alkinem Posted January 6, 2011 Share Posted January 6, 2011 Τίτλος: Το άμορφο σκοτάδι Συγγραφέσς: Γιάννης Σδράλης Είδος: Τρόμου (κυρίως ψυχολογικού) Βία: Ελάχιστη Σεξ: Όχι Αυτοτελής: Όχι (Αυτό είναι το 1ο από τα τρία μέρη) ΤΟ ΑΜΟΡΦΟ ΣΚΟΤΑΔΙ «Δεν είναι δυνατό να θεωρήσουμε ως αληθινά αυτά τα οποία αναφέρονται μέσα σε όλα τα ιερά κείμενα των θρησκειών...» Ο Γεράσιμος έκανε αυτήν τη δήλωση κι έπειτα σώπασε, περιμένοντας κάποιαν αντίδραση από τους δύο συνομιλητές του. Όμως εκείνοι δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι να πουν, κάποια πειστική απάντηση η οποία είτε θα συμφωνούσε είτε θα προσπαθούσε να αντικρούσει τα όσα είχε πει ο συνάδελφός τους. Βεβαίως και οι δύο είχαν τις απόψεις τους, αλλά εκείνο το βράδυ, όταν ο Γεράσιμος τους κάλεσε στο σπίτι του, δεν είχαν φανταστεί πως θα άφηναν κατά μέρος τη συζήτηση επάνω σε επιστημονικά θέματα και θα έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στη μεταφυσική και τη θρησκεία. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη και για τους δύο και πραγματικά τους ο παλιός τους φίλος τους έπιασε απροετοίμαστους. «Ίσως και να έχεις δίκιο, εγώ τάσσομαι με το μέρος σου, αλλά δεν είναι λογικό να ισχυριστούμε πως όλα όσα αναφέρονται π.χ. στην Βίβλο είναι τελείως άχρηστα...» ήταν η γνώμη του Αλέξανδρου. Ο Γεράσιμος δεν του απάντησε αμέσως. Το ποτήρι του είχε αδειάσει και για να συνεχίσει αυτήν την κουβέντα είχε ανάγκη να το ξαναγεμίσει. Σηκώθηκε και πλησίασε το μικρό μπαράκι, εκεί όπου φυλούσε τα ποτά. Πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι, έβαλε όσο θεωρούσε απαραίτητο για τον εαυτό του και δεν το έβαλε πάλι στη θέση του, αλλά το μετέφερε εκεί όπου καθόταν με τους φίλους του, έτσι απλά στην περίπτωση που θα το χρειαζόντουσαν. Κάθισε στη θέση του κι έμεινε αμίλητος για λίγο, σκεπτόμενος προφανώς τα λόγια του Αλέξανδρου. «Δε μπορώ να ισχυριστώ πως είναι όλα άχρηστα...» είπε τελικά. «Βεβαίως όλα αυτά γράφτηκαν σε παλιότερες εποχές και πλέον έχουν ελάχιστη πρακτική σημασία για το σημερινό άνθρωπο. Σίγουρα όμως, στην πορεία του είδους μας μέσα στους αιώνες, ήταν σημαντικοί φορείς διαμόρφωσης του πολιτισμού μας και τους αξίζει να τους φερόμαστε με τον πρέποντα σεβασμό.» «Τότε τί εννοούσες;» ακούστηκε, για πρώτη φορά αφότου είχαν ξεκινήσει εκείνη την κουβέντα, η φωνή του Χρήστου. «Πως όλα αυτά δεν είναι, δεν είναι δυνατόν να είναι, κυριολεχτικά. Θα μπορούσαν να πω πως οι θρησκευτικές εμπειρίες εξηγούνται άνετα ως απόδειξη κάποιας διανοητικής ασθένειας. Αυτό όμως θα ήταν αρκετά βαρύ, μη ξεχνάμε πως θα σήμαινε ότι η ιστορία μας διαμορφώθηκε από ψυχοπαθείς, έτσι θα πω κάτι άλλο. Απλά όλοι αυτοί, ή έστω οι περισσότεροι, ήταν ιδιαιτέρως ευφυείς άνθρωποι και χρησιμοποίησαν το καλύτερο για την εποχή τους μέσο προκειμένου να κατευθύνουν τις μάζες. Φυσικά αναφέρομαι στη θρησκεία.» «Και τα όσα αδύνατα αναφέρονται;» ρώτησε ο Χρήστος. «Μα απλά για περάσουν τις ιδέες τους χρησιμοποίησαν μια συμβολική γλώσσα, μια γλώσσα ονείρων αν προτιμάτε, και κατάφεραν να κατευθύνουν την ιστορία εκεί όπου αυτοί την ήθελαν. Οι άνθρωποι πιστεύουν οποιοδήποτε ψέμα, αρκεί να είναι αρκετά εντυπωσιακό...» «Αλλά όχι τερατώδες...» συμπλήρωσε ο Αλέξανδρος. «Σαφώς...» συνέχισε ο Γεράσιμος. «Οι πιο πολλοί χριστιανοί πιστεύουν ότι όντως ο Χριστός έκανε τα θαύματα που περιγράφονται στα ευαγγέλια. Κανείς όμως δεν πιστεύει στην κυριολεξία των όσων λέγονται στην Αποκάλυψη.» Ο Χρήστος δε φάνηκε να ικανοποιείται με αυτά που άκουσε. Σίγουρα οι άλλοι δύο ήταν πειστικοί κι ο ίδιος αδυνατούσε, τουλάχιστον εκείνη τη δεδομένη στιγμή, να αντιτάξει κάτι ουσιώδες στα λόγια των δυο φίλων του. Αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να παρατήσει τη μάχη δίχως να πολεμήσει. Θα ένοιωθε αρκετά καλύτερα εάν έκανε μια τελευταία προσπάθεια να υπερασπιστεί τα όσα πίστευε. «Ίσως μπορώ να δεχτώ ορισμένα από αυτά που λέτε. Δεν αρνούμαι πως εάν προσεγγίζαμε τα ευαγγέλια, αλλά και άλλα θρησκευτικά κείμενα, με έναν άλλον τρόπο, ίσως αυτά να μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στη σημερινή κοινωνία. Όμως πρέπει να σκεφτείτε μιαν άλλην πιθανότητα. Τα όντα που περιγράφονται στις διάφορες θρησκείες να είναι κάτοικοι μιας ανώτερης διάστασης, την οποία εμείς δεν είμαστε ικανοί, για την ώρα τουλάχιστον, να προσεγγίσουμε. Για σκεφτείτε το λίγο αυτό...» τους είπε. Οι άλλοι δύο όντως έδειξαν να προβληματίζονται από τα όσα υποστήριξε ο Χρήστος. Αφού πέρασε λίγη ώρα δίχως να πουν κάτι, ο Γεράσιμος αποφάσισε να απαντήσει στις απόψεις του Χρήστου. «Είπες να προσεγγίσουμε τα θρησκευτικά κείμενα με έναν άλλο τρόπο. Ποιος θεωρείς πως πρέπει να είναι αυτός;» «Ίσως να μην τα ερμηνεύαμε κυριολεχτικά, αλλά να ψάχναμε το βαθύτερο νόημα που κρύβεται πίσω από τους διάφορους συμβολισμούς...» «Δηλαδή Χρήστο συμφωνείς με την άποψή μου περί συμβολικής γλώσσας;» «Δε θα τη θεωρούσα παράλογη...» «Τουλάχιστον σε αυτό συμφωνούμε. Τώρα να σου απαντήσω σε όσα είπες για όντα άλλης διάστασης...» Εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε ο Αλέξανδρος. «Επέτρεψε μου να απαντήσω εγώ σε αυτό...» είπε. Ο Γεράσιμος έδειξε πως δεν είχε αντίρρηση σε αυτό. «Ακόμα κι αν όλα αυτά υφίστανται οντολογικά, όχι μόνο σαν σύμβολα, είναι ανούσιο να τα ψάχνουμε αφού, όπως είπες κι εσύ εξάλλου, κατοικούν σε μια άλλη διάσταση που εμείς δε μπορούμε να προσεγγίσουμε. Ακόμα είναι πιθανόν να μην έχουνε καν τη μορφή που εμείς περιμένουμε να έχει ένα έμβιο ον.» «Δηλαδή κάθε έρευνα για το άγνωστο είναι μάταιη;» «Δε λέω αυτό. Απλά πρέπει να επικεντρώσουμε την έρευνά μας σε αυτά τα οποία μπορούν να γίνουν κατανοητά μέσω της επιστήμης. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε στην προσωπική πίστη του καθενός...» Ο Χρήστος κατάλαβε πως ηττήθηκε. Ήπιε μια τελευταία γουλιά από το ουίσκι και σηκώθηκε να φύγει. «Καλύτερα να πηγαίνω...» είπε. «Δεν τα βγάζω πέρα με δυο άθεους.» «Προτιμώ τον όρο αγνωστικιστής...» τον διόρθωσε, γελώντας, ο Αλέξανδρος. Ο Χρήστος περνούσε το κατώφλι της οικίας του Γεράσιμου όταν έστρεψε το πρόσωπό του πάλι προς το μέρος τους. «Ίσως εμείς δε μπορούμε να φτάσουμε τη δική τους διάσταση. Αν όμως αυτά ερχόντουσαν στη δική μας;» αναρωτήθηκε κι έφυγε δίχως να περιμένει κάποιαν απάντηση. Ο Γεράσιμος κι ο Αλέξανδρος έμειναν μόνοι τους. «Κρίμα...» είπε ο πρώτος. «Τί θες να πεις;» «Αν δεν ήταν τόσο αιθεροβάμων κι αφοσιωνόταν πιο πολύ στη ψυχιατρική, θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερος, ίσως ακόμα να έφτανε και στο δικό σου επίπεδο...» Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως τα λόγια του Γεράσιμου αφορούσαν το Χρήστο. «Υπερβάλλεις...» του είπε. «Μπορεί κάποιες ιδέες του να μην ταιριάζουν σε αυτό που εσύ, αλλά κι εγώ, θεωρούμε σαν επιστημονική σκέψη. Μην έχεις αυταπάτες όμως. Πολλοί επιστήμονες, από διάφορους κλάδους, σκέφτονται σαν το Χρήστο. Δεν είναι όλοι τους ανόητοι ιδεαλιστές.» Μια έκφραση αποδοκιμασίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Γεράσιμου. «Εξάλλου...» συνέχισε ο Αλέξανδρος. «Δε θεωρώ ότι ο Χρήστος είναι κακός στη δουλειά του, αλλά ούτε ότι εγώ υπερέχω σε κάτι έναντι αυτού. Θα ήταν σωστότερο αν έλεγες πως με λίγη προσπάθεια θα μπορούσε να φτάσει, αν όχι να ξεπεράσει, εσένα...» Ο Γεράσιμος φάνηκε να ενοχλείται από τα λόγια του Αλέξανδρου. Προτίμησε όμως να μη συνεχίσει αυτήν την κουβέντα. «Πάντως, αυτό που είπε όταν έφευγε έχει κάποια σχέση με το λόγο για τον οποίο σε κάλεσα εδώ...» είπε. «Και ποιος είναι αυτός;» Ο Γεράσιμος δεν απάντησε αμέσως. Πρώτα πήγε στο γραφείο του και λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε, κρατώντας ένα λεπτό ντοσιέ. «Αν παρακολουθείς ειδήσεις, θα ξέρεις σίγουρα για τον αυξημένο αριθμό δολοφονιών, αλλά και γενικότερα βίαιων πράξεων, που έλαβαν χώρα τους τελευταίους μήνες.» «Απλά ό,τι διάβασα στις εφημερίδες....» «Οι δράστες δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους και τα εγκλήματα έγιναν χωρίς να υπάρχει κάποιο ξεκαθαρισμένο κίνητρο. Τουλάχιστον αυτή είναι η επίσημη τοποθέτηση της αστυνομίας...» «Ξέρεις κάτι περισσότερο;» «Όντως κανείς τους δε γνωρίζει κάποιον άλλο. Όμως έχουν κάτι το κοινό μεταξύ τους...» «Κι αυτό είναι;» Ο Γεράσιμος άνοιξε το ντοσιέ. «Η αστυνομία με πλησίασε πριν δυο εβδομάδες. Οι ειδικοί της δε μπόρεσαν να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα κι έτσι αποφάσισαν να ζητήσουν και τη δική μου άποψη, την άποψη του κορυφαίου όπως είπανε. Όλοι οι δράστες ισχυρίστηκαν πως ένα βράδυ ξύπνησαν έντρομοι και διαπίστωσαν πως, αν και είχαν πλήρη συναίσθηση του χώρου γύρω τους, δεν ήταν σε θέση να κινηθούν. Ένα σκοτεινό κάτι, κάποιος από αυτούς το χαρακτήρισε άμορφο σκοτάδι, κινούταν στο πάτωμα. Τους πλησίασε, κάλυψε τα σώματά τους και με έναν απροσδιόριστο τρόπο ενσωματώθηκε στο είναι τους. Έπειτα από αυτό το συμβάν έπαψαν, σιγά-σιγά βέβαια, να έχουν δική τους βούληση κι αυτό το κάτι ήταν που τους οδήγησε στο έγκλημα...» «Αν έπαψαν να έχουν δική τους βούληση, πως τα αποκάλυψαν όλα αυτά;» «Μια βδομάδα μετά από τη σύλληψή τους ξαναέβρισκαν τα λογικά τους...» «Αρκετά βολικό. Εσύ τους πιστεύεις;» «Σαφώς κι όχι. Σίγουρα πρόκειται για μια περίπτωση μαζικής υστερίας κι αυτή ήταν η απάντηση που έδωσα στην αστυνομία. Απλώς δε ξέρουμε τι την προκάλεσε και με ποιον τρόπο όλοι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους. Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου;» Ο Αλέξανδρος άρχισε να περιεργάζεται το περιεχόμενο του ντοσιέ. Όντως ήταν μια αρκετά παράξενη υπόθεση. Καμία σύνδεση δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Ακόμα κι τρόπος που ο καθένας διέπραξε τις δολοφονίες ήταν διαφορετικός. Άλλος με μαχαίρι, άλλος προκάλεσε ασφυξία στο θύμα του, ενώ κάποιος τρίτος χρησιμοποίησε δηλητήριο. «Δε μπορώ να πω κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι εσύ. Λυπάμαι...» είπε τελικά. Ο Γεράσιμος κοίταξε το ρολόι του. Η συζήτηση που είχαν κάνει ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα τυπικά θέματα που τους απασχολούσαν, και η ώρα είχε περάσει δίχως να το αντιληφθούν. «Είναι περασμένα μεσάνυχτα...» είπε. «Καλύτερα να πηγαίνεις. Έχουμε σοβαρές δουλειές γι’ αύριο το πρωί κι επιπλέον η Νικολέτα θα αρχίσει να ανησυχεί που δεν επέστρεψες ακόμα.» «Μην είσαι και τόσο σίγουρος για το τελευταίο...» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Ακόμα έχετε προβλήματα;» «Χειρότερα από τότε που απέβαλε. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ίσως η μόνη λύση είναι πλέον το διαζύγιο...» Ο Γεράσιμος δεν ήξερε τι να του πει. Μπορούσε να δώσει άριστες συμβουλές επάνω σε επιστημονικά θέματα, αλλά σε ό,τι αφορούσε το γάμο ήταν προτιμότερο να σωπαίνει. Το ήξερε κι ο ίδιος αυτό... «Αύριο θα επισκεφτώ τον τελευταίο συλληφθέντα. Έλα μαζί μου.» είπε. «Δεν είναι κακή ιδέα...» Ο Αλέξανδρος έβαλε το παλτό του. «Πάντως, όλοι αυτοί σίγουρα δε λένε ψέματα...» παρατήρησε. «Γιατί το λες αυτό;» απόρησε ο Γεράσιμος. «Ρίξε μια ματιά στις φωτογραφίες τους και παρατήρησε το βλέμμα τους. Δεν είναι βλέμμα ψεύτη, αλλά ενός ψυχικά άρρωστου ανθρώπου...» Ο Αλέξανδρος έφυγε κι ο Γεράσιμος έμεινε να συλλογίζεται την τελευταία του κουβέντα. Ο φίλος του είχε δίκιο. Την ίδια γνώμη είχε σχηματίσει κι αυτός, γι’ αυτό εξάλλου είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως κάποιο είδος μαζικής υστερίας είχε χτυπήσει την πόλη. Πήγε για ύπνο και απλά ήλπιζε ότι το επόμενο πρωινό θα μπορούσε να βγάλει κάποια πιο ασφαλή συμπεράσματα, όταν θα εξέταζε τον τελευταίο δράστη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted January 8, 2011 Author Share Posted January 8, 2011 Τίτλος; Το άμορφο σκοτάδι Συγγραφέσς: Σδράλης Γιάννης Είδος; Τρόμου Βία; Ναι Σεξ: Όχι Αυτοτελής: Όχι (Αυτό είνια το 2ο από τα τρία μέρη) Ο Αλέξανδρος, οδηγώντας όσο γρηγορότερα μπορούσε, επέστρεψε σπίτι του. Το εσωτερικό της διώροφης μονοκατοικίας ήταν βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι κι αυτός κατάλαβε πως η σύζυγός του δε θεώρησε απαραίτητο να τον περιμένει και είχε ήδη ξαπλώσει. Κατευθύνθηκε, τελείως αθόρυβα, προς τη κρεβατοκάμαρά τους, αλλά όταν έφτασε δοκίμασε μια αρκετά δυσάρεστη έκπληξη. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και με αυτόν τον τρόπο η Νικολέτα του καθιστούσε σαφές ότι δεν τον ήθελε πλάι της. Θα έπρεπε να τον στενοχωρήσει αυτό το γεγονός, αλλά αντίθετα ένοιωσε ανακουφισμένος. Αν εκείνη καταλάβαινε την παρουσία του, ένας ακόμη καβγάς θα ακολουθούσε κι Αλέξανδρος δεν το ήθελε αυτό. Επιθυμούσε ένα βράδυ να κοιμηθεί δίχως να βρίσκεται στα πρόθυρα του εγκεφαλικού.... Πήγε στον ξενώνα. Ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε αμέσως. Το επόμενο πρωινό τον ξύπνησε το κουδούνισμα του κινητού του. «Σε μισή ώρα να είσαι έτοιμος. Θα περάσω και θα σε πάρω...» Ήταν ο Γεράσιμος, ο οποίος του υπενθύμιζε πως εκείνη την ημέρα θα πήγαιναν να δουν τον τελευταίο που είχε συλληφθεί με την κατηγορία του φόνου. Σηκώθηκε αμέσως κι ετοιμάστηκε στα γρήγορα. Δεν έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε μόνο, και κατέβηκε στην κουζίνα όπου η οικιακή βοηθός είχε ήδη ετοιμάσει τον καφέ. Η Νικολέτα δεν είχε σηκωθεί ακόμα. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τον δει και αφού ήπιε λίγες γουλιές καφέ, πρωινό δεν είχε όρεξη να φάει, βγήκε στο δρόμο, όπου και περίμενε την άφιξη του Γεράσιμου. Αυτός έφτασε έπειτα από ελάχιστα λεπτά. «Πίεσα τους κατάλληλους ανθρώπους και κατάφερα να μεταφερθεί ο φυλακισμένος στην ψυχιατρική κλινική όπου εργάζομαι.» είπε. «Αυτός ομολόγησε ή ακόμα;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Ακόμα. Απλά κάθεται και, με κενό βλέμμα, ατενίζει το κενό.» Δεν είπαν τίποτε άλλο. Η κίνηση ήταν ελαττωμένη και δεν άργησαν να φτάσουν στον προορισμό τους. Ο ασθενής, πλέον σαν τέτοιον τον αντιμετώπιζαν, ήταν κλεισμένος στην απομόνωση και δύο νοσοκόμοι στέκονταν μπροστά από την πόρτα. Οι δυο γιατροί έριξαν μια ματιά στο δωμάτιο, όπου ένας άντρας, γύρω στα 35, φορούσε ζουρλομανδύα και καθόταν στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη του στον επενδυμένο με λευκά μαξιλάρια τοίχο. Δεν έλεγε τίποτε, δεν κουνιόταν καν, παρά μόνο τα μάτια του, τα οποία έμοιαζαν τελείως άδεια από ζωή, ήταν καρφωμένα ίσια μπροστά. «Όλα αυτά τα μέτρα, εννοώ τον ζουρλομανδύα, την απομόνωση και τους φρουρούς, είναι απαραίτητα;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Από την μέχρι τώρα συμπεριφορά του, αλλά και από τη γενικότερη συμπεριφορά των προηγουμένων, λέω όχι...» «Τότε γιατί είναι σε αυτήν την κατάσταση;» «Είναι ο πρώτος που μεταφέρεται τόσο νωρίς εκτός φυλακής και η αστυνομία απαίτησε να παρθούν αυτά τα μέτρα...» εξήγησε ο Γεράσιμος. Η πόρτα της απομόνωσης άνοιξε και οι δύο γιατροί πλησίασαν τον κρατούμενο. Αυτός δεν τους έδωσε σημασία. Συνέχισε να κοιτάζει το ίδιο σημείο κι έμοιαζε σαν να περιμένει κάτι. «Καμία αντίδραση.» παρατήρησε ο Αλέξανδρος. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Είναι σα να μην υπάρχουμε γι’ αυτόν...» Ο Γεράσιμος χτύπησε δυνατά στο στομάχι τον κρατούμενο. Ο Αλέξανδρος σάστισε αρχικά, αλλά όταν συνήλθε προσπάθησε να συγκρατήσει το φίλο του. «Τι στην οργή ήταν αυτό;» «Ένα απλό πείραμα...» είπε ο Γεράσιμος, προκειμένου να δικαιολογήσει την πράξη του. Ο Αλέξανδρος έστρεψε το βλέμμα του προς τον ασθενή τους. Το χτύπημα που δέχτηκε δεν είχε καμία επίδραση στη στάση του. Δε μαζεύτηκε, δεν έδειξε καν ότι πόνεσε και φυσικά δεν έπαψε ούτε στιγμή να κοιτάει το κενό. «Μέχρι να συνέλθει μας είναι εντελώς άχρηστος...» είπε ο Γεράσιμος, με φωνή χρωματισμένη από την απογοήτευση, και γύρισε για να φύγει. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε. Πριν περάσει την πόρτα, κοίταξε για μια ακόμη φορά τον κρατούμενο. Κάτι είχε αλλάξει. Εκείνος είχε πάψει να κοιτάει το κενό και όλη του η προσοχή ήταν πια στην παρατήρηση του Αλέξανδρου. Ένα απαίσιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και κάτι φάνηκε να ψιθυρίζει. Ο Αλέξανδρος βγήκε από το δωμάτιο και πόρτα έκλεισε πίσω του. Οι δυο γιατροί ήταν καθισμένοι στο γραφείο του Γεράσιμου και έλεγαν τις εντυπώσεις που αποκόμισαν από αυτήν την πρώτη επίσκεψη. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πει ακόμα τίποτα σχετικό με τα όσα είχε δει προηγουμένως. Ο Γεράσιμος δεν είχε προσέξει την αιφνιδιαστική αλλαγή του κρατούμενου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αγνοήσει την περίεργη συμπεριφορά του φίλου. Γιατί μπορεί ο Αλέξανδρος να συμμετείχε στην κουβέντα τους, αλλά ήταν ξεκάθαρο πως το μυαλό του ταξίδευε κάπου αλλού. «Τί σκέφτεσαι;» «Ρωτάς; Μα φυσικά αυτό που συζητάμε...» απάντησε ο Αλέξανδρος. Ο Γεράσιμος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, όχι...» είπε. «Αρνούμαι να το πιστέψω αυτό. Κάτι άλλο σε απασχολεί, κάτι όπως τα προβλήματα του γάμου σου...» Αυτή η εξήγηση βόλευε τον Αλέξανδρο. Θα μπορούσε να πει ένα τέτοιο ψέμα κι ο Γεράσιμος να μην επιμείνει άλλο. Θα ήταν βολικό, αλλά όχι σύμφωνο με την ηθική. Ίσως αυτό που είχε δει να είχε περισσότερη σημασία για την εξέλιξη του ασθενούς από κάθε τι άλλο. Αποφάσισε έτσι να τα πει όλα στο Γεράσιμο... Αυτός, μόλις άκουσε τη μικρή ιστορία, έτρεξε αμέσως στην απομόνωση. Η πόρτα άνοιξε και ήταν φανερό πως τα πάντα είχαν αλλάξει. Ο κρατούμενος είχε κοιμηθεί, για πρώτη φορά έπειτα από τη σύλληψή του, και το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο, καμία σχέση με την παγωμένη έκφραση που είχε μέχρι τότε. Ο Γεράσιμος θύμωσε με την αργοπορημένη αντίδραση του Αλέξανδρου. Δεν ήταν βέβαιος, αλλά ίσως εκείνη η καθυστέρηση να του φανερώσει το τι είχε γίνει, να τους είχε στερήσει πολύτιμες πληροφορίες. Η εξέταση του κρατουμένου ήταν, τουλάχιστον μέχρι να ξυπνήσει, αδύνατη κι ο Γεράσιμος έστρεψε τα βέλη του επάνω στον Αλέξανδρο. Εκείνος απλά τον άκουγε και δεν αντιδρούσε. Ίσως παραδεχόταν πως ο φίλος του είχε δίκιο που είχε θυμώσει, ίσως όμως και να μην τον ενδιέφερε πραγματικά αυτό το θέμα. Έτσι άφησε τον Γεράσιμο να φωνάζει, ενώ αυτός σκεφτόταν, ξανά και ξανά, τα λόγια που νόμισε πως είχε ακούσει να βγαίνουν από τα χείλη του κρατούμενου. Λόγια τα οποία είχε «ξεχάσει» να αναφέρει στο φίλο του. «Είμαι ελεύθερος. Είναι η σειρά ενός άλλου να βασανιστεί...» Ο Γεράσιμος τέλειωσε το λόγο του και περίμενε κάποια απάντηση, οποιαδήποτε, από τον Αλέξανδρο. «Έχεις απόλυτο δίκιο, αυτό που έκανα ήταν τελείως ανεπίτρεπτο. Τώρα επέτρεψέ μου να φύγω...» του είπε αυτός, τελείως μηχανικά, κι έφυγε, αφήνοντας τον εμβρόντητο Γεράσιμο με την ικανοποίηση μιας αμφίβολης λεκτικής επικράτησης. Οι μέρες είχαν περάσει, αλλά η κατάσταση στο σπίτι του Αλέξανδρου δε βελτιωνόταν. Με τη γυναίκα του είχαν καταντήσει ουσιαστικά σα δύο ξένοι και κανείς δεν ήξερε το λόγο που επέμεναν να κρατούν όρθιο αυτό το γάμο. Ο Αλέξανδρος έκανε μερικές προσπάθειες και τελικά κατάφερε να κατευνάσει το θυμό του Γεράσιμου. Δεν ήταν κάτι το πολύ δύσκολο, ο τελευταίος δεν είχε θυμώσει πραγματικά. Περισσότερο η κατάστασή του θα ήταν σωστότερο να χαρακτηριστεί σαν ένας στιγμιαίος εκνευρισμός, ο οποίος πολύ γρήγορα είχε εξαφανιστεί. Πλέον η προσοχή τους είχε επικεντρωθεί στη μελέτη, ο Γεράσιμος αρεσκόταν να τον αντιμετωπίζει σαν πειραματικό υποκείμενο, του κρατούμενου. Αυτός είχε ανακτήσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και οι καθημερινές του συνήθειες ήταν αυτές που ταίριαζαν σε έναν οποιοδήποτε άνθρωπο. Με την εξαίρεση βέβαια ότι αυτός ήταν φυλακισμένος και συνεχώς ήταν υπό την επιτήρηση πλήθους γιατρών. Θυμόταν τι ακριβώς είχε κάνει, αλλά δε σταματούσε να υποστηρίζει πως όλες οι απεχθείς πράξεις έγιναν δίχως τη δική του θέληση. Αυτό που τον είχε καταλάβει, οι γιατροί πλέον το αποκαλούσαν το άμορφο σκοτάδι, τον είχε καταστήσει ανίκανο να λαμβάνει την οποιαδήποτε απόφαση και του επέβαλε να κάνει όλα αυτά για τα οποία είχε φυλακιστεί. «Δεν είναι παράξενο;» ρώτησε ο Γεράσιμος τον Αλέξανδρο, γνωρίζοντας βέβαια πως αυτή η ερώτηση μπορούσε να απαντηθεί μόνο με μια άλλη. Ο Αλέξανδρος το κατάλαβε και δε χάλασε το χατίρι του φίλου του. Ήξερε την ανάγκη που ένοιωθε εκείνος να τον ακούν. «Πού είναι το παράξενο;» του είπε. «Ο ασθενής ξέρει τι έκανε, αλλά δεν αισθάνεται καμία τύψη γι’ αυτό. Είναι πεπεισμένος πως η ευθύνη δεν είναι δική του, αλλά αντιθέτως βαραίνει αυτό που τον είχε καταλάβει. Αν και πλέον έχει απελευθερωθεί από την επιρροή του, εντούτοις ακόμη το θεωρεί σαν κάτι απολύτως αληθινό.» είπε ο Γεράσιμος, με ένα περίεργο μίγμα ενθουσιασμού κι απογοήτευσης, και κατέληξε. «Σίγουρα είναι μία από τις πιο μπερδεμένες περιπτώσει που έχω αναλάβει...» «Θα έλεγα ότι είναι η πιο μπερδεμένη...» Το πομπώδες ύφος του Γεράσιμου, αλλά και αυτή η τεράστια ανάγκη που τον καταλάμβανε να κάνει επίδειξη, δε μπορούσαν να του αφαιρέσουν το δίκιο του. Ο Αλέξανδρος συμμεριζόταν τελείως την άποψή του, αλλά δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα σημάδια που παρουσίαζε ο ασθενής. Είχε πια βραδιάσει όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν είχε αμφιβολία πως όταν η Νικολέτα θα άκουγε τον ήχο του αυτοκινήτου του όταν πάρκαρε, αμέσως θα πήγαινε στο δωμάτιό της, και φυσικά θα κλείδωνε την πόρτα της, προκειμένου να μην τον δει. «Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί...» σκεφτόταν καθώς οδηγούσε. «Αύριο κιόλας θα κάνω αίτηση διαζυγίου...» Έφτασε σπίτι του κι αμέσως πήγε στην τραπεζαρία. Η Ελένη, η οικιακή βοηθός, σέρβιρε αμέσως το φαγητό και τον πληροφόρησε ότι η Νικολέτα είχε δειπνήσει νωρίτερα. Ο Αλέξανδρος πείστηκε ότι η απόφαση που είχε πάρει στο αμάξι, να ζητήσει δηλαδή διαζύγιο, ήταν και η σωστή. Ξάπλωσε, μα ο ύπνος άργησε να τον πάρει. Είχε πολλά στο μυαλό του, μα κυρίως, και για να ξεχάσει τα προβλήματά του με τη Νικολέτα, σκεφτόταν τις διάφορες παραμέτρους της υπόθεσης η οποία είχε ουσιαστικά μονοπωλήσει την επαγγελματική του ζωή. Κοίταζε ξανά και ξανά τα έγγραφα και τις φωτογραφίες που είχε στην κατοχή του και προσπαθούσε, μάταια όμως, να βρει κάποιο μικρό στοιχείο που είχε διαφύγει από την αντίληψή τους και το οποίο θα τους βοηθούσε να κατανοήσουν τι ακριβώς είχε συμβεί σε αυτόν τον ασθενή, αλλά φυσικά και στους προηγούμενους. Δεν τα κατάφερε και όλη αυτή η προσπάθεια τον κούρασε υπερβολικά. Δεν το κατάλαβε, μα πολύ γρήγορα αποκοιμήθηκε, ανακαθισμένος στο κρεβάτι και με σκόρπια χαρτιά να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος αυτού. Ίσως να έφταιγε η άβολη στάση, αλλά ο ύπνος του ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος. Ξύπνησε νοιώθοντας κάτι να τον πιέζει στο στήθος και να τον εμποδίζει να αναπνεύσει σωστά. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και το στόμα του ήταν τελείως ξερό. Άνοιξε τα μάτια και, προς στιγμήν, του φάνηκε πως όλο το δωμάτιο γύριζε γύρω από αυτόν. Θέλησε να απλώσει το χέρι του και να πιάσει το ποτήρι με το νερό, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ήταν ανήμπορος να κινήσει οποιοδήποτε μέλος του σώματός του. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από τα χείλη του. Ύστερα από λίγα λεπτά το δωμάτιο σταμάτησε να γυρίζει, ή μάλλον αυτό που σταμάτησε ήταν εκείνη η απαίσια ψευδαίσθηση που βίωνε ο Αλέξανδρος και η οποία αλλοίωνε την πραγματικότητα. Ακόμα όμως δε μπορούσε να μιλήσει, ενώ μπορούσε μόνο να κινήσει το κεφάλι του. Άρχισε να εξερευνά με το βλέμμα του το γύρω χώρο και τότε το είδε. Ήταν απαίσιο. Ταίριαζε ακριβώς στις περιγραφές που είχαν κάνει οι ασθενείς των υποθέσεων που τους απασχολούσαν. Μια άμορφη σκοτεινή μάζα, ημιδιαφανής, απροσδιόριστου σχήματος και συνεχώς μεταβαλλόμενου μεγέθους, κινούταν στο πάτωμα. Άφηνε μια μαύρη ουσία στο πέρασμά της, μια ουσία που σχεδόν αμέσως διαλυόταν. Αργά, μα εντούτοις σταθερά, κινούμενη σε όχι απολύτως ευθεία κατεύθυνση, τον πλησίαζε και ήταν ζήτημα λίγων λεπτών πριν αυτή έρθει σε επαφή μαζί του. Σε λίγο ακουμπούσε τα πόδια του. Άρχισε σιγά-σιγά να τον καλύπτει και ο τελικός στόχος μάλλον ήταν το κεφάλι του, εκεί όπου, με κάποιον ακαθόριστο τρόπο, θα κατάφερνε να καταλάβει το μυαλό του και να γίνει αυτή ο πραγματικός, αλλά όμως και καλυμμένος από ένα μυστηριώδες πέπλο αορατότητας, υπεύθυνος για τις πράξεις του. Έφτασε εκεί που ήθελε και, χρησιμοποιώντας τα αυτιά και τη μύτη του σαν σημεία εισόδου, άρχισε να εισχωρεί μέσα στο σώμα του. Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη. Μια εσωτερική φωτιά, η οποία ξεκίνησε από το κεφάλι του κι έφτασε αμέσως στα πόδια του, εξαπλώθηκε στο κορμί του, μια φωτιά που του προκαλούσε τόσο πόνο που ευχαρίστως θα καλοδεχόταν το θάνατο εκείνη τη στιγμή. Μα το χειρότερο ήταν αυτό που συνέβαινε στο μυαλό του. Ένοιωσε σαν κάποιος να τραβούσε τον εγκέφαλό του, προσπαθώντας να τον βγάλει από τη θέση του κι όταν δε τα κατάφερνε άνοιγε τρύπες σε αυτό και έμπηγε μέσα του πυρωμένα καρφιά, τα οποία έφταναν μέχρι το βάθος του μυαλού του. Προσπαθούσε να αντισταθεί, αλλά εκείνο, ό,τι κι αν ήταν, δε σταματούσε... «Μην αντιστέκεσαι...» είπε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. «Έχω διαλέξει το σώμα σου, αλλά και το μυαλό σου, για νέα μου κατοικία. Μην προσπαθείς να αντισταθείς. Αφέσου κι όλα θα είναι πολύ πιο άνετα. Πιο άνετα για μένα, μα κυρίως για σένα...» Ο Αλέξανδρος δεν είχε άλλες δυνάμεις. Πλέον αυτό ήταν μέρος του εαυτού του. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε. Με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα όπου κοιμόταν η γυναίκα του. Στάθηκε μπροστά από την πόρτα και χτύπησε τη γροθιά του επάνω της. «Άνοιξε...» είπε θυμωμένος, απευθυνόμενος στη Νικολέτα. Εκείνη δεν απάντησε, αλλά ούτε κι άνοιξε την πόρτα. Ο Αλέξανδρος εξαγριώθηκε. Σαν τρελός άρχισε να χτυπά, με γροθιές και κλωτσιές, την πόρτα και όσο περνούσε η ώρα η δύναμή του έμοιαζε να αυξάνεται. «Άνοιξε. Δε θα το ξαναπώ...» Σε λίγο ακούστηκε η φωνή της Νικολέτα, περισσότερο τρομαγμένη παρά θυμωμένη. «Φύγε αμέσως. Αλλιώς...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Ο Αλέξανδρος, με τα μάτια του να πετούν φλόγες, είχε πέσει με δύναμη πάνω στην πόρτα. Την έσπασε και μπήκε στο δωμάτιο. Την πλησίασε. Ήθελε να τη χτυπήσει, αλλά ξαφνικά κυριεύτηκε από πόθο για εκείνη. Την άρπαξε και τη φίλησε. Εκείνο το βράδυ ένοιωσε πως είχε ξαναβρεί τη χαμένη του γυναίκα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted January 11, 2011 Author Share Posted January 11, 2011 Τίτλος: Το άμορφο σκοτάδι Συγγραφέας: Γιάννης Σδράλης Είδος: Τρόμου (κυρίως ψυχολογικού) Βία: Ναι Σεξ: Όχι Αυτοτελής: Όχι (Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος) «Φίλε μου, σε εκτιμώ σαν επιστήμονα, αλλά μερικές φορές γίνεσαι πολύ ανόητος...» Ο Γεράσιμος είχε τελειώσει άλλη μια μικρή του διάλεξη κι ο Αλέξανδρος, έχοντας βαρεθεί προ πολλού την ενοχλητική συνήθεια του φίλου του, έκανε αυτό το σχόλιο. Το ότι ο Αλέξανδρος βρήκε το θάρρος να πει αυτά τα λόγια, ήταν πραγματικά μια μεγάλη έκπληξη. Όχι μόνο για τον ίδιο όμως... Την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, έκπληξη ένοιωσε κι ο Γεράσιμος, ο οποίος δε μπορούσε να πιστέψει ότι ο φίλος του του είπε αυτά τα λόγια... Τα πάντα είχαν αλλάξει στη ζωή του Αλέξανδρου από εκείνο το βράδυ... Η σχέση με τη Νικολέτα είχε βελτιωθεί. Οι τσακωμοί άνηκαν στο παρελθόν και κάθε σκέψη που υπήρχε στο μυαλό του για διαζύγιο, πλέον είχε εξαφανιστεί. Επαγγελματικά, ποτέ δεν είχε παράπονο για την έως τότε πορεία του. Πάντοτε όμως ένοιωθε αρκετά άβολα ξέροντας ότι ήταν στη σκιά του Γεράσιμου. Όλοι θεωρούσαν το φίλο του ως τον κορυφαίο στο είδος τους κι εκείνος δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να του υπενθυμίζει αυτό το γεγονός. Αλλά από τη στιγμή που τόλμησε να του μιλήσει έτσι όπως του μίλησε, κατάλαβε ότι κι ο ίδιος είχε αδικήσει τον εαυτό του και υποψιάστηκε ότι μάλλον είχε υπερεκτιμήσει το φίλο του. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν αφελής. Ήξερε πως αυτά τα λόγια ήταν δικά του. Ήταν πράγματα που για πολύ καιρό ήθελε να πει, αλλά και γενικότερα να κάνει, όμως δεν έβρισκε το θάρρος που χρειαζόταν. Το θάρρος που του είχε δώσει εκείνο το σκοτάδι που είχε καταλάβει την ύπαρξή του... Αυτό τον ικανοποιούσε, αλλά περιέργως τον τρόμαζε παράλληλα. Κατανόησε πως αυτό, ό,τι κι αν ήταν, τον έκανε να νοιώθει τελείως ελεύθερος, αποδεσμευμένος από τη φυλακή που οι κοινωνικές δεσμεύσεις κλείνουν τους ανθρώπους. Έκανε ό,τι ήθελε να κάνει κι έλεγε ό,τι ήθελε να πει. Κι αυτό ήταν το τρομαχτικό... Αν κάποια στιγμή ένοιωθε πως απειλούταν, δε θα είχε καμία αναστολή να διαπράξει έγκλημα, προκειμένου να υπερασπιστεί το συμφέρον του. Αυτό λογικά είχε συμβεί και στους άλλους που «φιλοξένησαν» μέσα εκείνο το ακαθόριστο σκοτάδι. «Όχι, όχι...» μονολογούσε, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του. «Αυτό δε θα συμβεί σε μένα. Οι άλλοι το είχαν στο αίμα τους, ήταν εγκληματίες. Εγώ όμως δεν είμαι...» «Δίκιο έχεις, απόλυτο δίκιο. Εσύ δεν είσαι σαν και αυτούς. Είσαι ξεχωριστός, καλύτερος...» επαναλάβανε μέσα στο κεφάλι εκείνη η φωνή που είχε ακούσει το μοιραίο βράδυ. Κάπως έτσι πέρασε αρκετός καιρός... Κανείς δεν ήξερε γιατί οι δολοφονίες είχαν σταματήσει, τόσο ξαφνικά όσο άρχισαν. Αυτό το γεγονός έμοιαζε να δικαιώνει την άποψη του Γεράσιμου, εκείνη περί κάποιας ανεξήγητης μαζικής υστερίας, κι ο Αλέξανδρος, αν και ήξερε καλά ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, βολεύτηκε πολύ καλά με αυτήν την ερμηνεία. Είχε πολύ καρό να επισκεφτεί τον τελευταίο ασθενή που είχε εμφανίσει τα συμπτώματα της υστερίας, εκείνον που ο Γεράσιμος επέμενε πεισματικά να κρατά στο ψυχιατρείο. Αυτός είχε πλέον αποποιηθεί τα πάντα σχετικά με το άμορφο σκοτάδι και είχε αναλάβει την πλήρη ευθύνη των πράξεών του. Αυτό ήταν πρωτόγνωρο, κανείς από τους προηγούμενους δεν το είχε κάνει, κι ο Γεράσιμος είδε σε αυτήν του την ενέργεια μια ακόμα εκδήλωση της ψυχικής του ανισορροπίας κι όχι κάποιο σημάδι βελτίωσης. Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε να ξαναδεί τον ασθενή, ούτε κι ο ίδιος όμως δεν ήξερε το λόγο, μα οι πιέσεις που του άσκησε ο Γεράσιμος ήταν τόσο ασφυκτικές, που δεν είχε άλλη λύση από το να δεχτεί. «Έχω αρκετή δουλειά, αλλά κάποιο απόγευμα θα περάσω να τον δω. Δε σου εγγυώμαι όμως πως θα βρεθούμε...» Ο Αλέξανδρος εκπλήρωσε την υπόσχεση που είχε δώσει στο φίλο και μερικές μέρες μετά από τη συνομιλία τους είχε και πάλι απέναντί του τον ασθενή. «Χαίρομαι που ήρθες...» είπε εκείνος. «Δεν περίμενα να βρεθούμε τόσο σύντομα...» Ο Αλέξανδρος ένοιωσε κάπως άβολα στο άκουσμα αυτών των λόγων. Ευχόταν να έκανε λάθος, μα του φάνηκε πως αυτά που είπε ο ασθενής δεν απευθύνονταν σε εκείνον, αλλά σε αυτό που ήταν μέσα του. Έδωσε εντολή στο νοσοκόμο που τον συνόδευε να βγει από το δωμάτιο. «Ξέρεις ποιος είμαι;» τον ρώτησε, αφού είχαν μείνει οι δυο τους. «Εσύ είσαι ένας από τους γιατρούς μου και δε θυμάμαι το όνομά σου. Αλλά αυτό που είναι μέσα σου το γνωρίζω και δυστυχώς πάρα πολύ καλά...» αποκρίθηκε ο ασθενής. Ο Αλέξανδρος ταράχτηκε και έφυγε αμέσως από εκεί. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε το μυστικό και θα μπορούσε να τα καταστρέψει όλα. «Αλλά και να το πει, ποιος θα τον πιστέψει;...» είπε. «Σωστά σκέφτεσαι. Τί θα γίνει όμως αν κάποιος τον πάρει στα σοβαρά; Κάτι πρέπει να κάνεις...» απάντησε εκείνη η φωνή στο κεφάλι του. «Τί όμως;» Η φωνή όμως σώπασε. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως αυτό που θα έκανε, ό,τι κι αν ήταν, θα ήταν αποκλειστικά δική του επιλογή. Πήγε γρήγορα σπίτι του. Έψαξε στο γραφείο του, φυλούσε κάποια φάρμακα εκεί, και τελικά βρήκε αυτό που ήθελε. «Αυτό είναι ό,τι πρέπει. Αν του χορηγήσω υπερβολική δόση, η καρδιακή ανακοπή είναι σίγουρη...» είπε και μετά έφυγε αμέσως για να πάει στην ψυχιατρική κλινική. Δεν κατάλαβε όμως ότι η Νικολέτα είχε παρακολουθήσει όλη αυτήν τη σκηνή, μα κυρίως είχε ακούσει τα λόγια του.... Στο δρόμο του αγνόησε τα πάντα. Δεν τον ένοιαζε το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη. Ακόμη και κόκκινο να ήταν, αυτός το πέρναγε δίχως να νοιάζεται για τις συνέπειες. Έφτασε και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του ασθενούς. «Άνοιξε μου να μπω, κλείσε την πόρτα και μείνε απλά απ’ έξω...» είπε σ’ ένα νοσοκόμο. Αυτός δεν του έφερε αντίρρηση. Εξάλλου ο Γεράσιμος είχε πει ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να κινείται όπως ήθελε μέσα στην κλινική, αν και δεν άνηκε στο προσωπικό. «Είναι το τέλος;...» ρώτησε ο ασθενής, μόλις είδε τον Αλέξανδρο να ετοιμάζει την ένεση. «Πρέπει να καταλάβεις. Το κάνω για τη δική μου προστασία, αλλά και της οικογένειάς μου.» απάντησε ο Αλέξανδρος. Ο ασθενής δεν πρόβαλε αντίσταση, ούτε σκέφτηκε να φωνάξει. Σε λίγα δευτερόλεπτα το θανάσιμο υγρό κυκλοφορούσε στο αίμα του. Ο Αλέξανδρος βγήκε από το δωμάτιο. «Κλείδωσε.» είπε στο νοσοκόμο. «Τον είδα πολύ κουρασμένο. Μάλλον θα κοιμάται για πολλές ώρες...». Επέστρεψε σπίτι του. Είχε διαπράξει φόνο, αλλά περιέργως δεν ένοιωθε άσχημα γι’ αυτό. Το ίδιο βράδυ δέχτηκε το τηλεφώνημα του Γεράσιμου. Ο φίλος του τον πληροφόρησε ότι ο ασθενής τους βρέθηκε νεκρός. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο είχε σταματήσει η καρδιά του. Ο Αλέξανδρος ηρέμησε. Το σχέδιό του είχε πετύχει και κυρίως κανείς δεν τον είχε υποψιαστεί. Μόλις είπε στη Νικολέτα τα νέα, εκείνη πάγωσε. Δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά πολύ φοβόταν ότι ο άντρας είχε παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο θάνατο εκείνου του δύστυχου ανθρώπου. Δεν του είπε όμως τίποτα. Θα ενεργούσε, αλλά θα το έκανε με τέτοιο τρόπο ώστε εκείνος δε θα μπορούσε να την καταλάβει. Όχι πριν να ήταν πολύ αργά... «Καταλαβαίνω Νικολέτα, αλλά αυτό που μου λες είναι τρομερό. Είσαι σίγουρη;» Με αυτά τα λόγια ο Γεράσιμος αντέδρασε στο άκουσμα των αποκαλύψεων της Νικολέτας, την επόμενη μέρα ύστερα από το από το θάνατο του ασθενούς. «Ξέρω τι άκουσα Γεράσιμε. Κάντε του πλήρη νεκροψία και θα διαπιστώσετε ότι ο θάνατός του δεν οφείλεται σε φυσικά αίτια...» απάντησε εκείνη. Εκείνο το πρωινό περίμενε να φύγει ο Αλέξανδρος και μόλις έγινε αυτό, τηλεφώνησε στο Γεράσιμο και του είπε όσα ήξερε. Αυτός δεν ήθελε να τα πιστέψει, αλλά η επιμονή της τον έπεισε και διέταξε να γίνει πλήρης νεκροψία στον ασθενή. Τα αποτελέσματά της ήταν μια δικαίωση για τη Νικολέτα και παράλληλα μια μαχαιριά στην καρδιά της, αλλά και σε αυτήν του Γεράσιμου. Ο Αλέξανδρος ήταν δολοφόνος... Οι κάμερες ασφαλείας έδειξαν ότι ήταν ο τελευταίος που είχε δει τον ασθενή πριν πεθάνει. Το φάρμακο ενεργούσε αμέσως κι έτσι κανείς άλλος δε θα μπορούσε να του το είχε χορηγήσει, όχι χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι συνέπειες. Ο Γεράσιμος αποφάσισε να το χειριστεί ο ίδιος. Έτσι κάλεσε τον Αλέξανδρο στην κλινική, λέγοντάς ότι ήθελε κάποια συμβουλή. Ο Αλέξανδρος πίστεψε ότι αυτό ήταν η αλήθεια και, νοιώθοντας μεγάλη ικανοποίηση, ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμα του φίλου του. Ο Γεράσιμος ήταν μόνος στο γραφείο του. Ήξερε ότι ίσως ήταν και λίγο επικίνδυνο, ο Αλέξανδρος τον τελευταίο καιρό παρουσίαζε μια εντελώς αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, αλλά ήταν αποφασισμένος να το ρισκάρει. Θα επιστράτευε όλες του τις δυνάμεις και θα προσπαθούσε να τον πείσει να παραδοθεί. «Λοιπόν...» είπε ο Αλέξανδρος όταν έφτασε. «Για ποιο θέμα χρειάζεσαι τη γνώμη μου;» Ο Γεράσιμος δεν ήξερε πως ν’ αρχίσει. Αυτό που ήθελε να πει δεν ήταν εύκολο να λεχθεί και έπρεπε να είναι προσεχτικός ώστε να μην εξαγριώσει το φίλο του. «Αν ήξερες πως κάποιος γνωστός σου, ή μάλλον κάποιος στενός σου φίλος, είναι δολοφόνος, τί θα έκανες;» ρώτησε. Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε. Ο Γεράσιμος σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να τριγυρίζει μέσα στο δωμάτιο. «Είχα αποφασίσει να το πω όσο πιο «μαλακά» γινόταν, αλλά δεν είμαι καλός διπλωμάτης. Άσε το θέατρο Αλέξανδρε και παραδέξου την αλήθεια. Ξέρουμε πως εσύ τον σκότωσες...» «Τι βλακείες...» «Κάναμε νεκροψία και βρήκαμε το φάρμακο που ήταν στο σώμα του. Ξέρουμε ότι εσύ τον είδες τελευταίος κι επιπλέον η Νικολέτα σε άκουσε να σχεδιάζεις το φόνο...» «Η Νικολέτα;...» «Ναι. Εκείνο το βράδυ εσύ δεν την πρόσεξες, αλλά εκείνη σε είδε να παίρνεις το φάρμακο από το γραφείο σου και σε άκουσε να λες με αυτό θα σκότωνες κάποιον. Μην το αρνείσαι. Παραδώσου και πες γιατί το έκανες. Ίσως έτσι...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Ο Αλέξανδρος άρπαξε το χαρτοκόπτη από το γραφείο και τον έμπηξε στην πλάτη του Γεράσιμου. Αυτός έπεσε αιμόφυρτος στο πάτωμα κι ο άλλος στάθηκε από πάνω του. «Θες να μάθεις γιατί το έκανα. Πίστεψα πως αυτό είναι το καλύτερο για μένα και το άμορφο σκοτάδι συμφώνησε μαζί μου. Τώρα με συγχωρείς, αλλά έχω να κανονίσω μια προδότρια...» Έφυγε. Επόμενος στόχος του ήταν να σκοτώσει τη Νικολέτα. Κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς έγινε. Λίγο μετά την φυγή του Αλέξανδρου, ένας νοσοκόμος βρήκε τον μισολιπόθυμο Γεράσιμο. Αυτός, πριν χάσει τελείως τις αισθήσεις και οδηγηθεί στο χειρουργείο, πρόλαβε και είπε μερικές ασυνάρτητες φράσεις. «Ο Αλέξανδρος... Δολοφόνος... Η Νικολέτα... Πάει να τη σκοτ...» Σε αυτό το σημείο λιποθύμησε, αλλά ήταν σε όλους φανερό τι ήθελε να πει. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία, αλλά δεν πρόλαβε δυστυχώς να φτάσει εγκαίρως. Όταν φτάσανε, ο Αλέξανδρος ήταν καθισμένος έξω από το σπίτι του, αμίλητος και με βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Το σπίτι ήταν παραδομένο στις φλόγες και όταν οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά, βρέθηκαν μέσα δύο απανθρακωμένα πτώματα, τα οποία ήταν εντελώς αδύνατο να αναγνωριστούν. Κανείς όμως δεν αμφέβαλε για την ταυτότητά τους. Ήταν σίγουρα η Νικολέτα και η Ελένη, η οικιακή βοηθός. Ο Γεράσιμος είχε χάσει αρκετό αίμα, αλλά ο χαρτοκόπτης δε χτύπησε κάποιο ζωτικό όργανο. Μια βδομάδα μετά το συμβάν, και παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών του, ήταν όρθιος και, συνοδευόμενος από το Χρήστο, είχε πάει να δει τον Αλέξανδρο. Αυτός παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα που είχαν παρουσιάσει οι άλλοι δολοφόνοι και είχε μεταφερθεί στη ψυχιατρική κλινική. Είχαν πια μάθει από τον προηγούμενο και αποφάσισαν ότι δεν ήταν απαραίτητα τόσο αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Απλά τον είχαν στην απομόνωση, αλλά τα χέρια του ήταν ελεύθερα και ήταν απολύτως ελεύθερος να κινείται όπως ήθελε εκεί μέσα. Όχι φυσικά πως το έκανε... Οι δυο γιατροί τον είδαν και μετά στάθηκαν απ’ έξω από το δωμάτιο για να συζητήσουν. «Αισθάνομαι κάπως ένοχος...» παραδέχτηκε ο Γεράσιμος. «Γιατί;» «Εγώ τον έμπλεξα σε αυτήν την ιστορία, αλλά ποτέ δε φανταζόμουν ότι όλα αυτά θα τον επηρέαζαν με αυτόν τον τρόπο.» «Μη το σκέφτεσαι. Δε φταις εσύ που ο Αλέξανδρος τρελάθηκε. Το είχε πάντα μέσα του...» «Πιθανόν. Πάντως πιστεύω πως έκανα λάθος στην αρχική εκτίμηση. Ίσως δεν είναι κάποια ανεξήγητη μαζική υστερία, αλλά κάποιο νέο είδος ψυχασθένειας.» «Υπάρχει και μια άλλη πιθανότητα...» «Ποια είναι αυτή Χρήστο;» «Όντως να τους κατέλαβε το άμορφο σκοτάδι...» Οι δυο γιατροί ξέσπασαν αμέσως σε γέλια. «Μη λες τέτοια...» είπε ο Γεράσιμος. «Δεν είναι άνετο να γελάω τόσο δυνατά. Αυτό που μου είπες, ούτε εσύ δε θα μπορούσες να το πιστέψεις...» «Σωστά Γεράσιμε, σωστά...» Έφυγαν. Ο Αλέξανδρος ήταν μόνος του μέσα στο δωμάτιο όταν ένοιωσε κάτι να φεύγει μέσα από το κορμί του. Αμέσως επανήλθε στην πραγματικότητα και είδε τη σκοτεινή μάζα να κινείται αργά στο πάτωμα. «Φεύγεις;» τη ρώτησε. «Περάσαμε καλά, αλλά πλέον μου είσαι άχρηστος. Πρέπει να βρω ένα καινούργιο σπίτι...» απάντησε αυτή. «Μ’ έβαλες να σκοτώσω και τώρα εξαφανίζεσαι...» «Εγώ σ’ έβαλα; Όχι Αλέξανδρε. Όλα αυτά που έκανες ήταν δική σου, και μόνο δική σου, επιλογή. Εγώ απλά σου έδωσα το απαραίτητο θάρρος. Μην ανησυχείς όμως. Κάνεις δεν παραδέχεται τις ευθύνες του κι όλοι κατηγορούν εμένα. Είμαι πια συνηθισμένος και ειλικρινά δε με πειράζει...» Το άμορφο σκοτάδι είπε αυτά τα λόγια κι έπειτα εξαφανίστηκε.. Ο Αλέξανδρος άρχισε να γελάει δυνατά. «Είμαι επιτέλους ελεύθερος, ελεύθερος. Ας πάει να βασανίσει κάποιον άλλο....» φώναζε και δε σταματούσε να γελάει. Μετά από λίγες ημέρες μεταφέρθηκε σε κανονικό δωμάτιο. Μην αντέχοντας τις τύψεις για τα όσα έκανε, αυτοκτόνησε. Η ζωή του είχε τελειώσει και το άμορφο σκοτάδι τριγύριζε εκεί έξω, ψάχνοντας ένα νέο θύμα... ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.