Cassandra Gotha Posted April 30, 2011 Share Posted April 30, 2011 (edited) είδος: φαντασία βία: όχι σεξ: όχι αριθμός λέξεων: 1989 σχόλια: αφιερωμένο σε δυο φίλους που βρήκαν ο ένας τον άλλο Ταξιδεύοντας για την πόλη του ήρωα, πέρασα από μεγάλους δρόμους, στρωμένους με χιόνι και αβεβαιότητα. Περπάτησα πάνω τους σαν να ΄ταν η πιο ζεστή αμμουδιά, με γυμνά πέλματα και βλέμμα ευτυχισμένο, κι ας πονούσα απ' το κρύο, κι ας μούδιαζα απ' το φόβο. Σιγομουρμούριζα εκείνο το τραγουδάκι που μού 'μαθε ο γέροντας “Τα πάντα κι αν τα θες, τίποτα να μη μου λες, μη ρωτάς, μη ζητάς, να φοβάσαι να αποκτάς. Κι αν μια μέρα αλλού βρεθείς, μη διστάσεις να χαθείς”. Δεν είναι ότι μου έδινε κουράγιο, αλλά να, ήταν κάτι γνώριμο, και με βοηθούσε να ξεχνιέμαι λιγάκι, να μην σκέφτομαι τον δρόμο μπροστά μου. Πέρα από την κορυφογραμμή της αρχαίας Παραξενιάς, πετούσαν τα φτερά. Πρώτη μου φορά τα έβλεπα, και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Ήταν όμορφα. Μεγάλα, κάτασπρα φτερά σε σχηματισμό, να πετάνε προς τα δυτικά για να βρουν άφτερα πλάσματα που επιθυμούν να πετάξουν. Λέγεται ότι συνεχίζουν το ταξίδι τους προς τη δύση, γιατί πάντα κάτι είναι πιο δυτικά σε σχέση με κάτι άλλο. Στο Ξεχασμένο Λιοπύρι στάθηκα και ήπια λίγο απ' τον κίτρινο χυμό του τεράστιου κάκτου. Εκεί η μάγισσα της ερήμου γέννησε εφτά παιδιά, και όλα είχαν ουρές. Η μάγισσα τους έκοψε τις ουρές και τις έφαγε, κι έπειτα τις εξέμεσε. Στο σημείο που έπεσαν οι φαγωμένες ουρές, φύτρωσε αμέσως ένας κόκκινος κάκτος, ψηλός σαν χουρμαδιά, που όλο και μεγάλωνε. Έπειτα η μάγισσα πήρε τα παιδιά της και κίνησε για τα μεγάλα δάση, και κανείς δεν την ξανάδε στο χωριό, ούτε σε όλη την ερημιά. Μετά από ενενήντα εννιά χρόνια όμως, εφτά λιοντάρια φάνηκαν στην περιοχή, που τρέφονταν μόνο από τον χυμό του κάκτου και δεν πείραζαν άνθρωπο, ούτε ζώο. Και κανένα τους δεν είχε ουρά. Στο δάσος του Πριν έψαξα για τη Μία Βελανιδιά. Δεν τη βρήκα. Ίσως γιατί όλα τα δέντρα είχαν ψηλώσει τόσο, που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις πιο έκρυβε το μεγαλύτερο παρελθόν. Περπάτησα ανάμεσα στις ρίζες τους, που με ξεπερνούσαν σε ύψος, ώσπου πόθησα το φως. Στην Οργισμένη Πυρά κοιμήθηκα ένα βράδυ και ζεστάθηκα, ξεκουράστηκα απ' τους κόπους όλου του ταξιδιού. Η πόλη με την ευλογημένη εστία που δεν σβήνει ποτέ, και με τους κατοίκους της να τραγουδάνε τραγούδια του πολέμου, πανέτοιμοι να σκοτωθούν για ένα νέο ιδανικό, μου χάρισε καινούργια όνειρα. Και ήταν ό,τι μου χρειαζόταν για να κινήσω πάλι. Κάποτε έφτασα στην πόλη του ήρωα, και πέρασα τα τείχη με χαρά. Τα χέρια μου ίδρωναν κι έτρεμαν από τη συγκίνηση, και το σώμα μου είχε γίνει ελαφρύτερο, σχεδόν αέρας. Σκέφτηκα όλα τα ωραία πράγματα που είδα στο ταξίδι μου προς αυτόν, και όλες τις καλές ιδέες που μου γεννήθηκαν ενώ έφευγα μακριά από το σπίτι μου και την ασφάλεια. Σκέφτηκα και όλα τα λόγια που θα του έλεγα, τα είχα σκεφτεί και πριν, ξανά και ξανά, μα πάντα κάτι ένιωθα να λείπει. Τότε τον είδα. Ήταν ανεβασμένος σε μία στέγη και κοίταζε τον ουρανό. Του φώναξα πως είχα περάσει χιόνια κι ερημιές για να τον βρω. Εκείνος μου αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να κατέβει πριν να δύσει ο ήλιος. Έτσι, κάθισα κάτω από τη στέγη και περίμενα. Καθώς περίμενα, ένα όμορφο παιδί με πλησίασε και με ρώτησε αν ήθελα να φάω. Μια που δεν κρατούσε τίποτα, είπα ψέματα πως δεν πεινούσα. Τότε άνοιξε τις παλάμες του κι από μέσα εμφανίστηκε ένα ωραίο μήλο, κι άρχισε να το τρώει. Φαινόταν πολύ ζουμερό και το ζήλεψα, αλλά ντρεπόμουν να του πω να μου δώσει κι εμένα ένα. Όταν το παιδί απόφαγε, σήκωσε τα μάτια προς τη στέγη. “Αυτή η στέγη είναι δική μου”, δήλωσε περήφανα. Μου φάνηκε ανάρμοστο να έχει μπρος στα μάτια του τον ήρωα και να μιλάει για στέγες. Δεν του απάντησα, και συνέχισα να περιμένω το ηλιοβασίλεμα. Το παιδί όμως, μετά από λίγο ξαναμίλησε, κι αυτή τη φορά πραγματικά με ξάφνιασε η φωνή του, μια που είχα ξεχάσει πως στεκόταν ακόμα δίπλα μου. “Την έχτισα με τα χέρια μου, πέτρα-πέτρα, και τώρα κάθεται πάνω ο ήρωας κι αγναντεύει τον ορίζοντα. Εγώ του την παραχώρησα. Την ήθελα για να τοποθετήσω από κάτω ένα σπίτι αργότερα, αλλά δε βαριέσαι. Ένας είναι ο ήρωας της πόλης μας, και αν θέλει στέγη, θα την έχει”. Το κοίταξα τότε με ενδιαφέρον, γιατί κατάλαβα πως αυτό το παιδί είχε πιο σημαντικά πράγματα να πει απ΄ό,τι φαινόταν αρχικά. Τότε έγινε κάτι πολύ απρόσμενο. Ο ήλιος έδυσε. Σπάνια γινόταν αυτό, δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε νωρίτερα από τις δεκαπέντε μέρες του καλοκαιριού. Κι όμως, να που έπεσε μέσα στα βουνά, αφήνοντας το σκοτάδι να φανεί κι αυτό. Η χαρά μου δεν κρυβόταν, όσο παρακολουθούσα τον ήρωα να κατεβαίνει από την πέτρινη στέγη του παιδιού, φωτιζόμενος από μια καινούργια ιδέα που έλαμπε γύρω απ' το κεφάλι του. Ήρθε και μου μίλησε, αφού χαιρέτισε το παιδί με μια χειραψία. “Τι με ήθελες και τόσο μακριά ταξίδεψες για χάρη μου;” Πάγωσα, πού να βρω λόγια, τι να πω, τι λόγο είχα. Τι λόγο είχα να τον δω; Έψαξα, έψαξα καλά, μα δεν μπορούσα να θυμηθώ αν τον ήθελα κάτι. Μόνο να του πω τι γενναίος ήταν, και τι καλός, και πόσο μου άρεσε που τίποτα δεν φοβόταν, μα μόνο γι' αυτά πέρασα χιόνια κι ερημιές; Σκέφτηκα για λίγο, αλλά μετά φοβήθηκα μην μας έβρισκε πάλι το πρωί και ο ήρωας ανέβαινε ξανά στη στέγη. Έτσι αποκρίθηκα “Θα ήθελα έναν τόπο να μου βρεις, εσύ που καταφέρνεις τόσα”. Εκείνος με κοίταξε σοβαρός, και λίγο από το φως στο πρόσωπό του έφυγε. Απομακρύνθηκε το μυαλό του απ' την καινούργια ιδέα, πήγε για λίγο στα λόγια μου, κι αυτό τον σκοτείνιασε. Στεναχωρήθηκα, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. “Τι τόπο ψάχνεις;” με ρώτησε, κι αν ήταν η απάντηση απλή, εγώ δεν την ήξερα. Γι' αυτό του είπα το πιο δύσκολο, κι ας τρόμαζα που το άκουγα να βγαίνει από τα χείλη μου. “Θέλω να βρω τον τόπο που δεν έχει βρει κανείς”. Ο ήρωας ξεστόμισε γρήγορα τα λόγια. “Θέλεις να βρεις το Πουθενά;” Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, και δάκρυα ξεμύτισαν, πάγωσαν πάνω στα μάγουλά μου. Τότε το πρόσωπο του ήρωα φωτίστηκε πολύ, περισσότερο κι από πριν, και χαμογέλασε. “Ποτέ κανείς δεν μου ζήτησε να βρω αυτό το μυθικό μέρος, που αν υπάρχει, σίγουρα θα είναι ό,τι πιο ξεχωριστό έχει δει άνθρωπος. Σ' ευχαριστώ που μου δίνεις αυτή την αποστολή, κι αν θες να έρθεις μαζί μου, ξεκινάμε αμέσως”. Και ξεκινήσαμε μαζί, να βρούμε έναν τόπο άπιαστο, ένα μέρος που θα βλέπαμε μόνο οι δυο μας και οι δυο μας θα χαιρόμασταν. Το παιδί το αφήσαμε πίσω, γιατί σκεφτήκαμε πως θα ήταν άχρηστο σε ένα τόσο μεγάλο κι αβέβαιο ταξίδι. Μετά από μέρες πορείας, φτάσαμε σε ένα μεγάλο έλος. Ο αέρας ήταν βαρύς και δύσοσμος, και σμήνη κουνουπιών σκοτείνιαζαν τον τόπο. Ο ήρωας, χωρίς να μου μιλήσει, βούτηξε στα παχιά νερά και προχώρησε αδίστακτα. Τον ακολούθησα με κόπο και δυσφορία. Ο βάλτος απλωνόταν μέχρι τον ορίζοντα, με μικρές νησίδες γης όπου σάπιζαν κουφάρια. Καθώς περνούσαμε κάθε τέτοιο θλιβερό τάφο, ο ήρωας έσκυβε, μάζευε στη χούφτα του λίγη λάσπη και λέρωνε μ' αυτήν τα μαλλιά του. Τον μιμήθηκα, χωρίς να μου το υποδείξει, γιατί ήξερα πως όλες του οι πράξεις είχαν λόγο. Κάποια στιγμή, μετά από αμέτρητες ίδιες και απαράλαχτες, κάτι απρόσμενο συνέβη. Μπροστά μας το φως κοκκίνιζε, δείγμα ότι ξανά βασίλευε ο ήλιος. Κοιταχτήκαμε φανερά αμήχανοι. Αυτό σίγουρα κάτι θα σήμαινε, αλλά δεν μαντεύαμε τι. Κάναμε κι άλλα βήματα προς τον ορίζοντα, και σε λίγο καταλάβαμε. Ο βάλτος τελείωνε. Αλλά μαζί μ' αυτό, τελείωνε κι η γη. Όσο προχωρούσαμε προς το κόκκινο φως, που όλο και σκούραινε, τόσο βλέπαμε ότι πιο πέρα δεν υπήρχε τίποτα. Και ένας ήχος αναδυόταν απ' το κενό. Ο ήρωας μ' έπιασε απ' το χέρι και με παρακίνησε τρυφερά να καθίσω σε μια μικρή νησίδα, γεμάτη λάσπη και βρύα. Κάθισε κι εκείνος δίπλα μου, και δεν μιλούσαμε. Κοίταζε προς το κενό, το ίδιο κι εγώ. Και ακούγαμε. Αυτό που ερχόταν απ' το τέλος του ορίζοντα, έμοιαζε με τον κρότο μεγάλου κύματος που σκάει πάνω σε βράχια. Ακούσαμε λίγο ακόμα. Είχε περιεχόμενο, δεν ήταν τυχαίος ήχος, κάτι διαφορετικό έλεγε με κάθε χτύπημα. Μετά από λίγη ώρα καταλάβαμε ότι υπήρχε και επανάληψη, αυτό που ακούγαμε είχε ρυθμό και μελωδία. Αυτό που ακούγαμε ήταν τραγούδι. Ο ήρωας άφησε το χέρι μου, σηκώθηκε, και άρχισε να περπατά προς τη μουσική. Δεν τον ακολούθησα. Γύρισε και με κοίταξε αυστηρά, και κατάλαβα πως και αυτή τη φορά έπρεπε να κάνω ό,τι κι εκείνος. Όμως μια άρνηση γεννήθηκε μέσα μου, δεν ήθελα πια να τον ακολουθώ. Είχε στερέψει το πάθος μου για εκείνον, ο θαυμασμός και ό,τι με είχε σπρώξει στο ταξίδι. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο σπίτι μου. Αλλά εκεί που σκεφτόμουν να τον αφήσω, είδα μέσα στο κόκκινο φως ένα όραμα, που με τύλιξε σαν δίνη. Ήταν μια γυναίκα, κόκκινο το φόρεμά της, που κράταγε πάνω στο στήθος της ένα μπογαλάκι. Άνοιξε την αγκαλιά της και μου το έδειξε χαμογελώντας. Ήταν ένα μωρό, το μωρό της, που πιπίλαγε τον αέρα ευχαριστημένο, και γάλα κίτρινο λέρωνε τα χείλια του. Τότε η μάνα του το πέταξε ψηλά κι εκείνο δεν έκλαψε, μόνο τέντωσε όσο μπορούσε τα βρεφικά του χέρια και πιάστηκε απ' την ομίχλη και τη φόρεσε, και η ομίχλη το κράτησε ψηλά, και δεν το άφησε να πέσει. Αλλά αμέσως είδα ότι δεν ήταν ομίχλη, ήταν ένα μεγάλο άσπρο φτερό. Το φτερωτό παιδί έκανε έναν κύκλο γύρω από τη μάνα του, και μετά άλλον ένα, μέτρησα εφτά κύκλους, και πέταξε προς το κενό. Η γυναίκα τότε έβγαλε το φόρεμά της και χόρεψε γυμνή ένα χορό που όμοιό του δεν είχα δει στη ζωή μου. Έμοιαζε λες και φίδια μεγάλα την έσφιγγαν και έσπαζαν τα κόκκαλά της ένα-ένα. Όμως το πρόσωπό της ήταν χαρούμενο, έλαμπε από ζωή και εγκατάλειψη στο τίποτα και στο πουθενά. Κι έπειτα ήρθε κι εκείνο το πλάσμα με τα πράσινα μαλλιά που άγγιζαν τη γη, και το άφυλλο, άτριχο σώμα το καλυμμένο με λάσπη, και μου έδωσε έναν πυρσό αναμμένο και ένα βελανίδι. Δεν ήξερα τι να κάνω μ' αυτά, και μου έδειξε με χειρονομίες ότι ήθελε να τα φυτέψω και τα δύο στη λάσπη. Το έκανα, και μπρος στα μάτια μου ανοίχτηκε μια μεγάλη τρύπα, που άρχισε να ρουφάει νερό. Ρούφαγε, και ρούφαγε, ώσπου όλο το νερό του βάλτου χάθηκε μέσα της. Μετά, το όραμα χάθηκε, κι εγώ βρέθηκα να κάθομαι δίπλα σ' ένα ποταμάκι, στο κέντρο ενός καταπράσινου δάσος γεμάτο ευωδιές και χρώματα. Σηκώθηκα τρομαγμένη, πού ήμουν και πού βρισκόταν ο ήρωας, δεν το ήξερα. Ξεκίνησα να περπατάω κατά μήκος του νερού, αλλά πριν προλάβω να απομακρυνθώ, τον άκουσα να με καλεί. Γύρισα και τον έψαξα με το βλέμμα. Τον είδα, ερχόταν απ' τα δέντρα, ήταν γελαστός και ένα φως έλαμπε στο πρόσωπό του τόσο δυνατά που σχεδόν με τύφλωνε. Για πρώτη φορά πρόσεξα ότι ήταν νέος και όμορφος, και πως κι εγώ ήμουν. Με πλησίασε και άνοιξε την αγκαλιά του. Τρύπωσα μέσα ρωτώντας τον γιατί. Εκείνος, με έβαλε να καθίσω στο γρασίδι και άρχισε να μου καθαρίζει τα μαλλιά από τη λάσπη. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Μου είπε ότι δεν χρειαζόταν, και του απάντησα πως το ήθελα. “Γιατί;” ξαναρώτησα. “Γιατί έτυχε”, μου απάντησε. “Όλα είναι τόσο τυχαία; Τίποτα δεν υπάρχει από πριν για 'μας;” “Αυτό που έμαθα μέσα από τις πράξεις που με έκαναν ήρωα, είναι πως ένας ταξιδιώτης δεν βρίσκει ποτέ μόνο αυτό που ψάχνει.” “Δηλαδή; Τι βρίσκει;” “Πολλά άλλα πράγματα, πότε καλά, πότε όχι. Αλλά τα βρήκε μόνος του, τα βρήκε επειδή ξεκίνησε να ταξιδεύει και δεν σταμάτησε μέχρι να φτάσει κάπου.” “Κι εμείς, δεν βρήκαμε τον τόπο που δεν έχει φτάσει κανείς; Δεν βρήκαμε το Πουθενά;” Σκέφτηκε για λίγο και με κοίταξε γελώντας. “Δεν ξέρω!” μου απάντησε. “Θα μου πεις εσύ;” “Εγώ νομίζω”, του είπα χαϊδεύοντας τα χέρια του, “πως για κάθε άνθρωπο υπάρχει το δικό του πουθενά, αλλά λίγοι το βρίσκουν. Άμα το βρει κάποιος, το μετουσιώνει σε ό,τι θέλει, αφού το πουθενά περικλείει το τίποτα. Εμείς, επειδή φανήκαμε θαρραλέοι, φτάσαμε στο δικό μας. Και είναι καλό κι ωραίο, άντρα.” Edited April 30, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tattoman Posted April 30, 2011 Share Posted April 30, 2011 (edited) Ωραία ιστορία. Το κείμενο σου έχει τρυφερότητα και ωραίο νόημα. Το όλο νόημα που θυμίζει τον Αλχημιστή του Κοέλιο και είναι από τα νοήματα που δίνει χρώμα στην όλη ιστορία. Οι περιγραφές σου εμπλούτισαν την ιστορία και έφτιαξαν ωραίες εικόνες.Μπράβο Edited April 30, 2011 by Tattoman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted May 1, 2011 Share Posted May 1, 2011 Τι υπέροχη γραφή είναι αυτή...; Δεν έχεις ιδέα πόσο μα πόσο σε ζήλεψα. Έχεις μια γλυκόπικρη προσέγγιση στο θέμα σου και οι λέξεις που χρησιμοποιείς είναι μεν φορτισμένες αλλά όχι υπερβολικές... Φανταστικό. Είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει στο sff... Με κάθε ειλικρίνεια. Μπράβο σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 1, 2011 Author Share Posted May 1, 2011 (edited) Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Virginia, μου έδωσες μία από τις μεγαλύτερες χαρές που έχω πάρει εδώ. Σοβαρά. Edited May 1, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted May 1, 2011 Share Posted May 1, 2011 Πόσο πολλή και όμορφη φαντασία έχει αυτή η ιστορία...; Πραγματικά μαγευτικές οι εικόνες της. Αν και δεν μαθαίνουμε τίποτα ούτε για τον τόπο, ούτε για τους χαρακτήρες, όλα όσα υπάρχουν εκεί αναδεικνύουν τη δική τους ιστορία και τα δικά τους νοήματα. «Κι αν μια μέρα αλλού βρεθείς, μη διστάσεις να χαθείς»: Μα τι όμορφος στοίχος. Άννα, η γραφή σου ζωγράφισε έναν τόπο μαγικό. Πολύ μου άρεσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
abuno Posted May 2, 2011 Share Posted May 2, 2011 Υπέροχο.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 5, 2011 Share Posted May 5, 2011 Πω, ρε συ ([που θα έλεγε κι η Κιάρα), τι ήταν αυτό πρωί-πρωί. Μου έφτιαξες τη μέρα και τη διάθεση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιτέλους ένιωσα κι εγώ αυτό που λένε ότι κάποιες φορές ένα κείμενο έχει ένα συναίσθημα που κι εσύ ο ίδιος σαν αναγνώστης το έχεις ζήσει... Από τις λίγες φορές που έχω τόσο άμεσα επικοινωνήσει συναισθηματικά με τον όποιο συγγραφέα. Να 'σαι καλά, κοριτσάκι μου, κι εσύ κι ο ήρωάς σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 5, 2011 Author Share Posted May 5, 2011 Παιδιά, να πω ότι με συγκινήσατε, ή θα γίνω σαχλή; Δεν περίμενα να αρέσει αυτή η ιστορία, είπα μάλιστα πως κανείς δεν θα τη διαβάσει. Ευθυμία, καρδούλες, λόβ και όλες οι σχετικές eightιές. Αλήθεια ρε συ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 5, 2011 Share Posted May 5, 2011 Άννα, η γραφή σου ζωγράφισε έναν τόπο μαγικό. Πολύ μου άρεσε. Ακριβώς. Ονειρικό και υπέροχο, και τόσο μα τόσο γεμάτο με φαντασία. Το διάβαζα κι όσο προχωρούσα, το χαμόγελο πλάταινε. Πανέμορφο πραγματικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted May 5, 2011 Share Posted May 5, 2011 Όμορφο, ποιητικό και συγκινητικό Πραγματικά πολύ ωραίο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 7, 2011 Share Posted September 7, 2011 (edited) Πάρα πολύ ωραία ιστορία, ζεστή, μελαγχολική, γλυκιά και παραμυθένια. Σαν μερικά πρωινά που ξυπνάς με απόλυτη ηρεμία και, παρόλο που δεν μπορείς να θυμηθείς, ξέρεις οτι έβλεπες ένα υπέροχο όνειρο. Bump, λοιπόν! Μου έφτιαξε τη διάθεση. Edited September 7, 2011 by Mindtwisted Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted September 12, 2011 Share Posted September 12, 2011 Ειναι πραγματικα ομορφη ομορφη ιστορια! Εχει ενα γλυκοπικρο υφος που γοητευει και εχει ηδη αναφερθει. Ειναι μαγικη σαν ονειρο - οραμα που καποιος ειδε και εξιστορει. Αν και δεν μαθαινουμε γενικα πολλα για το πρωτο παιδι με το φρουτο ας πουμε, για τον τοπο που ψαχνουν η για το τι ηταν η μητερα και το μωρο δεν μας ενοχλει, γιατι δεν ειναι αυτο το ζητουμενο. Το ζητουμενο ειναι αυτο που σου μενει...η αισθηση γαληνης ενω ειναι περιπετεια, οι πανεμορφες φρασεις σαν στιχοι ενω ειναι πεζο, η ομορφια που περιγραφεται ακομα και οταν μιλαει για τον βαλτο... Πολυ... πολυ ομορφο και ονειρικο κοριτσι! Μου θυμιζει αυτο που ο Καβαφης εγραψε "μην προσδοκας πλουτη να σε δωσει η ιθακη. Η ιθακη σε εδωσε τ' ωραιο ταξιδι" Ετσι και εδω... δεν προσδοκας να μαθεις σε αυτη την ιστορια ακριβως τι και πως, σου εδωσε το ονειρο και σε εκανε να ονειρευτεις. Δεν σε γελασε σου εδωσε κατι να σε παει παραπερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted October 10, 2011 Share Posted October 10, 2011 Ωωωω... Υπέροχο τριπάκι! Πραγματικά, εδώ η γλώσσα και η γραφή εξαφανίζονται, υπάρχει μόνο ανοιχτή επικοινωνία του αναγνώστη με αυτό που κουβαλάει μέσα του. Όταν ιδρύσω θρησκεία, μπορώ να το βάλω στο τέλος του ιερού βιβλίου; Φαντάζεσαι την ανθρωπότητα μετά από δεκαεφτά αιώνες να συζητάει ακόμα την ερμηνεία εκείνων των "εφτά λεονταριών χωρίς ουρά"; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 10, 2011 Author Share Posted October 10, 2011 Πού νά 'βλεπες πώς προβληματίστηκε η πρωταγωνίστρια όταν το διάβασε. Ευχαριστώ παιδιά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted October 10, 2011 Share Posted October 10, 2011 Μπράβο! Πολύ ωραίο το κείμενο σου. Βαθύ μα συνάμα προσιτό. Πινελιές φιλοσοφίας και σίγουρα ένα προσωπικό βίωμα. Καλή προσπάθεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.