Jump to content

Πλουτωνεία - Η Πόλη πάνω στη Λάβα


Lady Nina

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Lady Nina

Είδος: Dark Fantasy (;)

Βία; Λίγη

Σεξ; Καθόλου

Αριθμός Λέξεων: 3821

Αυτοτελής; Για τα πλαίσια του διαγωνισμού, ναι.

Σχόλια: Με κάποιες διαφοροποιήσεις, η ιστορία αυτή θα αποτελέσει ένα μέρος του τρίτου βιβλίου μιας τριλογίας που έχω κατά νου...

 

 

Πλουτωνεία - Η Πόλη πάνω στη Λάβα

 

 

Ο στρουμπουλός άντρας έφτασε ασθμαίνοντας στην πόρτα του πεντεδοχείου του, όπως αποκαλούν τα πανδοχεία στην πόλη του, για να περιμένει τον επερχόμενο επισκέπτη. Οι συνεργοί του τον είχαν μόλις ειδοποιήσει ότι το δικό τους μέρος του σχεδίου θα ολοκληρωνόταν σύντομα –με επιτυχία. Και δεν είχαν άδικο, όπως αποδείχτηκε λίγη ώρα αργότερα.

 

«Καλώς ήρθατε στο ‘Πεντεδοχείο του Καλού Νοικοκύρη’! Είμαι ο κυρ-Μήδας, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

 

Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την υποκριτική ικανότητα, ώστε να ακουστεί πρόσχαρος. Τα κατακόκκινα μάγουλά του φανέρωναν την έξαψή του, όμως ο νεαρός που τον κοίταζε αναποφάσιστος, αμύητος -όπως φαινόταν- στις κοινωνικές συναναστροφές, τα θεώρησε ένδειξη καλοσύνης.

 

«Καλησπέρα», κατάφερε να ψελλίσει ως απάντηση, ενώ, αντλώντας κουράγιο από το γελαστό πρόσωπο του κυρ-Μήδα, συνέχισε με περισσότερο θάρρος: «Αναρωτιέμαι μήπως υπάρχει κάποιο διαθέσιμο δωμάτιο για απόψε.»

 

«Ναι, ναι, περάστε μέσα!» πρότεινε ο πεντεδοχέας πισωπατώντας, ώστε να αφήσει το νέο με τα κορακίσια μαλλιά να περάσει. «Φυσικά κι έχω διαθέσιμο δωμάτιο. Πολύ σπάνια τυχαίνει, άλλωστε, να διανυκτερεύσει κανείς σ’αυτή τη μεριά της πόλης. Δεν είναι κι η πιο καλόφημη, ξέρετε. Ή μήπως είστε καινούργιος στην πόλη μας; Πώς σας λένε;»

 

Στο άκουσμα των απανωτών ερωτήσεων ο νεαρός συνοφρυώθηκε. Ίσως να μην είναι και τόσο αφελής τελικά, σκέφτηκε ο κυρ-Μήδας, και έσπευσε να διορθώσει το λάθος του.

 

«Συγγνώμη αν σας προσέβαλα. Θα είστε κουρασμένος και το τελευταίο που θα ψάχνετε είναι ένας γέρος πολυλογάς. Περάστε μέσα να τακτοποιηθείτε και θα τα κανονίσουμε όλα μετά.»

 

Μετά από μια μικρή παύση, κατά την οποία οι άντρες ζυγιάζονταν με το βλέμμα, η απολογία του κυρ-Μήδα φάνηκε να λειτουργεί.

 

«Με λένε... Οδυσσέα», χαμογέλασε ο νεαρός, τείνοντας το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό κρατούσε το δισάκι του. «Χαίρω πολύ!»

 

Καθώς ανταπέδιδε τη χειραψία, ο κυρ-Μήδας εντόπισε ένα χαρτί, που ξεπρόβαλλε από το δισάκι του νεαρού. Το αναγνώρισε μεμιάς, κι ας ήταν τυλιγμένο σε μορφή κυλίνδρου. Ο Βασιλικός Χάρτης. Ή μάλλον ο πειραγμένος Βασιλικός Χάρτης. Ακόμα κι αν δεν είχε πειστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή για την ταυτότητα του υποψήφιου πελάτη του, τώρα μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος.

 

«Κι εγώ!» αναφώνησε –ίσως υπερβολικά χαρωπά- ο τροφαντός οικοδεσπότης. «Δε φαντάζεσαι πόσο...» πρόσθεσε μέσα από τα δόντια του.

 

«Έχω δύο άδεια δωμάτια. Τα άλλα δύο είναι πιασμένα από δυο κυρίους που μόλις κατέφθασαν απ’τη Γη. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα ακόμα τι θα πει Πλουτωνεία. Δε με πιστεύουν όταν τους λέω ότι δεν υπάρχει καθόλου νερό εδώ, ότι δεν υπάρχουν ζώα ή φυτά. Τι στο καλό τους μαθαίνουν στο σεμινάριο, απορώ. Αλλά πάλι έπιασα τις πολυλογίες, ε; Τέλος πάντων, το ζητούμενο είναι πως έχουν μείνει δύο άδεια δωμάτια. Το ένα, όμως, δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Θα πρότεινα, λοιπόν, το άλλο, αυτό που είναι γωνιακό. Είναι πιο άνετο, αν και τα βράδια είναι ίσως περισσότερο ζεστό απ’ότι θα έπρεπε –ξέρετε, λόγω της λάβας. Ωστόσο, εσείς διαλέγετε.»

 

Η πολυλογία του πεντεδοχέα δε φάνηκε να άγγιξε καθόλου το νεαρό, ο οποίος είχε τόσο βυθιστεί στις σκέψεις του, που ούτε στα δυσοίωνα σκαλίσματα, στους τοίχους και τα έπιπλα του μονώροφου οικήματος, δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία.

 

«Ναι, όπου πιστεύετε εσείς καλύτερα», συμφώνησε αφηρημένα ο νεαρός, με φανερή την αδημονία του να μείνει μόνος.

 

 

***

 

Ο Πρίγκιπας Ορέστης, διάδοχος πλέον του θρόνου της Πλουτωνείας, βρισκόταν μίλια μακριά από τα διαμερίσματά του. Μεταμφιεσμένος, είχε καταφύγει στο δωμάτιο ένος πεντεδοχείου, ανυποψίαστος για τις μηχανορραφίες που πλέκονταν πίσω από την πλάτη του. Μέσα στη σύγχυση που του προκαλούσε ο πρόσφατος χαμός του πατέρα του και η δική του φυγή από το παλάτι, δεν μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του από τους εχθρούς που τον περικύκλωναν όλο και πιο ασφυκτικά ώρα με την ώρα.

 

Πρώτη φορά μόνος έξω από την προστασία του παλατιού, αμήχανος, προσπαθούσε να θυμηθεί αυτά που τόσα χρόνια μάθαινε από τα βιβλία και το σοφό δάσκαλό του. Όμως, αδυνατούσε να φέρει στο μυαλό του τους κανόνες που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Πλουτωνείας, από τις απαρχές της ακόμα. Κανόνες που όριζαν τους πολίτες της, που τους διαμόρφωναν, όπως το αυλάκι καθορίζει την πορεία και τη μορφή του φλεγόμενου ρυακιού.

 

Δε θυμόταν τι υποδήλωνε η Οδός Συκιάς, κι ας απλωνόταν αυτή τη στιγμή μπροστά του. Δεν του περνούσε καν απ’το μυαλό ότι τα σκαλίσματα που χάιδευε αφηρημένος αντιπροσώπευαν το ποιόν του ανθρώπου που του είχε συστηθεί ως κυρ-Μήδας. Μήλα και σύκα, το μοτίβο που είχε αδράξει κάθε γωνιά του πεντεδοχείου, του πανδοχείου με τα πέντε δωμάτια.

 

Ο Ορέστης άπλωσε τον χάρτη στο –παραδόξως- φρεσκοστρωμένο κρεβάτι του. Πώς ήταν δυνατό να περπατάει από τα ξημερώματα και να είναι ακόμα τόσο κοντά στο Σιντριβάνι των Στοιχείων, τόσο κοντά στο παλάτι, αναρωτιόταν. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ωστόσο, ήταν εξουθενωμένος, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, για να το αναλύσει περαιτέρω. Ο πεντεδοχέας, αυτός ο κυρ-Μήδας, τον περίμενε για το δείπνο του στην τραπεζαρία. Κι ύστερα, τον περίμενε το κρεβάτι του, στρωμένο και δελεαστικό, για να διώξει μακριά -έστω και προσωρινά- τις έννοιες που του φόρτωσε η δολοφονία του πατέρα του.

 

Αυτό δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα –και ούτε έπρεπε, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί σε κάποιο ασφαλές καταφύγιο. Έπρεπε να κρυφτεί το συντομότερο δυνατό, ώστε να μην τον εντοπίσουν οι Αλίκτορες, ούτε και τα Όρνια της Οργής. Αυτό που τον ανησυχούσε ήταν πως η επίσκεψη των τελευταίων αναμενόταν πολύ σύντομα, καθώς εκείνο μόλις το πρωί είχε παρατηρήσει ότι το Σιντριβάνι των Στοιχείων ξερνούσε φωτιά, όχι πως ανάβλυζε ποτέ από κει και τίποτα άλλο.

 

 

***

 

Τι στο καλό κάνει τόση ώρα κλεισμένος εκεί μέσα; Ο κυρ-Μήδας δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί σε αυτά που τον ρωτούσαν οι δύο νεοφερμένοι πελάτες του.

 

«Κυρ-Μήδα, μας ακούτε; Ισχύει αυτό που ακούσαμε ότι απαγορεύεται να μαζεύονται πάνω από πέντε άτομα σε ένα μέρος;»

 

«Ναι.»

 

«Γιατί, όμως; Σε τι βοηθάει αυτό;»

 

«Δε μάθατε στο σεμινάριο;»

 

«Δε μας είπαν. Θέλω να πω, δεν παρακολουθούσαμε και τίποτα εκεί. Κανείς δεν πίστευε πως υπάρχει όντως αυτό το μέρος. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει.»

 

«Κι όμως υπάρχει. Εδώ βρίσκεστε. Κι εσείς κι εγώ.»

 

«Εγώ κάτι παρακολούθησα στο σεμινάριο, πάντως», μίλησε δειλά ο δεύτερος φιλοξενούμενος. «Η Πλουτωνεία ξεκίνησε ως εξορία για τους κακούς της Γης. Πριν διακόσια χρόνια. Κι επειδή οι κακοί είναι κακοί, οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν μια επανάσταση εναντίον τους. Γι’αυτό δεν επιτρέπεται να υπάρχουν πάνω από πέντε άτομα στο ίδιο μέρος.»

 

«Οι ντόπιοι;» Ξέσπασε σε χάχανα ο άλλος φιλοξενούμενος. «Και ποιοι είναι οι ντόπιοι», τον περιγέλασε, «μπορείς να μου πεις;»

 

«Οι Αλίκτορες και τα Όρνια της Οργής, φυσικά», απάντησε αφελέστατα ο πιο διαβασμένος από τους δύο, προκαλώντας άλλο ένα κύμα χαχανητών από το συνομιλητή του.

 

«Σε λίγο θα μας πεις πως τώρα βρισκόμαστε πάνω σε μια στήλη που πατάει πάνω σε υγρή λάβα», τον περιέπαιξε λίγο ακόμα.

 

«Μα, αυτό συμβαίνει όντως», απάντησε πολύ σιγανά ο ντροπαλός νεοφερμένος.

 

«Αρκετά! Σταμάτα επιτέλους να γελάς!» επενέβη ο πεντεδοχέας. «Αυτά που λέει ο φίλος σου ισχύουν. Έτσι είναι χτισμένη όλη η πόλη. Κι αν δε με πιστεύεις, κάνε μια βουτιά στη λάβα και θα το διαπιστώσεις. Και οι Αλίκτορες υπάρχουν. Όπως και τα Όρνια της Οργής, αυτά τα αποκρουστικά ιπτάμενα όντα από μέταλλο και λάβα. Αυτά σας μετέφεραν εδώ πέρα, άλλωστε. Οι δίοδοι για τον έξω κόσμο είναι όλες πολύ ψηλά –δε θα υπήρχε άλλος τρόπος.»

 

«Τότε χαίρομαι που μας κοίμησαν πριν μας φέρουν...»

 

 

***

 

Ξαναέστρεψε το βλέμμα του -που είχε ξεστρατίσει- στον χάρτη, όπου φαινόταν η απλή ρυμοτομία της πόλης. Δυο κεντρικές λεωφόροι σε σχήμα σταυρού τέμνονταν στο κέντρο της, ορίζοντας τη θέση του Σιντριβανιού των Στοιχείων. Λεωφόρος Χλωρίδας και Λεωφόρος Πανίδας τα ονόματά τους. Εκτός απ’αυτές, τέσσερις δρόμοι χωροθετούσαν επίσης την πόλη. Ο Δρόμος της Γης, του Νερού, του Αέρα και της Φωτιάς· ξεκινούσαν όλοι από το Σιντριβάνι των Στοιχείων, τον Ομφάλιο Λώρο της Πλουτωνείας, και συνέχιζαν ακτινικά, διχοτομώντας τα αντίστοιχα τεταρτημόρια: της Γης στα βορειοανατολικά, του Νερού στα νοτιοανατολικά, του Αέρα στα νοτιοδυτικά και της Φωτιάς στα βορειοδυτικά. Όλες οι υπόλοιπες οδοί ήταν παράλληλες, είτε στη Λεωφόρο Χλωρίδας, είτε στη Λεωφόρο Πανίδας και υπάγονταν σε ένα από τα παραπάνω τεταρτημόρια.

 

Προσπάθησε νοερά να ακολουθήσει την πορεία που είχε διανύσει από το ξημέρωμα εκείνης της ημέρας, αλλά του στάθηκε αδύνατο. Οι πανικόβλητες κραυγές και τα ποδοβολητά που ακούγονταν στους μόλις επανεμφανισμένους δρόμους έξω από τα διαμερίσματά του, διαδίδοντας το φρικτό νέο της ατιμωτικής δολοφονίας του πατέρα του, επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό του. Ανάμεικτα συναισθήματα και εικόνες τον κατέκλυσαν μόλις κατάφερε να ξεφύγει λίγο από την ένταση των τελευταίων ωρών. Η γροθιά του σφίχτηκε και μέσα της συνέθλιψε την πάνω αριστερή γωνία του χάρτη. Τα δάκρυά του, που έρρεαν ανεξέλεγκτα, πότισαν το πολυκαιρισμένο χαρτί, ενώ ένα από αυτά κατάφερε να τρυπώσει μέσα στο στόμα του.

 

Η αλμυρή γεύση που του άφησε το δάκρυ τον συντάραξε και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Τα δάκρυα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στην Πλουτωνεία. Ούτε να τα βλέπεις, πόσο μάλλον να τα γεύεσαι. Όχι επειδή οι κάτοικοι της Πλουτωνείας δεν γνώριζαν λύπη και πίκρες. Ίσα ίσα. Απλά, από τους πρώτους κατοίκους, που αποίκησαν το εσωτερικό του βουνού Όλυμπος στον Άρη, μέχρι και τους τελευταίους, όλοι είχαν πάρει το χάπι που τους είχε προκαλέσει τη μετάλλαξη.

 

Έτσι, οι πολίτες της Πλουτωνείας, της Πόλης πάνω στη Λάβα, δεν είχαν πλέον ανάγκη το νερό, αγαθό ανύπαρκτο σε αυτή τη γωνιά της Τριπλανητίας. Με αυτό τον τρόπο, όμως, είχαν γίνει και οι ίδιοι ανίκανοι να παράγουν ο,τιδήποτε είχε σχέση με αυτό. Δάκρυα και σάλιο είχαν περιοριστεί μόνο στις βασικές και απαραίτητες ποσότητες. Έτσι, τουλάχιστον, είχε μάθει ο Πρίγκιπας σε ένα από τα μαθήματα που όριζε η εκπαίδευσή του.

 

Κι όμως, τώρα μπορούσε να γευτεί τα δάκρυά του. Και μαζί μ’αυτά γευόταν ένα μεγάλο μέρος της πραγματικής του φύσης. Γευόταν αυτό που αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό της πατρίδας των προγόνων του, του τόπου που δεν ήξερε αν θα γνώριζε ποτέ. Τα δάκρυα έχουν την ίδια γεύση με τη θάλασσα και τον ωκεανό. Να το θυμάσαι αυτό. Ναι, φυσικά. Θυμόταν ολοκάθαρα τώρα. Τα λόγια του δασκάλου του, του Βασίλειου. Κι ας θυμόταν ολοκάθαρα τα λόγια όμως, δεν μπορούσε να φέρει την αντίστοιχη εικόνα στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι το νερό, πώς μοιάζει το μπλε χρώμα που τόσο ποθούν όσοι έρχονται από τη Γη. Γι’αυτόν, η μόνη εικόνα που μπορούσε να πλάσει το μυαλό του ήταν αυτή της λάβας που κυλούσε κάτω απ’την πόλη τους.

 

Πού να ήταν άραγε ο γέρος δάσκαλός του, ο ένας από τους τέσσερις Συμβούλους του πατέρα του; Να κατάφερε να γλιτώσει από τους δολοφόνους του τελευταίου; Θα τον ξανάβλεπε ποτέ; Μόνο εκείνος του είχε απομείνει πλέον, μα βρισκόταν μακριά του, αφήνοντάς τον μόνο και αβοήθητο. Έρμαιο σε αυτούς που τον κυνηγούσαν καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ευτυχώς, είχε καταφέρει να τους ξεφύγει. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε...

 

 

***

 

Γεμάτος αδημονία και προσμονή, ο πεντεδοχέας περπατούσε ασταμάτητα σε όλο το κτίσμα, από τη στιγμή που είχε ενημερώσει τους Αλίκτορες για την πορεία του σχεδίου τους. Ξεκινούσε από το χώρο υποδοχής, παρατηρώντας έξω από τα παράθυρα, και στη συνέχεια, πήγαινε προς τον διάδρομο που οδηγούσε στα δωμάτια. Έστριβε δεξία, προς το δωμάτιο του Πρίγκιπα, έφτανε αθόρυβα στην πόρτα του, έκανε μια στάση κι ύστερα έτρεχε ξανά στα παράθυρα του χώρου υποδοχής. Ένα ατέρμονο γάμα σχεδιάζαν τα μικροσκοπικά του ποδαράκια, πιλαλώντας, καθώς περίμενε από στιγμή σε στιγμή την επίτευξη των στόχων του.

 

Ταυτόχρονα, δεν έπαυε να στήνει αυτί, μήπως ακούσει κάποιον ήχο που θα σήμαινε είτε την έξοδο του Πρίγκιπα –ψέματα, του Οδυσσέα- από το δωμάτιό του, είτε τον ερχομό των Αρειανών Αλικτόρων. Ωστόσο, το μόνο που άκουγε ήταν τα παράπονα των δύο νεοφερμένων, σχετικά με το φαγητό που τους είχε σερβίρει, το σουανό. Μιλούσαν ψιθυριστά, αλλά παρ’όλα αυτά, έπιανε που και που κάποιες σκόρπιες φράσεις, όπως «Σκατά μας δίνουν και τρώμε;» ή «Τι στεγνό πράγμα είναι αυτό;»

 

Αποφασισμένος να μην ασχοληθεί μαζί τους, παρατηρούσε αφοσιωμένος έξω από το παράθυρο. Τα χρώματα ολοένα και σκούραιναν, καθώς οι ακτίνες του ήλιου δεν μπορούσαν πια να περάσουν τις αντίστοιχες τρύπες για να φτάσουν στους καθρέφτες φωταγώγησης, στο εσωτερικό του βουνού. Ώσπου άκουσε τις φωνές τους να τον καλούν επιτακτικά στην τραπεζαρία.

 

«Τι έγινε πάλι;»

 

«Τι να έγινε; Τι φαΐ μας έδωσες να φάμε; Ούτε για ζήτω δεν κάνει.»

 

«Αυτό υπάρχει και σ’αυτό θα αρκεστείτε. Οι προμήθειες που έχω τόσο μου ορίζουν να δίνω σε κάθε πελάτη. Κι αν δε σας αρέσει, να τα βάλετε με τους Αλίκτορες, που θα έρθουν οσονούπω.»

 

Στο μεταξύ, η ώρα περνούσε και η κυκλοφορία στους δρόμους θα απαγορευόταν από στιγμή σε στιγμή. Ο Πρίγκιπας δεν είχε ξεμυτίσει ακόμα από το δωμάτιό του, κι αυτό τον ανησυχούσε. Το ίδιο και η αργοπορία των Αλικτόρων. Ώσπου ένας θόρυβος τον απέσπασε από τις σκέψεις του. Νομίζοντας ότι οι επισκέπτες του είχαν επιτέλους φτάσει, έτρεξε περιχαρής στην πόρτα για να τους προϋπαντήσει. Αντί, όμως, να αντικρύσει τις μαυροφορεμένες φιγούρες με τα κατακόκκινα μαλλιά, το βλέμμα του δεν συνάντησε παρά το σκοτάδι που πύκνωνε συνεχώς, προμηνύοντας την άρση των δρόμων και την επιβολή της απαγόρευσης της κυκλοφορίας.

 

 

***

 

Ο Ορέστης είχε μόλις βγει από το δωμάτιο της καθαριότητας, όπου είχε πάει να φρεσκαριστεί πριν το δείπνο –χωρίς νερό, εννοείται. Προτού μπει στο υπνοδωμάτιο, κοντοστάθηκε για μια στιγμή κάτω απ’τη κάσα της διαχωριστικής πόρτας και έχωσε τη μύτη του μέσα στις δυο του χούφτες, σαν να’θελε να κλάψει. Ωστόσο, εκείνος απλά ρούφηξε με λαίμαργες ανάσες τη μυρωδιά του σαπουνιού, ευφραινόμενος, κι ας τού θύμιζε τόσο τον κόσμο που είχε απαρνηθεί εκείνο μόλις το πρωί.

 

Με τα μάτια κλειστά, τα χέρια γύρω απ’το στόμα και τη μύτη και τ’αυτιά τεντωμένα, βρέθηκε να περπατά με αργές κινήσεις προς το ορθάνοιχτο παράθυρο του δωματίου του. Η δροσερή αύρα, που αναμενόταν να αντικατασταθεί σύντομα από την πύρινη ανάσα της λάβας, λειτουργούσε σαν υπνωτιστικό κάλεσμα για τον Πρίγκιπα. Φτάνοντας στο παράθυρο, στηρίχθηκε στο περβάζι, ώστε να απολαύσει στο έπακρο τις πιο δροσερές ώρες της ημέρας. Δυο χέρια, όμως, τον απέσπασαν βίαια, τόσο από τις σκέψεις του, όσο και από την ασφάλεια του δωματίου του.

 

«Τι στο καλό!» πήγε να φωνάξει ο Ορέστης, όταν τα χέρια τού έκλεισαν το στόμα κι από το δρόμο, τον ώθησαν ξανά, απότομα, μέσα στο δωμάτιο.

 

Πεσμένος πλέον στο πάτωμα, ο Πρίγκιπας προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Μπροστά του ορθωνόταν μια ψηλή, μαυροφορεμένη φιγούρα. Μια από αυτές που τον ακολουθούσαν απ’όταν είχε εγκαταλείψει το παλάτι.

 

 

***

 

Τα φυλλοκάρδια του έτρεμαν σχεδόν όσο και η γη κάτω απ’τα πόδια του. Οι δρόμοι θα άρχιζαν από στιγμή σε στιγμή να ανοίγουν, παρασύροντας στην άβυσσο όποιον χασομερούσε ακόμα έξω. Και οι Αλίκτορες δεν είχαν φανεί ακόμα. Πλέον, ο πεντεδοχέας ανησυχούσε πως κάτι τους είχε συμβεί στο δρόμο. Αλλά ακόμη κι αν ήταν ασφαλείς μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν του εγγυόταν πως θα εξακολουθούσαν να είναι.

 

Γιατί, παρ’όλο που ήταν γηγενείς, οι Αλίκτορες απειλούνταν εξ’ίσου από τη λάβα. Αν τους κατάπινε, δε θα επιβίωναν. Η σάρκα τους, όμοια με βασάλτη, που έκανε τα πρόσωπά τους να μην ξεχωρίζουν από την ολόμαυρη ενδυμασία τους, θα έλιωνε στη θάλασσα της λάβας που απλωνόταν ύπουλα κάτω απ’ολάκερη την πόλη, ενώ τα άλικα μαλλιά τους θα σκόρπιζαν, όπως το έδαφος του Άρη παρασύρεται από τους πρόσκαιρους τυφώνες. Αν δεν τα κατάφερναν εκείνοι, θα έπρεπε να πάρει αυτός την τύχη του Πρίγκιπα στα χέρια του. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να γλιτώσει. Ο πατέρας του Ορέστη, ο Βασιλιάς Σοφοκλής –ή μάλλον πρώην Βασιλιάς- είχε κάνει το λάθος να βλάψει την ανιψιά του.

 

Κόρη του αδελφού του, που ανήκε στο Συμβούλιο του Βασιλιά προτού διωχθεί για προδοσία, την είχε μεγαλώσει έκτοτε σαν να ήταν κόρη του. Την αποχωρίστηκε μόνο όταν την έστειλε πεσκέσι στο Βασιλιά, μετά το θάνατο της Βασίλισσας, για να τον συντροφεύει στα μοναχικά του βράδια. Ο θάνατος της γυναίκας του, κατά τη γέννηση του μονάκριβου γιου τους, του Ορέστη, τον είχε συγκλονίσει. Έτσι, ο κυρ-Μήδας είχε βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να ανέλθει στην αριστοκρατία, πατώντας στην αδυναμία του.

 

Όταν, όμως, ο Βασιλιάς άφησε την Ερατώ έγκυο, δεν την ανακυρήξε Βασίλισσα, όπως ευελπιστούσε ο θείος της, παρά την έστειλε στα πιο μακρινά διαμερίσματα του παλατιού μέχρι να γεννήσει. Και τότε, λίγο καιρό μετά τη γέννηση της κόρης της, τα Όρνια της Οργής άρπαξαν και τις δύο -μάνα και κόρη- μέρα μεσημέρι, από το δρόμο έξω απ’τα διαμερίσματα του Βασιλιά. Έτσι, ναυάγησαν τα μεγαλόπνοα σχέδια του κυρ-Μήδα για μια πολυτελή ζωή, βυθίζοντάς τον σε μια ακαταμάχητη επιθυμία για εκδίκηση.

 

Έκτοτε, είχε κάνει σκοπό της ζωής του να καταστρέψει αυτή τη δυναστεία των βασιλιάδων και να ιδρύσει τη δική του. Ευτυχώς για εκείνον, είχε φέρει με το μέρος του πολλούς δυσαρεστημένους αυλικούς, αλλά και διεφθαρμένους ευγενείς. Δε θα αργούσε, λοιπόν, η μέρα που θα ξυπνούσε κάθε πρωί, ατενίζοντας το Σιντριβάνι των Στοιχείων από πολύ κοντά. Σκόπευε να κλείσει συμφέρουσες συμφωνίες με τα Όρνια της Οργής και τους Αλίκτορες και, για να τους δελεάσει, θα τους προσέφερε ως αντάλλαγμα όλους τους εχθρούς του, όποιον τολμούσε να του αντισταθεί. Γιατί αυτό ήταν το λάθος του προηγούμενου βασιλιά. Δεν ήταν αδίστακτος και γι’αυτό δεν κατάφερε να διατηρήσει το θρόνο, μα ούτε και τη ζωή του.

 

 

***

 

«Η εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους τον ‘έφαγε’ τον πατέρα σου. Φρόντισε να μην πάθεις κι εσύ το ίδιο.» Η μαυροφορεμένη φιγούρα μίλησε ξαφνικά, αιφνιδιάζοντας τον Πρίγκιπα.

 

«Ποιο- ποιός είσαι;»

 

«Α, δε με κατάλαβες ακόμα;»

 

«Δάσκαλε; Εσύ;»

 

Αντί απάντησης, ο μαυροντυμένος άντρας έριξε πίσω την κουκούλα του, φανερώνοντας ένα ρυτιδιασμένο πρόσωπο, πλαισιωμένο από άτακτες τούφες μαλλιού στο χρώμα της στάχτης.

 

 

***

 

«Επιτέλους, ήρθατε! Γιατί αργήσατε;»

 

Το διαπεραστικό τους βλέμμα τον έκανε να τα χάσει. Μπορεί να μην το έβλεπε -άλλωστε, κανείς ποτέ δεν είχε καταφέρει να το δει- αλλά η επίδραση των Αλικτόρων στους ανθρώπους ήταν πάντα καταλυτική. Και μπορεί να μην του μίλησαν, αλλά ο πεντεδοχέας κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε η κοφτή κίνηση του κουκουλωμένου κεφαλιού τους.

 

«Ναι, ναι, φυσικά. Από εδώ, περάστε.»

 

Καθώς τους έδειχνε το δρόμο προς το δωμάτιο του Πρίγκιπα, παρατήρησε -προς μεγάλη του ικανοποίηση- τους δύο άντρες, που κάθονταν ακόμη στο τραπέζι. Τα σώματά τους έμοιαζαν εντελώς άκαμπτα. Τα στόματά τους έχασκαν κάτω από ορθάνοιχτα μάτια και καμπυλωμένα τόξα φρυδιών. Κι ακόμα κι αν δεν έβλεπε τις τρίχες του αυχένα τους, ήταν σίγουρος πως ήταν όλορθες. Δε με πιστεύατε, πουλάκια μου, ε; Καλά να πάθετε, λοιπόν. Η έκπληξη είναι όλη δική σας.

 

 

***

 

Άφωνος για δυο στιγμές, ο Ορέστης χώθηκε με μια απότομη κίνηση στην αγκαλιά του δασκάλου του.

 

«Είναι αλήθεια πως του έδωσαν δηλητηριασμένο σουανό;»

 

Ο γέροντας κατένευσε.

 

«Μα γιατί; Ποιος;»

 

«Οι εχθροί μας, γιε μου. Αυτοί που θέλουν και το δικό σου κακό τώρα. Κι εσύ κατάφερες και πήγες κατ’ευθείαν στη φωλιά του λύκου.»

 

«Στη φωλιά του... ποιου;»

 

«Καλά, άσ’το για άλλη φορά. Τώρα πρέπει να φύγουμε από εδώ. Τώρα αμέσως. Μη στέκεσαι. Πάρε το δισάκι σου και πάμε.»

 

«Μα... Σε λίγο οι δρόμοι θα εξαφανιστούν...»

 

«Γι’αυτό σου λέω, φύγαμε. Δεν πρέπει να χάσουμε δευτερόλεπτο. Οι Αλίκτορες είναι στο κατόπι μας.»

 

 

***

 

Όλοι οι Αλίκτορες, και οι τέσσερις, βρίσκονταν πλέον στο διάδρομο, ενώ τελευταίος έστριβε δεξιά ο πεντεδοχέας. Παίρνοντας το βλέμμα από τους εμβρόντητους πελάτες του, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο παράθυρο, καθώς φάνηκε ένα σκίσιμο στα μισά του δρόμου. Και στο φως της χαραμάδας που ολοένα και μεγάλωνε, ο κυρ-Μήδας είδε τους δύο συνεργούς του, τους ξανθούς διδύμους.

 

 

***

 

«Ωχ! Αυτό μας έλειπε τώρα.»

 

«Τι; Τι είναι, δάσκαλε;»

 

«Αυτοί που σε κυνηγούσαν σήμερα, αυτοί οι δυο άθλιοι υπηρέτες.»

 

«Τι;»

 

«Έρχονται. Είμαστε χαμένοι.»

 

 

***

 

«Ορμήξτε! Τι περιμένετε;»

 

Ο κυρ-Μήδας τσίριζε ανυπόμονος. Τα προγούλια και το στομάχι του αναπηδούσαν κωμικά, καθώς ο πεντεδοχέας χοροπηδούσε λυσσασμένος πάνω στο ήδη τρεμάμενο δάπεδο.

 

 

***

 

«Τι είναι αυτά; Δάκρυα; Κλαις; Γιατί;»

 

Λυγμοί απάντησαν στο δάσκαλό του.

 

«Έλα, πρέπει να ξεφύγουμε. Ή έστω να προσπαθήσουμε. Έχε μου εμπιστοσύνη. Μου έχεις;»

 

Ο Ορέστης ένευσε καταφατικά, σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα χέρια του.

 

Ταυτόχρονα συνέβησαν πολλά πράγματα. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και στο κατώφλι της φάνηκαν δυο Αλίκτορες. Η ρωγμή στη μέση του πλακόστρωτου δρόμου ολοένα και μεγάλωνε, λούζοντας την οδό Συκιάς με ένα ζωηρό κοκκινωπό χρώμα και σκορπίζοντας τριγύρω εκκωφαντικούς θορύβους. Η ώρα της λάβας είχε φτάσει.

 

Ο δρόμος είχε αρχίσει να ανυψώνεται κοντά στη ρωγμή, σχηματίζοντας κατά μήκος του ένα συνεχές ύβωμα. Το ύψος του μεγάλωνε όσο περνούσε η ώρα, καθώς η κλίση των, δύο πλέον, κομματιών του δρόμου αυξανόταν όλο και πιο πολύ. Τα περιθώρια των κυνηγημένων στένευαν.

 

«Ή τώρα ή ποτέ!» ούρλιαξε ο δάσκαλος τραβώντας τον Ορέστη έξω απ’το παράθυρο.

 

Μπορεί για τον πρώτο ο σάλτος να ήταν αποτελεσματικός, για τον δεύτερο όμως όχι. Κι αυτό, γιατί ο Ορέστης βρέθηκε να ισορροπεί στο παράθυρο, κρατώντας γερά με το ένα χέρι το δάσκαλό του, ενώ το άλλο βρισκόταν φυλακισμένο στη μέγκενη του πιο κοντινού Αλίκτορα.

 

«Δεν έχετε να πάτε πουθενά, Βασίλη.»

 

Ήταν ο κυρ-Μήδας, που μίλησε με μια ηρεμία, αντιτιθέμενη στο κατακόκκινο πρόσωπό του. Το παράθυρο που παρεμβαλλόταν ανάμεσά τους -όπως και ο Ορέστης- δεν εμπόδιζε τους παλιούς γνωστούς να μετράνε ο ένας τον άλλο με το βλέμμα.

 

«Όλα τέλειωσαν», συνέχισε με χαιρέκακο ύφος ο επίδοξος βασιλιάς.

 

«Τίποτα δεν τέλειωσε», αποκρίθηκε σταθερά ο Βασίλειος και τράβηξε τον Πρίγκιπα με περισσότερη αποφασιστικότητα, καταφέρνοντας επιτέλους να τον ελευθερώσει από την κινούμενη πέτρα.

 

Ο κυρ-Μήδας έμεινε αποσβολωμένος να τους κοιτάζει καθώς επιχειρούσαν το ριψοκίνδυνο άλμα, ενώ μετά από δευτερόλεπτα ακούστηκαν οι κραυγές των δύο άτυχων που χάνονταν στο κενό. Τις κραυγές αυτές κάλυψε σχεδόν αμέσως ένα υπόκωφο βουητό, που φαινόταν να πηγάζει μέσα από το ίδιο το δωμάτιο.

 

 

***

 

«Υγγγρρρρόοοο...»

 

Η φωνή αυτή, σαν καθυστερημένου παιδιού, ερχόταν από τον Αλίκτορα που είχε αρπάξει τον Πρίγκιπα. Τώρα, με το ένα του χέρι κρατούσε το άλλο, εκείνο με το οποίο τον είχε αδράξει. Το είχε φέρει κοντά στο πρόσωπό του -στην κουκούλα του, για την ακρίβεια- κι αν μπορούσε να παρατηρήσει το πρόσωπό του, ο πεντεδοχέας ήταν απολύτως σίγουρος ότι θα αντίκρυζε ένα βλέμμα φρίκης. Το χέρι του Αλίκτορα –αν μπορούσες να το αποκαλέσεις πια έτσι- διακρινόταν καθαρά στο φως της λάβας. Δεν είχε πια τη μορφή της σμιλεμένης πέτρας, αλλά ήταν φαγωμένο, σαν να είχε εκτεθεί για χρόνια σε όξινη βροχή. Μια άμορφη μάζα από αρρωστημένη πέτρα.

 

Οι τέσσερις Αλίκτορες βρίσκονταν πλέον όλοι μες στο δωμάτιο. Στραμμένοι προς το μέρος του πεντεδοχέα, τον κοιτούσαν με εχθρικές διαθέσεις. Το καταλάβαινε από τη στάση τους, από την αύρα που εξέπεμπαν. Ξάφνου, ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει, σαν να τον είχε κυριεύσει σκοτοδίνη. Ή μάλλον όχι. Όλο το σπίτι έμοιαζε πια να κουνιέται. Μα, φυσικά. Εφτά άτομα ήταν περισσότερα απ’όσα μπορούσε να αντέξει η στήλη του πεντεδοχείου. Υπερβολικά πολλά.

 

Ο κυρ-Μήδας, σε μια ύστατη προσπάθεια να γλιτώσει από τις διαθέσεις των πρώην συμμάχων του, προσπάθησε να βρει καταφύγιο μέσα στο δωμάτιο καθαριότητας. Δεν πρόλαβε όμως, καθώς δυο ζευγάρια χέρια τον ακινητοποίησαν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.

 

«Θα πας να βρεις τους εχθρούς σου...»

 

Η ομιλία των Αλικτόρων έμοιαζε με υπόκωφο βουητό από πέτρες που κατρακυλούν.

 

«Όχι. Μη! Γιατί; Δεν έπεσαν ααααα...»

 

Χωρίς να τον αφήσουν να ολοκληρώσει, οι Αλίκτορες έστειλαν σε ελεύθερη πτώση τον πεντεδοχέα, με τη λάβα να τον περιμένει αμείλικτη στο τέρμα της. Πρώτα βυθίστηκε το σώμα του, αναδίδοντας την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας, ενώ τελευταίο χάθηκε το κεφάλι του, καθώς η λάβα έπνιγε την τελευταία του λέξη: «αυτοί». Το θέαμα ήταν φρικιαστικό, όχι πως οι Αλίκτορες έμειναν να το δουν. Τους περίμενε δουλειά: να στείλουν στην ίδια μοίρα και τους δυο πελάτες που, πετρωμένοι από φόβο, είχαν παραμείνει στην τραπεζαρία.

 

 

***

 

Καθώς οι τέσσερις Αλίκτορες απολάμβαναν την επιτυχία της αποστολής τους –χωρίς κιόλας να έχουν βάλει ιδιαίτερα το χεράκι τους- δύο ξέπνοοι άντρες, ένας νέος με εβένινα μαλλιά κι ένας γέρος, συνέρχονταν στο κτίριο ακριβώς απέναντι...

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 52
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Lady Nina

    12

  • alkinem

    5

  • aScannerDarkly

    4

  • David1778

    3

Μας άφησες με την αγώνια ,σαν αρχή ,αλλά καί τέλος δίχνει οτι υπήρχε θέμα συνέχειας,για να γίνω περισσότερο κατανοητή,σαν να είναι η ιστορία σου το κεφάλαιο μιας άλλης μεγαλύτερης ιστορίας.

Πάντως μου άρεσε πολύ,θα ήθελα να υπάρχει και συνέχεια.

Καλή επιτυχία.

 

Ξέχασα να σου πω για τα ονόματα των ηρώων σου, είναι τα καλύτερα, ευκολοδιάβαστα,και Ελληνικότατα.

Πολύ καλή η επιλογή σου.

Μπραβο.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία, Έλενα!

 

Μου άρεσε πολύ η σκηνή των δακρύων και η όλη επεξήγηση περί νερού.

 

Οι Αλίκτορες και η τελική σκηνή στο πανδοχείο μου έφεραν στο μυαλό λίγο Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Πολύ ωραίο! ;)

Link to comment
Share on other sites

Γεια σου lady nina. Ανυπομονούσα για να διαβάσω την ιστορία σου. Ήταν ευχάριστη η ανάγνωση. Η ιδέα καλοφτιαγμένη και αξιοπρεπέστατα παρουσιασμένη. Καταλάβαινα πότε μίλαγε ποιος και ήταν ξεκάθαρα τα κίνητρα των ηρώων. Υπέροχη και πρωτότυπη πόλη. Ωραία ελληνικά ονόματα. Είναι φανερό ότι είναι μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας και με ιντριγκάρισες. Θέλω να περιμένω για την συνέχεια. Ο κόσμος που έπλασες είναι πολύ ελληνικός και πρωτότυπος, με ωραίο όνομα... Η ιστορία του πρίγκιπα μου μυρίζει επανάσταση και περιπέτεια.

 

 

Edited by anysias
Link to comment
Share on other sites

Αυτό θα πει φαντασία!

Βλέπω λοιπόν τον τίτλο "Η Πόλη πάνω στη Λάβα" και αναρωτιέμαι, "μα πώς";

 

Με γοήτευσε η πόλη, λοιπόν.

Θα ομολογήσω ότι η ιστορία είναι κάπως βιαστικά γραμμένη και έχει περιθώρια βελτίωσης και αφού λες ότι αποτελεί αρχή μεγαλύτερου έργου, πάσχει από τα σχετικά προβλήματα αυτών των καταστάσεων, με πρώτο και κύριο ότι δεν χωράει καλά στο διήγημα.

Όμως η ιδέα, πραγματικά μου άρεσε.

Μπορώ να πω ότι τσίμπησα όταν διάβασα

 

 

Ή μάλλον ο πειραγμένος Βασιλικός Χάρτης

 

Χε, χε, δώσε μου έναν χάρτη και μ' έχεις παγιδεύσει. Άμα είναι και πειραγμένος, τότε πρέπει να διαβάσω παρακάτω.

 

 

 

Στα θετικά η σωστή προοικονομία που οδηγεί στη λύση και φυσικά στο ότι η ίδια η Πόλη πρωταγωνιστεί.

Link to comment
Share on other sites

Γοητευτική ιστορία, αν δεν κάνω λάθος η δεύτερη που βλέπουμε στο σύμπαν της Τριπλανητίας. Όμορφα γραμένη το ύφος φέρνει κάποιες στιγμές σαν από παραμύθι που προσθέτει στη γοητεία της γραφής. Μου αρέσει η ιδέα του εσωτερικού ενός ηφαιστείου σαν φυλακή/τόπος εξορίας που μετεξελίσεται σε πόλη. Φέρνει κάτι από Δάντη στο μυαλό. Πολύ πετυχημένα και τα ονόματα, των δρόμων παρμένων απ΄τα στοιχεία της φύσης προ σύγχρονής επιστήμης.

 

Θα ήθελα να δω κάτι παραπάνω για τη φύση και την προέλευση Αλίκτορων και Όρνεων. Εξελίχθηκαν φυσικά στον Άρη; (προφανώς στηριγμένα σε τελείως διαφορετική βιολογία;) Προέρχονται από κάπου αλλού; Είναι τεχνητές δημιουργίες που πλέον έχουν ανεξάρτητη υπόσταση και νοημοσύνη; Τα όρνεα περιγράφονται φτιαγμένα από λάβα και μέταλο και ικανά να πετούν...

Link to comment
Share on other sites

Μπράβο Helen. Απο τις ιστορίες που μ' αρέσει να διαβάζω. Το σκηνικό είναι εξαιρετικής έμπνευσης και πώς να το πώ... τσουρουφλιστικό! Νομίζω το συνέλαβα στο μυαλό μου όπως ακριβώς το έχεις κι εσύ. Οι δρόμοι της πόλης τρομαχτικοί με τα τερτίπια τους ;), το στόρυ φωνάζει απο μακριά οτι αποτελεί κομμάτι μεγαλύτερου έργου. Έχει αυθεντικότητα, έχει πρωτοτυπία, έχει φαντασία, δεν του λείπει κάτι. Συνέχισε και κάνε το όνειρο πραγματικότητα. Γράψε το βιβλίο!good.gif

Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει ο τρόπος που γραφείς. Τα ονόματα ήταν εκπληκτικά. Είναι κρίμα που η ιστορία σου δεν ήταν αυτοτελή, δεν πειράζει αγωνιωδώς θα περιμένουμε και την συνέχεια. Σαν κάποιο τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας που σαν το δεις μετράς αντίστροφα αναμένοντας επιτέλους να ξεκινήσουν η προβολές ώστε να έχεις πλήρη γνώση και εικόνα για όλο το κόσμο που μας παρουσίασες σε αυτό τον διαγωνισμό .Εισιτήρια που θα βρω :)

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω. Μας δίνεις ένα καλό κομμάτι μιας μεγαλύτερης ιστορίας. Ένα κομμάτι με αρκετή δράση και ίντριγκα, κάτι το οποίο μάλλον θα είναι γεμάτο σε όλη την ιστορία. Καλά γραμμένο, κατα την άποψή μου, και αρκετά καλά δοσμένη η αφέλεια του νεαρού πρίγκιπα.

 

Πάντως για γέρος δάσκαλος, ο Βασίλης είναι σκέτος Ράμπο.

Link to comment
Share on other sites

Πάντως για γέρος δάσκαλος, ο Βασίλης είναι σκέτος Ράμπο

 

 

Κάτι παρόμοιο σκέφτηκα κι εγώ!

Link to comment
Share on other sites

Ακόμη ένα μέρος της Τριπλανητίας, λοιπόν, πολύ διαφορετικό από το πρώτο που μας είχες δώσει. Διόρθωσέ με (pm) αν κάνω λάθος,

στο Κορίτσι της Τριπλανητίας ο Όλυμπος ήταν στην Αφροδίτη (που στην πραγματικότητα είναι ο Άρης), αλλά εδώ βρισκόμαστε στο Άρη (που στην πραγματικότητα είναι η Αφροδίτη). Μπερδεύτηκα πολύ; Ε; :dazzled:

 

 

Ενδιαφέρουσα η πόλη με τις δολοπλοκίες και τις μηχανορραφίες της. Αν και την είδαμε μόνο πανοραμικά. Θα μου άρεσε αν κάναμε μια περιήγηση μέσα σοκάκια της και στους δρόμους με τα όμορφα ονόματα που τους έδωσες και την πολύ ιδιαίτερη ρυμοτομία της.

 

Αν και κατάλαβα τι συνέβη, κάπου στα μισά της ιστορίας ένιωθα λιγάκι χαμένος. Ίσως να φταίει η διάθεση που είχα όταν τη διάβασα. Οφείλω να της ρίξω ακόμη μία ανάγνωση.

 

Ήταν αρκετά καλά γραμμένη, αλλά όχι όσο προηγούμενες ιστορίες σου.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

+ωραία η λάβα στον τίτλο

 

+καλή αρχή

 

+καλό το μπλέξιμο

 

+ωραία ονόματα (θα σε μαλώσω σαν το Δημήτρη κι εσένα)

 

+καλός ρυθμός

 

 

 

Άντε να δούμε και το βιβλίο.

 

Γενικώς με πρόλαβε η Tiessa

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ζήτωωωω! World building και ξερό ψωμί! Πολλή φαντασία, πολύ πλούσια σε λεπτομέρειες η πόλη σου, ωραία ονόματα που δείχνουν ενθουσιασμό της συγγραφέως, πρωτοτυπία (άκου πόλη πάνω στη λάβα!) και δε βρήκα κάποια τρύπα που να με ενόχλησε. Και στο show, don' tell νομίζω πως τα πήγες ικανοποιητικά. Στη γλώσσα είναι φανερό ότι κρατιέσαι με τα δόντια να μη φλυαρήσεις, αλλά τα καταφέρνεις και δαμάζεις αυτή σου την τάση. Πάνω σ' αυτό θα σου πρότεινα να γράφεις πιο μικρές προτάσεις, με πιο απλό συντακτικό, για να μη χρειάζεσαι εξεζητημένους γραμματικούς τύπους που κάνουν την έκφραση λόγια και χαλάνε κάπως την ατμόσφαιρα.

Στα αρνητικά το μέγεθος της υπόθεσης που πραγματεύεσαι, το οποίο δε χωράει καλά σε ένα διήγημα. Έχει πολύ ψωμί αυτός ο κόσμος! Επίσης οι χαρακτήρες είναι αρκετά κοντά στο κλισέ (ο νεαρός και άπειρος πρίγκηπας που θα μάθει the hard way, ο καλός και σοφός γέρο-δάσκαλος, ο στρουμπουλός και πρόσχαρος "πεντεδοχέας"[αν και πολύ ωραία λέξη και ιδέα]) και να προσέξεις να μην το ακουμπήσουν (το κλισέ). Πχ ο πεντεδοχέας έχει φιλοδοξίες να γίνει βασιλιάς και αυτό δίνει πρωτοτυπία στο χαρακτήρα του. Κάτι τέτοια βάλε και στους άλλους.

Επίσης υποψιάζομαι ότι με το ζόρι καταφέρνεις να βάλεις κάτι πραγματικά κακό να συμβαίνει μέσα στον κόσμο σου - δε σου πάει η καρδιά, νεραϊδούλα; ;-)Αλλά χωρίς κάτι να πηγαίνει στραβά δεν υπάρχει ιστορία. Και όσο χειρότερο και πιο οδυνηρό είναι αυτό που πηγαίνει στραβά, τόσο περισσότερο έχεις την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Γενικά καλή προσπάθεια. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Καλημερα, την τελειωσα την ιστορια σου.

Μου αρεσε πολυ, γενικα ο κοσμος σου ειναι πολυ πλουσιος καλα θα κανεις να γραψεις περισσοτερα γι'αυτον και να δουμε και κατι μεγαλυτερο.

μου αρεσε η ιδεα με τη λαβα και τα πλασματα απο μεταλλο.

Link to comment
Share on other sites

:mf_surrender: Όχι. Λυπάμαι πολύ. Ενδιαφέρουσα κοσμοπλασία.

 

Δεν είναι διήγημα. Δεν μου δίνει ολοκλήρωση. Τέλος. :thumbdown:

Link to comment
Share on other sites

Το ότι είναι απόσπασμα, είναι προφανές. Κι αυτό, όπως και να το κάνεις, είναι μείον, γιατί η ιστορία απλά δεν τελειώνει. Βλέπω ότι όλο βιβλία και τριλογίες έχεις στο νου σου, άντε να σε δούμε να τα γράφεις όμως!:atongue:

 

 

Ενδιαφέρων ο κόσμος που έχεις φτιάξει, αν και για κάποια πράγματα μου λείπει μια πιο πειστική απάντηση (όπως, γιατί οι δρόμοι σηκώνονται το βράδυ; κι αυτό το χάπι, εκτός του ότι είναι δύσκολο μια τέτοια αλλαγή να γίνει με ένα χάπι, καταλαβαίνεις ότι θα ήταν η εφεύρεση της χιλιετίας και δε θα το είχαν πάρει μόνο οι άποικοι της πόλης).

 

Υπάρχουν βέβαια και κάποιες σεναριακές ευκολίες και τρύπες. Ο πρίγκιπας παραείναι αφελής και δείχνει να μην ξέρει τι του γίνεται: κρατάει το χάρτη που αποκαλύπτει την ταυτότητά του, σε εμφανές σημείο (αλήθεια, ποτέ δε μάθαμε τι ρόλο έπαιζε ο χάρτης), μπαίνει, έστω και τυχαία, στο χειρότερο μέρος που θα μπορούσε να διαλέξει – θα έπρεπε να είναι ενήμερος για τους εχθρούς της οικογένειάς του. Δεν έχω ιδέα ποιο ήταν το σχέδιο που είχαν οι Αλίκτορες (ωραίο όνομα) σε συνεννόηση με τον πανδοχέα, ούτε κατάλαβα γιατί τελικά στράφηκαν εναντίον του, ούτε γιατί στο τέλος θεώρησαν ότι είχε πετύχει η αποστολή τους (βέβαια, θα μου πεις, μπορεί αυτό να αποκαλύπτεται αργότερα, αλλά τι να κάνω, εγώ αυτό το κείμενο έχω στη διάθεσή μου).

 

Μια λέξη που με έκανε να ξινίσω τα μούτρα: τόσα χρόνια δεν έχω καταφέρει να φανταστώ τι μπορεί να είναι τα φυλλοκάρδια και πώς τρέμουν, και η χρήση της λέξης αυτής θυμίζει λαϊκό άσμα.

Μπορώ να σε συγχαρώ γιατί αυτή τη φορά κατάφερες να μη μου φέρεις στο νου αρκουδάκια και καρδούλες (αν και μια δόση χαριτωμενιάς υπήρχε:atongue2:), οι διάλογοι προς το τέλος μόνο ήταν λιγάκι κόμικ. Δεν είναι απαραίτητα κακό, εξαρτάται από το ύφος που θέλεις να έχει όλο το κείμενο. Ωραία ιδέα, είναι φανερό ότι υπάρχει ολόκληρη κοσμοπλασία από πίσω, αλλά σίγουρα ημιτελής.

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

Διασκέδασα αρκετά διαβάζοντας την ιστορία σου. Η φαντασία σου είναι σίγουρα οργιάζουσα κι εξόχως δυναμική και χρησιμοποιείς αρκετά καλά τη γλώσσα. Επίσης αυτή τη φορά μπόρεσες κι έκανες το λόγο σου πιο απλό και ξεφορτώθηκες τις περιττές, και κουραστικές, υπερβολές.

Αυτά ήταν τα θετικά.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως η ιστορία φαίνεται να έχει μπόλικο background, και σαφώς είναι έτσι αφού σκοπεύεις να κάνεις το παρόν κείμενο μέρος του 3ου βιβλίου μιας τριλογίας, και σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί αυτοτελής. Για να το κάνεις κατάλληλο για το διαγωνισμό, αναγκάστηκες να συμπιέσεις πολλές λεπτομέρειες μέσα σε λίγες γραμμές και πολλά πράγματα μοιάζουν ακατανόητα, μπερδεμένα και ασαφή.

Σίγουρα θα είναι πολύ ενδιαφέρον να διαβάσω τα βιβλία του κόσμου που έχεις φανταστεί, μα για τις ανάγκες του διαγωνισμού το κείμενο δε μπορεί να σταθεί, τουλάχιστον για εμένα, πολύ ανταγωνιστικά.

Όπως και να έχει, καλή σου επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Λαίδη μου, τα σέβη μου. :worshippy:

Πρωτότυπο και πετυχημένο το διήγημά σου.

Το φαντάστηκα σε steampunk περιβάλλον, γεγονός που το κάνει (σε εμένα τουλάχιστον) ιδιαιτέρως ελκυστικό.

Οι περιγραφές σου με έκαναν να παρακολουθήσω με ενδιαφέρον την πλοκή και στο τέλος είχα αγωνία για το αν θα τα κατάφερναν οι πρωταγωνιστές.

 

Εύγε!

Edited by DimitrisX
Link to comment
Share on other sites

Αυτή τη φορά μου άρεσαν τα ονόματα, πράγματι. Ενδιαφέρουσα η κοσμοπλασία, λιγάκι αχαλίνωτη όμως. Είναι φανερό ότι περιορίζεται στο διήγημα, και αναπόφευκτα όταν στριμώχνεις μια τούρτα σε μικρότερο κουτί, αυτή στραπατσαρίζεται λιγάκι. Ωραία η ανάπτυξη,πάντως, και το ξεδίπλωμα, στρωτή γραφή, πιο συγκροτημένη από άλλες σου προσπάθειες και λιγότερο γλυκιά, με τα προφανή που αυτό συνεπάγεται.

 

Λίγο μπερδεύει η παρεμβολή τόσο μικρών χωρίων ανάμεσα στους αστερίσκους.

 

Γενικά, ενδιαφέρουσα ιστορία, και προσυπογράφω το σχόλιο του Scanner παραπάνω. (Τελικά με βολεύει να έχεις σχολιάσει πριν από μέναdevil2.gif)

 

Καλή επιτυχία, Λαίδη.

Link to comment
Share on other sites

Εχεις σκεφτει να κατευθυνεις την τριλογια σου προς το εφηβικο φανταστικο; Γιατι αν γινεται υποσυνειδητα, δουλευει αρκετα καλα και προτεινω να το επιδιωξεις. Οι ιδεες σου για την πολη και τους Αλικτορες ειναι ευφανταστες και καλα δοσμενες. ο κοσμος που χτιζεις θεωρω πως ειναι αρκετα πολυπλευρος και πλουσιος για μεγαλο επος.

Βεβαια, εδω εχουμε να κανουμε με ενα αρχικο κεφαλαιο ενος μεγαλυτερου εργου και οχι με διηγημα και αυτο προκαλει ενα κενο και αποτομο τελος. Παρολο ομως που ειναι λογικο το τελος ενος κεφαλαιου να αφηνει πολλα ερωτηματα, προσπαθησες να στριμωξεις πληροφοριες μεσα στην ιστορια. για την πολη και για τους πρωταγωνιστες (τι εχει συμβει μεχρι το σημειο του κεφαλαιου). Αυτο σε εμενα που δεν ξερω τιποτα αλλο για τη μυθοπλασια της Πλουτωνειας με κουρασε και με μπερδεψε. Κατα τη γνωμη μου επρεπε να αποφυγεις τις περιγραφες των σχεσεων του βασιλια και των υπολοιπων πρωταγωνιστων και να περιγραψεις μονο το μεμονωμενο περιστατικο της ιστοριας. Αλλωστε εμας αυτο μας ενδιαφερει σ' αυτο το κειμενο. Παντως, συνεχισε να δουλευεις τον κοσμο της Πλουτωνειας, γιατι απο τη μια η υποθεση και ο κοσμος ειναι πρωτοτυπα και εχουν πολλες δυνατοτητες επιτυχιας και απο την αλλη μας αποκαλυψες ενα μικρο μερος και τωρα ειναι λογικο να θελουμε να διαβασουμε παρακατω.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ονειρική ιστορία με ευφάνταστες περιγραφές. Μου άρεσαν τα τοπωνύμια και γενικότερα τα ονόματα της ιστορίας. Δεν θα μπορούσα και εγώ να μην χρεώσω στα συν τη χρήση ελληνικών ονομάτων.

 

Ίσως ξενερώσω κάποιους αλλά η πλοκή μου θύμισε κάτι από παραμύθι της Πηνελόπης Δέλτα αναμειγμένο με Άρχοντα των δακτυλιδιών.

 

Γενικά μου άρεσε ο τρόπος που γράφτηκε χάνει όμως πόντους από το γεγονός ότι δεν είναι αυτοτελής ιστορία. Η ολοκληρωμένη ιστορία υπόσχεται πολύ περισσότερα και θα την διάβαζα ευχαρίστως!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν...με γοήτευσε η φαντασία σου και παρόλο που δεν τα πάω πολύ καλά με γενιές βασιλιάδων κ.τ.λ, μου άρεσε αυτό το κυνηγητό που πήγαζε από παλιά, σαν βεντέτα. Μικρο-μοιωνέκτημα σου είναι το τέλςο που το αφήνεις μετέωρο. Αλλά όπως είπες δεν είναι αυτοτελής κομμάτι.

Link to comment
Share on other sites

Το "η φωνή αυτή, σαν καθυστερημένου παιδιού'' ακούγεται απίστευτα λάθος. Κοινωνικά λάθος.

Link to comment
Share on other sites

Το "η φωνή αυτή, σαν καθυστερημένου παιδιού'' ακούγεται απίστευτα λάθος. Κοινωνικά λάθος.

:huh: γκχμμ... το είχα προσέξει κι εγώ αυτό. Εντάξει, προφανώς ήταν μια κακή διατύπωση της στιγμής, δεν μας έχει δείξει τέτοια δείγματα ή Λαίδη μας!:tease:

Link to comment
Share on other sites

Χμμμμ... Τώρα που το επισημάνατε, πράγματι... Έχετε μήπως κάποια ιδέα για το πώς αλλιώς μπορώ να αποδώσω αυτό τον ήχο, την ομιλία;

 

Τάσο, ευχαριστώ για το back up! :p Στ'αλήθεια δεν έχω τίποτα με κανέναν άνθρωπο, είτε θεωρείται απόλυτα υγειής, είτε όχι.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..