Jump to content

Εκεί, Έξω (απ' τα δεσμά σου)


Ορφέας Κάππα

Recommended Posts

Αφιερωμένο στους απανταχού Μάρκους, εκεί, έξω

Όνομα Συγγραφέα: Ορφέας Κάππα

Είδος: Τρόμου

Βία; Ε...

Σεξ; Μπα..

Αριθμός Λέξεων: 2600 +κάτι

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Συμμετοχή για τον 3ο (23ο) Διαγωνισμό Τρόμου

 

Εκεί, έξω

 

(απ' τα δεσμά σου)

 

"Κοίτα τους. Κοίτα πώς προχωράνε, Μάρκο, χαρωποί αγνοώντας την ουσία. Κυνηγάνε συνεχώς κάτι, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι. Χημάνε στους δρόμους βιαστικοί και πανικόβλητοι. Μοιάζουν με πεινασμένα σκυλιά, Μάρκο, που δαγκώνονται και ξεσκίζονται για ένα ξερό, στεγνό κομμάτι κρεας. Δεν το ξέρουνε πώς όλα γύρω τους είναι ψεύτικα? Δεν το ξέρουν πως η ύπαρξή τους ελάχιστη έχει αξία για τους ομοίους τους? Ποίος θα δώσει έστω και λίγη σημασία αν πέσουν κάτω και ξεψυχήσουν, εδώ και τώρα. Κοίτα τους, πώς ακολουθούν τα βήματα στο χορό της λήθης. Ο μόνος ήχος που φτάνει στα αυτιά τους είναι αυτός που βγαίνει απ' το στόμα τους. Δεν τους καταλαβαίνω, Μάρκο. Γιατί συνεχίζουν να προχωράνε?"

 

 

Ο Ντίνος είναι παράξενος. Δεν τον ξέρω καιρό τώρα, γνωριστίκαμε σε ένα πάρτυ. Ξέρεις, ένα απο τα αυτά τα κλασσικά φοτητικά ξενέρωτα παρτάκια που η μέθη είναι αγώνας δρόμου και ο πάγος σφιχτός σαν τον κώλο της οικοδέσποινας. Και άντε να τον σπάσεις. Βαριέσαι, καταπίνεις τα τσιγάρα στη σειρά μέχρι να σκάσει μύτη καμιά γνωστή φάτσα ή να αποφασίσεις να χωθείς σε καμά κουνιστή. Ούτε που ξέρω ποιός με κάλεσε. Κατέβαζα ποτήρια, αντάλλαζα και καμιά λέξη αλλά σκατά. Με soundtrack Πάριο και Ρέμο δύσκολα παρτάρεις. Η πλειονότητα του φοιτητόκοσμου έχει την εντύπωση οτι το πάρτυ πρέπει να είναι απομήμιση κλαμπ. Ουστ. Γκόμενες να χορεύουν στα τραπέζια, κάγκουρες να βαράνε παλαμάκια. Μέχρι και μπουφέ είχε, κεφτεδάκια και σουβλάκια σαν αυτά που έκανε η μάνα μου στα γενέθλια.....όταν ήμουν 8. Η φάση ήταν τραγική απο κάθε άποψη.

 

Γνωριστήκαμε εκεί ...σχεδόν βασικά. Εγώ ήμουνα στο πάρτυ, αυτός ήταν στο απέναντι κτήριο. Δεν άντεχα την κατάσταση στο σπίτι οπότε βγήκα ταράτσα να ξεχαρμανιάσω. Δυό ζευγαράκια φασόνονταν στη μια άκρη. Ακούμπησα στα κάγκελα και χάζευα τον κόσμο απο κάτω. Τότε τον είδα. Ήταν στην απέναντι ταράτσα, στα 10 μέτρα απόσταση και μας κοιτούσε με μίσος. Με μίσος. Στητός και ακίνητος, μια σκοτεινή φιγούρα σε ένα ακόμη πιο σκοτεινό φόντο' μια σκιά ανάμεσα στις σκιές. Τον παρατήρησα, τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Του φώναξα να έρθει απο δω αμα θέλει. Ήταν μια κίνηση εντελώς αυθόρμητη. Ένιωσα οτι είχα πολύ περισσότερα κοινά με το τυπάκι εκεί παρά με οποινδήποτε στο "πάρτυ". Περίμενα την αντίδρασή του, αλλά αυτός σε απάντηση έβγαλε μια πέτρα απο την τσέπη του και μου την πέταξε. Με βρήκε στο κούτελο και ζαλίστικα αλλά για κάποιο λόγο δεν θύμωσα, το βρήκα αστείο. Ακολούθησε μια μικρή παύση, έπιανα το μέτωπό μου και τον κοιτούσα απορρημένος. Δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του ούτε τα ρούχα του. Γέλασα σα χαζός, η κατάσταση ήταν εντελώς σουρεάλ και άκυρη. Του είπα να με περιμένει, οτι θα πάω απο κεί.

 

Ήταν κάπως βιαστική απόφαση, και βασικά εντελώς αβάσιμη. Μάλλον ο τύπος ήθελε ακριβώς το αντίθετο. Θεωρώ όμως πως η παρορμητικότητά μου είναι αρετή, οπότε δεν το σκέφτηκα πολύ. Δεν πρόλαβα να κόψω την αντίδρασή του, έκανα μεταβολή και έφυγα. Μάγκωσα και δυο μπουκάλια ξύδι απ το τραπέζι, σιγά μην τους λείψει. Κατέβηκα στον άδειο δρόμο, τρείς το πρωί πια, και μπήκα στο απέναντι κτήριο. Η μπόχα μου έσκασε στη μάπα σαν μπουκέτο. Σκοτάδι πήχτρα, και δεν έβρισκα το διακόπτη. Έπιασα το κάγκελο της σκάλας και το μετάνιωσα καθαρίζοντας το χέρι μου απο τη γλίτσα. Κάτι ύποπτα σουρσίματα μαρτυρούσανε την ύπαρξη τρωκτικών, ή και χειρότερα. Μπορούσα να διακρίνω μόνο κάτι γλάστρες, μπορεί και κουτιά, και άπειρα σκουπίδια. Ο κάθε όροφος ήταν και περιπέτεια. Στον πρώτο η πόρτα ήταν ξηλωμένη και απο μέσα ακουγόταν κλασσική μουσική. Στους επόμενους δύο κάποιοι ή απολάμβαναν ένα πολεμικό γαμήσι ή βίωναν αφόρητο πόνο, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω. Ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά ποθώντας τον καθαρό αέρα.

 

Στην κορυφή της σκάλας υπήρχε ένα άνοιγμα σαν πόρτα, χωρίς την πόρτα όμως. Βγήκα έξω και τον έιδα. Στεκόταν ακόμα εκεί που τον άφησα, σ' αυτή την τσιμεντένια απομίμηση εξωτερικού χώρου με τα σκουριασμένα κάγκελα κοιτάζοντας απέναντι, όπου τώρα είχε γεμίσει με κάτι τύπους που προφανώς γυρνούσανε μπάφους. Στην γωνία δίπλα στην πόρτα έπαιζε ένα πτώμα, σάπιο απο καιρό, μόνο η γούνα και κάτι ψιλά είχανε μείνει. Και ήταν και μπαμπάτσικο, σκύλος 30 κιλών τουλάχιστον. Η γλυκερή μυρωδιά του πρώην χαρωπού ίσως κόπρου είχε ποτίσει όλο το χώρο. Πλησίασα τον τύπο και τον χαιρέτισα με αέρα' δεν ένιωσα να απειλούμαι έστω και στο ελάχιστο απο αυτό το μικροκαμωμένο πλάσμα. Στάθηκα δίπλα του και άνοιξα το μπουκάλι τραβόντας μια καλή. Είχε αρκετά μακριά μαλλιά αλλά όχι γένια. Δεν φαινότανε πάνω απο 20, ήταν όμως γεμάτος ρυτίδες. Τα μαλλιά του ήταν αραιά και βρώμικα, οι περισσότερες τρίχες γκρίζες. Φορούσε ένα αηδιαστικά λερό ύφασμα σαν ρόμπα, τυλιγμένο με σχοινιά γύρω του σε όλο το μήκος του σώματός, καί στα πόδια. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς το βγάζει. Φορούσε και γάντια, πλαστικά. Το μόνο σημείο που φαινότανε δέρμα ήταν το πρόσωπο και ένα μέρος του λαιμού. Προς έκπληξή μου και ο τυπάς έμοιαζε να αποπνέει επίσις μια γλυκερή σαπίλα.Είχα δίπλα μου αναμφισβήτητα τον πιο περίεργο άνθρωπο που είχα δεί ποτέ. Πλήν της μπόχας εξέπεμπε και κάτι το σκοτεινό, κάτι το βρώμικα μεταφυσικό. Του πάσαρα το μπουκάλι και του λέω,

"Σκατά, ε? Τα σκουλήκια στο ψωφίμι απο δω παίζει οτι περνάνε καλύτερα απ' τους τυπάδες απο κεί."

Γύρσισε και με κοίταξε. Γαμώτο, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το βλέμμα.. Ένιωσα να με τρυπάει, να βλέπει πράγματα στην ψυχή μου που ούτε εγώ δεν μπορούσα να δώ. Ένιωσα ντροπή και μου ήρθε να κλάψω. Κάτι είχε το βλέμμα του. Κάτι, σαν να γνωρίζει, να ήξερε κάτι που αγνοούσα επιτακτικά. Και αυτό ήταν έγκλημα.

"Και απέναντι σκουλήκια βλέπεις. Μόνο που το κουφάρι είναι τόσο σάπιο που πρωτιμάς να το αγνοείς."

 

Τότε τον γνώρισα το Ντίνο. Περάσαμε πολλές ώρες στην ταράτσα του χαζεύοντας τους περαστικούς, είναι απο τα μέρη που νιώθεις την πόλη σε οργασμό απο κάτω σου. Κεντρικό αλλά απόμερο, κακόφημη γειτονιά. Πέμπτος όροφος, τζέτ. Αρκετά ψηλά για να μη νιώθεις κομμάτι της πόλης αλλά αρκετά χαμηλά ώστε να πέρνεις μάτι την ασχήμια της. Αυτός ο άνθρωπος... Άν δηλαδή μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτό το μίζερα μακάριο πλάσμα ώς άνθρωπο. Δεν έχω καταλήξει πάνω στο άν θα ήταν προσβολή για το ανθρώπινο είδος ή υπερτίμιση.

 

 

Με τρομάζει ο Ντίνος, κυρίως όταν μιλάει. Ο λόγος του έχει μια καθαρότητα, μια αθοώτητα πέρα απο τη σφαίρα της φαντασίας. Ο τρόπος που μιλάει, η αίσθηση που βγάζει είναι ένα αμάλγαμα μιερότητας και λαμπερού φωτός. Δεν ξέρω ποιός είναι και τι κάνει. Δεν έχω ιδέα υπο ποιές συνθήκες κατέληξε σ'αυτή την πόλη, σ'αυτο το κτήριο. Το παρελθόν των φίλων μου δεν με απασχολεί εφ' όσων δεν είναι πρόθυμοι να το μοιραστούν μαζί μου. Και στην τελική δεν με έκαιγε και να μάθω. Κρεμόμουν απ' τα χείλη του. Μπορούσε να κάθεται με τις ώρες και να μου μιλάει για τη ζωή -όχι οτι μιλούσε και για τίποτα άλλο δηλαδή- για το πώς ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πια στο φυσικό του περιβάλλον, πώς δεν είναι σε επαφή με την αλήθεια. Πως ο κόσμος που ζούμε είναι απλά μια ψευδαίσθηση που έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε και καταλήγουμε και οι ίδιοι, όχι μόνο να την συντηρούμε, αλλά και να την προωθούμε στους άλλους.

 

"Πόσο καλά νομίζεις οτι ξέρεις τι θέλεις Μάρκο? Μπορείς να προσδιορίσεις τις ανάγκες σου, τις αληθινές σου ανάγκες, όχι αυτές που σου έχουν μάθει να πιστεύεις οτι έχεις. Μπορείς νομίζεις να μου πείς τι πραγματικά χρειάζεσαι?"

Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι, να του δείξω οτι αξίζω τις κουβέντες του.Να σκεφτώ κάτι που έλλειπε απο μέσα μου, όχι το blacklight που έιχα βάλει στο μάτι τις προάλλες.

"Μου λείπει η ηρεμία, η αγάπη" είπα σχεδόν περήφανος

Όμως αυτός γύρισε απ την άλλη και μου είπε με βραχνή, σχεδόν απογοητευμένη φωνή,

"Χρησμοποιείς όρους, στενες και υποσιτισμένες ορολογίες που δεν αγγίζουν ούτε καν ένα θραύσμα της αληθινής σημασίας αυτού που νιώθεις. Είσαι και εσύ ένας καταναλωτής όπως και όλοι οι άλλο γύρω σου."

Με κοίταξε πάλι με αυτό το βαθύ, γαλήνια κριτικό βλέμμα και ένιωσα ένα πρωτόγνωρο σφίξημο.

" Δεν ξέρεις ούτε καν πώς να αρχίσεις να σκέφτεσαι τον τρόπο που θα ολοκληρωθείς. Πεινάς Μάρκο. Είσαι πεινασμένος για όλα όσα δεν έχεις, φθονείς για όλα όσα δεν θα αποκτήσεις ποτέ σου."

 

Οι μέρες περνούσαν και τα λόγια του Ντίνου συνέχιζαν να με χρυπούν σαν γροθιές στο στομάχι. Ένιωθα σαν σάκος του μπόξ στο έλεος ενός πρωταθλητή με ατσάλινα γάντια. Συνέχισα όμως να πηγαίνω, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είχα εθιστεί στο λόγο του. Κάθε φορά έφερνα και κάτι, κάνα ξύδι, καμιά φούντα' πεσκέσι για την παρέα. Όμως ποτέ του δεν δέχτηκε τίποτα, σε τέτοιο βαθμό που άρχισα να νιώθω άβολα να του προσφέρω κάτι. Πάντα τον έβρισκα στο ίδιο σημείο, στην ίδια ταράτσα, πάντα τη νύχτα. Όσες φορές πήγα να τον βρώ τη μέρα δεν ήταν εκεί. Θεώρησα πως μένει σε κάποιο απ' τα διαμερίσματα και έτσι δοκίμασα να χτυπήσω τις πόρτες. Στην αρχή απέκλεισα τους ορόφους που άκουγα θόρυβο, αλλά όσο λιγόστευαν οι επιλογές μου χτύπησα και αυτές. Προφανώς και δεν έμενε εκεί, και κόντεψα να φάω και βρωμόξυλο απο έναν οξύθυμο ένοικο. Η πολυκατοικία ήταν απόλυτα τραγική. Μιλάμε για το βασίλειο της μπίχλας. Στους μισούς ορόφους μένανε πρεζάκια και στους άλλους μισούς άτομα τα οποία δεν μπορώ ούτε κάν να χαρακτηρίσω λόγο έλειψης προσονυμιών και στερεοτύπων. Το κουφάρι στην ταράτσα δεν έλεγε κανείς να το μετακινήσει, και ας είχε καταντήσει θάλαμος αερίων η σκάλα. Οι τύποι ξερνούσαν στα πλατύσκαλα δυό φορές τη μέρα, χωρίς υπερβολές. Ευτυχώς εγώ έχω γερή κράση, δεν με επηρεάζουνν κάτι τέτοια. Με τα πολλά, αφού τσέκαρα και στο υπόγειο, αποκαρδιώθηκα και αποδέχθηκα οτι θα τον βλέπω μόνο τη νύχτα.

 

Το ανησυχητικό με τον Ντίνο όμως δεν ήταν ούτε το οτι δεν είχα ιδέα που έμενε, ούτε ο κυκεώνας που σύχναζε. Ούτε καν το μυστήριο γύρω απο την απόκοσμη σοφία του. Ήταν η σωματική του κατάσταση. Κάθε φορά που τον έβρισκα ήταν όλο και πιο ....σάπιος. Δεν υπάρχει λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την κλιμακωτή του παρακμή. Η γλυκερή σαπίλα που απέπνεε στην αρχή, είχε εξελιχθεί σε μια εμετική δυσωδία που ακόμα και εγώ μετα βίας άντεχα. Τα μαλλιά του είχαν αραιώσει κι άλλο, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα πως δεν εμπρόκειτο περι τριχόπρωσης. Μάλλον περισσότερο αποτέλεσμα γήρανσης. Όσο περνούσε ο καιρός κομμάτια σάρκας στο μέγεθος της παλάμης μου έλειπαν απο το κρανίο του, αποκαλύπτωντας ένα φριχτό πλέγμα μαβιάς, σάπιας σάρκας. Το δέρμα του είχε κρεμάσει. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και τσιμπλιάσει χωρίς όμως να χάσουν ούτε λίγη απ' τη σατανική τους λάμψη. Δεν έδειχνε να ανησυχεί για όλα αυτά, και έτσι δεν ανησυχούσα ούτε εγώ. Συνέχιζα να πηγάινω στην ταράτσα τακτικά με θρησκευτική ευλάβεια προς την ταλαιπωρημένη ύπαρξή του. Κάθε μέρα ήμουν εκεί, όπως ο τυφλός πιστός στην εκκλησία του.

 

Αυτό συνεχίστηκε για κάποιες βδομάδες. Κάθε φορά το παρουσιαστικό του ήταν και χειρότερα. Συνέχισε όμως να μου μιλάει για την πείνα, την καταραμένη πείνα του ανθρώπου για όλα όσα μπορεί να αγγίξει. Για την αποτρόπαια όρεξή του να αποκτήσει, να καταναλώσει. Με βοήθησε να καταλάβω, να δω πόσο αχόρταγα όντα είμαστε. Πώς αφήνουμε την κάθε επιθυμία μας να επηρεάζει την κρίση μας, τις επιλογές μας, την πορεία μας στη ζωή. Είμαστε σαν τα τζάνκια που βλέπουμε στους δρόμους, που σφαδάζουν γιατί το σώμα τους πεινάει για πρέζα. Έτσι και εμείς πονάμε, βολοδέρνουμε γιατί δεν έχουμε αυτό που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε. Και έτσι βάζουμε τα δυνατά μας να συγκεντρώσουμε όλα όσα φτάνει το χέρι μας. Θέλουμε να αποκτήσουμε κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα και όταν δεν μας φτάνουν αυτά θέλουμε να αποκτήσουμε ανθρώπους, να τους διαφεντεύουμε, να τους διατάζουμε, να τους κατέχουμε. Να τους περνάμε δαχτυλίδια και να δίνουμε "απαραβίαστους" όρκους έτσι ώστε να μας ανήκουν μέχρι τον θάνατο, αλλά απ' ότι φαίνεται και αυτό δεν είναι αρκετό. Θέλουμε να χτίζουμε στρατούς ολόκληρους απο ανθρώπους, θέλουμε να έχουμε χώρες, πλανήτες. Θέλουμε να είμαστε πάνω απ' όλα. Είμαστε άρρωστα όντα, άρρωστα και αηδιαστικά. Ίσως ο μόνος λόγος που δεν μπορώ να φανταστώ τιμωρία ισάξια των εγκλημάτων μας είναι το γεγονός οτι η τιμωρία μας είμαστε εμείς.

 

Κάποια απο τις μέρες που η σήψη του Ντίνου είχε φτάσει στο απροχώρητο -σε βαθμό που έπιανα τον εαυτό μου να κάνει δεύτερες σκέψεις πάνω στο αν θα πάω να τον βρώ- μου απευθύνθηκε για πρώτη φορά σε προσωπικό επίπεδο.

"΄Το νιώθω, Μάρκο. Έχεις αρχίσει και εσύ να αλλάζεις."

Ο τρόμος που με διακατείχε εκείνη τη στιγμή δεν άφησε κανένα άλλο συναίσθημα να βγεί στην επιφάνεια. Είχε δίκιο. Το ένιωθα και εγώ, είχα γίνει διαφορετικός. Όχι με τους σηνηθισμένους όρους του διαφορετικού, αλλά το ένιωθα. Και αυτός όμως είχε αλλάξει. Το γκριζομάλικο παιδί που κάποτε μου πέταξε μια πέτρα στο μέτωπο είχε γίνει μια σκυφτή μάζα σάπιου κρέατος που μόνο τα σφιχτά δεμένα χοινιά κρατούσανε σε κάποιο σχήμα. Η σάρκα του προσώπου του είχε λιώσει δίνοντας θέση σε μια σκούρα, γλοιώδη επιφάνεια. Φλεγμονή και σάπιο, μαύρο αίμα έτρεχε αργά απο κάθε οπή του προσώπου του. Η ανάσα του είχε γίνει ένας γουργουριστός ρόγχος, ενώ σε κάθε του λέξη έφτυνε ένα πυώδες, πηχτό υγρό.

"Κοίτα τους Μάρκο, πώς τρέχουν. Κοίτα τους πώς παλεύουν για ανούσια πράγματα."

Μια ασύγκριτη ένταση με κατέλαβε, ένιωσα σαν να με χτύπησε κεραυνός. Έστριψα το κεφάλι μου αργά, τρέμοντας ολόκληρος, και κοίταξα κάτω στο δρόμο, όλους τους μικρούς ανθρώπους. Και τους είδα. Τους είδα για πρώτη φορά όπως πραγματικά είναι κάτω απο τα πανάκριβα ρούχα τους, κάτω απο τα χρωματιστά κοσμήματα και τα περίτεχνα χτενίσματα τους. Πλάσματα εφιαλτικά, καρικατούρες μορφών που έχουν ξεφύγει απο τα πιο πυρετώδη όνειρα. Πλάσματα που έχουν ξεπεράσει τα όρια της πιο διεστραμμένης φαντασίας και βιάζουν τη λογική και την πραγματικότητα με την ύπαρξή τους. Μάζες....Γλοιώδεις, αποτρόπαιες, μάζες που κραυγάζουν με όλη τους τη δύναμη και πεινάνε, πεινάνε τόσο πολύ που θα κάνανε τα πάντα αν τους κάνανε τη σωστή προσφορά. . Η αλήθεια ήταν πολύ βαριά για να την αντέξουν οι φραγμοί της λογικής μου. Το μυαλό μου δεν άντεξε το θέαμα. Υποχώρησε μπροστά στο βάρος της αποδοχής και ο έλεγχος του σώματός μου πέρασε σε πιο πρωτόγονα ένστινκτα.

 

Δεν θυμάμαι και πολλά απο το υπόλοιπο εκείνης της νύχτας. Ούτε απο ένα μεγάλο διάστημα μετά. Έχουνε γίνει όλα μια ζβούρα απο εικόνες, ήχους, φώτα και κραυγές, που γυρίζει και γυρίζει και γυρίζει και δεν προλαβαίνω να εστιάσω πουθενά. Μαρτυρίες απο τους ένοικους και τους περαστικους λένε οτι έτρεχα ουρλιάζοντας και κουτρουβάλησα στις σκάλες. Με τα περισσότερα κόκκαλά μου σπασμένα ξεχύθηκα στους δρόμους φωνάζοντας υστερικά, και τραυμάτιζας το προσωπό μου προσπαθόντας να βγάλω τα μάτια μου. Στο τέλος ήρθανε οι τοπικοί μπάτσοι και με πήγαν στο νοσοκομείο. Τα επόμενα δυο χρόνια τα πέρασα σε ψυχιατρική κλινική και στη συνέχεια σε σανιτάριο στην Ελβετία. Οι γιατροί είχαν πάθει πλάκα με την κατάστασή μου, αλλά και με την ταχύτατη ανάρρωσή μου. Ευτυχώς η οικογένοιά μου στάθηκε δίπλα μου και τώρα είμαι καλά. Άν μπορεί κανείς δηλαδή να προσδιορίσει το καλά. Τουλάχιστον μπορώ και προχωράω. Μπορώ και βρίσκομαι εκεί, έξω.

 

Τον Ντίνο δεν τον ξαναείδα. Βρήκα τη δύναμη να πάω στην πολυκατοικία πρίν απο λίγο καιρό αλλά δεν βρηκα τίποτα. Οι ένοικοι έχουν αλλάξει και τη φίλη με το πάρτι ούτε που θυμάμαι πως τη λένε. Το κουφάρι δεν ήταν εκεί όμως. Στη θέση του μόνο υπήρχε ένας μαύρος λεκές, ένας φυσιολογικός λεκές. Πάντως, απο μικρός έμαθα να κρατάω το μυαλό μου ανοιχτό. Ποτέ δεν άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει οτι ο Ντίνος ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ο Ντίνος δεν ήταν ούτε φυσιολογικός, ούτε άνθρωπος. Δεν ξέρω μέσα απο ποιά σκοτεινή τρύπα ξεπήδηξε, ή ποιά δαιμονικά όργια γέννησαν τέτοιο όν, όμως ο Ντίνος δεν ήταν άνθρωπος. Πάντα βρισκόμασταν τα μεσάνυχτα και έφευγα λίγο πρίν ξημερώσε. Απλά γιατί ήξερα οτι έπρεπε να φύγω. Όχι οτι τον έλεγαν και Ντίνο δηλαδή. Δεν συστηθήκαμε ποτέ. Το όνομά μου το ήξερε, και εγώ δεν ζήτησα ποτέ το δικό του. Το "Ντίνος" ήταν το πρώτο όνομα που μου είχε έρθει μυαλό όταν οι φίλοι με ρώτησαν με ποιόν είμαι και πού έχω χαθεί.

 

Τις συναντήσεις μου με το Ντίνο τις έχω εκλάβει σαν μαθήματα. Μαθήματα εξέλιξης του είδους, άμα θες. Και νομίζω πως με εκείνη την καθαρή ματιά που έριξα πάνω στον κόσμο, αποφοίτησα. Τώρα, όμως, μετά απο όλα αυτά τα βάσανα και τις φρίκες, είναι που πρέπει να πάρω την πιο μεγάλη απόφαση που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου. Γιατί απο τη μία, ενώ δεν έχω τραφεί με τίποτα εδώ και ένα μήνα, νιώθω ακμαίος και γεμάτος με μια πρωτόγνωρη ενέργεια. Απο την άλλη όμως, ήταν ωραίο εκείνο το γαμημένο το blacklight....

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

24/1/2011

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ. :) Όλη αυτή η εναλλαγή της γλώσσας σου για μένα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Τη μία μιλάς για σάπιους φοιτητές και κόπρους και την άλλη, για αμαλγάματα και σκιές μεταξύ σκιών. Εμένα αυτό λοιπόν με εξιτάρει. Δεν το γνωρίζω αν ακολουθεί κάποιον συγγραφικό κανόνα αλλά είναι τρομερό.

Ο συμβολισμός και φυσικά η λεπτή ισορροπία μεταξύ τρέλας και λογικής με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή. Δυστυχώς ή ευτυχώς η ταύτιση με τον Μάρκο ήταν όντως αναπόφευκτη (από ηλικιακό επίπεδο μέχρι ιδεολογικό...) Δεν έχω πολλά να πω. Μπράβο σου :)

Link to comment
Share on other sites

Ευχάριστη έκπληξη η συμμετοχή σου! Γράφεις με σιγουριά και άνεση στο χειρισμό της γλώσσας, αν και κάνεις αρκετά συχνά ορθογραφικά λάθη (ε όχι και "ζβούρα"! δοκίμασε έναν έλεγχο του word την επόμενη φορά πριν ανεβάσεις διήγημα).

Αυτές οι εξυπνακίστικες εκφράσεις, "παίζει να", "άκυρη", "η φάση ήταν τραγική", "φασώνονταν", με ξένισαν λίγο ως υπερβολικά προφορικές, αλλά από την άλλη προσγειώνουν το διήγημα, το κάνουν πιο ζωντανό. Απλώς εγώ προσωπικά θα προτιμούσα να το προσγείωνες με άλλο τρόπο. Θέμα γούστου.

Σε κάποια σημεία κάνεις tell (δες το τόπικ show, don' tell), π.χ. "Ο Ντίνος είναι παράξενος"(σώωωωπα! Λες και δεν το καταλαβαίνουμε από το υπόλοιπο κείμενο) και κυρίως όλα αυτά που συνειδητοποιεί ο πρωταγωνιστής κάνοντας παρέα με το Ντίνο και τα δηλώνει ευθέως, σαν να γράφει άρθρο του στυλ "μετανοείτε, έχετε προβλήματα που δεν τα έχετε πάρει χαμπάρι". Εντάξει, δεν είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος να τα πεις αυτά, είσαι αρκετά πρωτότυπος, αλλά μπορούσες να τα δείξεις αντί να τα πεις στα ίσα, θέλω να πω.

Μου άρεσαν πολύ κάποιες εκφράσεις όπως η παρομοίωση των ανθρώπων και της κοινωνίας με τα σκουλήκια και το πτώμα ή το "Δεν έχω καταλήξει αν θα ήταν προσβολή για το ανθρώπινο είδος ή υπερτίμηση" (να θεωρηθεί ο Ντίνος άνθρωπος). Σχετικά πρωτότυπες και δείχνουν οπωσδήποτε κάποιο βάθος σκέψης - ναι, "το 'χεις" για συγγραφέας, όσο μπορώ να κρίνω από ένα μόνο κείμενό σου, τέλος πάντων.

Τι άλλο; Είσαι, βέβαια, εκτός θέματος. Δεν έπρεπε να πάρεις την πείνα σαν παρομοίωση - αν ήταν έτσι, θα γράφαμε ό, τι θέλαμε και δε θα είχε νόημα να βάλουμε θέμα. Για υλική πείνα, νομίζω, μιλούσαμε. Αλλά οπωσδήποτε θα ήταν κρίμα να μη συμμετέχεις για το λόγο αυτό, μικρό μας outsider!:friends:

Επίσης δεν έχει ξεκάθαρη υπόθεση. Τα γεγονότα συμβαίνουν στο τέλος μαζεμένα, δηλαδή ο Μάρκος

σαλτάρει, καταλήγει σε κλινική κλπ λόγω της διαφορετικής, "αποκλίνουσας" οπτικής γωνίας στην οποία τον εισήγαγε ο Ντίνος.

Και το τέλος θα μπορούσε να θεωρηθεί ασαφές. Τι γίνεται, δηλαδή;

Μετατρέπεται σε όμοιο του Ντίνου και δεν έχει πια ανάγκη την υλική τροφή; Ή επιστρέφει στην αρχική, ψυχικά υγιή του κατάσταση, με λίγες παραπάνω αμφιβολίες απλώς, σχετικά με την ορθότητα της κοινώς αποδεκτής οπτικής γωνίας;

 

Ο "κυκεώνας", απ' ό, τι ξέρω, δεν είναι κάτι όπου μπορεί κανείς να συχνάζει - είναι απλώς ένα μπερδεμένο σύνολο αντικειμένων. Κυκεώνας χαρτιών, κυκεώνας βιβλίων, κυκεώνας κλωστών κλπ.

Ο τρόμος πού είναι; Δεν αρκεί το περιβάλλον της πολυκατοικίας του Ντίνου. Δίνει ατμόσφαιρα στο διήγημα, αλλά δε φτάνει για να το κάνει διήγημα τρόμου.

Σίγουρα υπάρχει λέξη "μιερότητα";

Με το "σανιτάριο" ελπίζω να εννοείς "σανατόριο"...

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

Link to comment
Share on other sites

Όντως δεν μοιάζει να είναι τρόμου αυτή η προσπάθεια σου. Δεν μπορώ να πω πάντως ότι δεν είχε ενδιαφέρον. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησες κάποια στοιχεία (πχ ο σκύλος). Πιστεύω πως ακούγοντας τις συμβουλές των κάποιων πιο έμπειρων users εδώ μέσα, θα κάνεις θαύματα. Καλή τύχη φίλε μου!

Link to comment
Share on other sites

Ξεκινάω απο τα αρνητικά. Δεν χρησιμοποιηθηκε η λέξη του διαγωνισμού όπως έπρεπε και αυτό σε βγάζει εκτός θέματος απο μόνο του, αλλά...

 

το διήγημα σου είναι καλό. Αυτή η χρήση του προφορικού λόγου σε συνδυασμό με την ειρωνία που διαπνέει το κείμενο είναι κάτι που λείπει γενικά απο το είδος και χάρηκα πολύ που το διάβασα.

Ο λόγος σου είναι καλός και οι καθημερινές εκφράσεις που χρησιμοποιείς πραγματικά δουλεύουν. Μάλιστα χάρηκα που δεν έκανες εκτπώσεις στο θέμα της ορθογραφίας για να αποδώσεις λέξεις που χρησιμοποιούμε λάθος (αρκετοί άνθρωποι τουλάχιστον) καθημερινά. Ναι, ζβούρα, έχω ακουσει να το λένε άπειρες φορές. Οπως και μπιστόλι ας πούμε, ή καρμπυλατέρ. Λάθος λέξεις που όμως πολλοί ανθρωποι τις χρησιμοποιούν έτσι.

Μερικές παρομοιώσεις σου ήταν πολύ πετυχημένες, απλά σε σημεία, που μας έλεγες κάτι αντι να μας το δείξεις, ενιωσα οτι κάνεις κάποιου είδους κήρυγμα. Αυτό ήταν και το μονο σημείο του διηγήματος που δεν μου άρεσε.

Γενικώς θα έλεγα οτι το διήγημα πατάει στον τρόμο με το ένα πόδι, μπαίνοντας σε ένα πιο σουρεάλ είδος που είναι επικινδυνο για έναν συγγραφέα τρόμου. Μπορεί να αναδείξει το γραπτό, αλλά και να το κάνει γελοίο. Στην δική σου περίπτωση η ασάφεια των χαρακτήρων και το αψυχολόγητο των πράξεων τους μάλλον λειτουργεί υπέρ του κειμένου, παρά κατά.

 

Έκανες μια καλή αρχή στο φόρουμ και στους διαγωνισμούς και περιμένω και επόμενα έργα σου ακόμη καλύτερα στο μέλλον.

Καλωσήρθες!

Link to comment
Share on other sites

Μια ενδιαφέρουσα αλληγορία επάνω στην πείνα για οτιδήποτε ανούσιο και στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει κάποιος για να την ξεπεράσει. Προσπάθεια που έχει σαν αποτέλεσμα τη μετάβαση του ανθρώπου σε μια κατάσταση κοινωνικής σήψης, τουλάχιστον στα μάτια όσων ακόμα εναρμονίζονται με τις τυπικές συμβάσεις.

Σίγουρα όχι πολύ τρομαχτικό, μα καλογραμμένο κι ενδιαφέρον.

Μεγάλο πλην, τα πολλά ορθογραφικά λάθη του κειμένου.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό διήγημα, εντός θέματος όμως δεν θα το έλεγα, ούτε τρόμου θα το αποκαλούσα. Χάρηκα όμως που το διάβασα, ήταν καλό ανάγνωσμα.

Link to comment
Share on other sites

Θα παραθέσω τους στίχους που τραγούδησε ο Παύλος Σιδηρόπουλος από το

 

«Εν κατακλείδι»

 

Και τώρα φίλοι μου είν' αργά

 

μια καληνύχτα στη μαμά

 

και λίγη στάχτη στα μαλλιά

 

καιρός να πούμε αντίο

 

 

 

Σκεπάσαμε όλους τους νεκρούς

 

με αρρωστιάρικους ψαλμούς

 

κλόουν με σοβαρούς σκοπούς

 

γυμνοί μέσα στο κρύο

 

 

 

Κατά τ' άλλα εσείς

 

που 'σαστε υγιείς και αξιοπρεπείς

 

βοηθήστε μας και λίγο

 

δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή

 

μια ιδέα στεγανή

 

που να μη μπάζει κρύο

 

…..

 

Λίγο εκτός θέματος αλλά μου άρεσε ο Ντίνος.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ορφέα με το όμορφο όνομα, εμένα μου άρεσε η ιστορία σου αν και όντως πρέπει να ομολογήσω ότι με την πείνα έχει μακρινή συγγένεια.

Παρόλα αυτά ιδεολογικά ήταν ενδιαφέρουσα, αν και τις ιδέες σου πρέπει να τις περνάς έμμεσα στο κείμενο για να αποφύγεις το κύρηγμα.

Πίστευα ότι ο 'μάγκικος' λόγος θα με ενοχλούσε, μα κάθε άλλο, ταίραξε απόλυτα στο κείμενο σου.

Σε γενικές γραμμές μου άφησε καλές εντυπώσεις.

Καλή επιτυχία εύχομαι!thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Σκοτεινό, πικρό, αληθινό. Πολύ ωραία ιστορία και πολύ ωραία γραμμένη. Σ’ αρπάζει και σε σέρνει, μ’ αυτήν την περίεργη ατμόσφαιρα που αποπνέει, με τις αλήθειες που λέει.

 

Μου άρεσε αυτή η καθολική έννοια της πείνας… που τους βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι, παρά την διαφορετικότητα του καθενός. Κι όλο αυτό βρίσκεται μέσα σε μια φράση: «…πεινάνε τόσο πολύ που θα κάνανε τα πάντα αν τους κάνανε τη σωστή προσφορά.»

 

Ο τίτλος δεν μου πολυάρεσε.

 

Η αλήθεια είναι ότι βρίσκεται λίγο μακριά από την έννοια της πείνας, όσον αφορά το διαγωνισμό. Αν ήσουν λίγο κοντύτερα θα έπαιρνες άνετα την πρώτη θέση στην κατάταξή μου. Αλλά και πάλι είσαι ψηλά.

 

Μια πολύ καλή πρώτη συμμετοχή. Καλωσόρισες στο φόρουμ.

Link to comment
Share on other sites

Μπράβο για το ντεμπούτο σου, μου άρεσε πολύ η ιστορία σου. Μερικές ασυμβατότητες στη γλώσσα (π.χ το αμάλγαμα δεν θα το έβαζα στο όλο λεκτικό σου πλαίσιο), κάμποσα ορθογραφικά, λίγες υπερβολές στην φοιτητική έκφραση, κάποιοι πλατειασμοί, αλλά γενικά μου άφησε πολύ καλή γεύση, μια λεπτή πικρίλα και απαισιοδοξία, που γενικά με γοητεύουν. Η κορύφωση, η σκηνή δηλαδή με την "αποκάλυψη" της αληθινής φύσης των ανθρώπων, ήταν όμορφη. Θα μπορούσες να είχες δώσει μεγαλύτερο, βέβαια, βάθος στον Μάρκο, γιατί τώρα όπως το διάβαζα δεν είχα και πολύ έννοια για αυτόν, γιατί δλδ του μιλούσε έτσι ο Ντίνος ή γιατί να σκέφτεται όπως σκέφτεται. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη αδυναμία του κειμένου σου. Από εκεί και πέρα, αν και πράγματι εκτός θέματος (όχι γιατί θέλουμε υλική πείνα, αλλά γιατί η πείνα του είδους που περιγράφεις δίνεται πολύ υποτονικά), η ιστορία σου μου άρεσε. Καλή συνέχεια και στους επόμενους διαγωνισμούς και καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Ανάμεσα στο σουρεαλισμό και στον τρόμο, μια ιστορία που μου είπε πολλά.

 

Στα συν

Η ιδέα. Μια πρωτότυπη πείνα και ο τρόπος που τη βλέπει ο ήρωας.

Η σταδιακή αποστασιοποίηση από τον κόσμο γύρω από τον ήρωα και η ταύτισή του -ο εθισμός του- με τον παράδοξο Ντίνο της ιστορίας. Μια άλλη μορφή πείνας αυτή.

Το κλίμα. Πολύ καλό. Το μήνυμα επίσης, ωραία δοσμένο.

 

Στα πλην

Κάμποσα λαθάκια.

 

 

Κάτι που αφορά το προσωπικό μου γούστο (και μόνο, οπότε μπορείς και να μην το λάβεις καθόλου υπόψη).

Η ιστορία είχε μια χαρά πράγματα να πει χωρίς τόση σαπίλα και αποσύνθεση. Αν ήταν μια επιλογή σου για να δείξεις κάπως αλληγορικά την κάθοδο του ήρωα και την μύησή του στον διαφορετικό τρόπο σκέψης, ΟΚ. Αν απλώς αισθάνθηκες ότι έτσι θα έχεις περισσότερο τρόμο, νομίζω ότι δεν χρειαζόταν.

 

 

 

Συνολικά πάντως, μια πολύ καλή πρώτη συμμετοχή.

Link to comment
Share on other sites

Καλώς ήρθες Ορφέα.

 

Ναι, έγινε κάπως διδακτικό. Όμως έχει σημασία το ότι θες να πεις κάτι.

Κάποιες πολύ προφορικές εκφράσεις δεν μου έκατσαν.

Λίγο δύσκολο να βλέπει τον Ντίνο όλο και πιο

σάπιο, κι ωστόσο να την παλεύει να τον ξαναδεί.

 

Νομίζω πως το θέμα Πείνα ήταν αρκετά πίσω.

Το φινάλε θα μπορούσε πιστεύω να βγει και πιο τρομακτικό... πιο κορυφωματικό

 

 

Ψιλά:

 

 

‘’Γνωριστήκαμε εκεί ...σχεδόν βασικά.’’ – Με ψιλομπερδεύουν κάτι τέτοια, μου πετούν ασάφεια στον εγκέφαλο… smile.gif

 

 

Σε κάποια φάση ο ήρωάς μας τρώει πετρίδι και πάει δίπλα να τα πιουν παρέα; Ζόρικο μου φάνηκε…

 

 

‘’Δεν φαινότανε πάνω απο 20, ήταν όμως γεμάτος ρυτίδες.’’ – Δεν λειτούργησε για μένα αυτή η αντίθεση… μου φαίνεται δύσκολο να πεις για κάποιον που είναι γεμάτος ρυτιδές ότι ‘δεν φαινόταν πάνω από 20’.

 

‘’Ένιωθα σαν σάκος του μπόξ στο έλεος ενός πρωταθλητή με ατσάλινα γάντια.’’ – Ωραίος thmbup.gif

Link to comment
Share on other sites

Θετικά:

i LOVE urban nightmares!!

Το πάρτυ ήταν ΠΟΛΥ πιο τρομακτικό από τα υπόλοιπα (όπως ήθελες φαντάζομαι)

 

Αρνητικά:

ορθογραφία

του φάνηκε 20 ενώ είχε ρυτίδες και γκρι μαλλιά;; Από ποιο στοιχείο;;

 

ΥΓ: Α, μου άρεσε το όλο διδακτικο του θέματος.

Edited by SpirosK
Link to comment
Share on other sites

Κατ' αρχάς, καλώς ήλθες και από μένα!

 

Μπαίνω κατευθείαν στο ζουμί και σου λέω ότι μου άρεσε πολύ ο τρόπος που έγραψες την ιστορία, όπως και η επιλογή της γλώσσας που ήταν η μόνη κατάλληλη για τον ήρωά σου. Μου άρεσε η ανεπαίσθητη αλλαγή πάνω τα λόγια και την έκφρασή του όσο πηγαίναμε προς το τέλος. Ο Ντίνος ήταν ελαφρώς στερεότυπος ως μέντορας του είδους του, ίσως επειδή κυρίως τον περιέγραψες και δεν τον έβαλες σε περισσότερη διαδικασία διαλόγου που θα το ήθελα. Ναι, έχει να κάνει μάλλον με αυτό που λέει η wordsmith: το tell. To τέλος δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν μου έκανε, θα ήθελα κάτι, μάλλον, λίγο πιο δυνατό. Ίσως δε μου άρεσε η αμφιταλάντευση του ήρωα. Ήταν λίγο απότομο το πέρασμα εδώ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως να έπρεπε να το αναπτύξεις λίγο ακόμα πριν φτάσεις στο τελικό δίλημμα που ουσιαστικά δείχνει πόσο στ' αλήθεια άλλαξε ο ήρωας. Κι ένα τελευταίο: ο τίτλος δεν μου άρεσε. Ήταν προφανής και έδωσε μια νότα αφέλειας‧ κάτι που καθόλου δεν διακρίνει το κείμενο σου.

Ήταν μια πολύ καλή ιστορία και σίγουρα μία από τις καλύτερες του διαγωνισμού. Θέλω, οπωσδήποτε, να διαβάσω κι άλλα από σένα.

 

Καλή επιτυχία!

Edited by Big Fat Pig
Link to comment
Share on other sites

Εκτός θέματος; Νο no. Εγώ το βρήκα τόσο μέσα στο θέμα που (κάνοντας και κάποιους αναπόφευκτους συνειρμούς -μην ξεχνάτε ότι δουλεύω μέσα στο The Mall Athens) την ένιωσα την πείνα. Είδα κανονικότατα πίσω απ' τα γυαλιά τα πεινασμένα για άχρηστα πράγματα ζόμπι. Θα έχω ένα (ακόμα) μικρό πρόβλημα με τους πελάτες μου, αλλά άξιζε τον κόπο.

 

Πολύ πρωτότυπη ιδέα, πολύ σφιχτοδεμένη απόδοση. Δεν αναφέρεται πουθενά κι ούτε απασχολεί κανέναν τι δουλειά κάνει ο Μάρκος, πότε κοιμάται αφού περνάει τις νύχτες με τον Ντίνο, ή γιατί δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να τον ακολουθήσει. Δεν ξέρουμε καν αν ο Ντίνος είναι πραγματικό πρόσωπο κι όχι κάποιο αποκύημα της φαντασίας του Μάρκου. Δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά είναι ξεκάθαρο τι συμβολίζει. Όσο περισσότερο το γυροφέρνω στο μυαλό μου, τόσο πιο πολλά νοήματα και παραβολές ανακαλύπτω.

 

Απ' την άλλη, έχεις κάτι ορθογραφικά που βγάζουν μάτι, αδερφάκι μου! Λίγα, ευτυχώς, αλλά ρουκέτες! Α, κι αυτό που είπε ο Σπύρος, έναν τυπά με αραιά μαλλιά και ρυτίδες, του οποίου το σώμα δεν μπορείς να δεις, με ποια κριτήτια τον περνάς για εικοσάρη;

 

Α, και κάτι άλλο: ήταν τρόμος. Όχι για την σαπίλα του Ντίνου, αλλά γιατί αν βάλεις τις εικόνες γύρω σου, στην πραγματική σου ζωή, το θέαμα είναι τρομακτικότατο.

 

Είπα ότι μου άρεσε; Ε, και να μην το 'πα, νομίζω ότι ήταν κατανοητό. ;)

Link to comment
Share on other sites

Άψογη η καθομιλουμένη, σωστή η σαπίλα, ωραίος ο "μέντορας" (αν και με θύμισε "μιλάς με γρίφους, γέροντα").

Αλλά μάλλον με ψιλοαρέσουν γενικά οι άνθρωποι και παρ' όλα τα κουσούρια τους δυσκολεύομαι να τους δω σαν σιχαμερά σκουλίκια στο σαπισμένο κουφάρι της σκατοκοινωνίας... ξέρω 'γω μωρέ... ίσως αν δούλευα κι εγώ στο μαλλ...

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Με προβληματίζει η ιστορία σου. Αν και μου άρεσε πάρα πολύ στην αρχή, μέχρι να γνωρίσει τον τύπο από απέναντι, μετά απογοητεύτηκα. Πολύ κλασσικά "περίεργη" φιγούρα, από αυτές που δεν με πείθουν καθόλου.

Ο τρόπος που γράφεις ωραίος, άμεσος.

Μια φράση που λάτρεψα: "Ο μόνος ήχος που φτάνει στα αυτιά τους είναι αυτός που βγαίνει απ' το στόμα τους".

Link to comment
Share on other sites

Στα συν βάζω την ανατριχιαστική παρουσία του “Ντίνου” και την ατμόσφαιρα που έχουν οι σκηνές της συνάντησης μαζί του (αν και το ότι του πέταξε πέτρα κι αυτός πήγε να τα πιουν ήταν λίγο περίεργο...), καθώς και την περιγραφή της ανατριχιαστικής του μορφής. Από κει και πέρα, έχω μεγάλο πρόβλημα να συσχετίσω την απόκοσμη και μακάβρια φύση του με αυτό που πρεσβεύει στην ιστορία, ούτε τι υποδηλώνει η σταδιακή σήψη του.

 

Γενικότερα, βλέπω μια αρκετά καλή προσπάθεια που πάσχει πολύ από μεγάλες γλωσσικές αστοχίες. Κατ' αρχάς, τις αργκό εκφράσεις μπορώ να τις αποδεχτώ στους διαλόγους, αλλά μου κάθονται πάρα πολύ άσχημα στην αφήγηση (“έπαιζε ένα πτώμα” - κάποιες τέτοιου είδους εκφράσεις με ενόχλησαν πάρα πολύ). Αλλά και ο ίδιος ο αφηγητής δεν είναι συνεπής στο ύφος του. Από τη μία χρησιμοποιεί αυτού του τύπου τη φρασεολογία, από την άλλη εκφράσεις πιο εξεζητημένες, οι οποίες επιπρόσθετα είναι πολύ συχνά εντελώς άστοχες στην επιλογή των λέξεων (πχ, έμενε σε έναν κυκεώνα; Η λέξη περιγράφει, μεταφορικά, κάτι ανακατεμένο, αποτελούμενο από πάρα πολλά μέρη). Υπάρχουν και κάποια λάθη – Σβούρα, όχι ζβούρα, ένστικτα, όχι ένστινκτα, σανατόριο, όχι σανιτάριο. Δεν μπορώ να μην το πω, ο αφηγητής απορρίπτει τον κόσμο στο πάρτι ως κάγκουρες, κι ο ίδιος μιλάει ως αρχικαγκούρι του ελέους! Και το blacklight έρχεται για να το χειροτερέψει αυτό. Νομίζω ότι το αντικείμενο – σύμβολο θα μπορούσε να είναι πολύ πιο πετυχημένο.

 

Σοβαρές αντιρρήσεις έχω και για τα λόγια του Ντίνου, τα οποία τόσο γοητεύουν τον αφηγητή. Βρίσκω ότι είναι μια συρραφή από κλισεδούρες και ξύλινα, “δήθεν” σχήματα λόγου.

 

Καταλαβαίνω ότι αυτά μπορεί να ακούγονται σκληρά, αλλά τα λέω, γιατί η προσπάθειά σου να συνδυάσεις τρόμο με ένα κοινωνικό σχόλιο δείχνει ενδιαφέρουσα, αλλά η υλοποίησή της μου φαίνεται κάπως άτσαλη. Αυτό που θα ήθελα εγώ, θα ήταν να επιλέξεις ένα συνεπές ύφος αφήγησης, να αφήσεις την αργκό στους διαλόγους, αν θέλεις οπωσδήποτε να υπάρχει, και το κοινωνικό σχόλιο να γίνει πιο διακριτικό, χωρίς να μοιάζει με κήρυγμα. Και να διορθώσεις οπωσδήποτε τα λάθη. Και να βάλεις ελληνικά ερωτηματικά.

 

Edit: Και η πείνα... πού; Νομίζω είναι κλέψιμο τη λαχτάρα για οτιδήποτε να την ονομάζουμε πείνα

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

Άψογη η καθομιλουμένη, σωστή η σαπίλα, ωραίος ο "μέντορας" (αν και με θύμισε "μιλάς με γρίφους, γέροντα").

Αλλά μάλλον με ψιλοαρέσουν γενικά οι άνθρωποι και παρ' όλα τα κουσούρια τους δυσκολεύομαι να τους δω σαν σιχαμερά σκουλίκια στο σαπισμένο κουφάρι της σκατοκοινωνίας... ξέρω 'γω μωρέ... ίσως αν δούλευα κι εγώ στο μαλλ...

 

 

 

 

Αν δούλευες στο Mall θα με καταλάβαινες, Μπάμπη μου. Έννοια σου και θα σου πω πολλές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες... από κοντά και σύντομα. ;)

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ.

Ο ήρωας και οι σκέψεις του περιγράφονται πολύ καλά.

Μου άρεσαν οι πραγματικές/ρεαλιστικές εικόνες της ζωής του που ξαφνικά αλλάζουν καθώς εισέρχεται στο τρελό, αφύσικο και μεταφυσικό περιβάλλον στην διπλανή πολυκατοικία. Βασιλιάς φυσικά της έξω-πραγματικότητας, εκείνος.

Αν και δεν παίρνουμε πολλές απαντήσεις υπάρχει ένα καλό θέμα που στηρίζεται αρκετά καλά.

Θα μπορούσε να υπάρχει και συνέχεια φαντάζομαι. (μην γίνει όμως ο ήρωας ο επόμενος Ντίνος – θα ήταν εύκολο, δεν θα ήταν το καλύτερο)

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία. Απλός αν μου επιτρέπεται ,στην αρχή με την πέτρα μου φαίνεται απίθανο να χτυπηθεί στο κούτελο από τέτοια απόσταση και να γελάσει, και να πάνε να συζητήσουμε . Ενώ φαίνεται ο πρωταγωνιστής σου αλάνι, από το να πάνε όλη από το πάρτη να τον πλακώσουν στης φάπες όπως και ο ίδιος θα έλεγε.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Φρικιαστικός ο Ντίνος! (Να σε ρωτήσω, μήπως τον εμπνεύστηκες από το avatar του δικού μας Ντίνου, του διοργανωτή; :tongue: ) Ωραία η έκφραση του καταναλωτισμού ως πείνα. Πολύ καλή ιστορία. Αλλά, ένα να ξέρεις από τούδε και στο εξής: πλέον σε έχω συνδέσει με τα πάρτυ! Πάει και τελείωσε! :tongue:

 

Καλή επιτυχία, Ορφέα!

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Παράξενο τριπάκι στην παράνοια, με τέλος που αφήνει κενά.

 

Μου άρεσε: Τρελά όμως, η φράση «απολάμβαναν ένα πολεμικό γαμήσι ή βίωναν αφόρητο πόνο». Πέρα από αυτό, η αμεσότητα του λόγου ήταν εθιστική.

 

Δε μου άρεσε: Η τσαπατσουλιά στο κείμενο. Ένα σωρό τυπογραφικά λάθη («εμπρόκειτο περι τριχόπρωσης»;), γιατί; Το Word έχει έναν καλούτσικο διορθωτή ορθογραφίας, βάλ’ τον κάτω, να δούμε κι εμείς την υγειά μας. Τα ουσιαστικά προβλήματα του κειμένου είναι δύο: πρώτον το ότι ο αφήνεις εντελώς κενό στο τέλος, ξεκρέμαστο, ανεξήγητο, και δεύτερον ότι η επιλογή του Μάρκου να πάει να βρει το Ντίνο είναι μάλλον αψυχολόγητη (παρ’ εκτός κι αν έχω καιρό που αποφοίτησα και δε θυμάμαι πώς είναι).

Link to comment
Share on other sites

Ορφέας Κάππα. Εκεί, έξω (από τα δεσμά σου).

 

Στρωτή γραφή, με κάποιες όχι και τόσο πετυχημένες παρομοιώσεις. Τα επιχειρήματα του Ντίνου με βάρυναν και με δυσκόλεψαν. Συνολικά συμπαθητική ιστορία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..