alearg Posted March 17, 2011 Share Posted March 17, 2011 (edited) two.pdf Είδος: φαντασία Βία; Ελάχιστη Σεξ; Καθόλου Αριθμός Λέξεων: Γύρω στις 10.000 Αυτοτελής; Οχι, είναι η αρχή Σχόλια: Πρόκειται για μια προσπάθεια να "ξεγελάσω" τον αναγνώστη ώστε να μην σκεφτεί "α, πρόκειται για φαντασία" με το που θ' αρχίσει την ανάγνωση. Ταυτόχρονα όμως το κείμενο να μην είναι και τόσο ακατανόητο ώστε να τον αποξενώσει. Οποιοδήποτε σχόλιό σας θα μου είναι πολύτιμο. Ευχαριστώ πολύ. ---- Άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της πήγε και καρφώθηκε σ' ένα λεκέ, ψηλά στο ταβάνι. Υγρασία είχε πιάσει, πάλι. Και του το' χε πει του παπά-Γεράσιμου, δεν ήταν πως το' χε ξεχάσει. Αλλ' αυτός, το χαβά του. Για το Θεό και τους Αγγέλους ήταν καμωμένος μόνο ο νους του. Για την γη, για τον κόσμο ετούτο εδώ, τίποτα. Έψαξε με το χέρι της, απαλά, στο πλάι. Άδειο. Γύρισε. Είχε φύγει. Κιόλας; Κρύο, πολύ, της φάνηκε. Πού είχε σηκωθεί ο έρημος να τρέχει πάλι νυχτιάτικα; Αλλά έτσι ήταν ο Δήμος, ο Δημητράκης της. Αλαφροΐσκιωτος, σε επαφή, πάντα, με αόρατες δυνάμεις. Σαν τον παπά-Γεράσιμο αλλοπαρμένος κι' αυτός, αλλά με άλλο τρόπο. Πού πήγαινε και τους έβρισκε; Λες και τους διάλεγε. Άλλαξε πάλι πλευρό. Θα' θελε να μπορούσε να κάτσει λίγο ακόμα, εκεί, στη ζεστούλα. Να μην σκέφτεται. Να αιωρείται απλώς, σαν "πεταλουδίτσα", όπως την φώναζε ο Δήμος. Αλλά δεν είχε χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες, έπρεπε να σηκωθεί. Αφού μπορούσε να διακρίνει τον λεκέ στο ταβάνι, σήμαινε πως ο ουρανός είχε πάρει να γαλατίζει. Ο Όρθρος δεν θ' αργούσε κι' ο παπά-Γεράσιμος δεν είχε κάνει ακόμη την Αφαίρεσή του. Δεν γινόταν να κάθεται άλλο εκεί, να χαζολογάει. Να τσακιστεί αμέσως όρθια, έπρεπε. Έβαλε δύναμη κι' ανασηκώθηκε. Ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε καλά-καλά, σαν μαούνα ένοιωθε. Να μανουβράρει το κορμί της θα' πρεπε μέχρι την τουαλέτα. Προχώρησε, αλλά με κόπο. Αχ, κι' αυτός ο Δήμος. Που ήταν όταν τον χρειαζόταν; Αλλά, ψυχραιμία. Όπου να' ταν, θα' ρχόταν. Μπήκε στην τουαλέτα. Με τα μάτια ακόμη μισόκλειστα σκουντούφλησε μέχρι τον νιπτήρα. Έσκυψε να νιφτεί. Η μηχανή ότι είχε ξεκινήσει να λειτουργεί, όταν η Ελένη, πολύ απότομα, ανασηκώθηκε. Η μηχανή ξερόβηξε κι' έσβησε. Τι ήταν αυτό; Κάτι σαν κραυγή νόμισε πως άκουσε. Μπα, ιδέα της θα' τανε. Ιδέα της. Ξανάσκυψε. Ο νιπτήρας πήρε πάλι μπροστά. Μ' αφού την είχε ακούσει, καθαρά. Το γουργούρισμα της μηχανής έπνιξε την ανησυχία της. Αφέθηκε. -- / -- Ο νους της γύρισε στα παιδικάτα της. Πάντα έτσι έκανε, Ίσως — τι ίσως, σίγουρα — επειδή το πρωινό νίψιμο επαναλαμβανόταν καθημερινώς και αδιαλείπτως, όσο πίσω και να πήγαινε η μνήμη της. Όταν ήταν τόσο μικρή, που ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε, κάπως αλλιώς θα πρέπει να γινόταν, αλλά δεν θυμόταν τίποτα από εκείνη την εποχή. Το μοναστήρι όπου είχε μεγαλώσει η Ελένη, ο Άη-Γιάννης ο Πορθητής, ήταν ψηλά πάνω στο βουνό. Ήταν μεγάλο μοναστήρι, απ' τα μεγαλύτερα. Όχι πως είχε δει ποτέ της άλλο η Ελένη. Κατ' ευθείαν, εδώ στην Χώρα, την είχαν φέρει όταν είχε έρθει η ώρα της, δεν είχε πάει ποτέ της σ' άλλους τόπους. Αλλά έτσι είχε ακούσει να λένε. Κι' εκεί, όπως κι' εδώ, έτσι αρχίζαν τη μέρα τους, με πρωινό νίψιμο. Όλοι μαζί, κάτω στην αυλή. Με τους αγουροξυπνημένους ακόμα Αδελφούς να επιβλέπουν βαριεστημένα, και τα μικρά, σαν την Ελένη, να γουργουρίζουν από δω κι' από εκεί σαν άτακτα κλωσσόπουλα. Η Ελένη χαμογέλασε, απορροφημένη. "Ωραία χρόνια", θα' θελε να μπορούσε να πει. Δίσταζε όμως. Με τα πάνω τους και τα κάτω τους ήταν εκείνα τα χρόνια, αυτή ήταν η αλήθεια, με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Αλλά έτσι δεν είναι κι' ολόκληρη η ζωή; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Edited March 17, 2011 by alearg external link removed Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.