Jump to content

Νηστίσιμες Μέρες


Soul_walker

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευστάθιος Νοδάρας

Είδος: Τρόμου

Βία; Κάπως

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2320

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Συμμετοχή για τον 3ο (23ο) Διαγωνισμό Τρόμου

 

Νηστίσιμες Μέρες

Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό.

Το αίμα της γυναίκας είχε γεμίσει τα πάντα, ενώ το σώμα κειτόταν στο πάτωμα σχεδόν ακίνητο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε.

Ένιωθε αδύναμη, χτυπημένη, αποπροσανατολισμένη.

Το σκοτάδι γύρω της δεν φαινόταν να εξαφανίζεται, ένιωθε απόλυτα μόνη, ξεχασμένη…αφημένη στην τύχη της.

Σε αντίδραση, τα χέρια της συνέχιζαν να ακουμπάνε και να σκάβουν το βαρύ υλικό που την πλάκωνε.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της αλλά το σκοτάδι ήταν ακόμα εκεί, πάντα παρόν, πάντα γύρω της. Πήρε μια ανάσα και αμέσως ο πόνος ταξίδεψε από την κοιλιά της στα πνευμόνια της. Έβρισε τον εαυτό της και προσπάθησε να σηκωθεί από την μουσκεμένη από τον ιδρώτα θέση της. Η κίνηση ήρθε μαζί με τον αδιόρατο ήχο που τόσο καιρό γέμιζε το σπίτι.

 

Η Ελπίδα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και κοίταξε από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας προς τα υπόλοιπα δωμάτια. Αν και σκοτεινά μπορούσε να διακρίνει πως δεν υπήρχε κανείς να περιφέρεται εκεί μέσα. Το σπίτι ήταν άδειο όπως τόσο καιρό. Κούνησε απογοητευτικά το κεφάλι της. Το σώμα της δεν έλεγε να αποδεχτεί την έλλειψη, όσοι μήνες και να είχαν περάσει.

 

Πονεμένη, τεντώθηκε και κρατώντας ισορροπία στην φουσκωμένη κοιλιά της, σηκώθηκε από το άστρωτο στρώμα. Παίρνοντας μία ανάσα που πόνεσε και πάλι, προχώρησε έξω από το δωμάτιο προς το μπάνιο. Μπαίνοντας, αμέσως άναψε το φως και έψαξε τον εαυτό της στον λερωμένο από δαχτυλιές καθρέπτη. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα άσπρο, τα χείλια της άτονα, τα μαλλιά της λιγδιασμένα να κολλούν αηδιαστικά πάνω της. Αναγούλιασε με την όψη της αλλά αυτό δεν την σταμάτησε από το να επαναλάβει την συνηθισμένη κίνηση, να ανοίξει τον καθρέπτη και να κοιτάξει χωρίς νόημα τα κουτάκια με τα χάπια. Γνώριζε πως δεν έπρεπε να τα παίρνει – ή για την ακρίβεια πως έπρεπε να τα παίρνει αλλά…

 

Το μυαλό της άρχισε και πάλι για μία ακόμη φορά να τρέχει σε εκείνες τις άσκοπες σκέψεις του «θέλω», του «μπορώ» και του «επιτρέπω». Έτσι προσηλωμένη, η προσοχή της πάνω στα χάπια, αυτήν την φορά, ο ήχος την έπιασε απροετοίμαστη. Τρομαγμένη έκλεισε τον καθρέπτη και παρέμεινε ακίνητη. Αν και στην αντανάκλαση έβλεπε μόνο τον εαυτό της, ήταν σίγουρη πως δεν ήθελε να γυρίσει.

 

Γλείφοντας τα στεγνά χείλια της κοίταξε στο πλάι με την άκρη του ματιού. Αμέσως η αχνή μορφή της νεαρής μητέρας της εμφανίστηκε στο οπτικό της πεδίο καθώς η μάνα πετάχτηκε με βία και έπεσε με την πλάτη μέσα στην μπανιέρα. Η Ελπίδα δεν περίμενε να δει την συνέχεια. Γύρισε και περνώντας μέσα από την κρυστάλλινη αγριεμένη μορφή του πατέρα της, βγήκε έξω και έκλεισε με την μία την πόρτα στα βουβά κινούμενα φαντάσματά της.

 

Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες, το χέρι της να μην σταματά να τραβάει το χερούλι της πόρτας. Δεν άκουγε καμιά φωνή μέσα από το μπάνιο αλλά γνώριζε πολύ καλά ποια ακριβώς σκηνή δημιουργούσε πάλι το μυαλό της. Με αηδία έβρισε τον εαυτό της που άναψε το φως. Δεν έπρεπε να είχε επιτρέψει να τους ξαναδεί. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να μετρά.

 

Το πονεμένο σκοτάδι γύρω της, την κατάπινε. Το σώμα της όλο και πόναγε αλλά δεν ήθελε να σταματήσει να σκάβει. Πόσος καιρός είχε περάσει μόνη τη;

Ένιωθε λες και είχε αιώνια να ξεκουραστεί, να ηρεμίσει, να μην νιώθει πόνο, να τραφεί.

Τα πάντα πια φαινόντουσαν να αλλάζουν υπόσταση κάθε στιγμή.

Αναρωτιόταν, τα λεπτά ήταν λεπτά ή μήπως είχαν γίνει ώρες. Μήπως οι ώρες ήταν μέρες ή οι μέρες απλά δευτερόλεπτα.

Ήθελε κάτι απτό, κάτι να τις εξηγήσει το τι συμβαίνει.

Με μανία συνέχισε να προσπαθεί να μελετήσει κάτι από όλα αυτά που την παγίδευαν. Αυτά που φαινόντουσαν να την πλακώνουν χωρίς λόγο, όσο καιρό και αν έσκαβε.

 

Δεν ήξερε πόσο της πήρε για να μπορέσει να αφήσει το χερούλι αλλά ανοίγοντας τα μάτια της το χέρι της ήταν μουδιασμένο. Μην δίνοντας σημασία ρούφηξε την μύτη και σκέφτηκε για λίγο αν θα έπρεπε να ανοίξει την πόρτα για να σβήσει το φως. Δεν αποφάσισε και τελικά έστριψε και προχώρησε στα τυφλά προς το κρεβάτι. Κάθισε και πάλι στο παλιό στρώμα και έβαλε τα χέρια της στην κοιλιά της. Η ιδέα του αγγίγματος και της προσμονής εμφανίστηκαν στο μυαλό της, τελικά όμως δεν χάιδεψε την φουσκωμένη κοιλιά με το παιδί της.

 

Το συναίσθημα της απόρριψης που ένιωσε έφερε αυτόματα έναν τεράστιο πόνο στο στήθος της, έναν πόνο που δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί. Δεν ήθελε να τον καταλάβει, απλά ήθελε να πνίξει την γνώση, να χάσει τον πόνο. Αποπροσανατολισμένη, όπως τόσες άλλες φορές, προσπάθησε να συγκρατηθεί, να ξεχάσει αυτά τα συναισθήματα. Η προσπάθειά όμως φάνηκε αμέσως άκαρπη, καθώς τα μάτια της είχαν ήδη γεμίσει από δάκρυα, δάκρυα που θόλωναν την όρασή της ενώ κυλούσαν στα μάγουλα βρέχοντας το κυρτωμένο κλειστό στόμα. Ένα στόμα που πάσχιζε όσο τίποτα άλλο να πνίξει τα αναφιλητά απόγνωσης με οποιοδήποτε κόστος. Παρόλα αυτά ο πόνος δεν έλεγε να πάψει ούτε στο ελάχιστο, το ίδιο και το μυαλό της καθώς τα χέρια της παρέμεναν ακίνητα στις θέσεις τους, χωρίς καθόλου να προσπαθούν να κινηθούν, να χαϊδέψουν, να αγαπήσουν.

 

Μπερδεμένη, προσπάθησε να βρει και πάλι τον έλεγχο, αρχίζοντας να παίρνει βαθιές ανάσες όπως τις είχε πει ο γιατρός και τελικά, οι σκέψεις έπαψαν, για έναν όμως τελείως διαφορετικό λόγο. Ο ήχος είχε εμφανιστεί και πάλι, αυτή την φορά μέσα στο υπνοδωμάτιο. Η Ελπίδα αμέσως κράτησε την αναπνοή της και καθάρισε με τα χέρια της τα δάκρυα από τα μάτια. Προσπαθώντας να μην κάνει κανένα θόρυβο έστριψε τον κορμό της προς τα πίσω και έψαξε, αλλά αρχικά δεν εντόπισε τίποτα. Οι σκιές κάλυπταν το περισσότερο μέρος του δωματίου, με μόνη αλλαγή να δημιουργούν τα άστρα έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Η ησυχία του δωματίου δεν την βοήθαγε παρά την γέμιζε τρόμο αλλά τελικά βρίσκοντας λίγο θάρρος σηκώθηκε με αργές κινήσεις.

 

Με έκπληξη είδε την μορφή της μητέρας της να είναι πεσμένη πίσω από το κρεβάτι στην άλλη μεριά του δωματίου. Το κρυστάλλινο μπλε σώμα της στο πάτωμα, τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό να κινούνται μπρος πίσω σε ταυτόχρονη κίνηση με όλο το κορμί της. Η Ελπίδα δεν χρειαζόταν να την ακούσει για να καταλάβει τι έλεγε το στόμα που άνοιγε και έκλεινε. Η μητέρα προσευχόταν όπως τόσες άλλες φορές στην σύντομη ζωή της.

 

Αυτόματα το ένα χέρι της Ελπίδας έφυγε από την κοιλιά και έτεινε προς την μητέρα της. Δεν έπρεπε να αποδέχεται την ύπαρξη των φαντασμάτων της, αλλά έχοντας νιώσει τον προηγούμενο πόνο, εκείνη ακριβώς την στιγμή, ήθελε και πάλι να την αγγίξει, να ακουμπήσει τα μυρωδικά μαλλιά της και να χαϊδέψει το λείο πρόσωπό της. Πόσο ήθελε να την βοηθήσει, να την πάρει αγκαλιά και να της πει να φύγει μακριά, να παρατήσει τα πάντα και να ακούσει τον εαυτό της και όχι έναν φαντασμένο θεό στον ουρανό. Η Ελπίδα ήξερε από νωρίς πως η μητέρα της είχε σκεφτεί την φυγή, αλλά…αλλά ήταν ανόητη και για αυτό την σιχαινόταν, μία ανόητη, μια ανόητη γυναικούλα πιστή σε θεό και ανθρώπους που το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να είναι φυλακισμένη από επιλογή της σε έναν κόσμο χωρίς νόημα και ουσία.

 

Η Ελπίδα άφησε το χέρι της να πέσει στο πλάι και χωρίς άλλη σκέψη, έστριψε φεύγοντας από το δωμάτιο, προχωρώντας προς το καθιστικό. Δεν μπορούσε να την βλέπει, δεν ήθελε να την βλέπει και όχι δεν ήθελε να την αγκαλιάσει και να της μιλήσει και φυσικά και δεν ήθελε καν να την μυρίσει. Η σκέψη της μυρωδιάς των λουλουδιών ακολουθήθηκε από τον ήχο ο οποίος εμφανίστηκε τώρα στα αριστερά της. Έριξε μια ματιά στη κουζίνα και είδε τον πατέρα της να κάθεται και να φωνάζει καθώς η μητέρα της έστεκε με ένα τηγάνι στα χέρια, το κεφάλι της σκυμμένο. Δεν περίμενε να δει την συνέχεια και απλά μπήκε στο κεντρικό δωμάτιο αφαιρώντας ταυτόχρονα και το άλλο χέρι από την φουσκωμένη της κοιλιά.

 

Τα δάχτυλά έψαξαν την μορφή αυτού που την πλάκωνε.

Τόσο καιρό μετά, ακόμα ήταν βαρύ, πολύ βαρύ και κρύο. Δεν μπορούσε να καταλάβει την υφή του απλά ότι ήταν ανάμεσα σε αυτήν και την ηρεμία μακριά από τον πόνο.

Την έπνιγε. Γατί την έπνιγε; Σε τι είχε φταίξει;

Ένιωθε τόσο αδύναμη.

Ο πόνος στο κορμί της ήταν αλλεπάλληλος. Θα την βοήθαγε κανείς;

Ήθελε τόσο να βάλει κάτι στο στόμα της. Να δαγκώσει οτιδήποτε…πείναγε.

Έπρεπε να βγει από εκεί. Κανείς δεν της έδινε σημασία.

Έπρεπε να τα καταφέρει μόνη της.

Τα χέρια της έπιασαν το βαρύ πράγμα και έσπρωξε όσο μπορούσε.

Έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν άντεχε άλλο. Πείναγε.

Έπρεπε να υπήρχε μια κάποια διέξοδος.

Κάθισε απογοητευμένη στον καναπέ του σκοτεινού σαλονιού. Η μόνη παροχή φωτός τα άστρα έξω από τα παράθυρα και μία λεπτή φωτεινή γραμμή κάτω από την εξώπορτα. Κοίταξε γύρω της. Για την ώρα ήταν μόνη. Έβρισε και πάλι τον εαυτό της. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα; Τα είχε καταστρέψει όλα, τόσες φορές, τόσες αλλεπάλληλες φορές. Γιατί; Αναρωτώντας, έγειρε το κεφάλι της στο στήριγμα της πολυθρόνας και κοίταξε προς το ταβάνι, τα χέρια της να παραμένουν αγκιστρωμένα στα πλευρά της, μακριά από την κοιλιά της και το παιδί.

 

Ακίνητη σε αυτή την θέση άρχισε να βρίζει τα πάντα, τον εαυτό της, τους γονείς της, εκείνον, τον γιατρό, τον κόσμο ολόκληρο. Όλα είχαν καταστραφεί. Δεν το χρειαζόταν αυτό, δεν το ήθελε. Λάθος, όχι, το ήξερε πως έλεγε ψέματα. Το ήθελε, το χρειαζόταν τότε, παλιά. Το ήθελε κάποτε, πριν γίνουν όλα με εκείνον. Πριν μείνει και πάλι μόνη. Ο ήχος ξανακούστηκε και στα αριστερά της προς τα μέσα δωμάτια είδε και πάλι του γονείς της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το σώμα της πόναγε ολόκληρο. Δεν μπορούσε.

 

Θα μπορούσαν να τελείωναν όλα τόσο απλά. Θα μπορούσε να πάρει τα χάπια και να ηρεμίσει. Δεν χρειαζόταν να τους βλέπει συνέχεια. Τους απεχθανότανε. Είχε καταφέρει να πάψει να τους έχει στο μυαλό της τόσα χρόνια. Γιατί έπρεπε να τους έχει και πάλι; Για να γεννήσει; Τι ανόητη που ήταν. Τι ανόητη. Τι ανόητα συναισθηματική.

 

Παρόλα αυτά όμως, δεν το κατάφερνε, δεν άντεχε να κάνει αυτή την κίνηση, να σηκωθεί και να πάει να καταπιεί εκείνα τα μικρά πράγματα, τα αθώα αντικείμενα που την κράταγαν λογική μετά το ατύχημα. Αυτόματα η σκέψη του ατυχήματος έφερε τον ήχο στα αυτιά της. Δεν κουνήθηκε στο ελάχιστο καθώς ήξερε από πριν τι ακριβώς θα δει αυτή την φορά.

 

Μπροστά της εμφανίστηκαν από το πουθενά οι κρυστάλλινες μπλε μορφές των γονιών της να αιωρούνται καθιστοί στον αέρα δίπλα-δίπλα, οι πλάτες τους στραμμένες προς αυτή, ακριβώς όπως τότε μέσα στο αυτοκίνητο. Κούνησε το κεφάλι της καθώς έβλεπε τον πατέρα της να φωνάζει και πάλι. Η μητέρα της τον κοίταγε και απλά συμφωνούσε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Εκείνος την έτεινε το δάχτυλο (πάντα της έτεινε το δάχτυλο) και την κοίταζε άγριος. Την κοίταζε άγρια και έτσι δεν είδε αυτό που ερχόταν κατά πάνω τους για μετωπική.

 

Ξαφνικά οι μορφές σταμάτησαν να μιλάνε και κοίταξαν μπροστά τους. Αμέσως κάτι αόρατο ξεκίνησε να τους καλύπτει σε αργή κίνηση. Το κεφάλι του πατέρα της θρυμματίστηκε, κομμάτια πέταξαν προς τα πίσω πάνω της, ενώ ταυτόχρονα το σώμα της μητέρας συνθλίφτηκε, το αίμα της να πιτσιλάει όλο τον χώρο γύρω. Η σκηνή έπαιξε όπως την είχε δει τότε, αργά και θλιβερά χωρίς περικοπές, γεμάτο αίμα, κομμένα άκρα και κομμάτια από τον εγκέφαλο του πατέρα της να προσγειώνονται στο πρόσωπό της. Η Ελπίδα ένιωσε τον πόνο και την οδύνη, αλλά και μία ευχαρίστηση, μια ευχαρίστηση που πια δεν ήταν ακριβώς σίγουρη αν την είχε νιώσει και τότε, εκείνη την αληθινή στιγμή μέσα στο αυτοκίνητο.

 

Τα δάχτυλα της συνέχιζαν να σκάβουν, τα νύχια της να γδέρνουν το υλικό που το μόνο που ήθελε ήταν να την πνίξει.

Ο ήχος φάνηκε να δυναμώνει αλλά εκείνη δεν το κατάλαβε. Έβλεπε τις μορφές των γονιών της να χάνονται στο πουθενά και εκείνη απλά συνέχισε να θυμάται. Η σκέψη της τώρα μεταφέρθηκε τις ώρες που πέρασε φυλακισμένη στα συντρίμμια, μόνη της, ολομόναχη, να ψάχνει να βρει τρόπο να βγει. Ο ήχος μεγάλωσε και άλλο στα αυτιά της.

 

Τα χέρια της πονάγανε από την συνεχή προσπάθεια, αλλά τα πράγματα είχαν αρχίσει να μετακινούνται στην άκρη.

Ένιωθε πως έπρεπε να υπήρχε η ελευθερία, όφειλε να υπήρχε.

Η Ελπίδα αμέσως νευρίασε με τον εαυτό της. Αυτόματα η απόλυτη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της σχεδόν από το πουθενά. Δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη αν ήταν πραγματικά δική της ή αποτέλεσμα της όλης κατάστασής, εκείνη όμως την στιγμή ήταν πεπεισμένη πως θα ήταν ότι καλύτερο.

 

Το υγρό γύρω της είχε γίνει ακόμα πιο αποπνιχτικό, κάνοντας την να νιώθει άπειρα κουρασμένη.

Για μερικές στιγμές καθώς τα χέρια της συνέχιζαν να σκάβουν μηχανικά, σκέφτηκε να τα παρατήσει. Εκείνη όμως την στιγμή, ένα μικρό κομμάτι φως διέλυσε το σκοτάδι της φυλακής της. Δεν το πίστευε, ναι, υπήρχε το έξω.

Τα κατάφερνε. Θα τα κατάφερνε μόνη της.

Ο ήχος τώρα ήταν εκκωφαντικός στα αυτιά της αλλά η Ελπίδα είχε χαθεί πια τελείως στην θάλασσα σκέψεων. Τόσο χρόνια μετά είχε βρει την πολυπόθητη λύση.

 

Η τρύπα μεγάλωνε, το φως δυνάμωνε, η λεπτή ακτίνα φωτός, τόσο λαμπερή και τέλεια μέσα στο σκοτάδι, μια τελειότητα ακριβώς μπροστά της.

Μπορούσε!

Η Ελπίδα ήταν σίγουρη, δεν έπρεπε ποτέ να είχε βγει από εκεί μέσα. Δεν έπρεπε να είχε προσπαθήσει καν να σπρώξει και να βγει από εκείνη την μπερδεμένη μπάλα μετάλλου και γυαλιού. Έπρεπε να έμενε πίσω. Μόνη, ήρεμη, ήσυχη, σίγουρη, για πάντα γαλήνια.

 

Λίγο ακόμα σκάψιμο, λίγο ακόμα σπρώξιμο.

Η τρύπα είχε μεγαλώσει αρκετά.

Θα ήταν για πάντα Γαλήνια.

Δεν είχε άλλο χρόνο, μα δεν θα τα παράταγε με τίποτα τώρα πια.

Τα μικρά της χέρια μετακίνησαν με όση δύναμη είχε τα τοιχώματα και αυτόματα έσπρωξε με τα πόδια τον άλλο τοίχο της φυλακής της.

 

Ο ήχος επιτέλους είχε σταματήσει.

Η μικρή είχε βγει, τα είχε καταφέρει.

 

 

Την επόμενη μέρα το σώμα της Ελπίδας θα βρισκόταν καθισμένο στην πολυθρόνα να κοιτάει την εξώπορτα.

Μία τρύπα στο κέντρο της κοιλιάς της, μια τρύπα με έναν κατάμαυρο και αποσυνθεμένο ομφάλιο λώρο να κρέμεται από έξω.

Στην άλλη άκρη του χαλασμένου λώρου, πεσμένη στο πάτωμα ανάμεσα στα αίματα της μητέρας της, η πρόωρη κόρη, φοβερά υποσιτισμένη αλλά ακόμα δυνατή να αναπνέει και να κρατιέται στην ζωή με υπεράνθρωπη δύναμη.

Τα χέρια και το στόμα της γεμάτα από την σάρκα της μητέρας Ελπίδας.

Νηστίσιμες Μέρες.doc

Link to comment
Share on other sites

Ωραίαιδέα, ωραία ιστορία. Μου άρεσε που το πήγες στρωτά και μετρημένα, δεν βιάστηκεςκαι δεν το έκανες γκροτέσκο. Βέβαια, αυτό σε μερικά σημεία κούρασε και παραήτανελλειπτικό ή περιγραφικό, αλλά εν τέλει δεν με χάλασε. Είχε και μυστήριο καιμικρές δόσεις από δολώματα που σε τσίμπαγαν και σε έκαναν να θες να συνεχίσεις. Ωραία τα οράματα με τους γονείς και κυρίως το τέλος,όπου συνδέεται η υπόθεση. Αυτό που έπιασα εγώ είναι

ένας παραλληλισμός του ατυχήματος όπου πέθαναν οι γονείς με το ατύχημα της εγκυμοσύνης της συγκρεκριμένης

. Αυτό που δεν μου άρεσε πολύ είναι ότι το γεγονός της απόδρασηςτου μωρού είναι λίγο ξεκρέμαστο, χωρίς να διακρίνω τη σχέση της με τα υπόλοιπα. Ισως

μια αλληγορία για την λαχτάρα της ζωής να βγει στον έξω κόσμο και να αποδεσμευτεί ή μια αναλογία για την Ελπίδα που ήθελε να αποδράσει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειάς της;

Χμ, μπορεί να το πηγαίνω και λίγο μακριά όμως. Τον τίτλο, τέλος, δεν τον κατάλαβα.

 

Καλή επιτυχία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Είναι από το είδος ιστοριών που πράγματι με ενθουσιάζουν. Το μυαλό της ηρωίδας να βρίσκεται σε απόλυτη σύγχηση, Η τραγωδία της να βρίσκει αντίστοιχο στην, ανεπιθυμητη μάλλον, εγκυμοσύνη της και τελικά καταλήγει να προσμένει με λαχτάρα το θάνατο, νοιώθωντας πως θα βρει εκεί την πολυπόθητη γαλήνη.

Η γλώσσα που χρησιμοποίησες ήταν η κατάλληλη για ένα τέτοιου είδους διήγημα και μόνο ο τίτλος λίγο εκτός θέματος.

Link to comment
Share on other sites

Σκέτη αηδία η ιστορία σου φίλε, και προφανώς το λέω με ενθουσιασμό και χαμόγελο αυτό.

 

Ψιλιάστικα αμέσως τι παίζει, είδα πρόσφατα μια ταινία τρόμου με εγγυμωσύνες και τέτοια απαίσια (Ελληνικός τίτλος "Μέσα μου, τσέκαρέ το) και ήμουνα ήδη στο κλίμα. Καταπληκτική η παρομοίωση των φυλακών, κοιλιά - αμάξι και, όπως λέει και το παιδί απο πάνω, παίζουνε πολλοί συμβολισμοί, δεν είναι μασημένη τροφή, μου άρεσε. Και η ο τρόπος που βλέπει το έμβρυο το εσωτερικό της μάνας του με φρίκαρε πολύ.... Άτιμο σχόλιο, αλλά για αρσενικός νομίζω οτι έπιασες πολύ καλά το feeling μιας παρονοϊκής εγγυμονούσας (πάντα χωρίς κακοπροαίρετες υπόνοιες, αλλά ίσως πάλι το γεγονός οτι το τραβάω τόσο να είναι απο μόνο του υπόνοια αλλά 'ντάξει μωρέ, δεν παρεξηγιώμαστε, να ξεσκάσουμε θέλουμε ε, και που να κάθομαι να σβήνω τώρα....). Δεν βγάζει πολύ νόημα το μωρό να έχει επιζήσει στη σάπια κοιλιά αλλά και πάλι ωραία φάση!

 

 

Κλαπ - κλαπ- κλαπ!

Link to comment
Share on other sites

Το τελικό αποτέλεσμα με άφησε μπερδεμένο. Καλογραμμένο, φρικιαστικό, με έντονες, αξέχαστες και κατανοητές εικόνες, το παζλ που συνθέτουν όμως αφήνουν μια θολή, δυσνόητη εικόνα. Μαζί με τον τίτλο, δεν είμαι ακριβώς σίγουρος τι ήθελες να πεις, ή που ήθελες να μας κατευθύνεις. Ενώ νόμιζα ότι ήξερα, μετά το φινάλε δεν μου ήταν ξεκάθαρο πότε ακριβώς ήμουν με την κόρη και πότε με την εγγονή.

Link to comment
Share on other sites

Τέτοια διαβάζεις ,και μετά λες γιατί υπάρχει υπογεννητικότητα στης μέρες μας. Ψυχολογικός τρόμος , όπως μου αρέσει , Tο διήγημα σου το ευχαριστήθηκα…

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η συνεχής παρουσία των φαντασμάτων, που αν και δεν τα βλέπαμε συνέχεια, ξέραμε ότι βρίσκονταν κάπου εκεί γύρω. Επίσης μου άρεσαν οι σκέψεις του μωρού μέσα στην κοιλιά, σαν ιδέα προκαλεί ένα σφίξιμο.

 

Δεν μου άρεσε το ότι η εξέλιξη άργησε αρκετά να έρθει. Γενικά είχα την εντύπωση ότι διάβαζα δυο ξεχωριστές ιστορίες, που αν και ενώθηκαν στο τέλος, μου άφησαν κάποια ερωτηματικά. Θα μου άρεσε περισσότερο αν έδινες μια εξήγηση για το τι σχέση είχαν αυτά που έγιναν στο παρελθόν, μ’ αυτά που έγιναν στη συνέχεια.

 

Γενικά, ήταν καλογραμμένο και ατμοσφαιρικό.

 

Καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Θα έλεγα ότι είχαμε βασικά ψυχολογικό τρόμο σ' αυτή την ιστορία, αν δεν υπήρχε εκείνο το θεματάκι της περίεργης εξόδου του παιδιού

 

 

από την τρύπα στο κέντρο της κοιλιάς.

 

 

 

 

Στα συν

Μου αρέσει να παρακολουθώ ιστορίες που έχουν δυο ή περισσότερες οπτικές γωνίες και οι οποίες δένουν κάποια στιγμή.

Πολύ εφιαλτικό και κλειστοφοβικό από κάθε άποψη και από τις δυο οπτικές γωνίες και από τη στατικότητα της ιστορίας. Πετυχημένη ατμόσφαιρα.

 

Στα πλην

Μερικά πράγματα με μπέρδεψαν. Αισθάνθηκα ότι υπήρχαν σημεία που έγιναν κάποια άλματα τα οποία δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω.

Επίσης

 

 

η ίδια η πείνα δεν δικαιολογείται και πολύ καλά. Θα μπορούσα να τη δεχτώ ως συμβολική, π.χ. πείνα για αγάπη που δεν έπαιρνε, αλλά στο τέλος γράφεις σαφώς ότι το πρόωρο παιδί ήταν υποσιστισμένο.

Δεν κατάλαβα ωστόσο γιατί ήταν υποσιτισμένο το παιδί. Δεν είδα πουθενά να υποσιτίζεται η μητέρα -και ακόμα και σ' αυτή την περίπτωση, το έμβριο γενικά μπορεί να τραφεί, εκτός και φτάσουμε στη λιμοκτονία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Φοβερή ιδέα αυτή με

το μωρό που βγαίνει από την κοιλιά της μάνας σκάβοντας και ανοίγοντας τρύπα και σκοτώνοντάς τη.

Αν είναι σωστό αυτό που κατάλαβα, δηλαδή. Κατά τα άλλα ατμοσφαιρικό, αλλά δεν κατάλαβα και πολλά, δε βρήκα πού συνδέονται όλα αυτά, τα φαντάσματα των γονιών, οι αυτοκτονικές τάσεις της Ελπίδας και το μωρό με την πορεία του. Μήπως το μωρό

θέλει να προλάβει να βγει από τη μάνα μήπως και εκείνη αυτοκτονήσει και πάρει η μπάλα και το μωρό; Και την εκδικείται κιόλας σκοτώνοντάς τη;

Και αυτή φοβερή ιδέα!

(Υπογεννητικότητα, λέει ο άλλος!:doh:)

 

Δούλεψε λίγο τη μορφή τού κειμένου, μην το γράφεις τόσο "αφαιρετικά", γιατί βλέπεις ότι δε γίνεται σαφές. Γενικά από γλώσσα δε φαίνεται να το χτένισες και πολύ...

 

Επίσης:

-πού είναι η πείνα;

-ο τίτλος τι σημαίνει; Ποιος νήστευε;

 

Από ιδέες καλά πας, αλλά από "ανάπτυξη" δεν ξέρω τι γίνεται...

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα, δυνατή.

 

Νομίζω ότι δίνεις στους σωστούς χρόνους τις σκέψεις/πληροφορίες για το παρελθόν της Ελπίδας (αν και θα πρέπει να πω ότι παρά τις σκέψεις/πληροφορίες, τελικά παραμένουν αρκετά θολά τα πράγματα). Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, αυτό που εννοώ είναι ότι οι στιγμές στις οποίες σκάνε οι σκέψεις/πληροφορίες, είναι καλά συγχρονισμένες με τα γεγονότα

(ήχοι, οπτασίες/φαντάσματα)

. thmbup.gif

 

Το κλείσιμο ίσως θα μπορούσε να είναι δυνατότερο, τώρα απλά μας είπες τι έγινε στο τέλος.

 

Τα εμβόλιμα τμήματα με τα πλάγια γράμματα με έβγαζαν έξω από τη φάση.

 

Αν είχε και λίγο μπλα-μπλα για να σπάει η αφήγηση...

 

Μάλλον θα ήθελα η γνωριμία με

το ατύχημα (πχ μέσω πιο συγκεκριμένων σκέψεων της Ελπίδας ή μέσω οραμάτων)

να έρθει νωρίτερα, πιστεύω κάτι τέτοιο θα μείωνε τη θολούρα και τη γενικότητα που παίζουν (ειδικά στην αρχή).

 

 

Ναι, η ιστορία σου μου άρεσε.

 

 

Γουέλ νταν

 

ΥΓ: Λοιπόν, κοίτα τι σκέφτηκα τελευταία στιγμή.

Η Ελπίδα δεν θέλει το παιδί κι έτσι δεν τρέφεται κανονικά, ώστε να σκοτώσει το μωρό.

 

Link to comment
Share on other sites

Αν ισχύει το υστερόγραφο του Dagoncult, τότε μιλάμε για ένα μικρό αριστούργημα!

Δεν έχω να σχολιάσω κάτι άλλο, ειπώθηκαν όλα.

 

Καλή επιτυχία!

Edited by antonisjk
Link to comment
Share on other sites

O.T.

Εντάξει βρε, από συνήθειο πάει το δαχτυλάκι στο "r" μετά το "D". Μην το παίρνεις προσωπικά biggrin.gif

 

Το έκανα και edit.

 

Link to comment
Share on other sites

Η ιδέα είναι καταπληκτική, χάνει όμως αρκετά στην υλοποίηση. Στην αρχή είναι πάρα πολύ φλύαρο, περιγραφικό, που κουράζει. Περιγράφεις συνέχεια, με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο, ότι είδε τις μορφές των γονιών της, τις ξαναείδε, ότι έπρεπε να πείσει τον εαυτό της να μην τους βλέπει, κι ότι δεν ήθελε να πάρει τα χάπια. Τα οποία δεν κατάλαβα γιατί δεν τα έπαιρνε. Επίσης δε νομίζω πως θα μπορούσαν να δράσουν τόσο άμεσα, αλλά αυτό είναι ασήμαντο.

 

Στο δεύτερο μισό, κάποια στιγμή δίνεις μαζεμένα και κάπως άκομψα τη σκηνή με το

ατύχημα,

κάνοντας ξεκάθαρα το διαβόητο tell. Θα προτιμούσα η αποκάλυψη αυτή να γίνει πιο σταδιακά, μέσα από τα οράματα (τα οποία θα αποκτήσουν πλέον και μεγαλύτερο νόημα, αντί να επαναλαμβάνονται στείρα) και η ίδια η λέξη

ατύχημα

να μην αναφέρεται πουθενά. Κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι τα εμβόλιμα κομμάτια

πότε αναφέρονται στην Ελπίδα και πότε στην αγέννητη κόρη της.

Πολύ ωραίος ο παραλληλισμός αυτός και ξεγελάει τον αναγνώστη. Λείπουν όμως δύο πράγματα: Πολύ βασικό –

πού φαίνεται πως η Ελπίδα υποσίτιζε το μωρό;

Δεν το είδα πουθενά. Δεύτερον, διαβάζοντας, ήμουν σίγουρος πως

η μικρή Ελπίδα χρειάστηκε να τραφεί από τα υπολείμματα των γωνιών της για να επιβιώσει.

Αυτό βέβαια μπορεί να είναι απλά κάτι που φαντάστηκα εγώ, αλλά θα έδινε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και ακρίβεια στον πολύ ωραίο παραλληλισμό που κάνεις και θα ένωνε μάνα και κόρη στο ίδιο σχεδόν πλάσμα.

 

Το κείμενο θέλει και μια μικρή επιμέλεια για λαθάκια και θα πρότεινα να χρησιμοποιείς τους πιο εύηχους τύπους στα ρήματα – απεχθανόταν, όχι απεχθανότανε, πόναγαν κι όχι πονάγανε. Ο τίτλος μου αρέσει.

Link to comment
Share on other sites

Δεν κατάλαβα την πείνα πάρα πολύ (

πείναγε το παιδί και έφαγε τη μητέρα του δηλαδή και βγήκε στην πορεία τρώγωντας;

)

Θα την προτιμούσα ως ιστορία φαντασμάτων σε άλλο διαγωνισμό με άλλο θέμα, ήταν πολύ ωραίες οι αρχικές σκηνές.

Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά κι εμένα μου φάνηκε ότι η πείνα απουσίαζε και γενικά μου φάνηκε αρκετά ασαφές το κείμενο σου.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό το διήγημα με κούρασε και δεν με άφησε να το πλησιάσω, να το χαρώ.

Για περισσότερα, απλά διάβασε το ποστ #15 - aScannerDarkly. Με κάλυψε πλήρως.

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιδέα, αρκετές ατμοσφαιρικές εικόνες. Όμως δεν έπιασα το κεντρικό νόημα. Κυρίως δεν κατάλαβα ποιος ο ρόλος των γονιών (αν και οι σκηνές τους ήταν αρκετά ατμοσφαιρικές) και προς τι η δυστυχία της Ελπίδας.

 

Επίσης, ακόμα και το τρικ αλλαγής στοίχισης του κειμένου δεν με βοήθησε άμεσα να καταλάβω ότι αλλάζει η οπτική γωνία. Κι ακόμα δεν είμαι 100% σίγουρος ποιανού η φωνή ακούγεται σε αρκετά από τα σημεία του διηγήματος. Γενικά, γύρισα πίσω κάμποσες φορές προσπαθώντας να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται. Έχω τελικά την όλη εικόνα μπροστά μου, παρακολούθησα τη δράση αλλά δεν κατάλαβα το γιατί και (σε λιγότερο βαθμό) το ποιος. Κάτι με υποψιάζει ο τίτλος βέβαια αλλά δε νομίζω ότι είναι αρκετό.

 

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Να το παραδεχτώ κι ας αποδειχτεί το ξανθό της κεφαλής μου; Δεν κατάλαβα ούτε τα μισά. Υποψιάζομαι ότι κρύβεται κάτι ισχυρό κάπου, αλλά αδυνατώ να κάνω τις απαραίτητες συνδέσεις με ατυχήματα, παιδιά που τρώνε τους γονείς τους, έμβρυα που τρώνε τις παρανοϊκές μανάδες τους κλπ.

 

α) γιατί το ζόρισες τόσο; Μια χαρά τρόμος θα ήταν σκέτο το ατύχημα, χωρίς το καννιβαλομωρό.

β) απ' την άλλη, θα ήταν μια χαρά και το καννιβαλομωρό μόνο του, αν έστεκε κάποιος λόγος για την πείνα του. Η μάνα μπορεί να μείνει μιση, αλλά ο οργανισμός της φροντίζει να θρέφει πάντα το παιδί πρώτα, ακόμα και εις βάρος της. ΠΑΝΤΑ.

γ) ποιος πείνασε, πού πείνασε, πότε πείνασε, εγώ δεν χαμπάριασα. Μπέσα πράματς.

 

Αλλά το γράψιμο ήταν πολύ ατμοσφαιρικό και μερικές απ' τις εικόνες εξαιρετικές.

Link to comment
Share on other sites

Μπορώ να πω πως το κείμενο μου άρεσε πολύ. Χτες το παράτησα στις πρώτες παραγράφους (είναι βαρύ και σε συνδιασμό με τη βαρεμάρα που με έπιασε το παράτησα) αλλά σήμερα κάθησα και το έβγαλα μονορούφι. Από άποψη περιεχομένου μπορώ να πω επίσης ωραίο αν και χρειάστηκε να του ρίξω μια δεύτερη ματιά μετά το τέλος

για να χωνέψω πως το 1/3 αυτών που διάβασα ήταν το μωρό και όχι οι σκέψεις της μάνας του.

 

Επιπλέον εμένα δεν με ενόχλησε τόσο η έλλειψη ρεαλιστικότητας

σε αυτό που λένε για τη σχέση μητέρας εμβρύου

καθώς το τέλος μόνο ρεαλιστικό δεν είναι, οπότε συγχωρώ την αρχή αφού μου άρεσε το τέλος. Καλή επιτυχία από εμένα.

Edited by Zaratoth
Link to comment
Share on other sites

Ονειρικές οι περιγραφές σου –όχι, όμως, όπως στον περασμένο διαγωνισμό. Κι αυτό το λέω για καλό: είναι κάτι που λειτούργησε, πιστεύω, θετικά. Ωραία και η διττή σημασία των πλαγιαστών γραμμάτων. (Υποθέτω πως το επιδίωξες, πως δεν το εξέλαβα μόνο εγώ έτσι.) Το μόνο που δεν κατάλαβα ήταν γιατί το μωρό βγήκε με αυτό τον τρόπο, καθώς και γιατί την εγκατέλειψε ο πατέρας του παιδιού της. Τέλος, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη πώς συνδέεται η ιστορία με την πείνα. Πείνα για τι; Για επικοινωνία; (Εκτός κι αν μου διέφυγε κάτι, γιατί διάβασα την ιστορία μια δυο μέρες πριν γράψω το σχόλιο.) :)

 

Καλή επιτυχία, Στάθη!

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Πολύ παράξενο κείμενο, σε τελική φάση αλληγορικό. Δεν το παράτησα παρά μόνο όταν τελείωσε.

 

Μου άρεσε: Ο ρυθμός της αφήγησης και οι εναλλαγές. Η γλώσσα. Η ψυχογραφία της Ελπίδας.

 

Δε μου άρεσε: Λεπτομέρεια: όλα τα μπάνια έχουν τους διακόπτες του ηλεκτρικού απ’ έξω, για να αποφευχθεί η ηλεκτροπληξία από τους υδρατμούς. Επίσης, οι περισσότεροι καθρέφτες μπάνιου έχουν επάνω πιτσιλιές από νερά και από τις σαπουνάδες της οδοντόκρεμας, σπάνια έχουν δαχτυλιές.

Link to comment
Share on other sites

Καλή η ιστορία σου, την αφηγήθηκες πολύ όμορφα αλλά να πω την αλήθεια..

 

... δεν κατάλαβα ότι αυτά που παρεμβάλλονται με πλάγια γράμματα τα σκέφτεται το μωρό. Μόλις το είδα στα σχόλια των υπολοίπων είπα ΑΑΑΑΑΑΑ..

 

 

Πάντως είχε δυνατές εικόνες αν και μου φαίνεται δύσκολο ένα παιδί (ακόμα και υποσιτισμένο) να βγαίνει τρώγοντας την κοιλιά της μαμάς του.. Θα μου πεις τι το ψάχνεις φαντασία είναι τρόμος είναι ότι θέλω γράφω.. ΟΚ, απλά εμένα με χάλασε λίγο..

Σε γενικές γραμμές μου άρεσε αρκετά!

Καλή επιτυχία εύχομαι!thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Soulwalker. Νηστίσιμες Μέρες.

 

Πολύ φορτωμένη γραφή, σε επίθετα ειδικά, που καθυστερεί την ανάγνωση. Η εξέλιξη είναι επίσης πολύ αργή και δυσκολεύτηκα να ολοκληρώσω την ιστορία. Η ιδέα είναι καλή και το γράψιμο έχει προοπτικές.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..