Jump to content

Μανταλλένα


Tattoman

Recommended Posts

αρ. λέξεων 3.478

 

σχόλια-(δεν ήξερα σε πιο είδος να το βάλω)

 

 

 

 

 

 

 

Μανταλλένα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο πρωινός ήλιος έδυε δειλά πάνω από τις καταπράσινες συστάδες των δέντρων. Έλουζε με το φως του το φρέσκο γρασίδι και δημιουργούσε λαμπυρίσματα επάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Ζέσταινε τις καρδιές των κατοίκων που απασχολημένοι περιποιούνταν τις καλλιέργειές τους και φρόντιζαν τα παρτέρια τους. Όλοι δουλεύοντας καλοδιάθετα και δίχως την πίεση του χρόνου, απολαμβάνοντας το κάθε τι που έκαναν με τα χέρια τους. Ανέκαθεν ο ήλιος αποτελούσε σήμα κατατεθέν για αυτή την πόλη. Στην σμιλεμένη μορφή του μπορούσες να ατενίσεις τον ψυχισμό των κατοίκων, την ευχαρίστηση που ένιωθαν φροντίζοντας την σταδιακή ανάπτυξη και πρόοδο της μικρής κοινωνίας τους. Εδώ και χρόνια, σαν μικροσκοπικά έντομα οι κάτοικοι της Μανταλλένα μοχθούσαν για να οικοδομήσουν μια κοινωνία θεμελιωμένη επάνω στις βασικές ηθικές αξίες και στην ισότητα των πολιτών. Μια κοινωνία που θα διέφερε από όλες της άλλες της εποχής μας. Που η λειτουργία της θα απέτρεπε τους κατοίκους από ανήθικες πράξεις, και θα τους προσήλωνε μέσα από την δομή της, στην ευχάριστη όψη της ζωής.

 

Οι κάτοικοι απολάμβαναν τις μικρές χαρές της ζωής και εξασφάλιζαν την βιωσιμότητα τους κυρίως μέσα από την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Ταυτόχρονα, καθώς εργάζονταν ο καθένας τους με μεράκι, είχαν κατορθώσει να οικοδομήσουν μια πόλη, που έβριθε από οικολογικές αξίες και φρόντιζε για το περιβάλλον. Παράλληλα με την περιβαλλοντική συνείδηση, η μείωση των κρουσμάτν εγκληματικότητας, είχε αρχίσει να γίνεται εμφανής εδώ και μιαεικοδιο ήταν απλό. Καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, και προσφέροντάς τους μια ικανοποιητική ζωή, ταυτόχρονα έθετες σε λειτουργία τις ηθικές αξίες τους. Έτσι, καθώς τα χρόνια περνούσαν, η Μανταλλένα είχε εξελιχθεί σε μια τέλεια ηθικά κοινωνία, που λειτουργούσε ανεξάρτητη.

 

 

 

***

 

 

 

 

 

Ο Λέων έδενε τα κορδόνια από τα πάνινα παπούτσια του. Στέκονταν μπροστά από το μεγάλο, τζαμένιο παράθυρο της εισόδου και μπορούσε να συμπεράνει πως έξω ήταν σχηματισμένο ένα υπέροχο δειλινό. Οι ασθενικές ακτίνες του ήλιου αναλύονταν επάνω στην επιφάνεια του τζαμιού σχηματίζοντας πορφυρούς ιστούς χρωμάτων.

 

Θαυμάσια μέρα για τρέξιμο, σκέφτηκε. Είχε προγραμματίσει από νωρίς μια ώρα απογευματινό τρέξιμο κάτω από τον πολύχρωμο ουρανό. Ο φρέσκος αέρας ανέκαθεν τον βοηθούσε στην καταπολέμηση του άσθματος και του προξενούσε μια ευχάριστη αίσθηση καθώς πλημμύριζε τα σπλάχνα του. Του άρεσε να νιώθει το χάδι αυτό στην τραχιά επιδερμίδα του. Τον ημέρευε.

 

Άρχισε με χαλαρό ρυθμό. Κατά πάσα πιθανότητα θα τον διατηρούσε σε όλη την διαδρομή. Κάθε φορά που ξεκινούσε το τρέξιμο, έβρισκε τον εαυτό του πεπεισμένο να ξεπεράσει τα όρια του, να αναπτύξει ταχύτητα. Όμως η κούρσα του κατέληγε συνεχώς όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει. Είχε μόλις πατήσει τα σαράντα, και όσο κι αν έχανε σταδιακά την αντοχή του, κρατιόταν πολύ καλά για την ηλικία του.

 

Καθώς περνούσε ανάμεσα από τις σκιές των πεύκων που λικνίζονταν νωχελικά, κοίταξε γύρω του τους συνανθρώπους του. Οι περισσότεροι μάζευαν τα εργαλεία τους, και ετοιμάζονταν για το βραδινό κουβεντολόι. Τα παιδιά, έτρεχαν με τα ποδήλατα στον δρόμο. Δυο τρεις νοικοκυρές σκούπιζαν τα πεζοδρόμια και κουβέντιαζαν. Όλα έδειχναν τόσο αγνά σε αυτόν τον τόπο. Αφουγκράσθηκε το θρόισμα των δέντρων, και το τιτίβισμα των πουλιών. Ένιωσε το τραγούδι τους να κυλάει στο αίμα του.

 

Έτρεξε χαλαρά για περίπου δέκα λεπτά, όταν αποφάσισε να ανεβάσει ταχύτητα. Ο ίδιος γνώριζε πως άμα το παράκανε, θα μπορούσε να εμφανιστεί πρόβλημα με το άσθμα του. Όμως αισθάνθηκε σίγουρος για τον εαυτό του. Λίγο πιο γρήγορα δεν νομίζω να μας πειράξει. Είχε πλέον περάσει από τις κατοικίες και έμπαινε στο πευκοδάσος. Ήταν ένας μεγάλος χώρος με αιωνόβια δέντρα. Το χωμάτινο έδαφος έσχιζε παρακάτω ένα ποταμάκι που κουβαλούσε γλυκό νερό.

 

Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, και τα λιγοστά ίχνη φωτός εξαφανίζονταν πίσω από το βουνό. Η νυχτερινή πάχνη άρχισε να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα.

 

Ήτανε μόνος του μέσα στο δάσος. Ο μόνος ήχος που έφτανε στα αφτιά του ήταν αυτός της καρδιάς του, που όλο και δυνάμωνε. Άρχισε να νιώθει το αίμα που κυκλοφορούσε όλο και πιο γρήγορα στις φλέβες του. Ο οργανισμός του βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. ΄

 

Ίσως δεν είχε υπολογίσει καλά τις αντοχές του. Ίσως τον πείραξε η νυχτερινή άπνοια. Όμως κάποια λεπτά αργότερα, ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, ο Λέων διπλώθηκε στην προσπάθεια του να ανασάνει. Είχε σταματήσει καταμεσής του δάσους, μέσα στην σκοτεινιά και έφτανε στα αφτιά του ο ήχος του γάργαρου νερού που κυλούσε ευχάριστα λίγο πιο πέρα. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα και παραμορφωμένο από την προσπάθεια του να ανασάνει. Αισθάνθηκε πολύ τυχερός που δεν τον είχε πιάσει η κρίση άσθματος. Είχε απλά κουραστεί υπερβολικά.

 

Έμεινε στην ίδια στάση για λίγα λεπτά ωσότου να συνέλθει και να εμπλουτίσει τον οργανισμό του με οξυγόνο. Σε λίγο στάθηκε όρθιος και κοίταξε ξεφυσώντας τον νυχτερινό ουρανό. Μπορούσε να διακρίνει το φεγγάρι. Μια σχιστή λωρίδα φωτός μέσα στο μαύρο φόντο.

 

Ξαφνικά, ένα σύρσιμο από πίσω του τον έκανε να στυλώσει. Τέντωσε τον λαιμό και έθεσε σε λειτουργία την ακοή του. Έως τώρα ανέπνεε βαριά και με δυσκολία, όμως τώρα είχε σταματήσει στην προσπάθεια του να αφουγκρασθεί. Ένας δεύτερος ήχος, σαν μια σειρά παρατεταμένα βήματα τον έκανε να αισθανθεί κάτι που είχε διαγραφτεί από την ζωή του. Φόβο! Οι τρίχες του στάθηκαν όρθιες.

 

Το συναίσθημα αυτό τον βρήκε απροετοίμαστο. Ο οργανισμός του είχε αδρανήσει. Ο φόβος ήταν κάτι το οποίο είχε χαθεί από προσώπου γης σε αυτήν την κοινωνία. Απλούστατα δεν υπήρχαν ερεθίσματα που θα έθεταν σε εγρήγορση την αντίδραση του οργανισμού. Ένα σημαντικό ερέθισμα θα μπορούσε να προξενήσει βλάβη σε κάποιον ασταθή ψυχολογικά κάτοικο.

 

Άρχισε να προχωράει αργά μέσα στο δάσος. Ο ήχος δεν ακούστηκε ξανά. Πράγμα που επέτρεψε στον οργανισμό του να χαλαρώσει. Ένιωσε να συνέρχεται. Ανέπνευσε βαθιά, αφήνοντας τον αέρα να κυλήσει μέσα του. Κατευθύνονταν προς το μέρος που ακούγονταν οι παφλασμοί του νερού. Σκέφτηκε πως λίγο νερό θα τον έκανε να συνέλθει. Ο ήχος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ καθώς πλησίαζε. Όταν ένιωσε το παγωμένο νερό να μουσκεύει τα παπούτσια του. Έκανε να σκύψει ενώνοντας τις χούφτες του.

 

Το σοκ τον έκανε να σωριαστεί κατάχαμα. Σφηνωμένο ανάμεσα σε κάτι βράχια, και καλυμμένο με χώμα, το πτώμα έμοιαζε τοποθετημένο τέλεια προκειμένου να παρατηρηθεί κατά λάθος. Η εικόνα του ματωμένου προσώπου έμελλε να χαραχτεί στην μνήμη του Λέων για πάντα. Τα βαθιά στίγματα τριγυρνούσαν στον εγκέφαλο του προκαλώντας του ζάλη.

 

Ο Λέων ούρλιαξε. Ούρλιαξε με όλη του την ψυχή. Θαρρείς απελευθερώνοντας όλη την αγνότητα που βασίλευε στην ψυχή του όλα αυτά τα χρόνια. Ο φόβος ξερίζωσε τα τοιχώματα που προφύλασσαν την ψυχή του από ερεθίσματα. Το συναίσθημα φώλιασε μέσα στην καρδιά του. Η κραυγή του αντήχησε σε κάθε σπιθαμή του δάσους ξυπνώντας τα δέντρα και κάνοντας το έδαφος να ανατριχιάσει.

 

Σηκώθηκε απότομα όρθιος και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο τυφλωμένος από τον φόβο. Οι κορμοί των δέντρων περνούσαν από πλάι του αφήνοντας απλά ένα στίγμα, καθώς έτρεχε. Η αδρεναλίνη είχε ραντίσει το αίμα του. Ο αέρας σφύριζε μέσα στα αφτιά του. Κάθε κύτταρο του σώματος του βρίσκονταν σε έκσταση.

 

Διάνυσε την απόσταση μέχρι την έξοδο του άλσους μέσα σε δέκα λεπτά, δίχως να κάνει καμιά παύση. Μόνο όταν έφτασε στους ήσυχους, λιθόστρωτους δρόμους της πόλης, σταμάτησε. Τον έπνιξε ένα συναίσθημα να ξεράσει. Το διάφραγμά του συστέλλονταν και διαστέλλονταν με εκπληκτική ταχύτητα. Το άσθμα άρχισε να τον κατακλύζει. Ο ήχος των απότομων, διαδοχικών εισπνοών ηχούσε απαλά μέσα στο σκοτάδι. Σήκωσε το ανάστημά του και κοίταξε πέρα μακριά, μέσα στην νύχτα.

 

Είχε σταθεί τυχερός. Ανάμεσα στους θάμνους και πνιγμένο στους κισσούς, φώτιζε ένα μικρό σπιτάκι. Το μικρό λαμπύρισμα από το παράθυρο γυάλιζε σαν ηλιαχτίδα στις υγρές κόρες του Λέων. Αισθάνθηκε κουρασμένος. Δεν είχε άλλη επιλογή…

 

 

 

 

 

 

 

***

 

 

 

 

 

Η ανακάλυψη του πτώματος προκάλεσε πανδαιμόνιο στην μικρή, φιλήσυχη κοινωνία της Μανταλλένα. Το νέο εξαπλώθηκε σαν κύμα σε κάθε νοικοκυριό. Η αντίδραση των κατοίκων ήταν απλά τραγική. Αμηχανία και αναστάτωση. Το πτώμα εντοπίστηκε από μια ομάδα κατοίκων εξοπλισμένων με γεωργικά εργαλεία. Οι ίδιοι είχαν προειδοποιηθεί από τον Λέων, τον οποίο και αρχικά είχαν περάσει για τρελό. Οι δρόμοι ζωντάνεψαν από τα μουρμουρητά των τρομοκρατημένων κατοίκων. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά. Ολόκληρη η Μανταλλένα φλέγονταν. Όμως αυτό που υπήρξε άξιο εντυπώσεως είναι τα πρώτα ίχνη διχόνοιας μέσα στην κοινωνία.

 

Η αντίδραση του δημάρχου υπήρξε καθησυχαστική. Είχε μιλήσει μετά το τέλος της λειτουργίας, μέσα στην εκκλησία. Είχε αναφερθεί περί ασφαλής διαχείρισης των πραγμάτων και περί ερευνών. Αυτό που προκάλεσε την αντίδραση αρκετών κατοίκων ήταν η πρωτάκουστη εδώ και χρόνια αναφορά στην αστυνομία. Πριν χρόνια η πόλη είχε δεθεί με μια υπόσχεση. Μια υπόσχεση που έμελλε να ισχύσει στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Οποιαδήποτε ανάμιξη του «έξω» κόσμου που θα είχε επιρροή στο λειτουργικό σύστημα και στον τρόπο ζωής των κατοίκων, δεν θα γίνονταν αποδεχτή. Γενιές ανθρώπων χτίστηκαν επάνω σε αυτήν την ιδεολογία. Μια ιδεολογία που αποτέλεσε τα θεμέλια μιας ηθικά τέλειας κοινωνίας. Τώρα, έχοντας την υποχρέωση να αντιμετωπίσει αυτήν την αχανής κατάσταση, ο δήμαρχος της πόλης πρότεινε την επέμβαση αστυνομικών δυνάμεων.

 

Αναλογιζόμενοι την ύπαρξη εναλλακτικής λύσης, οι κάτοικοι τοποθετήθηκαν στην γκρίζα ζώνη. Παρόλη την ύπαρξη αντιφατικών μεταξύ τους απόψεων, οι οποίες σιγοψιθυρίζονταν σε διάφορα μέρη, η πλειοψηφία των κατοίκων κυμαίνονταν στην αδυναμία διαμόρφωσης μιας ξεκάθαρης γνώμης. Για πρώτη φορά στα χρονικά της, η κοινωνία της Μανταλλένα αντίκριζε ένα αδιέξοδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Λέων είχε συνέλθει από το σοκ των προηγούμενων μερόνυχτων. Καθ ’όλη τη διάρκεια της μέρας είχε την αίσθηση πως θα κατέρρεε. Όμως σήμερα ένιωθε αρκετά καλύτερα. Απολάμβανε ένα ποτήρι καλό, κόκκινο κρασί, καθισμένος σε μια από τις καλαμένιες καρέκλες του μπαλκονιού του. Είχε απλώσει τα πόδια του και αναπαύονταν. Το πρωινό ήταν πανέμορφο. Από την γωνία που βρίσκονταν μπορούσε να παρατηρήσει τους αναστατωμένους ανθρώπους να συνομιλούν κάτω από τον καυτό ήλιο. Την ίδια στιγμή άφηνε το δροσερό υγρό να κυλήσει στα σπλάχνα του, βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα πλέον. Η διαρκής σκέψη και αναστάτωση τον είχε βλάψει ψυχικά. Αναμφίβολα δεν έλεγε να εξοικειωθεί με την ιδέα της αστυνομίας, όμως δεν είχε το κουράγιο να ζυγίσει τις καταστάσεις.

 

Η ξεγνοιασιά και η γαλήνη είχε εξαφανιστεί από αυτό το μέρος μέσα σε μια βδομάδα. Στους δρόμους δεν ακούγονταν πλέον οι ήρεμες φωνές των κατοίκων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Τίποτε άλλο παρά ανήσυχες φωνές και μουρμουρητά.

 

Μια ξαφνική κραυγή εισήλθε στο μυαλό του Λέων. Ο ήχος το τρέλανε. Αρχικά νόμισε πως άκουγε το ουρλιαχτό του μέσα στο δάσος. Όμως έπειτα διαπίστωσε πως η φωνή ήταν γυναικεία. Ανασηκώθηκε απότομα μόλις συνειδητοποίησε ότι ένα κύμα αναστάτωσης διαπερνούσε τον κόσμο. Στο πρόσωπο του καθενός μπορούσες να διακρίνεις την υστερία, καθώς έτρεχαν όλοι μαζί προς μια κατεύθυνση. Μια και μόνο λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την εικόνα που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Χάος! Ότι κι αν ήταν αυτό που το προξένησε, είχε πετύχει τον σκοπό του. Μια συμπαγής μάζα κατοίκων κατευθύνονταν μέσα σε ένα στενό ανάμεσα σε δυο σπίτια. Οι άνθρωποι συσσωρεύτηκαν σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο σαν μυρμηγκοφωλιά.

 

Ακούμπησε το κρασοπότηρο στο τραπέζι και κατευθύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές στο εν λόγω σημείο. Η περιέργεια ήταν εμφανής στα κουρασμένα μάτια του. Ό,τι κι αν ήταν, του είχε αποσπάσει την προσοχή, μαζί και την ηρεμία του. Πλησίασε με τεντωμένο το κεφάλι. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα των ανθρώπων και οι εκφράσεις τους πρόδιδαν ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί. Μετακινήθηκε προς τα δεξιά για να βάλει στο οπτικό του πεδίο το επίκεντρο της προσοχής. Και τότε το είδε.

 

Κρεμασμένο από ένα κλαδί δέντρου, και αιωρούμενο ψηλά, κείτονταν το άψυχο σώμα ενός ανθρώπου. Τα αξιοθρήνητα κουρέλια του, κυμάτιζαν από το δυνατό αεράκι. Το πρόσωπό του πρησμένο και μελανιασμένο από την έλλειψη κυκλοφορίας του αίματος. Τα μάτια στραμμένα κάπου αδιάφορα. Γύρω από τον λαιμό του καλά σφιγμένη υπήρχε μια θηλιά, που τύλιγε σαν φίδι το σπασμένο σβέρκο του.

 

Τα μουρμουρητά δυνάμωσαν και έγιναν φωνές. Το περιστατικό αυτό αφύπνισε την σκέψη του Λέων. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δύο διαδοχικοί φόνοι μέσα σε μια βδομάδα. Σκέφτηκε πως θα ήταν αρκετά δύσκολο ο οργανωτής των εγκλημάτων να κατοικούσε σε αυτήν την περιοχή. Τις σκέψεις του διάκοψε η ξαφνική παύση των φωνών, την στιγμή που δεσμεύονταν με τον εαυτό του να ψάξει την υπόθεση.

 

Λίγο πιο πέρα, έκανε την εμφάνιση του ο Δήμαρχος της Μανταλλένα. Ήταν αρκετά εύσωμος και το φαρδύ παντελόνι του στερέωναν δύο μπλε τιράντες. Το πρόσωπο του έδειχνε ήρεμο. Στάθηκε σε ένα σημείο καθώς οι άνθρωποι τον κύκλωσαν περιμένοντας να ακούσουν τον λόγο του.

 

«Κάτοικοι της Μανταλλένα» παύση. «Τις τελευταίες μέρες πρωτογενή χαρακτηριστικά έχουν ταράξει τις φιλήσυχες ψυχές μας. Μέσα σε μια εβδομάδα δολοφονήθηκαν δυο συνάνθρωποί μας. Δύο άνθρωποι που υπήρξαν ανέκαθεν φίλοι μας. Έτσι, εισήλθε στο λεξιλόγιο μας μια λέξη που μακράν είχαμε ξεχάσει. Η λέξη εγκληματικότητα.»

 

Τίποτα δεν ακούγονταν. Μόνο το θρόισμα των φύλλων. Ολόκληρη η κοινωνία ήταν στραμμένη προς τον δήμαρχο.

 

«Έχοντας την ευθύνη να καταπολεμήσω αυτόν τον όρο και να προστατεύσω την κοινωνία μας, κατέφθασα σε μια απόφαση. Πριν δύο μέρες σας την ανακοίνωσα μέσα στον ναό μας.»

 

Σιγανές συνομιλίες άρχισαν να λαμβάνουν χώρα. Όλοι οι άνθρωποι δονήθηκαν όπως η επιφάνεια της θάλασσας καθώς ρεμβάζει.

 

«Λυπάμαι που θα συμβάλω στην συγγραφή μιας νέας σελίδας για τον τόπο μας.

 

Όμως νιώθω πως δεν έχω άλλη επιλογή. Βασίζομαι στην υπόληψη μου πως η κίνηση αυτή θα διασώσει τον τόπο μας από μια υστερική κατάσταση που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Πιστεύω πως αυτός ο δολοφόνος δεν έχει κανέναν λόγο να σταματήσει το εξωφρενικό έργο του. Πιστεύω πως δεν θα το κάνει άμα μείνουμε απαθείς σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Σήμερα λοιπόν, θα διατάξω την άμεση επέμβαση της αστυνομίας στην πόλη μας. Οι έρευνες θα διαρκέσουν μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση. Σας ευχαριστώ»

 

Οι κάτοικοι ξεχύθηκαν προς κάθε κατεύθυνση. Αμίλητοι και σκυθρωποί.

 

 

 

 

 

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

Οι αστυνομικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη στις 22.00 το βράδυ και κατέκλυσαν την περιοχή. Μια εισβολή που έμελλε να στιγματίσει με μελανά γράμματα την ιστορία της Μανταλλένα. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν παρά ένστολοι άντρες της αστυνομίας που πλημμύριζαν τους δρόμους. Ερευνούσαν τα πτώματα και τις τοποθεσίες δολοφονίας. Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι ατένιζαν μέσα από τα τζάμια των παραθύρων τους, να γκρεμίζονται όλοι οι μόχθοι και οι αξίες τους μέσα σε μια νύχτα. Τα μουσκεμένα μάγουλα των παιδιών φλέγονταν από την αδικία. Η πόλη της Μανταλλένα που άλλοτε έσφυζε από ζωή και ξεγνοιασιά, τώρα έμοιαζε με σιωπηλό νεκροταφείο. Θαρρείς θρηνούσε. Κανείς δεν ήταν έξω από το σπίτι του. Σαν ένδειξη διαμαρτυρίας. Κανείς εκτός από τον Λέων Άνουακ…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Λέων πήδηξε με δυσκολία τα ψηλά κάγκελα του δημαρχείου. Προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος βλαστημώντας από μέσα του. Αφού διαβεβαιώθηκε πως δεν τον είχε πάρει κάποιο μάτι αστυνομικών, βημάτισε αργά προς τον κόκκινο σωλήνα απορροής. Μπορούσε να ακούσει τις ομιλίες των αστυνομικών λίγο πιο πέρα. Από την θέση που βρίσκονταν, μπορούσε να διακρίνει και τις σκιές τους πίσω από την άλλη πλευρά του κτηρίου. Το χρυσαφένιο φως των λαμπτήρων έπεφτε δίπλα τους

 

Το είχε πάρει απόφαση. Ότι κι αν συνέβαινε θα σκαρφάλωνε στον χοντρό σωλήνα προκειμένου να φτάσει στο μπαλκόνι του δημάρχου. Εκείνη την στιγμή τίποτα δεν μπορούσε να νικήσει τον θυμό του. Αγκιστρώθηκε προσεχτικά από τις σιδερένιες λαβές του σωλήνα και άρχισε να αναρήχεται προσεχτικά, προσευχόμενος να μην τον δει κανείς από πίσω. Έκανε μικρά, κοφτά βήματα σκαλώνοντας το πόδι του ήτε στον τοίχο ήτε στις λαβές του σωλήνα. Υπολόγισε πως θα έκανε γύρω στα δεκαπέντε βήματα για να φτάσει στο τέλος του. Με λίγη τύχη, ίσως να τα κατάφερνε.

 

Έπειτα από μια εξαντλητική προσπάθεια έφτασε στο μπαλκόνι και σκαρφάλωσε τα κάγκελά του. Μόλις πάτησε το πόδι του, κρύφτηκε πίσω από τον τοίχο και ανέπνευσε βαθιά. Είχε ιδρώσει. Ένιωθε τις αρθρώσεις των χεριών του σαν χαλασμένους μεντεσέδες. Όμως το ήξερε. Το πίστευε πως αυτήν την φορά το άσθμα δεν θα τον πρόδιδε.

 

Αφού συνήλθε προχώρησε προς το μεγάλο παράθυρο δίπλα του, κολλημένος στον τοίχο. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό. Άκουγε πολλές φωνές να συνομιλούν. Για καλή του τύχη, μια από αυτές ήταν του δημάρχου. Έβγαλε το ένα του μάτι από την γωνία του τοίχου ριψοκινδυνεύοντας, και κοίταξε δειλά στο εσωτερικό του.

 

Είδε τον δήμαρχο να είναι σκυμμένο μπροστά από το γραφείο του να συνομιλεί με έναν άντρα της αστυνομίας. Από τα παράσημα στο στήθος του μπορούσε να συμπεράνει ότι είχε κάποιο αξίωμα. Τραβήχτηκε απότομα καθώς άκουσε κάποια βήματα να πλησιάζουν. Ένα τρέμουλο τον διαπέρασε. Τα βήματα πρέπει να προέρχονταν από κάποιον αστυνομικό που βημάτιζε κοντά στο παράθυρο. Ανακουφίστηκε καθώς άκουσε τα βήματα να απομακρύνονται. Έστησε ξανά αφτί. Προσπάθησε να ακούσει τις συνομιλίες.

 

«Νομίζεις πως μπορείς να με κοροϊδέψεις; Η συμφωνία είναι συμφωνία. Όταν μου υπόσχεστε το δέκα τις εκατό, θα παίρνω το δέκα τις εκατό!» φώναξε χτυπώντας το χέρι του στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.

 

«Δεν νομίζω πως είσαι σε θέση να διαπραγματεύεσαι» απάντησε με ειρωνικό ύφος ο αστυνομικός. Σιγή επικράτησε στο δωμάτιο. Ο δήμαρχος είχε σωπάσει.

 

«Πότε έρχονται τα μηχανήματα;» ρώτησε συγχυσμένος ο δήμαρχος.

 

«Σε μια βδομάδα. Θα επιθυμούσα να υπάρχει ένα τεμάχιο σε κάθε νοικοκυριό. Ξέρεις τι θα πεις. ‘ανάγκες ασφαλείας κ.λ.π. Με τον καιρό θα εγκατασταθούν και οι υπόλοιπες ηλεκτρονικές συσκευές. Είμαστε σύμφωνοι;»

 

Ο άντρας δεν μίλησε, προτιμώντας να βγάλει έναν ήχο συγκατάνευσης.

 

Η φωνή ενός άλλου άντρα ακούστηκε στο δώμα.

 

«Νομίζω πως είναι η ώρα…»

 

«Ωραία. Μετά από εσάς κύριε δήμαρχε.» είπε ο αστυνόμος.

 

Οι άντρες απομακρύνθηκαν από το δωμάτιο.

 

Ο Λέων προχώρησε και πάλι προς τον σωλήνα. Γάντζωσε τα πόδια του σε μια λαβή και άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά. Δεν ήθελε να τους χάσει. Έχανε πολύτιμο χρόνο, όμως έπρεπε να προσέχει. Το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο.

 

Όταν ακούμπησε τα πόδια του στο έδαφος, σκέφτηκε πως έπρεπε να βιαστεί αν δεν ήθελε να μείνει πίσω. Αφού έλεγξε τον χώρο πέρασε τα κάγκελα και άρχισε να τρέχει μέσα στον δρόμο. Σκόπευε να ακολουθήσει ένα παράμετρο μονοπάτι που θα τον έβγαζε ακριβώς στην άλλη μεριά του κτηρίου. Στην είσοδο δηλαδή. Θα ήταν πολύ ρυψοκινδυνευμένο να περάσει μέσα από το προαύλιο, οπού δεκάδες αστυνομικοί ήταν συγκεντρωμένοι.

 

Έπειτα από μια ξέφρενη κούρσα έφτασε στην άλλη μεριά και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο για να πάρει ανάσες. Ανίχνευσε με το βλέμμα του τον χώρο. Δεν έβλεπε πουθενά αστυνομικούς. Ο δρόμος ήταν έρημος.

 

«Σκατά!» μουρμούρισε.

 

Ξαφνικά, το μάτι του έπεσε στην λάμψη ενός φακού. Προέρχονταν από το βάθος του δρόμου που οδηγούσε στο δάσος. Το φως κουνιόταν παιχνιδιάρικα πέρα δώθε. Διέσχισε τον δρόμο και κρύφτηκε πίσω από ένα πέτρινο τειχάκι. Πλέον έβλεπε καθαρά τον δρόμο. Διέκρινε τις σιλουέτες του δήμαρχου και δυο αστυνομικών. Ο ένας εκ των οποίων έμοιαζε να κουβαλάει έναν μεγάλο σάκο στους ώμους του.

 

Ακολουθώντας τους σιωπηλά, και κινούμενος γρήγορα, ο Λέων κατέληξε στο εσωτερικό του παλιού δάσους. Η θέα του του προξένησε αναταραχή. Κάτι μέσα του αγρίεψε, όμως είχε την αυτοσυγκράτηση να μην φανερωθεί. Έβρισκε κάλυψη πίσω από τους χοντρούς κορμούς των δέντρων. Κινούνταν πάντα στην ασφαλή απόσταση των είκοσι μέτρων από τον στόχο του.

 

Μετά από λίγο, ο δήμαρχος και οι αστυνομικοί σταμάτησαν απότομα. Το άγρυπνο μάτι του Λέων τους έπιασε να ερευνούν ορατά τον περίγυρο. Έπειτα αφού συμφώνησαν για την τοποθεσία, ο ένας από τους αστυνομικούς, ο πιο μυώδης, ακούμπησε το σακίδιο στο έδαφος.

 

«Νομίζω πως εδώ είναι καλά» είπε ο αστυνόμος με τα παράσημα.

 

Ο άλλος αστυνομικός, αρκετά νέος, και με ένα αίσθημα ενοχής ορατό στα μάτια του, άρχισε να ξετυλίγει τον σάκο.

 

Ένα κύμα αναγούλας διαπέρασε τον Λέων καθώς μέσα από τον σάκο ξεπρόβαλε το παραμορφωμένο κεφάλι ενός ανθρώπου. Νεκρού. Δολοφονημένου.

 

Ακούμπησαν την πλάτη του επάνω σε έναν κορμό και πρόσθεσαν λίγο χώμα.

 

Ο Λέων διπλώθηκε στην μέση προκειμένου να μην ξεράσει. Έβγαλε όμως έναν πνιχτό ήχο που έκανε το βλέμμα του νεαρού αστυνομικού να στραφεί προς το μέρος του. Ο αστυνόμος έκανε ένα δυο βήματα προς το μέρος του όμως, η φωνή του ανωτέρου του τον έκανε να γυρίσει.

 

«Ωραία. Καλύτερα να πηγαίνουμε προτού μας δει κανένα μάτι.»

 

Μάζεψαν τον σάκο και απομακρύνθηκαν με ταχύ βήμα.

 

Ο Λέων περίμενε μέχρι να αποκτήσει μια ασφαλή απόσταση και έπειτα κατευθύνθηκε μέσα στην νυχτερινή πάχνη, προς την έξοδο του δάσους.

 

 

 

 

 

***

 

 

 

 

 

Μια ακόμα σελίδα γράφονταν στην ιστορία της Μανταλλένα. Αυτή τη φορά λευκή.

 

Ο δήμαρχος της πόλης ομολόγησε λίγες ώρες πριν από τον ξαφνικό θάνατο του. Μέσα στην ανατριχιαστική ομιλία του, στον ναό, αναφέρονταν η συνενοχή του σε όλες τις δολοφονίες. Ο δήμαρχος ζήτησε συγνώμη αλλά δεν απαίτησε την συγχώρεση κανενός. Οι κάτοικοι εξαγριώθηκαν όμως δεν έδρασαν έκτροπα, αναλογιζόμενοι την απολογία που μόλις είχαν ακούσει.

 

Λίγες ώρες αργότερα, ο ίδιος βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στην αίθουσα του δημαρχείου. Δεν πρόλαβε να αναγγείλει την συνενοχή του αρχηγού της αστυνομίας. Κάτι που έκανε αργότερα ο νεαρός αστυνόμος Μάρτιν Λιβάνερ. Ο τελευταίος κατέθεσε μια αναφορά στην ανώτατη διοίκηση της χώρας που δήλωνε ότι ήταν παρών στα περιστατικά, και ότι αποτελούσε συνεργό του αρχιφύλακα Κλαρκ. Η ανώτατες αστυνομικές δυνάμεις συνέλαβαν τον αρχιφύλακα και τον καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη. Οι κατηγορίες υπήρξαν ποικίλες. Εν ολίγοις, αποκαλύφθηκε ότι ο αρχιφύλακας Κλαρκ ήταν ο εγκέφαλος μιας καλά οργανωμένης επιχείρησης που είχε σκοπό την παροχή ακριβών τεχνολογικών συσκευών στην κοινωνία της Μανταλλένα, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Ο ίδιος θα επωφελούνταν οικονομικά από την πώληση τους και θα έπαιρνε μίζες από τις εταιρίες κατασκευής.

 

Όλα τελείωσαν όσο γρήγορα είχαν αρχίσει.

 

Η κοινωνία της Μανταλλένα έκανε αρκετό καιρό προκειμένου να επανέλθει στους φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας της, όμως έγινε εφικτό. Οι κάτοικοι δέθηκαν με έναν νέο όρκο που δήλωνε ότι ποτέ ξανά δεν θα επέτρεπαν οτιδήποτε να εισβάλει στην κοινωνία τους και να λεκιάσει την ιστορία της.

 

 

 

 

 

 

 

…Ο χρυσαφένιος ήλιος ανέτειλε καμαρωτά επάνω από τους λοφίσκους. Έλουζε με τις ακτίνες του κάθε πτυχή της Μανταλλένα. Γεμίζοντας τους κατοίκους της ελπίδα και ζεστασιά για το αύριο...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Περιγραφή του χώρου και των συνθηκών πολύ καλή..το θέμα προτότυπο

Μια φράση σου μόνο δεν κατάλαβα,αν θέλεις μου κάνεις μια αναφορά σε αυτήν... Παράλληλα με την περιβαλλοντική συνείδηση, η μείωση των κρουσμάτν εγκληματικότητας, είχε αρχίσει να γίνεται εμφανής εδώ και μιαεικοδιο ήταν απλό.

Σου εύχομαι καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Είναι το πρώτο διήγημα-συμμετοχή στον διαγωνισμό που διάβασα. Ίσως επειδή ήταν τρόμου και είχα διάθεση να διαβάσω κάτι τέτοιο, ίσως λόγω του τίτλου, δεν ξέρω...

 

Το παρουσίασες πολύ ωραία.

 

Η πόλη - κλειστή κοινωνία μου άρεσε αρκετά σαν ιδέα. Όπως και η διαφθορά του δημάρχου ο οποίος συνεργάστηκε με τον ακόμα πιο διεφθαρμένο αστυνομικό...

 

 

Εκεί που κόλλησα λιγάκι ήταν:

 

Αφού η κοινωνία της πόλης είναι κλειστή, δεν θα αναγνώριζαν ότι τα πτώματα δεν ήταν από την πόλη τους; Θεωρώ ότι στις κλειστές κοινωνίες γνωρίζονται πολύ καλά οι κάτοικοι μεταξύ τους...

 

Δεν ξέρω, ίσως δεν το κατάλαβα εγώ καλά...

 

Κατά τα άλλα πέρασα πολύ καλά διαβάζοντας το.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν... Από πού να αρχίσω...

Πώς τα έχει καταφέρει η Μανταλλένα να γίνει μια τέλεια κοινωνία; Τόσο απλό και ανάξιο λόγου νομίζεις ότι είναι; Όλος ο κόσμος αυτό θα ήθελε, αλλά δε μπορεί. Κι εσύ το περνάς στο ντούκου. Αυτό και μόνο κάνει την ιστορία σου εφ.

Πώς είναι δυνατόν, αφού δεν έχει φοβηθεί ποτέ του και μάλιστα ζει σε μια κοινωνία που αγνοεί το φόβο, να φοβάται τόσο εύκολα, ακούγοντας κάτι που δεν είναι τρομαχτικό, όπως βήματα στο δάσος;

Πολύ, μα πάρα πολύ tell. Μην περιγράφεις συναισθήματα, περίγραψε αντικείμενα, σωματικές συνθήκες κλπ που δείχνουν το συναίσθημα. Όχι "φοβόταν", αλλά "οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν όρθιες".

Λαθάκια εκφραστικά και γραμματικά, πχ όχι "της ασφαλής" και "την αχανής", αλλά "της ασφαλούς" και "την αχανή". Ορθογραφικά όμως δεν έχεις σχεδόν. Μπράβο!

 

Μια ακόμα σελίδα γράφονταν στην ιστορία της Μανταλλένα. Αυτή τη φορά λευκή.

 

Παρντόν; Πώς γράφεται αφού είναι λευκή; Βάλε καλύτερα "προσθέτονταν", αντί "γράφονταν".

 

Η ιδέα δεν είναι άσχημη, αλλά την "καις" πολύ εύκολα. Μόλις ανακαλύπτει ο Λέων τι συμβαίνει, όλα λύνονται από μόνα τους και ξεμπερδεύεις στα γρήγορα.

Link to comment
Share on other sites

Σε γενικές γραμμές θα συμφωνήσω με την κριτική της wordsmith.

Πιστεύω πως αναλώνεσαι υπερβολικά στο ξετυλίγεις το μυστήριο κι έτσι δε μας αφήνεις να γνωρίσουμε καλύτερα την πόλη σου.

Μέχρι λίγο πριν το τέλος πήγαινες αργά και ξαφνικά, και χωρίς πολλές εξηγήσεις, τα πάντα λύνονται, ως διά μαγείας, και η ιστορία σου τελειώνει.

Εκτός από κάποια εκφραστικά λάθη, δεν είδα κάποιο άλλο μειονέκτημα στο λόγο σου. Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, μα δίνει την αίσθηση του κάπως βιαστικού κι αδούλευτου.

Με πολλή δουλειά και εξάσκηση, σίγουρα μπορείς να γράψεις καλύτερα.

Καλή σου επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε μια ουτοπία, κι αυτό είναι που δίνει το φανταστικό στοιχείο.

Αξιοπρεπής στην πλοκή της, με αρχή, μέση και τέλος, κατανοητή. Θετικά όλα αυτά.

 

 

Η εισβολή του "κακού" στοιχείου στην ουτοπία και ο τρόπος που διαχειρίζονται ή μάλλον δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση οι κάτοικοι, ανήκει και αυτό στα θετικά.

 

 

Η εμπλοκή του ήρωα, ενώ στην αρχή είναι τυχαία, μετά γίνεται ηθελημένη και αυτό φυσικά είναι το καλό στοιχείο.

Όσο πάνε οι ιστορίες σου βελτιώνονται.

 

Μερικά προβλήματα τώρα:

 

 

Ενώ έχουμε πολλές λεπτομέρειες στο πώς πήγε, τι άκουσε κλπ., υπάρχει ένα κενό, το οποίο μας αφήνεις να συμπληρώσουμε κάπως βιαστικά με την απολογία του δημάρχου και την αυτοκτονία και τους αστυνομικούς. Καλό θα ήταν σε αυτό το σημείο να έδινες λίγο περισσότερη έμφαση. Θα φώτιζε καλύτερα και τις πτυχές του χαρακτήρα του ήρωα και τις σχέσεις του με τους άλλους κατοίκους, καθώς επίσης και τους μηχανισμούς που θα έβαζαν λίγο περισσότερο την πόλη στο προσκήνιο.

 

 

 

Επίσης μια παρατήρηση: Στην προσπάθειά σου να γράψεις καλύτερα -πράγμα που πέτυχες με τα ορθογραφικά και μπράβο- χρησιμοποίησες πολλές λέξεις που ίσως δεν σου ήταν αρκετά γνωστές. Έτσι π.χ. διάβασα τη φράση "αχανής κατάσταση", ενώ λογικά θέλεις να πεις "χαώδης κατάσταση". Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείς εκφράσεις που γνωρίζεις καλά τι σημαίνουν κι ας μην είναι πολύ βαρύγδουπες ή λογοτεχνικές γιατί έτσι αποφεύγεις ασάφειες που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη από την ουσία της υπόθεσης.

Link to comment
Share on other sites

Να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν ξέρω τι να πω. Μου άρεσε πολύ - ένα από τα αγαπημένα μου - απλά δε μου φάνηκε και τόσο τρομακτικό :Ρ Ήταν ωραίο κι εύκολο να το διαβάσεις. Αυτό που με χάλασε ήταν το τέλος, επειδή το τέλειωσες λέγοντας πως ουσιαστικά όλα επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση. Πιο ξεκρέμαστο θα μου άρεσε περισσότερο μιας και μου αρέσουν λίγο τα ψυχωτέτοια... Πολύ καλή δουλειά πάντως και μου άρεσε το όνομα του πρωταγωνιστή - πώς το εμπνεύστηκες;. Καλή επιτυχία!!!

Link to comment
Share on other sites

Γιώργο, κάθε φορά που διαβάζω κάποιο κείμενό σου, με πλημμυρίζει μια αφάνταστη τρυφερότητα. Η γραφή σου μοιάζει -πώς να το πω;- εύθραυστη; Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά μπορώ να καταλάβω πότε ένα κείμενο είναι δικό σου. Παρατηρώ πως έχεις βελτιωθεί αισθητά στο θέμα της ορθογραφίας, αν και δεν είναι αυτό το θέμα μας. Η ιστορία αυτή καθεαυτή μου άρεσε πολύ, κυρίως σαν ιδέα. Η γραφή σου, αρκετά εικονοπλαστική συγκινεί με την εγγύτητά της, καθώς οδηγείς βήμα βήμα τον ήρωά σου και τον έχεις από κοντά. Θα προτιμούσα, βέβαια, να έχουν δοθεί αλλιώς κάποια πράγματα και κυρίως το τέλος, που -όπως θα έλεγαν και μερικοί μερικοί εδώ μέσα- είναι πιο πολύ tell, παρά show. Πέρα από αυτό, χρησιμοποιείς διάσπαρτα στο κείμενο κάποιες λέξεις ή εκφράσεις που δε συνάδουν με αυτό που θέλεις να πεις. Αν θέλεις, μπορώ να σου στείλω κάποια στιγμή κάποιες διορθώσεις πάνω στην ιστορία. Περιμένω να μου πεις εσύ, αν θέλεις. Πάντως, συγχαρητήρια για την ωραία σύλλυψη και αν υπήρχε πραγματικά αυτή η πόλη, θα ήθελα πολύ να ήμουν κάτοικός της! Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Ο πρωινός ήλιος έδυε; Από τις πρώτες λέξεις της ιστορίας σκάλωσα σε ένα τρανταχτό λάθος, και δυστυχώς αυτή ακριβώς ήταν η αίσθηση όλης της ανάγνωσης. Πάρα, πάρα πολλά λάθη, γραμματικά, ορθογραφικά, επιλογής λέξεων, κάνουν την ανάγνωση περιπετειώδη. Ενδεικτικά μόνο: η λέξη Λέων κλίνεται, θα πεις πχ ότι κάτι χαράχτηκε στο μυαλό του Λέοντος. Λες κάπου, “τις τελευταίες μέρες έχουμε πρωτογενή χαρακτηριστικά” – που δε σημαίνει απολύτως τίποτα, μπορώ μονάχα να υποθέσω ότι ήθελες να πεις πρωτοφανή περιστατικά. Άρχισε να αναρριχάται προσεκτικά, και όχι “αναρήχεται”.

 

Αυτά μόνο σαν παράδειγμα. Από κει και πέρα, αν προσπαθήσω να τα αφήσω στην άκρη (που δεν μπορώ), μπορώ να παρατηρήσω στην εισαγωγή σταματάς κάθε λίγο και λιγάκι την αφήγηση για να μιλήσεις για γάργαρα νερά και χρυσαφένιες ηλιαχτίδες – η ψυχαναγκαστική αναφορά σε τέτοια στοιχεία δεν κάνει το κείμενό σου αυτομάτως καλύτερο, ίσα ίσα. Στη συνέχεια έχεις την πανικόβλητη αντίδραση του ήρωα, και μετά ολόκληρης της κοινότητας, στηριζόμενος στον ισχυρισμό ότι ο φόβος ήταν κάτι απολύτως άγνωστο για αυτούς τους ανθρώπους. Κάτι που βρίσκω μάλλον αδύνατο, καθώς ακόμα και σε μια τέτοια κοινωνία, πάντα υπάρχει κάτι να σε κάνει να ανησυχείς και να φοβάσαι, ακόμα και για τη ζωή σου, έστω μια επίθεση από ζώο, ένα ατύχημα. Στο επόμενο σκέλος, που αποκαλύπτεται το μυστικό, βρίσκω παρατραβηγμένη αυτού του είδους τη σκευωρία, ιδίως όταν έχει ως απώτερο σκοπό να πουληθούν κάποιες ηλεκτρονικές συσκευές. Στο τέλος, όλα ξεκαθαρίζουν με κάποιες ομολογίες, οι οποίες έρχονται ξαφνικά, χωρίς να δικαιολογηθούν πουθενά, για να δώσουν τη λύση.

 

Αυτά. Πριν ασχοληθείς με οποιαδήποτε άλλη αδυναμία σου όμως, πρέπει οπωσδήποτε να διορθώσεις τα φοβερά γλωσσικά λάθη σου. Οπωσδήποτε όμως.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Το διήγημα δεν έχει πρωταγωνιστή. Ο Λέων είναι απλά ένας παρατηρητής γεγονότων και ούτε καν κεντρικός χαρακτήρας. Αν η ομολογία του Δήμαρχου οφείλεται σε αυτά που είδε ο Λέων και θα ξεμπρόστιαζε, ε αυτό μας το έκρυψες πολύ καλά. Μετά τις αποκαλύψεις και τις συλλήψεις ο Λέων εξαφανίζεται τελείως από την αφήγηση, καμία εκτίμηση της κατάστασης από μέρους του. Και άρα, όλη η εισαγωγή του χαρακτήρα με το τζόγκινγκ είναι προσχηματική.

 

Επίσης, τον ήθελες να βρει πτώμα νυχτιάτικα σε δάσος; Ας δοκίμαζες άλλη δικαιολογία. 40 χρονών άνθρωπος με άσθμα δεν ξεκινάει για τζόγκινγκ το απόγευμα. Ξέρεις ότι φυτά και δέντρα δίνουν οξυγόνο στο φως της ημέρας, αλλά το βράδυ το αλλάζουν σε διοξύδιο του άνθρακα, όχι και ό,τι καλύτερο.

 

Υπάρχουν πολλές έννοιες οι οποίες όπως τις γράφεις... βγαίνουν κάπως.

Ο πρωινός ήλιος έδυε δειλά πάνω από τις καταπράσινες συστάδες των δέντρων.

Αν το θέλεις έτσι, μην πηδάς τον απογευματινό ήλιο που έχει σειρά.

 

Στην σμιλεμένη μορφή του μπορούσες να ατενίσεις τον ψυχισμό των κατοίκων

Ο ήλιος, ως φωτιά, να περιγράφεται "σμιλεμένη μορφή" δεν μου βγαίνει σωστό.

 

Το χωμάτινο έδαφος έσχιζε παρακάτω ένα ποταμάκι που κουβαλούσε γλυκό νερό.

Το ποταμάκι να σχίζει το χωμάτινο έδαφος μπορώ να το φανταστώ, το αντίθετο όχι.

 

το πτώμα έμοιαζε τοποθετημένο τέλεια προκειμένου να παρατηρηθεί κατά λάθος

Καταλαβαίνω τι εννοείς, είναι όμως γραμμένο περίεργα.

 

Τα μάτια στραμμένα κάπου αδιάφορα

Του κρεμασμένου νεκρού. Υπήρχε περίπτωση να κοιτούν κάπου με ενδιαφέρον; Κάτι τέτοια (εδώ διάλεξα μερικά) να τα προσέχεις.

 

Η γραφή σου βελτιώνεται, αλλά όπως είπα, είχα ανάγκη από πρωταγωνιστή για να νοιαστώ γι αυτά που συνέβαιναν στην πόλη σου.

Link to comment
Share on other sites

Είχες μια ωραία ιδέα, που θα μπορούσες να την αξιοποιήσεις παραπάνω αν μας έβαζες μέσα σε ένα πιο προσεγμένο πλαίσιο.

 

Γενικά, καλογραμμένο και ατμοσφαιρικό, αν και περίμενα κάτι λίγο παραπάνω από εσένα σ’ αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά λάθη στις καταλήξεις των ρημάτων, κάτι που πρέπει να προσέξεις επειδή σκαλώνει την ανάγνωση.

 

Επειδή ήταν μυστηρίου/αστυνομικό ήθελε περισσότερη προσοχή στην υπόθεση και στους χαρακτήρες. Εδώ είναι σαν να ‘ναι όλοι δευτεραγωνιστές, επειδή δεν μας δίνεις κάποιον καλό λόγο για να δεθούμε με κάποιον. Έξυπνη η λύση του μυστηρίου, αλλά έπρεπε να έρθει πιο ομαλά κι όχι τόσο εύκολα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Στα σύν: ωραίο κόνσεπτ και σκηνικό, αξιοπρεπής γραφή.

Στα πλήν: κάποια εκφραστικά λάθη (τα απαρίθμησε ο Hadji) , το τέλος ήταν κάπως χλιαρό χωρίς έντονο σημείο κορύφωσης, τη διαφθορά του δημάρχου τη μύρισα απο νωρίς χωρίς να είμαι λαγωνικό.

Γενικά θα μπορούσε να είναι αρκετά πιο δυνατή ιστορία αν είχε αποδοθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Καλή προσπάθεια όμως.

Καλή επιτυχία Γιώργο!

Link to comment
Share on other sites

+ουτοπία και όχι καταστροφή

 

-ουτοπία με τρύπες Ναααα

 

-θέλει πολύ χτένισμα

 

-Ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει λέξεις που νομίζει ότι τις ξέρει κάνοντας τραγικά λάθη, αλλά το έχει κάνει τόσο αθώα και γλυκά που μου έρχεται να το κλέψω για να το βάλλω σε κάτι δικό μου.

 

-ο ήρωας είναι πολύ μόνος για μια τέτοια κοινωνία, ουτοπία σημαίνει καλή συνεργασία και αυτό είναι που δημιουργεί τις περισσότερες τρύπες και χαλάει το κλίμα. Αν ο ήρωας ήταν πιο συνεργατικός τότε θα σε είχε αναγκάσει να κάνεις και τον δήμαρχο με περισσότερα κίνητρα για τις πράξεις του και θα είχες αποδώσει καλύτερα την ουτοπία σου.

 

 

 

Τα άλλα τα είπανε, αλλά υπάρχει τρυφερότητα σ’ αυτό το κείμενο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σε γενικές γραμμές με κάλυψε ο scanner και ο χατζηγιώργης. Νομίζω οτι είναι σημαντικό να διορθώσεις τα λάθη σου.

Επίσης το κείμενο έχει ένα πρόβλημα αληθοφάνειας. (Ίσως έπρεπε να είχες κάνει μια έρευνα για το άσθμα πριν το γράψεις.)

 

Δεν είναι μόνο αυτό που λέει ο Χατζηγιώργης.

 

Από ότι φαίνεται στο κείμενο ο Λέων έχει σοβαρό πρόβλημα και είναι και 40.

 

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα πήγαινε ποτέ για τρέξιμο, ίσως για περπάτημα, και, κυρίως, δεν θα πήγαινε ποτέ σε πευκόδασος την άνοιξη και το καλοκαίρι.

 

Έχεις δει το χαρακτηριστικό χνουδάκι που βγάζουν τα πεύκα όταν ανθοφορούν; Σου λέω, σαν άτομο που ως παιδί είχε σχετικά σοβαρό άσθμα, οτι δεν θέλεις να πετάει γύρω σου. Γενικά τα πεύκα από τους ασθματικούς αποφεύγονται.

 

Εδώ, βέβαια, βλέπουμε ένα άντρα που τρέχει σε δάσος με πεύκα, βλέπει κάτι που του προκαλεί σοκ, (Κι από αυτό μπορεί να προκληθεί κρίση άσθματος),χωρίς να έχει μαζί του σπρέι κορτιζόνης και, αντί να πεθάνει επιτόπου, κάνει sprint ως το σπίτι του σχεδόν. Λυπάμαι, αλλά ο Λέων κάνει παρέα στο πτώμα.

 

Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσουν οι ιστορίες τρόμου. Η ιδέα σου κρατάει το ενδιαφέρον και έχει καλές στιγμές αλλά για μένα ένα είναι αυτό που την κάνει αδύναμη. Δεν έχει πρωταγωνιστή. Φαίνεσαι σα να χρησιμοποιείς τον ήρωα σου μόνο και μόνο για να προχωρήσει η υπόθεση. Δεν με έπεισε ο ήρωας και σε τέτοιες ιστορίες πρέπει να ξεχωρίζει και αυτός να εξιστορεί την ιστορία. Στο τέλος που είναι; Υπήρχε ατμόσφαιρα, υπήρχε μυστήριο, διαβάζονταν εύκολα αλλά νομίζω μετά από άλλη μια προσεκτική ανάγνωση ότι αυτό που ανέφερα είναι που μου έλειπε….

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ωραια ιστορια. Μου αρεσε η σκιαγραφηση του κεντρικου ηρωα οπως και η απλοτητα με την οποια δοθηκε το θεμα.

Μονο λιγη περισσοτερη προσοχη σε καποια γραμματικα θεματα!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά απότομο και απλοϊκό τέλος για τις δικές μου προτιμήσεις (για τις οποίες δεν ευθύνεσαι εσύ, όπως έχω σχολιάσει και σε άλλο διήγημα του διαγωνιοσμού ;-)).

Μου άρεσαν οι περιγραφές σου, τόσο στα συναισθήματα των χαρακτήρων, όσο και στο ρυθμό της δράσης.

Αναφορικά με τα όποια λάθη στη χρήση της γλώσσας, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, διότι εύκολα θα τα διορθώσεις σε επόμενο κείμενό σου. :good:

 

Καλή επιτυχία!

Edited by DimitrisX
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία. Το μονό κακό είναι το ότι επειδή είναι αστυνομικό διήγημα και έχοντας περιορισμό λέξεων είναι αυτονόητο ότι δεν μπορείς να αναπτύξεις πολλούς χαρακτήρες στην ιστορία σου ,δεν είναι βιβλίο να γράψεις για όσους θες και ότι θες για να περιπλέξεις την υπόθεση σου ώστε να μην ξέρουμε ποιος ήταν τελικά ο δολοφόνος. Εδώ επειδή αναφέρεσαι σε λίγα άτομα αυτόματος ο δολοφόνος θα είναι είτε ο ένας πρωταγωνιστής σου είτε ο άλλος .

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου αρεσει που εχει εντονο το στοιχειο του αστυνομικου. Δυστυχως, το περιθωριο των λεξεων δεν σου εφτασε για να το αναπτυξεις αρκετα. Παρολα αυτα, η ιστορια σου εχει αρκετες ομορφες περιγραφες και σκηνες. Αυτο που σου προτεινω ειναι να συνδεεις τις προτασεις σου. Μνη γραφεις μικρες και κοφτες προτασεις, γιατι κοβεται καπως η ροη. Κατα τα αλλα, πολυ ομορφη ιστορια σε κατηγορια που μου αρεσει.

Edited by Αλχημιστής
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Δεν ξέρω ρε ‘σύ… δεν μου πολυάρεσε. Με χάλασε το τέλος, ήταν σαν να μου είπες ‘’Ε, λοιπόν, και τελικά που λες έγινε αυτό κι αυτό κι αυτό, κι έτσι τέλειωσε η ιστορία’’.

 

ΥΓ:

1)‘’Είχε προγραμματίσει από νωρίς μια ώρα απογευματινό τρέξιμο κάτω από τον πολύχρωμο ουρανό.’’

-Πολύχρωμος;

2)‘’Ο Λέων έδενε τα κορδόνια από τα πάνινα παπούτσια του. Στέκονταν μπροστά από το μεγάλο, τζαμένιο παράθυρο της εισόδου…’’

-Για τσέκαρε

http://community.sff...post__p__147138

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..