Aurora Posted April 1, 2011 Share Posted April 1, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Aurora Είδος: δε ξερω, δε τα πάω καλά με τα είδη Βία; λίγο Σεξ; όχι Αριθμός Λέξεων: ~1800 Αυτοτελής; ναι Σχόλια: δικά σας Ο τελευταίος πίνακας Δέκα ακριβώς. Ο Πιέρ έσφιξε το μήλο στο χέρι του. Ήταν ιδρωμένο, γλιστρούσε. Μια ώρα είχε το μήλο στη χούφτα του, το γυρνούσε στα δάχτυλα του, μα δεν αποφάσιζε να το φάει. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και άδραξε την χρυσή καδένα του ρολογιού του. Δέκα και πέντε. «Άργησε» είπε στο μήλο μα δεν πήρε απάντηση. Πήρε ένα αστραφτερό μαχαίρι και το άφησε να αιωρηθεί πάνω από την κόκκινη φλούδα. «Είναι κι αυτοί οι πίνακες…» είπε πάλι στο μήλο. Αυτοί οι πίνακες… Αναρίθμητοι. Κάλυπταν κάθε σπιθαμή των τοίχων του σπιτιού του. Τη ζωγράφιζε με μανία, σε κάθε πιθανή στάση, ότι του πρόσταζε η φαντασία του, ότι είχε ανάγκη να βλέπει. Την έβλεπε παντού γύρω του, να γελάει, να χορεύει, να τρώει, να λούζεται, να κοιμάται. Κι αυτή τον κοιτούσε από τους τοίχους της τραπεζαρίας, του καθιστικού, του υπνοδωματίου του. Τον κοιτούσε όταν διάβαζε, όταν κοιμόταν, όταν έτρωγε. Όταν είχε θυμό μέσα του, όπως τώρα. Μια προσωπική έκθεση που ήταν δική του αλλά δε του άνηκε. Χωρίς να το καταλαβαίνει είχε αποτυπώσει την καθημερινότητα της στους τοίχους του σπιτιού. Μια καθημερινότητα που δεν έζησε ποτέ πραγματικά, μόνο μέσα από τους πίνακες και τις πόζες της. Ανάθεμα. Εκείνη δεν αντιδρούσε ποτέ στην εμμονή του. Ήταν ανεκτική. Ανεκτική ή πολύ καλή για μένα. Δεν αντιδρούσε ούτε στο θυμό του, στις υπερβολές του. Τον άφηνε να γίνεται παράλογος, να ξεσπάει τις ψυχώσεις του πάνω της . Ακόμα και τότε αυτός έψαχνε μια δικαιολογία για να εξαγριωθεί μαζί της, κι όταν δεν έβρισκε, επινοούσε μία. Λάθος του, το γνώριζε, μα τι να γίνει. Ποιος θα άντεχε να χάσει τη τελειότητα; Ποιος άντεξε να ζει με τη τελειότητα; Η μόνη ευχαρίστηση που αντλούσε πια από τις συναντήσεις τους ήταν η ικανοποίηση του καταναγκασμού του. Είχε την ανάγκη να τη βλέπει συνέχεια, αλλά δεν ήταν ικανός να απολαύσει ούτε μια στιγμή δίπλα της. Οι λίγες όμορφες ώρες που περνούσαν μαζί είχαν ξεφτίσει στη μνήμη του από τις άνευ λόγου προστριβές τους. Δεν την αγαπάω, όχι. Δεν είχε κάποιο ελάττωμα, δεν έβρισκε κανένα κουσούρι επάνω της. Κι αν είχε, ο ίδιος δε το έμαθε ποτέ, οπότε το ίδιο κάνει. Η τέλεια παρουσία της του ήταν απαραίτητη, μα δεν άντεχε να την υποφέρει άλλο. Καθετί που έκανε σωστά του θύμιζε κάτι που έκανε λάθος, για καθετί που κατάφερνε θυμόταν όλα όσα είχε αποτύχει, κάθε προτέρημα της του θύμιζε ένα ελάττωμα του, κάθε χαρακτηριστικό της του θύμιζε ότι ο ίδιος δεν το είχε και εξαγριωνόταν. Εξαγριωνόταν με τα πάντα. Με εκείνον που ήταν καταδικασμένος σε μια ζωή δίχως άλλα περιθώρια βελτίωσης, με την μοίρα που του στέρησε όσα χάρισε απλόχερα σε εκείνη, με εκείνη που με την ύπαρξή της του θύμιζε πόσο αντιπαθούσε τον εαυτό του. Έφτασε να μισεί τον εαυτό του δίπλα της. Να μισεί κι εκείνη που έμενε μαζί του και τον ανεχόταν. Και να μισεί πάλι τον εαυτό του που την ανάγκαζε να τον υπομένει. Ένας κύκλος που τάιζε την αποστροφή του χωρίς τελειωμό, ώσπου εξαφάνισε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα από την ψυχή του. Παγιδευμένος στις εμμονές του, αναζητούσε τη λύτρωση αλλά δεν είχε την δύναμη να την απαιτήσει. Κι εκείνη δεν είχε την πρόθεση να του τη χαρίσει. Από λύπηση ή από αγάπη, ποτέ δε κατάλαβε. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ο Πιέρ δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το χτύπημα ξανακούστηκε, πιο επίμονο αυτή τη φορά. Τινάχτηκε. Έχωσε γρήγορα το ρολόι και το μαχαίρι στην τσέπη του, άφησε το μήλο στο τραπέζι και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν εκείνη, λουσμένη στο φως, όπως πάντα - είχε πάντοτε κάτι από τον ήλιο πάνω της. «Άργησες να μου ανοίξεις». «Άργησες να έρθεις». Καμία απάντηση. «Που ήσουν;» Ρώτησε για να την εκνευρίσει, δεν ήθελε να μάθει. Αδιαφορούσε για το που βρισκόταν νωρίτερα, τι έκανε, πως πέρασε ή με ποιον ήταν. Ποτέ δεν τον ένοιαξε η ζωή της, ούτε τώρα, ούτε παλιότερα .Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να είναι μαζί του όσες περισσότερες ώρες γινόταν. Όλες τις ώρες. Εκείνη χαμογέλασε, όπως συνήθως. «Ήμουν κάπου», είπε αόριστα. Η απάντηση της τον εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο. Ήξερε ότι δεν είχε δικαίωμα να ξέρει, να απαιτεί οτιδήποτε από εκείνη. Δε γνώριζε γιατί, δε τη ρώτησε ποτέ, αλλά δεν είχε σημασία. Κάποιος λόγος θα υπήρχε, εκείνη γνώριζε, αλλά αυτός ποτέ δε θα καταλάβαινε. Εκείνη πάντα γνώριζε. Σωστή, ολόσωστη σαν ιδέα. Χωρίς κανένα ελάττωμα, χωρίς κανένα ψεγάδι. Το μόνο ψεγάδι στην ιστορία της είμαι εγώ… Κοίταξε το όμορφο χαμόγελό της. Ειρωνεία… Σε μια στιγμή το μίσος φούντωσε ξανά μέσα του. Δεν είχε μάθει ποτέ να το ελέγχει. Ένιωσε το γνώριμο τρέμουλο να τον κυριεύει, να απλώνεται ως τα άκρα του χωρίς προειδοποίηση. Το χέρι του υψώθηκε με φόρα στον αέρα πάνω από το πρόσωπό της και έμεινε εκεί τρέμοντας, μετέωρο μα ακίνητο, δίχως να μπορεί να πάρει μια απόφαση τι να πράξει. Εκείνη δεν έδειξε να φοβάται. Δεν ήταν πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό, μα ούτε την πρώτη φορά είχε δει φόβο στα μάτια της. Δεν είχε ανοιγοκλείσει καν τα βλέφαρα της καθώς το χέρι του έσκιζε τον αέρα δίπλα απ’ το κεφάλι της. Ποτέ δεν κατάφερε να της προκαλέσει φόβο, κι ας είχε προσπαθήσει με πολλούς τρόπους. «Δε θα με βλάψεις ποτέ, Πιερ. Το ξέρω και το ξέρεις». Το ξέρω. Ανίκανος να της δημιουργήσω οποιοδήποτε δυνατό συναίσθημα, τόσο έξω από τη ζωή της… «Έλα, πάμε μέσα» του είπε πρόσχαρα. Προσπέρασε το χέρι του που έστεκε ακόμα μετέωρο και μπήκε στο σπίτι. Μάζεψε το χέρι του και την ακολούθησε. Η Ιρένε άφησε τη τσάντα της στο τραπεζάκι, δίπλα στο άδειο ποτήρι που είχε γεμίσει και αδειάσει εννιά φορές καθώς την περίμενε. «Τι λες, να βάλω ουίσκι;» τον ρώτησε παίρνοντας το ποτήρι στα χέρια της. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Ήταν αρκετά νευριασμένος για να της μιλήσει, μα όχι αρκετά ώστε να την αγνοήσει. Εξάλλου δεν είχε νόημα. Είχε αποφασίσει ότι αυτή τη φορά θα τη συγχωρούσε για όλα, για κάθε λέξη που τον πλήγωσε, κάθε χαμόγελο που τον εξόργισε. Ίσως έτσι να συγχωρούσε και τον εαυτό του, να έφτανε στην κάθαρση που απεγνωσμένα επιζητούσε. Θα μου χαρίσει έναν τελευταίο πίνακα… Η Ιρένε έσταξε λίγο ουίσκι στο ποτήρι και κατέβασε δυό γουλιές. Πλησίασε στο ντιβάνι και του γύρισε την πλάτη. Μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά με το ένα χέρι και με το άλλο έλυσε τις κορδέλες του φορέματός της που έδεναν στην βάση του αυχένα της. Το φόρεμα γλίστρησε από το σώμα της, αποκαλύπτοντας αργά, σχεδόν βασανιστικά, κάθε σπιθαμή του κορμιού της και έπεσε στο πάτωμα γύρω από τα πόδια της. Γύρισε και τον κοίταξε. «Δε θέλεις να πιεις εσύ;» ρώτησε και χώθηκε στα μαξιλάρια του ντιβανιού. «Θέλω». Την πλησίασε και πήρε το ποτήρι από το χέρι της. Η Ιρένε ανασηκώθηκε και πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του. Μια μπούκλα άγγιξε τη μύτη του. Τον κοίταξε στα μάτια και τον φίλησε. Δέχτηκε σιωπηλά το φιλί της και απομακρύνθηκε. Ήπιε τις τελευταίες γουλιές του ποτού και κάθισε στην πολυθρόνα πλάι της. Έβγαλε το μαχαίρι από τη τσέπη του και πήρε το μήλο από το τραπέζι. Το μαχαίρι απόμεινε να αιωρείται στο χέρι του για ακόμα μία φορά την ίδια μέρα. Έσφιξε το μήλο στην παλάμη του και το κατέβασε. «Δώσ’ το μου» είπε η Ιρένε. «Θα το κάνω εγώ». Το χέρι της χώθηκε στο δικό του και πήρε το μήλο από τη χούφτα του χωρίς να περιμένει απάντηση. Το μαχαίρι έσκισε τη φλούδα και ένα χοντρό κομμάτι έπεσε στα γυμνά της μπούτια. Ο Πιερ χαμογέλασε. «Όχι έτσι, δεν το κάνεις σωστά. Άσε με να σου δείξω πως». Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, πήγε πίσω της και ακούμπησε στη ράχη του καναπέ. Η μύτη του συνάντησε το άρωμά της, ένα άρωμα μοναδικό, που δεν έμοιαζε με κανένα από όσα είχε γνωρίσει. Ήταν το άρωμα του κορμιού της και δεν έφευγε ποτέ από το χώρο του, ούτε από τη σκέψη του. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα χέρια του, πότιζαν από τη μυρωδιά της. Μια μυρωδιά που δεν υπήρχε παρά για να φτάνει στα ρουθούνια του και να υπογραμμίζει κάθε λεπτό της παρουσίας και της απουσίας της. Κοίταξε την πλάτη της, έγειρε πάνω της σχεδόν αγκαλιάζοντάς την και έδιωξε τα μαλλιά από τους ώμους της. Η καμπύλη του λευκού λαιμού της αποκαλύφθηκε και τα χείλη του άγγιξαν για μια στιγμή το δέρμα της. Το χέρι του αγκάλιασε το δικό της και σφίχτηκαν μαζί γύρω από το μήλο ενώ με το άλλο πήρε το μαχαίρι που κρατούσε αδέξια στα δάχτυλα της. Έχωσε τη μύτη του στην κορυφή του κεφαλιού της και ανάσανε. Η Ιρένε γέλασε και έγειρε πίσω το κεφάλι της. Το στόμα της έχασκε μισάνοιχτο και αναζητούσε το δικό του. Έσκυψε και κόλλησε τα χείλη του πάνω της, σε ένα φιλί από εκείνα που δεν ήθελε να τελειώσουν ποτέ. Τελικά ίσως να την αγαπώ παράφορα, δε ξέρω... Σκυμμένος όπως ήταν πάνω από το πρόσωπό της, πλησίασε το χέρι του στο λαιμό της. Άνοιξε λίγο τα μάτια του και το κοίταξε, η ατσάλινη λάμα άστραφτε στα δάχτυλά του κάτω από το φως του ήλιου. Εκείνη δε φάνηκε να το προσέχει, τα βλέφαρα της ήταν κλειστά, η ανάσα της γρήγορη τις στιγμές που άφηνε τα χείλη του. Την κοίταξε. Τόσο όμορφη, ως την τελευταία στιγμή… Δίχως να ξεκολλήσει τα χείλη του από το στόμα της, βύθισε το μαχαίρι βαθιά στο λαιμό της. Με απλότητα, με μια κίνηση απαλή, ένα κοφτερό χάδι. Δε χρειαζόταν δύναμη, το ήξερε. Ένιωσε αμέσως το πρόσωπο της να συσπάται αλλά δεν το κοίταξε, δεν ήθελε να την κοιτάξει ακόμα. Το σώμα της τρανταζόταν και τα χέρια της κινούνταν σπασμωδικά προς το μέρος του με τρόπο απελπισμένο, μα τα χείλη της ήταν ζεστά όσο ποτέ άλλοτε. Δεν τα άφησε παραμόνο όταν έπαψαν οι σπασμοί. Το κατάλαβε όταν ένιωσε το σώμα της βαρύ, παραιτημένο στα χέρια του. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και ξάπλωσε το κορμί της στον καναπέ προσέχοντας να μη λερώσει περισσότερο τις μπούκλες που έπεφταν στους ώμους της. Το λευκό σώμα της αυλάκωναν πορφυρά ρυάκια. Κοίταξε τα χέρια του, ήταν λερωμένα. Πήγε στο νεροχύτη και τα ξέπλυνε ώσπου να καθαρίσουν τελείως. Επέστρεψε στο καθιστικό και κοντοστάθηκε μπροστά από τον καναπέ για να παρατηρήσει τη καινούρια σύνθεσή του. Η Ιρένε κειτόταν στο λερωμένο ντιβάνι με μια έκφραση γαλήνης στο πρόσωπο της. Το λευκό δέρμα της έκανε αντίθεση με τους κόκκινους λεκέδες που το λέρωναν σποραδικά, σε έναν παράξενο συνδυασμό αθωότητας και χυδαιότητας που δεν είχε ξαναδεί σε εκείνη. Καλύτερα έτσι. Πλησίασε το παράθυρο στην άλλη μεριά του δωματίου και τράβηξε τις κουρτίνες, το φως του ήλιου τον πάνιασε. Λίγο πιο δίπλα, τα μπουκάλια στη μικρή κάβα γυάλισαν. Στάθηκε πάνω τους σκεφτικός, προσπαθώντας να διαλέξει κάτι άξιο της περίστασης. Κόκκινο κρασί, αποφάσισε. Βαθυκόκκινο, σαν το αίμα που στόλιζε το σώμα της. Πήρε το μπουκάλι, αφαίρεσε το φελλό και γύρισε στη σύνθεσή του. Το καβαλέτο του ήταν στημένο ήδη απέναντι από το ντιβάνι. Κάθισε στη καρέκλα πίσω του, έπιασε ένα πινέλο και το καθάρισε με το φθαρμένο πανί που είχε παραδίπλα. Ανυπομονούσε να ξεκινήσει μα δεν έπρεπε να είναι βιαστικός. Ήθελε να γίνει σωστά, όπως της άξιζε. Έγειρε στη ράχη της καρέκλας και έφερε το μπουκάλι στο στόμα του. Ο τελευταίος πίνακας μου ανήκει. Μετά είσαι ελεύθερη. Εσύ, κι εγώ… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted April 1, 2011 Share Posted April 1, 2011 Όμορφο, πικρό, άγριο, ρομαντικό. Τα συναισθήματα του Πιερ ξεχείλιζαν και σχεδόν τα ένιωθα μέσα μου. Λιγάκι με πέτυχες και στην κατάλληλη περίσταση. Γράφεις πολύ καλά. Το κείμενο έρεε γρήγορα κι εγώ βιαζόμουν να πηδήξω από λέξη σε λέξη. Ελπίζω να διαβάσω κι άλλες ιστορίες σου σύντομα. Καλό βράδυ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Aurora Posted April 2, 2011 Author Share Posted April 2, 2011 Χαίρομαι που πέτυχα το timing λοιπόν Ευχαριστώ για το χρόνο σου και τα σχόλιά σου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Illusion_30 Posted April 6, 2011 Share Posted April 6, 2011 Ωραιο...!!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Andkand Posted April 18, 2011 Share Posted April 18, 2011 Διαβάζεται εύκολα. Πολύ ποιητικό. Μου άρεσε περισσότερο η φράση «Ήταν αρκετά νευριασμένος για να της μιλήσει, μα όχι αρκετά ώστε να την αγνοήσει». Δυστυχώς για την πολύ ωραία – κατά τα άλλα - πλοκή, από την ώρα που ανάφερες τη λέξη «μαχαίρι» γνώριζα το τέλος… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Aurora Posted April 29, 2011 Author Share Posted April 29, 2011 andlib η αλήθεια είναι ότι όταν το έγραφα δε σκέφτομουν ένα τέλος-έκπληξη. Όντως υπάρχουν στοιχεία που προϊδεάζουν για τη συνέχεια. Ευχαριστώ και τους δυο σας! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.