Jump to content

Τριαντάφυλλο στο πεζοδρόμιο.


Innerspaceman

Recommended Posts

Λέξεις: 1400 περίπου.

 

 

 

 

 

 

 

«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, είπε η τριανταφυλλιά , πρέπει να το πλάσεις με τη μουσική του φεγγαρόφωτου

και να το βάψεις με το αίμα της καρδιάς σου. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με ένα αγκάθι καρφωμένο στο στήθος σου».

 

– Όσκαρ Ουάϊλντ, «Τ’ αηδόνι και το τριαντάφυλλο».

 

 

 

Ήταν άλλο ένα συνηθισμένο πρωινό, φρέσκο και όμορφο όπως και κάθε μέρα. Έτσι ήταν η συνήθεια σε αυτό το μέρος . Ψηλά στο λόφο, στο σπίτι με τις αναρριχώμενες κληματαριές που αγκάλιαζαν τους πλίθινους τοίχους . Με τους μενεξέδες και τις μαργαρίτες, ένας κήπος ουράνιο τόξο και από κάτω να απλώνεται το μολυσμένο σώμα της πόλης. Κι ακόμη πιο πέρα πάλι, το αγνό φυσικό τοπίο με τους καταπράσινους κάμπους και τα περήφανα βουνά.

 

Η Τριανταφυλλιά - που πολύ τον κήπο της αγαπούσε – φρόντιζε και σήμερα για την ζωική αρχοντιά του. Μα τούτη την φορά ένας απρόσμενος μουσαφίρης βρισκόταν εκεί ανάμεσα στ’ άλλα λουλούδια. Ένα καινούργιο μικρό θαύμα απ’ το πουθενά. Το πιο θελκτικό απ’ όλα. Και καθώς πλησίασε πιο κοντά να το θαυμάσει, χαϊδεύοντας το απαλά, ήταν σαν να της ψιθύρισε στ' αυτί « … και ‘γω που σ’ αγαπώ τον κήπο σου θα ομορφαίνω».

 

 

 

 

Λίγες μέρες και λίγες ώρες πριν, ο Μανώλης ήταν ξύπνιος ακόμη και μόνος στο βάθος της νύχτας. Έβηχε από τον ύπουλο καρκίνο που μεγάλωνε στα σωθικά του. Ακαθόριστη γραμμή αν αιτία του, ήταν τα τσιγάρα ή της ζωής τα βάσανα. Για τα οποία κάπνιζε μαζί με το καπνό να φύγουν. Μα, άλλη γιατρειά ετοίμαζαν για εκείνον. Καθόταν σαν σκουριασμένο ναυάγιο σε μελανό βυθό. Στην σκληρή ψάθινη καρέκλα του μες’ στο θαμποφωτισμένο του δωμάτιο. Τα όνειρα και οι πόθοι του, ένα σαπισμένο σκαρί που έτριζε υπόκωφα σε αυτά τα σιωπηλά βάθη, μα κανείς δεν ήταν εκεί για να τ’ ακούσει. Όπως όλων μας τα βάσανα άλλωστε. Κρυφά , ανείπωτα, ανέγγιχτα.

 

Κοίταζε επίμονα απ’ το παραθύρι του, ψηλά στον απέναντι αγέρωχο λόφο, που δέσποζε το πατρικό του σπίτι, αυστηρό και περήφανο, κριτής των ανθρώπων της πόλης. Το σπίτι των παιδικών του ονείρων, που το είχαν πουλήσει σε έναν πλούσιο επιχειρηματία, απ’ της σύγχρονης ζωής τα κελεύσματα και κατέβηκαν χαμηλά στην πόλη. Πιο χαμηλά ίσως δεν γινόταν.

 

Εκείνο το πρωινό – άλλη μια μέρα ρουτίνας – καθώς τραβούσε για την δουλειά του, παρατήρησε ένα μικρό θαύμα. Είχε φυτρώσει από μια ραγισματιά του πεζοδρομίου, ανάμεσα στο δηλητηριώδες μουγκρητό των αυτοκινήτων . Ένα πορφυρό λουλούδι «με όλη την ομορφιά της άνοιξης στα πέταλα του» καθώς λέει και ο ποιητής. Ένας εξόριστος πρόσφυγας, στο τσιμεντένιο δάσος της πόλης.

 

«Δεν είχε καμιά δουλειά αυτό το ντελικάτο όν σε αυτό το αφιλόξενο μέρος» ήταν η πρώτη του σκέψη, και έχρισε τον εαυτό του προστάτη του. Δεν είχε και κανένα άλλο να προστατέψει σε αυτήν την ζωή, μήτε και να του δείξει λίγη αγάπη και φροντίδα από τότε που και η μάνα του είχε φύγει για τον άλλο κόσμο.

 

Τις πιο πολύτιμες αναμνήσεις απ’ το θησαυροφυλάκιο της καρδιάς του είχε διαρρήξει εκείνος ο μικρός εξόριστος (αυτό το «μικρό θαύμα» όπως του άρεσε να το αποκαλεί, γιατί ήταν θαύμα για εκείνον εκεί που είχε φυτρώσει, ανάμεσα στα μουγκρητά της πόλης, την «έρημη χώρα» * ). Ένα κολάζ αναμνήσεων: ο παιδικός του παράδεισος, στον πολύχρωμο μεγάλο κήπο τους, στο σπίτι ψηλά στον λόφο και πίσω απ’ αυτόν, στην φωσφορίζουσα από χρώματα της άνοιξης κοιλάδα. Έτρεχε και βουτούσε στην θάλασσα από καταπράσινα ψηλά χόρτα και παπαρούνες, που τα λίκνιζε σαν κύματα ο άνεμος και εκείνος χανόταν μέσα σε κάθε λογής πιο μικρά ή μεγάλα παρόμοια θαύματα της γης. Και οι εξερευνητικές του αποστολές, ήρθαν στην επιφάνεια, μέσα στα πιο ανείπωτα μυστικά του δάσους, οπού χωνόταν στην τρυφερά παράξενη αγκαλιά του, ώρες ολόκληρες. Αλλά το πιο σημαντικό, ήταν ο πλούσιος κήπος τους, με τα φολιδωτά λιθόστρωτα δρομάκια όπου μοιραζόταν τον παράδεισο με τον παιδικό του έρωτα. Που η φλόγα του ακόμη έκαιγε και τώρα, ύστερα από αρκετά χρόνια. Ήταν η γειτόνισσα του λίγο πιο ανατολικά, κάτω στην κοιλάδα . Η Τριανταφυλλιά, με τις όμορφες μακριές πυρόξανθες πλεξούδες.

 

Της έγραφε και κανένα αυθόρμητο ποίημα που και πού, περίτεχνα σμιλεμένο όμως, απ’ το καλέμι του έρωτα:

 

«Τριανταφυλλιά μου όμορφη

 

Που φύτρωσες μες’ στην έρημη καρδιά μου

 

Να σε ξεριζώσω δεν μπορώ,

 

Συ το όνειρο και η παρηγοριά μου»

 

Αυτό ήταν τ’ αγαπημένο του. Περνούσε έξω απ’ το σπίτι της, καθώς γυρνούσε απ’ το μαντρί, και με κλεφτές ματιές στο παραθύρι της, το σιγοτραγουδούσε και οραματιζόταν πως ζούσαν καθημερινές απλές στιγμές ευτυχίας μαζί με δυό-τρία κουτσούβελα.

 

Μα δεν της τα είχε μαρτυρήσει ποτέ, μήτε τα όνειρα, μήτε και τα ποιήματα του. Πλατωνικά την αγαπούσε, όχι τόσο από δειλία να της τα πει, μα περισσότερο γιατί για εκείνον ιερός ήταν ο έρωτας, και τον κρατούσε κρυφό για την «Δέσποινα τον λογισμών» του, να της τα πει την κατάλληλη στιγμή: «Όταν τα άστρα θα το μαρτυρούσαν στον ουράνιο καμβά της πιο εξαίσιας νύχτας» έλεγε.

Όνειρα θερινής νυκτός. Οι γονείς της με τέτοια ομορφιά την ετοίμαζαν για άλλα μεγαλεία. Όχι για τον φτωχό ατημέλητο γιδοβοσκό. Μα κι εκείνη, δεν τον ήθελε, και όταν μεγάλωσαν λίγο, συνέχεια τον απέφευγε με την μία ή την άλλη πρόφαση. Η Τριανταφυλλιά, μονάχα την μυρωδιά των λουλουδιών και τον κήπο του αγαπούσε. Το γραφικό σπίτι τους ψηλά στον λόφο. Αυτόν όχι.

 

«Λουλούδι είμαι και ’γώ » σκεφτόταν ο Μανώλης «να με πότιζες και μένα λίγο και ’γω που σ’ αγαπώ τον κήπο σου θα ομορφαίνω». Και μια φορά, σκεπτόμενος την αγάπη της για τα λουλούδια, ένα λουλούδι , το πιο ντελικάτο απ’ όλα του κήπου, της πρόσφερε. Μα εκείνη η πονηρή σαν κατάλαβε τους λογισμούς του, είπε με αυστηρό ύφος «Μα καλά Μανώλη γιατί έκοψες αυτό το σπάνιο λουλούδι και το ξερίζωσες; Γιατί του πήρες την ζωή; Είναι εγκληματικό! » Και το πέταξε χάμω. Και εγκλημάτησε εκείνη, την καρδιά του. Και έφυγε και έμεινε το λουλούδι χάμω στο μέσο της άνοιξης , μόνο, αντίκρυ με το λιοπύρι. Έφυγε κι ο Μανώλης και το ξέχασαν εκεί κι οι δυό τους και μαράθηκε.

Ποιος ξέρει; Ίσως κανά πουλί να το τσιμπολόγησε και να χάθηκε για πάντα ή ίσως, ο άνεμος να το πήρε ανατολικά στο δάσος, ή με κάποιο άλλο πιο αναπάντεχο τρόπο, να βρέθηκε πέρα από τον λόφο, και να φύτρωσε στην ραγισματιά κάποιου πεζοδρομίου .

 

 

 

 

Την Τριανταφυλλιά, πριν φτάσει καλά καλά να γίνει γυναίκα, την πάντρεψαν με ένα πλούσιο κύριο. Ήταν και συμφεροντολόγα εδώ που τα λέμε, και δεκάρα δεν έδινε για τον αγνό έρωτα του Μανώλη. Λίγο μετά έμαθε ο Μανώλης πως ο κύριος αυτός ήταν ο πλούσιος επιχειρηματίας στον οποίο είχαν πουλήσει το σπίτι τους. Είχαν πουλήσει μαζί και τα όνειρα του. Και τον έφεραν μετά στην πόλη με το στανιό. Όπως εκείνο το λουλούδι που φύτρωσε στην πόλη. Στην ραγισματιά του πεζοδρομίου. Από μια τέτοια ραγισματιά μεγάλωσε στην ζωή του και απ’ τον καημό τ’ ανέμου ή του χεριού που τον ξερίζωσε.

 

 

 

Απ’ την ημέρα εκείνη που πρόσεξε το «μικρό θαύμα» λίγο δίπλα απ’ την εξώπορτά του, το πότιζε και το φρόντιζε σαν μάνα το παιδί της. Κάθε πρωί του έριχνε και από λίγο νερό με προσοχή να μην το πνίξει. Μα η ανησυχία του ήταν μεγάλη στην σκέψη πώς κάποια μέρα, αδιάφορος περαστικός κινώντας και αυτός για την δικιά του ρουτίνα, δεν προσέξει αυτό το τόσο πολύτιμο ον, που είχε φυτρώσει εκεί ανάμεσα στην ασχήμια, φάρος για τις ζωές που ζούμε στις απάνθρωπες μεγαλουπόλεις μας και το πατούσε σύγκορμο, και έλιωνε, πάνω στην πλάκα του τσιμεντένιου πεζοδρομίου, την ομορφιά του κόσμου μες στην ασχήμια της πόλης. Την ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο**. Θα το έπαιρνε μια νύχτα από κει.

 

Ένα βράδυ λοιπόν, που ένιωθε το καντήλι της ζωής του να σβήνει, με ένα γκασμά και ένα φτυάρι έσπασε τις πλάκες του πεζοδρομίου και με ευλάβεια, προσεχτικά, το πήρε, μαζί με το λιγοστό χώμα και την ρίζα του. Ανέβηκε σαν σιωπηλή γάτα της νύχτας στον λόφο, στο σπίτι πια, της Τριανταφυλλιάς, στον κήπο του όπου κάποτε έπαιζαν μαζί και το φύτεψε ανάμεσα στα άλλα τριαντάφυλλα.

 

Και όταν κατέβηκε πάλι στην πόλη, η αρρώστια του είχε φθάσει στο έσχατο σημείο. Το γνώριζε, ένιωθε την ανάσα του θανάτου πάνω του και το καντήλι του να τρεμοπαίζει. Καθόταν εκεί στην άβολη καρέκλα του - που μήτε εκείνη του έδειχνε συμπόνια - και κοιτούσε επίμονα το σπίτι, ψηλά στον λόφο να του λαμπυρίζει όπως άλλα τόσα ατελείωτα βράδια.

 

Καθώς το χέρι του θανάτου πλησίαζε να κλείσει τα μάτια του, έσκυψε το ταλαιπωρημένο του κορμί ν’ αναπαυτεί. Απελπισμένος αφέθηκε. Τ' ανοιγόκλεισε όμως άλλη μια τελευταία φορά, ήθελε να κρατηθεί λίγο ακόμη, και σαν να ένιωσε , να είδε ένα ζεστό και γνώριμο χέρι να τον χαϊδεύει. Τα μάτια του τώρα, είχαν πιότερο μια ευτυχία παρά δυστυχία στην σκέψη της τελευταίας του πράξης. Βγαζοντας με στιγμιαία αγωνία, μαζί με την τελευταία ελάχιστη δύναμη της ανάσας του επιθανάτιου ρόγχου του μερικά ασυνάρτητα ψιθυριτά , σήκωσε λίγο το πηγούνι του και τελικά ψέλλισε με γαλήνη : « … και’γω που σ’ αγαπώ, τον κήπο σου θα ομορφαίνω ... ».

 

Και πέθανε.

 

 

 

*Από το γνωστό ποιήμα του Τ.Σ. Έλλιοτ "Έρημη Χώρα".

** Έκφραση του Ντοστογιέφσκι.

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφό! Μου άρεσε πάρα πολύ δεν έχω κάτι να παρατηρήσω. Ως κείμενο είχε έντονα ποιητικά στοιχεία. Θα πω πως ήταν πολύ συγκινητικό, είδικά εφόσον μου αρέσουν και τόσο τα τριαντάφυλλα.:rose:

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πως ο κύριος χαρακτήρας ήταν ενωμένος με το λουλούδι, και έτσι τελικά, αν και μάταια, πλησίασε την κοπέλα.

Επίσης ήταν (αν και δεν έγινε ακριβώς έτσι) σα να κατέστρεψε μόνος του το καλό του στοιχείο, που αντιπροσωπευόταν απο το σπίτι στο λόφο, απλώς και μόνο διότι εκείνο το αγαπούσε η άλλη, και έτσι δρούσε σαν ανταγωνιστής του :)

Link to comment
Share on other sites

Eυχαριστώ πολύ Rose και Iwannhs για τα σχόλια και τον χρόνο που αφιερώσατε.

 

Δύο είναι οι κύριοι προβληματισμοί μου ξαναδιαβάζοντας με, πιο αποστασιοποιημένα:

 

Πρώτον με φοβίζει ότι ο κεντρικός ήρωας (ο Μανώλης) ίσως παρουσιάζεται υπερβολικά εξιδανικευμένος, και έτσι δημιουργείται μια εντελώς ιδεαλιστική ιδέα για αυτόν που καταντάει το διήγημα «μελό» , κάτι που δεν θα το ήθελα. Δεν ήθελα να γράψω δηλαδή απλά ένα «συγκινητικό παραμύθι».

 

Δεύτερον, είναι πάνω σε αυτο που λέει ο Iwannhs, αυτό που πολύ ορθά παρατηρεί (περι ένωσης). θέλει δουλειά προς αυτήν την κατεύθυνση όμως: Δεν ξέρω κατά πόσο πέρασε αυτή η αίσθηση αλλά δεν ήταν απόλυτη πρόθεση μου να δείξω ακριβώς ταύτιση (αν και απο υπό μια έννοια ισχύει σαφώς) αλλά ούτε και ότι όλα λειτουργούν σε ενα εντελώς αλληγορικό πεδίο, όσο περισσότερο, να δείξω μια "τρίτη κατάσταση" όπου στέκεται ανάμεσα σε αυτά. Ήθελα να πω, πως υπάρχει ναι μεν ένωση αλλά αυτή γίνεται σε ένα άλλο πεδίο, που δεν είναι ούτε αμιγώς εξωτερικό ούτε και αμιγώς εσωτερικό αλλά σε μια συμβολή, μια διασταύρωση αυτών των δύο, δημιουργώντας μια νέα διάσταση, και εκεί πάνω σε αυτή την κορυφή της διασταύρωσης των δύο κόσμων να γίνει αυτή η ένωση. Να γίνει μια συμπύκνωση του κόσμου του κειμένου και το σύμβολο να λειτουργήσει όχι απλά ως μια μονοσήμαντη αλληγορία ή ομοιότητητα (αυτό είναι αυτό, ο Μανώλης και το Τριαντάφυλλο έγιναν ένα) αλλά ως μια οντότητα που εμπεριέχει δυνητικά μέσα του σε μία μορφή, όλα τα νοήματα του κειμένου. Ολόκληρο τον κόσμο του κειμένου.

 

Το πράγμα όμως μάλλον χάλασε εδώ: μάλλον απο ανασφάλεια ( ; ) δική μου έβαλα κάποια περιττά εμβόλιμα πιο πραγματιστικά - απτά σημεία (ειδικά προς το τέλος) που παρέπεμψαν σε ρεαλισμό μέσα στο κείμενο και έγειραν επικίνδυνα την πλάστιγκα προς την ιδέα της ταύτισης ή αντίστοιχα και προς την ιδέα της αλληγορίας.

 

Το να μπορέσω να κατανοήσω ικανοποιητικά και να δημιουργήσω πάνω σε αυτό που σας περιγράφω, αυτή η αναζήτηση είναι για εμένα, η αναζήτηση της πυρηνικής ουσίας του ποιητικού. (κάτι καθόλου εύκολο).

 

 

Δεν πειράζει όμως αν δεν τα κατάφερα , απο αυτές τις εμπειρίες μας, τα λάθη μας, μαθαίνουμε και γινόμαστε καλύτεροι. Η αναζήτηση συνεχίζεται ....

 

 

Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι. Αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι πάνω σε αυτά, με μεγάλη μου χαρά να σας διαβάσω.

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα την ιστορία πριν από μερικές μέρες, αλλά όλο ξεχνούσα να τη σχολιάσω. Έφτασε επιτέλους η στιγμή... :tongue:

 

Λοιπόν, είναι μια ρομαντική και συγκινητική ιστορία που είναι πολύ όμορφα γραμμένη. Διαβάζεται εύκολα και σου μεταβιβάζει τα συναισθήματα που αποπνέει. Χωρίς να χαλάει καθόλου η ατμόσφαιρα της ιστορία και χωρίς να κλέβει καθόλου από την απόλαυση της ανάγνωσής της, πιστεύω ότι ήταν αρκετά προφανές το προς τα πού πήγαινε...

Δηλαδή, έχουμε έναν ερωτευμένο που οδεύει προς τον θάνατο και ο έρωτάς του δεν βρίσκει αντίκρισμα, το αντικείμενο του πόθου είναι μια κοπέλα που περιποιείται έναν κήπο και τέλος, ένα αδέσποτο λουλούδι που αποζητά φροντίδα και με το οποίο ο ήρωας, κατά κάποιο τρόπο, ταυτίζεται... Σχεδόν μονόδρομος.

 

Αυτό που κατάλαβα εγώ από την ιστορία είναι ότι ο Μανώλης είδε μέσα σ' εκείνο το λουλούδι τον εαυτό του, τα κοινά που είχε με κείνο. Κι έτσι, βρήκε έναν έμμεσο τρόπο να «χαρίσει» τον εαυτό του στην Τριανταφυλλιά, ώστε εκείνη να τον προσέχει και να βρίσκεται συνέχεια μαζί της. Ήταν μια πράξη λύτρωσης του έρωτά του, λίγο πριν πεθάνει.

 

 

 

Ήταν ένα όμορφο ανάγνωσμα.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Βελούδινη η υφή της γλώσσας, μ’ άρεσε ιδιαίτερα που συνοδεύεις περιγραφές και αφήγηση με συλλογισμούς και εμβαθύνσεις, με μια σαφή (αλλά πάντως όχι υπερβολική) φιλοσοφική διάθεση.

Όμορφο κείμενο, με επένδυση στο συναίσθημα. Αντάξιο του τίτλου του.

Κάτι που προσωπικά είδα σαν νοηματική προέκταση ήταν ότι μερικές φορές για να κερδίσεις την προσοχή ή την αγάπη κάποιου, οδηγείσαι στο να ταυτιστείς με το αντικείμενο της προσοχής ή της αγάπης του, αλλάζοντας τον εαυτό σου μ' έναν τρόπο αυτοθυσιαστικό.

Link to comment
Share on other sites

Ομορφη και ρομαντικη ιστορια.

μου φαινεται πως ειναι βγαλμενη απο τα παλια και μου φερνει στο νου αλλα ωραια αναγνωσματα.

Μονο το τελος μου φανηκε λιγο αποτομο, η μεταβαση σε αυτο θελω να πω.

Link to comment
Share on other sites

Ξεκινησα μη καταλαβαινοντας καλα τι διαβαζω. Οσο περνουσε η ωρα ομως, τοσο πιο πολυ μου αρεσε.

 

Συγκινηση ωστοσο μου προκαλεσε η πραξη του, να ξεριζωσει το τραινταφυλλο και να το φυτεψει στον κηπο. Ετσι οπως ειναι γραμμενο, εγω το βρήκα συγκλονιστικο.. Δεν εχω λογια

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Elliot, Wilde... Πως θα μπορούσε να μην είναι τόσο όμορφο...;

 

Θαύμασα το ύφος που χρησιμοποίησες και τη συνοχή που παρουσιάζουν οι γλωσσικές σου επιλογές... Από την άλλη είναι τόσο ρομαντική και θλιμμένη η υπόθεση που με συγκίνησε... Λίγο η βροχή, λίγο η μουσική, ήρθε και το τριαντάφυλλο και μας αποτελείωσες...

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Εμένα πάντως με συγκίνησαν τα θετικά σας σχόλια. :D Σας ευχαριστώ όλους. Χάρηκα που σας άγγιξε.

 

Και ένα τραγουδάκι απο εμένα:

 

 

υγ. Καταπληκτικός ο Tom.

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..