Jump to content

Αναγέννηση


Bonanza Jellybean

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Παπαϊωάννου Λίζα

Είδος: Τρόμου

Βία; Ναι

Σεξ; Όπως το πάρει κανείς

Αριθμός Λέξεων: 2980

Αυτοτελής; (Ναι/Οχι.) Ναι

 

 

 

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

 

 

Όπως όλα τα μεγάλα πράγματα στη ζωή έτσι κι αυτό ξεκίνησε από κάτι τελείως ασήμαντο. Mια λανθασμένη εκτίμηση. Χρόνια περνούσε η ψηλή γυναίκα από το εγκαταλελειμμένο σπίτι για να πάει στη δουλειά της και ποτέ δεν του έριχνε δεύτερη ματιά. Ήταν κι αυτό μέρος του σκηνικού της βαρεμάρας της, καθώς τα βήματα την οδηγούσαν προς την τράπεζα και τη μουντή καθημερινότητα. Αποτελούνταν από μια μονοκατοικία με αυλή, μόνο που το κτίσμα βρισκόταν ένα βήμα πριν την κατάρρευση κι η αυλή έμοιαζε περισσότερο με ζούγκλα, με τη βλάστηση να οργιάζει ανεξέλεγκτη.

 

Μέχρι που έφτασε η μοιραία μέρα. Χειμωνιάτικη, μουντή, παγωμένη. Καθυστέρησε στη δουλειά λόγω ενός επαγγελματικόυ ραντεβού κι όταν επιτέλους τελείωσε, η ώρα είχε πάει έξι το απόγευμα. Έξω είχε βραδιάσει και οι δρόμοι έμοιαζαν έρημοι, λες κι οι κάτοικοι της πόλης την είχαν εγκαταλείψει. Τα φώτα άναψαν στο δρόμο, όμως για πρώτη φορά πρόσεξε ότι το εν λόγω σπίτι στεκόταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Η λάμπα εκεί μπροστά δε λειτουργούσε, στο πεζοδρόμιο έβλεπε θρυμματισμένα γυαλιά. Πιθανόν κάποιο παιδί να την είχε σπάσει με μια πέτρα. Κοντοστάθηκε. Ξαφνικά το αεράκι που φύσηξε έφερε στα αυτιά της έναν παράξενο ήχο, σαν κλάμα μωρού.

 

‘Τι στο καλό..‘, σκέφτηκε σοκαρισμένη. ‘Τι δουλειά έχει ένα βρέφος σε αυτό το μέρος;‘. Έκανε να φύγει. ‘Κι αν το παράτησε κάποιος και χρειάζεται βοήθεια;‘ Επέστρεψε κι άνοιξε την αυλόπορτα, η οποία έβγαλε έναν παραπονιάρικο σκούξιμο, καθώς κινήθηκαν μετά από καιρό οι μεντεσέδες της.

 

Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της, ούτε ήξερε που πατούσε. Τα καλά της παπούτσια βούλιαζαν στη λάσπη, γινόταν χάλια. Ήλπιζε ειλικρινά να μη πατούσε καμιά πρόκα κρυμμένη στο γρασίδι. Η επιθυμία της όμως να λύσει το μυστήριο με το κλάμα του παιδιού, επισκίαζε κάθε κακοτοπιά. Το μυστήριο απουσίαζε τόσο από τη ζωή της που δε μπορούσε παρά να το επιζητεί. Πλησίασε περισσότερο το σπίτι κι έφτασε στην βεράντα. Μέχρι στιγμής δε διέκρινε κάτι το παράξενο.

 

Είχε βάλει το πόδι της στο πρώτο σκαλί όταν αντιλήφθηκε ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Δεν άκουγε το κλάμα πλέον. Ταυτόχρονα ένιωσε να ανατριχιάζει από το συναίσθημα ότι κάποιος την παρακολουθεί. Τα παράθυρα έμοιαζαν με άδειες κόχες. Ανέβηκε και δεύτερο σκαλοπάτι, όταν μέσα από το κτίριο άκουσε τον ήχο από πόδια που έτρεχαν με ταχύτητα προς το μέρος της. Τρομοκρατημένη γύρισε να φύγει την ώρα ακριβώς που η πόρτα τιναζόταν ανοιχτή με δύναμη. Από μέσα ξεχύθηκε μια θεόρατη μορφή που το μυαλό της δεν μπόρεσε να αναλύσει πάνω στη φρίκη της. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να το βάλει στα πόδια, αλλά εκείνα θαρρείς είχαν δική τους θέληση κι έμειναν καρφωμένα στο ίδιο σημείο. Η μορφή εν τω μεταξύ ελάττωσε ταχύτητα και την πλησίασε σιγά, σχεδόν αισθησιακά. Εκείνη λιποθύμησε.

 

Συνήρθε απροσδιόριστη ώρα αργότερα, κείτονταν στα σκαλιά, άλλα ήταν μόνη της. Τα ρούχα τα αισθανόταν παράξενα πάνω της κι όλο της το κορμί φώναζε πως είχε τελεστεί κάποια ανείπωτη πράξη εις βάρος του. Όμως η πόρτα παρέμενε κλειστή και το σπίτι διατηρούσε την αίσθηση του άδειου. Πιθανόν όλα να συνέβησαν στη σφαίρα της φαντασίας της. Σηκώθηκε από κάτω με κόπο και τίναξε τα χώματα. Έκανε μεταβολή να φύγει όσο πιο γρήγορα την κρατούσαν τα τρεμάμενα πόδια της. Δε πα να υπήρχαν δέκα εγκαταλελειμμένα μωρά, δεν την ενδιέφερε πλέον καθόλου.

 

Έφτασε σπίτι της. Μπήκε στο διαμέρισμα κι όπως τόσες άλλες φορές το πρώτο που τη χτύπησε ήταν η ησυχία που επικρατούσε. Τέτοιες ώρες ένιωθε την μοναξιά σαν βάρος στο στήθος της, όταν γυρνούσε και δεν είχε κάποιον να του διηγηθεί τι συνέβη στη μέρα της. Δεν είχε παντρευτεί, εννοείται δεν είχε παιδιά, με τους γονείς της δε μιλιόταν κι οι φίλοι της μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

 

Πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, βγάζοντας τα ρούχα της στη διαδρομή. Τα πέταξε όλα στον κάδο των αχρήστων. Δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό, απλά σιχαινόταν να τα ξανά φορέσει. Έκατσε με το κιλοτάκι μόνο στην άκρη της μπανιέρας, νοιώθοντας βρώμικη σε σημείο που δεν μπορούσε να αγγίξει το νερό. Βάλθηκε να κοιτιέται στον καθρέφτη, σαν να περίμενε η περιπέτεια που πέρασε να της είχε αφήσει κάποιο ορατό κατάλοιπο. Όλα φαίνονταν φυσιολογικά πάνω της, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι το κεφάλι της πονούσε και πρέπει να είχε ανεβάσει πυρετό.

 

Άφησε το μπάνιο και προχώρησε προς την κουζίνα για να φάει κάτι. Η όψη των τροφίμων στα ράφια στάθηκε αποτρεπτική. Πιθανόν έφταιγε η ασθένεια της για την έλλειψη όρεξης και για την προηγούμενη παραίσθηση. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να ξαπλώσει να κοιμηθεί. Αν έβλεπε ότι κι αύριο αισθανόταν χάλια θα έπαιρνε αναρρωτική άδεια. Τα σκεπάσματα την τύλιξαν δροσερά και τα βλέφαρα της έκλεισαν αμέσως. Αγχωτικά όνειρα στοίχειωσαν τον ύπνο της. Την κυνηγούσαν, έτρεχε σε σκοτεινούς δρόμους. Πίσω της ακολουθούσαν απροσδιόριστες μορφές, σκυμμένες, παραμορφωμένες και παρότι τα πόδια της κινούνταν όσο γρηγορότερα γινόταν, όλο και την πλησίαζαν.

 

Γύρισε το κεφάλι της για να ρίξει μια ματιά κι είδε πιο καθαρά έναν από τους διώκτες της. Νόμισε ότι θα χάσει τα λογικά της. Το πρόσωπο του έμοιαζε με καρικατούρα ζωγραφισμένη από παιδί χωρίς ταλέντο. Αλλού τα μάτια αλλού το στόμα, η μύτη στραβή και ογκώδης, έβγαινε από εκεί που έπρεπε να είναι τα αυτιά του. Μαλλιά δεν είχε καθόλου, ήταν τελείως φαλακρό. Ένα χέρι σαν πλοκάμι φύτρωνε από την κορυφή του κεφαλιού του, εκτός από τα δύο κανονικά μέλη. Άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια κραυγή που όλως παραδόξως της θύμισε παραπονιάρικο κλάμα μωρού, ίδιο με αυτό που άκουσε στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Τώρα που το παρατηρούσε το τέρας έμοιαζε να έχει κάτι το παιδικό πάνω του. Φαινόταν στον τρόπο που κινούταν.

 

Δεν πρόσεξε που πήγαινε, σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα. Αμέσως την έφτασαν και την περιτριγύρισαν. Δεν άντεχε να τους κοιτάει: το κάθε ένα ήταν πιο φρικιαστικό από το προηγούμενο. Την πλησίασαν, την άγγιξαν κι αυτή όλο και προσπαθούσε να συρρικνώσει τον εαυτό της. Κάποιο τη δάγκωσε στο ευαίσθητο μέρος της κοιλιάς, κόβοντας ένα κομμάτι κρέας. Αντί για πόνο ένιωσε ευχαρίστηση, τόση όση δεν είχε νοιώσει ούτε στον πιο έντονο της οργασμό. Έχωσε τα δόντια με τη σειρά της στη σάρκα του τέρατος. Η γεύση του πλυμμήρισε το στόμα της γλυκιά, σαν ζαχαρούχο γάλα. Δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά.

 

Ξύπνησε γιατί πεινούσε. Στη γλώσσα της καθόταν ακόμα η γεύση του πλάσματος σαν υπόλειμμα του ονείρου. Η πείνα της, κάτι που δεν είχε ξανά αισθανθεί, την είχε ζώσει κυριολεκτικά. Η ανάγκη να τραφεί έμοιαζε επιτακτική. Πέταξε με βία τα σκεπάσματα από πάνω της και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα με τόση δύναμη που παρατρίχα θα την ξερίζωνε από τους μεντεσέδες. Κοίταξε τα ράφια, το είχε εφοδιάσει την προηγούμενη ημέρα κι ήταν ακόμα σχετικά γεμάτο: Κασέρι και γαλοπούλα με χαμηλά λιπαρά, μπανάνες, μήλα, ένα τάπερ με τα απομεινάρια από το χθεσινό κοτόπουλο, ένα βάζο με ελιές, φέτα, γιαούρτι 0%, γάλα, μαρούλι, καρότα, κρεμμύδια, λεμόνια, κόκα κόλα κι ο ωμός κιμάς που θα έτρωγε την επόμενη.

 

Ξεκίνησε καταπίνοντας το κοτόπουλο σε δύο μπουκιές. Έφαγε όλο το κασέρι και τη γαλοπούλα, τη φέτα, τις ελιές μέχρι που ένιωσε την αρμύρα να απειλεί να την πνίξει. Ήπιε γάλα κατευθείαν από το μπουκάλι. Κάτι συνέβαινε, το φαγητό δεν τη γέμιζε, σαν να περνούσε απλά από μέσα της. Ενστικτωδώς έπιασε τον κιμά. Τον ξετύλιξε και λίγο από το αίμα που είχε μαζευτεί στο χαρτί έτρεξε στο πάτωμα. Η μυρωδιά του την τρέλανε. Έβαλε στο στόμα της όσο χωρούσε και το μάσησε με φούρια. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι κάτι πήγαινε να γίνει. Το ωμό κρέας έκανε δουλειά. Μόλις τελείωσε έγλειψε το αίμα κι από το χαρτί περιτυλίγματος κι από το πάτωμα. Το στομάχι της έχοντας πάρει την πρώτη γλύκα, ζητούσε κι άλλο. Τα είχε φάει όλα, έμενε μόνο η κατάψυξη, αλλά εκεί το πολύ, πολύ να σπάσει κανένα δόντι. Πετάρισε τα ρουθούνια σαν ζώο που οσμίζεται τον αέρα. Όλες οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί σε μεγάλο βαθμό.

 

Της μύριζε κι άλλο κρέας, όχι όμως εκεί μέσα. Φορώντας μόνο την νυχτικιά της βγήκε στο διάδρομο. Έμενε στον τρίτο σε ένα τετραόροφο σπίτι. Σε κάθε όροφο υπήρχαν δύο διαμερίσματα. Οι μυρωδιές προέρχονταν από το απέναντι της, στο οποίο έμενε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Δεν τους ήξερε καλά, ανταλλάζαν μόνο καλημέρες με τον άντρα όταν συναντιόνταν το πρωί στις σκάλες. Εκείνος δούλευε σε συνεργείο και ξεκινούσαν δουλεία την ίδια ώρα.

 

Χτύπησε το κουδούνι τους μανιασμένα. Το στόμα της γέμιζε ήδη με σάλιο. Μετά από λίγο άκουσε σερνάμενα βήματα από τη μέσα πλευρά κι ένα μουρμουρητό: «Μα, ποιός στο καλό είναι τέτοια ώρα;». Άκουσε να γέρνει στην πόρτα για να κοιτάξει μέσα από το ματάκι. Αμέσως μετά ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα. Εκείνη δεν άρθρωσε λέξη, στάθηκε αδύνατον.

 

«Καλησπέρα! Πάθατε κάτι;», τη ρώτησε ανήσυχος, «Φαίνεστε χάλια.. Περάστε μέσα..»

 

Καθώς έμπαινε στο σαλόνι μια παράξενη θολούρα την κυρίευσε. Σαν να εγκατέλειπε ο νους το σώμα της εντελώς. Η μυρωδιά την πλυμμήρισε, η μυρωδιά που προερχόταν από τον ίδιο. Καθώς έστεκε σκυμμένος κι έφτιαχνε το ριχτάρι για να καθίσει, του όρμησε από πίσω. Αυτός την περνούσε γύρω στους τρεις πόντους ύψος και είκοσι κιλά βάρος όμως δεν το περίμενε κι έχασε την ισορροπία του. Χτύπησε το κεφάλι του στο τραπεζάκι βγάζοντας μια ξαφνιασμένη κραυγή. Πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνη βρέθηκε πάνω του, τον καβάλησε, πιέζοντας τα χέρια στα πλευρά του με τα γόνατα της για να μη μπορεί να κινηθεί. Με το στόμα της βρήκε το σφυγμό στο λαιμό του κι άρχισε να τον δαγκώνει. Εκείνος ούρλιαξε και προσπάθησε να την πετάξει από πάνω του, αλλά είχε γαντζωθεί σφιχτά. Καθώς άκουσε μια φοβισμένη φωνή να λεει: «Παύλο τι γίνεται;», ένιωσε το αίμα να γεμίζει καυτό και αλμυρό το στόμα της. Είχε καταφέρει να κόψει την καρωτίδα του άντρα και το αίμα ανάβλυζε με ορμή.

 

Οι κινήσεις του για λίγο έγιναν απελπισμένες, παρατρίχα θα την έριχνε, αλλά μετά σταμάτησαν τελείως καθώς η ζωή κυλούσε κυριολεκτικά από μέσα του. Η γυναίκα του, τους είδε επιτέλους στο πάτωμα πίσω από τον καναπέ, πρόσεξε το αίμα που έτρεχε στο παρκέ, το αίμα που είχε πασαλειφθεί στο στόμα της άγνωστης που καθόταν πάνω του. Τσίρηξε κι έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο, σκάβοντας λακκάκια στα μάγουλα της με τα νύχια.

 

«Συγνώμη, πρέπει να φαω..», μίλησε για πρώτη φορά στη γυναίκα της οποίας είχε μόλις δολοφονήσει τον άντρα. Έγλειψε τα χείλη της. Αυτό στάθηκε η σταγόνα που ξεχείλησε ο ποτήρι. Την είδε να τρέχει έντρομη στην κρεβατοκάμαρα και να κλειδώνει την πόρτα πίσω της. Μετά από λίγο την άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Δεν της έδωσε σημασία, ότι χρειζόταν το είχε μπροστά της. Σηκώθηκε, βρήκε στην κουζίνα ένα χασαπομάχαιρο που της φαινόταν αρκετά κοφτερό. Επέστρεψε στο σαλόνι. Γύρισε τον άντρα ανάσκελα. Τα μάτια του καθρέφτιζαν ακόμα την απορία για αυτό που του είχε συμβεί. Σήκωσε την μπλούζα του, κι έκοψε ένα κομμάτι από την κοιλιά του, γύρω από την οποία είχε ένα γενναίο απόθεμα λίπους. Τράβηξε με τα δόντια της το κρέας από το δέρμα και μάσησε. Παράδεισος. Όπως το είχε φανταστεί, ακριβώς ότι χρειαζόταν.

 

Συνέχισε να κόβει και ποιος ξέρει πόση ώρα θα καθόταν εκεί αν δεν άκουγε σειρήνες να πλησιάζουν από μακριά. Κάλεσαν την αστυνομία. Έπιασε την κοιλιά της. Ένιωθε ένα ευχάριστο βάρος εκεί μέσα, σαν να είχε γεμίσει, όχι όμως τελείως. Ήθελε κι άλλο. Δεν μπορούσε να μείνει εδώ παραπάνω. Θα την έπιαναν. Πήρε το μαχαίρι μαζί της, βγήκε από το διαμέρισμα και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Έτσι όπως ανέμιζε πίσω της το νυχτικό έμοιαζε με νύφη που είχε αργήσει το γάμο της. Μόνο που το νυφικό της δεν ήταν λευκό αλλά κόκκινο, βαμμένο στο αίμα. Βγήκε από την πίσω πόρτα της οικοδομής στο δρομάκι, που ήταν στρωμένο με σκουπίδια. Δεν κρύωνε παρότι η θερμοκρασία είχε πέσει στους δύο βαθμούς. Το καλύτερο θα ήταν να ξεκουραστεί για λίγο, να κρυφτεί. Αν γυρνούσε στους δρόμους θα τη μάζευε η αστυνομία. Θα την έψαχναν.

 

Είχαν να μαζέψουν τα σκουπίδια μέρες τώρα, πάλι απεργούσαν τα απορριμματοφόρα και οι στοίβες τους έφταναν θαρρείς στον ουρανό. Ένας μικρός σκουπιδότοπος. Εκεί μέσα δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Ξάπλωσε πάνω σε κάτι χαρτόνια, κοιτάζοντας το φεγγάρι που ξεμύτιζε ανάμεσα στα σύννεφα και χαιδεύοντας συνέχεια την κοιλιά της. Το μυαλό της, της φώναζε ότι έπρεπε να νοιώθει τύψεις, μόλις είχε σκοτώσει και φάει έναν άνθρωπο, αλλά εκείνη ένιωθε όσο ευτυχισμένη δεν είχε νοιώσει ποτέ, σαν να φωτιζόταν από ένα εσωτερικό φως. Από μακριά άκουγε φασαρία, φωνές και ποδοβολητό, αλλά εδώ ήταν όλα ήσυχα. Κοιμήθηκε για λίγο.

 

Ξύπνησε κι ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Η πείνα φόυντωσε και πάλι στα σπλάχνα της. Ώρα να τραφεί, αλλά ήταν ασφαλές να βγει από την κρυψώνα της; Μύρισε τον αέρα κι αντιλήφθηκε ότι κάπου κοντά υπήρχε φαγητό. Άρχισε να το ψάχνει μέσα στους σωρούς σκουπιδιών και τελικά βρήκε μια νεκρή γάτα. Το κεφάλι της το είχε λιώσει πιθανόν κάποιο αυτοκίνητο. Πάνω στο σώμα της συστρέφονταν σκουλήκια. Τίποτα από αυτά δεν την πτόησε. Την άνοιξε με το μαχαίρι, αφαίρεσε τα όργανα της και τα έφαγε. Το στομάχι της σαν να πρήστηκε ακόμα περισσότερο καθώς κοιμόταν, το νυχτικό φούσκωνε στο μέρος που κανονικά έπεφτε χυτό. Ένοιωθε ότι πλησίαζε κάποια μεγάλη στιγμή, έπρεπε να κινηθεί. Το ένστικτο, της έλεγε ότι ήταν ασφαλές.

 

Βγήκε πίσω από τους σωρούς σκουπιδιών, κραδαίνοντας ακόμα το μαχαίρι. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί που έπρεπε να πάει, τα βήματα της την οδηγούσαν από μόνα τους. Στο δρόμο συνάντησε έναν άντρα, μοναχικό περιπατητή. Την είδε έτσι μέσα στα αίματα και πλησίασε να τη βοηθήσει. Τον μαχαίρωσε στυγνά στο στομάχι και μετά έκατσε στην άσφαλτο, τον έκοψε σε μικρά κομματάκια κι έφαγε τόσο ώστε να καλύψει το κενό που υπήρχε μέσα της. Μόνο που δεν το σκεφτόταν σαν κενό πλέον –ήξερε καλύτερα –παρά σαν κάτι ζωντανό. Κάτι που της ζητούσε να τραφεί, να τραφεί, να τραφεί. Μετά σηκώθηκε να φύγει αφήνοντας τα υπολείμματα να τα ανακαλύψει κάποιος άτυχος περαστικός το πρωί.

 

Έφτασε στον προορισμό της που δεν ήταν άλλος από το σπίτι που έζησε την παραίσθηση νωρίτερα. Δεν αισθανόταν καθόλου φόβο τώρα. Η πόρτα έστεκε ανοιχτή. Μπήκε στο χωλ δισταχτικά, σαν επισκέπτης που ήρθε ακάλεστος. Στο σκονισμένο πάτωμα υπήρχαν αναμένα κεριά σε τακτά διαστήματα που φώτιζαν τον χώρο με ένα αρρωστημένο φέγγος. Η μυρωδιά που πλανιόταν δεν ήταν αυτή της μούχλας και της υγρασίας που θα περίμενε κανείς παρά μια γλυκιά και γαλατώδης ευωδιά, σαν τη γεύση του ονείρου της. Από τα βάθη του σπιτιού την πλησίασαν και πάλι γνωστά βήματα. Τώρα όμως στο φως των κεριών αντίκρισε καθαρά το πρόσωπο του κάτοικου του σπιτιού. Δεν ήταν άνθρωπος, τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν όλα μπερδεμένα και θολά, κάθε φορά που προσπαθούσε να εστίασει σε ένα σαν να άλλαζε θέση και το έχανε. Στεκόταν ψηλό και τριχωτό μπροστά της κι εξέπεμπτε αρρενωπή δύναμη. Το μυαλό της υπερφορτώθηκε και λιποθύμισε ξανά στα πόδια του.

 

Τα υπόλοιπα τα θυμόταν σε σκηνές σαν να έβλεπε ταινία που πηδούσε το φιλμ. Την είχε το τέρας στην αγκαλιά του και ανέβαιναν τις σκάλες για το δεύτερο όροφο. Έσβησε. Μετά βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα βρώμικο κρεβάτι, δίχως σεντόνια παρά μόνο ένα στρώμα που είχε δει καλύτερες μέρες. Μια χαλασμένη σούστα της πλήγωνε το πλευρό. Ήθελε να παραπονεθεί, αλλά το στόμα της ήταν μουδιασμένο και δεν βγήκε λέξη. Εκείνος στεκόταν από πάνω της και της έβγαζε τα μαλλιά από το πρόσωπο. Στο άγγιγμα του έσβησε και πάλι.

 

Πήδησε το καρέ. Ήταν μόνη της. Πρόσεξε ότι της είχε δέσει τα χέρια και τα πόδια στις τέσσερις κολώνες του κρεβατιού. Δεν φορούσε πλέον το νυχτικό της, κείτονταν ολόγυμνη. Αισθανόταν το φύλο της να έχει ανοίξει διάπλατα σαν λουλούδι. Αισθάνθηκε τρόμο και ηδονή ανακατεμένη. Πήδησε το καρέ. Ενας πόνος την έκοψε στα δύο, ξεκινούσε μέσα από τα σπλάχνα της και έφτανε μέχρι τις άκρες των δαχτύλων. Ανακάλυψε ότι τελικά είχε φωνή και ούρλιαξε. Περέμεινε όμως μόνη της στο δωμάτιο, δεν ήρθε να τη δει. Σιγουρεύτηκε ότι θα πέθαινε, δε γινόταν άνθρωπος να βιώσει τόσο πόνο και να συνεχίσει να ζει. Τα σωθικά της σκίζονταν στα δύο, πλήρωνε για τα όσα απάνθρωπα είχε διαπράξει. Ο πόνος της κορυφώθηκε κι όλα γύρω της μαύρισαν.

 

 

****

Δεν γνώριζε πόση ώρα ή μέρες πέρασαν από εκείνο το βράδυ που συνέβησαν τόσα. Όταν όμως επιτέλους άνοιξε τα μάτια της, αισθανόταν σαν να είχε ξανά γεννηθεί. Ένοιωθε ξεκούραστη, αναζωογονημένη κι υπήρχε μόνο η θύμιση του πόνου σαν σφυροκόπημα στα εσωτερικά της. Ξάπλωνε ακόμα στο στρώμα, αλλά την είχε σκεπάσει με ένα σεντόνι και της είχε λύσει τα άκρα. Το φως του ήλιου έμπαινε μέσα από τις καρφιτσωμένες σανίδες του παραθύρου κι έκανε τη σκόνη να χορεύει μπροστά της. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Ακόμα δε φορούσε τίποτα, όμως η γύμνια της δεν την έφερνε σε δύσκολη θέση. Θεωρούσε εξαιρετικά απίθανο το να βάλει ρούχα ξανά. Αυτή αποτελούσε τη φυσική της κατάσταση.

 

Ακολούθησε τη μυρωδιά του, τόσο έντονη, στο μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού κι εκεί τον βρήκε να κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη του προς εκείνη. Πρόσεξε το τραχύ του τρίχωμα, τους καμπουριασμένους ώμους και τις ουλές που διέτρεχαν το κορμί του, αλλά τα είδε όλα με τα μάτια της αγάπης. Σαν να αισθάνθηκε την παρουσία της, γύρισε το σώμα του προς το μέρος της. Το πρόσωπο του, την άφησε άναυδη για ακόμα μια φορά, αλλά το βλέμμα της κινήθηκε κατευθείαν στην αγκαλιά του. Της φάνηκε ότι κρατούσε ένα μικρό μπογαλάκι.

 

Τον πλησίασε και ξετύλιξε τον μπόγο στα χέρια του τέρατος. Ήταν ένα μωρό, αν μπορούσες να το πεις έτσι. Το πρόσωπο του έμοιαζε με του πατέρα του στον τρόπο που εναλλάσονταν τα χαρακτηριστικά του και στο πόσο τριχωτό ήταν. Αλλά το σώμα του ήταν σώμα ανθρώπινου βρέφους, λείο, τέλειο. Όχι το παιδί του, αλλά το παιδί τους. Τώρα τα καταλάβαινε όλα. Την πείνα, το πρήξιμο και τους πόνους της γέννας. Για εκείνη αποτελούσε το ομορφότερο θέαμα του κόσμου. Το πήρε στην αγκαλιά της, κοίταξε το φύλο του, αγόρι. Έμοιαζε με πούπουλο στα χέρια της, αλλά θα μεγάλωνε γρήγορα. Τώρα έπρεπε να κάνει το καθήκον της ως μάνα. Να το θρέψει. Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και το έφερε στο στήθος της. Εκείνο εστίασε το στόμα του στη ρώγα κι άρχισε να θηλάζει. Τη δάγκωσε μια φορά, αλλά κανένας πόνος δεν την άγγιζε πλέον. Κοίταξε ευτυχισμένη γύρω της. Θα μπορούσαν να γεμίσουν τον κόσμο με αυτή την καινούρια φυλή. Δεν θα αισθανόταν ποτέ πια μοναξιά. Τώρα είχε οικογένεια.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ας κάνω εγώ ποδαρικό εδώ με τα κλασσικά + και -

 

++ Η ιστορία έχει τόση διακύμανση στις σκέψεις και στην αίσθηση που βγάζει κατά τη διάρκεια της στον αναγνώστη, που με κέρδισε με ευκολία...

- Ίσως ξεκινάει λίγο βιαστικά αλλά αυτό είναι και θέμα φόρμας του κειμένου. Πάντως είχες χώρο ως τις 3500 λέξεις.

+ Η ένταση αυξομειώνεται σωστά με το πέρασμα των σκηνών και

+++ ως το σημείο με τη γάτα, δεν έχω πάρει πρέφα τι συμβαίνει χωρίς αυτό να με πετάει εκτός ατμόσφαιρας.

++ Η κλιμάκωση είναι ωραία αν και

- - το τέλος θα ήταν 2ο ή 3ο στις επιλογές μου. Το ίδιο κι ο τίτλος.

++ Καλογραμμένο και στο στυλ ακριβώς που προτιμώ να διαβάζω. Ελάχιστοι λόξυγγες που είναι εκεί μέχρι το πρώτο καλό edit.

 

Όταν μεγαλώσεις το διήγημα, καλό θα ήταν να ενισχύσεις το μοτίβο της "γυναίκας μόνης". Οι ενδείξεις στην ιστορία υπάρχουν: το νιόπαντρο ζευγάρι πχ.

 

Α, κι ένα edit comment για το γούρι: το "η ψηλή γυναίκα" στην πρώτη σειρά, δε το χρειάζεται ούτε το κείμενο ούτε ο αναγνώστης.

 

Καλή επιτυχία! thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Πολύ πολύ καλή ιδέα μου φάνηκε. Αυτό το διήγημα είναι στο αγαπημένο μου στυλ ιστοριών τρόμου. Μου άρεσαν πολύ

 

- ο κτηνώδες τρόπος που σκότωσε τον άμοιρο άνδρα

- η ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σπίτι (με το κλάμα του μωρού κλπ)

- μου θύμισε μία θεότρελη εκτέλεση της πεντάμορφης και το τέρας!

- η αποδοχή του ρόλου της "ηρωίδας" στο τέλος

 

Καλή τύχη εύχομαι! thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

 

Σεξ και βία, ναι, τα 'πιασες και τα δύο απ' τα μαλλιά! Μέχρι να δει το όνειρο ήμουνα και 'γω λίγο "WTF" αλλά μετά τα είδα όλα! Οι παρομοιώσεις με τα μωρά ήταν οι αγαπημένες μου, και όσο για τη σκηνή στο κρεβάτι του τριχωτού, με (ανόητη) ντροπή ομολογώ οτι την βρήκα διεστραμμένα ωραία. Πόσο μάλλον εσύ, ΜΟΥΑΧ-

 

 

 

 

Κατά τη γνώμη μου απ' τα καλύτερα του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Μπράβο! Άλλο ένα διήγημα που δυσκολεύει την προσωπική μου κατάταξη για την κορυφή. Τρομακτικό, και από τις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που κάποιες ελλείψεις πληροφοριών κάνουν το κλίμα ακόμα πιο δυσοίωνο και αποτελεσματικό.

Link to comment
Share on other sites

Σωστές δώσεις μια καλής συνταγής. Τολμηρό να συνδυαστεί η επιθετικότητα με την ανάγκη για οικογένεια.

 

Ωραία η σύνδεση της μυρωδιάς με την θηλυκή ταυτότητα.

 

Κακή φράση: Δεν γνώριζε πόση ώρα ή μέρες πέρασαν από εκείνο το βράδυ που συνέβησαν τόσα.( να την βγάλεις)

 

Καλή διατύπωση: Η πόρτα έστεκε ανοιχτή. Μπήκε στο χολ δισταχτικά, σαν επισκέπτης που ήρθε ακάλεστος.

 

Ωραία στιγμή: Μύρισε τον αέρα κι αντιλήφθηκε ότι κάπου κοντά υπήρχε φαγητό. Άρχισε να το ψάχνει μέσα στους σωρούς σκουπιδιών και τελικά βρήκε μια νεκρή γάτα. Το κεφάλι της το είχε λιώσει πιθανόν κάποιο αυτοκίνητο. Πάνω στο σώμα της συστρέφονταν σκουλήκια. Τίποτα από αυτά δεν την πτόησε.

 

Και : Η γεύση του πλημμύρισε το στόμα της γλυκιά, σαν ζαχαρούχο γάλα. Δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά.

 

Τόχεις!!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, καλογραμμένη, σε τραβάει για να μάθεις τη συνέχεια.

 

Λόγω του θέματος του διαγωνισμού, αυτή

η «κανιβαλιστική» τροπή ήταν αναμενόμενη. Αλλά η εξέλιξη ήταν αρκετά δυνατή. Αν δεν υπήρχε εκείνο το κλάμα μωρού στην αρχή, που με προϊδέασε για το τι θα ακολουθούσε, θα ήταν ακόμη πιο καλή στα μάτια μου.

 

 

Πολύ καλή η ατμόσφαιρα και οι περιγραφές από την στιγμή που ξυπνάει η πείνα μέσα της. Πολύ δυνατή η πρώτη είσοδός μας στο σπίτι. Άγρια όμορφο το τέλος.

 

Από τις ιστορίες που μου άρεσαν περισσότερο.

 

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, εδώ έχουμε μια ιστορία γραμμένη με γνώση των συμβάσεων του είδους(της λογοτεχνίας τρόμου, δηλαδή). Μας τρομάζεις όχι με παρομοιώσεις και κλισέ, όχι, δηλαδή, με τον τρόπο που αφηγείσαι την ιστορία, αλλά με εικόνες, με τα γεγονότα που διαλέγεις να την αποτελούν. Μου άρεσε πολύ ο συμβολισμός πείνα=ανάγκη για παρέα, για σχέσεις και για ανθρώπινη επαφή. Επίσης πολύ καλό το ότι δεν εξηγείς τι της συμβαίνει, τι της κάνει το πλάσμα, αλλά αφήνεις να το μαντέψουμε από την παρουσία του μωρού στο τέλος. Αυτό δείχνει οπωσδήποτε κάποια συγγραφική εμπειρία...

Ως προς τη γλώσσα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιοι πλεονασμοί, π.χ. "να οργιάζει ανεξέλεγκτη": πώς αλλιώς εκτός από ανεξέλεγκτος είναι κάποιος που οργιάζει; Από την άλλη ορισμένες λεπτομέρειες όπως η αναλυτική περιγραφή των τροφίμων στο ψυγείο της (κόκα κόλα και γιαούρτι 0%) προσγειώνουν το κείμενο πετυχημένα.

Το μεγαλύτερο μείον είναι οι ελλιπείς πληροφορίες που μας δίνεις για τη γυναίκα, για τη ζωή της και το χαρακτήρα της. Έπρεπε να τονίσεις περισσότερο τη μοναξιά που νιώθει, τον τύπο της μοναχικής γυναίκας, όπως σου λέει και ο Ντίνος παραπάνω, εφόσον παίζει ρόλο στην υπόθεση. Επίσης, με περισσότερες πληροφορίες γι' αυτήν, θα ήταν πιο εύκολο να ταυτιστούμε μαζί της. Τουλάχιστον ένα όνομα μπορούσες να της το έχεις δώσει.

Γενικά μια αξιοπρεπέστατη πρώτη συμμετοχή σε διαγωνισμό. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Μια ιστορία απ' αυτές που ήταν εξαιρετικά εντός θέματος, με την πείνα ζωντανή και πανταχού παρούσα.

 

Στα συν

Η πείνα που κατακλύζει και ξεπερνάει με πολύ μεγάλη ταχύτητα όλους τους φραγμούς και τις συμβάσεις. Δυνατή και άγρια, βασικό ένστικτο.

Παρόλο που από την πλευρά της ηρωίδας

 

 

έχουμε μια αφομοίωση που κάνει την κατάσταση να φαίνεται στο τέλος λιγότερο τρομακτική για την ίδια, από την πλευρά του αναγνώστη, η υπόσχεση ότι αυτή η ιστορία θα συνεχίσει για να κάνουν μια καινούργια γενιά πλασμάτων, μας υπόσχεται μια εξάπλωση του κακού κι αυτο λειτουργεί σωστά ως προς τις συμβάσεις του τρόμου.

 

 

 

Στα πλην

Νομίζω ότι επέτρεψες να καταλάβουμε πολύ νωρίς πού πάει το πράγμα. Δεν είναι απαραιτήτως κακό αυτό, αλλά επειδή στις ιστορίες τρόμου ξέρεις ότι περιμένεις τρόμο έτσι κι αλλιώς, είναι κάπως must να κρατάς και μερικά χαρτιά κλειστά.

Link to comment
Share on other sites

Δύσκολη περίπτωση. Εντός θέματος, καλογραμμένο, ξεκάθαρα τρόμου, σκληρές σκηνές, καλογραμμένο, γρήγορο. Δεν με άγγιξε όμως πάρα πολύ, το βρήκα κάπως μουντό. Νομίζω χρειαζόταν πολύ περισσότερη πρωτοτυπία η ιστορία, καθώς και λιγότερο αραιή πλοκή.

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο κοπελιά, αφού σκέφτηκα όταν σκότωσε τον γείτονα της, στο σπίτι της πώς θα επέστρεφε? αφού στεναχωρήθηκα κιόλας, τόσο παραστατική η όλη σου πλοκή. Μπράβο συγχαρητήρια

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου είναι λίγο δύσκολο να εντοπίσω ακριβώς τι δε μου άρεσε σε αυτή την ιστορία, κυρίως στο μέρος της γραφής. Ως ιδέα, φοβάμαι πως είναι η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό όταν ακούει κανείς αυτό το θέμα. Δίνεις βέβαια κάτι περισσότερο, με

το πλάσμα στο κτίριο και την εγκυμοσύνη,

αλλά όλο το σκηνικό μου φάνηκε προσωπικά πολύ συνηθισμένο.

 

Από πλευράς γραφής, είναι σίγουρα άνετη, με σωστό ρυθμό και αναλογίες, αλλά συνολικά κάτι δε με αιχμαλώτισε, δεν μπορώ όμως να εντοπίσω κάτι συγκεκριμένο. Λίγη προσοχή πάντως στα “ότι” και στα “ό,τι”.

 

Επίσης, δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα του ονείρου, των περίεργων πλασμάτων που βλέπει και των όσων κάνουν μαζί. Είναι ωραίο ως εικόνα, αλλά, αφού

αυτός στο κτίριο δεν έχει αυτή τη μορφή,

μένουν ξεκρέμαστα.

 

Μια αντικειμενικά καλή προσπάθεια πάντως, που στερείται όμως αρκετά πρωτοτυπίας. Τρομακτική πάντως, σίγουρα.

Link to comment
Share on other sites

Καλό όσον αφορά τον τρόμο, αλλά... εμένα ο τρόπος γραφής δε μου άρεσε (γούστα). Επαναλαμβανόμενες εκφράσεις π.χ. όπως "πήδησε το καρέ" (δε γράφουμε σενάριο, νομίζω) και διάφορους πλεονασμούς/"άκυρες" εκφράσεις ("επισκίαζε κάθε κακοτοπιά";; "Δε πα να υπήρχαν δέκα...") θα μπορούσες να τις παραλείψεις/αλλάξεις, κατά τη γνώμη μου.

 

Η σκηνή στο ψυγείο είναι με διαφορά η καλύτερη (και από τις καλύτερες στο διαγωνισμό, αλλά δυστυχώς είναι πολύ μικρή)

Link to comment
Share on other sites

:cold: , αφού όταν τρέφονταν ένοιωθα τις διάφορες ουσίες να κυλάνε στο στόμα μου λέμε. Η σκηνή στο ψυγείο όντως καταπληκτική, αλλά έχει και άλλες πολύ δυνατές σκηνές: η επίσκεψη στους νιόπαντρους

 

"Η γυναίκα του, τους είδε επιτέλους στο πάτωμα πίσω από τον καναπέ, πρόσεξε το αίμα που έτρεχε στο παρκέ, το αίμα που είχε πασαλειφθεί στο στόμα της άγνωστης που καθόταν πάνω του. Τσίρηξε κι έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο, σκάβοντας λακκάκια στα μάγουλα της με τα νύχια.

 

«Συγνώμη, πρέπει να φαω..»..."

 

Θεϊκό! Εδώ μ' έπιασε νευρικό χάχανο. Παρ' όλα τα λακκάκια (δεν ταίριαζαν, τα λακκάκια είναι κάτι χαριτωμένο)

 

 

 

Αλλά, ενώ ολόκληρο το κείμενο είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, βρήκα κάποια εδάφια (σικ) κάπως άνισα στη γραφή. Εκείνο προς το τέλος με τα καρέ, πχ. Ή η παράγραφος που συνέρχεται στο ερειπωμένο σπίτι. Στη φράση "καρικατούρα ζωγραφισμένη από παιδί χωρίς ταλέντο", θα μπορούσες να πεις "σαν παιδική ζωγραφιά", γιατί τα παιδιά δε ζωγραφίζουν καρικατούρες, ούτε "ρεαλιστικά" σκίτσα, ή σαν "άτεχνη καρικατούρα" ξέρω 'γω λέμε τώρα, αλλά όλα μαζί πλεονάζουν κάπως βρε παιδί μου...

 

 

 

ΥΓ: "Δεν είχε παντρευτεί, εννοείται δεν είχε παιδιά," Κουά?

Link to comment
Share on other sites

Ισχυρότατη πείνα! Μ' έπιασε μια λιγούρα, όπως καταμετρούσε τα περιεχόμενα του ψυγείου, αλλά μου πέρασε με την συνέχεια. :Ρ

 

Στα θετικά:

 

-δυνατές περιγραφές, βάζουν τον αναγνώστη στην ιστορία και δεν τον βγάζουν μέχρι το τέλος

-ωραίες παρομοιώσεις, ωραία γλώσσα

-το όνειρο που, εμένα προσωπικά, με ικανοποίησε σαν κάτι που (είπαμε, προσωπικά πάντα :Ρ)

θα μπορούσε να ονειρεύεται το παράξενο παιδι που κουβαλούσε

 

 

Στα αρνητικά:

 

-κάποιες εκφράσεις δεν λειτούργησαν πολύ καλά και υπήρχαν μια δυο απροσεξίες που με ξένισαν

-το τέλος με χάλασε. Περίμενα κάτι πιο δυνατό

-θα ήθελα λίγο περισσότερο χτίσιμο στον βασικό σου χαρακτήρα. Είχες το περιθώριο λέξεων να το κάνεις.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, που θα μπορούσε να είναι σημαντικά καλύτερη. Ο κεντρικός χαρακτήρας, εκτός από μερικές πολύ μεμονωμένες αναφορές για την οικογένειά του, δεν μας λέει και πάρα πολλά σαν προσωπικότητα. Επίσης, η δράση της, αν και εξυπηρέτησε το θέμα "πείνα", ήταν πολύ μονομανής, θα προτιμούσα να γίνει κάπως πιο στοχευμένα και συμμετρικά. Κατά τα άλλα, είχε ωραίες στιγμές και καλή γραφή. Για παράδειγμα,

"Το πρόσωπο του έμοιαζε με καρικατούρα ζωγραφισμένη από παιδί χωρίς ταλέντο"

Εγώ δεν είχα ψιλιαστεί το τέλος. Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, αλλά το βρήκα ταιριαστό με το υπόλοιπο διήγημα, μου άρεσε. Καλή επιτυχία, Λίζα!

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πλήρες σε γενικές γραμμές με κυριολεκτική και μεταφορική πείνα και με όλα τα γνώριμα συστατικά του τρόμου. Το βασικό μου πρόβλημα είναι το ύφος της αφήγησης. Ενώ έχουμε ξεκάθαρα μία πρωταγωνίστρια παρέα με την οποία πάμε όλη την ιστορία, αντί να μπούμε κατευθείαν μέσα στο κεφάλι της, η αφήγηση, μας κρατάει σε απόσταση, ελαφρώς αμήχανη, διανθισμένη με εκφράσεις που ή τους λείπει η σιγουριά ή είναι συγκρατημένες κι άτολμες.

 

π.χ.

 

 

[...]Δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό, απλά σιχαινόταν να τα ξαναφορέσει[...]

 

[...]Πρόσεξε ότι της είχε δέσει τα χέρια και τα πόδια[...]

 

[...]Δε γνώριζε πόση ώρα ή μέρες πέρασαν από εκείνο το βράδυ που συνέβησαν τόσα[...]

 

[...]Ήταν ένα μωρό, αν μπορούσες να το πεις έτσι[...]

 

 

 

Υπό αυτό το πρίσμα βρήκα εξίσου αμήχανες και τις δύο τελευταίες παραγράφους του πρώτου μέρους. Που ωστόσο ακολουθούν την καλύτερη εικόνα του διηγήματος για μένα:

 

 

[...]αντίκρισε καθαρά το πρόσωπο του κάτοικου του σπιτιού. Δεν ήταν άνθρωπος, τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν όλα μπερδεμένα και θολά, κάθε φορά που προσπαθούσε να εστίασει σε ένα σαν να άλλαζε θέση και το έχανε.

 

Πολύ καλό αυτό και θα ήταν ακόμα πιο δυνατό αρκεί να μην έχει γίνει νωρίτερα απόπειρα να δοθεί μορφή (στη σεκάνς το ονείρου). Πολύ καλό επίσης ότι ξανασυναντούμε την ίδια εικόνα στο πρόσωπο του μωρού.

 

Πέρα απ' αυτά, σε επίπεδο μικρολεπτομερειών, δεν ψήθηκα ιδιαίτερα για το ότι έπρεπε σώνει και καλά να φάει ωμό κρέας, τον άνθρωπο και τη γάτα.

Επειδή η ιστορία πραγματικά μιλάει για μία κατάσταση οριακή και πολύ σκοτεινή, πιστεύω ότι αν είχε χρησιμοποιηθεί μια αφήγηση βγαλμένη απευθείας απ' το μυαλό της ηρωίδας, θα είχαμε ένα πάρα πολύ δυνατό διήγημα. Θα τη δεχόμουνα μάλιστα και χωρίς τα εφφέ φρίκης. Α, και με τον τρόπο που διάβασα την ιστορία, τον τίτλο δεν τον κατάλαβα...

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω πως έπεσες στην παγίδα που έπεσαν και κάποιοι στον ΕΦ διαγωνισμό με το θέμα "σεξ". Έπιασες σχεδόν όλο το χώρο σου περιγράφοντας τα όργια της ηρωίδας, χωρίς να γίνεται τίποτε άλλο. Ο αναγνώστης περνάει την ώρα του παρακολουθώντας την να διαπράττει όλα τα κλισέ του είδους (όταν έφτασε στα σκουπίδια, ήξερα τι θα έβρισκε εκεί, και τι θα το έκανε, και όταν συνέβη είπα "Φυσικά, τι θα έβρισκε στα σκουπίδια; Σερβιέτες; Αλίμονο").

 

Χιλιομαγειρεμένη συνταγή που μου πέταξες να φάω κρύα και μπαγιάτικη, ενώ θα μπορούσες να εστιάσεις σε κάποια πράγματα που είχες εκεί, και να λέει κάτι.

Link to comment
Share on other sites

είχε ωραίες στιγμές και καλή γραφή. Για παράδειγμα,

"Το πρόσωπο του έμοιαζε με καρικατούρα ζωγραφισμένη από παιδί χωρίς ταλέντο"

 

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα με φέτα, αλλά όντως: σε ποιόν θα ήταν δυνατόν να αρέσει αυτή η φράση, αν όχι στον Στάνλεϋ? :chinese:

Link to comment
Share on other sites

είχε ωραίες στιγμές και καλή γραφή. Για παράδειγμα, "Το πρόσωπο του έμοιαζε με καρικατούρα ζωγραφισμένη από παιδί χωρίς ταλέντο"

 

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα με φέτα, αλλά όντως: σε ποιόν θα ήταν δυνατόν να αρέσει αυτή η φράση, αν όχι στον Στάνλεϋ? :chinese:

 

χαχαχαχα!!

You just made my day!laugh.gif

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η πρωταγωνίστρια και οι περιγραφικές σκέψεις που κάνει.

Οι σκηνές τρόμου δουλεύουν πολύ καλά.

Ο καημένος ο γείτονας, τον λυπήθηκα, αμ και ο περαστικός.

 

Η σκηνή της γάτας….αηδία! (για καλό το λέω)

Link to comment
Share on other sites

Ωραία η γραφή σου, καλή και η αναλογία των σκηνών. Τρέχεις εκεί που πρέπει να τρέξεις και δίνεις περισσότερη έμφαση στα σωστά σημεία. Δεν έχω κάποια παρατήρηση να κάνω, ήταν άψογη.

 

Καλή επιτυχία, Λίζα!

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Με απορρόφησε τόσο στην ανάγνωσή του, που θ έ λ η σ α να το ξαναδιαβάσω, για να μπορέσω να σου κάνω σχόλια. Θα μπορούσες να προσθέσεις μια σκηνή ακόμη, με τη γυναίκα να τρώει τα περιεχόμενα της κατάψυξης. Εργένισσα χωρίς φούρνο μικροκυμάτων; wink.gif

 

Μου άρεσε: Η ιδέα, αν και δεν ήταν και πολύ πρωτότυπη. Η σταδιακή μετατροπή της γυναίκας. Η ανωνυμία των ηρώων και η έλλειψη διαλόγου, ρίσκα και τα δύο, αλλά πέτυχαν. Η απλή γλώσσα. Οι περιγραφές των ονείρων και του προσώπου του τέρατος.

 

Δε μου άρεσε: Η φράση «πήδησε το καρέ». Καταλαβαίνω πώς τη χρησιμοποιείς, αλλά ειλικρινά με ξίνισε εντελώς.

Link to comment
Share on other sites

Bonanza Jellybean. Αναγέννηση.

 

Το γράψιμό σου με προβλημάτισε λίγο. Ενώ ο λόγος κυλάει, έχει κάποιες άκομψες φράσεις και ατάκες. Επίσης μου φάνηκε λίγο αποστασιοποιημένο από την ιστορία, σαν να τα βλέπεις όλα από μακριά. Πάντως, η ίδια η ιστορία μου άρεσε, είναι από τις πιο καθαρές τρόμου νομίζω στο διαγωνισμό, από τις λίγες με πλοκή και καλή αποκάλυψη.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καθώς έκανα μια τελευταία γύρα στις ιστορίες του διαγωνισμού, διαπίστωσα πως αυτή μου είχε ξεφύγει και δεν την είχα σχολιάσει.

Ήταν σίγουρα εντός θέματος, ίσως πιο πολύ απ' ό,τι οι περισσότερες, και αυτό, μαζί με την ζωντανή και περιγραφική γλώσσα, ήταν το μεγάλο της πλεονέκτημα.

Της έλειψε όμως η πρωτοτυπία και σε αυτό συνέβαλαν τα πολλά κλισέ που είχε, τόσο ο λόγος όσο και η εξέλιξη της ιστορίας.

Ήταν σίγουρα μια καλή ιστορία, αλλά παραδόξως δε μπόρεσε προσωπικά να με κερδίσει.(τι να κάνουμε, γούστα είναι αυτά...).

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..