα και δεν κόλλησα πουθενά, με τραβούσε από μόνη της. Οι ενστάσεις μου είναι στην αποκάλυψη των μυστικών, η οποία γίνεται αρκετά εύκολα. Πχ δεν νομίζω ότι ένας παππούς θα έλεγε αυτήν την ιστορία στον εγγονό του, ακόμη κι αν ήταν στα τελευταία του. Μετά από αυτό πήρες φόρες και το ένα έφερνε το άλλο αγόγγυστα. Απ' την άλλη, αυτό βοήθησε στην γρήγορη εξέλιξη της ιστορίας, αλλιώς θα έπρεπε να μπεις σε άλλου είδους λεπτομέρειες. Επίσης, θα ήθελα ένα πιο δυνατό τέλος, μια «μάχη» με τον κακό της υπόθεσης. Αλλά εκείνος απλά τους έδωσε έτοιμη την λύση. Κι αναρωτιέμαι, αν αυτός ήταν ο σκοπός της αναμονής του, δηλαδή να τους πει πώς να τον σκοτώσουν, γιατί έριξε εξαρχής την κατάρα; Τρομακτικές κι ατμοσφαιρικές οι αναφορές στον χαμό των παιδιών, καθώς και η πρώτη μας είσοδος στο σπίτι και τα κόλπα του. Μ' άρεσε η φράση «η βλακεία απεχθάνεται τη μοναξιά». Αρκετά ειρωνική. Γενικά μου άρεσε, αλλά πιστεύω ότι με λίγη προσοχή σε κάποιες λεπτομέρειες θα γινόταν καλύτερη. Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted January 15, 2011 Author Share Posted January 15, 2011 Mesmer, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια κι ακόμη περισσότερο για τις παρατηρήσεις σου. Προσπάθησα να παρουσιάσω την όλη ιστορία ως αφήγηση ενός ταραγμένου μυαλού, εκτός από τον πρόλογο και τον επίλογο, και επίτηδες άφησα πολλά σημεία ομιχλώδη και ασαφή. Αν προσπαθούσα να τα αναπτύξω όλα, η ιστορία ίσως κατέληγε σε μακροσκελές διήγημα και ο αρχικός μου στόχος ίσως να μην μπορούσε να επιτευχθεί. Η τελευταία φράση του επιλόγου Δε θα διαφωνήσω πως η αφήγησή του είχε πολλές ασάφειες. Υποψιάζομαι όμως πως αυτή η πόλη δεν πρόκειται ποτέ να μας αποκαλύψει το τι πραγματικά έγινε… δείχνει πως τα πιο πολλά στοιχεία ήταν παραποιημένα και την απόλυτη αλήθεια κανείς δε τολμήσει να την αποκαλύψει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Γιώργος77 Posted August 24, 2017 Share Posted August 24, 2017 Όπως λέει κι ο Στήβεν Κινγκ, οι φανταστικές ιστορίες τρόμου είναι ένας τρόπος για να ξεχνάμε τις ιστορίες τρόμου της πραγματικής ζωής. Ο alkinem ( ή John82 ή Γιάννης Σδράλης) έφυγε νωρίς, πολύ νωρίς. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.... 6 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.