DinoHajiyorgi Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Ο γιατρός και οι δύο νοσοκόμες του με φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν, με τα μέσα που διέθεταν. Το χτύπημα δεν ήταν τόσο σοβαρό, όχι σαν την κατάσταση που είχε ξεσπάσει και έβραζε βίαια έξω από το επαρχιακό ιατρείο. Μέσα στη ζάλη της δυσφορίας, άκουγα τον όχλο που ξεφώνιζε απ’έξω για το τομάρι μου. Ήταν έτοιμοι να ορμήσουν μέσα και να με σύρουν στον δρόμο. Όταν, αντί των εξοργισμένων ντόπιων, εμφανίστηκε στο πλευρό μου ο λοχίας με τους πεζοναύτες του, έδεσε το γλυκό. Ο Σόντερς φέρθηκε με αγενή δυσπιστία προς τον γιατρό που με είχε περιθάλψει, κάτι που στην κατάσταση μου δεν ήταν εύκολο να αποτρέψω. Προσπάθησα να πω κάτι αλλά το μόνο που κατάφερα εκείνη την στιγμή ήταν ένα μουγκρητό. Στρατιώτες με τα όπλα σηκωμένα είχαν στηθεί γύρω από το μικρό χαμόσπιτο που περνούσε για ιατρείο. Η κατάσταση ήταν έτοιμη να μετατραπεί σε αιματοχυσία και το φταίξιμο ήταν όλο δικό μου. Είχα μια εικόνα του καθηγητή μου στη σχολή, του κυρίου Φρίντριχ, την συμπόνια με την οποία με κοίταζε συχνά κάτω από τα παχιά, λευκά του φρύδια. «Σκύψε στη σκόνη και μελέτα τα ίχνη παιδί μου, πάψε να κυνηγάς γοργόνες και μονόκερους» μου έλεγε. Λάθος κύριε καθηγητά, λάθος. Σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είχα δώσει περισσότερη προσοχή στο παραμύθι. Με είχε ξυπνήσει χαράματα το τηλεφώνημα από τον Πιέρ. Ακουγόταν ενθουσιασμένος. Η πρώτη αξίνα της αυγής είχε χτυπήσει πέτρα. Ακριβώς στο σημείο που είχαμε σταματήσει χθες το σούρουπο, σε ένα δάχτυλο άμμου, μας περίμενε ένα τείχος. Είχαν πέσει τώρα οι εργάτες με τα μούτρα και με μόνο τις βούρτσες τους αποκάλυπταν τέλειες, λείες, λαξευμένες πέτρες, τοποθετημένες σταυρωτά η μία πάνω στην άλλη. Θα πρέπει να ζύγιζε χίλια κιλά η κάθε μία. Ήταν το τείχος, ίσως λίγο μακρύτερα από όσο είχαμε υπολογίσει, καθώς σκάβαμε να βρούμε το παλάτι, ήταν όμως η μεγάλη απόδειξη πως τα τρία πηγάδια της περιοχής δεν σηματοδοτούσαν απλά μια όαση, αλλά μια πόλη. Μετά τις πλίνθινες βάσεις των χαμόσπιτων που απλώνονταν στην περιοχή, μέχρι τις εκβολές του στεγνού σήμερα ποταμού, χιλίων ετών τα περισσότερα, αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη ότι είχαμε βρει τα τείχη μεγάλης πόλης. Με την χρηματοδότηση της εκσκαφής να εξαντλείται, και οι πάντες να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο ένστικτο μου, αυτό ήταν το πρώτο χαμόγελο της μοίρας που λάβαινα εδώ και πολύ καιρό. Είχαμε όμως ακόμα αγώνα για να ενθουσιαστούμε πλήρως. Έπρεπε να αποδείξουμε ότι όντως είχαμε βρει την μυθική πόλη Λανόρι. Πετάχτηκα σχεδόν με το σώβρακο στον διάδρομο και χτύπησα την πόρτα του Αζίζ, του οδηγού μου. Μαζί μας, υποχρεωτικά αφυπνίστηκε και ο λόχος που ήταν υποχρεωμένος να μας συνοδεύει στις μετακινήσεις μας. Πολλοί θεωρούσαν την αμερικάνικη σημαία πάνω από τα κεφάλια μας ισάξια προστατευτικής ασπίδας, εγώ την έβλεπα σαν στόχαστρο για τους οξύθυμους ιθαγενείς, δεν ήταν όμως στο χέρι μου να διαλέξω. Με ένα χαμ-βι μπρος, και ένα από πίσω, δέκα πεζοναύτες στο σύνολο, και το Φίατ του Αζίζ στη μέση, πήραμε τον δρόμο της ερήμου για το Μπουχαγιάτ, στα όρια του οποίου έψαχνα το βασίλειο της Λανόρι. Η περιοχή της εκσκαφής ήταν μιάμιση ώρας ταξίδι από την Νατζνάπ, το μόνο σημείο που οι δυνάμεις κατοχής μας επέτρεπαν να διανυκτερεύουμε όταν σταματούσαν οι εργασίες. Πέρα από την Νατζνάπ, που διέθετε στρατιωτική βάση, το Μπουχαγιάτ και τα περίχωρα θεωρούνταν εμπόλεμες ζώνες. Πρώτη μας στάση για ανεφοδιασμό καυσίμων και νερού ήταν η πόλη Νατζ-Σαχά, νοτιοδυτικά του Μπουχαγιάτ. Είχα αποκρύψει από τους πάντες, ελλείψη στοιχείων, και το υποτιμητικό βλέμμα του καθηγητή μου, όπως το φανταζόμουν, ότι αυτή η πόλη είχε αποτελέσει «μπούσουλα» στο ένστικτο μου, στην αναζήτηση της Λανόρι. Η Νατζ-Σαχά ήταν μια κοινή κωμόπολη, σχετικά μοντέρνα για την περιοχή, χωρίς αρχαιολογικά ίχνη ή γραπτά κείμενα. Ελάχιστοι μόνο γνώριζαν, βάση προφορικής παράδοσης, ότι τα αρχαία χρόνια η πόλη λεγόταν σκέτο Σαχά. Και όλοι συμφωνούσαν ότι από τον καιρό των χαλίφηδων και των ιπτάμενων χαλιών, ότι η περιοχή έβγαζε της καλύτερες χορεύτριες, ιέρειες του χορού της κοιλιάς. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι τις μέρες μας. Είχα ακούσει ότι σεΐχηδες και μουσουλμάνοι μεγιστάνες παράγγελναν χορεύτριες από αυτά τα μέρη, προσωπικά όμως δεν είχα ακόμα την τύχη να δω καμιά να επιδίδεται στην τέχνη της. Κανείς άλλος, ντόπιος ή ιστορικός, δεν είχε γνώση για το μυθικό λίκνισμα, με το οποίο ήταν γνωστές οι γυναίκες της περιοχής στην αρχαιότητα, λίκνισμα ικανό, όπως έλεγε εκείνο το χειρόγραφο, να σαλέψει τα λογικά αντρών. Κανένα ίχνος, ή ψήγμα αλήθειας στην ιστορία ότι το λίκνισμα είχε παίξει καίριο ρόλο στην αντίσταση των κατοίκων της «Σαχάι» (όπως αποκαλούσε την πόλη ο πάπυρος), στην βάρβαρη εισβολή των Λανοριανών. Φυσικά δεν ήμουν έτοιμος να παραδεχτώ στην αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα ότι ακολουθούσα μια υποσημείωση, που πιθανόν να ήταν περισσότερο ένα παραμύθι παρά κάποιο ιστορικό γεγονός. Και ενώ φοβόμουν ότι μετά την αποτυχία μου κάποιος θα πρόσεχε αυτή τη λεπτομέρεια και θα γινόμουν ρεζίλι, είχα διασωθεί από τα νέα του Πιέρ. Ο Αζίζ πάρκαρε το Φίατ στη σκιά του βενζινάδικου στη Νατζ-Σαχά, να ελέγξει έναν θόρυβο που έκανε η μηχανή της σακαράκας του. Τα χαμ-βι γέμισαν τα ντεπόζιτα τους και ο Σόντερς τα πήρε για μια γρήγορη περιπολία γύρω από την πόλη. Μου άφησε για παρέα δύο ένοπλους, οι οποίοι με ακολούθησαν στο παγωτατζίδικο του Αλί. Το είχα κάνει θεσμό, και πράγματι ήταν από τα καλύτερα, μη βιομηχανοποιημένα παγωτά που είχα δοκιμάσει ποτέ. Ήταν καλός και ευσεβής άνθρωπος ο Αλί, ζαχαροπλάστης και μερακλής στην τέχνη του. Υποκλινόταν όποτε με έβλεπε, και σεβόταν απεριόριστα την ελληνική καταγωγή μου. Διάβαζε πολύ, καθώς τα ράφια του μαγαζιού του, δίπλα στα βάζα με τους κουραμπιέδες, ήταν φορτωμένα βιβλία. Ήξερε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και ενθουσιαζόταν να συζητάει φιλοσοφία μαζί μου. Ήταν ο μόνος στον οποίο είχα τολμήσει να αναφέρω την παλιά Σαχάι, αλλά εκεί οι γνώσεις του ήταν δυστυχώς περιορισμένες. Αυτή η απουσία πληροφοριών, πλην μιας υποσημείωσης σε αρχαίο χειρόγραφο, ήταν ένα μυστήριο που ήθελε την δική του μελέτη. Είχα ήδη μια βοηθό στην Αθήνα, όπου βρισκόταν ο πάπυρος, να έχει ξεκινήσει σχετική έρευνα. Βγήκα στο δρόμο απολαμβάνοντας το χωνάκι μου, ενώ πίσω μου οι δύο φαντάροι αγόραζαν από τον Αλί το δικό τους. Περπάτησα νωχελικά λίγα μέτρα, με την χαρά της αρχαιολογικής δικαίωσης να διώχνει κάθε ίχνος άγχους που συνήθως μου μετέδιδαν οι ένοπλοι φρουροί μου. Περιτριγυρισμένος από μυδραλιοβόλα, δεν μπορούσα παρά κι ο ίδιος να βλέπω τους ντόπιους σαν άγριους που θέλανε να με φάνε ζωντανό. Ενώ τώρα, χαλαρός, προσπαθούσα να δω τον ορίζοντα όπως θα ήταν χιλιάδες χρόνια πριν. Έψαχνα με την φαντασία μου εικόνες, οσμές, ήχους μιας ξεχασμένης εποχής. Άκουσα όμορφη, αραβική μουσική να έρχεται μέσα από μια ανοιχτή πόρτα. Κοίταξα την επιγραφή στην πόρτα και για πρώτη φορά, μετά από τέσσερις μήνες στην περιοχή, μετέφρασα τα αραβικά γράμματα πάνω της. «Σχολή Χορού Ναχρίν» έλεγε. Δεν θα τολμούσα ποτέ βέβαια να διασχίσω εκείνη την πόρτα ακάλεστος, όταν ξαφνικά ξεπρόβαλε από αυτήν μια κοπέλα. Είχε βέβαια την παραδοσιακή μαντίλα δεμένη στο κεφάλι της, έδινε όμως την λιγότερο συντηρητική εικόνα που συναντούσε κανείς στην περιοχή, που και αυτό δεν ήταν τόσο ασυνήθιστο μετά τον πόλεμο. Φορούσε ένα λευκό μπουφάν που κάλυπτε ένα κορμάκι χορού, και από κάτω ένα μαύρο μεταξωτό σαλβάρι. Ξαφνιασμένη, μου έριξε ένα έντονο βλέμμα, και γυρνώντας μου την πλάτη της απομακρύνθηκε διασχίζοντας τον δρόμο. Ήμουν σίγουρος ότι πρόλαβα να δω κι ένα υπέροχο χαμόγελο. Ήταν όμορφη. Τα μάτια της όμως, εκείνα τα μάτια με είχαν αρπάξει για τα καλά και καθώς τρέκλισα ασυναίσθητα από πίσω της, το βλέμμα μου κατέβηκε στους θεϊκούς γοφούς, όπως έφευγαν μακριά μου. Πήγαιναν πέρα-δώθε. Η κοπέλα δεν περπατούσε. Λικνιζόταν. «Δεσποινίς» είπα στα αραβικά και την ακολούθησα σαν ηλίθιος. Με την άκρη των ματιών μου έβλεπα ντόπιους να βγαίνουν από τα μαγαζιά και να με αγριοκοιτάζουν. Παρεκτρεπόμουν, το ήξερα, αλλά τους αγνόησα. Τα τέλεια εκείνα οπίσθια ανέπτυξαν ταχύτητα, λικνιζόμενα ολοένα μακριά μου, και χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ άνοιξα κι εγώ το βήμα μου. «Δεσποινίς» ξαναείπα. Τώρα ακούγονταν αραβικές κατάρες προς το άτομο μου. Είδα σφιγμένες γροθιές. Δεν έδωσα σημασία. Εκείνο το βάδισμα, εκείνοι οι γοφοί, έπρεπε οπωσδήποτε… Τι; Δεν ξέρω. Είχα χαθεί όμως. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο σύμπαν για μένα. Η αναστάτωση με δονούσε σύγκορμο. Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να τρέχω. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε λικνιζόταν η κοπέλα όλο και πιο βιαστικά. Αμέσως άκουσα φρένα να στριγκλίζουν και έναν μεταλλικό ήχο, έχασα λικνιστούς γοφούς και δρόμο, αιωρήθηκα στον αέρα για ένα δευτερόλεπτο πριν σκάσω καταγής, και μετά το σκοτάδι. Οι πεζοναύτες έφεραν φορείο και με κουβάλησαν σε ένα από τα χαμ-βι, μέσα από το οργισμένο πλήθος που με έβριζε χυδαία. Είχαν κάθε δίκιο με το μέρος τους. Περισσότερο με έσωσαν τα λόγια του Αζίζ και του Αλί παρά τα όπλα των αμερικάνων. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για την Νατζνάπ, για το στρατιωτικό νοσοκομείο, όχι ότι θεωρούσα την κατάσταση μου τόσο σοβαρή. Είχα πιθανό κάταγμα στο αριστερό πόδι, ίσως και στο χέρι, με κάποιες μικρές κακώσεις στο κεφάλι. Η σκέψη μου όμως ήταν διαυγής. Στενοχωρήθηκα κυρίως που θα καθυστερούσα να δω τα τείχη της Λανόρι. Σήκωσα το κινητό μου και βρήκα στο μενού το τηλέφωνο του καθηγητή Φρίντριχ στη Βοστόνη. Του έστειλα μήνυμα. «3.500 χιλιάδες χρόνια μετά, ακόμα οι γυναίκες στη Σαχάι περπατούν λικνιστά.»* * Βασισμένο στο διήγημα "Οι Γυναίκες στη Σαχάι Περπατούν Λικνιστά" της Ευθυμίας Ε. Δεσποτάκη, από τη συλλογή "Μέσα απ'το Γυαλί". 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Και το χωνάκι, τι έγινε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 20, 2011 Author Share Posted January 20, 2011 Και το χωνάκι, τι έγινε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Αλλά... Βρε μήπως να απαιτήσω να μπει στη βιβλιοθήκη του Fan Fiction; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Ω, ναι! Περιμένω κι εγώ να δω τα τείχη, το μυστήριο του παρελθόντος, τη συνέχεια των 3500 χρόνων, το έπος, βρε παιδί μου, που αισθάνομαι να με ζαλίζει το βάρος του και φτάνω σ' αυτή την καταπληκτική κατάληξη. Εύγε και στον φαν, εύγε και στην εμπνεύστρια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
deadend Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Μπράβο Ντίνο, είναι πολύ ωραίο δώρο για την Ευθυμία σήμερα που γιορτάζει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted January 20, 2011 Share Posted January 20, 2011 Ανατρίχιασα από την αποκάλυψη στο τέλος. Τι λες τώρα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Andkand Posted August 6, 2011 Share Posted August 6, 2011 Καλό και έξυπνο! Θα ήθελα να διαβάσω κι’ άλλες ιστορίες για την πόλη Σαχάι. Ντίνο και Ευθυμία: Τι λέτε, ξεκινάμε ένα διαγωνισμό διηγήματος με θέμα τη Σαχάι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted January 20, 2012 Share Posted January 20, 2012 Μήπως το αρχαίο χειρόγραφο είχε τίτλο "Μέσα απ' το γυαλί"; Προσυπογράφω την ιδέα να κάνουμε κανέναν διαγωνισμό ή συγγραφικό παιχνίδι με θέμα τον κόσμο κάποιου ήδη γραμμένου διηγήματος, είτε του φόρουμ είτε απέξω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted April 3, 2022 Share Posted April 3, 2022 Διαβάστε. Ένα διήγημα απ' τα παλιά. Από τα χρόνια της φαντασίας. Τα αθώα χρόνια (ή έτσι τα ένιωθα εγώ). Από τότε που το σφφ ήταν μία μεγάλη παρέα, πριν χαθεί και η συντροφικότητα και η φαντασία και όλα πάνε στο διάολο. Αντίο, Ντίνο. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.