Jump to content

π1


Rikochet

Recommended Posts

Το πρώτο πτηνό βηματίζει πέρα-δώθε αμήχανο στη στέγη κάποιας καντίνας στο σταθμό του τρένου. Τινάζει νευρικά τα φτερά του και μετά κάνει μικρά αλματάκια, μια σειρά ελάχιστων πτήσεων που όμως καταλήγουν πάλι στη στέγη. Το πτηνό δεν φεύγει στ'αλήθεια.

Τη στιγμή που κάποιος ανακοινώνει με αδιαφορία την άφιξη ενός ακόμα τρένου το πτηνό μένει ακίνητο και τα μάτια του καρφώνονται σε μια κοπέλα καθισμένη στην αποβάθρα. Φοράει σκούρα πράσινα μποτάκια, μαύρο καλσόν, σκούρα πράσινη φούστα, μαύρο ζιβάγκο, σκούρα πράσινη ζακέτα. Οι μύτες των ποδιών της κοιτάζονται μεταξύ τους μάλλον όχι από νάζι αλλά απο συνήθεια. Τα μαλλιά της είναι καστανά, στο ύψος των ώμων της, με αφέλειες. Έχει γύρει προς τα μπρός, στηρίζει το κεφάλι στις παλάμες και τους αγκώνες στους μηρούς και παρόλο που φαίνεται ελαφριά το στήριγμα δεν είναι ικανοποιητικό. Ίσως διπλωθεί στα δύο και καταρρεύσει. Τελικά μένει ακίνητη, στην ίδια στάση, ανενόχλητη από την ψύχρα, μέχρι που το τρένο φτάνει, ανοίγει τις πόρτες και αρχίζει να κατεβαίνει ο κόσμος. Τότε η κοπέλα πετάγεται απ'τη θέση της και αρχίζει να διασχίζει την αποβάθρα. Φτάνει μπροστά σε έναν νεαρό που μόλις άφησε κάτω το σακίδιο του και κοιτάζει ανήσυχος όλα αυτά τα σώματα που κατέβηκαν μαζί του. Η κοπέλα στέκεται μπροστά του χαμογελώντας νευρικά και μετατοπίζοντας διαρκώς το βάρος της από πόδι σε πόδι. Ο νεαρός υψώνει το χέρι του προς το πρόσωπο της, διστακτικά, και τελικά της χαϊδεύει τη μια μεριά της μύτης, μετά το μάγουλο, μετά το λοβό. Η κοπέλα χαμογελάει τώρα με αληθινή ευτυχία, η οποία ξεσπάει σε μια ελάχιστη πτήση μέχρι την αγκαλιά του, τα πόδια της τυλίγονται γύρω απ'τις γάμπες του, τον φιλάει στο μέτωπο, στο λαιμό, του χαϊδεύει την πλάτη, ψιθυρίζει ήρθες ήρθες ήρθες. Τα χέρια του τη στηρίζουν ψηλά.

 

*

 

Απ'το σταθμό στη διαδρομή προς κάπου, η κοπέλα πιο μπροστά, πιασμένοι απ'το χέρι, η κοπέλα τρέχει, γελάει, μιλάει ακατάπαυστα, τον οδηγεί, και το πτηνό ακολουθεί, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, και ακούει.

 

-και με έφερε η μαρία και ήθελε να μου κάνει παρέα και να σου πεί κι αυτή γειά αλλά προτιμούσα μόνη μου, έπαιζε μουσική στο κεφάλι μου όσο σε περίμενα, έκανε κρύο αλλά σιγά, και μου 'χει κολλήσει ο στίχος, stretch me to the point where I stop, run ten thousand miles and then think of me, και είναι και ένας άλλος, πιο μετά στο κομμάτι, αλλά θα δείς είναι εκεί που σε πάω δεν στον λέω τώρα, και εντάξει δεν είναι δέκα χιλιάδες μίλια αλλά έτσι νιώθω όποτε φεύγεις, και όποτε έρχεσαι είναι σα να μην έφυγες ποτέ, έχουμε κανονίσει το βράδυ με τους άλλους θέλουν να σε δούν τους έλειψες, εγώ δικό μου σε θέλω βέβαια να μη σε μοιραστώ με κανέναν απόψε αλλά η λαϊκή απαίτηση, χαχ, ρε έχουν ενθουσιαστεί όλοι, μου λένε όλο εσύ ανεβαίνεις πότε θα κατέβει αυτός να τον δούμε λίγο, αφού δεν έχουμε πού να μείνουμε εδώ και όλο μας φυγαδεύει κάποιος, αλλά να τα παράπονα, άμα τους λείπεις τους λείπεις, αλλά εμένα μου λείπεις πιο πολύ, πιο πολύ από όλους αυτούς μαζεμένους, και να, θέλω να στο δείξω αυτό γιατί δεν εγώ δε το νιώθω αυτό που μου 'πες, το κρύο, νιώθω όλη τη ζεστασιά του κόσμου και θέλω κι εσύ, και αυτό δε το 'χω δείξει σε κανέναν, και νομίζω πώς ό,τι και αν σου εξομολογηθώ ποτέ, δεν θα 'χει σημασία, εννοώ, δε θα μάθεις κάτι παραπάνω για μένα, ή θα μάθεις, αλλά αυτό δε το 'χω δείξει σε κανέναν και έτσι σημαίνει κάτι περισσότερο από όλα τα άλλα μαζί, δε ξέρω αν καταλαβαίνεις, θα δείς-

 

Το πτηνό ακούει το μονόλογο αφού δε μπορεί να κάνει διαφορετικά και κοιτάει τον νεαρό που ακολουθεί, μάλλον ακούει κι αυτός αλλά δεν την κοιτάει, που και που την πλάτη της αλλά κυρίως τα παπούτσια του.

 

*

 

Φτάνουν στην είσοδο ενός στενού αλλά δε μπαίνουν, η κοπέλα σταματάει απότομα, στρέφεται προς το μέρος του, σηκώνεται στις μύτες, τυλίγει τα χέρια της γύρω απ'το λαιμό του, τον φιλάει, μικρά διακοπτόμενα φιλιά στις άκρες των χειλιών του, στο σαγόνι του, στο μήλο του αδάμ, και μετά τον αγκαλιάζει απότομα και το ίδιο απότομα τον αφήνει και τον τραβάει μέσα στο στενό. Το πτηνό ακολουθεί χωρίς να έχει άλλη επιλογή.

 

Το στενό οδηγεί σε έναν ακάλυπτο χώρο, στη μέση του τετραγώνου, ανάμεσα σε κάμποσες πολυκατοικίες. Είναι στρωμένος με πλακάκια. Μεγάλες σκούρες κηλίδες καλύπτουν τις γωνίες του. Μυρίζει αμμωνία και νυχτολούλουδο. Μια λάμπα αναβοσβήνει αδιάκοπα με ένα μικρό τρίξιμο. Σε ένα σημείο βρίσκεται ένα καρότσι του σουπερμάρκετ, πεσμένο στο πλάι. Η πάνω πλευρά του είναι διαλυμένη, σαν άγρια από τα σαγόνια κάποιου ζώου. Πιο πέρα ένα τετράγωνο γεμάτο χώμα και ξεραμένα φυτά πλαισιωμένο από ένα πεζούλι γεμάτο χαραγματιές. Οι τοίχοι ολόγυρα είναι γεμάτοι γκραφίτι. Εκεί φαίνεται να έχει επικεντρώσει την προσοχή του ο νεαρός αλλά τα στρώματα είναι πολλά και η γλώσσα ακατανόητη. Κάτι πρέπει να σημαίνουν όλα αυτά τα γράμματα για κάποιον, σκέφτεται, κάτι πρέπει να σημαίνει αυτός ο πόλεμος. Η μια λέξη βυθίζει την επόμενη πιο βαθιά στον τοίχο αλλά κάποια στιγμή χάνει και ο κατακτητής τη δύναμη του, θολώνει και βουλιάζει και διυλίζεται μέσα στους προηγούμενους και τίποτα δε σημαίνει τίποτα. Αλλά και πάλι. Ο νεαρός ανακουφίζεται λίγο και προσπαθεί πάλι καταλάβει κάτι αλλά κάθε φορά που το φώς ανάβει σαν να δημιουργεί νέες σκιές, νέα σχήματα που μπλέκονται σε κάτι ήδη μπερδεμένο, και κάπως έτσι χάνεται οποιαδήποτε ελπίδα, και μόνο τότε στρέφεται στην κοπέλα. “Αυτός είναι ο κήπος μου” του λέει. “Είναι περίεργο αλλά κανείς δεν το ξέρει αυτό το μέρος. Κανείς δεν έρχεται ποτέ εδώ, έτσι νομίζω δηλαδή. Εγώ τουλάχιστον δεν είδα ποτέ κανέναν. Η λάμπα είναι μόνιμα έτσι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που το βρήκα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει ποτέ. Γι'αυτό κι εγώ κάθομαι εδώ και φαντάζομαι τι είχε γίνει και τι πρόκειται να γίνει. Κάποτε είχαν οργανώσει μια συναυλία, ας πούμε. Και είχε μαζευτεί τόσος κόσμος που κάποια στιγμή δε χωρούσαν άλλοι απ'το στενό, αλλά χόρευαν κι αυτοί, και χόρευαν και έξω, στο δρόμο δίπλα, και μέσα στις πολυκατοικίες ακόμα κάποιοι χόρευαν. Και άλλοι έκαναν νέα σχέδια στους τοίχους. Και έτριζαν οι τοίχοι απ'τα μπάσα. Ήταν τσάμπα και όλοι έπιναν και ήταν ευτυχισμένοι. Αλλά μετά ξημέρωσε και σταμάτησε η μουσική και πήγαν όλοι σπίτια τους και κανείς δε ξανάρθε εδώ.” Τα χείλη της σουφρώνουν και τα μάτια της υγραίνονται. Κοιτάζει το νεαρό σα να περιμένει κάτι αλλά αυτός μένει στη θέση του. “Γιατί δε μιλάς;” τον ρωτάει. Ξαφνικά χαμογελάει και τον παίρνει απ'το χέρι και λέει με νέο κουράγιο, “Τι θα συμβεί, τι θα συμβεί, αυτό σκέφτομαι περισσότερο τελευταία, θα ξεκινήσει μια εξέγερση από εδώ, ή ένα νέο κίνημα, θα μαζευτούν άνθρωποι και θα αποφασίσουν για κάτι ή θα βρούν κάτι καινούριο, και να, τους βλέπεις όλους αυτούς τους κισσούς και τα φυτά; Ξεκίνησαν από εδώ κάτω μέσα στο κάτουρο αλλά τώρα καλύπτουν όλους αυτούς τους τοίχους, έτσι θα γίνει, κάτι θα ξεκινήσει από εδώ και θα απλωθεί σε όλη την πόλη. Γιατί δε μου μιλάς; Θα γίνει μια μεγάλη γιορτή. Και θα συμμετέχουν όλοι, όλοι-όλοι, ακόμα κι αυτοί που δε μπορούσαν πριν. Κοίτα με! Είναι τόσο ζεστά εδώ. Δεν έχει παρελθόν ούτε μέλλον γι'αυτό σε έφερα. Για να δείς. Να δείς που μπορούμε να είμαστε και λίγο μόνοι, τελείως μόνοι, εδώ δεν υπάρχει κρύο, δε σου γδέρνει τίποτα το δέρμα. Πού πας; Κοίτα με. Άκουσε με. Σε περιμένουν όλοι, στο είπα; Είναι όλοι ενθουσιασμένοι που ήρθες. Θέλου να σε δούν, όλοι τους, αλλά πιο πολύ εγώ, και να, τώρα σε λίγο θα πάμε να τους βρούμε, αλλά ήθελα πρώτα να δείς, εδώ, εδώ είμαι εγώ, μόνο εγώ, και στο προσφέρω, όλη μου τη ζεστασιά, όλη αυτή τη ζεστασιά, γιατί δε καταλαβαίνεις; Στο είπα ότι ήθελε να έρθει και η Μαρία στο σταθμό να σε χαιρετίσει ε; Κοίτα, εδώ έρχομαι από παιδάκι. Λες και τώρα είμαι μεγάλη. Αλλά ναι, δεν έφερα ποτέ κανέναν άλλο, κοίτα! Κοίτα όλα αυτά στους τοίχους, σου μιλάνε, εμένα μου μιλάνε και θέλουν να σου μιλήσουν κι εσένα, και το πτώμα, κοίτα αυτό το πτώμα, το ξεκοίλιασε κάποιος αυτό το καρότσι και το άδειασε γιατί τα πράγματα αυτά έπρεπε να πάνε σε στομάχια και όχι να μείνουν εκεί, δες, είναι τόσο όμορφο, δες, κοίτα με, πες μου κάτι, πρέπει να σε δούν και οι άλλοι, θα μείνουμε στις Μαρίας, έχει διπλό κρεβάτι, αυτή θα κοιμηθεί στον καναπέ, κοίταξε με, το φως αυτό θα αναβοσβήνει και αφού φύγουμε, οι άλλοι είναι ήδη στο μαγαζί, πότε μου είπες ότι θα φύγεις, θα 'ταν ωραία να κάτσεις λίγο παραπάνω, αφού δε σε περιμένει και κανείς πίσω, εννοώ, αφού μένεις μόνος σου, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, άκουσε με, δες εδώ, αυτή είμαι, αυτοί είμαστε, να σε ζεστάνω ήθελα, θα μείνουμε στις Μαρίας, μας περιμένουν στο μαγαζί, ευτυχώς δεν άργησε το τρένο, σκοτείνιασε, κοίτα με-”

 

Τα λόγια της διακόπτονται απότομα από ένα κύμα βήχα, φτύνει λίγο σάλιο, λαχανιάζει, και τελικά μένει σιωπηλή. Ο νεαρός την κοιτάζει ανέκφραστος. Απλώνει το χέρι του προς τα γκραφίτι: “Δεν καταλαβαίνω. Κρυώνω.” Μένει για λίγο σιωπηλός. “Ήρθα γιατί θα ήταν καλύτερα έτσι. Κρυώνω.” Την κοιτάζει για λίγο ακόμα, ύστερα βηματίζει πέρα δώθε, νευρικά, ξύνει το δεξί του μάγουλο, ρίχνει στην κοπέλα κλεφτές ματιές, ύστερα πάλι ξαφνικά ακίνητος. “Κρυώνω” ξαναλέει και φεύγει. Η κοπέλα κάθεται στο χαραγμένο πεζούλι, αργά, οι μύτες των ποδιών της είναι αντικρυστές, όχι από νάζι, μάλλον, αλλά από συνήθεια, τα χέρια της στηρίζουν το κεφάλι και οι μηροί τους αγκώνες, αλλά το στήριγμα δεν φαίνεται αρκετό παρόλο που η κοπέλα είναι πανάλαφρη.

 

Το πτηνό πετάει απ'τις σκιές όπου στεκόταν δίχως να μπορεί να κάνει αλλιώς και προσγειώνεται πάνω στη λάμπα που αναβοσβήνει. Την περιεργάζεται. Την τσιμπάει λίγο με το ράμφος του. Κοιτάζει την κοπέλα. Πετάει και κάθεται δίπλα της. Τινάζει νευρικά τα φτερά του και μετά κάνει μικρά αλματάκια, μια σειρά ελάχιστων πτήσεων που όμως καταλήγουν πάλι στο πεζούλι.

Link to comment
Share on other sites

Ένας κύκλος; Το τέλος της ιστορίας κάλλιστα είναι και η αρχή; Το πτηνό πάντα ακολουθεί αυτόν τον κύκλο. Δυο χαρακτήρες πολύ διαφορετικοί, σχεδόν αντίθετοι. Ο καθένας στον κόσμο του κατά μια έννοια. Νομίζω ο μόνολογος περιγράφει καλά τις αγωνίες και τις ανάγκες της κοπέλας. Πολύ ζωντανός. Επίσης οι λίγες κουβέντες του αγοριού αυξάνουν το μυστήριο γύρω του. Ποιος άραγε είναι; Από το κείμενο παίρνω την αίσθηση ότι είναι πιο σημαντικός από όσο μπορεί να είναι πραγματικά. Τι συμβαίνει σε αυτήν τη πόλη; Πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Διακρίνω κι ένα συμβολισμό;

 

Παρατήρηση:

 

Το πτηνό ακούει το μονόλογο αφού δε μπορεί να κάνει διαφορετικά και κοιτάει τον νεαρό που ακολουθεί, μάλλον ακούει κι αυτός αλλά δεν την κοιτάει, που και που την πλάτη της αλλά κυρίως τα παπούτσια του.

μήπως χρειάζεται ξανά το ρήμα "κοιτάει" στο τέλος;

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Ωραία και παράξενη ιστορία. Έχει ένα μυστήριο να πλανάται μέσα της, γύρω από τους χαρακτήρες της, γύρω από αυτά που έχουν συμβεί κι απ' αυτά που ακολουθούν. Ποιοι είναι οι ήρωες; Τι τους έχει συμβεί; Γιατί συμπεριφέρονται έτσι; Οι ανησυχίες τους είναι πολύ ζωντανές, αν και δεν μαθαίνουμε τίποτα γι' αυτές.

Πετυχημένος ο χαρακτήρας τού πτηνού, που στέκεται σε απόσταση και βλέπει και ακούει τα πάντα.

Μ' άρεσε που αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο τρόπο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..