Salonikia Posted March 29, 2011 Share Posted March 29, 2011 Όνομα Συγγραφέα:salonikia Είδος: τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:3008 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: κατα λαθος εγραψα στην πρωτη μου επικολληση για τον 23ο διαγωνισμο Το καφενείο του Κωνσταντή στην πλατεία της μικρής μας πόλης ήταν γεμάτο από καπνό και οχλαγωγία. Οι θαμώνες του, οι περισσότεροι αγρότες, περίμεναν να περάσει ο βαρύς χειμώνας για να πάνε και πάλι στα χωράφια τους. Εκεί μαζεύονταν όλες οι ηλικίες. Οι γέροι με τις ιστορίες τους, οι νέοι με τις εμπειρίες τους. Με ένα τσίπουρο, ένα κρασί, τα στόματα λύνονταν, όλα τα επίκαιρα θέματα έβγαιναν στην επιφάνεια, και οι αντιθέσεις φούντωναν. Στο βάθος ο Αλέκος με τον Γιώργο μάλωναν …<Με κλέβεις ρε> <Δεν ξέρεις να παίζεις και όλα σου φταίνε>. Πλησίασα χαμογελώντας <Τι έγινε ρε παιδιά> <Τα τσιμπά τα ζάρια και φέρνει ότι τον βολεύει> είπε ο Γιώργος και με δύναμη έκλεισε απότομα το τάβλι. <Κέρνα το ούζο τώρα και άσε τις γρίνιες> Ο Αλέκος με το ύφος του νικητή μου λέει <Κάτσε στην παρέα μας, Ο Γιώργος κερνάει.> Ένα κύμα παγωμένου αέρα όρμισε μέσα στον χώρο με το άνοιγμα της πόρτας. Πάγωσαν όμως και τα λόγια και τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων. Ο άντρας που μπήκε τους έφερε ανατριχίλα στην πλάτη. Ήταν ψηλός, άσαρκος, χλωμός, σαν να μην υπήρχε ζωή μέσα του, μόνο τα μάτια του έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα όλο μοχθηρία. Έριξε την ματιά του ένα γύρο, μόνο πλάτες και σκυμμένα κεφάλια αντίκρισε. Η σιωπή έσπασε μόνο από τον κτύπο της πόρτας που έκλεισε πίσω του. <Πρόβατα, δειλοί, ούτε στα μάτια δεν αντέχεται να με δείτε, αλλά από μένα δεν θα γλυτώσετε.> Απάντηση δεν πήρε, μα ούτε και μια ματιά από κανέναν. Γύρισε απότομα και αφήνοντας ανοικτή την πόρτα χάθηκε στο σκοτάδι του δρόμου. Με μιας, μια βοή ανακούφισης ξέφυγε από τα στόματα όλων. Άφησαν στην άκρη τις προσωπικές τους αντιπαλότητες, τα παιχνίδια, τις αδιάφορες συζητήσεις, γιατί το μόνο θέμα ήταν ο περίεργος άντρας. <Μα ποιος είναι αυτός?> Έλειπα αρκετό καιρό στην Αμερική, γνώριζα πολλούς από τους παλιούς, αλλά αυτός ήταν ξένος, πρώτη μου φορά τον έβλεπα. <Καλύτερα να μην τον ξέρεις και ούτε να τον μάθεις ποτέ σου> Μου κέντρισε την περιέργεια ακόμη περισσότερο, <Ελα, πες μου> Ο παπάς που καθόταν δεξιά μου έκανε τον σταυρό του και έφτυσε στον κόρφο του <Και μόνο που για αυτόν μιλάμε, κακό θα μας βρει> Έπνιξα με κόπο ένα χαμόγελο για να μην προσβάλω τον ιερέα, αλλά πλέον ήταν ανάγκη να πάρω πληροφορίες για τον φόβο και τρόμο που έσπερνε αυτός ο άνθρωπος. <Φέρε μας τέσσερα ούζα με μεζέ> παρήγγειλα και περίμενα υπομονετικά να λυθούν οι γλώσσες και οι απορίες μου. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Αλέκος άρχισε διστακτικά και με μισόλογα να μου λέει την ιστορία. <Τον στοιχειωμένο πύργο στην παλιά πόλη τον θυμάσαι? Ολόκληρο γύρο κάναμε για να μην περάσουμε από μπροστά του στο διάβα μας. Ε λοιπόν αυτός, εκεί μένει εδώ και μήνες. Το κληρονόμησε είπε από έναν συγγενή του. Από τότε καλό δεν έχει δει η πόλη μας. Όλο θανατικά, αρρώστιες και συμφορές έχουμε μπροστά μας.> Γούρλωσα τα μάτια μου με την αφέλεια του. Στην εποχή μας, που ο άνθρωπος ταξιδεύει στο διάστημα να υπάρχουν τέτοιες δεισιδαιμονίες, μου φαινόταν απίστευτο. Όσο και αν η πόλη μου ήταν επαρχιακή, δεν δικαιολογούσα την αγνοία και την προκατάληψη. <Ξέρεις φίλε μου, αν τα λόγια σου τα άκουγε ένας Αμερικανός θα νόμιζε σίγουρα ότι τα λες για αστεία , σε καμιά περίπτωση δεν θα τα άκουγε με σοβαρότητα, μέχρι που και εγώ δυσκολεύομαι να σε πιστέψω> <Σε συμβουλεύω να με πιστέψεις και να μείνεις μακριά από αυτόν τον άνθρωπο, αν είναι άνθρωπος και δεν είναι τίποτα άλλο…> Δεν άντεξα και το γέλιο μου σκέπασε όλες τις φωνές μέσα στο καφενείο. <Υπερβολές, και θα σου το αποδείξω αυτό που λέω.> <Δηλαδή?> <Αύριο θα πάω στο σπίτι του να τον επισκεφτώ και θα δεις ,μια χαρά θα είμαι, αν θέλεις πάμε παρέα> Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά <μην το κάνεις, δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα σε εμάς, μην κάνεις κακό στον εαυτό σου> Πείσμωσα ακόμη περισσότερο με τα λόγια του. <Ραντεβού αύριο στις δέκα εδώ, θα σε περιμένω να πάμε μαζί> Με κοίταξε σαν να έβλεπε έναν μελλοθάνατο <θα έρθω εδώ μόνο για να αλλάξω την απόφαση σου αν μπορώ, μαζί σου δεν έρχομαι, αν θέλεις να πας, κακό του κεφαλιού σου θα κάνεις> Σηκώθηκα, έβαλα το παλτό μου και με χαμόγελο τους καληνύχτισα. <Τα λέμε αύριο, καλό μας βράδυ> Ο αέρας φυσούσε δυνατά κουνώντας τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, σκιές απειλητικές στον δρόμο μου για το σπίτι. Ένα σκυλί άφησε ένα ουρλιαχτό από την απέναντι αυλή. Έσφιξα το παλτό μου επάνω μου αν και δεν ήξερα ,το ρίγος που με συνεπήρε ήταν από το κρύο η από το μυαλό μου. Διασκέδασα με τους φόβους μου, με βήμα ταχύ σε λίγο έφτασα στο σπίτι μου. Μια και θα πήγαινα μόνος μου στον ξένο έπρεπε να έχω αποδείξεις για την επίσκεψη μου αυτή. Ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι θα ήταν ότι έπρεπε, να καταγράψει όλη την συνομιλία μου με τον ξένο. Μέσα στα ζεστά σκεπάσματα ,μέχρι να έλθει ο ύπνος, ένα σχέδιο έπαιζε στην σκέψη μου για την επόμενη μέρα. Ο ήλιος κυρίαρχος στον ουρανό, ούτε ένα σύννεφο δεν έκρυβε την λάμψη του, η μέρα ξεκινούσε ζεστή και λαμπερή. Μετά από έναν βαθύ ύπνο και ένα πλούσιο πρόγευμα αισθανόμουν όλο ενέργεια και χαρούμενη διάθεση. Έπρεπε να βιαστώ, να πάω να αγοράσω το μαγνητοφωνάκι και να προχωρήσω στο σχέδιο που είχα από χθες καταστρώσει. Ο Βασίλης ήταν στο μαγαζί του από νωρίς. Από τους παλαιότερους έμπορους στην μικρή μου πόλη, φίλος από την παιδική μου ηλικία. <Καλώς τον Κυριάκο, τι κάνεις φίλε μου, χθες σε πρόσεξα στο καφενείο αλλά δεν μιλήσαμε. Καιρό πολύ έχουμε να τα πούμε ,ξέρω ότι έλειπες> <Γεια σου φίλε μου Βασίλη, έλειπα για δουλείες στην Αμερική, αλλά γύρισα μόνιμα πια στην πόλη μας, μου λείψατε όλοι σας.> <Πως τα βλέπεις τα πράγματα στην πόλη μας? Εγώ πάντως όχι και τόσο καλά.> <Τι να σου πω…δεν πρόλαβα να δω και πολλά ακόμα, αλλά μου έκανε εντύπωση ο φόβος που έχετε για έναν ξένο που ήρθε χθες στο καφενείο…θα τον είδες μιας και ήσουν και εσύ εκεί .> <Μακριά από αυτόν…> <Ρε Βασίλη, άνθρωπος της πιάτσας είσαι με ανοικτό μυαλό, και εσύ τα ίδια μου λες?> <Είναι αλλόκοτος και επικίνδυνος> <Θα τα πούμε μια άλλη φορά, για αυτόν θα χρειαστώ ένα μαγνητοφωνάκι δημοσιογραφικό να καταγράψω την κουβεντούλα μας, έτσι… για να σας φύγει ο φόβος.> <Δεν πας καλά…θα πας να τον βρεις?> <Ναι και βιάζομαι, πέρασε η ώρα, δώσε μου τι έχεις και να φεύγω.> <Εγώ να πουλήσω θέλω…αλλά θα έλεγα να μην το κάνεις αυτό> <Ανοησίες άλλες δεν αντέχω, αν εσύ δεν μου δώσεις αυτό που θέλω ,πάω και αλλού.> Έφτασα δέκα παρά πέντε στο καφενείο, ο Αλέκος περίμενε με ένα ποτήρι κονιάκ μπροστά του. <Από το πρωί το άρχισες βλέπω το ποτό φίλε.> Τα μάτια του κόκκινα και κομμένα με κοιτούσαν ερευνητικά. <Τι αποφάσισες τελικά? Θα πας?> Έβγαλα από την τσέπη μου το μαγνητοφωνάκι και του το έδειξα < Έτοιμος και για τις αποδείξεις, Θα πάμε παρέα?> Ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτήρι του και σκύβοντας το κεφάλι του μου είπε ψιθυριστά <Στην φιλία μας…ούτε και εσύ να πας> Κάτι μέσα μου φτερούγισε ανήσυχα. Παιδικές μνήμες και φοβίες προσπάθησαν να με κυριεύσουν. Πείσμα και αντρικός εγωισμός τις έκανε όλες πέρα και η απόφαση μου πιο ισχυρή φάνηκε. <Η πάμε παρέα…η πάω μόνος μου, λέγε τι κάνουμε…> Σιωπή βαριά έπεσε ανάμεσα μας, σκέψεις κακές αυλάκωσαν το πρόσωπο του Αλέκου. <Ο Θεός μαζί σου…Θα σε περιμένω εδώ.> Με βήμα σταθερό πήρα τον δρόμο που από χρόνια είχα να περπατήσω προς την παλιά πόλη. Όλη αυτή η ιστορία μου φαινόταν αστείο κακόγουστο και ο φόβος των φίλων μου γελοίος. Η όμορφη μέρα έδειχνε την πόλη μου γιορτινή. Στην παλιά πόλη ο χρόνος είχε σταματήσει δεκαετίες πίσω. Χαμηλά σπιτάκια με κήπους, τριανταφυλλιές του χειμώνα και κισσοί ξεπρόβαλαν μέσα από τις περιφράξεις, παιδάκια έπαιζαν ξέγνοιαστα στις αυλές. Μετά την πλατεία με τον πλάτανο έστριψα αριστερά και αντίκρισα τον παλιό πύργο ,η εικόνα του δικαιολογούσε τον τίτλο του…ο στοιχειωμένος πύργος. Κοντοστάθηκα και άφησα το βλέμμα μου να δει το κτίσμα που έφερνε εφιάλτες στα παιδικά όνειρα μου. Πόσες ιστορίες από τους παππούδες ανάμεσα στον μύθο, τον θρύλο, την φαντασία…η μήπως και την πραγματικότητα… ερχόταν σαν αστραπές στο μυαλό μου. Βιαστικά βήματα ξοπίσω μου, το όνομα μου άκουσα, γύρισα να δω, ο Αλέκος ερχόταν τρέχοντας να με προλάβει. <Κυριάκο περίμενε, Δόξα τω Θεό σε πρόλαβα, πρέπει να σου πω.> Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο του, αν και το κρύο σήμερα ήταν αρκετό παρ’ όλη την λιακάδα. <Τι έγινε φίλε? το πήρες απόφαση να έλθεις μαζί μου?> Πρόσεξα ότι τα χέρια του έτρεμαν . <Άκου σε παρακαλώ προσεκτικά τι έχω να σου πω, αυτά που δεν έβγαιναν από τα χείλη μου από φόβο μην με στοιχειώσουν και μένα, αλλά είσαι φίλος, αδελφός, δεν αντέχω να πάθεις κακό, πρέπει να μάθεις που θέλεις να πας .> Η ανησυχία του ήταν τόση που δεν ήθελα με την άρνηση μου να τον φτάσω σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Σιωπηλά περίμενα να βάλει ρυθμό στην αναπνοή του και στις σκέψεις του. <Λείπεις καιρό, στο καφενείο χθες που ήρθες ,οι φίλοι οι παλιοί ήμασταν λιγοστοί. Ο Θανάσης και ο Χάρης είναι παράλυτοι με εγκεφαλικό, ο Αντώνης έχει εξαφανιστεί, τον ψάξαμε παντού, άφαντος, ο Κώστας έχει χάσει τα λογικά του, κρύβεται σαν αγρίμι, δεν μιλά σε κανέναν, όσο για τον Τάσο, το κορμί του βρήκαμε κομματιασμένο στα χωράφια. Πρώτος από όλους ο Αντώνης πήγε στον πύργο, οι άλλοι μετά, για να τον βρουν, κανένας δεν μας είπε τι έγινε εκεί, κανείς δεν έχει μιλιά, κανένας λογικό.> Από τις ιστορίες που είχα ακούσει, σίγουρα αυτή ήταν η πιο παράλογη. Μια σειρά συμπτώσεων, που τόσο συχνά συμβαίνουν στους ανθρώπους, είχε κάνει τον πύργο μέρος καταραμένο και τον ιδιοκτήτη του σατανικό στο μυαλό τους. Κτύπησα καθησυχαστικά την πλάτη του, <Μην φοβάσαι για μένα, μείνε εδώ και περίμενε με, καιρός είναι να φύγει αυτός ο τρόμος από την καρδιά σου, σε λίγο θα τα πούμε, πάω> Του γύρισα την πλάτη και αποφασιστικά προχώρησα προς τον πύργο. Όσο πλησίαζα έβλεπα την εγκατάλειψη σε όλο της το μεγαλείο. Στον κήπο ξερά δέντρα, θάμνοι με αγκάθια, σκουριασμένα κάγκελα. Το κτίριο τρομακτικό υψωνόταν εμπρός μου. Σπασμένα τζάμια, κρεμασμένα παραθυρόφυλλα, ξηλωμένοι σοβάδες. Παράξενο που ένας άνθρωπος μπορούσε να μείνει εκεί. Έσπρωξα την βαριά σιδερένια πόρτα που άνοιξε με δυσκολία βγάζοντας έναν στριγκό ήχο από τους μεντεσέδες της. Τα αγκάθια μου έκλειναν το μονοπάτι προς την είσοδο, πέρασα από πάνω τους προσεκτικά, ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Ο ήλιος είχε χάσει κάτι από την λάμψη του, αν και σύννεφα δεν φαινόταν πουθενά, ένα ψυχρό αεράκι με αγκάλιασε φέρνοντας μου ανατριχίλα. Στο πλατύσκαλο έβαλα το σχέδιο που είχα καταστρώσει, σε ενεργεία. Το μαγνητόφωνο άρχισε να λειτουργεί αθόρυβα, επανέλαβα σιωπηλά τον διάλογο που θα έκανα σαν επισκέπτης και κτύπησα το ρόπτρο της εξώπορτας. Η πόρτα άνοιξε ,η άσαρκη μορφή του ξένου φάνηκε στο άνοιγμα της, τα μάτια του με κάρφωσαν. <Καλημέρα σας, λέγομαι Κυριάκος Αναστασιάδης, Αρχιτέκτων Μηχανικός, θα ήθελα λίγο από τον χρόνο σας αν είναι δυνατόν.> Με κοίταξε με τα πύρινα μάτια του μειδιώντας ελαφρά. <Περάστε ,σας περίμενα.> Με περίμενε είπε…μάλλον για κάποιον άλλον με πέρασε αλλά αυτό με βόλευε. Έριξα την ματιά μου γύρω, η εικόνα του χώρου ήταν αποκαρδιωτική. Το πάτωμα τρύπιο σε πολλά σημεία, αράχνες κρέμονταν από το βουλιαγμένο υγρό ταβάνι, κουφώματα σάπια. <Ενδιαφέρομαι για το ακίνητο σας, από ότι βλέπω είναι ακατάλληλο για κατοικία, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συζήτηση επάνω στο θέμα αυτό?> <Μα φυσικά, αυτός είναι και ο λόγος του ραντεβού που κλείσαμε από χθες το βράδυ.> Το χαμόγελο έγινε πλατύτερο στα στεγνά χείλη του. Ραντεβού…χθες βράδυ…τώρα ήταν σίγουρο ότι είχα πάρει την θέση κάποιου άλλου ενδιαφερόμενου…όλα καλά. <Με την άδεια σας , θα ήθελα να δω τους χώρους και μετά να συζητήσουμε επί του θέματος.> <Με την άνεση σας, αφού σπίτι σας θα γίνει ...μέχρι να ετοιμάσω τα απαραίτητα μπορείτε να πάτε σε όλους τους χώρους.> Μια χαρά άνθρωπος είναι, χαμογέλασα ανεβαίνοντας την παλιά σκάλα, άδικες οι τρομερές σκέψεις των φίλων μου για τον ξένο, ανθρώπινες αδυναμίες και προκατάληψη, έχω να τους τα ψάλω το βράδυ… Να ετοιμάσει τα απαραίτητα. Μάλλον τους τίτλους κυριότητος. Το ψέμα μου άρχισε να με βαραίνει απέναντι σε αυτόν τον πρόθυμο για συνεργασία άνθρωπο. Η ανακούφιση που θα πρόσφερα στους φίλους μου ,τις τρελές σκέψεις που θα έβγαζα από τον νου τους με έκαναν να το ξεχάσω και πάλι. Σε κάθε μου βήμα το πάτωμα έτριζε απαίσια, πόρτες ανοικτές σαν ξεδοντιασμένα στόματα στον διάδρομο, χλωμό το φως έμπαινε στα σκονισμένα δωμάτια, δεν είχα κάτι άλλο να δω από ένα παμπάλαιο σπίτι που από μέσα δεν διέφερε με το κάθε χάλασμα, κανένα φάντασμα δεν ήρθε να με τρομάξει, καμιά πόρτα δεν έκλεισε από μόνη της, κανένα ουρλιαχτό δεν τάραξε την σιωπή. Γέλασα…ο στοιχειωμένος πύργος… Με περίμενε στο ισόγειο σε ένα δωμάτιο λιτά επιπλωμένο με δυο καρέκλες και ένα τραπεζάκι. <Ας πιούμε στα μελλοντικά μας σχέδια> μου είπε προσφέροντας μου ένα ποτήρι κρασί. Το χαμόγελο του απλώθηκε στο πρόσωπο του μόλις άδειασα το ποτήρι με το πολύ καλό κρασί που μου έδωσε. <Λοιπόν, σας ακούω κύριε Αναστασιάδη, κάθε επιθυμία σας θα είναι σεβαστή, έτσι συνηθίζεται.> Τι ήταν αυτό που άκουσα…μπερδεύτηκα…έτσι έλεγαν στους μελλοθανάτους, μάλλον κάτι άλλο ήθελε να πει ο ξένος, ότι θα συνεργαζόταν μαζί μου. <Το ακίνητο σας με ενδιαφέρει να βάλω το κεφάλι μου, να το κάνω κατοικία μου, η προσφορά μου θα είναι δελεαστική πιστέψτε το.> Το βλέμμα του έγινε περιπαικτικό, το στόμα του άνοιξε με έναν μορφασμό χαμόγελου αφήνοντας να φανούν τα κιτρινισμένα δόντια του. <Το σπίτι είναι πλέον δικό σας και η προσφορά σας έγινε δεκτή.> <Μα δεν σας έκανα ακόμη καμιά πρόταση > είπα αρχίζοντας να ανησυχώ για την πορεία που έπαιρνε η κουβέντα μας. Η πόρτα άνοιξε πίσω μου, πριν προλάβω να δω ποιος μπήκε στο δωμάτιο, τέσσερα χέρια δυνατά με καθήλωσαν στο κάθισμα μου. Ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι μου, τα πάντα σκοτείνιασαν, οι αισθήσεις μου χάθηκαν. Ένα μουρμουρητό απόκοσμο ερχόταν στα αυτιά μου. Υγρασία και μυρωδιά μούχλας μου τρύπησε τα σωθικά. Που είμαι? Στο λιγοστό φως μόνο πέτρινους υγρούς τοίχους έβλεπα γύρο μου. Πρέπει να είμαι στο υπόγειο. Τα χέρια μου δεμένα με λουριά στον τοίχο, τα πόδια μου γυμνά στο παγωμένο πέτρινο πάτωμα. Τα ρούχα λερωμένα κρεμόταν επάνω μου, πρέπει να με έσυραν μέχρι εδώ και βρώμισα έτσι. Μια κραυγή βγήκε από μέσα μου <Βοήθεια> Οι ψίθυροι σταμάτησαν απότομα και έγιναν αμέσως φωνές έκπληξης ,χαράς, ανυπομονησίας. Ήταν οι φίλοι μου που ήρθαν να με σώσουν? Η απορία μου δεν κράτησε για πολύ, μια λάμπα άναψε και έριξε στον χώρο ένα κίτρινο αρρωστημένο φως, στο άνοιγμα της πόρτας άγνωστα άτομα με κοιτούσαν με μάτια σκοτεινά. Παραμέρισαν αφήνοντας χώρο να περάσει η μόνη γνωστή μου φυσιογνωμία, ο ξένος. Μια πετσέτα κρατούσε στο χέρι του ,με πλησίασε με χαμόγελο, δεν τόλμησα να μιλήσω γιατί κατάλαβα τις προθέσεις του, πίεσε το στόμα μου μέχρι που το άνοιξε και πριν προλάβει το ουρλιαχτό να βγει από το στήθος μου, έχωσε μέσα την πετσέτα. <Δικός μας είναι τώρα, μόνο προσοχή στο κεφάλι, το θέλω ατόφιο, εκπληρώνω πάντα τις τελευταίες επιθυμίες.> Άραγε οι άλλοι τι να είχαν ζητήσει για τελευταία τους επιθυμία? Μερικοί χάθηκαν από την ζωή, οι άλλοι είναι ζωντανοί νεκροί. Μαχαίρια κοφτερά κράταγαν τα χέρια που με πλησίαζαν. Φρίκη με κυρίευσε. Καλύτερα να με τελειώσουν μια και έξω. Ακόμα μια φορά όμως γελάστηκα. Σιγά, σαδιστικά, με ξεγύμνωσαν βλέποντας λαίμαργα το κορμί μου, χορταίνοντας από τον φόβο που είχαν τα μάτια μου. Οι κινήσεις τους νωχελικές, τίποτα δεν τους βίαζε στο έργο τους. Αργά πλησίαζαν τα μαχαίρια στο σώμα μου κοιτώντας με στα μάτια, δεν θελαν την σάρκα μου, ούτε το αίμα μου, θελαν την ψυχή μου να φάνε μέσω του κορμιού μου. Σαν αστραπή έπεσε επάνω μου η πρώτη κοψιά, το αίμα πετάχτηκε βάφοντας κόκκινο το στήθος μου, σαν να μην ήταν το δικό μου σώμα που αιμορραγούσε το έβλεπα με απορία, μετά ο πόνος με τράνταξε, η θηλή από το στήθος μου έλειπε. Με τα μάτια κλειστά από τον πόνο δεν έβλεπα τις τροχιές των μαχαιριών που έσκαβαν το κορμί μου, κάνοντας τραύματα επιπόλαια για να παρατείνουν την αγωνία μου και τον τρόμο μου. Λες να πέθανα? Να γλύτωσα από το μαρτύριο? Ο πόνος βουβός με διέλυε αλλά δεν ερχόταν καινούργιος. Κουράστηκαν και κάνουν διάλειμμα? Χέρια στιβαρά με άρπαξαν, με σήκωσαν ,κάπου άλλου με πήγαιναν. <Κάνε κουράγιο Κυριάκο φίλε μου, όλα τέλειωσαν, είμαστε κοντά σου.> Ήταν ο Αλέκος. Ο Αλέκος, που περίμενε αρκετή ώρα την επιστροφή του φίλου του. Σκέψεις τον τρέλαιναν, ο φόβος τον παρέλυε, όσο περνούσε η ώρα ήξερε ότι έχανε ακόμη έναν φίλο, είχε τύψεις που δεν πήγε μαζί του, μέχρι που παραμέρισε όλες τις φοβίες του και έτρεξε στο αστυνομικό τμήμα, τους παρεκάλεσε, τους ικέτεψε να πάνε μαζί στον πύργο ,αλλά εκείνοι τον κορόιδεψαν γνωρίζοντας την ιστορία της πόλης με τον στοιχειωμένο πύργο. Την απελπισία του την έκανε δύναμη ξεσηκώνοντας όλους τους θαμώνες του καφενείου να τον ακολουθήσουν ,να σώσουν τον φίλο τους, να εκδικηθούν για τον χαμό τόσων ανθρώπων, να γλυτώσουν και οι ίδιοι από το στοιχειό που είχαν στην πόλη τους. Έφτασαν στον πύργο και δεν κοντοστάθηκαν λεπτό, μήπως και ο φόβος τους γυρίσει πάλι πίσω, έβαλαν φωτιά στα ξερά δέντρα και χόρτα του κήπου, και μόλις η πόρτα άνοιξε και άνθρωποι με κουβάδες νερό φάνηκαν, όρμισαν όλοι μαζί και τους αιφνιδίασαν. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι το πρώτο που είδαν ήταν η ανοικτή καταπακτή που στην βιασύνη τους οι βασανιστές δεν την είχαν κλείσει. Σκαλοπάτια οδηγούσαν βαθιά κάτω στα υπόγεια όπου ανενόχλητοι βασάνιζαν τα θύματα τους. Σαν κύμα ορμητικό τις κατέβηκαν ,για οδηγό τους είχαν σταγόνες αίματος που είχαν πέσει από τα χέρια των δημίων. Έφτασαν νωρίς. Το σώμα του Κυριάκου αν και τραυματισμένο ήταν ζωντανό. Δάκρυα χαράς και ανακούφισης έτρεξαν από τα μάτια τους. Τον σήκωσαν, τον αγκάλιασαν, τον έβγαλαν έξω από το μπουντρούμι του θανάτου. Η πυροσβεστική και η αστυνομία είχαν φτάσει, έκπληκτοι έβλεπαν ανθρώπους με ματωμένα χέρια να είναι κάτω στο χώμα ακινητοποιημένοι από πολίτες. Άλλοι τέσσερεις μετέφεραν ένα ματωμένο σώμα ουρλιάζοντας,< στο νοσοκομείο γρήγορα> Το καφενείο του Κωνσταντή είναι και πάλι γεμάτο κόσμο, πρόσωπα ήρεμα, χαμογελαστά. Με βλέπουν να πλησιάζω και μου ανοίγουν την πόρτα. <Άντε, ως πότε θα σου κάνουμε τον υπηρέτη, πέτα πια αυτές τις πατερίτσες> Το χαμόγελο μου αβίαστο, η ματιά μου τους αγκαλιάζει <Έχετε υποχρέωση…εσείς με σώσατε.> Η Πόλη συνεχίζει την πορεία της…το απόστημα έσπασε. ΤΕΛΟΣ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
*Arwen* Posted March 30, 2011 Share Posted March 30, 2011 Μου άρεσε το διήγημα σου. Το τέλος ήταν λίγο απότομο. Καλή η προσπάθεια, αρκετά παραστατικό και με πολύ ωραία περιγραφή. Μπράβο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
deadend Posted March 31, 2011 Share Posted March 31, 2011 +κλίμα, έκφραση, σχέσεις ανθρώπων σωστές. +έχεις αφομοιώσεις τον τρόπο γραφής των δασκάλων του τρόμου και τον έχεις φέρει στη σύγχρονη εποχή, να είχαμε κι ένα κινητό ίσως… +ο τίτλος παραπέμπει στο τρελό του χωριού χωρίς να είναι +στο τέλος διατηρώ τις αμφιβολίες μου και αυτό θέλει μαστοριά. -τελειώνει απότομα, να έβλεπα κάπου τον Αντώνη ίσως… -θέλει λίγο φτιάξιμο, εισαγωγικά, στίξη, γιατί χαλάνε την εικόνα του κειμένου. Αλλά, μπράβο και μπράβο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted March 31, 2011 Share Posted March 31, 2011 Καλό το περιβάλλον των φίλων στο καφενείο, των διηγήσεων του κλίματος που δημιουργείται. Αυτά στα θετικά. Η ίδια η πόλη μού έλειψε στη διάρκεια της ανάγνωσης, αλλά κατάλαβα κάπου στο τέλος ότι εξετάζεις την πόλη σαν κοινωνικό περίγυρο, οπότε δεκτόν. Η ιστορία κύλησε καλά μέχρι τη μέση και περισσότερο, αλλά αισθάνθηκα ότι όλα έγιναν πολύ βιαστικά στο τέλος, και δραματουργικά και αφηγηματικά. Επίσης, αφού διάλεξες να δώσεις ένα καλό τέλος, οι περίεργοι ένοικοι του σπιτιού δεν επέδειξαν σε μεγάλο βαθμό τις υπερφυσικές τους ικανότητες, κι έτσι μένω με την απορία τι το ήθελε ατόφιο το κεφάλι για να εκληρώσει τις τελευταίες επιθυμίες. Τι ήταν τελικά αυτή η συμμορία; Τι αποκόμιζε από τις δολοφονίες; Και με την ευκαιρία, ένα δυο απλά πράγματα για τις παραγράφους και τη στίξη: Αλλού βλέπω να αλλάζεις παράγραφο όταν αλλάζει ο ομιλητής και αλλού υπάρχουν πέντε, έξι, οχτώ αλλαγές όλες σε μια παράγραφο. (Δεν ξέρω αν φταίει η επικόλληση στη φόρμα του φόρουμ γι αυτό). Καλό είναι να υπάρχουν αλλαγές σε κάθε αλλαγή ομιλητή. Το κείμενο διαβάζεται πιο άνετα έτσι. Τα εισαγωγικά δεν είναι αυτά τα σύμβολα (<,>). Για να βγει εισαγωγικό πατάς το Shift+ το πλήκτρο που βρίσκεται δυο θέσεις δεξιά από το Λάμδα κι έχεις κανονικό διπλό εισαγωγικό, που είναι πιο "διακριτικός" χαρακτήρας από τα άλλα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted March 31, 2011 Share Posted March 31, 2011 Τα στοιχειωμένα σπίτια πάντα έχουν ενδιαφέρον, προκαλούν ένα απόκοσμο φόβο και τραβάνε την προσοχή. Ωραία η ιδέα σου να μπλέξεις τον μεταφυσικό φόβο των κατοίκων με κάτι πραγματικό. Αλλά, από εκεί και πέρα, η ιστορία δόθηκε κάπως βιαστικά. Δεν μας άφησες να μπούμε μέσα στην ιστορία. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted April 1, 2011 Share Posted April 1, 2011 Είναι μία κλασσική ιστορία τρόμου, με τον τυπικό Ξένο που προκαλεί τρόμο με την παρουσία του. Αν και το μοτίβο είναι αρκετά συνηθισμένο, χτίζεις την ατμόσφαιρα, εστιάζοντας στους κατοίκους της πόλης, αρκετά καλά, αφήνοντας αόριστες υπόνοιες για το τρομακτικό μυστικό που κουβαλάει ο παράξενος άνθρωπος. Αρκετά κλισέ σκηνικό, αλλά πάντα αγαπημένο. Υπάρχουν βέβαια πολλά προβλήματα στη στίξη και κάποια ορθογραφικά, ενώ πότε αλλάζεις παράγραφο χωρίς λόγο, και πότε γράφεις τους διαλόγους μαζεμένους σε μία, ενώ υπάρχει φυσικά το θέμα με τα εισαγωγικά. Τώρα, στο δεύτερο μισό, μοιάζουν όλα να κυλάνε πολύ βολικά και προδιαγεγραμμένα προς το τέλος. Κατ' αρχάς, ο ήρωας μοιάζει πολύ εύπιστος, κι ας το παίζει έξυπνος στους υπόλοιπους. Όλο το σκηνικό με το ακίνητο δε με πείθει καθόλου. Πέρα από αυτό, έχει προηγηθεί μια τουλάχιστον αγενής συμπεριφορά του ξένου προς τους κατοίκους της πόλης (για να πω την αλήθεια, την αίσθηση χωριού αφήνει, και όχι πόλης), που θα έπρεπε να κάνει τον Κυριάκο να έχει αν μη τι άλλο μια αρνητική προδιάθεση απέναντί του. Η αντίδραση του ήρωα όταν μαθαίνει για τους γνωστούς του, που είτε έχουν πεθάνει, είτε τους έχουν βρει συμφορές, είναι τουλάχιστον εξωπραγματικά ψύχραιμη. Η φύση και τα κίνητρα του ξένου πρέπει να αποσαφηνιστούν για να δώσουν μια επιπλέον διάσταση τρόμου στην ιστορία. Έτσι όπως είναι, απλά ο αναγνώστης αναρωτιέται τι στο καλό συμβαίνει. Όσο για το τέλος, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί οι κάτοικοι του τόπου δεν είχαν κάνει κάποια οργανωμένη προσπάθεια και πιο πριν. Καταλαβαίνω ότι ο τρόμος τους είχε παραλύσει, αλλά τελικά δείχνουν να οργανώνονται πολύ πιο εύκολα στο τέλος. Και η αστυνομία, αν μη τι άλλο, με τόσες εξαφανίσεις και παρόμοια περιστατικά, θα είχε ασχοληθεί κάπως με το θέμα. Τελευταίο: Πιστeύω πως θα έπρεπε να δώσεις μεγαλύτερο βάρος στο θέμα της -αθέλητης- τελευταίας επιθυμίας. Είναι καλή ιδέα, αλλά την καις, ξεπετώντας την στα γρήγορα. Καλή προσπάθεια για μια καλή ιστορία τρόμου, με πολλά όμως περιθώρια βελτίωσης. ΥΓ: Α, ναι. Η όλη αναφορά στο απόστημα είναι μάλλον άστοχη. Θυμίζει τυποποιημένη φρασεολογία που χρησιμοποιείται στις ειδήσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
David1778 Posted April 1, 2011 Share Posted April 1, 2011 Το διάβασα πολύ ξεκούραστα και είχα μεγάλο ενδιαφέρον να δω πως θα τελειώσει, παρότι νόμιζα οτι ο Κυριάκος θα ήταν ακόμα ένα θύμα. Το ακίνητο σας με ενδιαφέρει να βάλω το κεφάλι μου Όταν το είδα, λέω "ώπα, αυτό θα πεί προοικονομία!" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
anysias Posted April 1, 2011 Share Posted April 1, 2011 Πολύ καλή ατμόσφαιρα. Το διάβασα αχόρταγα! Υπήρχαν καλοί διάλογοι και έντονες περιγραφές χωρίς υπερβολές. Όλα ήταν στην σωστή δόση. Αυτό που με έκανε στο τέλος να αναρωτηθώ όμως ήταν ποια ήταν τα κίνητρα των δολοφόνων; Ποια των κατοίκων ώστε να τους φοβούνται και η πόλη τους να βρίσκεται σε μια κατάσταση τρόμου; Ποιο το κίνητρο του ήρωα να πάει στον πύργο; Το απόλαυσα πραγματικά και διαβάστηκε ακούραστα και εύκολα η ιστορία σου. Με έκανες να αλλάξω κάποια σειρά στις προτιμήσεις μου… είμαι τρελαίνομαι για τις ιστορίες τρόμου και εσύ τα πήγες καλά.Πολύ καλή επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DimitrisX Posted April 3, 2011 Share Posted April 3, 2011 (edited) Ενδιαφέρουσα ιστορία, με αξιοπρεπή εισαγωγή, αλλά απότομο και απλοϊκό τέλος για τις δικές μου προτιμήσεις (για τις οποίες δεν ευθύνεσαι εσύ ). Μου άρεσαν οι διάλογοι και η περιγραφή, διότι έκαναν το διήγημα πολύ ζωντανό. Δεν έδωσες βάση στην ορθογραφία και τη στίξη, αλλά είναι κάτι που θα αντιμετωπίσεις εύκολα στο μέλλον. Καλή επιτυχία! Edited April 3, 2011 by DimitrisX Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted April 3, 2011 Share Posted April 3, 2011 Χμμμ. Όχι και άσχημο. Κάπως κακογραμμένο, με μια ακαμψία στην έκφραση και στη χρήση της γλώσσας, εκτός από τους διαλόγους που είναι πολύ ρεαλιστικοί. Μεγάλο στραβοπάτημα να αλλάζεις αφηγητή ξαφνικά και για μόνο μία παράγραφο, σαν να μην έχεις αποφασίσει πού θα το πας. Έχω κι εγώ την απορία τι είδους εγκληματίες ήταν αυτοί τελικά, τι σκόπευαν να κάνουν και τι έγινε και δεν τα κατάφεραν. Και ποιος ήταν αυτός που είχε τελικά κλείσει ραντεβού και στη θέση του πήγε ο άλλος; Πολύ ευχάριστο το ότι η εξήγηση όλων αυτών δεν είναι μεταφυσική. Γενικά όχι και πολύ πετυχημένο, θέλει δουλειά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
NIKANTHI Posted April 3, 2011 Share Posted April 3, 2011 Ωραία ιστορία τρόμου με αγωνιώδης περιγραφές. Tο τέλος όμως δεν μου άρεσε ήταν πολύ γρήγορο, η αρχή του διηγήματος σου ήταν εξαιρετική θα μπορούσες να μας δώσεις και ένα πιο ωραίο τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ad Noctum Posted April 4, 2011 Share Posted April 4, 2011 Είναι το στυλ των ιστοριών τρόμου που μου αρέσουν, όσο και αν θεωρούνται κλισέ. Είχες το περιθώριο για ακόμα λίγες λέξεις, ώστε να μην το πας τόσο απότομα στο τέλος. Τα προβληματάκια που υπάρχουν στο κείμενο σου (και επισημάνθηκαν από τους συμφορουμίτες παραπάνω), λύνονται σχετικά εύκολα. Καλή σου επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted April 4, 2011 Share Posted April 4, 2011 Σαν ιδέα δεν ήταν πρωτότυπη, μα το περιβάλλον που έστησες ήταν ωραίο και ο τρόπος που παρουσίασες τις ανθρώπινες συμπεριφορές ήταν αρκετά επιτυχημένος. Έχεις κάποια προβλήματα στην έκφραση, αυτό λύνεται με λίγη εξάσκηση, και σίγουρα πρέπει να προσέξεις περισσότερο τα σημεία στίξης. Επίσης μη βάζεις διαλόγους μέσα σε παραγράφους, μπερδεύεις έτσι την πλειοψηφία των αναγνωστών, και φρόντισε όταν γράφεις κάποια ιστορία με όριο λέξεων να αποφεύγεις τα περιττά, έτσι ώστε να μην αναγκάζεσαι να καταφεύγεις σε εύκολες και βολικές λύσεις. Γενικά μου άρεσε, αν και η πόλη ελάχιστα γινόταν ορατή και πιο πολύ επικεντρώθηκες στην παρουσίαση της ανθρώπινης ψυχολογίας, και με λίγη δουλειά, και μαζί της αρκετή συγκέντρωση, θα μπορούσε να γίνει πολύ καλύτερη. Καλή επιτυχία ΥΓ. Για τα εισαγωγικά δε μπορώ να σε κατηγορήσω γιατί κι εγώ, όταν ξεκίνησα να γράφω, το ίδιο λαθάκι έκανα. Πάντως δεν είναι δύσκολο, shift μαζί με το πλήκτρο που βρίσκεται δίπλα στο Enter, και είσαι έτοιμη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted April 5, 2011 Share Posted April 5, 2011 Μαρία, νομίζω πως είναι το πρώτο διήγημά σου που διαβάζω. Μου άρεσε σαν ιδέα, γενικώς τέτοιες ιστορίες με στοιχειωμένους πύργους ασκούν μια γοητεία πάνω μου. Ως γραφή μου άρεσε επίσης, με ωθούσε να διαβάσω παραπάνω. Ωστόσο, κάπου εκεί στο τέλος, μου το χαλάς. Εκεί που η γραφή σου (η κάμερά σου, αν θέλεις) ακολουθεί κατά πόδας τον αφηγητή-πρωταγωνιστή, κάνεις ξαφνικά μια απότομη αλλαγή, και το πλάνο παρακολουθεί τις προσπάθειες ενός ολόκληρου όχλου. Ιδέα: θα μπορούσες να το αποφύγεις αυτό, αν έβαζες τους θαμώνες του καφενείου -και ιδιαιτέρως τον Αλέκο- να εξιστορούν στον αφηγητή την περιπέτειά τους και το πώς τον έσωσαν, στο τέλος της ιστορίας. Επίσης, δεν κατάλαβα πολύ καλά τι ακριβώς ήταν ο κάτοικος του πύργου και για ποιο λόγο τους βασάνιζε, όμως το διήγημα είναι τρόμου και αυτά για μένα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Μπράβο, γιατί με μετέφερες πετυχημένα στο σκηνικό της ιστορίας σου και μου μετέδωσες την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί. Καλή επιτυχία σου εύχομαι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 5, 2011 Share Posted April 5, 2011 Πριν πω κάτι για τον Τρόμο του πράγματος, θα πω sorry, αλλά η ιστορία σου είναι εκτός θέματος. Λαβαίνει χώρα σε μια πόλη φυσικά, αλλιώς που αλλού - στα βουνά; - αλλά η πόλη δεν έχει πρωταγωνιστικό ή καθοριστικό χαρακτήρα. Για να μην πω ότι έχουμε βεβιασμένα μια πόλη, καθώς όλα, από κλίμα, ατμόσφαιρα και νοοτροπία κραυγάζουν "χωριό". Για τον Τρόμο τώρα: Μέχρι το φινάλε τα πήγαινες μια χαρά. Το happy end έπεσε αφελές και αψυχολόγητο με την μέχρι τότε αντιμετώπιση. Και έτσι όπως το είχες στημένο, είχα ανάγκη να μάθω την φύση του "κακού". Γιατί όπως το ξεκίνησες, ο πρωταγωνιστής σου θα μπορούσε να έχει δίκιο. Παρανοϊκή και η υστερική η αντίδραση των ντοπίων. Δεν έδιναν ούτε μια εξήγηση των φόβων τους. Τι πίστευαν ότι είναι ο ξένος; Δαίμονας; Βαμπίρ; Φάντασμα; Σατανιστής φονιάς; Και όχι μόνο είχαν δίκιο στις υστερίες τους, ο κακός ήταν τόσο ασαφής όσο ασαφή τον έβλεπαν και οι κάτοικοι. Θα μπορούσε βέβαια να είναι ο,τιδήποτε, αλλά ας υπήρχε τουλάχιστο μια σύγκρουση ικασίας-πραγματικότητας και ας ήταν το ίδιο δυσάρεστη. Και στην τελική, η σκηνή στην αρχή με τον ξένο να μπουκάρει στο καφενείο για να τους απειλήσει, αυτό τι εξήγηση έχει, πλην κακοστημένου happening για να ρωτήσει ο ήρωας "Ποιος ήταν αυτός;" Επίσης, όχι ό,τι καλύτερο η αλλαγή οπτικής γωνίας στην αφήγηση της διάσωσης. Καλή προσπάθεια ελληνικού τρόμου πάντως, το μεγαλύτερο όμως πλην είναι η απουσία της πόλης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted April 6, 2011 Share Posted April 6, 2011 Το μόνο που ξέχασες να βάλεις μέσα στην ιστορία είναι τα δικράνια και οι πυρσοί. Βέβαια διαδραματίζεται στη διάρκεια της μέρας, αλλά και πάλι... Ωραία ατμόσφαιρα, λίγο απότομο το τέλος μόνο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted April 9, 2011 Share Posted April 9, 2011 Ωραία η υπόθεση με το στοίχειωμα αν και δεν μου άρεσε που άρχησε μέσα σε ένα καφενείο με τους ντόπιους. Δεν μου πολυτεριάζει με το όλο της υπόθεσης. Λίγο στραύωσε η αρχή. Μετά το έφτιαξες μπορώ να πω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αλχημιστής Posted April 10, 2011 Share Posted April 10, 2011 Ειχε και την ανατριχιλα της η ιστορια, ειχε ωραια αναπτυξη μεχρι να φτασει στον πυργο. Μου ελειψε η πολη, ως κεντρικο θεμα και το τελος ηταν καπως συντομο. Πολυ καλη προσπαθεια στο συνολο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 25, 2011 Share Posted April 25, 2011 Άφησε σημαντικότατες απορίες σχετικά με το τι συνέβαινε στον πύργο. Εμείς να μην μάθουμε δηλαδή τι έπαιζε; Είχα τα εξής προβλήματα: 1)Κάποια ρήματα σε ‘άβολη’ θέση 2)Η αλλαγή από 1ο σε 3ο πρόσωπο στο τέλος ΥΓ: Α)Ο τίτλος δεν είναι και πολύ επιτυχημένος ρε γμτ Β)Ψείρισμα, αλλά όταν ο ξένος γνωρίζει τον Κυριάκο δεν του λέει το όνομά του (επίσης κανείς στο καφενείο δεν το αναφέρει). Δεν μου φάνηκε και πολύ αληθοφανές αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.