Jump to content

Βασιλιάς Δροντοφούς


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

[3.168 λέξεις]

 

 

«Δροντοφούς!»

Εκείνη η κραυγή τα περιέκλειε όλα. Την αρχή, το τέλος, κι ενδιάμεσα όλη του την ζωή. Ποια νέμεση όμως θα μπορούσε να την ξεστομίσει, ποιος δαίμονας; Η προφορά ήταν σωστή, ήταν βορινή, κι αυτό τον ξάφνιασε.

 

Ο πολεμιστής που είχε κραυγάσει το όνομα φορούσε την ελαφριά, χαρακτηριστική κόκκινη πανοπλία των Καρμαλιανών, φυλής της ανατολής. Είχε τραβήξει ταυτόχρονα δύο ξίφη από τα διασταυρωμένα θηκάρια της πλάτης, και τα στριφογύριζε επιδέξια και απειλητικά. Οι Καρμαλιανοί πολεμιστές ήταν εξίσου εξασκημένοι και στα δύο χέρια, και σπάνια χρησιμοποιούσαν ασπίδα. Η πλακουτσωτή περικεφαλαία, με την οριζόντια σχισμή στο ύψος των ματιών, κάλυπτε τελείως το πρόσωπο του άντρα. Οι λεπίδες σφύριζαν προκλητικά και στόχο τους είχαν μόνο έναν αποδέκτη. Έναν ψαρά στο πολύβουο παζάρι του λιμανιού της Λαστίνας. Ο ασπρομάλλης άντρας στεκόταν εμβρόντητος μπροστά στον πάγκο με την πραμάτεια του. Το γεμάτο ουλές πρόσωπο του ήταν γερασμένο πρόωρα από κακουχίες, αλατισμένο άνεμο, και κάτι βαθύτερο και κρυφό, σαν την κενή, αριστερή κόγχη του ματιού του. Δίπλα στεκόταν η δεκαπεντάχρονη του κόρη, η Νεζντί, και αρκετοί άλλοι συντοπίτες του.

«Ποιος είναι αυτός πατέρα;» είπε το κορίτσι, ετοιμοπόλεμο.

Ο Βασνάκης, ο Μονόφθαλμος, άρπαξε την κόρη του από τον ώμο και την τράβηξε προς το μέρος του προστατευτικά.

«Δεν ξέρω. Φέρε το σπαθί μου γρήγορα» είπε.

«Αχρείε! Νόμιζες ότι θα κρυβόσουν για πάντα;» φώναξε τώρα ο πολεμιστής.

Ο ψαράς ήταν σίγουρος ότι ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε ανταλλάξει προσβολές με Καρμαλιανό. Η Νεζντί εξαφανίστηκε πίσω από τον πατέρα της, τρέχοντας προς τον μόλο.

 

Το όνομα «Δροντοφούς» ήταν άγνωστο στους κατοίκους της Λαστίνας, αλλά και στους ψαράδες από το Καρνάλι. Και με τους Καρμαλιανούς, δεν είχε κανείς τους διαφορές. Οι ψαράδες όμως έβλεπαν αυτόν τον πολεμιστή να απειλεί τώρα την ζωή ενός δικού τους ανθρώπου, ενός ψαρά και ντόπιου ήρωα. Σήκωσαν μπαλτάδες και μαχαίρια και κινήθηκαν απειλητικά προς τον ξιφομάχο. Δεν ήταν όμως μόνος του. Είχε συνοδεία από έξι λογχοφόρους που παρείχαν κυκλική προστασία στον αφέντη τους.

«Δεν ξέρω σε ποιον απευθύνεσαι άνθρωπε μου» είπε ο Βασνάκης όσο πιο ατάραχα μπορούσε, «αλλά έχεις κάνει κάποιο λάθος. Άλλον πρέπει να ψάχνεις.»

Ο πολεμιστής γέλασε δυνατά. Είχε σταματήσει κάθε άλλη φασαρία στην αγορά. Οι πάντες παρακολουθούσαν τα δρώμενα.

«Απεναντίας, Μεγαλειότατε. Γνωρίζω καλά το όνομα με το οποίο σας ξέρουν εδώ. Είσαι ο ήρωας τους. Αυτός που τους οργάνωσε μέσα σε δύο μερόνυχτα κατά των Κυανών πειρατών. Είσαι ο σωτήρας της Απαλής Ακτής, ο Μονόφθαλμος ψαράς με τις στρατιωτικές ικανότητες! Και βάζω στοίχημα ότι δεν έχασες το μάτι σου σε εκείνες τις μάχες. Κάνω λάθος; Δεν ήμουν ούτε κι εγώ σίγουρος όταν άκουσα για σένα κάθαρμα. Ήρθα όμως και στέκομαι τώρα εδώ μπροστά σου. Και δεν έχω πια καμία αμφιβολία.. Εσύ είσαι Δροντοφούς! Έλπιζα ότι ήσουν νεκρός, πίστεψε με, το έλπιζα όσο τίποτα άλλο. Γιατί τότε ίσως και να ήσουν αθώος. Ξεσκεπάζεται όμως η προδοσία σου! Εγκληματία! Θα ξεπλύνεις το κρίμα σου με αίμα!»

 

Ο όχλος των ψαράδων άρχισε να φωνασκεί και να βρίζει τον Καρμαλιανό. Παρά τους λογχοφόρους, τώρα όλοι ήταν έτοιμοι να χιμήξουν. Ο Βασνάκης, φανερά αναστατωμένος, σήκωσε τα χέρια του και προσπάθησε να κάνει νόημα στον κόσμο να ηρεμίσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

Μέσα από το παραπέτασμα του πλήθους επέστρεψε η Νεζντί με το σπαθί του πατέρα της. Δεν την εμπόδισε κανείς να του το δώσει. Το σπαθί είχε δει καλύτερες μέρες, το μέταλλο του γυάλιζε τώρα θαμπό.

«Θα χτυπηθείς μαζί μου» είπε ο Καρμαλιανός, «θα σου δώσω το δικαίωμα να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, αν και δεν σου αξίζει.»

«Ξέρω να μάχομαι για την τιμή μου. Έχω κερδίσει αυτό το δικαίωμα. Πες μου όμως ποιος είσαι. Τι θέλεις από μένα;»

«Το τι θέλω το ξέρεις καλά. Όσο για το όνομα μου, θα σου το πω. Την κατάλληλη στιγμή όμως, όταν θα σου στερώ τη ζωή.»

 

Ο Καρμαλιανός δεν έδωσε ευκαιρία στον Βασνάκη να ανταπαντήσει. Όρμησε βουβά και καίρια κατά του ψαρά, καταπονώντας τον με απανωτά χτυπήματα. Η τελευταία μάχη που είχε δώσει ο Βασνάκης ήταν πριν από πέντε χρόνια, τότε που είχαν κατατροπώσει τους πειρατές εισβολείς. Η έλλειψη εξάσκησης ήταν ολοφάνερη στις κινήσεις του. Η Νεζντί παρακολουθούσε την σύγκρουση με αγωνία, καθώς κάποιοι συντοπίτες την συγκρατούσαν μην και επιχειρήσει κάτι απερίσκεπτο. Ο Βασνάκης σίγουρα είχε κόλπα που του πρόδιδαν ένα παρελθόν ξιφομάχου και έμπειρου πολεμιστή, η ηλικία του όμως τον βάραινε άσχημα. Πέρα από την κλαγγή των όπλων, το επώδυνο λαχάνιασμα του σφύριζε δυνατά στη βουβή πλατεία.

«Τι έπαθες, Δροντοφούς; Σε φάγανε τα χρόνια;» κάγχασε ο αντίπαλος του, «Δεν είμαι νεότερος από σένα.»

«Δεν είμαι αυτός που μ’αποκαλείς» βόγκηξε ο ψαράς.

 

«Πατέρα, γιατί έχεις μόνο ένα μάτι;»

Την έκανε συχνά αυτή την ερώτηση η Νεζντί όταν ήταν μικρή.

«Θα σου πω όταν μεγαλώσεις» απαντούσε χωρίς άλλο σχόλιο ο ψαράς.

Το κορίτσι διέκρινε αγωνία στο μισό βλέμμα του γονιού του. Διαισθανόταν ότι δεν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια από τον πατέρα της, και όντως, ακόμα δεν είχε πάρει την απάντηση της. Δεν ήξερε να της πει ούτε η μητέρα της. Ο Βασνάκης δεν ήταν ντόπιος. Είχε βρεθεί ετοιμοθάνατος στις παρυφές της Πύρινης Ερήμου από νομάδες, που περαστικοί τον άφησαν στην φροντίδα των γυναικών της Ακτής. Την εποχή του πολέμου, η Απαλή Ακτή είχε δεχτεί τρομερό πλήγμα από τους βόρειους εισβολείς. Οι ψαράδες του τόπου στην πλειοψηφία τους είχαν σφαγιαστεί. Όταν ο Αυτοκράτορας νίκησε επιτέλους τους κατακτητές, στη ρημαγμένη Ακτή είχαν απομείνει μόνο λίγοι γέροι, χήρες και ορφανά. Ο Βασνάκης έμαθε την τέχνη του ψαρά, παντρεύτηκε την γυναίκα που τον φρόντισε, και έγινε πατέρας σε μια κόρη. Τίποτα άλλο δεν γνώριζαν για το παρελθόν του και ούτε ήθελαν να ξέρουν. Ήταν η εποχή που ολάκερη η ήπειρος επουλωνόταν από μακρόχρονες, επώδυνες βιαιοπραγίες.

 

Με δύο στροφές, ο πολεμιστής χάραξε τα μπράτσα του ψαρά. Το σπαθί του Βασνάκη έπεσε στο χώμα και ένα επιφώνημα σηκώθηκε στο πλήθος. Με μια κλοτσιά στο στήθος, ο Καρμαλιανός τον έστειλε φαρδύ-πλατύ στην πλάτη του. Η Νεζντί έβγαλε μια απελπισμένη κραυγή και ορμώντας σε έναν από τους λογχοφόρους έμπηξε τα νύχια της στα μάτια του. Με την σβελτάδα της νιότης της, άρπαξε την λόγχη και την εκτόξευσε κατά του πολεμιστή. Τον πέτυχε στο στήθος, διαπερνώντας πετυχημένα την ελαφριά θωράκιση. Για μια στιγμή πάγωσε ο χρόνος. Ο Καρμαλιανός παρέμεινε όρθιος, και έμοιαζε να αφουγκράζεται τον αέρα. Οι υπόλοιποι λογχοφόροι, με τις αιχμές τους σηκωμένες επιτέθηκαν στην κοπέλα, έτοιμοι να την σκοτώσουν. Με μια κίνηση του ξίφους του, ο πολεμιστής τούς έκανε νόημα να σταματήσουν. Πέντε λόγχες έμειναν να σημαδεύουν την Νεζντί, η οποία δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα για τον πατέρα της.

 

Ο Καρμαλιανός τράβηξε την λόγχη από το στήθος του και την πέταξε στο έδαφος.

«Τι είσαι;» τον ρώτησε βραχνά ο πεσμένος ψαράς.

«Η συνείδηση σου. Και η τιμωρία» απάντησε ο πολεμιστής πλησιάζοντας τον.

Οι αιχμές από τα δύο ξίφη γρατσούνισαν το λαρύγγι του πεσμένου άντρα.

«Εδώ τελειώνει η μίζερη σου ύπαρξη εγκληματία» ψιθύρισε ο Καρμαλιανός σκύβοντας από πάνω του.

«Μια χάρη…» ψέλλισε ο Βασνάκης.

«Όχι.»

«Σε παρακαλώ. Μην πεις στην κόρη μου τίποτα.»

Η φωνή βγήκε ξέπνοα, χαμηλόφωνα. Ο ψαράς δεν ήθελε να τους ακούσει η Νεζντί.

«Είπα όχι. Γιατί να σου δώσω τέτοια χάρη; Όλοι θα μάθουν ποιος είσαι.»

Δάκρυα γέμισαν το μοναδικό μάτι του ψαρά. Λυγμοί τράνταξαν το στήθος του.

«Παραδέξου τώρα το όνομα σου» απαίτησε ο πολεμιστής.

«Με λένε Δροντοφούς» απάντησε σιγανά ο ψαράς.

Οι ψαράδες και η Νεζντί κραύγαζαν απειλές κατά των Καρμαλιανών. Ο ξιφομάχος ήταν έτοιμος να κόψει το κεφάλι του ηττημένου αλλά δίσταζε.

«Ξέρεις που βρίσκονται» είπε ξαφνικά ο Καρμαλιανός, «Ξέρεις και θα με οδηγήσεις εκεί. Δεν έχεις τίποτα άλλο για να διαπραγματευτείς.»

Ο Βασνάκης κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

 

 

Ήταν η τρίτη τους μέρα στην Πύρινη Έρημο. Καβάλα στο άλογο του ηγούνταν ο μυστηριώδης ξιφομάχος. Με θηλιά στη σέλα του ξεκινούσε σχοινί που κατέληγε στους δεμένους καρπούς του Δροντοφούς που ακολουθούσε πεζή. Κάθε τόσο ο ψαράς σκόνταφτε εξουθενωμένος και σωριαζόταν στην άμμο, και ο καβαλάρης τον έσερνε άπονα μέχρι να τον αναγκάσει να σηκωθεί πάλι όρθιος. Οι έξι λογχοφόροι συνόδευαν επίσης έφιπποι την άπονη πορεία.

«Μας ακολουθούν» σχολίασε ένας τους.

Για μέρες, είχαν προσέξει καβαλάρηδες στο κατόπι τους. Δεν κάλπαζαν να τους προλάβουν, κρατούσαν μια σταθερή απόσταση μακριά τους.

«Είναι η κόρη του, και κάποιοι συντοπίτες» σχολίασε ο πολεμιστής. «Αγνοείστε τους.»

 

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ξανά ο ψαράς με βραχνή φωνή.

Του έδιναν ελάχιστο νερό για να πίνει.

«Δεν αναγνώρισες την φωνή μου;»

«Όχι.»

«Κρίμα. Εγώ δεν ξέχασα ποτέ την δική σου.»

«Μα, ποιος θα μπορούσες να είσαι; Πως θα μπορούσες να ξέρεις;»

Ο καβαλάρης δεν απάντησε.

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Δεν άντεχα άλλο» συνέχισε ο Δροντοφούς.

«Ήσουν ένας ηγέτης!» φώναξε εξοργισμένα ο Καρμαλιανός.

Νέος λυγμός ανέβηκε στο στήθος του ψαρά. Κοίταζε την γραμμή των αμμόλοφων και θυμήθηκε τα κύματα. Δεν θα ξανάβλεπε την θάλασσα, το Καρνάλι, την γυναίκα του.

«Ξέρεις τι ήμουν πριν από τον πόλεμο;» είπε με την στεγνή του φωνή, παραπαίοντας στην άμμο. «Ένας τσαγκάρης. Έφτιαχνα παπούτσια. Ετοιμαζόμουν να παντρευτώ μια καλή κοπέλα. Μέχρι που εμφανίστηκαν εκείνοι οι ιππότες, με τα λάβαρα τους, και τις υποσχέσεις, και τα μεγάλα λόγια, που μας φούσκωσαν τα μυαλά με δόξες και μεγαλεία. Μας δώσανε ένα σπαθί στο χέρι και νομίσαμε ότι γινήκαμε κατακτητές. Μ’ακούς Καρμαλιανέ; Αν είσαι Καρμαλιανός, που δεν το νομίζω. Σφάξαμε αθώους, βιάσαμε γυναίκες, κλέψαμε ναούς. Αλλά δεν ήρθες να με τιμωρήσεις για κάποιο από εκείνα τα εγκλήματα. Έτσι δεν είναι;»

«Σπαταλάς το σάλιο σου. Δεν σου δίνω γουλιά νερό παραπάνω.»

«Ήμασταν τέρατα! Και την τιμή της “ηγεσίας” δεν την ζήτησα εγώ! Καλύτερα να μου έκοβαν το λαρύγγι τότε. Δεν ήταν επιλογή μου! Ήμουν μόνο ένας άνθρωπος!»

Ο καβαλάρης σταμάτησε το άλογο του και το έστρεψε προς τον αιχμάλωτο του.

«Εκείνοι ήταν χίλιοι!» ούρλιαξε ο πολεμιστής. «Και ούτε εκείνοι είχαν κάποια επιλογή!»

«Χίλιοι ξεκινήσαμε… όποιος κι αν είσαι. Αλλά χίλιοι δεν ήμασταν. Δεν θα τα λες όπως θέλεις.»

Ο ψαράς κοίταξε πίσω, στο μακρινό ύψωμα. Μπορούσε να διακρίνει την φιγούρα της κόρης του ανάμεσα στους άλλους ιππείς.

«Έχω συνείδηση, να το ξέρεις αυτό. Και ήταν ασήκωτη όλα αυτά τα χρόνια. Είχα όμως και εξιλέωση, ξένε. Το κατάλαβα την μέρα που αντίκρισα το Καρνάλι, το ρημαγμένο ψαροχώρι που με περιέθαλψε. Ήμουν από αυτούς που το ρήμαξαν βλέπεις. Είχα ξαναπεράσει από εκεί, αρματωμένος, αλαζόνας, κτήνος. Πολύ πιθανό η γυναίκα που με παντρεύτηκε να ήταν χήρα εξαιτίας μου. Που να το φανταστούν. Αλλά ούτε αυτό σε ενδιαφέρει, έτσι δεν είναι;»

Ο Καρμαλιανός άκουγε τώρα βουβά.

 

Το μάτι του Δροντοφούς άνοιξε διάπλατα τώρα, κοιτάζοντας πέρα από τον δεσμώτη του. Σήκωσε το χέρι του προς τον ορίζοντα. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο άσπρισε σαν λευκό σεντόνι.

«Θεοί! Εκεί…»

Μεγάλη συμπαγής πέτρα ξεπρόβαλλε μοναχική σαν καμπούρα μέσα από τα κύματα της άμμου.

«Φτάσαμε.»

 

Το βήμα του Δροντοφούς βάραινε. Αυτή τη φορά όμως το άλογο δεν τον έσυρε. Πόδια και οπλές κέντησαν υπομονετικά την καυτή άμμο και σε μία ώρα ο βράχος ορθωνόταν σαν βουνό μπροστά τους. Μόνο από κοντά ήταν ευδιάκριτες οι χαμηλές κοιλότητες στην πέτρα, οι είσοδοι στα κρυφά σπήλαια. Ο πεζός άντρας είχε στεγνώσει μέσα του αλλά δεν τον έκαιγε πια ο ήλιος. Αντίθετα, κρύωνε. Ο Καρμαλιανός ξεπέζεψε και πλησιάζοντας τον του έκοψε τα δεσμά με ένα μαχαίρι.

«Είναι εκεί μέσα» είπε ο Δροντοφούς, τρίβοντας τους καρπούς του.

«Εσύ με οδηγείς» απάντησε ο πολεμιστής πριν στραφεί στους λογχοφόρους του. «Φυλάξτε την είσοδο, μην αφήσετε τους άλλους να πλησιάσουν.»

Πρώτος ο ψαράς, από πίσω ο πολεμιστής, χάθηκαν στη σκιά του βράχου.

 

Το σπήλαιο ήταν τεράστιο, με ψηλά την οροφή, σαν καθεδρικός ναός που έκλεβε την ανάσα του πιστού. Υπήρχαν ρωγμές που επέτρεπαν λεπίδες φωτός να διασχίζουν την εσωτερική σιωπή. Ο ήλιος έκαιγε πάνω στην ώχρα πέτρα και σκόρπιζε διαύγεια στο κούφιο εσωτερικό. Η άμμος στο έδαφος ήταν λίγο πιο σκούρα και λίγο πιο δροσερή. Ο ψαράς κλονίστηκε, στάθηκε για μια στιγμή να ισορροπήσει το βήμα του. Από πίσω, ο δεσμώτης του τον μιμήθηκε, παραμένοντας σιωπηλός.

«Είναι ένας τάφος εδώ μέσα, ένα τεράστιο μαυσωλείο…» είπε ο Δροντοφούς, σκιαγμένος από την ίδια του την ηχώ.

Το μάτι του έτρεξε πάνω στο έδαφος, διαπέρασε την αιωρούμενη άμμο μιας ηλιαχτίδας και έψαξε απεγνωσμένα στις σκιές. Και τους είδε. Ήταν όλοι τους εκεί, καθισμένοι στη σειρά όπως τους είχε αφήσει, ακουμπισμένοι στην πέτρα, σαν κοιμισμένοι.

«Εδώ είναι» είπε με τρεμάμενη φωνή, «ακόμα με περιμένουν.»

 

Πλησίασε τον πρώτο.

«Βρέντεσορ» είπε πριν καταρρεύσει στα γόνατα του.

Το μοναδικό του μάτι έχυσε δάκρυα.

«Ήμουν ένας απλός τσαγκάρης. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν έκρυβα τόσο σκοτάδι μέσα μου από τα πριν, χωρίς να το γνωρίζω. Θα προτιμούσα χίλιες φορές ο Αυτοκράτορας να μας είχε κόψει τα κεφάλια τότε, θα μας άξιζε. Η σκληρότητα του όμως ήταν να στιγματίσει την δική του υστεροφημία. Διακήρυξε φιρμάνι ότι χάριζε την ζωή σε όλους τους ηττημένους, και μετά τους ξερίζωσε τα μάτια. Με έναν αιχμάλωτο μονόφθαλμο για κάθε χίλιους αόμματους. Για να τους καθοδηγήσει πίσω στον τόπο τους. Στο ξαναλέω άνθρωπε μου, δεν γνώριζα το προνόμιο που θα μου δινόταν όταν με έσερναν προς τα πυρακτωμένα μαγκάλια. Εκείνοι μετρούσαν, όχι εμείς.

 

Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα ξαφνικά πρώτος σε μια πομπή χιλίων ψυχών. Δεν ξέρω αν ήσουν εκεί, δεν υπήρχε όμως τραγικότερο θέαμα στην ιστορία των πολέμων από εκείνη την μέρα, εκείνη την στιγμή, όταν όλες οι πομπές μαζί, χιλιάδες ψυχές στο σκοτάδι, ξεκινούσαν την πορεία τους. Το είδα ο καταραμένος και δεν ξεχνάς κάτι τέτοιο. Όλα τα χάδια της ζωής που συνάντησα μετά δεν μπόρεσαν να σβήσουν εκείνη την ανάμνηση, ούτε το άγγιγμα της γυναίκας μου, ούτε η γέννηση της κόρης μου, ούτε όλο το αλάτι της θάλασσας.

 

Ο Αυτοκράτορας διακήρυξε ότι ήμασταν “ανέγγιχτοι”, ότι δεν έπρεπε να μας πειράξει κανείς. Αλλά έμαθες πως πήγαν τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Είχαμε να περάσουμε όλα εκείνα τα εδάφη που είχαμε ρημάξει οι ίδιοι, με ορδές χήρων, ορφανών και πατεράδων που είχαν χάσει τα παιδιά τους στο σπαθί μας, να χιμούν πάνω μας και να κομματιάζουν με λύσσα ενόχους και αθώους που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο Αυτοκράτορας δεν ασχολήθηκε, δεν θα τιμωρούσε φυσικά κανέναν. Αυτός ήταν ο σκοπός μας. Να προσφέρουμε μια κάποια δικαίωση στα θύματα μας. Τα δικά μας σπιτικά στα οποία δήθεν επιστρέφαμε δεν υπήρχαν πια. Αυτό το έμαθα πολύ αργότερα. Άδειασαν τις πόλεις μας, πούλησαν σκλάβους στον Νότο όποιον είχε και την ελάχιστη σχέση μαζί μας.

 

Και απ’όσο ξέρω, καμία πομπή δεν έφτασε τόσο μακριά όσο η δική μου. Και όχι, δεν ήμασταν χίλιοι την μέρα που βρήκαμε αυτό το καταφύγιο. Ήμασταν λίγο περισσότεροι από τους μισούς. Πεθαίναμε ήδη από πείνα και δίψα.»

 

«Μέχρι που τους εγκατέλειψες εδώ για να πεθάνουν» είπε επιτέλους ο Καρμαλιανός.

Ο Δροντοφούς δεν αντέδρασε. Η μνήμη του ήταν βουτηγμένη στο παρελθόν.

«Έφυγα να ανιχνεύσω την πορεία μπροστά. Να βρω κάποια πηγή νερού, ή τροφής. Αυτή ήταν η τακτική μας. Κινούμασταν τις νύχτες και ακολουθούσαμε αφιλόξενα εδάφη, αποφεύγαμε τις μεγάλες πόλεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις συναντούσαμε κάποιους που μας λυπόντουσαν, άλλοι απλά μας απόφευγαν, αλλά το μίσος ήταν πάντα εκεί. Είχαμε εξοπλιστεί κάπως και αμυνόμασταν στις σποραδικές επιθέσεις, αλλά τελικά μας εξόντωναν οι κακουχίες. Περπάτησα για ώρες χωρίς να βλέπω ελπίδα πουθενά, και όταν είδα ότι δεν υπήρχε πια τίποτα, αποφάσισα να μην επιστρέψω. Συνέχισα να περπατώ. Όχι για να ξεφύγω, αλλά για να πεθάνω στην έρημο. Περπάτησα μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου. Ήταν από τύχη που με βρήκαν οι νομάδες.»

 

«Μετά όμως δεν επέστρεψες.»

«Ναι. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση που σε καίει. Δεν επέστρεψα, όπως λες. Γιατί να επιστρέψω; Για να πεθάνω μαζί τους; Για να τους οδηγήσω σε σπιτικά που ρήμαξαν; Στα δικά τους σπιτικά που δεν υπήρχαν;»

Σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τον πρώτο σκελετό στο έδαφος.

«Ο Βρέντεσορ» είπε με συγκίνηση, «ο δεύτερος στην πομπή, ο κοντινός μου. Αστειευόταν στον πόνο του και συχνά με αποκαλούσε βασιλιά. Ήμουν όντως ο βασιλιάς τους. Σαν τέτοιος πήρα μια απόφαση και με το βάρος της θα ζούσα έκτοτε.»

«Αυτός δεν είναι ο Βρέντεσορ» είπε ο Καρμαλιανός.

Ο Δροντοφούς έδειξε να εκπλήσσεται.

«Δεν είναι; Πως το ξέρεις;»

«Γιατί ο Βρέντεσορ στέκεται εδώ μπροστά σου» είπε ο πολεμιστής βγάζοντας την περικεφαλαία του. Το πρόσωπο από μέσα εμφανίστηκε γνώριμο, ακόμα πιο καταπονεμένο από τα σημάδια του χρόνου, οι κόγχες των ματιών μαύρες, αναμφισβήτητα κενές και οι δύο.

 

«Σε περιμέναμε Δροντοφούς. Κανείς μας δεν πίστευε ότι θα μας εγκατέλειπες. Όχι μετά από όσα είχαμε περάσει, όχι μετά από όσα είχες κάνει για μας. Δεν χάσαμε ελπίδα ούτε όταν κάποιοι από μας άρχισαν να πεθαίνουν. Βογκούσαμε στο σκοτάδι και περιμέναμε. Μέχρι που απελπίστηκα. Όταν ένιωσα τον Κέντερ δίπλα μου παγωμένο, αποκολλήθηκα και σερνόμενος βγήκα έξω, κάτω από την κάψα του ήλιου. Περπάτησα στην έρημο ίσως για να πεθάνω, αλλά φώναζα το όνομα σου. Εσένα έψαχνα. Θα πρέπει να πέρασαν πολλές ώρες. Κι όταν έπεσα πάνω στο καραβάνι των Καρμαλιανών, δεν υπήρχε τρόπος να τους οδηγήσω πίσω εδώ. Δεν έβλεπαν κανένα ύψωμα στον ορίζοντα. Έστειλαν ανιχνευτές με καμήλες προς την κατεύθυνση από την οποία νόμισαν ότι ερχόμουν, δεν βρήκαν όμως τίποτα. Έκλαψα τους συντρόφους μου, σε καταράστηκα, και ταυτόχρονα ευχήθηκα να ήσουν νεκρός. Δεν θα άντεχα να πιστέψω ότι μας είχες προδώσει.»

 

Ο Δροντοφούς σηκώθηκε με κόπο όρθιος, στάθηκε μπροστά στον παλιό του σύντροφο.

«Και όλα αυτά τα χρόνια… τι έκανες;»

«Τρεφόμουν με μίσος. Ήμουν σε ένα σκοτάδι χειρότερο από εκείνο που μ’έριξε ο Αυτοκράτορας. Περίμενα ένα σημάδι. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι δεν είχες πεθάνει. Θα μπορούσα να καταντήσω ένας κοινός τυφλός ζητιάνος στα σοκάκια κάποιου λιμανιού, έχουν όμως αλλιώτικη φιλοσοφία αυτοί οι Καρμαλιανοί. Μπορείς να πετύχεις πολλά, με οποιοδήποτε εμπόδιο στην πορεία σου. Όπως βλέπεις.»

 

Χλιμιντρίσματα, ιαχές και κλαγγές ξέσπασαν έξω από την σπηλιά. Ο Βρέντεσορ τράβηξε αμέσως τα δίδυμα ξίφη του.

«Κατέφθασε η κόρη σου.»

«Σε παρακαλώ, μην της κάνεις κακό!»

Ο Βρέντεσορ χαμογέλασε.

«Δεν μπορώ να της κάνω κακό. Η κόρη σου με έχει ξεκάνει ήδη.»

Κάτω από την επικάλυψη του στήθους, εκεί που είχε τρυπήσει η λόγχη, έτρεχε τώρα μαύρο αίμα.

«Μα τόσες μέρες…»

Ο Δροντοφούς δεν ολοκλήρωσε την φράση του. Ο Βρέντεσορ έπεσε κάτω σαν να είχε μόλις δεχτεί το χτύπημα.

«Τέλειωσε η αποστολή μου» είπε και έβηξε αίμα.

Ο ψαράς γονάτισε με συγκίνηση δίπλα στον παλιό του συμπολεμιστή.

«Κι εγώ τους εγκατέλειψα, βασιλιά μου» είπε ο Βρέντεσορ, «Χωρίς να αξίζει η ζωή που συνέχισα. Ήταν μια ζωή σπαταλημένη στην οργή. Με είχε προειδοποιήσει ένας Καρμαλιανός σοφός. Τον πίστεψα αλλά επέλεξα να τον αγνοήσω. Εδώ μέσα όμως… δεν έχω πλέον μίσος στην καρδιά μου. Αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να επιστρέψω εκεί που ανήκω. Σύρε με κοντά τους…»

 

Ο Δροντοφούς τον σήκωσε και τον ξάπλωσε δίπλα στον πρώτο σκελετό.

«Πες μου μεγαλειότατε… Πως είναι οι σύντροφοι μας;»

Ο ψαράς κοίταξε την πομπή των νεκρών, τα βουβά κρανία που αναπαύονταν μέσα στη μαλακή άμμο. Στην οστεώδη τους κατάσταση οι κενές κόγχες δεν φάνταζαν τόσο επώδυνες. Το λείο κόκαλο δεν επιδείκνυε ουλές.

«Εν ειρήνη. Είναι όλοι τους εν ειρήνη φίλε μου.»

«Θα πεις στην κόρη σου για μας;»

«Θα προσπαθήσω. Ναι, στο υπόσχομαι. Θα της εξηγήσω.»

 

Σφυριχτά, με μια εκπνοή, ο Βρέντεσορ εγκατέλειψε το κορμί του. Και αν η Νεζντί δεν τους είχε ακολουθήσει, πολύ πιθανό ο Δροντοφούς να μην επέστρεφε ποτέ ξανά στο Καρνάλι. Θα έμενε κι εκείνος εδώ αποζητώντας την παρέα των πονεμένων συντρόφων του. Είχε όμως πορεία ακόμα για να απαλλαγεί από τις ενοχές του. Του είχαν αφαιρέσει μόνο το ένα μάτι, ήταν όμως ακόμα παγιδευμένος στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν καιρός να βγει επιτέλους στο φως.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Πραγματικά είχα ξεχάσει τελείως ότι διάβαζα διήγημα σε διαγωνισμό με θέμα την όραση μέχρι που μου το θύμισες εσύ. Πολύ καλή η ιδέα να περάσεις με αυτόν τον τρόπο την παροιμία στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος! Δυνατή σκηνή όταν την έφερνα στο μυαλό μου. Ωραία ιστορία που εκμεταλλεύεται έξυπνα το θέμα της όρασης.

 

 

 

Όμως ο Βρέντεσορ πως πολεμούσε τόσο άνετα ενώ δεν έβλεπε καθόλου; Πως κατάφερε να ξεγελάσει τον Δροντόφους ότι δεν είναι τυφλός , τόσο που δεν κατάλαβε ότι είναι ένας από τους παλιούς συντρόφους του; Πως άντεξε τόσες μέρες νεκροζώντανος με την πληγή; Σε κάποια στιγμή νόμιζα πως είχε κάνει μάγια στο εαυτό του για να βλέπει και να είναι άτρωτος αλλά από ότι κατάλαβα για όλα έφταιγε η οργή και το μίσος του.

 

 

 

Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Στα θετικά πρώτα.

Πολύ καλή χρήση του λόγου, μας έδωσες ορισμένες δυνατές και άκρως εκφραστικές εικόνες, απέφυγες τα συντακτικά και ορθογραφικά λάθη και η ιστορία είχε σωστά μοιρασμένες δόσεις δράσης και συγκίνησης. Διαβάστηκε εύκολα και δε με κούρασε καθόλου, παρά την πληθώρα ονομάτων και το ότι περιείχε πολλές πληροφορίες για πράγματα που είχαν γίνει στο παρελθόν.

 

Αν κατάλαβα καλά, η βαθύτερη σημασία της ιστορίας ήταν πως ο Δροντοφούς είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια βυθισμένος μέσα σε ένα πνευματικό σκοτάδι, αποτέλεσμα των τύψεων που βάραιναν την ψυχή του για όσα είχε κάνει στο παρελθόν. Η ένστασή μου είναι πως δεν ανέπτυξες αρκετά αυτήν την πτυχή. Δε γίνεται καθόλου εμφανής στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, το οποίο κυριαρχείται από όμορφες και δυνατές σκηνές, που δυστυχώς όμως «πνίγουν» το αληθινό του νόημα.

Link to comment
Share on other sites

Απο τις καλυτερες ιστοριες που εχω διαβασει στον τωρινο διαγωνισμο και ευκολοδιαβαστη

 

Στο κατα, η παρατηρηση μου ειναι ιδια με του John82. Περισσοτερο αναλυση που ομως το ξεπληρωσαν οι ωραιες σκηνες και περιγραφες

Link to comment
Share on other sites

Αν και δε διαβάζω καθόλου ηρωική φαντασία, η ιστορία σου μου φάνηκε καλή. Έχω και εγώ την ίδια απορία που διατυπώθηκε πιο πάνω, για τον τυφλό πολεμιστή που όμως ήταν τόσο αποτελεσματικός στη μάχη. Ίσως όμως να τρεφόταν τόσο πολύ απο τη θέληση για εκδίκηση, ή απο κάτι πιο αμφιθυμικό, που έφτασε σε τέτοια κατάσταση.

 

Κάτι που δε μου άρεσε ήταν η χρήση μιας πολύ γνωστής εικόνας απο τα χρονικά του Βουλγαροκτόνου (κάθε εκατό τυφλούς αφηνόταν ένας μονόφθαλμος βούλγαρος), έστρεψε την προσοχή μου αλλού και έτσι ανταγωνιζόταν αυτή η αναφορά το ενδιαφέρον για την ίδια την ιστορία.

 

Το τέλος μου άρεσε.

 

 

 

 

Εύχομαι καλή επιτυχία :)

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

Είχα κι εγώ την απορία για το Βρέντεσορ, αλλά μ' αυτήν την πρόταση:

''Θα μπορούσα να καταντήσω ένας κοινός τυφλός ζητιάνος στα σοκάκια κάποιου λιμανιού, έχουν όμως αλλιώτικη φιλοσοφία αυτοί οι Καρμαλιανοί.''

θεώρησα ότι οι Καρμαλιανοί είναι ίσως ισχυροί (κακοί;) μάγοι κι έτσι μπόρεσαν να δώσουν στο Βρέντεσορ τις ιδιαίτερες δυνάμεις του.

Link to comment
Share on other sites

Δυνατή ιστορία. Στον τομέα συναίσθημα παίρνεις εύγε, μίστερ. Εύγε επίσης παίρνεις στο απλό λεξιλόγιο (μου τη δίνει όταν ο άλλος θέλει να σου πει μια ιστορία αλλά το παίζει Μπαμπινιώτης) και στον χαρακτήρα του Δροντοφούς. Πιστεύω πως τον σκιαγράφησες όσο έπρεπε.

 

Στα αρνητικά τώρα, δεν έχω πολλά να σου πω. Μόνο πως, από γούστα και μόνο, δε μου αρέσει να παίρνω backstory από διάλογο. Θα μου πεις, στην προκειμένη περίπτωση ήταν αναπόφευκτο. Συμφωνώ. Κάτι τελευταίο: σε λίγα σημεία μού φανηκε κάπως απότομη η αλλαγή των σκηνών, αλλά είμαι είσης βέβαιος πως έφταιγε το όριο λέξεων.

 

Α! Και μπράβο για τον τρόπο που χειρίστηκες το θέμα "Όραση". Ξεχωριστός, πραγματικά.

Edited by Howard Crease
Link to comment
Share on other sites

Γενικά μου άρεσε πολύ και με ταξίδεψε. Ιδιαίτερα τα σκηνικά της ιστορίας, ή έρημος κτλ. Ισορροπημένο από πολλές απόψεις. Δεν μπορώ να εντοπίσω κάποιο πολύ αδύναμο σημείο. Και η υπόθεση άρτια, χωρίς υπερβολές στην πλοκή και την δομή. Ίσως το τέλος , το φινάλε, χωρίς να είναι καθόλου κακό, περίμενα, θα ήθελα, όμως κάτι πιο δυνατό και «εξεζητημένο». Έχω διαβάσει και πολύ καλύτερα, από αυτήν την άποψη δικά σου. Περίμενα ίσως κάτι παραπάνω σε σχέση με τις προσδοκίες που μου δημιούργησε το επίπεδο του υπόλοιπου διηγήματος.

 

Αλλά γενικά αξιολογότατο και «επαγγελματικό». Απο τα καλύτερα που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής.

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Δεν διαβάζω ηρωικό φάντασι, οπότε δεν έχω αρκετή εμπειρία για να κρίνω το διήγημα. Η ιστορία δεν με συνεπείρε, δεν άντεξα κάποιους διαλόγους, γιατί ήταν εξανλητικά επεξηγηματικοί. Ολόκληρη η ζωή του Δροντοφούς φανερώθηκε μέσα από το διάλογο. Εντελώς μη ρεαλιστικό δηλαδή (ποιος διηγείται με αυτό τον τρόπο, τόσο λεπτομεριακά, τη ζωή του όταν τον απειλούν ότι θα τον σκοτώσουν;)Επιπλέον, αφού τελικά μαθαίνουμε όλη την ιστορία, φαίνεται παράξενο που ο Δροντοφούς δεν υποψιάστηκε καν ποιος μπορεί να ήταν αυτός που τον είχε βρει. Ακόμα, η σπηλιά δεν ήταν και τόσο μακριά πια, που να μην μπορεί να γυρίσει πίσω για τους υπολοίπους. Πολλές λεπτομέριες δεν στέκουν, όπως ο ρόλος της κόρης του και αυτών που τους ακολουθούσαν, το γιατί έγιναν όλα αυτά. Οι πληροφορίες συνωστίστηκαν και με κούρασαν, σε κάτι που βοήθησε και το ύφος του κειμένου.

 

Με χάλασαν πολύ τα ονόματα. Μου φάνηκαν παράταιρα, τα τοπωνύμια δεν ταίριαζαν με τα ονόματα των χαρακτήρων. Κάποιες παρομοιώσεις δεν ήταν πειστικές, δημιουργούσαν ωραίες εικόνες, όμως δεν έστεκαν λογικά. Το θέμα της όρασης κυριαρχούσε-κάτι θετικό- και μου άρεσε που η ιστορία ήταν εμπνευσμένη από ιστορικά γεγονότα.

 

Πάντως, είχε δύο θετικά: ήταν φάντασι και είχε να κάνει με την όραση. Δηλαδή ότι πρέπει για αυτό τον διαγωνισμό. :lol:

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ωραία και πρωτότυπη ονοματολογία των ηρώων και των πόλεων.

 

Παραστατικές περιγραφές που σε βάζουν μέσα στην ιστορία.

 

Δυνατοί ρεαλιστικοί διάλογοι.

 

Εμένα προσωπικά μου άρεσε που είδα να ξετυλίγεται το παρελθόν του Δροντoφούς-Βασνάκη σιγά –σιγά με αναδρομές στο παρελθόν που τον φόρτιζαν συναισθηματικά (και μαζί και εμένα). Όπως και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε την μεταστροφή του, μέχρι να αποδεχτεί τελικά το ένοχο παρελθόν του και σταματά να εθελοτυφλεί. Φυσικά χωρίς τον Βρέντεσορ η ιστορία θα ήταν μισή. Τα άλλα μισά θετικά λοιπόν πάνε σε αυτόν τον τραγικό ήρωα που μπορεί να φαίνεται ότι ζητούσε εκδίκηση αλλά νομίζω ότι περισσότερο αποζητούσε την λύτρωση, την οποία και βρίσκει.

 

Το τέλος ήταν επίσης καλό και δυνατό, αν άξιζε μία μικρή τιμωρία ο Δροντοφούς το κλείσιμο είναι αυτή και νομίζω είναι αρκετό βάρος για την συνείδησή του. Πολύ καλή ιστορία.

 

Την απόλαυσα, δεν με κούρασε και δεν υπάρχει κάτι που να βρίσκω αρνητικό. Σου εύχομαι καλή επιτυχία.

Edited by anysias
Link to comment
Share on other sites

εξίσου εξασκημένοι και στα δύο χέρια=αμφιδέξιοι

 

Πολύ προσεγμένη γλώσσα, σχεδόν άψογη. Ατμοσφαιρικό το διήγημα και ενδιαφέρον, με λαούς που έχουν ιστορία και πολεμικές αναταραχές, αλλά και αναπηρίες και οικογένειες... Δε λείπει τίποτα και μου θυμίζει ατμόσφαιρα Παλαιάς Διαθήκης, πορείες μέσα στην έρημο και σκληροί ηγεμόνες που ακρωτηριάζουν τους ηττημένους. Αλλά έχω την εντύπωση ότι τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί στο παρελθόν του διηγήματος και οι ήρωες τα αφηγούνται αντί να τα ζουν - show, don't tell, κε Τουίτι μας. Πολύ ενδιαφέροντες αυτοί οι δυο τύποι και οπωσδήποτε μέσα στο θέμα. Όπως και οι προηγούμενοι, θα ήθελα περισσότερες εξηγήσεις για το πώς κατάφερε ο Βρέντεσορ να γίνει πολεμιστής αν και τυφλός.

Link to comment
Share on other sites

Περιπέτεια, μυστήριο και αποκαλύψεις που σε κρατούν συνέχεια σε αγωνία ενώ ανυπομονείς για τις εξελίξεις. Καλογραμμένη και γρήγορη, δεν σε αφήνει να περιμένεις.

 

Φανερά επηρεασμένη από τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο και την παροιμία Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος, που στη συγκεκριμένη ιστορία χρησιμοποιούνται και τα δύο πολύ πετυχημένα. Αλλά το ότι πατάει πάνω σε γνωστά ιστορικά γεγονότα, μου φάνηκε πως έκλεψε λίγο από την αίγλη της.

 

Το σημείο όπου η κόρη αφοπλίζει τον ιππότη δεν μου έκατσε και πολύ καλά. Ολόκληρος νταγλαράς και τον αιφνιδίασε το κοριτσάκι; Και οι άλλοι τι έκαναν όσο του χιμούσε κι έπαιρνε φόρα για να πετάξει το ακόντιο; Φαντάζομαι δεν θα ήταν κανένα ελαφρύ παιχνιδάκι, αν το είχαν για να σκοτώνουν κόσμο.

 

Κάτι άλλο είναι πως ο Βρέντεσορ ήταν πιο τραγικός ήρωας από τον Δροντοφούς και θα ήθελα να μάθω περισσότερα για κείνον. Ο Δροντοφούς ήταν απλά ένας τυχεράκιας που η τύχη τού όρισε να μη χάσει και τα δυο του μάτια, κι επίσης, όταν έπρεπε να δράσει σαν βασιλιάς που ήταν, εκείνος προτίμησε να το σκάσει.

 

Παράξενη μου φάνηκε και η αλλαγή στον χαρακτήρα του Βρέντεσορ. Απ’ τη μια θέλει να σκοτώσει τον Δροντοφούς, αλλά τελικά, όταν εκείνος τού αποκαλύπτει τα πράγματα που ήδη ήξερε, μετατρέπεται σε ταπεινό υπήκοό του. Αλλά απ’ ό,τι κατάλαβα, αυτός ήταν και ο λόγος που τον έψαχνε για να τον σκοτώσει, γι’ αυτά που είχε κάνει.

 

Ελπίζω να μην φαίνεται πολύ επικριτικός ο τόνος μου. Απλά είναι σκέψεις που πέρασαν από μυαλό μου και είπα να τις αναφέρω.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα και όπως το βλέπω εντός θέματος.

Νομίζω πως χρειαζόμουν κάποιες εξηγήσεις παραπάνω για την όλη κατάσταση. Πχ θα ήθελα να ήξερα πιο πολλά για το παρελθόν του Δροντοφούς.

Ποιοί ήταν οι ιππότες που τους έταξαν δόξες και μεγαλεία; Πώς έγινε η μετάβαση από αυτήν την κατάσταση στην κατάσταση όπου ο βασιλιάς τους τιμωρεί; Επίσης θα ήθελα να ξέρω πέντε πράγματα και για το Βρέντεσορ (Πώς κατορθώνει να μάχεται τυφλός; Πώς αντέχει την πορεία στην έρημο με τη λαβωματιά στο στήθος; Φαντάζομαι οι Καρμαλιανοί του έδωσαν αυτές τις δυνάμεις; Ποιοί είναι οι άλλοι που είναι μαζί του;)

 

Ίσως κράτησε κάπως περισσότερο το πρώτο μέρος (1250 λέξεις).

Η πορεία στην έρημο και το κλείσιμο συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες και καθόλου δράση. Μου έκαναν κάπως (ειδικά η πορεία) σαν να είναι εκεί για να δώσουν τις πληροφορίες κι όχι να προωθήσουν τη δράση.

Αρκετά δυνατή εικόνα το καραβάνι με τους τυφλούς και τον μονόφθαλμο στην έρημο.

Έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσες να έχεις εκτελέσει την ιδέα με καλύτερο τρόπο.

Link to comment
Share on other sites

Ετυμηγορία: Μάλλον το πιο opera διήγημα του διαγωνισμού (αν και δεν τέλειωσα ακόμα όλα τα υπόλοιπα).

 

Τι μου άρεσε:

+Το Ξάσμαρακ-feeling που μου έβγαλε.

+ Η τραγικότητα των χαρακτήρων.

+ Οι απλές αλλά ξεκάθαρες περιγραφές.

+ Το οτι έβγαλες διήγημα μέσα από ένα ρητό. good.gif

 

Τι δε μου άρεσε:

+ Η θεατρικότητα του (για να μην πω όπερα) με την όχι καλή έννοια. Όταν κάνει κάποιος κάτι μέσα στην ιστορία, ο υπόλοιπος κόσμος μοιάζει να κρατάει την ανάσα του. Μιλάει ο Βρέντεσορ; οι άλλοι περιμένουν υπομονετικά να τελειώσει. Ο Δροντοφούς; το ίδιο. Η κοπέλα αρπάζει το δόρυ και σουβλίζει τον χαρακτήρα. Όλοι περιμένουν τη σειρά τους σαν να είναι rpg (6 δευτερόλεπτα ο κάθε γύρος). Αυτό και κάποιες "ποιητική-αδεία-αναληθοφάνειες" κάνουν την ιστορία... όπερα wink.gif

 

Καλή επιτυχία mate.

Link to comment
Share on other sites

Κι έτσι ο Ντίνος επιστρέφει στο αγαπημένο του είδος, που του πάει τόσο καλά...

 

Στα θετικά της ιστορίας:

 

+Η ζωντάνια των χαρακτήρων

+Η γλώσσα, μεθυστική, υπέροχη, τραβάει τον αναγνώστη και δεν τον αφήνει να φύγει μέχρι την τελευταία λέξη

+Η Ερινύστικη, μακάβρια ιστορία του Δροντοφούς.

 

Στα αρνητικά τώρα...

 

-Όλη αυτή η ιστορία δεν χωρούσε σε τόσο λίγες λέξεις. Ήθελε περισσότερες, για να μην φαίνονται βεβιασμένα κάποια κομμάτια (οι υπερφυσικές ικανότητες του Βρέντεσορ, η απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του κλπ) Τον είχες τον χώρο να το κάνεις

-Η δομή της ήταν λίγο άνιση κι οι πληροφορίες κολυμπάνε άτσαλα μέσα στην ιστορία, σαν να μπαλώνεις βιαστικά κάποια κενά που σου βγήκαν στην πορεία

-Οι διάλογοι είναι αφύσικοι σε κάποια σημεία.

 

Αλλά ήταν όμορφη και γλυκιά ιστορία και χαίρομαι που την διάβασα. :)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Έχει όλα τα υπέρ και τα κατά τυπικής ιστορίας του Ντίνου τολμώ να πώ. Στα υπέρ είναι, όπως συνήθως, πολύ καλά γραμμένη και κρατάει τον αναγνώστη. Στα κατά, πάλι όπως συνήθως, φαίνεται απλά να αδιαφορεί για την αληθοφάνεια του κείμενου είτε είναι το πως πολεμούν οι Καρμαλιανοί, είτε η Ναζλί που αφού αρπάζει τη λόγχη την πετάει λες κι είναι ακόντιο, είτε είναι ο Βρεντεσορ που πολέμα τυφλός καλύτερα απ΄αυτούς που βλέπουν ενώ μετα πηγαίνει τρείς μέρες καβάλα στ' αλογο με πληγή από λόγχη στο στήθος. Τώρα για σενάριο ταινίας αυτό θα ήταν... στα συνηθησμένα επίπεδα αληθοφάνειας που μας έχουν συνηθήσει. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι είναι καλό είτε σε διήγημα, είτε σε ταινία.

 

Εμφανέστατη όπως προαναφέρθηκε η επίδραση της ιστορίας του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου. Ο Δροντόφους ελάχιστη συμπάθεια μου προκάλεσε σαν χαρακτήρας, είχε ένα καθήκον απέναντι στους συντρόφους του κι αυτός τους παράτησε να πεθάνουν. Ο Βρεντεσορ απ΄αυτήν την πλευρά είναι συμπαθέστερος....

Link to comment
Share on other sites

Καλογραμμένο το κείμενο, το δίχως άλλο με ωραίες περιγραφές. Επίσης ιστορία από το είδος που μου αρέσει πολύ.

 

Όμως μία πικρή γεύση μου άφησε στο τέλος.

 

Ερωτήματα αναπάντητα, τα οποία είναι πρωτεύων σημασίας...

 

Τα περισσότερα ειπώθηκαν θα προσθέσω ακόμα ένα: Σαν πολύ γρήγορα δεν μετάνιωσε ο Βρέντεσορ την πράξη που είχε ορκιστεί να κάνει; Τόσο εύκολα συγχώρεσε μία φαινομενική προδοσία;

 

 

 

 

Άσχετο με το κείμενο αλλά θέλω να το πω: Μιας και αναφέρθηκε το ρητό "στους τυφλούς βασιλέυει ο μονόφθαλμος" θέλω να προσθέσω "και αν εμφανιστεί κάποιος με δύο μάτια, πέφτουν πάνω του για να του τα βγάλουν"...

 

 

 

 

Καλή επιτυχία!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ εντός θέματος και εντός είδους η ιστορία.

Καθόλου δεν με πείραξε που δούλεψε πάνω στο γνωστό θέμα των τυφλών και μονόφθαλμων του Βουλγαροκτόνου. Ίσα-ίσα που ήταν μια διαφορετική σκοπιά της όρασης, χωρίς υπερφυσικό στοιχείο.

Στα θετικά η ατμόσφαιρα και οι περιγραφές στην έρημο, η τραγικότητα των ηρώων, η τιμωρία που επιφυλάσσει ο αυτοκράτορας στους νικημένους και που ξετυλίγεται σιγά-σιγά.

Στα αρνητικά η έλλειψη αληθοφάνειας της σκηνής στην αγορά. Έχω να παρατηρήσω κι εγώ το πρόβλημα με τον τρόπο που στήθηκε η μονομαχία και για το πώς πολέμησε ο Βρέντεσορ. Αν είχε όντως υπερφυσικές ικανότητες, χρειαζόταν ένας-δυο παραπάνω υπαινιγμοί για να το αντιληφθούμε κι εμείς.

 

Όπως και με τον Ξασμαράκ, βλέπω κι εδώ ένα δυναμικό στην ιστορία που θα μπορούσε να την απογειώσει, αν άλλαζαν μερικές σκηνές.

Αν θέλεις, κάποια στιγμή, τα λέμε...

Link to comment
Share on other sites

Στα θετικά:

Κλασσικός Χατζιγιώργης: βγάζει συναίσθημα και δραματικότητα με άνετη κινηματογραφική γραφή. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα από πίσω που στηρίζει μια ιστορία αυτού του μεγέθους

 

Στα αρνητικά:

Πολύς λόξυγκας. Μα πάρα πολύς. Κάθε λίγες σειρές μου χτύπαγαν στο μάτι διάφορες "καραμπόλες", από περίεργες συντάξεις μέχρι αταίριαστες λέξεις ή και ανομοιογένεια στον τόνο της γραφής ή και στον αφηγηματικό τόνο (πχ στο σημείο που έχουμε φλαςμπακ στη μέση της μονομαχίας αλλά αυτό δε φαίνεται καν τυπογραφικά). Γενικά, μου δίνεις την αίσθηση ή ότι δεν έκανες αρκετό editing ή ότι προσπάθησες να μικρύνεις την ιστορία για να χωρέσει στον διαγωνισμό.

Επίσης, όπως σχολίασαν και οι από πάνω, η αληθοφάνεια έχει πάει περίπατο. Η ιστορία μπορεί να δουλεύει σε καθαρά κινηματογραφικό επίπεδο (όπου κυριαρχεί το φαίνεσθαι) αλλά σε κείμενο όπου η φαντασία παρατηρεί τον κόσμο τα τρικ με την κάμερα δε λειτουργούν τόσο καλά.

 

Συμπέρασμα:

Έχει δυνατότητες η ιστορία αλλά χρειάζεται editing ή ίσως και μεγάλωμα.

Link to comment
Share on other sites

Κλασικό δείγμα της γραφής σου, Ντίνο. Η αγωνία διάχυτη σε όλο το κείμενο, κλιμακούμενη, μέχρι που οδηγεί στην τελική αποκάλυψη. Μου άρεσε ο τρόπος που χειρίστηκες το θέμα, καθώς και η δομή του. Τα ονόματα μπορώ να πω πως δε με ενθουσίασαν, όμως είμαι πραγματικά περίεργη να μάθω πώς τα εμπνεύστηκες. Πέρα απ’αυτό, παρατήρησα κάποια σκαλώματα του λόγου σε κάποια –λίγα- μέρη, τα οποία θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αποφευχθούν. Θεωρώ πολύ θετικό που αυτή τη φορά ο ήρωας της ιστορίας σου

δεν ήταν κυριολεκτικά βασιλιάς.

Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να ταυτιστούμε πολύ πιο εύκολα μαζί του. Επιπλέον συν, το ότι φάνηκε στην πράξη πως

«μεταξύ των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς». :lol: Επίσης, έχω την εντύπωση, διορθώστε με αν κάνω λάθος, ότι αυτό το σκηνικό (με τον μονόφθαλμο που οδηγεί τους τυφλούς) κάπου το έχουμε ξαναδεί –δεν μπορώ όμως να θυμηθώ πού...

Μια τελευταία απορία είναι

πώς κατάφερε ο Βρέντεσορ να νικήσει το Δροντόφους στη μάχη τους από τη στιγμή που ήταν τυφλός; Κάτι πρέπει να παίχτηκε με τους Καρμαλινούς... Έτσι δεν είναι;

Καλή επιτυχία!

 

Υ.Γ. Εκ των υστέρων, μετά τη συγγραφή του παραπάνω, όταν διάβασα και τα υπόλοιπα σχόλια, επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του δεύτερου spoiler.

Link to comment
Share on other sites

Η σκιά του παλιού-καλού Χατζηγιώργη.... γιατί άραγε δεν εκμεταλλεύτηκε τον άπλετο χρόνο για να το τελειοποιήσει και το άφησε γεμάτο εκφραστικές δυστοπίες;; Κανείς δε θα μάθει ποτέ.

Για να μην αναφερθώ στις ευκολίες:

Ο τυφλός κέρδισε στην ξιφομαχία, η κόρη τον πετυχαίνει θανάσιμα, αυτός αιμορραγεί για μέρες...

 

Not this time mr Hadj. Sorry.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Όταν η έμπνευση από μια στιγμή της ιστορίας συναντάει μια ώριμη πένα.

 

Μου άρεσε: Η ιδέα φυσικά. Οι αναφορές σε μια γεωγραφία οικουμενική.

 

Δε μου άρεσε: Καταρχήν, το τέλος. Η τελευταία παράγραφος είναι εξαιρετικά αδύναμη σε σχέση με την ως εκεί αφήγηση. Και πρόσεξε, δε μιλάω για την σκηνή ή τον τρόπο κλεισίματος, μιλάω καθαρά και μόνο από δραματικής,αφηγηματικής πλευράς. Τα γεγονότα ήταν αυτά που λες, ο τρόπος που τα λες είναι λίγο αδύναμος. Η αληθοφάνεια είναι όντως προβληματική. Δυσκολεύομαι επίσης να πιστέψω τη σκηνή που η Νεζντί πέφτει πάνω στο λογχοφόρο και του αρπάζει τη λόγχη.

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Το κυριότερο παράπονό μου από την ιστορία σου (όπως και από τις περισσότερες του διαγωνισμού) :

Όταν έχουμε διαγωνισμό ΕΦ, περιμένω το θέμα να είναι στις ιστορίες αναπόσπαστο κομμάτι επιστημονικής φαντασίας. Όταν έχουμε fantasy, περιμένω το θέμα (στην προκειμένη,"όραση" ), να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του fantasy.

Εδώ έχουμε μία ιστορία fantasy, που όμως το θέμα δεν υποστηρίζεται από το είδος. Εκτός κι αν κάτι δεν κατάλαβα καλά, που θα το δούμε παρακάτω.

 

Καταρχήν, να πω ότι ευχαριστήθηκα την ανάγνωσή της. Αλλά υπάρχουν πολλά πράγματα που ήθελαν μεγαλύτερη προσοχή.

 

Η γλώσσα.

Σε πολλά σημεία δεν πρόσεξες, όπως εκείνο το "η δεκαπεντάχρονή του κόρη". Μα το είπες φωναχτά αυτό; "Η δεκαπεντάχρονη κόρη του" πώς σου ακούγεται;

Ή, κάπου λες ότι "τον έστειλε στην πλάτη του". Γιατί, "τον έριξε" σε χάλαγε;

Κάτι τέτοια, που μειώνουν την ποιότητα του κειμένου.

 

Η αληθοφάνεια.

1) Όταν η κόρη επιτέθηκε τόσο εύκολα, σκέφτηκα (ειλικρινά) "βρε λες να είναι αυτή ο Δροντοφούς;"

2) Η αντοχή στη θανάσιμη πληγή δεν δικαιολογείται.

3) Η όραση χωρίς μάτια δεν δικαιολογείται (μόνο έναν υπαινιγμό έχουμε).

4) Πάρα πολύ γρήγορα άλλαξε γνώμη αυτός ο άνθρωπος στο τέλος, τόσο, που μου φώναζες ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΩΡΟ!

 

Το ξεδίπλωμα της ιστορίας.

1) Αυτό με τις αναδρομές, το έχεις παρακάνει. Το χρησιμοποιείς πια σαν καραμέλα και είναι λίγο φτηνό κόλπο.

2) Στο σημείο "Πατέρα, γιατί έχεις μόνο ένα μάτι;" περνάς στην αλλαγή πολύ απότομα. Ενοχλεί.

 

 

Αυτά, πάνω-κάτω. Επαναλαμβάνω ότι ευχαριστήθηκα την ιστορία σου, (πολύ περισσότερο από το Ξάσμαρακ :awub:) και γι' αυτό σου τα είπα λιγάκι μαζεμμένα.

:flowers:

Link to comment
Share on other sites

Ή, κάπου λες ότι "τον έστειλε στην πλάτη του". Γιατί, "τον έριξε" σε χάλαγε;

Ναι.

 

[θα έσκαγα]

Link to comment
Share on other sites

Καλά. (Ε δεν είναι να σκας κιόλας. Άμα τσαντίζεσαι δεν υπάρχει λόγος να το κρατάς).

Μήπως θέλεις να πάρω πίσω την ανθοδέσμη γιατί τη βλλέπεις και σου ανάβουν τα λαμπάκια; (Σίγουρα σκοπός μου δεν ήταν να σε στεναχωρήσω, αλλά απ' ό,τι φαίνεται αυτό έκανα). :(

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..