Jump to content

ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ


Howard Crease
Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Νικήτρια ιστορία στο Write off #58

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Howard Crease

Είδος: Φαντασία, θα έλεγα

Βία; Ναι

Σεξ; Αναφορικά μόνο, τίποτα το ιδιαίτερο

Αριθμός Λέξεων: (χωρίς τίτλο και αστερίσκους) ---> 2994

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: μπορείτε να βρείτε το τόπικ του Write Off εδώ

 

 

 

ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

 

 

Έπιασε ένα σπασμένο κομμάτι καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Έστρωσε λίγο τα μαλλιά της με τα χέρια, προσπάθησε να καλύψει όπως-όπως τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια της.Πρέπει να βγω, να πάω κάπου, σκέφτηκε. Δε θα άντεχε να έμενε άλλο στο κρεβάτι, να νιώθει το ταβάνι να χαμηλώνει απειλητικά από πάνω της, έτοιμο να την πλακώσει μαζί με όλους τους φανερούς κι όλους τους μύχιους, κρυμμένους, άγνωστους μερικές φορές ακόμα και στην ίδια, φόβους της.

 

Αίμα έτρεχε από τα χέρια της, γράφοντας έναν κόκκινο ιστό στις παλάμες της, το δέρμα σκισμένο εκεί όπου έσφιγγε ασυναίσθητα το κοφτερό τζάμι, μα ούτε που ένιωθε πόνο, ούτε τσούξιμο, ούτε κάψιμο, μόνο λες κι η ίδια της η ψυχή έφευγε από το σώμα της μαζί με το καυτό υγρό που έφευγε από τη σχισμένη της σάρκα.

 

Σκουπίστηκε στο πρόσωπό της. Κοιτάχτηκε και χαμογέλασε. Πιο ωραία έτσι. Έχωσε ένα χάπι στο στόμα της, το κατάπιε ξερά, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα, κι έριξε μια ματιά έξω. Ο αέρας είχε σηκώσει τη στάχτη σε σύννεφα και, μέσα τους, σέρνονταν από δω κι από κει, σαν φαντάσματα, οι Σιωπηλοί.

 

Τα καμπούρικα, ισχνά πλάσματα περιφέρονταν στα από το πρωί καμμένα συντίμμια του χωριού. Κάτω από το σεληνόφως έψαχναν, και μύριζαν και έκλαιγαν. Με κάθε πτώμα που ανακάλυπταν, σφαγμένο από τους πρωινούς επιδρομείς, νέα δάκρυα αυλάκωναν τα χωρίς στόμα πρόσωπά τους.

 

Η κοπέλα, που στο σκλαβοπάζαρο της πρωτεύουσας θυμόταν να την αποκαλούν Σιφ, πέρασε τα πόδια της πάνω από το περβάζι του παραθύρου. Η νύχτα δεν ήταν κρύα. Θερμότητα και ζεστός καπνός αναδύονταν από τους καρβουνιασμένους σορούς σανιδιών τριγύρω. Δεν ήταν περίεργο, λοιπόν, που βρίσκονταν τόσοι πολλοί Σιωπηλοί έξω απόψε, μακριά από την υπόγεια πόλη τους. Γιατί πέρα από τα κοσμήματα που λαχταρούσαν να ξεθάψουν από τη στάχτη, και τους ανθρώπους του χωριού που ένιωθαν υποχρεωμένοι, έτσι βουβά, να θρηνήσουν, υπήρχε και κάτι άλλο. Υπήρχε και η φωτιά που τούς γοήτευε. Και ο καπνός της σχεδόν τούς μεθούσε.

 

Τα γυμνά, σκληρά πέλματα της Σιφ βρέθηκαν στο καψαλισμένο χώμα. Έμεινε για λίγο εκεί, ακίνητη μπροστά από το φρικτό αρχοντικό στο οποίο ζούσε παρέα με το φρικτό αφέντη της. Όλως περιέργως, ήταν το μόνο σπίτι, το δικό τους, που έμεινε άθικτο από τους επιδρομείς. Ο Διοικητής και η σκλάβα του, οι μόνοι ζωντανοί. Τυχαίο ή όχι... δεν είχε σημασία.

 

Αφουγκράστηκε. Μόνο τα σουρσίματα των Σιωπηλών διέκοπταν, ευτυχώς, τη βαριά νεκρική σιωπή. Μα δεν τους φοβόταν, εκείνους. Αυτός τον οποίο έτρεμε υποτίθεται πως κοιμόταν. Έπρεπε να κοιμάται. Η Σιφ αμφέβαλλε για το αν θα άντεχε δεύτερο ξυλοδαρμό μέσα σε λίγες ώρες.

 

Ακόμα; , αναρωτήθηκε η κοπέλα όταν έκανε λίγα βήματα και μόρφασε από έντονο πόνο. Το παυσίπονο, το χάπι που σε όλες τις υπόλοιπες μεταμεσονύκτιες βόλτες της την ανακούφιζε από τις συνέπειες της παροχής υπηρεσιών στο Διοικητή, απόψε δεν έκανε και σπουδαία δουλειά. Διάολε.

 

Με σφιγμένα δόντια, η Σιφ συνέχισε να παραπατά προς αναζήτηση ηρεμίας. Το κομμάτι από τον καθρέφτη κουδούνιζε μέσα στην τσέπη του κουρελιασμένου παντελονιού της, μαζί με ελάχιστα κέρματα της μικρότερης αξίας. Περνούσε από σπίτια τα οποία είχαν πια αντικατασταθεί από καταθλιπτικούς μαύρους λοφίσκους που κάπνιζαν. Το θειάφι έκανε την ατμόσφαιρα δυσάρεστη. Δεξιά κι αριστερά της, οι Σιωπηλοί την αγνοούσαν, και συνέχιζαν να ψάχνουν για πτώματα και για διαμάντια. Μακάρι να το ήξεραν οι κάτοικοι του χωριού όταν ζούσαν, πως τα πλάσματα που είχαν τόσο παρεξηγήσει μόνο και μόνο επειδή μισούσαν τον ήλιο και έμεναν κάτω από τη γη, τώρα τούς μοιρολογούσαν σαν τους κοντινότερους φίλους.

 

Προχώρησε. Το κορμί της πονούσε, και μέσα της έβριζε το αναθεματισμένο χάπι που δεν δεχόταν να λειτουργήσει. Που την διευκόλυνε, μη διώχνοντας τον πόνο, να θυμάται την άθλια μεταχείρισή της. Γιατί; Γιατί δεν το είχε σκάσει; Γιατί δεν το έσκαζε τώρα κιόλας;

 

Γιατί δεν έχεις πού αλλού να πας, ηλίθια. Ήταν αλήθεια. Από μικρό, μαυρομάλλικο κοριτσάκι είχε μεγαλώσει στους δρόμους της πρωτεύουσας, για να καταλήξει στο σκλαβοπάζαρο, και στα χέρια, ύστερα, του ανώμαλου εκείνου άρχοντα. Τις πρώτες μέρες, όταν ήταν οι δυο τους ακόμα στην πόλη, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Δεν την χτυπούσε τόσο. Περιοριζόταν στο σεξ. Λίγο σκληρό, μα όχι κι άσχημο.

 

Όταν όμως ο Διοικητής χρεοκόπησε, και το κράτος τον έστειλε να κυβερνήσει αυτό το μικρό χωριό στη μέση του πουθενά, τότε σκούρυνε το τοπίο. Τότε, ο αποτυχημένος άντρας άρχισε να εκτονώνεται πάνω της χωρίς έλεος. Και να την αφήνει στο μικρό, απεριποίητο δωμάτιο του δήθεν αρχοντικού -που ήταν περισσότερο μια καλύβα μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες- , να αιμορραγεί και να νιώθει το κορμί της να αποσυναρμολογείται.

 

Η Σιφ είχε μόλις εισέλθει στο μονοπάτι που θα την οδηγούσε στο αγαπημένο της σημείο, την άκρη του δάσους. Εκεί θα μπορούσε να ανασάνει τον νυχτερινό αέρα, νοτισμένο με το άρωμα των δέντρων. Εκεί θα έβρισκε, για άλλη μια φορά, προσωρινή αγαλλίαση.

 

Οι πληγές της τήν είχαν κουράσει, με αποτέλεσμα ένα ελαφρύ λαχάνιασμα να στοιχειώνει σιγά σιγά την αναπνοή της. Έσφιξε το φτηνό, λεπτό πανωφόρι πάνω της, γιατί όσο απομακρυνόταν από την καρδιά του χωριού, τόσο λιγότερη ζέστη την περιτριγύριζε. Ξαφνικά, πάγωσε. Μπροστά της, καταμεσής του μονοπατιού, ένας Σιωπηλός στεκόταν στα δυο του πόδια και την κοιτούσε.

 

Τα μάτια του ήταν ανεξιχνίαστα, κατάμαυρα. Ο αέρας ανακάτευε τις λιγοστές τρίχες του κατα τ'άλλα φαλακρού, μακρόστενου κεφαλιού του. Στο ένα χέρι, τα μακριά, λεπτά δάχτυλα κρατούσαν ένα ασημένιο κουτάλι. Στο άλλο, ένα λεκιασμένο μαχαίρι. Τα φαρδιά σεντόνια που τύλιγαν τα πιο απόκρυφα μέρη του κορμιού του κυμάτιζαν προς την κατεύθυνση του ανέμου, κάνοντας τον να μοιάζει με αναποφάσιστο, τρομακτικό φάντασμα. Η Σιφ ξεροκατάπιε. Ήταν κι εκείνοι... είχε ξεχάσει.

 

* * *

 

Ιστορίες έλεγαν για Σιωπηλούς που δεν είχαν αγνή καρδιά, σαν τους υπόλοιπους. Που αντί να συμπαθούν τους ανθρώπους, ήταν δηλητηριασμένοι από ζήλεια. Που δεν άντεχαν να μην είναι αυτοί οι κάτοχοι των όμορφων περιδέραιων και των τόσο ακαταμάχητων τζακιών. Η Σιφ δεν είχε συναντήσει τέτοιον από κοντά, γιατί συνήθως ο ένας, άντε δυο Σιωπηλοί που έβγαιναν κάθε βράδυ στην επιφάνεια του εδάφους για να μυρίσουν καπνό και να κλέψουν κάποιο κόσμημα ήταν από τους “κανονικούς”. Και τώρα, βρισκόταν αντιμέτωπη με έναν από τους επικίνδυνους.

 

“Ξέρω πως μπορείς να με καταλάβεις.” ψέλλισε η κοπέλα, και ένιωσε τα δόντια της να κροταλίζουν μεταξύ τους. “Δεν χρειάζεται να-”

 

Ένας κόμπος δέθηκε γύρω από το λαρύγγι της. Ήταν σίγουρη πως αν το πλάσμα είχε στόμα, θα χαμογελούσε όπως χαμογελάει ο Διάβολος όταν βράζει αμαρτωλούς στα καζάνια της Κόλασης. Τα γυμνά φρύδια του Σιωπηλού έσμιξαν. Έκανε ένα βήμα προς τη Σιφ, και δεν έμοιαζε φιλικό.

 

“Άκου... άκου... δεν έχω κοσμήματα. Δεν έχω τίποτα! Σε παρακαλώ... μη...” Τώρα η κοπέλα έτρεμε σύγκορμη. Με κάθε εκατοστό που διένυε το πλάσμα προς εκείνη, η ανάγκη να ουρλιάξει θέριευε.

 

Έλα τώρα... Σκέψου. Μπορεί να σε σκοτώσει. Να σε βγάλει από τη μιζέρια σου, γλυκιά μου.

 

Όχι. Να πάει να γαμηθεί η συνείδηση. Δεν ήθελε να πεθάνει. Δεν το ήθελε καθόλου. Κι ας ήταν η ζωή της τόσο ελεεινή και τρισάθλια. Ας φοβόταν τα χέρια του Διοικητή, και ας την έδερναν καθημερινά. Μόνο να μην πέθαινε. Το ένστικτο τής επιβίωσης δεν ξεπερνιέται έτσι εύκολα.

 

Ο Σιωπηλός χίμηξε. Σε αργή κίνηση, η Σιφ είδε τα βρώμικα νύχια του να σφίγγουν με λύσσα το μαχαίρι. Το είδε να έρχεται καταπάνω της, να αστράφτει υπό το φως του ολόγιομου φεγγαριού. Ούρλιαξε από φόβο. Ζήτησε με αυτό τον εστικτώδη τρόπο βοήθεια από τον πιο κοντινό θεό, όποιος κι αν ήταν αυτός, να την έσωζε, να την...

 

ΜΠΑΝΓΚ!

 

* * *

 

Δεν ήταν μακρινός ο πυροβολισμός. Η σφαίρα φυτεύτηκε στα πλευρά του πλάσματος, βγάζοντάς το εκτός πορείας. Σκούρο αίμα πιτσίλισε τη Σιφ στο πρόσωπο. Το κουφάρι κύλησε λόγω κεκτημένης ταχύτητας, για να καταλήξει, αχνιστό από το ίδιο του το αίμα που το έλουζε, στο διπλανό χαντάκι. Κοφτές ανάσες μαρτυρούσαν τις τελευταίες του στιγμές. Είχε παραδοθεί σε σπασμούς, μα οι αρθρώσεις των δαχτύλων παρέμεναν κλειδωμένες γύρω από το κουτάλι. Το μαχαίρι είχε πέσει στο χώμα.

 

Θα ούρλιαζε ξανά, μα την σταμάτησαν δύο πράγματα. Πρώτον, συνειδητοποίησε πόσο κοντά βρέθηκε στο θάνατο, και πόσο, μα πόσο φτηνά τη γλίτωσε. Δεύτερον... ένας και μοναδικός ήταν ο άντρας που θα μπορούσε να την έχει σώσει. Και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει την χαζή ελπίδα πως δεν την είχε δει. Πως απλά πυροβόλησε τον Σιωπηλό εν ψυχρώ.

 

Η Σιφ έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της, ενώ βήματα πλησίαζαν. Από το πουθενά, ήρθε ένα ελαφρύ μούδιασμα στα χέρια της. Προσπάθησε να το αγνοήσει. Το ίδιο έκανε και ο Διοικητής με εκείνη, που μόλις έμπαινε στο μονοπάτι και, σαν να μην υπήρχε εκεί κοντά η σκλάβα του που είχε φύγει κρυφά μέσα στ'άγρια μεσάνυχτα, όρμηξε στο χαντάκι με το πλάσμα που ακόμα ανάσαινε.

 

“Δείξε μου, κωλόπραμα. Πώς μπαίνει κανείς στην πόλη σας;” είπε η τραχιά φωνή του αφέντη της. Η Σιφ τον είδε, ντυμένο ακόμα με τη ρόμπα που φορούσε στον ύπνο και βαστώντας ένα περίστροφο, να ανασηκώνει το πλάσμα και να το αναγκάζει, ανήμπορο, να σταθεί ξανά στα πόδια του.

 

Ο Σιωπηλός δεν αντέδρασε σε αυτά που είχε μόλις ακούσει. Η κοπέλα προσπαθούσε να καταλάβει το λόγο για τον οποίο θα ρωτούσε ο Διοικητής κάτι τέτοιο, ενώ το μούδιασμα απλωνόταν με αργούς ρυθμούς προς τους ώμους της. Έστεκε ακόμα εκεί, καταμεσής του χωμάτινου δρόμου, μάρτυρας μιας αφύσικα αλλόκοτης σκηνής, με το κορμί της ακόμα να πονάει και να αχρηστεύεται, σιγά σιγά, από κάτι ανησυχητικά άγνωστο. Γονάτισε.

 

“Θέλω... (ντουπ) να μου δείξεις... (ντουπ) πού είναι... (ντουπ) η πόλη σας!”

 

Κάθε χτύπημα με την κάννη του όπλου έκανε τα μάτια του Σιωπηλού να θολώνουν όλο και περισσότερο. Στο τελείωμα τής φράσης, το πλάσμα έπεσε από τα χέρια του αρρωστημένου άντρα, ξέψυχο.

 

“Έι, αφεντικό!” ήρθε μια νέα φωνή από κάπου στα αριστερά. “Δε νομίζω πως γίνεται έτσι μια ανάκριση, ε;”

 

Ο Διοικητής έστρεψε το κεφάλι του προς τον άντρα με τη στρατιωτική στολή που πλησίαζε. Τα πόδια της Σιφ κόπηκαν, και από το σοκ, και από το μούδιασμα, που σιγά-σιγά τής ψιθύριζε από τί είχε προέλθει...

 

“Παράτα με, Λάιβλι, και κοίτα να κάνεις αυτό για το οποίο σε πλήρωσα.” απάντησε ο Διοικητής. “Πού είναι οι υπόλοιποι γαμημένοι άντρες σου;”

 

“Κάνουν αυτό για το οποίο τους πλήρωσες, αφεντικό.” απάντησε σκυθρωπά ο Λάιβλι. “Δε νομίζω πως έχεις λόγο να τούς βρίζεις, ειδικά ύστερα από την τέλεια δουλειά το πρωί. Θα έλεγα πως πρέπει να μας πληρώσεις και παρα-”

 

“ΣΚΑΣΕ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ!” φώναξε ο Διοικητής, μα ήταν αργά. Η Σιφ είχε ακούσει. Και ήταν σαν να βρέθηκε μέσα στο κεφάλι του αφέντη της, γιατί το δαιμονικό σχέδιό του απλώθηκε σα χάρτης μπροστά στα γουρλωμένα, κίτρινα μάτια της.

 

Ο Διοικητής είχε χρεοκοπήσει. Είχε απηυδίσει με την άθλια, βαρετή ζωή στο χωριό. Λαχταρούσε την επιστροφή στην πόλη. Μα για να γινόταν κάτι τέτοιο, χρήματα ήταν αναγκαία. Πολλά χρήματα. Χρήματα που θα εισέπραττε αν έβαζε τα χέρια του στις υπόγειες αποθήκες των Σιωπηλών, όπου ο θρύλος έλεγε πως φυλάσσονταν όλα τα κοσμήματα που είχαν καταφέρει τα πλάσματα να αποκτήσουν. Και για να μπει εκεί μέσα, έπρεπε να τον οδηγήσει ένας από εκείνους.

 

Μόνο που θα ήταν ασύλληπτα δύσκολο να ανακρίνει κάποιο από τα πλάσματα έτσι απλά. Ήξερε πως δεν μπορούσε να βγει, απλά, έξω μια νύχτα, να βρει τον έναν ή τους δυο Σιωπηλούς που σέρνονταν αθόρυβα στις σκιές του χωριού, και να τού αποσπάσει την πολύτιμη πληροφορία χωρίς να τραβήξει τα βλέμματα. Η απλούστατη λύση, λοιπόν ήταν μία: μισθοφόροι. Μισθοφόροι στους οποίους θα έδινε τα λιγοστά χρήματα που τού είχαν απομείνει για να κάψουν το χωριό. Να σκοτώσουν όλους τους κατοίκους. Εκτός από εκείνον, φυσικά.

 

Και νά που έτσι θα είχε με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια. Και δεν θα τραβούσε την προσοχή, και ο καπνός από τη φωτιά θα τραβούσε όχι έναν Σιωπηλό, αλλά δεκάδες από δαύτους! Δεκάδες ευκαιρίες να ανακρίνει με την ησυχία του, αυτός και οι αναθεματισμένοι άντρες του, μέχρι να τους οδηγήσει κάποιο απελπισμένο πλάσμα στην πόλη των ομοιών του...

 

Ειδοποίησέ τους. ΤΡΕΞΕ ΚΑΙ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟΥΣ!

 

Το τελευταίο πράγμα που έπιασαν τα μάτια της Σιφ πριν σηκωθεί όρθια και αρχίσει να τρέχει προς την κατεύθυνση του χωριού, ήταν μια ομάδα αντρών, ντυμένων όπως ο Λάιβλι, να εμφανίζονται στο μονοπάτι, κραδαίνοντας δαυλούς τους οποίους άρχισαν να ανάβουν. Φωτιά. Θα τραβούσαν πάνω τους τούς Σιωπηλούς με φωτιά. Έπρεπε να βιαστεί.

 

* * *

 

Η Σιφ έτρεχε προς το χωριό. Κάθε της βήμα σφυροκοπούσε το χώμα με μανία. Κάθε της ανάσα έβγαινε βεβιασμένη, γεμάτη άγχος. Το πρόσωπό της, το άλλοτε πανέμορφο πρόσωπό της τώρα είχε γίνει μια στρεβλωμένη μάσκα, γιατί το χάπι, φυσικά και δεν ήταν παυσίπονο τελικά. Το χάπι ήταν...

 

Στραβοπάτησε. Και δεν έφταιγε κάποιο εμπόδιο που δεν είδε μέσα στο σκοτάδι. Το αναισθητικό πολιορκούσε τα πόδια της με ταχύτατους ρυθμούς. Χωρίς κανένα έλεγχο πλέον, είδε το έδαφος να της ορμά κατά μέτωπο. Έπεσε άτσαλα. Ένα κρακ προηγήθηκε πριν το φρεσκοσπασμένο χέρι της στείλει νέα, καυτά κύματα πόνου για να ροκανίσουν τον εγκέφαλό της. Αυτό το ουρλιαχτό, η Σιφ δεν μπόρεσε να το κρατήσει.

 

Πλέον ήταν ανήμπορη. Οι μόνοι μύες του σώματός της που το χάπι δεν είχε παραλύσει ήταν τα βλέφαρα, τα ίδια τα μάτια, και ίσως τα χείλη της. Το υπόλοιπο, ήταν απλό βάρος, και τίποτε άλλο. Δεν μπορούσε να σηκωθεί όρθια, δεν μπορούσε να σταματήσει να πλακώνει τον δεξί της καρπό με το πλούσιο στήθος της, δεν μπορούσε να σταματήσει να πονάει.

 

Μπορούσε μόνο να βλέπει τα σκελετωμένα πόδια των Σιωπηλών να σέρνονται δίπλα της, οδεύοντας σαγηνεμένοι προς μια πορτοκαλιά, θαμπή λάμψη κάπου στα αριστερά -ή αλλιώς, τούς μισθοφόρους που είχε δει πριν λίγο. Το σχέδιο του αφέντη της είχε, λοιπόν, πετύχει.

 

Το κερασάκι στην τούρτα πάντως ήταν το χάπι. Το χάπι που ο Διοικητής είχε προφανώς δει και άλλες νύχτες την σκλάβα του να παίρνει, πριν βγει, κρυφά υποτίθεται, στο χωριό. Το χάπι που απόψε ο δαιμόνιος άντρας αντικατέστησε, ποιος ξέρει πότε ακριβώς, με το βαρύ αναισθητικό που τώρα καταπλάκωνε τις πέντε αισθήσεις της Σιφ, βγάζοντάς την εκτός παιχνιδιού. Καθιστώντας την ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε κατά της πορείας του αφέντη της προς τον πλούτο.

 

Το τελευταίο ζευγάρι από πόδια Σιωπηλού πέρασε μπροστά από τα μάτια της κοπέλας, ανύποπτο για την παγίδα στην οποία βάδιζε.

 

Ύστερα ο πόνος, η απογοήτευση, η μαύρη δυστυχία, ο τρόμος για το τί θα απογίνει... όλα ήταν υπερβολικά αβάσταχτα.

 

Σκοτάδι επήλθε στον κόσμο που αντίκριζε η Σιφ. Κι έμεινε εκεί.

 

* * *

 

Ξύπνησε από το δυνατό φως του ήλιου. Και από τις ευχαριστημένες φωνές που υψώνονταν στον αψεγάδιαστο ουρανό εκεί κοντά.

 

“Λίγα έμειναν, μάγκες! Εμπρός! Μας περιμένει καλό μεροκάματο!”

 

Δυνατά γέλια. Κουδουνιστό μέταλλο πάνω σε μέταλλο, σαν κάποιος να στοίβαζε κοσμήματα.

 

“Εύκολο για εσένα να το λες, Λάιβλι!” απάντησε κάποιος άλλος, ξεφυσώντας. “Διάολε, είχε πραγματική ζέστη εκεί κάτω!”

 

Κι άλλα γέλια. Η Σιφ κατάλαβε πως όλα είχαν κυλήσει ρολόι για τον Διοικητή. Κατάλαβε πως οι Σιωπηλοί δεν θα αργούσαν να πεθάνουν από δυστυχία, χωμένοι στα άδεια πλέον λαγούμια τους.

 

Αν δεν το έχουν κάνει ήδη...

 

Κολασμένες σουβλιές από τον καρπό της και τον δεξιό της μηρό άνοιξαν τα μάτια της με βίαιο τρόπο. Ένιωθε το κόκαλο να χάσκει σπασμένο, και ένιωθε το κομμάτι του καθρέφτη ακόμα μέσα της, από τότε που η πτώση το έκανε να μπηχτεί εκεί. Δεν τόλμησε να σηκωθεί. Φοβόταν μήπως λιποθυμούσε ξανά.

 

Λίγα μέτρα πιο πέρα, στο θολό ακόμα πεδίο οράσεώς της, έβλεπε ένα λιπόσαρκο πτώμα. Ο ήλιος είχε κάψει την πλειοψηφία της εαυαίσθητης επιδερμίδας του Σιωπηλού. Το πλάσμα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, βαστώντας ένα χρυσό μενταγιόν σα να βαστούσε την ψυχή του την ίδια.

 

Ένα χέρι ήρθε από το πουθενά, και βεβήλωσε το δύστυχο κουφάρι, αρπάζοντας το πολύτιμο αντικείμενο αφού πρώτα έριξε μια περιποιημένη γροθιά στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το στόμα του πλάσματος.

 

“Ελπίζω να μην σου έσπασα κάνα δόντι φιλαράκο, ε;” είπε χασκογελώντας ο μισθοφόρος. “Έι αφέντικο! Νομίζω πως σου ξέφυγε αυτό εδώ!”

 

Εκσφενδόνισε το μενταγιόν προς το μέρος όπου η Σιφ άκουγε να συγκεντρώνουν όλο το αιματοβαμμένο πλιάτσικο. Κλινκ.

 

Τα λόγια που ξεστόμισε ο Διοικητής από κάπου πίσω της στη συνέχεια, έσφιξαν την καρδιά της κοπέλας, θέλοντας θαρρείς να τη συνθλίψουν.

 

“Κι εγώ νομίζω πως σε εσένα ξέφυγε και το κορίτσι, κόπανε. Θες να μείνω χωρίς παρέα σε όλο το ταξίδι μήπως;”

 

Μια σύντομη παύση, και χώμα που τριβόταν κάτω από σιδερένιες μπότες, καθώς ο μισθοφόρος στρεφόταν προς την Σιφ, που έτρεμε. Και ένα ενθουσιασμένο σφύριγμα.

 

“Και τί παρέα όμως! Εξαιρετικό το γούστο σου, αφεντικό!”

 

Λάγνα γέλια ακολούθησαν από τους υπόλοιπους άντρες, που το δίχως άλλο θα κοιτούσαν τώρα την ημίγυμνη σκλάβα, με τα σάλια τους να τρέχουν.

 

Ο μισθοφόρος που είχε μιλήσει πλησίασε. Η Σιφ μπορούσε να μυρίσει το αίμα και τον ιδρώτα στα χέρια που την άρπαξαν με ανήλεη δύναμη, συνοδευόμενα από μια σιχαμερή ανάσα που θύμιζε βιαστή έτοιμο να δράσει. Οι μώλωπες της προηγούμενης νύχτας παραπονέθηκαν έντονα καθώς η κοπέλα άφηνε το έδαφος. Φευγαλέα, είδε να μεταφέρεται προς την σκεπασμένη καρότσα ενός μεγάλου οχήματος, γεμάτη με χρυσά και ασημένια αντικείμενα που παιχνίδιζαν στο πρωινό φως. Δίπλα στην είσοδο ο αφέντης της παρακολουθούσε με έκφραση μικρού παιδιού απέναντι στο καινούργιο του δώρο. Τα μάτια του, πλημμυρισμένα από γλυκό θρίαμβο.

 

Ο μισθοφόρος την πέταξε μέσα στους θησαυρούς σαν να πετούσε ένα πουπουλένιο μαξιλάρι, και χωρίς να τον νοιάζει για το πού θα προσγειωθεί. Το μέταλλο την υποδέχτηκε ανήλεα. Δεκάδες εκρήξεις έλαβαν χώρα στα σημεία του κορμιού της που έπεσαν πάνω σε σκληρά κύπελλα και άκαμπτες κορώνες. Ανταπέδωσε με αλεπάλληλα, σπαραχτικά βογκητά.

 

Η Σιφ περίμενε. Μέχρι ο Διοικητής να πληρώσει τους μισθοφόρους, οι οποίοι αναχώρησαν με τραγούδια και άγαρμπες φωνές για το δάσος. Μέχρι να της ρίξει μια ματιά γεμάτη κάλπικη περιφρόνηση, και να μπει ύστερα στη θέση του οδηγού.

 

Όταν ο κινητήρας του οχήματος γουργούρισε, η Σιφ κοίταξε το ματωμένο μηρό της. Το ύφασμα εξείχε εκεί όπου το κομμάτι του καθρέφτη στεκόταν όρθιο, βουλιαγμένο βαθιά στη σάρκα της. Έσφιξε τα δόντια, και το τράβηξε, με το χέρι που δεν είχε, ευτυχώς, σπάσει. Άφησε μια βραχνή, ζωώδη κραυγή ενώ η τρεμάμενη παλάμη της σκούπιζε το ματωμένο γυαλί στο ταλαιπωρημένο παντελόνι.

 

Κοίταξε το είδωλό της, και προσπάθησε να χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε. Ένιωθε σα Σιωπηλός παγιδευμένος σε μια έρημο όπου ο ήλιος δεν βασίλευε, και τα κοσμήματα ήταν απλοί θρύλοι.

 

Καθώς το ερημωμένο χωριό απομακρυνόταν, οι φλέβες της τής ψιθύρισαν κάτι.

 

Έβρισκαν το κοφτερό αντικείμενο που την αντικατόπτριζε τρομερά δελεαστικό.

 

Ρουμπίνια και διαμάντια έγιναν ο τάφος της.

 

* * *

Edited by Howard Crease
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Κάποιες απορίες:

 

Τον καθρέφτη τελικά γιατί τον έσπασε; Αυτή τον έσπασε;

Το χάπι πως και το αντικατέστησε εκείνη την ημέρα ο διοικητής;

 

Γράφεις:

 

Μακάρι να το ήξεραν οι κάτοικοι του χωριού όταν ζούσαν, πως τα πλάσματα που είχαν τόσο παρεξηγήσει μόνο και μόνο επειδή μισούσαν τον ήλιο και έμεναν κάτω από τη γη, τώρα τούς μοιρολογούσαν σαν τους κοντινότερους φίλους.

 

Τους μοιρολογούσαν γιατί σκοτώθηκαν από τον κοινό εχθρό, τον Διοικητή;

 

σπουδαία δουλειά. Διάολε.
To Διάολε εδώ χρειάζεται να είναι σε πλάγια γράμματα όπως κάνεις και αλλού;

 

Οι περιγραφές είναι πολύ ωραίες. Και οι σκέψεις της ηρωίδας ειδικά. Για μένα ήταν επιτυχία ότι μπήκες τόσο πολύ στο μυαλό της ηρωίδας και έκανες να αντιδράει όπως θα αντιδρούσε αυτή κι όχι όπως εμείς. Για παράδειγμα εγώ θα χρησιμοποιούσα αυτό το κομμάτι του καθρέφτη για να έκοβα το λαιμό του διοικητή, αλλά μας δείχνεις από την αρχή πόσο έχει παραδωθεί σε όλη αυτήν την κατάσταση και δεν μπορεί ή δεν έχει τη δύναμη να πράξει διαφορετικά. Όμως γιατί ήθελε να τους βοηθήσει τόσο πολύ τους σιωπηλούς; Ίσως αυτή την ανάγκη δεν πολυκατάλαβα.

 

Καλή δουλειά ;)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Κάποιες απορίες:

 

Τον καθρέφτη τελικά γιατί τον έσπασε; Αυτή τον έσπασε;

Το χάπι πως και το αντικατέστησε εκείνη την ημέρα ο διοικητής;

 

Γράφεις:

 

Μακάρι να το ήξεραν οι κάτοικοι του χωριού όταν ζούσαν, πως τα πλάσματα που είχαν τόσο παρεξηγήσει μόνο και μόνο επειδή μισούσαν τον ήλιο και έμεναν κάτω από τη γη, τώρα τούς μοιρολογούσαν σαν τους κοντινότερους φίλους.

 

Τους μοιρολογούσαν γιατί σκοτώθηκαν από τον κοινό εχθρό, τον Διοικητή;

 

σπουδαία δουλειά. Διάολε.
To Διάολε εδώ χρειάζεται να είναι σε πλάγια γράμματα όπως κάνεις και αλλού;

 

Οι περιγραφές είναι πολύ ωραίες. Και οι σκέψεις της ηρωίδας ειδικά. Για μένα ήταν επιτυχία ότι μπήκες τόσο πολύ στο μυαλό της ηρωίδας και έκανες να αντιδράει όπως θα αντιδρούσε αυτή κι όχι όπως εμείς. Για παράδειγμα εγώ θα χρησιμοποιούσα αυτό το κομμάτι του καθρέφτη για να έκοβα το λαιμό του διοικητή, αλλά μας δείχνεις από την αρχή πόσο έχει παραδωθεί σε όλη αυτήν την κατάσταση και δεν μπορεί ή δεν έχει τη δύναμη να πράξει διαφορετικά. Όμως γιατί ήθελε να τους βοηθήσει τόσο πολύ τους σιωπηλούς; Ίσως αυτή την ανάγκη δεν πολυκατάλαβα.

 

Καλή δουλειά ;)

 

 

 

Για τον καθρέφτη ιδέα δεν έχω! Φαντάσου απλά πως υπήρχε από καιρό σπασμένος στο δωμάτιό της.

Αν ρωτάς για τον τρόπο που αντικατέστησε ο Διοικητής το χάπι, κρυφά, θα έλεγα, και ύπουλα. Αν ρωτάς το γιατί -που νομίζω πως αυτό κάνεις- , το έκανε για να σιγουρευτεί πως η Σιφ δεν θα μπλεχτεί στα πόδια του εκείνο το τόσο σημαντικό βράδυ (κάτι που είχε προσχεδιάσει), γιατί προφανώς είχε προσέξει πως τα προηγούμενα βράδια η κοπέλα έβγαινε στο χωριό.

Τούς ανθρώπους οι Σιωπηλοί τούς μοιρολογούσαν απλά και μόνο επειδή εκ φύσεως τούς συμπαθούσαν. Δεν νομίζω πως είναι πλάσματα με αντίληψη τέτοιου επιπέδου ώστε να συνειδητοποιούν το ότι ο Διοικητής είναι εχθρός τους -άλλωστε, δεν ήξεραν πως όλα αυτά ήταν σχέδιο του, σωστά; Φαντάζομαι πως και τού Διοικητή το πτώμα να έβλεπαν πάντως, πάλι θα μοιρολογούσαν.

Ναι! Το Διάολε φυσικά και θέλει πλάγια γράμματα.. Θα το διορθώσω!

Ευχαριστώ για τα σχόλια, τιμή μου που σου άρεσε. Και τέλος, όσον αφορά το γιατί ήθελε να βοηθήσει τους Σιωπηλούς, ελπίζω να μην κουραζόσουν αν διάβαζες την απάντηση που έδωσα στην Eugenia Rose, κάπου στη δεύτερη σελίδα του Write-Off. :)

Thanks again!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια, τιμή μου που σου άρεσε. Και τέλος, όσον αφορά το γιατί ήθελε να βοηθήσει τους Σιωπηλούς, ελπίζω να μην κουραζόσουν αν διάβαζες την απάντηση που έδωσα στην Eugenia Rose, κάπου στη δεύτερη σελίδα του Write-Off. :)

Thanks again!

 

 

Διάβασα τώρα αυτό που απαντάς στην Ευγενία. Είναι μια "λογική" εξήγηση. Το θέμα είναι ότι ήθελα ένα συναισθηματικό αντίκρυσμα μέσα στο κείμενο πέρα από τη θεμιτή ανάγκη για συνέχεια στην πλοκή. Εξάλλου ότι σε ρωτάνε δυο άνθρωποι το ιδιο πράγμα θα έπρεπε να σε βάζει σε σκέψεις ;) (Δεν το λέω κακοπροαίρετα, απλώς για την επόμενη φορά, που είμαι σίγουρος ότι έτσι κι αλλιώς σε είχε βάλει σε σκέψεις από τότε η Ευγενία)

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..