Jump to content

Helix Aspersa


Lady Nina

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Lady Nina

Είδος: Τρόμος

Για την ακρίβεια, σαλιγκαρόσουπα με αρκετή δόση ασημένιου σάλιου και 3,5 πρέζες εφιάλτη. :tongue:

 

Βία; Όσο πατάει... το σαλιγκάρι!

Σεξ; Όχι

Εκτός κι αν η θεωρητική αναφορά σε πιθανό ζευγάρωμα των σαλιγκαριών θεωρείται σεξ!

 

Αριθμός Λέξεων: 3500 (Ναι, πάλι τα κατάφερα στο τσα(γ)κ!)

Αυτοτελής; (S)NAI(L)

Σχόλια: Πρώτη ιστορία τρόμου που έχω γράψει... EVER! Οπότε περιμένω τα... φώτα των χορροράδων! :)

 

Helix Aspersa

 

 

Όλα έδειχναν πως θα ήταν μια δύσκολη χρονιά, αλλά αυτή τη φορά πίστευα πως θα είχα ξανά την τύχη με το μέρος μου. Θα τα κατάφερνα. Θα με ρωτήσεις τώρα πώς το ήξερα. Είναι ένα ερώτημα κι αυτό. Απλά το ήξερα, το πίστευα. Και κυριότερος φορέας της πίστης μου αυτής ήταν το Μπίλι. Ναι, το Μπίλι. Το κατοικίδιό μου.

Θα έχεις ακούσει για κατοικίδια και κατοικίδια. Και ναι, το ξέρω ότι θα γελάσεις όταν θα το ακούσεις, όταν θα μάθεις τι είναι το Μπίλι, αλλά δεν μπορώ να το κρύψω άλλο. Πάντως, ένα έχω να πω πριν σου το αποκαλύψω. Το Μπίλι είναι το καλύτερο κατοικίδιο που θα μπορούσε κανείς να ζητήσει. Το πιο πειθήνιο, το πιο οικολογικό, το πιο οικονομικό. Δε ζητάει πολύ χώρο, ούτε λερώνει το μικρό μου σπιτάκι δίπλα στο δάσος. Κι είναι τόσο αθόρυβο που κανείς από τους σπάνιους επισκέπτες μου δεν έχει καταφέρει να αντιληφθεί την ύπαρξή του. Τόσο αθώο, τόσο γλυκό, τόσο...

Τυχαία το βρήκα, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έπλενα ένα λάχανο από τον κήπο μου για το βραδινό ρεβεγιόν –ναι, ξέρω, ακούγεται αλλόκοτο, μα στη φτωχοκαλύβα μου κάθε χρόνο μαζεύονται τα ζώα του δάσους για να υποδεχτούμε μαζί τη νέα χρονιά. Και τότε ήταν που το βρήκα. Ξεπρόβαλε δειλά-δειλά μέσα από τα φύλλα του λαχάνου. Το τράβηξα προσεκτικά για να μη σπάσω το καβουκάκι του, και το απόθεσα στο χώμα έξω από την πόρτα της κουζίνας.

Έμεινα αρκετή ώρα και το χάζευα, περιπλανώμενος στα ιλλιγγιώδη μονοπάτια των σπειροειδών γραμμών που στόλιζαν το κέλυφός του. Στην αρχή ντροπαλό, χαμένο στα τρίσβαθα της ύπαρξής του. Και στη συνέχεια, μετά την επαφή του με το υγρό χώμα –είχε βρέξει εκείνη την ημέρα- άρχισε να ξεθαρρεύει. Πρώτα φάνηκε η σάρκα του, εκείνη η χαρακτηριστική κιτρινογκρί, σχεδόν διάφανη. Μετά, με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα, άρχισε να αποκαλύπτει τις τέσσερις κεραίες του, οι οποίες ξεκίνησαν έναν αέναο χορό εξερευνώντας το περιβάλλον του. Και τη στιγμή που ανακάλυπτα την χάρη των κυματισμών του όταν γλιστρούσε στο έδαφος, μια σκέψη χτύπησε σαν αστραπή το ομιχλώδες τοπίο του μυαλού μου.

Το σαλιγκάρι δε θα ήταν ασφαλές εκεί έξω. Έπρεπε να το κρατήσω μέσα στο σπίτι. Θα του έδινα τροφή, θα το καθάριζα, θα το έβαζα να γαργαλάει με τις κινήσεις του τις ροζιασμένες μου παλάμες. Το σάλιο του, αυτή η ασημένια βλέννα, θα μου έδειχνε το δρόμο για την ευτυχία. Στο πρόσωπό του –ναι, και τα σαλιγκάρια έχουν πρόσωπο- θα έβρισκα ένα φίλο, ένα σύντροφο, που τόσο μου είχε λείψει τα τελευταία χρόνια. Το πήρα, λοιπόν, ξανά στα χέρια μου, τόσο τρυφερά και προσεκτικά που δεν ξαναεξαφανίστηκε στο λαβυρινθώδες σπίτι του. Μόνο έμεινε εκεί, εύθραυστο θαρρείς, με τις αεικίνητες κεραίες του να ατενίζουν το πρόσωπο ενός λησμονημένου, ενός καταραμένου.

Όμως, δεν ήταν ώρα για αναπολήσεις του παρελθόντος. Μπήκα στο σπίτι, άρπαξα ένα τσίγκινο δοχείο και απίθωσα με περισσή προσοχή το νέο μου φίλο πάνω σε ένα στρώμα από τρυφερά φύλλα σπανακιού. Προσωρινά, θα ήταν το νέο του σπίτι. Αφού έπλυνα τα υπόλοιπα φύλλα λαχάνου και έφτιαξα τη λαχανόσουπα (το βραδινό της Παραμονής) έμεινα να το χαζεύω για αρκετή ώρα, σαν υπνωτισμένος.

Ακόμα κι αν μου έλεγε κάποιος, εκείνο το πρώτο βράδυ, πως λίγο καιρό αργότερα θα πλήρωνα για όσα έπραξα στην άθλια ζωή μου, δε θα τον πίστευα. Θα τον περνούσα για τρελό, σχεδόν τόσο τρελό όσο είμαι κι εγώ αυτή τη στιγμή που γράφω σε σένα, άγνωστε αναγνώστη. Έτσι λοιπόν, πέρασε το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς, εκείνο το ευλογημένο –ή μήπως καταραμένο;- πρώτο βράδυ, με μένα να παρατηρώ τον ολοκαίνουργιο φίλο μου. Ποτέ δε θα μου περνούσε απ’το μυαλό ότι ένα τόσο αθώο πλάσμα θα με έκανε να ζήσω το χειρότερο εφιάλτη της ζωής μου. Δε θα το φανταζόμουν ποτέ ότι κάτι τόσο μικρό ήταν δυνατό να τρυπώσει στο μυαλό μου και να με τρελάνει. Αλλά τι λέω... Αυτά τα μικρά πρέπει να φοβόμαστε και να προσέχουμε.

Εκείνη η πρώτη νύχτα, λοιπόν, ήταν μαγική. Φτιαγμένη μόνο για το σαλιγκάρι και για μένα. Ακόμα και τα ζώα του δάσους, θαρρείς, το είχαν καταλάβει κι έτσι δεν ενόχλησαν εκείνο το βράδυ. Είχαν έρθει έξω απ’την καλύβα μου, τα άκουγα –η ηχομόνωση άλλωστε είναι κάτι ανύπαρκτο για αυτό το μέρος, το ξεχασμένο από Θεό και ανθρώπους. Άκουγα τις ανάσες τους, τους σιγανούς ήχους που έβγαζαν, τα ελαφρά πατήματά τους. Ήταν εκεί, μα ήταν σαν να μην υπήρχαν. Η παρουσία του Μπίλι, η ύπαρξή του, με είχε απορροφήσει. Πόσα μπορεί να μάθει κανείς μελετώντας ένα ασήμαντο πλάσμα, που συνήθως δεν του ρίχνει κανείς δεύτερη ματιά...

Ξυπνώντας από το λήθαργο, έβαλα τις σκέψεις μου σε μια τάξη. Ήξερα ότι τα σαλιγκάρια τρώνε χορταράκια, λαχανικά, πρασινάδες γενικότερα. Ίσως καμιά φορά και λίγο αλεύρι. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πώς διαχωρίζονται τα αρσενικά από τα θηλυκά. Κι έτσι, Πρωτοχρονιά καθώς είχε φτάσει, αποφάσισα να ονομάσω το σαλιγκάρι Μπίλι. Άρμοζε εξ’ίσου και σε θηλυκό και σε αρσενικό σαλιγκάρι, οπότε ήμουν καλυμμένος προς το παρόν. Ξετρύπωσα ένα ξεχασμένο, άδειο δοχείο από παγωτό και αφού άνοιξα τρυπίτσες στο καπάκι του, έβαλα μέσα το Μπίλι μου στο νέο του σπιτάκι. Εκείνο κούνησε στιγμιαία τις κεραίες του προς το μέρος μου κι εγώ κατάλαβα πως ήθελε να μου πει «ευχαριστώ».

«Παρακαλώ», του είπα πριν πάω να μανταλώσω την πόρτα.

Φτάνοντας στην είσοδο, έριξα μια ματιά στον κήπο μου. Δεκάδες ζώα περίμεναν ανυπόμονα απ’έξω, κάποια ξεφυσώντας νευρικά, κάποια ξύνοντας τις οπλές τους στο έδαφος, κάποια άλλα ταλαντευόμενα από το ένα πόδι στ’άλλο. Η κουκουβάγια με αντιλήφθηκε πρώτη. Η κουκουβάγια που με είχε, πρώτη απ’όλους, υποδεχθεί σε αυτό το αφιλόξενο μέρος. Σοφή μα και μυστηριώδης, αν δεν το ήθελε η ίδια, δεν της έπαιρνες κουβέντα.

Δεν ξέρω γιατί, δε θα έπρεπε, μα ένας τρόμος με κατέλαβε όταν είδα τα τεράστια μάτια της να έρχονται ορμητικά προς το μέρος μου. Ένιωσα πρωταγωνιστής σε ταινία τρόμου, η πρώτη ίσως αποκάλυψη –αναλαμπή- της μοίρας που με περίμενε, που με περιμένει. Τα μάτια της με είχαν καθηλώσει, με προειδοποιούσαν για έναν επερχόμενο κίνδυνο, με αποδοκίμαζαν γι’αυτή την απομάκρυνσή μου από την πραγματικότητα. Το σαλιγκάρι με είχε απορροφήσει πολύ περισσότερο απ’όσο νόμιζα. Τότε, βέβαια, δεν της έδωσα σημασία, παρά μόνο της έκλεισα την κουρτίνα στα μούτρα και το μόνο που απέμεινε μετά από λίγο ήταν η ανάμνηση μιας ανατριχίλας. Αυτό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν ξύπνησα κάθιδρος στο μονό μου κρεβάτι, γιατί δυο τεράστια μάτια στο χρώμα της φωτιάς με στοίχειωναν.

«Πανάθεμά σε!» έφτυσα, ενώ είχα να βρίσω δέκα χρόνια σχεδόν. Από τότε δηλαδή που εθελοντικά αποτραβήχτηκα σε αυτό το απόμερο δάσος. Δε θα μπορούσα, βέβαια, να κάνω κι αλλιώς, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Κι ενώ ένιωθα τα μάτια της κουκουβάγιας ακόμα καρφωμένα στο μυαλό μου, έτρεξα με λαχτάρα να δω πώς ήταν το Μπίλι μου, το σαλιγκαράκι μου, του οποίου το φύλο δεν ήξερα. Δεν ήταν κλεισμένο στο όστρακό του, όχι. Ήταν έξω και σουλάτσαρε σαν μισοφέγγαρο στα πελάγη μιας λαχανί θάλασσας. Δεν άργησε να με αντιληφθεί και τότε άρχισε να επεξεργάζεται τα χαρακτηριστικά μου, τροχισμένα από τη λύπη, τον πόνο και την έκλυτη ζωή ενός ξεχασμένου παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που δε θα αργούσε, όμως, να ξανακάνει αισθητή την παρουσία του.

Καθώς είχε καρφώσει τις δυο μεγάλες κεραίες του πάνω μου, ένιωθα σα να διάβαζα τη σκέψη του. Σα να χανόμουν σε έναν καθρέφτη που αναπαριστούσε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια κάθε σημάδι, κάθε πτυχή του προσώπου μου, κάθε αναλαμπή στο τότε λιγότερο παράλογο βλέμμα μου. Καθώς με παρατηρούσε, λοιπόν, μια παρόρμηση με καθήλωσε μπροστά του και άρχισα να του διηγούμαι γεγονότα από τη ζωή μου, σα να μιλούσα σε έναν παλιόφιλο.

«Μπίλι, το ξέρω πως με ακούς και με καταλαβαίνεις, γι’αυτό κι εγώ θα σου μιλήσω όπως δεν έχω μιλήσει σε κανέναν εδώ και... δέκα χρόνια. Βλέπεις, κανείς δεν προσφέρεται σε αυτό το μέρος. Ακόμα και η σοφή κουκουβάγια στρίβει κάθε φορά που αποτολμώ να της ανοίξω κουβέντα. Ναι, δε με καταδέχεται και ίσως καλά κάνει. Βλέπεις, όταν με πρωταντίκρυσε ήμουν ελεεινός. Μπορεί και να στο έχει ψιθυρίσει, αλλά θα στο πω κι εγώ.

Ήμουν ένας κοιλαράς που σκότωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του για να το φάει. Μην κοιτάς που τώρα έχω καταντήσει κατσίκα. Ήμουν ένας κοιλαράς λοιπόν, εύρωστος θα έλεγα τότε, από καλή οικογένεια –τι σημασία πια έχει άραγε αυτό;- και πολύ γνωστός στη χώρα μου. Ναι, ήμουν από ονομαστή οικογένεια, αλλά το όνομά της κατάφερα να το καταστρέψω. Η αδηφαγία μου δηλαδή. Ακόμα και η γυναίκα μου, που με λάτρευε, δεν κατάφερνε να κρύβει την αποστροφή της προς το τέλος. Να, έχω κρατήσει και το γράμμα της εδώ. Αν θέλεις, το διαβάζεις.»

Άφησα το τσαλακωμένο χαρτί μπροστά του, σχεδόν ακατανόητο από τη φθορά και τις κακουχίες. Κιτρινιασμένο, με το μελάνι να έχει ξεθωριάσει από την υγρασία και τα δάκρυα, γεμάτο τσακίσματα από τις πάμπολλες φορές που το είχα διπλώσει και ξεδιπλώσει.

Δεν είχε άδικο σ’αυτά που έλεγε. Όχι, δεν είχε άδικο. Γι’αυτό κι εγώ έσπευσα ν’ακολουθήσω τη συμβουλή της. Όχι πως θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς δηλαδή. Οι διαδηλωτές δε μου άφηναν κανένα περιθώριο. Κι ήμουν τόσο δειλός ώστε επέλεξα να αποσυρθώ από τον κόσμο, για να μη χρειαστεί να πληρώσω. Για να μην πληρώσω για την πλεονεξία μου.

Το σαλιγκάρι, με το μπροστινό του μέρος ανασηκωμένο, κινούνταν παλινδρομικά σαν να διάβαζε τις αράδες, τις γεμάτες δηλητήριο. Κι όταν σταμάτησε, στράφηκε προς το μέρος μου.

«Όλα πληρώνονται σ’αυτή τη ζωή.»

Προς στιγμήν, νόμισα πως έβλεπα όνειρο. Δεν είναι δυνατό, σκέφτηκα.

«Κι όμως είναι. Όλα πληρώνονται σε’αυτή τη ζωή», επανέλαβε το σαλιγκάρι.

Έτριψα τα μάτια μου, το ίδιο και τ’αυτιά μου. Το σαλιγκάρι είχε πράγματι μιλήσει. Με γυναικεία φωνή, τόσο οικεία μα και τόσο μακρινή.

Απ’όλες τις ερωτήσεις που στριφογύριζαν στο μυαλό μου, η πιο ανόητη και πιο κουλή αποφάσισε να ξεμυτίσει. «Είσαι λοιπόν θηλυκό σαλιγκάρι;»

«Δεν είμαι ούτε θηλυκό, ούτε αρσενικό. Ή μπορείς να πεις ότι είμαι και τα δύο», απάντησε ήρεμα το Μπίλι.

«Α», ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω.

«Είμαι ερμαφρόδιτο, με άλλα λόγια. Αλλά τη φωνή που ακούς, τη βγάζεις από το μυαλό σου.»

Πάει, μου έστριψε, σκέφτηκα. Η πρώτη ευχή –κατάρα μάλλον- της γυναίκας μου άρχισε τελικά να πιάνει.

«Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί δε θέλω καμία επαφή με τους ανθρώπους, ε; Καταλαβαίνεις γιατί προτιμώ τη συντροφιά των ζώων. Αυτά δε θα έκαναν αυτό που έκαναν οι διαδηλωτές στην οικογένειά μου, στα παιδιά μου. Εσύ δε θα το έκανες, ε, Μπίλι;» ρώτησα με αγωνία.

«Όχι, τα παιδιά σου δεν έφταιγαν σε τίποτα. Όμως όλα πληρώνονται σε αυτή τη ζωή, να το ξέρεις.»

Έπειτα απ’αυτό, μου γύρισε την πλάτη –ή μάλλον το καβούκι- μπήκε στο δοχείο του παγωτού, κρεμάστηκε ανάποδα και λούφαξε στο σπιτάκι του.

«Κάπου είχα λίγο τσίπουρο, κάπου είχα λίγο τσίπουρο», μουρμουρούσα ασταμάτητα, ψάχνωντας νευρικά σε όλο το σπίτι. Όχι πως είχα και πολλά μέρη για να ψάξω. Λίγο πριν αρχίσω να μεθάω, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν δυνατό να συνέβη αυτό το πράγμα πριν λίγο. Δεν ήταν δυνατό να μου είχε μιλήσει το σαλιγκάρι –αλήθεια, υπήρξε ποτέ σαλιγκάρι;- με τη φωνή της (πρώην) γυναίκας μου –αλήθεια, υπήρξε κι αυτή ποτέ; Η αναλαμπή, όμως, δεν κράτησε πολύ. Ήταν πλέον αργά. Το αλκοόλ έρεε άφθονο μέσα στα αγγεία μου. Και μαζί μ’αυτό έρρεαν η παράνοια κι οι εφιάλτες.

Έβλεπα πως βρισκόμουν βαθιά μέσα στο δάσος, ακολουθώντας μιαν ασημένια λεωφόρο. Είχα το προαίσθημα ότι θα με οδηγούσε πια στην ευτυχία, στην ευμάρεια, σε όλα αυτά που είχα σε μια πολύ μακρινή ζωή μα τώρα πια τα είχα χάσει. Και ξάφνου, ένα φως με τύφλωσε κι όταν τα μάτια μου συνήθισαν, αντίκρυσα ένα θαυμαστό θέαμα. Ένα γιγάντιο σαλιγκάρι μού έστρωνε το δρόμο. Ένα γιγάντιο σαλιγκάρι με... το πρόσωπο της γυναίκας μου. Φευγαλαία το είδα, καθώς έστρεψε τις... κεραίες της (; ) προς το μέρος μου. Αλλά είμαι σίγουρος ότι είδα το πρόσωπό της. Ναι. Και μετά θυμάμαι ότι προσπαθούσα να υπολογίσω πόσες μερίδες θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτό το τεράστιο σαλιγκάρι. Κι εκείνη τη στιγμή αντήχησε η φωνή της μέσα στο μυαλό μου. Είσαι αδιόρθωτος! Τόσο επιθετική, τόσο απειλητική, που ακούστηκε σαν συριγμός.

Ο αντίλαλός της με τρέλαινε, ώσπου ξύπνησα για να διαπιστώσω πως βρισκόμουν ξαπλωμένος στο χώμα κάτω από τα πρώτα δέντρα του δάσους, βρεγμένος από την πρωινή πάχνη. Το φως που με τύφλωνε στον ύπνο μου αποδείχτηκε πως ήταν ο ήλιος, ενώ η εκκωφαντική ηχώ του ονείρου μου δεν ήταν παρά η στριγγές κραυγές της κουκουβάγιας που προσπαθούσε να με ξυπνήσει.

«Πώς βρέθηκα εδώ; Πόσο καιρό είμαι αναίσθητος;» αναρωτήθηκα φωναχτά καθώς ανασηκωνόμουν.

«Δυο. Δυο.»

«Δυο τι; Δυο ώρες; Προφανώς. Τι σε ρωτάω κι εσένα.» αποφάνθηκα γυρίζοντάς της την πλάτη.

Η οποία πλάτη ήταν στα χάλια της τα μαύρα για εβδομάδες και το κακό ήταν πως δεν υπήρχε δείγμα αλκοόλ για να την έτριβα, μήπως και βελτιωνόταν κάπως η κατάσταση. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πραματευτής δε θα ερχόταν νωρίτερα από τα μέσα Μαρτίου –όλοι οι δρόμοι θα ήταν κλειστοί μέχρι τότε, εξ’αιτίας του χιονιού.

Κουτσά στραβά τα κατάφερα, όμως. Η μέση μου καλυτέρευε όσο περνούσε ο καιρός και τα ζώα του δάσους επανέκτησαν τη φιλική τους διάθεση.Το σαλιγκάρι ολοένα και μεγάλωνε, ήταν γλυκό όπως όταν το πρωταντίκρυσα και, φυσικά, δεν ξαναμίλησε. Παρά μόνο εξαφάνιζε, ως δια μαγείας, καθετί φαγώσιμο που έβαζα στο κουτί του.

Ώσπου έφτασε ο καιρός που θα ερχόταν ο πραματευτής. Θα μου έφερνε μερικές προμήθειες και αρκετά νέα, κι εγώ με τη σειρά μου θα του έδινα ό,τι μπορούσα για αντάλλαγμα. Είχα ήδη στοιβάξει σε μια γωνιά τα προς ανταλλαγή αντικείμενα και ασχολούμουν με τον λαχανόκηπό μου τη στιγμή που ακούστηκε μια διστακτική φωνή.

«Είναι κανείς εδώ;»

«Μάλιστα», φώναξα, καθώς διέσχιζα το σπίτι για να φτάσω στον μπροστινό κήπο.

«Κ-κ-καλημέρα κ-κ-κύριε. Είμαι ο νε-νέος π-π-πραματευτής», τραύλισε ο δύσμοιρος στη θέα της στραβοκομμένης μύτης μου, ενθύμιο από εκείνη τη νύχτα της επανάστασης.

«Μισό λεπτό να σας φέρω τα πράγματα», είπα προσπαθώντας να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση.

«Αλήθεια, ξέρετε τίποτα για την αναπαραγωγή των σαλιγκαριών;»

Η ερώτηση μού ξέφυγε σαν χείμαρρος, προτού καταφέρω να τη συγκρατήσω. Στο άκουσμά της, δυσπιστία απλώθηκε στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, καθώς φόρτωνε τα τελευταία αντικείμενα που του είχα φέρει.

«Ν-ναι, ξέρω κάποια πράγματα. Είναι της μόδας άλλωστε τελευταία τα σαλιγκάρια. Τρώγονται πολύ», αποκάλυψε, κοιτάζοντας επίμονα τα παππούτσια του. «Αν ζευγαρώσει κανείς δύο, προκύπτουν περίπου πενήντα με εξήντα σαλιγκάρια από το καθένα. Ζευγαρώνουν, όμως, μόνο το καλοκαίρι.»

Τι υπέροχη ανακάλυψη! Τι υπέροχη ανακάλυψη! Πανηγύριζα από μέσα μου, μέχρι που ο νεαρός πραματευτής χάθηκε στην επόμενη στροφή, αφού μου υποσχέθηκε πως θα ξαναπερνούσε σε μερικές μέρες για να μου φέρει κάποια επιπλέον πράγματα. Και τότε, πραγματικά άρχισα να ουρλιάζω από τη χαρά μου. Όλη την ημέρα έκανα υπολογισμούς με το μυαλό μου. Από δύο σαλιγκάρια βγαίνουν περίπου εκατό. Αυτό μας κάνει πενήντα ζευγάρια κι από αυτά το καθένα θα κάνει άλλα εκατό σαλιγκάρια. Κι αυτό μας κάνει πέντε χιλιάδες σαλιγκάρια σε ελάχιστα χρόνια. Κι αν πουλήσω το καθένα από ένα ευρώ, τότε... Ε, εντάξει, δε θα γίνω ζάμπλουτος, αλλά σε σχέση με τώρα θα είμαι μια χαρά.

Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, του Μαρτίου –γιατί μου μοιάζει τόσο μακρινό το χθεσινό βράδυ, αλήθεια;- είχα καταστρώσει το σχέδιό μου. Το Μπίλι θα γινόταν ο γενάρχης μιας μακράς δυναστείας σαλιγκαριών που θα με έβγαζαν από τη δύσκολη οικονομική θέση. Είχα βρει ακόμα και το μέρος όπου θα γινόταν η εκτροφή: η μικρή αποθηκούλα δίπλα από το υπνοδωμάτιό μου.

Προς τα εκεί πήγαινα εκείνο το βράδυ, προς το υπνοδωμάτιο, ευχαριστημένος με τα νέα μου σχέδια, όταν άκουσα έναν ανατριχιαστικό ήχο. Έναν ήχο βγαλμένο από τον πιο τρομερό μου εφιάλτη. Τον ήχο ενός καβουκιού που σπάει. Συντετριμμένος, έστρεψα το βλέμμα μου προς τα κάτω, εκεί που το παππούτσι μου σχεδόν είχε ακουμπήσει το πάτωμα. Μετά, δίχως να πιστεύω στα μάτια μου, κοίταξα προς το κουτί από παγωτό. Το καπάκι ήταν ανοιχτό. Ήταν; Έβλεπαν καλά τα μάτια μου;

Όχιιιιιι! Η κραυγή θαρρείς και είχε σφηνώσει μέσα μου, δεν έβγαινε κι όλο και μεγάλωνε, ώσπου η απελπισία μου ρευστοποιήθηκε και δάκρυα ανάβλυσαν ορμητικά. Γιατί; Γιατί σε μένα αυτό, γιατί; Ο φίλος μου, ο φίλος μου με πατημένο το καβούκι του. Ποιός φίλος μου; Ποιός χέζεται για ένα σαλιγκάρι; Η περιουσία μου χάθηκε, η περιουσία μου! Όλα τα όνειρα που έκανα για το Μπίλι, για τη δυναστεία του, τα συνέθλιψα με ένα βήμα μου, μια απροσεξία μου.

«Όχι καλό μου σαλιγκαράκι, όχι καλό μου Μπίλι, δεν τα εννοούσα αυτά που σκεφτόμουν, όχι. Γίνε, σε παρακαλώ, καλά. Κάνε, Θε μου, να μην του έκανα μεγάλη ζημιά!»

Το ντελίριό μου δεν έλεγε να σταματήσει. Το κεφάλι μου δεν έλεγε να σταματήσει να βομβαρδίζει τους εύθραυστους τοίχους. Τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν να κυλούν. Όταν μετά από αρκετή ώρα κατάφερα να συνέλθω, είδα με κάποια ανακούφιση πως το όστρακό του είχε σπάσει βέβαια, αλλά όχι τόσο σοβαρά ευτυχώς. Δε θα αργούσε να ξαναγίνει όπως ήταν. Κι αφού θυμήθηκα πως το σάλιο των σαλιγκαριών είναι θαυματουργό και τους επιτρέπει να αναδομούν το όστρακό τους, ηρέμησα σχεδόν εντελώς και κατάφερα να κοιμηθώ.

Ξύπνησα σαν από λήθαργο. Προσπάθησα να προσανατολιστώ, αλλά του κάκου. Πώς βρέθηκα ξαπλωμένος σε διπλό κρεβάτι; Τι συνομιλίες ήταν αυτές που άκουγα; Η μητέρα; Ο πατέρας; Μα πού βρισκόμουν; Έπιασα τη μύτη μου. Ολόκληρη; Μα πώς; Τι γινόταν; Έκανα να σηκωθώ, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν ακόμα παιδί. Και τι –μπλιαξ- τι ήταν αυτά τα πράγματα πάνω στη μοκέτα; Τι πατούσα; Σαλιγκάρια. Σαλιγκάρια παντού. Πού βρέθηκαν όλα αυτά στο υπνοδωμάτιο των γονιών μου; Ξουτ! Φύγετε ρε! Του κάκου.

Έπιασα μια χαρτοσακούλα κι άρχισα να τα βάζω μέσα, χούφτες χούφτες. Δεν έπρεπε να τα βρουν εδώ οι γονείς. Μέχρι να τα βάλω όλα μέσα, τα μισά είχαν ξαναβγεί. Είχαν ξαναβγεί και περπατούσαν πάνω στα γυμνά μου πόδια, στέλνοντας ρίγη αηδίας στη ραχοκοκαλιά μου. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν άρχισα να μουδιάζω. Το μούδιασμα, που επεκτεινόταν, ξεκίνησε από τα σημεία στα οποία με είχαν αγγίξει τα σαλιγκαρόμορφα κτήνη, τα διαβολικά αυτά πλάσματα που ήθελαν να με φάνε. Ναι, να με φάνε ήθελαν, το καταλάβαινα πολύ καλά.

Έπρεπε, λοιπόν, να δράσω αλλιώς. Θα τα πετούσα, έστω λίγα-λίγα, κάτω στον κήπο. Έτσι δε θα επιζούσαν από την πτώση, από τη στιγμή που μέναμε στον πέμπτο όροφο. Κι εκεί που νόμιζα ότι τα είχα ξεφορτωθεί όλα, παρατήρησα ένα μικρό, πανέμορφο σαλιγκαράκι με λίγο σπασμένο το καβούκι. Ήταν στο γείσο του μπαλκονιού, στην εξωτερική μεριά και προσπαθούσε να ανέβει προς τα πάνω.

Τεντώθηκα για να το φτάσω. Και τη στιγμή που το έκλεινα στην παλάμη μου, παραπάτησα και επιδόθηκα σε έναν αγωνιώδη αγώνα δρόμου. Έτσι μου φάνηκε δηλαδή, με τον άνεμο να σφυρίζει στ’αυτιά μου και την παλάμη μου σφιχτά κλεισμένη για να προστατέψει το σαλιγκαράκι από την πτώση μας. Οι κραυγές που μου ξέσκιζαν τα αυτιά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν οι δικές μου ή της μάνας μου, που έστεκε στο μπαλκόνι –έντρομη; Τα’θελες και τα’παθες. Η λαιμαργία σου τα’κανε όλα. Όχι, δεν ήταν δυνατόν η χαιρέκακη αυτή φωνή να ανήκε στη γλυκιά μου μάνα. Τα μάτια μου έκλεισαν, πριν προλάβω να το επεξεργαστώ περισσότερο.

Όταν ξανάνοιξαν, βρισκόμουν ξαπλωμένος στο γρασίδι. Κανένα σαλιγκάρι τριγύρω. Τι περίμενα; Ήμουν πάλι ξαπλωμένος στις παρυφές του δάσους. Πρέπει να το προσέξω αυτό με την υπνοβασία. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, ανασκουμπώθηκα και έκανα τις δουλειές της ημέρας. Τώρα, λοιπόν, αφού τις τέλειωσα, κάθομαι και σου γράφω αυτό το γράμμα, άγνωστε αναγνώστη.

Το γράφω γιατί έχω τρομάξει. Ναι, έχω τρομάξει. Ακούω ήχους έξω απ’το σπίτι, ολόγυρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ήχοι τώρα έχουν επεκταθεί και μέσα στο σπίτι. Δεν μπορώ να τους περιγράψω. Γλοιώδεις, και παράλληλα σαν κάτι να γρατζουνάει τους τοίχους. Σαν να μπήγονται –στα αυτιά μου; στους τοίχους; δεν ξεχωρίζω πια- χιλιάδες μικροσκοπικά δόντια. Και τώρα ένα κάλεσμα. Ακούω ένα κάλεσμα προς το δάσος. Κάποιος. Όχι, κάποια. Με καλεί. Δεν μπορώ να ξεφύγω. Όχι. Η γυναίκα μου; Η δεύτερη ευχή, η δεύτερη κατάρα. Πρέπει. Να. Πάω. Πρέπει να-

 

 

Πέρα από τις τύψεις (που είχε μπει απρόσκλητος σε ξένο σπίτι), ο πραματευτής ένιωθε κι έναν απροσδιόριστο φόβο, διαβάζοντας το ανολοκλήρωτο γράμμα του τρελού. Η ανοιχτή πόρτα της κουζίνας τον οδήγησε σε έναν σωρό από ξασπρισμένα κόκαλα. Σαλιγκάρια σουλάτσαραν ολόγυρα και τίποτα άλλο δεν είχε απομείνει από τον τρελό, πέρα από ένα στραπατσαρισμένο χαρτί. Το γράμμα της γυναίκας του.

 

 

Τρισκατάρατε πεινάλα, ελεεινέ, καταβρόχθισαν τα παιδιά μας! Για σένα ήρθαν και έπεσαν πάνω στα αθώα μας. Μια χαψιά τα έκαναν, κοντεύω να τρελαθώ. Πού ήσουν την ώρα που διαδήλωναν έξω από την οικεία μας; Ε; Πού ήσουν όταν πηδούσαν πάνω από τα πανύψηλα κάγκελα του κήπου; Πού ήσουν όταν παραβίαζαν την κύρια είσοδο του σπιτιού; Όταν κρεμούσαν τους υπηρέτες μας; Όταν διαμέλιζαν τα παιδιά μας και τα έτρωγαν επιτόπου; Όταν έδιναν τα κόκκαλά τους στα σκυλιά; Ε; Πού ήσουν τότε; Ελεεινέ και τρισάθλιε! Σε σένα έπρεπε να το είχαν κάνει αυτό. Κι εσύ πού ήσουν τότε; Τρωγόπινες με τις άλλες μεγάλες κοιλιές της εξουσίας. Άσε με να μαντέψω. Πάλι το πιο ακριβό χαβιάρι τρώγατε, πάλι σολωμό απ’ευθείας από τη Σκωτία, πάλι καταπίνατε τις σαμπάνιες σαν να μην υπήρχε αύριο. Αδηφάγοι! Καταστρέψατε τη χώρα. Κατέστρεψες την οικογένειά μας. Την κατάρα μου να’χεις, όπου και να’σαι. Εύχομαι να σε τρώνε οι τύψεις μια ζωή, να σε τρελάνουν! Εύχομαι να πεθάνεις μόνος, μόνος κι έρημος, με το χειρότερο θάνατο που είχε ποτέ άνθρωπος! Ποτέ, πότε να μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Να χαθείς από προσώπου γης, αυτό να κάνεις. Δε σου αξίζει ο ίδιος θάνατος με αυτόν των παιδιών μας. Να χαθείς κι άνθρωπο να μην ξαναδείς!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο. Ίσως όχι πολύ τρομακτικο, αν και ποτέ δεν θα ήθελα να είμαι ο κύριος στο δάσος που τον κηνυγούν οι ερινύες του...

Link to comment
Share on other sites

Παρντόν; Τι ήταν αυτό; Τελείωσε κιόλας; Δεν πολυκατάλαβα τι έγινε.

Καταρχάς δεν είναι ακριβώς τρόμου και με την πείνα έχει σχέση εξ αγχιστείας. Επίσης είναι μάλλον αποσπασματικό - τι έγινε πριν και πώς κατέληξε εκείνος στο δάσος; Γιατί τον κυνήγαγαν στην αρχή; Ποιοί ήταν αυτοί; Το γράμμα της γυναίκας του στο τέλος μού θύμισε ...την οικονομική κρίση("μαζί τα φάγαμε" κλπ:tongue:).

Στα θετικά το όμορφο, κεντημένο ύφος γραψίματος της νεραϊδούλας μας, που μάλλον παραείναι αισιόδοξη για να γράψει τρόμο, και ο γνωστός άψογος χειρισμός της γλώσσας. Ξεκουράζομαι διαβάζοντας κείμενά σου... Το επίσης γνωστό ελάττωμα των υπερβολικών παρομοιώσεων εδώ το έχεις σχετικά περιορίσει. Σου ξέφυγαν μόνο καναδυό φράσεις του στυλ "μια σκέψη χτύπησε σαν αστραπή το ομιχλώδες τοπίο του μυαλού μου". Και επίσης στα συν το ότι κάνεις έρευνα πριν γράψεις(ο τίτλος υποθέτω ότι είναι όνομα είδους σαλιγκαριού).

Στα αρνητικά η ασάφεια και η άνιση κατανομή της πληροφορίας. Περνάει μεγάλο μέρος του διηγήματος όπου αφήνεις μόνο υπονοούμενα σχετικά με το ποιος είναι αυτός, γιατί είναι εκεί, τι του έχει συμβεί κλπ και μετά, στο τέλος, ξεπετάς τις (ελλιπείς κιόλας) εξηγήσεις στα γρήγορα με το γράμμα της γυναίκας του.

Επίσης:

-αφού ετοίμαζε "ρεβεγιόν" για τα ζώα του δάσους, πώς μετά λέει "δεν ενόχλησαν"; Ήταν τελικά γι' αυτόν ενόχληση τα ζώα ή παρέα;

-η κουκουβάγια τι ρόλο παίζει; Μήπως είναι κάποια ιδέα που την ξέχασες στη μέση; Ή απλώς διαβάζω εγώ βιαστικά;

-κάμποσα πράγματα τα λες πολλές φορές το καθένα. Να υποθέσω ότι πρόκειται για μεταβατική φάση μετά το κόψιμο των πολλών παρομοιώσεων; Δε μπορείς, δηλαδή, να γράψεις τελείως σκέτα και, για να μη βάλεις παρομοιώσεις, βάζεις επαναλήψεις; Καλά, δεν είναι οπωσδήποτε κακό οι παρομοιώσεις. Αλλά να τις βάζεις εκεί που χρειάζονται.

Η γενική μου εντύπωση είναι ένα όμορφο, ποιητικό, νεραϊδένιο...τίποτα. Σου χρειάζονται ιδέες πιο ισχυρές. Βέβαια, ένα κείμενο με καλό γράψιμο και χωρίς ιδέες είναι καλύτερο από ένα με καλές ιδέες αλλά κακό γράψιμο. Αλλά δεν είσαι ακόμα τόσο καλή στο γράψιμο που να αναπληρώνεις την έλλειψη ιδεών, οπότε καλύτερα να τα έχεις και τα δυο. Φτιάξε πρώτα στο μυαλό σου μια υπόθεση αρκετά δυνατή, με αρχή, μέση και τέλος, και μετά άρχισε να τη γράφεις. Κανένα βιβλίο περί δημιουργικής γραφής δεν έχεις διαβάσει;

Σόρι αν ήμουν πολύ αυστηρή... Καλή επιτυχία, νεραϊδούλα!

Link to comment
Share on other sites

Πρώτη σου ιστορία τρόμου, ε;

Χμ, δούλεψέ το λίγο πιο πολύ, γιατί πράγματι το έχεις.

Πυκνογραμμένο κείμενο, θα μπορούσες να το είχες κάνει λίγο πιο ανάλαφρο, αν παρέλειπες ορισμένες επαναλαμβανόμενες φράσεις οι οποίες ίσως να μην ήταν απαραίτητες.

Τρομαχτικό δεν ήταν σε πρώτη ανάγνωση, μα άφηνε στον αναγνώστη μια περιέργη εντύπωση. Δε φοβάται κάποιος από καθεαυτά τα γεγονότα της ιστορίας, μα πιο πολύ από την "τύχη" όσων πέρασαν μια ζωή μέσα στη λαιμαργία(όποιου είδους κι αν ήταν αυτή).

Γενικά καλό, σίγουρα μπορείς και καλύτερα. Επαναλαμβάνω, δούλεψέ το.

Link to comment
Share on other sites

Πολυ ομορφες περιγραφες και προζα,οπως παντα.Η αντιθεση του αισιοδοξου στυλ και των πολυχρωμων περιγραφων και τοπιων,με την ατμοσφαιρα τρομου που δημιουργειται αργοτερα μου αρεσε ιδιαιτερα και την βρηκα πολυ πρωτοτυπη.Φαινεται οτι ειχες κανει ερευνα πριν αρχισεις την ιστορια,και τα στοιχεια που παραθετεις δινουν μια αλλη διασταση στην ιστορια σου.Ισως θα επρεπε να επικεντρωθεις λιγακι περισσοτερο το θεμα πεινα,ομως δεν νομιζω οτι ειναι εκτος θεματος.Μου αρεσε πολυ ο ηρωας σου,και ισα ισα το οτι δεν εδωσες ξεκαθαρα την ιστορια του,παρα με εμμεσο τροπο μεσα απο τα γραμματα το εκανε πιο ενδιαφερον.Πολυ ωραια,μπραβο.

Link to comment
Share on other sites

Δεν αμφισβητώ τη συγγραφική σου ικανότητα΄, αλλά η όλη φάση μου θύμισε περισσότερο Dinsey παρά τρόμο. Τα πολλά γλυκούλια δεν με αφήσανε να τρομάξω, δεν θα με αφήναν ούτε καν αν υπήρχανε ξεκοιλιάσματα και σοδομισμός. Αν αφαιρέσεις τις τελευταίες σειρές γίνεται απλά ένα καλούλι ιστοριάκι. Πάντως θα διαβάσω και άλλα δικά σου. ^_^

Edited by Ορφέας Κάππα
Link to comment
Share on other sites

Καλά, ε… Θα ερχόντουσαν τα ζώα του δάσους για να γιορτάσουν μαζί; Παραμυθάκι δηλαδή, σίγουρα Disney!

 

Και στο τέλος μια παράγραφος από άλλο έργο, για να θυμηθούμε τον τρόμο. Έπρεπε να μας δείξεις το άλλο πρώτα.

Link to comment
Share on other sites

Καλά, ε… Θα ερχόντουσαν τα ζώα του δάσους για να γιορτάσουν μαζί; Παραμυθάκι δηλαδή, σίγουρα Disney!

 

Και στο τέλος μια παράγραφος από άλλο έργο, για να θυμηθούμε τον τρόμο. Έπρεπε να μας δείξεις το άλλο πρώτα.

 

 

Παίξ’ το ανάποδα! Καλή ιδέα Ντίνο , θα λειτουργήσει.

 

Ωραίο σκηνικό, πραγματικά τα σαλιγκάρια είναι τρομαχτικά, ειδικά τα φθινοπωρινά απογεύματα… μπρρρ!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Περίεργη ιστορία. Με τραβούσε να την διαβάσω για να δω τι το παράξενο θα γίνει μ’ αυτό το σαλιγκάρι, που μπορώ να πω ότι έπαιξε καλά το ρόλο του. Ωραία η αίσθηση της απομόνωσης και του ψυχισμού του ήρωα που μιλάει με τα ζώα (δεν μπορεί να ξεφύγεις από το φάντασυ, ε; :lol: ).

 

Από εκεί και πέρα, όμως, δεν είχε κάτι ξεχωριστό, ούτε και ήταν ιδιαίτερα τρομακτικό. Οι πληροφορίες που μας έδωσες (εδώ μπράβο που ασχολήθηκες τόσο με το θέμα) ήταν σαν να «έπρεπε» να τις βάλεις εκεί και βγήκε κάπως μη φυσικά. Το τέλος δεν με έπεισε γι’ αυτό και δεν με ικανοποίησε. Η «πείνα», γενικά, ήταν κάπως αποκομμένη από το διήγημα.

 

Η γραφή σου πάντα ρέουσα και κελαρυστή.

 

Για πρώτη προσπάθεια στον τρόμο ήταν καλό, αλλά νομίζω ότι ο τρόπος που γράφεις δεν του ταιριάζει. Θα πρέπει να αλλάξεις κάποια πραγματάκια, αν θελήσεις να ξαναασχοληθείς μαζί του.

 

Καλή επιτυχία σου εύχομαι!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Περίεργη ιστορία. Με τραβούσε να την διαβάσω για να δω τι το παράξενο θα γίνει μ’ αυτό το σαλιγκάρι, που μπορώ να πω ότι έπαιξε καλά το ρόλο του. Ωραία η αίσθηση της απομόνωσης και του ψυχισμού του ήρωα που μιλάει με τα ζώα (δεν μπορεί να ξεφύγεις από το φάντασυ, ε; :lol: ).

 

Από εκεί και πέρα, όμως, δεν είχε κάτι ξεχωριστό, ούτε και ήταν ιδιαίτερα τρομακτικό. Οι πληροφορίες που μας έδωσες (εδώ μπράβο που ασχολήθηκες τόσο με το θέμα) ήταν σαν να «έπρεπε» να τις βάλεις εκεί και βγήκε κάπως μη φυσικά. Το τέλος δεν με έπεισε γι’ αυτό και δεν με ικανοποίησε. Η «πείνα», γενικά, ήταν κάπως αποκομμένη από το διήγημα.

 

 

Δεν ξέρω για το ιδιαίτερα τρομακτικό. Πρέπει να τρομάζεις διαβάζοντας τρόμο;

Link to comment
Share on other sites

Περίεργη ιστορία. Με τραβούσε να την διαβάσω για να δω τι το παράξενο θα γίνει μ’ αυτό το σαλιγκάρι, που μπορώ να πω ότι έπαιξε καλά το ρόλο του. Ωραία η αίσθηση της απομόνωσης και του ψυχισμού του ήρωα που μιλάει με τα ζώα (δεν μπορεί να ξεφύγεις από το φάντασυ, ε; :lol: ).

 

Από εκεί και πέρα, όμως, δεν είχε κάτι ξεχωριστό, ούτε και ήταν ιδιαίτερα τρομακτικό. Οι πληροφορίες που μας έδωσες (εδώ μπράβο που ασχολήθηκες τόσο με το θέμα) ήταν σαν να «έπρεπε» να τις βάλεις εκεί και βγήκε κάπως μη φυσικά. Το τέλος δεν με έπεισε γι’ αυτό και δεν με ικανοποίησε. Η «πείνα», γενικά, ήταν κάπως αποκομμένη από το διήγημα.

 

 

Δεν ξέρω για το ιδιαίτερα τρομακτικό. Πρέπει να τρομάζεις διαβάζοντας τρόμο;

 

Χμμ, ίσως να μην το έθεσε σωστά. Εννοούσα πως δεν υπάρχει έντονη η ατμόσφαιρα του τρόμου. Ο καθένας επηρεάζεται διαφορετικά από ιστορίες τρόμου, άλλος τρομάζει περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος καθόλου. Αλλά όταν διαβάζεις μια τέτοια ιστορία περιμένεις να υπάρχει ένα κλίμα που να μπορεί να δημιουργήσει τέτοια συναισθήματα. Ελπίζω να ήμουν πιο σαφής τώρα, και για την Λαίδη που το σχόλιο αφορά την ιστορία της.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Μην ανησυχείς, Άγγελε, είναι κατανοητό! :)

 

Ουφ! Μόνο εγώ τρόμαξα δηλαδή; :cold: Ίσως φταίει και το όνειρο που μου ενέπνευσε την ιστορία...

Αααα, δεν υπάρχει περίπτωση! Θα ζητήσω από τη Disney τα λεφτά μου πίσω! (Μα να με έχει επηρεάσει τόσο πολύ, υποσυνείδητα; :tease: )

Sorry για το :spam: ! Συνεχίστε ακάθικτοι με τα σχόλια! (Βαράτε, αντέχω! :lol: Αυτό προς απάντηση και στην Κέλλυ.)

Link to comment
Share on other sites

Περίμενα με αδημονία την αναφορά στο παρελθόν, μα όταν αυτή ήρθε μου φάνηκε πολύ σύντομη, κάτι που μάλιστα δε δικαιολογούταν απο το μεγάλο φορτίο της. Δεν κατανόησα πώς ήταν δυνατό να φαγωθεί απο τους διαδηλωτές αυτό που φαγώθηκε. Θα έπρεπε να υπήρχε πραγματικά μια τεράστια ανάγκη για εκδίκηση, όμως σε αυτή την περίπτωση θα χρειάζονταν κατά τη γνώμη μου περισσότερες περιγραφές της ανέχειας εκείνων των εχθρικών ανθρώπων :)

 

Με αυτό δε θέλω να πω οτι δεν υπήρχαν μέρη του κειμένου που μου άρεσαν. Όμως είναι περισσότερο κάτι παραληρηματικό, παρά ένα κείμενο τρόμου κατά τη γνώμη μου, παρά τα πολύ άγρια γεγονότα.

 

Επίσης το τέλος του, το γεύμα των σαλιγκαριών, μου φάνηκε σα να ήταν κάτι όπου δεν οδηγήθηκε το διήγημα με φυσικό τρόπο. Ως τότε το σαλιγκάρι δεν ήταν εχθρικό. Υπάρχει μόνο το όνειρο με τα πολλά σαλιγκάρια, αλλά και αυτό δεν προιδεάζει για κάτι τέτοιο κατά τη γνώμη μου.

 

Πάρα πολύ μου άρεσε η σκηνή με το τεράστιο σαλιγκάρι, και οι περιγραφές της. Επίσης το διήγημα είναι αρκετά σύνθετο, κάτι ευχάριστο για εμένα, όμως μου έδωσε την εντύπωση οτι τα διάφορα τμήματά του ήταν κάπως αποκομμένα το ένα απο το άλλο.

 

Άλλο ένα σημείο που μου φάνηκε αδιευκρίνιστο ήταν η έλευση των ζώων του δάσους στην καλύβα. Πώς ακριβώς έγινε αυτό; Ήταν και αυτό μέρος των φαντασιώσεων; Θα έτεινα να το πιστέψω, αλλά υπάρχει το τέλος που δείχνει οτι υπήρχε και στην πραγματικότητα κάτι το παράξενο.

 

Επίσης δεν κατάλαβα πώς πολλαπλασιάστηκε το σαλιγκάρι. Βέβαια το ίδιο υποστήριξε με σοβαρότητα την κρίση οτι ήταν ερμαφρόδιτο, ωστόσο αυτό δε μπορεί λογικά να το αποδεχτεί κανείς ως μέρος της πραγματικότητας, όπως φυσικά και το να μιλάει ένα σαλιγάρι. Συνεπώς η τελική σκηνή στην καλύβα και πάλι μου φάνηκε οτι θα μπορούσε να είχε γραφτεί αλλιώς.

 

Πάντως σίγουρα είναι ευχάριστο οτι διάβασα τελικά ένα κείμενό σου. Νομίζω οτι αν συνδυάσεις πιο στενά τα στοιχεία στη φαντασία σου θα δημιουργήσεις κάτι πολύ πιο δεμμένο απο αυτό το κείμενο. Σου εύχομαι καλή επιτυχία :)

 

edit: Διάβασα πριν απο λίγο οτι όντως υπάρχουν ερμαφρόδιτα σαλιγκάρια, αυτό δεν το ήξερα. Οπότε το σχετικό ερώτημά μου ακυρώνεται ;)

Edited by Iwannhs
Link to comment
Share on other sites

Το παραμύθι που μεταλλάσσεται σε τρόμο, περνώντας και ξαναπερνώντας από ονειρικά μονοπάτια στην πορεία.

 

Στα συν

Η πραγματικά πολύ πρωτότυπη μορφή του τιμωρού. Ένα σαλιγκαράκι που φωνάζει και την παρέα του! Θα είμαι πολύ προσεκτική την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην εξοχή :cold:.

Η έρευνα για τα σαλιγκάρια. Κάπου είχα ακούσει ότι ήταν ερμαφρόδιτα και πολύ μου άρεσε που το βρήκα μέσα.

 

Στα πλην

Δεν με έπεισε η τελευταία παράγραφος ότι για όλα όσα έγιναν. Ήταν πολύ διεκπεραιωτική, για να μας δώσει τις πληροφορίες που έλειπαν, οι οποίες επίσης δεν με πείθουν πραγματικά.

Ο χαρακτήρας του ήρωα παραπαίει. Εκεί που αγαπάει τα ζώα, εκεί σκέφτεται πάλι πώς να τα εκμεταλλευτεί. Δεν μπορώ ούτε να τον συμπαθήσω κι έτσι έχω μια δυσκολία να ταυτιστώ κάπου.

 

Δεν μπορώ πάντως να μην πω ότι βρήκα πανέμορφο και μαγικό το ασημένιο μονοπάτι των σαλιγκαριών.

Νομίζω ότι αν έβλεπες αυτή την ιστορία ξανά, από dark fantasy μεριά, με άλλου είδους υπόβαθρο για την κατάληξη του ήρωα στο δάσος, θα είχες μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Κοίτα, δεν τρόμαξα. Και βασικά η πείνα κατάλαβα λίγο πιο μετά που κολλάει... Γράφεις ωραία, ήταν ευφάνταστο, αλλά όχι αρκετά σκοτεινό.Βέβαια το τέλος το βρήκα επίκαιρο από πολλές απόψεις. Καλή επιτυχία γλυκιά μου. :)

Link to comment
Share on other sites

Θα είμαι πολύ προσεκτική την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην εξοχή :cold:.

(Αααχ... Συγγνώμη, δεν άντεξα!)

 

Δηλαδή Βάσω μου, τώρα θα φοβάσαι και τα κελυφοτέρατα εκτός των άλλων...; :cold: Αχ, τι έκανα η κακούργα! :tongue:

Link to comment
Share on other sites

-Πολύ φανταστική ιστορία. Μπράβο

 

-Δεν ήταν και ιδιαίτερα τρομακτική.

 

-

Ο ήρωας πατάει το Μπίλι. Εγώ: -Ωχ, πάτησε το Μπίλι! ohmy.gif

 

 

-Το κλείσιμο δεν ξέρω… κατάφερε να μεταδώσει ένα μίνι ρίγος, κυρίως λόγο της σκληρότητας του θέματός του, όμως νομίζω μπορούσες και καλύτερα. Για δυο λόγους το λέω. 1) Τώρα είναι πολύ σαν να εξηγεί 2) Μου φαίνεται ότι

η γυναίκα θα έπρεπε να είναι πολύ σκληρότερη σ’ αυτά που του έγραψε.

 

 

-Η πείνα πιστεύω θα μπορούσε να είναι πιο μπροστά στο διήγημα, τώρα είναι περισσότερο συνδεδεμένη με το παρελθόν, το οποίο παρελθόν δεν φωτίζεται και πολύ.

 

-Νομίζω θα συμφωνήσω με την παρατήρηση του Iwannhs, σχετικά με το ότι

ακούγεται κάπως ακραίο να τους έφαγαν οι διαδηλωτές.

 

Link to comment
Share on other sites

Θα είμαι πολύ προσεκτική την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην εξοχή :cold:.

(Αααχ... Συγγνώμη, δεν άντεξα!)

 

Δηλαδή Βάσω μου, τώρα θα φοβάσαι και τα κελυφοτέρατα εκτός των άλλων...; :cold: Αχ, τι έκανα η κακούργα! :tongue:

 

:roflmao:

Έτσι, έτσι, να έχεις τύψεις. :devil2:

 

 

 

Μπα, δε βαριέσαι. Τα άλλα τέρατα είναι κάτι σαν την πρώτη αγάπη. Δεν λησμονιούνται.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ε, θα ήταν ένα πολύ ωραίο και αξιόλογο φάνταζυ παραμυθάκι, αν δεν ήθελες σώνει και καλά να δώσεις μια νότα τρόμου.

 

Με την πείνα κάπου το έχασα (μάλλον για τη βουλιμία του λες, αλλά εγώ προσωπικά διαχωρίζω τη βουλιμία [που είναι μια <διαρκής> λαιμαργία] από τη συνεχή πείνα, που είναι κάτι άλλο).

Το τέλος επίσης ήταν πολύ απότομο.

Και στην τελική

ΓΙΑΤΙ να φάνε τα παιδιά του;;

(με το ζόρι τρόμος).

 

Βγάλε τον πολύ τρόμο και θα έχεις μια εξαίσια φάνταζυ ιστορία, επιμένω.

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχω να προσθέσω κάτι ιδιαίτερο στα παραπάνω. Διάβασα πολύ ευχάριστα την ιστορία και με ξεκούρασε από το φόρτο της ημέρας, ένα μεγάλο μπράβο για αυτό. Από εκει και πέρα, τρόμο δεν είδα, ίσα ίσα που σκεφτόμουν το σαλιγκάρι πάνω σε πιάτο και γλειφόμουν, η πείνα ήταν χαλαρά δοσμένη, σε μια όμορφη όμως και φευγάτη ιστορία που την απόλαυσα και πρέπει να πω ότι

αν έκανε ντου κι ο Ντόναλντ σε καμιά φάση

θα την έβαζα πρώτη. Δεν πειράζει που δεν το σκέφτηκεςholiday.gif Καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

αν έκανε ντου κι ο Ντόναλντ σε καμιά φάση

Για να πω την αλήθεια

 

Εγώ περίμενα να σκάσει μυτη ο Μπάμπυ

 

 

ακούγεται κάπως ακραίο να τους έφαγαν οι διαδηλωτές.

Μάλλον το εννοεί μεταφορικά, σαν κι εκείνο το παλιο συνθηματάκι

 

Βραστούς, βραστούς θα φάμε τους αστούς και τους γραφειοκράτες στο φούρνο με πατάτες

 

Link to comment
Share on other sites

Η αφήγηση είναι καλή και κυλάει άνετα. Έχεις αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο γράψιμό σου, όπου όλα είναι φωτεινά και ωραία. Και σκέφτηκα το ενδιαφέρον κοντράστο αυτών των εικόνων με τα ιδιαίτερα Helix Aspersa και τις ορέξεις τους. Θα μπορούσε να δουλέψει καλύτερα πιστεύω. Αν είχες πετάξει τα ζώα έξω -παραείναι έντονη η εικόνα για να αποφύγεις συγκρίσεις τη στιγμή που δεν πραγματεύεσαι τις ταινίες του disney και γενικά αυτές τις καταστάσεις- τα πράγματα θα είχαν βελτιωθεί. Αν είχες αποφύγει και την εκβιαστική τελευταία παράγραφο και το υποβόσκον πολιτικό μήνυμα, επικίνδυνα κοντά στη θεία δίκη...

 

 

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Ότι ξέρεις να γράφεις ελληνικά, σίγουρα. Ξέρεις και μπορείς.

 

Αλλά ο Τσαοσέσκο ρεβεγιόν με τον Μπάμπι; Όχι. Γενικά, σόρρυ κιόλας, αλλά ήτανε ένας ψιλοαχταρμάς.

Link to comment
Share on other sites

Ουφ! Μόνο εγώ τρόμαξα δηλαδή;

Ναι. :rolleyes:

Ευτυχώς δεν έγραψες ροζ και λουλουδένιες παρομειώσεις και μενεξεδένια συννεφάκια, γιατί δεν θα το άντεχα. :tongue:

 

Η ιστορία κύλησε καλά, εκτός από κάτι μικρά προβλήματα (όπως το ότι μας ψιλοέπριξε να λέει για το παρελθόν του - ή πες τι έχεις κάνει ή κόφ' το ρε φίλε), και το τέλος ήρθε και τα χάλασε. Τι ήταν αυτό; Σίγουρα δεν περίμενα έτσι το γράμμα, και μάλλον προτιμούσα να μην το διαβάσω.

Η πείνα δεν υπάρχει πουθενά (δεν ήταν η αδηφαγία το θέμα του διαγωνισμού), και ο τρόμος σίγουρα μας βλέπει τώρα και γελάει τσιριχτά, με τη φωνή της μάγισσας Κλο-Κλο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..