Jump to content

Λαιμαργία και αφέλεια


alkinem

Recommended Posts

Συγγραφέας: Γιάννης Σδράλης

Βία: Ναι

Σεξ: Όχι

Λέξεις: 2762

 

 

 

 

ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΦΕΛΕΙΑ

 

Ο Σανάκ προχωρούσε βιαστικός, κινδυνεύοντας να πέσει στους λιθόστρωτους, αρκετά ολισθηρούς, δρόμους της Καρίμ. Την προηγούμενη βραδιά είχε βρέξει, η καλύτερη περιγραφή ήταν πως είχε γίνει σωστός κατακλυσμός, και πλέον όλη διαδρομή από το σπίτι του έως και τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη ήταν άκρως επικίνδυνη.

Το νερό βεβαίως είχε φύγει, μα η πηχτή λάσπη ήταν πραγματική παγίδα θανάτου για τους απρόσεχτους και μισοσκόταδο που επικρατούσε εκείνην την ώρα, ακόμα δεν είχε καλά- καλά ξημερώσει, έκανε το περπάτημα να είναι μια δύσκολη και ύπουλη υπόθεση. Ήξερε ότι θα έπρεπε να είναι στο κρεβάτι του, μα το μήνυμα που του είχε στείλει ο Χαμλίς έμοιαζε επείγον και ο φίλος του δεν αντιδρούσε σωστά αν κάποιος δεν ανταποκρινόταν άμεσα σε μια πρόσκλησή του.

«Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου πέσουν πάνω στο μεγάλο άγαλμα της πλατείας, εσύ να είσαι έξω από τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη και να με περιμένεις. Χαμλίς.» έγραφε το σημείωμα που είχε βρει έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Συνέβη όταν εκείνος ήταν έτοιμος να κοιμηθεί. Ένας δυνατός χτύπος τον έκανε να πεταχτεί έντρομος από το κρεβάτι του και για λίγη ώρα να μην είναι σίγουρος αν έπρεπε ν’ ανοίξει την πόρτα του. Όταν τελικά βρήκε το θάρρος και το έκανε, κανείς δεν ήταν πίσω από αυτήν και μόνο το μικρό σκληρό χαρτάκι, γερά σφηνωμένο στα πυκνά φύλλα ενός θάμνου έξω από το σπίτι του Σανάκ, πρόδιδε πως κάποιος είχε περάσει. Το πήρε και έκλεισε βιαστικά την πόρτα.

Αμέσως μόλις το διάβασε κατάλαβε ποιος το είχε αφήσει εκεί. Ο γραφικός χαρακτήρας του ήταν γνωστός και δεν ήταν καν απαραίτητο να δει την υπογραφή. Την κοίταξε όμως, θέλοντας να βεβαιωθεί πως το μυαλό του δεν του έπαιζε άσχημα παιχνίδια.

«Γιατί τώρα;» μονολόγησε όταν πια το είχε διαβάσει εκείνα τα λιγοστά, αινιγματικά λόγια.

Ο Χαμλίς δεν είχε δώσει σημεία ζωής για δυο μήνες. Είχαν περάσει πολλές ώρες μελετώντας παλιά βιβλία μαγείας. Ο Σανάκ δεν είχε ιδέα για το τι ακριβώς έψαχνε ο φίλος του και η μόνη συνεισφορά του ήταν βρίσκει τους τόμους που ο άλλος ήθελε. Μερικές φορές είχε βρει το θάρρος να ρωτήσει για το σκοπό των ερευνών τους, μα ποτέ δεν είχε πάρει κάποια ικανοποιητική απάντηση.

Πάντα τα γαλανά μάτια του Χαμλίς σκοτείνιαζαν όταν τον ρωτούσε και πάντα αρέσκονταν να του απαντάει με τον ίδιο, μονότονο, τρόπο.

«Όταν το βρούμε, θα καταλάβεις. Η πιο μεγάλη σου επιθυμία θα γίνει πραγματικότητα...»

Αυτές οι κουβέντες, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τον τρόμαζαν. Όχι οι ίδιες οι λέξεις, αυτές δεν είχαν τίποτε το τρομαχτικό, μα η φωνή και το βλέμμα του Χαμλίς, τόσο διαφορετικά και αλλαγμένα μοναχά όταν έλεγε αυτές τις φράσεις. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα δεν ήταν ο δάσκαλός του, ο φίλος του, ο μοναδικός άνθρωπος που ο Σανάκ μπορούσε να εμπιστευτεί. Για λίγες στιγμές άλλαζε και μετατρεπόταν σε κάτι άγνωστο και, ίσως, απειλητικό.

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Αρχή του χειμώνα και τόσο νωρίς το πρωί ήταν ένας κακός συνδυασμός και γινόταν ακόμη πιο άσχημος με την υγρασία που επικρατούσε. Το παλιό του τραύμα στον αριστερό του μηρό τον πέθαινε και ένοιωθε την ανάγκη να ουρλιάξει. Η πλάτη του πονούσε κι αυτή αφόρητα και δεν του ήταν εύκολο ούτε να πάρει μια σωστή αναπνοή.

«Έπρεπε να συναντηθούμε εκεί και μάλιστα τέτοια ώρα; Μα τον Βάοργκαθ και τους Μεγάλους Τρεις, ας αξίζει τουλάχιστον αυτή η ταλαιπωρία....» σκέφτηκε.

Δεν ήθελε πολύ ώρα ακόμη για να ξημερώσει. Ίσως το σκοτάδι να μην κρατούσε για πάνω από δύο λεπτά ακόμα και το κτίριο της βιβλιοθήκης απείχε άλλα πέντε. Ήταν αναγκασμένος να επιταχύνει το βήμα του και ας ήξερε πως αυτό θα το πλήρωνε με πολλές ώρες αφόρητου πόνου.

Ο ήλιος άρχισε να βγαίνει. Οι πρωινές αχτίδες του έπεφταν πάνω στη γυαλιστερή ασπίδα του αγάλματος και η αντανάκλαση δημιουργούσε ένα δεύτερο, επίγειο είδωλό του. Το θέμα ήταν άκρως εντυπωσιακό, μα ο Σανάκ δεν είχε χρόνο για να το θαυμάσει. Με πολύ κόπο, κατάφερε να περπατήσει ακόμα πιο γρήγορα και κατόρθωσε να φτάσει στην ώρα που είχε καθορίσει εκείνο το αινιγματικό σημείωμα.

Ο Χαμλίς δε φαινόταν πουθενά όμως. Ο Σανάκ ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να τον περιμένει.

Ελάχιστες στιγμές είχαν περάσει και ξαφνιασμένος άκουσε μιαν άγνωστη φωνή να τον καλεί με το όνομα του. Από το στενό δρομάκι δίπλα στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη ξεπρόβαλε μια παράξενη φιγούρα. Αυτό που έβλεπε μπροστά του ήταν ένας καχεκτικός άντρας, ο οποίος με δυσκολία μπορούσε να βαδίσει ακόμα και στηριζόμενος στο μεγάλο, ξύλινο ραβδί του. Φορούσε ένα σκούρο καφέ πανωφόρι, τα υπόλοιπά του ρούχα δε διακρίνονταν κάτω από αυτό, το οποίο κάλυπτε και το κεφάλι του ξένου. Ένα κομμάτι ύφασμα έκρυβε το πρόσωπό του, από το ύψος της μύτης και κάτω, και τα μόνα που φαίνονταν ήταν τα μάτια του και το μέτωπό του.

Ο Σανάκ πρόσεξε το χρώμα του δέρματος και τρόμαξε. Δεν είχε τη λαμπερή σκούρα απόχρωση, αυτήν την τόσο συνηθισμένη στον τόπο του. Αυτός ο άνθρωπος ήταν χλωμός, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένας ασθενικό ή άρρωστο άτομο. Μπροστά του είχε κάποιον που το χρώμα του θα ταίριαζε σε έναν νεκρό, σε έναν που είχε πεθάνει πριν πολλές μέρες.

Η φωνή του ακούστηκε και πάλι, απόλυτα εναρμονισμένη με την εξωτερική εμφάνισή του.

«Σανάκ, εγώ είμαι...» του είπε. Τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία σχεδόν ψιθυριστά.

Ο Σανάκ αναρωτήθηκε από που τον ήξερε ο άλλος. Η απορία του όμως διαλύθηκε αμέσως όταν το βλέμμα του έπεσε στα ανοιχτά μάτια εκείνου του ζωντανού ερειπίου. Αναγνώρισε το βαθύ γαλάζιο χρώμα τους, τη λάμψη και τη σοφία που θα μπορούσε να έχει μοναχά ένας.

Δεν ήταν εύκολο να το πιστέψει, μα μπροστά έστεκε ο Χαμλίς.

Ή τουλάχιστον αυτό που είχε απομείνει από τον παλιό του δάσκαλό...

 

«Πρ... πρέπει να μπούμε στη βιβλιοθήκη όσο ακόμα δε μας βλέπει κανείς.» είπε ο Χαμλίς απευθυνόμενος στον Σανάκ. Εκείνος είχε ακόμα τα κλειδιά, από τότε που εργαζόταν σαν καθαριστής στο κτίριο. Είχε παραιτηθεί μετά την εξαφάνιση του Χαμλίς, μα περιέργως κανείς δεν έκανε τον κόπο να του τα ζητήσει πίσω.

Ο Σανάκ είχε ελάχιστη μόρφωση. Μπορούσε απλά να διαβάζει μα δεν είχε την κατάρτιση για να κατανοήσει το περιεχόμενο των βιβλίων. Πάντοτε παρατηρούσε με ζήλεια εκείνους που, ώρες ή και μέρες συνεχόμενες, μελετούσαν τους τόμους που υπήρχαν στα ράφια και ευχόταν να μπορούσε να αποκτήσει και ο ίδιος αυτές τις γνώσεις.

Ο Χαμλίς ήταν ένας από εκείνους. Ήταν όμως και διαφορετικός. Είχε προσέξει τις κλεφτές ματιές, γεμάτες φθόνο και παράπονο, που έριχνε εκείνος ο φτωχός καθαριστής και τον είχε λυπηθεί. Τον πλησίασε και προσφέρθηκε να γίνει ο δάσκαλός του. Δεν του δίδαξε τίποτε, ο Σανάκ δεν είχε την απαραίτητη θέληση, απλά του έλεγε όσα διάβαζε και ευχαριστιόταν με την ικανοποίηση που πρόσφερε στο μαθητή του αυτή η διαδικασία.

Μπήκαν μέσα. Ο Σανάκ δε ρώτησε τι ήθελε ο άλλος από εκεί. Ήθελε, μα εντούτοις δεν τολμούσε. Πολλές απορίες είχαν δημιουργηθεί στο μυαλό του.

Που είχε χαθεί εκείνος για δυο μήνες; Τί του είχε συμβεί και είχε έλθει σε αυτήν την άθλια κατάσταση; Πώς εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα, μετά που άφησε εκείνο το σημείωμα;

Ο Χαμλίς βρήκε ένα σκοτεινό μέρος, το φως του ήλιου δεν έφτανε εκεί και κανείς δε θα πρόσεχε την παρουσία τους, εκτός αν οι ίδιοι το επιθυμούσαν, και κρύφτηκαν εκεί.

«Περιμένουμε κάτι;» ρώτησε δισταχτικός ο Σανάκ.

Απάντηση δεν πήρε, μα δεν πέρασαν πολλές στιγμές και είδε να πλησιάζει ο καθηγητής Νουράκ, ο σοφός και σεβάσμιος Διευθυντής της βιβλιοθήκης.

Τα πάντα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Χαμλίς, με μια ανεξήγητη ζωτικότητα, σήκωσε το ραβδί και χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού τον συμπαθή γέροντα. Εκείνος έπεσε κάτω αναίσθητος και ο δράστης τον τράβηξε στις σκιές. Κάνεις δεν είχε δει τη σκηνή, ούτε εργαζόμενοι ούτε επισκέπτες υπήρχαν στο χώρο, και φάνηκε γιατί ο Χαμλίς ήθελε να βρεθεί τόσο νωρίς εκεί.

Ο Σανάκ, τρομοκρατημένος και ξαφνιασμένος, δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει κουβέντα. Μα η συνέχεια ήταν ακόμα πιο φρικιαστική και τρομαχτική...

Ο Χαμλίς έβγαλε από το μανδύα του ένα μικρό σφυρί και έσπασε με αυτό τα κόκαλα του κρανίου του καθηγητή. Έπειτα, και σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, άρχισε να τρώει τον εγκέφαλο του Νουράκ.

Ο Σανάκ ήθελε να τον σταματήσει μα τα το κορμί του δεν υπάκουε στις εντολές του.. Κι όσο έστεκε ακίνητος, γινόταν μάρτυρας ενός συγκλονιστικού θεάματος. Η αρρωστημένη όψη του Χαμλίς εξαφανιζόταν και ο παλιός του, γνώριμος, εαυτός άρχισε να ξεπροβάλλει.

Το πτώμα ήταν στο πάτωμα, το κρανίο ανοιγμένο και δίχως μυαλό μέσα του κι ο Χαμλίς παρότρυνε το Σανάκ να εξαφανιστούν, πριν κάποιος καταλάβει το ρόλο τους στη δολοφονία.

Ήταν τυχεροί. Κανείς δεν τους είδε να μπαίνουν ή να βγαίνουν από τη βιβλιοθήκη.

 

Πέρασαν λίγες ώρες και οι δυο τους επέστρεψαν στη σκηνή του φόνου. Ο Χαμλίς, πριν τραπούν σε φυγή εκείνο το πρωί, είχε κρύψει σε ένα μικρό, ελάχιστα χρησιμοποιούμενο, δωμάτιο του πτώμα του καθηγητή, και ακόμα κανείς δεν είχε ανακαλύψει την αποτρόπαια αλήθεια.

Δεν είχαν μιλήσει γι’ αυτό που συνέβη.

«Όταν ξαναγυρίσουμε στη βιβλιοθήκη, τότε θα πάρεις τις απαντήσεις που θέλεις Σανάκ...» ήταν το μόνο που του είχε πει.

Ο δύστυχος μαθητής ποτέ δεν είχε το θάρρος να κάνει κάτι κόντρα στη θέληση του δασκάλου του. Και σε αυτήν την περίπτωση απλά σώπασε, ελπίζοντας πως ο άλλος πράγματι θα του έλυνε τις απορίες του και πως δεν είχε απλά μεταμορφωθεί σε έναν παρανοϊκό δολοφόνο.

Στη βιβλιοθήκη πήραν όλα τα συγγράμματα του νεκρού καθηγητή, αυτόν που είχαν δολοφονήσει πριν λίγες ώρες.

«Ρώτα ό,τι θέλεις.»

Ο Σανάκ το έκανε και διαπίστωσε ότι, πριν καν προλάβει να διατυπώσει μιαν ολοκληρωμένη ερώτηση, οι απαντήσεις έρχονταν αμέσως. Τα όσα άκουσε δεν ήταν απλά τα λόγια ενός μορφωμένου ανθρώπου. Πολύ περισσότερο ήταν αυτά του ίδιου του συγγραφέα του βιβλίου.

«Αυτό είναι το δώρο μου. Βρήκα πως, και θα σε μάθω και σένα να το κάνεις, τρώγοντας το μυαλό ενός ανθρώπου μπορείς να κλέψεις και τις γνώσεις του.»

Ο Σανάκ άκουσε αυτό που μόνο είχε ονειρευτεί. Μπορούσε να πραγματοποιήσει την πιο ενδόμυχή του επιθυμία, να χορτάσει την πιο μεγάλη του πείνα.

Την πείνα για γνώση...

 

Το επόμενο πρωινό, τα πάντα ήταν θολά στο μυαλό του. Ο δάσκαλός του είχε εξαφανιστεί, αυτός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και του ήταν αδύνατο να θυμηθεί πως είχε βρεθεί σε αυτό. Το κεφάλι του πονούσε, σαν να είχε μεθύσει άσχημα το περασμένο βράδυ. Σηκώθηκε με κόπο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και μετά κατάλαβε πως πεινούσε τρομερά.

Ήταν φτωχός, μα ποτέ δεν του είχαν λείψει τα τρόφιμα. Είχε σταθεί τυχερός σε αυτόν τον τομέα, εν αντιθέσει με πολλούς συμπατριώτες του, κι ευχαριστούσε διαρκώς τους θεούς γι’ αυτήν την εύνοια.

Ήπιε λίγο κατσικίσιο γάλα, έφαγε ψωμί και λίγα φρούτα. Αυτό ήταν και το συνηθισμένο του πρωινό, μα για πρώτη φορά δεν ικανοποιήθηκε. Δε μπορούσε να φάει περισσότερα, δεν έβρισκε συνετό να προκαλεί την καλή του τύχη, και για να ξεχάσει την όρεξή του, όρεξη που συνεχώς θέριευε, αποφάσισε να επισκεφτεί τη βιβλιοθήκη. Ήταν ρίσκο από μέρους του, ήξερε καλά τους κινδύνους, μα αισθανόταν την ανάγκη να δει εάν είχαν βρει το πτώμα του άτυχου καθηγητή.

Περιέργως δεν ένοιωθε ένοχος για αυτό που είχε συμβεί. Η αποτρόπαια δολοφονία είχε γίνει μπροστά στα μάτια του, αυτός δεν είχε κάνει τίποτε για να εμποδίσει το Χαμλίς, μα εντούτοις η συνείδησή του ήταν καθαρή.

«Δεν το έκανα εγώ...» σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. «Ο άλλος είναι ένοχος και εγώ δε μπορούσα να τον εμποδίσω.»

Ήξερε πως έλεγε ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό. Μπορούσε να είχε σταματήσει το Χαμλίς, ένα κινούμενο ερείπιο τη στιγμή του φόνου, μα δεν τόλμησε.

Όταν έφτασε όμως στο κτίριο τη βιβλιοθήκης, η μεγαλύτερη έκπληξη τον περίμενε. Ο Νουράκ ήταν καθισμένος στα σκαλιά που οδηγούσαν στο εσωτερικό, περιτριγυρισμένος από διάφορους ανθρώπους και συνομιλούσε μαζί τους.

Ο Σανάκ άρχισε να ζαλίζεται και το πρόσωπό του να χάνει τη λαμπερή, μελαψή του απόχρωση. Η έκπληξή του ήταν τέτοια που για κάμποσες στιγμές είχε ξεχάσει πως έπρεπε να αναπνέει. Γρήγορα όμως συνήλθε και, με αρκετή δυσκολία, έσυρε τα βήματά του και πλησίασε ένα από τα πολλά πέτρινα παγκάκια της πλατείας. Το κορμί του, ακόμα δύσκολο να συντονιστεί με το μυαλό του, έπεσε βαρύ επάνω στη σκληρή πέτρα κι ο πόνος που ένοιωσε, ενεργοποίησε ξανά τη διαδικασία της σκέψης.

Όσα είχε βιώσει ή μάλλον όσα νόμισε ότι είχε βιώσει, ήταν ένα όνειρο, ένα πολύ ζωντανό, φρικιαστικό όνειρο. Δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το θύμα της δολοφονίας ήταν ολοζώντανο, ο δράστης εξαφανισμένος και τα όσα είχαν γίνει έμοιαζαν, αφού τα είχε ξαναφέρει στη μνήμη του, τελείως ασύνδετα και παράλογα.

«Ήταν όνειρο, πρέπει να ήταν όνειρο...» επαναλάμβανε διαρκώς.

Η πείνα όμως που ένοιωθε από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει, αν και οι απροσδόκητες εξελίξεις τον είχαν κάνει να ξεχαστεί για λίγο, μεγάλωνε ολοένα και πιο πολύ. Αποφάσισε να πάει στη μεγάλη αγορά της Καρίμ. Με μεγάλη επιδεξιότητα, και επωφελούμενος από την πολυκοσμία εκείνης της ώρας, κατάφερε και έκλεψε, δεν είχε χρήματα για να τα αγοράσει, ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί κι ένα τσαμπί μπανάνες. Πήγε σε μια απόμερη γωνιά και άρχισε να τρώει. Τα έφαγε όλα, ίσως πιο πολύ φαγητό από όσο είχε φάει τις τελευταίες δυο μέρες, μα η πείνα του δεν ικανοποιήθηκε στο ελάχιστο.

Για να ξεχαστεί, άρχισε πάλι να σκέφτεται το όνειρο που είχε δει. Δε μπορούσε να καταλάβει ποια ανάγκη του είχε δημιουργήσει εκείνες τις φριχτές εικόνες στο μυαλό του. Αφού τίποτε δεν είχε συμβεί πραγματικά, τα όσα είχε δει ήταν το αποτέλεσμα ενός άρρωστου μυαλού.

Αυτή σκέψη τον πανικόβαλε. Τρόμαξε αναλογιζόμενος αυτήν την πιθανότητα. Ίσως πράγματι κάτι άσχημα να συνέβαινε με αυτόν και το όνειρο να ήταν απλώς μια πρόγευση για αυτά που ο ίδιος θα έπραττε στο μέλλον.

«Κι αν αυτά πρέπει να κάνω για να χορτάσω την πείνα μου;» σκέφτηκε.

Δεν του φαινόταν και άσχημη ως ιδέα. Ίσως η πείνα που ένοιωθε να ήθελε κάτι διαφορετικό για να εξαφανιστεί. Ίσως το μυαλό ενός ζωντανού ανθρώπου και τις γνώσεις που υπήρχαν μέσα σε αυτό.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο απομονωμένο σοκάκι ένας καλοντυμένος άνθρωπος. Ο Σανάκ τον αναγνώρισε. Ήταν ένας αρκετά τακτικός επισκέπτης της βιβλιοθήκης, άνθρωπος πλούσιος και μορφωμένος. Μα κι ο άλλος τον αναγνώρισε.

«Σανάκ, είσαι εντάξει;» τον ρώτησε, με ειλικρινές ενδιαφέρον, και ταυτόχρονα πήγε κοντά του.

Εκείνος δεν απάντησε. Απλά σήκωσε μια μεγάλη πέτρα από το έδαφος και, πριν ο άλλος προλάβει να αντιδράσει, τον χτύπησε με αυτή στο μέτωπο. Ο Ιουμέρ, έτσι τον έλεγαν, ζαλίστηκε, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε, χτυπώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού στο σκληρό έδαφος. Το αίμα άρχισε να αναβλύζει από το σημείο του χτυπήματος μα δεν ήταν νεκρός ακόμα.

Ο Σανάκ κατάλαβε πως είχε ελάχιστες στιγμές πριν ο άλλος πεθάνει. Τον γύρισε, με μια αιχμηρή πέτρα έσκισε, το ήδη πληγωμένο, το δέρμα του Ιουμέρ, και αποκάλυψε τη σπασμένη πίσω μεριά του κρανίου του. Απομάκρυνε τα θραύσματα και, δίχως αηδία και δισταγμό, άρχισε να τρώει τον εγκέφαλο του ετοιμοθάνατου.

Έτρωγε και ένοιωθε την πείνα του να καταλαγιάζει. Κατάλαβε πως αυτό ήταν που είχε ανάγκη, είχε βρει τον τρόπο να ικανοποιήσει τις δυο μεγάλες του ανάγκες.

Την ανάγκη του για φυσική τροφή και την ανάγκη για πνευματική τροφή...

Το ένοιωθε μέσα στο κεφάλι του. Όλες οι γνώσεις του νεκρού ήταν πια δικές του. Γνώριζε πλέον πράγματα που δεν έπρεπε να ξέρει, πληροφορίες που αγνοούσε πως τις είχε αποκτήσει. Ήταν ευτυχισμένος. Είχε πράγματι εκπληρώσει το πιο μεγάλο του όνειρο, είχε χορτάσει την ακόρεστη όρεξή του να μάθει και πλέον τίποτε άλλο δεν επιθυμούσε.

«Δολοφόνε!!...»

Η κραυγή που άκουσε τον έπιασε απροετοίμαστο. Τον είχαν ανακαλύψει, μα δε θα τους έκανε τη χάρη να πιαστεί ζωντανός. Στη ζώνη του Ιουμέρ ήταν περασμένο ένα μικρό ξίφος, σημάδι της κοινωνικής του θέσης και της καταγωγής του. Το πήρε στα χέρια του και το έμπηξε στην καρδιά του. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος...

 

Ένας πυκνός, μωβ ατμός φάνηκε να βγαίνει από το σώμα του, λίγες στιγμές αφότου είχε ξεψυχήσει. Απομακρύνθηκε από το πτώμα και άρχισε να πηγαίνει προς τα βουνά. Πέρασε, χωρίς να σταματήσει κάπου, όλα τα σπίτια, τα δέντρα και τα ρυάκια και τελικά μπήκε σε μια απόμερη σπηλιά, κοντά στην κορυφή του ψηλότερου βουνού. Εκεί μέσα βρισκόταν ο Χαμλίς.

«Α, επιτέλους!...» είπε με ενθουσιασμό όταν αντίκρισε τον ατμό να τον πλησιάζει. Άνοιξε ένα μικρό, μεταλλικό κουτί, που ήταν διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, και ο μωβ καπνός μπήκε μέσα σε αυτό. Το έκλεισε και το έβαλε δίπλα στη φωτιά, εκεί που ένα άγνωστο μίγμα έβραζε μέσα σε ένα τσουκάλι.

«Πεινούσες πολύ αγόρι μου...» μονολόγησε. «Δεν πρόλαβα να σου στείλω το όνειρο κι εσύ φρόντισες να το κάνεις αμέσως πραγματικότητα. Ας είναι. Εσύ πίστεψες πως είχες χορτάσει την πείνα σου, μα η αλήθεια είναι πως η ανυπόμονη ψυχή σου θα χορτάσει τη δικιά μου...»

Ικανοποιημένος, κι αφού έκρινε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, άνοιξε το κουτί και το περιεχόμενό του, που δεν ήταν πια ατμός αλλά είχε υγροποιηθεί, έπεσε μέσα στο τσουκάλι.

Ανακάτεψε για λίγα λεπτά και μετά δοκίμασε.

«Σανάκ, είσαι νοστιμότατος...» είπε.

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι καθόλου του γούστου μου τέτοιες επικές και υπερβολικές καταστάσεις απο άλλους κόσμους. Δεν μπορώ να πώ οτι με ενθουσίασε το διήγημα, αλλά η γνώμη μου είναι καθαρά προϊόν ασυμφωνίας προτιμήσεων. Αντικειμενικά είναι καλογραμμένο, ωραίο.

Το twist στο τέλος είναι ψαγμένο, δεν το περίμενα με τίποτα. Μεγάλο θύμα το τυπάκι, η ιστορία θα μπορούσε να είναι αλληγορία για το πως ο άνθρωπος καταλήγει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των "μεγάλων " έχοντας την εντύπωση οτι του κάνουνε και χάρη.

Link to comment
Share on other sites

Ενώ ο συνδυασμός τρόμου με Ε.Φ δένει καλά και μας προσφέρει ωραία έργα, ο συνδυασμός φάντασυ με τρόμο δεν δίνει συνηθως το ίδιο αποτέλεσμα (για εμένα τουλάχιστον).

Το διήγημα είναι καλό στην βάση του, με ένα ωραίο και αναπάντεχο φινάλε, αλλά το σκηνικό στο οποίο το τοποθέτησες, ξενίζει.

Παρόλο που δεν φαίνεται κάπου ξεκάθαρα ένας φάντασυ κόσμος (εκτός απο τα ονόματα πόλεων και χαρακτήρων) εν τούτοις αυτήν ακριβώς την αίσθηση αποπνέει.

Μου άρεσε, αλλά είμαι σίγουρος οτι θα μου άρεσε περισσότερο αν διαδραματιζόταν σε διαφορετικό setting.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς θέμα γούστου, δεν το έχω ψάξει, εδώ συγκεκριμένα πάντως ο συνδυασμός φάντασυ και τρόμος δεν έδεσε τόσο καλά. Ίσως γιατί το φάντασυ δημιούργησε μια λαβυρινθώδη πλοκή που βάραινε κάπως την απλότητα που αποζητούσα από τον τρόμο.

 

 

Δεν κατάλαβα γιατί όταν πράττουν το έγκλημα στη βιβλιοθήκη φεύγουν και επιστρέφουν μετά από κάποιες ώρες, όπου ευτυχώς για εκείνους δεν έχει ανακαλύψει κανείς ακόμα το πτώμα. Φύγανε για να πάνε που και να κάνουν τι; Γιατί δεν παίρνουν τα συγγράμματα αμέσως μετά το έγκλημα;

 

Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάλι χάρηκα αφάνταστα με το σέττινγκ, ήταν η ευχάριστη έκπληξη του διαγωνισμού. Φυσικά και δεν υπάρχει πρόβλημα να συνδυαστεί ο τρόμος με το φάνταζυ, υπάρχει μακρόχρονη παράδοση.

Στα θετικά να βάλω το συγκεκριμένο είδος πείνας που διάλεξε ο συγγραφέας, ήταν μάλιστα το πρώτο που πέρασε κι από το δικό μου μυαλό όταν πρωτοάκουσα το θέμα (αν και συνήθως αναφέρεται ως δίψα, θαρρώ).

Το τέλος, όντως αναπάντεχο και πολύ καλό. Πετυχημένη η τελευταία φράση.

Κάτι πάει να γίνει και με τους χαρακτήρες, ενώ είναι ενδιαφέροντες, σ' αφήνουν με την αίσθηση ότι θα ήθελες κάτι περισσότερο για να τους γνωρίσεις καλύτερα.

Τέλος, δυστυχώς η γενική εικόνα δεν είναι κολακευτική. Το κείμενο θέλει πολύ περισσότερη δουλειά για να έρθει στα ίσα του, έτσι όπως είναι φαίνεται εντελώς ακατέργαστο.

 

 

 

Για παράδειγμα, στην αρχή υπάρχουν δύο πολύ φλύαρες παράγραφοι. Διάλεξε αυτά που θες να πεις (Σανάκ-βιαστικός-λιθόστρωτα-γλίστρα-άγρια χαράματα, ξέρω 'γω) και ξεφορτώσου κάθε τι περιττό.

 

Λίγο αργότερα, μαθαίνουμε πως κάποιος τον άφησε ένα σημείωμα στο θάμνο έξω από την πόρτα του. Δε μούλιασε το χαρτί από τη βροχή; αναρρωτιέται ο αναγνώστης.

 

Συνολικά, υπάρχουν ιδέες, αλλά η εκτέλεση δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή.

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλή ιδέα, η μαγεία και ο τρόμος σε έναν χορταστικό συνδυασμό. Μπορούσες να το δουλέψεις περισσότερο γιατί έχεις ωραίο περιβάλλον.

 

Θα δώσω μερικές μη δεσμευτικές συμβουλές γιατί πραγματικά είναι κάτι που θα ήθελα να είχα γράψει.

 

Σπρώξε την γλώσσα του ήρωα σου προς την χαζομάρα.

 

Κάνε το δάσκαλο λίγο ομορφότερο, να αναρωτηθεί πρώτα που πήγε η ομορφιά του και μετά να λάμψει μόλις φάει.

 

Ζόρισε λίγο τις φριχτές εικόνες προς φριχτότερες. (πχ τα μάτια του γύρισαν μόλις έχωσε τα δάχτυλα του κλπ κλπ)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Για κάποιο λόγο, η ιστορία σου, Γιάννη, μού θύμισε πολύ διήγημα φαντασίας. Είναι ίσως η επιλογή των ονομάτων, η επίκληση κάποιων θεοτήτων (αν κατάλαβα καλά), το όλο setting. Επομένως, δεν μπορώ να πω πως δε μου άρεσε. Η Βιβλιοθήκη, εκτός αυτού, είναι από τους αγαπημένους μου τόπους για την εξέλιξη των ιστοριών. Ενδιαφέρον το όνειρο και η ανατροπή, αν και μέχρι να κατακαθίσει μέσα μου η ιστορία, ήμουν λίγο μπερδεμένη. Παρατήρησα πως υπήρχαν κάποια γλωσσικά στραβοπατήματα, αλλά γενικώς η ιστορία κυλούσε σαν γάργαρο ποταμάκι.

 

Καλή επιτυχία, Γιάννη!

 

(Ωχ! Και να φανταστείς, δεν είχα διαβάσει τα άλλα σχόλια όταν έγραψα το δικό μου! :tongue:)

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρων και κατάλληλος τίτλος. Ακόμα καλύτερα που δεν έχουμε να κάνουμε με κλασική λαιμαργία.

 

Στα συν

Η ιδέα ανήκει σε μια από τις αγαπημένες μου θεματολογίες. Η Βιβλιοθήκη είναι επίσης κάτι που με ελκύει.

 

 

Η πείνα για γνώση...

Μου άρεσε αυτό. Πολύ θα ήθελα να είχα σκεφτεί κάτι παρόμοιο.

 

 

 

 

 

Στα πλην

Το τέλος μού φάνηκε πολύ απότομο και βιαστικό.

 

 

Δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να γίνουν όλα αυτά τα προηγούμενα πήγαινε-έλα για να φτάσουμε μέχρι εκεί.

 

 

 

Όσο για το φάντασυ setting και για όσα ανέφεραν οι προηγούμενοι, θα μπορούσα να σου πω τι εξής.

Το φάντασυ παντρεύεται μεν καλά -λόγω του περιβάλλοντος- με τον τρόμο σε κάποιες περιστάσεις, αλλά έχει ένα βασικό μειονέκτημα κατά τη γνώμη μου: σε αποστασιοποιεί. Ο τρόμος γίνεται περισσότερο ζόρικος όταν εισβάλλει στο χώρο σου. Όταν δηλαδή αντιμετωπίζεις κάτι στο περιβάλλον που ζεις. Σε μια άγνωστη πολιτεία, σε ένα περιβάλλον με μάγους και δασκάλους και μαθητευόμενους, έχεις μεγαλύτερη αίσθηση του θαυμαστού αλλά μικρότερη ταύτιση με τον ήρωα, πράγμα που 'κατεβάζει' την ένταση.

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

- Δεν ξέρω… δεν είχα πρόβλημα με το φάντασι σκηνικό (αν και συμφωνώ μ αυτό που λέει η Tiessa, ότι ένα τέτοιο σέτινγκ αναγκάζει τον αναγνώστη να βγει από το φυσικό του περιβάλλον).

 

- Δύο πράγματα με χάλασαν.

Α) Η αφήγηση σε βάρος της δράσης. Πάρα πολλή αφήγηση.

Β) Λόγω του (α), οι πληροφορίες έρχονταν περισσότερο σε μορφή εξηγήσεων.

 

- Η ιδέα που αναδύεται ήταν καλή… όχι η πλέον-πλέον πρωτότυπη, αλλά σίγουρα πολύ δυνατή, ώστε να στήσεις την ιστορία σου.

 

- Δεν νομίζω ότι έπιασα ακριβώς τι συνέβη στο τέλος.

 

- Ο τίτλος μού άρεσε και δεν μου άρεσε.

 

- Συνέχισε να βελτιώνεις την τεχνική σου, γιατί από αυτό το κείμενο φαίνεται ότι έχεις και τη φαντασία και τις ιδέες.

Link to comment
Share on other sites

Καλή ιδέα, αλλά όχι πολύ καλά δοσμένη. Για το φάντασυ σέτινγκ που ανέφεραν και προηγούμενοι, συμφωνώ, καθώς και σε μένα δεν λειτούργησε πολύ καλά. Ωραία η συνάντηση του μαθητή με τον δάσκαλο, ωραίο το σκηνικό στη Βιβλιοθήκη, αλλά μετά από εκεί οι αποφάσεις ήταν λίγο βιαστικές και αδικαιολόγητες, όπως είπα και τα άλλα παιδιά. Γενικά, πιστεύω ότι θα μπορούσε να δουλευτεί παραπάνω και καλύτερα, όσον αφορά τη βασική του ιδέα, την πνευματική τροφή.

 

Το τέλος με μπέρδεψε. Εντάξει, κατάλαβα τι ήθελες να πεις, τι παίχτηκε, αλλά δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να γίνει με αυτόν τον τρόπο. Δεν εξηγείς καθόλου τι ήταν αυτό που έκανε ο μάγος, εκτός αν δεν κατάλαβα κάτι.

 

Καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ο τρόμος πνίχτηκε μέσα σε όλο αυτό το φάνταζι σκηνικό, όπως προανάφεραν οι περισσότεροι.

 

Είχες μία καλή ιδέα στα χέρια σου και θα μπορούσες να φτιάξεις κάτι πολύ καλύτερο, και αυτό είναι το ενθαρυντικό της υπόθεσης.

 

Το τέλος δεν το κατάλαβα...

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Κατά τη γνώμη μου, η ίδια ιστορία θα ήταν πιο δυνατή αν διαδραματιζόταν σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Και θα μπορούσε να συμβεί αυτό, χωρίς καμία αλλαγή στην ιδέα ή στην πλοκή. Το φάντασι σκηνικό μάλλον την αποπροσανατολίζει και, κατά τη γνώμη μου, η ιστορία δεν είναι πια τρόμου, είναι απλά φάντασι με κάποιες σκληρές σκηνές.

 

Βρίσκω κάποια λογικά κενά στην υπόθεση: Ο Χαμλίς έχει να φανεί δυο μήνες, κι όμως ο Σανάκ τρέχει μόλις αυτός τον φωνάξει, και συνεχίζει να φέρεται σα σκυλάκι του σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Για να σταθεί αυτό, πρέπει να επικεντρωθείς περισσότερο στο Χαμλίς και στην επιρροή του πάνω στον άλλον. Οι πληροφορίες για τους ήρωες πέφτουν μαζεμένες στο μέσο της ιστορίας, με πολύ επεξηγηματικό τρόπο, ενώ θα ήταν μάλλον καλύτερα να τις διασκορπίσεις, με πιο διακριτικό τρόπο μέσα στο κείμενο, αναπτύσσοντας παράλληλα περισσότερο αυτή τη γοητεία που ασκεί ο Χαμλίς. Δε βρίσκω κανέναν λόγο για τον οποίο επιστρέφουν στη βιβλιοθήκη μετά την πράξη τους. Δεν υπάρχουν ούτε για τους ήρωες, ούτε όμως προωθεί αυτό κάπως την πλοκή. Την έκπληξη στο φινάλε, τη βρίσκω εύστοχη από τη μία, αστήρικτη από την άλλη.

Του έστειλε όνειρο, ώστε να κάνει πράξη αυτά που είδε. Ήξερε όμως πως, όταν στριμωχτεί, θα αυτοκτονήσει; Και για ποιο λόγο ήθελε να τον βάλει να κάνει αυτή την πράξη πριν καταβροχθίσει την ψυχή (;) του; Αν ήταν για να κλέψει γνώσεις άλλων ανθρώπων, θα έπρεπε πχ να τον βάλει να σκοτώσει τον βιβλιοθηκάριο, κι όχι να ποντάρει στο ποιον τυχαίο περαστικό θα συναντήσει.

 

 

Η γλώσσα είναι αρκετά καλή, με λίγα λαθάκια, αλλά δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο που θα δώσει επιπλέον δύναμη στην ιστορία. Η συνάφεια με το θέμα του διαγωνισμού δεν είναι, νομίζω, τόσο έντονη, ενώ βρίσκω τον τίτλο μάλλον κακό.

Link to comment
Share on other sites

Λεπόν:

 

α) όταν θέλεις τόσο ζουμί στην υπόθεση, πρέπει να βγάλεις κάτι από περιγραφές. Πόνοι σε γοφούς, μηρούς, μέση, καιρικά φαινόμενα κι αν έκανε η κότα το αυγό ή τούμπαλιν, περισσεύουν. Κόψε και σου μένουν άλλες 300 λέξεις να δώσεις στους χαρακτήρες που δημιουργούν την υπόθεσή σου. Συν τις 700 που σου περίσσεψαν, ένα χιλιαρικάκι γεμάτο ζουμί. Νοστιμότατο!

β) μια-δυο σκηνές με τον δάσκαλο και τον μαθητή, ίσα να καταλάβουμε το δέσιμό τους. Λίγο περισσότερη έμφαση στον καθηγητή που, έμμεσα, είναι ο πρωταγωνιστής.

γ) λίγο ατσούμπαλα φέρνεις την συνειδητοποίηση του ονείρου και την αντίδραση. Χρειαζόσουν μια μέρα ακόμα, να βράσει στο ζουμί του ο μαθητής, να νιώσει την πείνα, να αναλογιστεί τι συνέβη και τι όχι, για να μπορέσει να ταυτιστεί μαζί του κι ο αναγνώστης. Τώρα μοιάζει σαν να το ξεπέταξες.

δ) τυχαίες μικρές απροσεξίες (όπως το χαρτί στον θάμνο μέρα που έβρεχε. Όνειρο, ξόνειρο, ήταν οφφσάιντ)

 

Στα πολύ θετικά η ανατροπή. Η γενική ιδέα. Το ότι αλλού μας πηγαίνεις κι αλλού καταλήγεις. Λίγο πιο ομαλή μετάβαση κι αυτή η ιστορία θα 'χει πολύ περισσότερα να πει.

Link to comment
Share on other sites

Γιάννη, η αλήθεια είναι πως οι πολλές περιγραφές δυσκόλεψαν την ανάγνωση. Με ένα καλό editing η ιστορία θα κερδίσει αρκετά γιατί η πλοκή και οι χαρακτήρες προσφέρονται. Και το twist - που είναι δυνατό - θα δουλέψει καλύτερα με περισσότερες λέξεις. Για το φάντασυ, καταλαβαίνω γιατί κάποιοι θα διαφωνήσουν, αλλά είναι και πως το σκέφτηκες εσύ για να το γράψεις. Εμένα μου έκατσε καλά πάντως.

Άνετα γίνεται ιστορία 5000. Καλή επιτυχία :-)

Edited by DinMacXanthi
Link to comment
Share on other sites

Θετικά:

Ωραίο το twist στην κλισέ ιδέα

του καννιβαλισμού

.

 

Αρνητικά:

Η υπόθεση μου φαίνεται ότι έχει κάποιες μικρές ασυνέχειες και "ευκολίες".

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσαν οι σκηνές βίας, αλλά η ιστορία θα μπορούσε να είναι σημαντικά μικρότερη με το κόψιμο των περιγραφών, ή μεγαλύτερη με την προσθήκη παραπάνω ουσίας. Το τέλος μου άρεσε και δεν μου άρεσε, ήταν ανατρεπτικό και φαντασιακό, αλλά παράλληλα σύγχυζε. Οπως σου είπαν παραπάνω, με λίγο ρετούς η ιστορία θα κέρδιζε, ή και με λίγο σφίξιμο. Ηταν καλή, πάντως, και την απόλαυσα διαβάζοντάς την. Καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Η ιδέα (πεποίθηση)

ότι παίρνω τις ιδιότητες αυτού που τρώω

είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Αν και χρησιμοποιημένη, αυτό που την διαφοροποιεί είναι η ανατροπή στο τέλος. Η αφήγηση ήταν απόμακρη και ο βασικός ήρωας απλός διεκπεραιωτής. Το fantasy setting δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος να χρησιμοποιηθεί, αν όμως η ιστορία δουλεύει μάλλον περισσεύει ως σχόλιο. H πλοκή ήταν κι αυτή διεκπεραιωτική απλώς και μόνο για να φέρει τους ήρωες στο σημείο που ήθελες την ώρα που ήθελες. Με μόνη εξαίρεση την ίσως φλύαρη εισαγωγή, το υπόλοιπο κείμενο διαβάστηκε εύκολα και άνετα και αυτό είναι σίγουρα καλό.

Πιστεύω ότι το διήγημα χρειάζεται περισσότερη δουλειά, γιατί και η ιδέα υπάρχει και η ιστορία υπάρχει.

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Θα συμφωνήσω με τους προηγούμενους στο ότι η ιδέα είναι καλή και της άξιζε να δουλευτεί περισσότερο. Επίσης στο ότι έχει ένα αργό ξεκίνημα, ενώ στο τέλος ξεπετάς την ανατροπή στα γρήγορα. Πολύ ενδιαφέρον το σκηνικό, η βιβλιοθήκη, η σχέση δασκάλου-μαθητευόμενου, η ιδέα του κανιβαλισμού ως τρόπου να αποκτήσεις τις ιδιότητες του άλλου. Νομίζω ότι σου έκοψε τα πόδια το όριο λέξεων. Άπλωσέ το, δώσε μας περισσότερα για τους χαρακτήρες, για να ταυτιστούμε μαζι τους και να τρομάξουμε από αυτά που θα τους συμβούν. Και μη βάζεις

τον Σανάκ να αυτοκτονεί τόσο γρήγορα! Μόλις εκπλήρωσε το όνειρο της ζωής του, δε μπορεί αμέσως μετά να πέφτει σε διάθεση αυτοκτονίας. Τόσο κυκλοθυμικός είναι;

Και λοιπά κενά λογικής και συνέπειας, όπως σου είπαν και οι αποπάνω. Το φάντασυ στοιχείο δε με πείραξε, ίσα ίσα. Μου έδωσε την ίδια αίσθηση με το "Άρωμα" του Ζίσκιντ: έχουμε έναν εγκληματία με ένα μοναδικό-υπερφυσικό ταλέντο, για να δούμε τι θα κάνει και πώς θα το βολέψει αυτό μέσα στην κοινωνία, χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι! Αλλά την ιδέα την έκαψες πολύ γρήγορα...

Και μια χαζή απορία: γιατί όλα τα ονόματα τονίζονται στη λήγουσα; Γάλλοι είναι;:tongue:

Γενικά μια ευχάριστη έκπληξη. Πού κρυβόσουνα εσύ τόσον καιρό; :thmbup:

 

edit: Α, ναι! Για τίτλο προτείνω κάτι σαν "Πνευματική Τροφή". Αυτός που έβαλες ακούγεται σαν τίτλος παραβολής που κάνει κήρυγμα.

Edited by wordsmith
Link to comment
Share on other sites

Κατά την γνώμη μου ,δεν είναι σωστό να καταλαβαίνεις στο τέλος, την τελευταία παράγραφο, και όχι από την αρχή ,η έστω από το ξεκίνημα του διηγήματος σου το ότι ήταν φανταστικά τα πλάσματα που πρωταγωνίστησαν στην ιστορία σου. Και επίσης θα πρέπει να είναι ανάλογα φανταστικός και ο κόσμος που ζουν, και όχι σαν το δικό μας , που στο μόνο που διαφέρει από την ομορφούλα μας Γη είναι αυτά τα πλάσματα και τίποτα πέρα από αυτό.

 

 

Link to comment
Share on other sites

edit: Α, ναι! Για τίτλο προτείνω κάτι σαν "Πνευματική Τροφή". Αυτός που έβαλες ακούγεται σαν τίτλος παραβολής που κάνει κήρυγμα.

Εγώ νόμιζα ότι με τον τίτλο πήγαινε σε στυλ Jane Austen.

Link to comment
Share on other sites

Νιώθω πως πρέπει να απαντήσω σε αυτά. Μια μικρή παράβαση των άγραφων ιερών κανόνων του σεπτού διαγωνισμού. Είθε οι Θεοί να μου συγχωρήσουν αυτήν τη βλασφημία...

 

 

 

edit: Α, ναι! Για τίτλο προτείνω κάτι σαν "Πνευματική Τροφή". Αυτός που έβαλες ακούγεται σαν τίτλος παραβολής που κάνει κήρυγμα.

Εγώ νόμιζα ότι με τον τίτλο πήγαινε σε στυλ Jane Austen.

 

μπα σε Γουμπ το πήγε..

 

Την πραγματική πηγή από την οποία εμπνεύστηκα τον τίτλο, ούτε που τη φαντάζεστε.

Θα το ξεκαθάριζα αυτήν τη στιγμή, αλλά καλύτερα να καθυστερήσω λίγο τη Μεγάλη Αποκάλυψη.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία γραμμένο.

 

Καλή η σκηνή που ο ήρωας σπάει το κεφάλι του πλούσιου.

Τρομαχτικά αηδιαστικό.

Ενδιαφέρον τέλος.

Όμως και κάπως κοινότοπο…μέχρι το τέλος.

Θα ήθελα να δω και άλλο τον αληθινό ήρωα,

τον Ψυχοφάγο.

 

 

Edited by Soul_walker
Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω να πω πολλά που δεν έχουν ήδη ειπωθεί από τους προηγούμενους.

Στα συν: η ανατροπή του τέλους που δεν την περίμενα με τίποτα κι έδωσε άλλη ζωή στην ιστορία σου.

Στα πλην: σαν σκηνικό θα προτιμούσα κι εγώ κάτι πιο αστικό και κοντά στην πραγματικότητα.

Γενικά μου άφησε μια θετική εικόνα.

Καλή επιτυχία! thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Ενδιαφέρον, κι απολαυστικό. Φυσικά κλέβεις, γιατί το κείμενο καταχωρείται επισήμως στο dark fantasy. Εγώ θα σε συγχωρήσω όμως γιατί έχω αδυναμία σ’ αυτό το υποείδος…

 

Μου άρεσε: Η ιδέα. Η ροή των εικόνων. Η γλώσσα (εκτός από μικρά ολισθήματα, όπως εκείνο το «άκρως εντυπωσιακό θέαμα», που ωστόσο είναι θέμα προσωπικού γούστου και σε άλλους μπορεί και να άρεσε.

 

Δε μου άρεσε: Ο τίτλος. Θέλω έναν άλλον πιο εντυπωσιακό, πιο δραματικό. Το «Λαιμαργία και Αφέλεια» μου θυμίζει λίγο «Περηφάνια και Προκατάληψη». Μεχ. Θέλει λίγο δουλειά ακόμη η αιτιολόγηση κάποιον πραγμάτων. Ας πούμε, δεν πιστεύω ότι ο Σανάκ θα κρατούσε τα κλειδιά παρά που δε θα δούλευε πια στη βιβλιοθήκη. Πρώτον γιατί τη γνώση τη φυλάμε σαν τα μάτια μας (ειδικά όταν πρόκειται για μαγική γνώση) και δεύτερον γιατί σε προβιομηχανικές εποχές τα δεύτερα κλειδιά ήταν μάλλον πολυτέλεια που δεν είχαν. Έπειτα, η πείνα του Σανάκ να μαθαίνει δεν είναι και τόσο στέρεα. Γιατί δε μπορούσε να μάθει, ενώ έχει πρόσβαση σε τόσο μεγάλο όγκο γνώσης; Γιατί το χαρτάκι του μηνύματος ήταν σφηνωμένο στο θάμνο και δεν το ρίξανε κάτω από την πόρτα; Θα ήταν πιο εύκολο έτσι. Επίσης δε νομίζω ότι ήταν απαραίτητη η αναφορά του ονόματος του Ιουμέρ. Μπορούσε να μείνει και ανώνυμος.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..