Howard Crease Posted April 28, 2011 Share Posted April 28, 2011 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Howard Crease Είδος: Φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1718 Αυτοτελής; Νομίζω πως ναι Σχόλια: Επιείκεια, παρακαλώ! ΣΤΙΒΕΝ Ο Στίβεν ήταν ένας μοναχικός άντρας. Αν κάποιος τον ρωτούσε τί θέλει περισσότερο από τη ζωή του, θα απαντούσε “το τέλος της”. Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν το να συναντήσει κανείς το Θάνατο σημαίνει πως αυτόματα πεθαίνει. Αναμφίβολα όμως, δε γίνεται να Τον έχεις δει και να μην επέλθουν κοσμοανατρεπτικές αλλαγές πάνω σου. Ο Στίβεν είχε αντικρίσει εκείνα τα Μάτια όταν ήταν παιδί ακόμα. Μια μέρα που τα φρένα του ποδηλάτου του δεν λειτούργησαν. Που η καθημερινή κατάβαση της βόρειας πλαγιάς του λόφου Ιμς κατέληξε σε πτήση προς τη θάλασσα... Στην κορφή του λόφου Ιμς ήταν το σπίτι του Στίβεν. Από όλη την οικογένεια που ζούσε κάποτε εκεί, είχε απομείνει μόνο ο παππούς του, ο γέρος Ριτσούι. Ο Στίβεν πάντα πίστευε πως ο γέρος αυτός είχε κάτι το διαφορετικό. Ήταν τόσο απόμακρος ο Ριτσούι, όταν κάθε αυγή κλειδωνόταν στη σοφίτα και κοιτούσε από το μεγάλο κρυστάλλινο παράθυρό της τη θάλασσα, κάτω, και μοιρολογούσε. Μέχρι την πτώση του από το λόφο, ο τότε μικρός Στίβεν δεν ήξερε τί είχαν απογίνει οι δικοί του, εκείνοι που ποτέ δε θυμόταν να έχει γνωρίσει. Δεν ήξερε αν είχε αδέρφια, ξαδέρφια, ή θείους. Το σπίτι ήταν μεγάλο και γεμάτο φωτογραφίες, μα η ύπαρξη των προσώπων που απεικόνιζαν είχε κάποτε σβηστεί απ' τη μνήμη του. Γιατί; Αυτό ρωτούσε πάντα ο Στίβεν τ' αστέρια. Γιατί είχαν φύγει; Πού είχαν πάει όλοι; Και ο παππούς του, γιατί ήταν ο μόνος που είχε μείνει πίσω; Και γιατί ήταν έτσι, περίεργος; Γιατί; Όταν βρέθηκε στον αέρα και το σώμα του εγκατέλειψε το ποδήλατο, που στροβιλιζόταν και γυάλιζε στον απογευματινό ήλιο, ο Στίβεν κοίταξε τη μακρινή φλεγόμενη σφαίρα και ξαναρώτησε. Γιατί να πεθάνω; Και μια διαβολική φωνή απάντησε. Ξέρασε δυο εκμηδενιστικές λέξεις από τα βάθη του πλανήτη. “Γιατί όχι;” Μετά ήρθε η πρόσκρουση. Ήρθε ο υδάτινος τοίχος, που το παιδί δεν ήξερε αν ήταν αυτός που υποχώρησε, ή το κοκκαλιάρικο κορμί του. Ένιωσε σαν το κρύο νερό να ρούφηξε και να μάσησε λαίμαργα κάθε μυ, κάθε ιστό. Και θα προλάβαινε να νιώσει και πολλά ακόμα, πολύ χειρότερα πράγματα, αν το ποδήλατο, ερχόμενο εξ ουρανού, δε συνέθλιβε το στήθος του. Οι τελευταίες φυσαλίδες οξυγόνου έφυγαν βίαια από τους πνεύμονές του, και έτσι λοιπόν, ο Στίβεν βούλιαξε στο σκοτάδι. Κατέβηκε αργά, όλο και πιο χαμηλά...όλο και πιο χαμηλά, στο αδηφάγο στόμα της αβύσσου. Μόλις ξύπνησε, ήταν δεμένος. Βρισκόταν στον πάτο του πελάγους, μέσα στο απόλυτο μαύρο, και παρ' όλα αυτά κάποιος τον είχε δέσει πάνω σε έναν χοντρό, ψηλό πάσσαλο. Αναρωτήθηκε σε πόσα δευτερόλεπτα θα αναγκαζόταν να πάρει ανάσα. Αναρωτήθηκε γιατί ο τιτάνιος όγκος νερού από πάνω του δεν τον είχε κάνει αλοιφή. “Γεια χαρά, Στίβεν.” Η φωνή ήταν γνώριμη. Ήταν όμοια με αυτή που τον είχε χλευάσει καθώς έπεφτε από τον γκρεμό. Ήταν πιο κρύα από το σκοτεινό νερό, και πιο τρομακτική από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το αγόρι. Το αγόρι δεν απάντησε, μα είδε. Είδε τα Μάτια απέναντί του. Ήταν δαιμονικά, εκείνα τα μάτια. Δαιμονικά, και αυτό που τα κορίτσια αποκαλούν όμορφο. Ήταν όμορφα, ναι. Έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι, δυο ρουμπινένιες ίριδες γεμάτες περιέργεια. “Σου είπα γεια χαρά, Στίβεν” Όχι, μην απάντήσεις. Θα χρειαστεί να ανοίξεις το στόμα σου, και θα πεθάνεις. Μην απαντήσεις. Τα Μάτια άρχισαν να αναδύουν μια υπερκινητική φλόγα από τα βάθη τους. Μια θυμωμένη, τρομακτική φλόγα. “Μίλα, Στίβεν. Δέξου με.” είπε η φωνή, μέσα στο νερό -ή μήπως μέσα στο μυαλό του; “Είμαι νεκρός, έτσι;” Να που το αγόρι απάντησε. Και να που τελικά δεν πνίγηκε, και η μόνη λογική απάντηση ήταν πως είχε ήδη πνιγεί. Μπορούσε να δει το διαλυμένο, ματωμένο στήθος του, και να νιώσει τα σπασμένα κόκαλα του κορμιού του να τρίζουν καθώς έκανε την παραμικρή κίνηση. Ήταν νεκρός, ναι, και εκεί κάτω ήταν η αιώνια φυλακή του. “Όχι, Στίβεν. Ζεις ακόμα. Μη φοβάσαι.” “Δεν φοβάμαι. Κρυώνω, μόνο.” Πώς διάολο γινόταν να ζει; Ήταν τέρας, μάλλον. Ήταν θύμα απαγωγής εξωγήινων, που είχε επιστρέψει στη Γη για να δείξει τις φρικαλέες υποβρύχιες ικανότητές του. Μα ήταν και δεμένος, και ήθελε να μάθει το λόγο. Τα Μάτια μάλλον άκουσαν τη σκέψη του. “Σ'έχω δέσει εδώ κάτω, γιατί μόνο εδώ μπορείς να μιλήσεις μαζί μου, μακριά από τη ζωή του υπόλοιπου κόσμου. Μόνο εδώ μπορώ να σου προσφέρω το δώρο.” “Είσαι ο Χάρος.” είπε ο Στίβεν, και πλέον δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Μιλούσε καταμεσής του βυθού της θάλασσας με δυο κόκκινα Μάτια, ύστερα από την πτώση του από δεκάδες μέτρα ψηλά στη θάλασσα, και τη πτώση του ποδηλάτου ακριβώς πάνω στο στέρνο του. Ουάου. “Με λένε κι έτσι. Θες να ακούσεις την προσφορά μου;” “Θέλω να ακούσω πού είναι η οικογένειά μου, πρώτα.” “Ο γέρο-Ριτσούι είναι εκεί που τον άφησες.” “Και οι άλλοι;” Η φλόγα που έβγαινε από τα Μάτια θέριεψε. Ακολούθησε ένα γέλιο ελαφρύ, μα επιβλητικό. Ένα γέλιο που σου έλεγε πως ο κάτοχός του θα μπορούσε κάλλιστα να γελάει έτσι πάνω από ένα σκοτωμένο βρέφος. “Οι άλλοι, Στίβεν... αρνήθηκαν το δώρο.” * * * Ο Στίβεν ήταν ένας μοναχικός άντρας. Ο γερο-Ριτσούι μοιρολογούσε ακόμα στη σοφίτα. Και αυτή την αυγή, ο Στίβεν ήταν μαζί του. Ο παππούς του κλυδωνιζόταν μπρος-πίσω, πάνω σε μια κουνιστή πολυθρόνα, μπροστά από το μεγάλο, κρυστάλλινο παράθυρο. Ο Στίβεν στεκόταν δίπλα του, όρθιος. Κάπνιζε την πίπα του. “Πότε θα έρθει;” Αυτό ρωτούσε συνέχεια ο Ριτσούι, αυτό ρώτησε και τώρα, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από τη θάλασσα. Ακουγόταν σαν πεντάχρονο που ρωτά την έγκυο μητέρα του πότε θα έρθει το αδερφάκι του. “Δεν νομίζω πως ξέρω, παππού.” Ήταν η πρώτη φορά που είχε μιλήσει στον δύσμοιρο γερό. Που δεν τον είχε αγνοήσει, όπως έκανε όλα εκείνα τα χρόνια, από τη μέρα που ανέβηκε τον λόφο Ιμς μουσκεμένος και... και... “Είπε πως θα έρθει.” “Ναι. Το είπε.” Ο Στίβεν γύριζε, πάλι πίσω. Γύρισε στην πρώτη μέρα της νέας ζωής του. Της νέας ατέλειωτης ζωής του. Θυμόταν όλα όσα συνέβησαν στον σκοτεινιασμένο βυθό, με εκείνον και με τα Μάτια. Θυμόταν πως δέχτηκε το δώρο. Θυμόταν πως είχε γίνει αθάνατος, πλέον, και πως μπορούσε πια να ζήσει χωρίς φόβο, χωρίς να ψάχνει τα χνάρια της οικογένειάς του λες και θα τον οδηγούσαν πουθενά. Εκείνοι είχαν πει όχι. Αυτός ήξερε να ζήσει, και είπε “Ναι.” Από τότε, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Στίβεν να γυρίσει στον λόφο Ιμς. Ο νεαρός άντρας έκανε τα πάντα. Έχτισε επιχειρηματικές αυτοκρατορίες, κέρδισε τη λοτταρία, κοιμήθηκε με τις ομορφότερες γυναίκες, ντύθηκε με τα ακριβότερα κοστούμια, γύρισε τον κόσμο όλο δυο και τρεις φορές, και ξέφυγε από τα νύχια του θανάτου άλλες τόσες... ...μα ο Στίβεν ήταν εκ φύσεως ένας μοναχικός άντρας. Και οι μοναχικοί άντρες υποκύπτουν πάντα, κάποια καταραμένη στιγμή, στην ίδια τους τη μοναξιά, και θυμούνται από πού ξεκίνησαν. Και έτσι ο Στίβεν είχε γυρίσει σήμερα στον λόφο Ιμς και στον παππού του. Σήμερα θα Τον έκανε να έρθει. “Πότε θα έρθει;” ρώτησε ξανά ο παππούς του Στίβεν. “Δεν θυμάσαι τί σου είχε πει όταν στο έδωσε;” “Τι μου έδωσε;” Φυσικά. Ο γέρος δεν θυμόταν. Πώς να θυμάται κανείς, ύστερα από χιλιάδες εβδομάδες; Αθάνατοι ήταν και οι δυο τους. Τέρας μνήμης, κανείς. “Το δώρο, παππού. Το δώρο. Θυμάσαι;” “...το δώρο... Το... το δώρο...” “Ναι, το δώρο. Αιώνια ζωή, σωστά; Ποτέ ο θάνατος.” “Το δώρο...” Ποτέ ο θάνατος, μα αρκετά πια! Ο Στίβεν δεν έβρισκε πια κανένα ενδιαφέρον, όπως οι βρυκόλακες στις ταινίες, μόνο που αυτός δεν έβγαζε το άχτι του σε κοπέλες. Αυτός είχε τα δυο Μάτια για να βγάλει το άχτι του, όταν θα τα έβλεπε. Γιατί αρκετά τα είχε θρέψει με τη δυστυχία του σε αντάλλαγμα με την αθανασία. Αρκετά πια. “Το... δώρο....” είπε ξανά ο Ριτσούι, κάπου μακριά από τη συνείδηση του Στίβεν. Ο ήλιος απέναντι είχε ξεπροβάλλει από τα ψηλά βουνα, και έβαφε τη θάλασσα χρυσαφένια. “Ναι. Αιώνια ζωή. Αυτό το δώρο, παππού.” Ο γέρος ξαφνικά τινάχτηκε από την κουνιστή καρέκλα του, και κοίταξε κατάματα τον Στίβεν, γεμάτος περιέργεια. Φαινόταν ετοιμοθάνατος, με τα βουλιαγμένα στις κόγχες τους μάτια, και με τις δεκάδες ρυτίδες που μίαζαν το πρόσωπό του. Ήταν παράξενο. Ο Στίβεν φαινόταν υγιέστατος. Έπαιζε τόσο μεγάλη σημασία, ακόμα και για έναν αθάνατο, το πέρασμα του χρόνου; Δεν ξεχνούσε πως ο παππούς του είχε δει τα Μάτια όταν ήταν επίσης νέος. Πώς γινόταν λοιπόν τώρα να ήταν έτσι; “Δεν... δεν ήταν αυτό... το δώρο.” ψέλλισε ο Ριτσούι. Ο Στίβεν ανατρίχιασε. “Όχι. Αυτό ήταν. Μού το είπε.” “Το δικό μου... το δικό μου δώρο... δεν ήταν... δεν ήταν αυτό.” Διάολε. “Και τότε... τί ήταν;” Ο Ριτσούι τον κοίταξε. Σταθερά. Ετοιμοθάνατος. Τού μετέδωσε καθαρό, αγνό φόβο. Είχε δει τα πράγματα με το λάθος τρόπο, απ' ότι φαινόταν. Και τώρα... τώρα θα ερχόταν η αλήθεια. “Να ξεχάσεις...” “Εγώ;” “...ναι... να ξεχάσεις... πως τούς σκότωσα.” Η τελευταία λέξη ήταν μια νιφάδα πάγου. Και η νιφάδα εξαπλώθηκε σε όλη τη σοφίτα, και τους έκρυψε από την αυγή, και χώθηκε βαθιά μέσα στο νου του Στίβεν. “Ποιους σκότωσες;” Ο Ριτσούι γέλασε, όπως είχε γελάσει η φωνή τότε στο βυθό. Γελούσε και γελούσε, και τρανταζόταν βίαια. Και ταυτόχρονα, το παράθυρο ράγιζε, γιατί ο θάνατος του γέρου ερχόταν. “...τη μαμά και το... και το μπαμπά σου.” Το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια. Δεν ήρθε αέρας, μα βγήκε. Σαν μια ηλεκτρική σκούπα να ρουφούσε το περιεχόμενο της σοφίτας. Ο Στίβεν έκλαιγε. Αυτόν δεν τον ρούφηξε ο θάνατος έξω από το παράθυρο. Μόνο τον Ριτσούι, που χάθηκε στο νεογέννητο πρωί. * * * Επικράτησε ησυχία. Ο Στίβεν πήρε τη θέση του παππού του στην κουνιστή καρέκλα, και άναψε ξανά την πίπα του. Τα χέρια του έτρεμαν από λυγμούς καθώς το έκανε. Ο καπνός προσπάθησε μάταια να τον ηρεμήσει. “Πότε θα έρθει;” ρώτησε μονάχος. Ο Ριτσούι είχε επιτέλους πεθάνει, γιατί ο Στίβεν θυμήθηκε. Γιατί το δώρο έπαψε να λειτουργεί. Ο Στίβεν είδε πως ο γέρος χρειάστηκε τεράστια υπομονή για να έρθει τελικά και να τον πάρει ο Χάρος. Χρειάστηκε υπομονή, για να αποδεχτεί το ίδιο του το μυστικό. Το μυστικό που... τελικά... είχε σημασία; Ο Στίβεν δεν ήξερε. Ήξερε μόνο πως θα χρειαζόταν υπομονή. Θα καθόταν εκεί, λοιπόν, στην σοφίτα, τη γεμάτη με θρυμματισμένα γυαλιά και λύπη. Θα περίμενε το αδύνατο: τον θάνατο ενός αθανάτου. Ρούφηξε κι άλλο καπνό. Εξέπνευσε. Άρχισε να κλαίει πιο γοερά από κάθε άλλη φορά. Όμως θα τα κατάφερνε, σίγουρα. Ήταν ένας μοναχικός άντρας. * * * Edited May 1, 2011 by Howard Crease Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted April 28, 2011 Share Posted April 28, 2011 Ενδιαφέρουσα η ιστορία σου, και διαβάστηκε άνετα. Θα σου επισημάνω ένα-δυο πραγματάκια που μου έκαναν άσχημη εντύπωση. Το πρώτο είναι η επανάληψη της φράσης "Ήταν ένας μοναχικός άντρας". Αν παραλείψεις τη δεύτερη φορά, η τρίτη ( "έκανε αυτό, εκείνο, το άλλο... αλλά ήταν ένας μοναχικός άντρας" ) θα κερδίσει σε δύναμη. Έτσι χαραμίζεται. Και πραγματικά, δεν χρειαζόταν καθόλου η τέταρτη φορά. Το άλλο είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό που μου γεννήθηκε: ποιο ήταν το δώρο που αρνήθηκαν οι γονείς; Και τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό: σε παρακαλώ, βγάλε αυτό το "Ουάου"! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted April 28, 2011 Share Posted April 28, 2011 (edited) Το προσυπογράφω κι εγώ αυτό, βγάλτο το "ουάου" Και συνέχισε να γράφεις εδώ. (Αν και κρίνω πως δεν είναι αναγκαίο να στο πω εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος, ήδη το κάνεις και καλά κάνεις.) Edited April 28, 2011 by DinMacXanthi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted April 28, 2011 Share Posted April 28, 2011 Πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα ιστορία. Σίγουρα καλογραμμένη, διαβάζεται εύκολα και δεν κουράζει. Μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι με το Χάρο και τα δώρα. Ίσως περίμενα να δω κάποιο κόλπο πίσω απ' όλα αυτά, αλλά μάλλον είναι η δυστυχία που πηγάζει από τα δώρα. Ας πω κι εγώ για το ουάου... Δεν με πείραξε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ταιριάζει στο ύφος του κειμένου σου. Ούτε η επανάληψη της φράσης ήταν ένας μοναχικός άντρας με πείραξε. Ίσα-ίσα, μου άρεσε. Παίζουν λίγο και οι προσωπικές προτιμήσεις. Γράφεις πολύ καλά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheSea IsBurned Posted April 28, 2011 Share Posted April 28, 2011 Κι εμένα μου άρεσε!!! Όσο τη διάβαζα - μη ρωτάς γιατί - μου φαινόταν ότι ήταν ηλιοβασίλεμα. Σαν να ήταν αυτά τα χρώματα της ιστορίας! Άκυρο, ξέρω. Και επειδή ξέρετε ότι μ' αρέσουν οι επαναλήψεις, εγώ θα σου πω ότι λειτούργησε τέλεια. Κι ο τίτλος μου άρεσε. Μπράβο . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Howard Crease Posted April 28, 2011 Author Share Posted April 28, 2011 Oι γονείς αρνήθηκαν την αθανασία όταν ήταν ετοιμοθάνατοι από τα χέρια του παππού (ο θάνατος τους παρουσιάστηκε όπως και σε εκείνον) Το "ουάου" το πήγαινα για να ακουστεί ξερό, βαρύ, όχι ενθουσιώδες. Μάλλον απέτυχα Η επανάληψη του είναι μοναχικός άντρας ήταν σκόπιμη. Για να τονίσει το γεγονός ότι στο τέλος ο Στίβεν δεν θα έχει πρόβλημα να περιμένει το τέλος του στη σοφίτα. Σίγουρα θα συνεχίσω να γράφω εδώ, δεν το συζητώ, και σας ευχαριστώ όλους πρώτον για τον κόπο σας κι ύστερα για τις συμβουλές σας, και αυτές επιδιώκω να συνεχίσω να δέχομαι καθώς θα περνάω τον καιρό μου εδώ μέσα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted April 29, 2011 Share Posted April 29, 2011 Το "ουάου" το πήγαινα για να ακουστεί ξερό, βαρύ, όχι ενθουσιώδες. Μάλλον απέτυχα Αυτό συμβαίνει όταν χρησιμοποιείς επιφωνήματα στην αφηγήση. Είναι σαν να γράφεις «αλί», για να δηλώσεις ότι κάποιος καταχάρηκε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.