Jump to content

Άρετ


Mesmer

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: Φάντασυ

Αριθμός Λέξεων: ~3.850

Αυτοτελής; Ναι

 

Άρετ

«Μπαμπά, θα μου πεις ξανά για την Άρετ;». Είχε ακούσει την ιστορία πάρα πολλές φορές, αλλά εκείνη τη στιγμή η φαντασία του κάλπαζε για τα καλά. Μερικές μέρες νωρίτερα είχε επιστρέψει ένα από τα καράβια του Μαγγελάνου, μετά από τρία χρόνια ταξιδιού, και λεγόταν ότι είχε κάνει το γύρο του κόσμου.

 

Ο πατέρας του κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, τον σκέπασε ως το λαιμό και χαμογέλασε. «Πριν από πολύ καιρό, οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο κόσμος είναι επίπεδος». Έσκυψε πιο κοντά και του ψιθύρισε συνωμοτικά: «Κάποιοι το πιστεύουν ακόμα. Στο επάνω μέρος του επίπεδου κόσμου ζούμε εμείς. Από κάτω υπάρχει η Άρετ, ένας τόπος μαγικός για τον οποίο λίγοι γνωρίζουν κι αυτά που ξέρουν είναι ελάχιστα»

 

Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και τον περισσότερο καιρό έλειπε σε ταξίδια, αλλά όταν επέστρεφε πάντα έφερνε μαζί του νέους μύθους και θρύλους. Η Άρετ ήταν η αγαπημένη του, ένας κόσμος που κρεμόταν κάτω από το δικό τους.

 

«Κι ο σκοπός αυτών των μεγάλων ταξιδιών μέσα στις θάλασσες είναι για να φτάσουμε στην άκρη του κόσμου και να βρούμε την Άρετ;»

 

«Μπορεί», του είπε και έφερε το δάχτυλο στα χείλη του, τάχα για να το κρατήσει μυστικό.

 

Κάτι ενόχλησε το μυαλό του. Κάτι που δεν είχε σκεφτεί τις προηγούμενες φορές που είχε ακούσει την ιστορία.

 

«Μπαμπά, λένε ότι τα ταξίδια αυτά γίνονται για να ανακαλυφθούν νέοι δρόμοι για μακρινούς τόπους. Για να φτάνουμε εκεί πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Αυτό θα διευκολύνει και το εμπόριο». Ο πατέρας του τον κοιτούσε σοβαρά και του ένευσε να συνεχίσει. «Αν αυτός δεν είναι ένας πολύ καλός λόγος για να χάσεις πάνω από διακόσιους γενναίους άντρες και τέσσερα μεγάλα πλοία, τότε ποιος είναι;»

 

«Είσαι πολύ έξυπνος, γιε μου», του είπε με περηφάνια και χάιδεψε τα μαλλιά του. «Πάρα πολύ έξυπνος»

 

~*~*~*~*~*~

Η μνήμη αυτή ερχόταν συχνά στο μυαλό του και πάντα τον συγκινούσε. Δεν έφταιγε μόνο το ότι ο πατέρας του χάθηκε στη θάλασσα, αλλά ήταν κι επειδή η εξυπνάδα για την οποία του είχε μιλήσει, έγινε τελικά το όπλο του. Η ικανότητά του να συγκρατεί ό,τι διάβαζε, να κάνει περίπλοκους υπολογισμούς και να συνδυάζει γνώσεις από διαφορετικούς τομείς, τράβηξαν από νωρίς το ενδιαφέρον καθηγητών και επιστημόνων. Αυτό τον οδήγησε με σταθερά, αλλά και γρήγορα βήματα, στα επιστημονικά εργαστήρια στα υπόγεια του παλατιού.

 

Εκεί γνώρισε ανθρώπους ευφυέστατους κι έμαθε τεχνικές πρωτάκουστες για το δικό του μυαλό. Νέες πληροφορίες κατέφθαναν από παντού, για φάρμακα, για μεθοδολογίες, για πειράματα, όλα ανοιχτά να εξεταστούν και να ερμηνευτούν. Κι εκείνος αποτελούσε ένα μικρό μέρος όλων αυτών. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του δίχως αυτά.

 

Αν και είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που ο πατέρας του του μίλησε πρώτη φορά για την Άρετ, όταν ήταν μόλις εννιά, ποτέ του δεν την λησμόνησε. Η επαφή του με βιβλία και συγγράμματα που πρωτύτερα αγνοούσε, του επέτρεψε να την γνωρίσει από πιο κοντά. Βιβλία επιστημονικά, που μιλούσαν για ανεξερεύνητα γεωγραφικά πλάτη, αλλά και βιβλία μαγείας, απαγορευμένα από την εκκλησία, στα οποία μόνο λίγοι είχαν πρόσβαση. Η έρευνα που είχε ξεκινήσει για να θρέψει την περιέργειά του, έφερε παράξενες αποκαλύψεις. Οι αναφορές στην Άρετ φαίνονταν να είναι πολύ περισσότερες απ’ όσες πίστευε. Την είχε ανακαλύψει μέσα σε βιβλία ιστορίας, σε μύθους από την αντίκρυ μεριά της Γης, σε αλχημικές φόρμουλες· πολλές φορές κρυμμένη πίσω από διαφορετικά ονόματα. Κι όσο πιο πολύ μελετούσε, τόσο περισσότερο πειθόταν για την ύπαρξή της, ακόμη κι αν η κοινή λογική έδειχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Αυτό που πίστευε πως είχε ανακαλύψει –ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια από εκείνους που έψαχναν για μια διαδρομή πάνω στο χάρτη προς την Άρετ– ήταν μια είσοδος μ’ έναν τρόπο επιστημονικό, αλλά και μαγικό.

 

«Ραμόν, πού γυρνάει πάλι το μυαλό σου;». Η φωνή του Δασκάλου τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Το όνομα του Δασκάλου ήταν Χουάν, ποτέ όμως δεν είχε ακούσει κανέναν να τον αποκαλεί έτσι. Αλλά κι εκείνος φαινόταν να απολαμβάνει το προσωνύμιο που του είχε δοθεί. Παρά τα εξήντα του χρόνια και το ισχνό του σώμα, ο τρόπος που περιφερόταν με γοργά βήματα ανάμεσα στους πάγκους, δίνοντας συνέχεια συμβουλές και οδηγίες, έμοιαζε μ’ ενός εικοσάρη.

 

«Πουθενά, Δάσκαλε. Υπολόγιζα κάτι», είπε αόριστα, αλλά ψέματα. Το μυαλό του γύριζε γύρω από το σακουλάκι που υπήρχε στο κάτω συρτάρι του πάγκου. Μια ειδική παραγγελία που είχε φτάσει από ένα μακρινό λιμάνι, μέσω ενός πολύ έμπιστου, αλλά και αρκετά δαπανηρού ναύτη. Το τελευταίο συστατικό που χρειαζόταν για να ανοίξει την είσοδο.

 

~*~*~*~*~*~

Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρέθηκε μακριά από την πόλη, στο αγρόκτημα που είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και που του απέμεινε μετά το θάνατο του πατέρα του. Τη μητέρα του δεν την γνώρισε ποτέ. Είχε πεθάνει για να δώσει ζωή σ’ εκείνον. Οι γονείς του πατέρα του, που ουσιαστικά τον είχαν μεγαλώσει, έγιναν θύματα της μαύρης αρρώστιας, πριν από μερικά χρόνια, αφήνοντάς τον μόνο.

 

Το μικρό σπίτι ήταν χτισμένο κοντά στην πλαγιά ενός λόφου και περιτριγυριζόταν από μια χαμηλή περίφραξη. Τα χόρτα κι οι λερωμένοι τοίχοι αποτελούσαν σημάδια εγκατάλειψης, κάτι για το οποίο κατηγορούσε τον εαυτό του. Προσπαθούσε, όμως, να διατηρεί το εσωτερικό του καθαρό και συμμαζεμένο, επειδή εκεί ήταν το ησυχαστήριό του, το μέρος που του άρεσε να βρίσκεται όταν ήθελε μόνο να συλλογιστεί.

 

Μαζί του κουβαλούσε ένα μπουκάλι που περιείχε ένα βαθυπράσινο υγρό. Το είχε ετοιμάσει προσεκτικά στο εργαστήριο, όταν οι περισσότεροι είχαν φύγει. Η επαφή του με τη γη ανοίγει την είσοδο. Αναλογιζόταν συνεχώς τις οδηγίες καθώς προχωρούσε προς τα δυτικά του λόφου. Αν και δεν συνήθιζε να βλέπει περαστικούς, προτίμησε να πάει σ’ ένα μέρος πιο απομονωμένο. Σταμάτησε όταν το σπίτι κρύφτηκε από το λόφο.

 

Έβγαλε το πώμα από το μπουκάλι και το κράτησε για μερικές στιγμές μπροστά στα μάτια του, σκεφτόμενος αυτό που πήγαινε να κάνει. Η Άρετ, ο μυθικός τόπος που είχε λατρέψει χωρίς να τον γνωρίζει, κι εκείνο το υγρό θα του έδειχνε το δρόμο. Μπορούσε να είναι αλήθεια; Πήρε μια βαθιά, αποφασιστική ανάσα κι άρχισε να χύνει το υγρό πάνω στην πλαγιά. Με κυκλικές κινήσεις έφτιαξε μια υγρή σπείρα στο χώμα, που έρεε αργά. Σήκωσε το μπουκάλι όταν το μισό υγρό είχε αδειάσει.

 

Ο χρόνος πάγωσε. Τίποτα δεν συνέβαινε. Έσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος και αναστέναξε. Ποιον προσπαθούσε να κοροϊδέψει; Απ’ όσο ήξερε οι μαγείες δεν είχαν δουλέψει ποτέ. Τότε είδε το υγρό χώμα να εξαφανίζεται και να δίνει τη θέση του στο απόλυτο σκοτάδι. Μια κατάμαυρη τρύπα έχασκε μπροστά του. Τα δόντια του έτριξαν από το δέος. Αδυνατούσε να το πιστέψει.

 

Έπεσε στα γόνατα δίπλα στην τρύπα. Άπλωσε το χέρι του κι εκεί που έπρεπε να αγγίξει το χώμα, απλά πέρασε από μέσα. Η πύλη, σκεφτόταν, ο δρόμος για την Άρετ. Ποτέ του δεν χρειάστηκε να φανεί θαρραλέος. Και τώρα που η κατάσταση το απαιτούσε κατάλαβε πόσο δειλός και πόσο απροετοίμαστος ήταν. Έκλεισε τα μάτια του κι άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει. Η παιδική του λαχτάρα για την Άρετ, αλλά και η επιστημονική του περιέργεια για το άγνωστο αναδύθηκαν μεμιάς από μέσα του. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άνοιξε τα μάτια και χώθηκε μέσα στη σκοτεινή οπή.

 

 

Τα τοιχώματα της τρύπας ήταν λεία και παγωμένα, αλλά δεν μπορούσε να τα διακρίνει. Προχωρούσε γονατιστός, επειδή η σήραγγα ήταν χαμηλή. Μπροστά του δεν έβλεπε τίποτα. Πίσω του, το απογευματινό φως άρχιζε να ξεθωριάζει.

 

Η είσοδος κλείνει όταν εξατμιστεί το υγρό, σκεφτόταν σερνόμενος όσο γρηγορότερα μπορούσε. Πυκνό σκοτάδι τον κάλυπτε από παντού κι ένιωθε έναν αρχέγονο τρόμο να αναμοχλεύει τα σωθικά του. Ήθελε να γυρίσει πίσω, έπρεπε να το κάνει.

 

Σαν απάντηση στην επιθυμία του είδε ένα αμυδρό, πορτοκαλί φως να τρεμοπαίζει μπροστά του. Πλημμυρίστηκε από αγαλλίαση κι ελπίδα. Το σούρσιμο επιταχύνθηκε και κόντευε στο φως ολοένα και ταχύτερα.

 

Τα μάτια του, που είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι, δάκρυσαν και θόλωσαν από το φως που δυνάμωνε. Τα δάχτυλά του άγγιξαν κάτι σκληρό και γνωστό: πέτρα. Είχε βγει επιτέλους στην άλλη πλευρά. Σκούπισε τα μάτια του, περίμενε λίγο να ξεθολώσουν κι ύστερα αφέθηκε στη μαγεία του τοπίου που τον περιέβαλλε.

 

Στεκόταν και πάλι σε μια πλαγιά, αλλά ενός ψηλότερου βουνού. Ψηλά δέντρα υπήρχαν ολόγυρά του, γνωστά στην όψη, όμως το χρώμα τους ήταν εντελώς διαφορετικό. Ο κορμός ήταν φαιοκίτρινος και τα φύλλα είχαν ένα έντονο υποκόκκινο χρώμα, που έμοιαζε με λαμπερό φθινόπωρο. Κι αυτό το υπέροχο τοπίο απλωνόταν παντού, ανατολικά και δυτικά, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Χαμηλά, τους πρόποδες του βουνού τούς έβρεχε μια απέραντη πορτοκαλή θάλασσα.

 

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Η Άρετ ήταν ένας κόσμος ίδιος και συνάμα διαφορετικός. Παρά τη γοητεία του τοπίου, αισθανόταν κάτι παράξενο. Σαν να βρισκόταν κάπου βυθισμένος. Προσπάθησε να το αποδιώξει και να αρκεστεί στα θαυμαστά πράγματα που υπήρχαν εκεί.

 

Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό κι αντίκρισε έναν πανέμορφο ήλιο. Ήλιος ήταν το όνομα που του έδωσε, αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτόν που ήξερε. Πιο μικρός σε μέγεθος και λιγότερο λαμπερός. Έμοιαζε με μια σφαίρα που καιγόταν κι ανέδυε κίτρινες, πορτοκαλί και άλικες φλόγες. Λες και ήταν εκείνο που έκανε το χρώμα των πάντων να γέρνει προς το κόκκινο.

 

Όταν στράφηκε προς τα πίσω η τρύπα από την οποία βγήκε είχε εξαφανιστεί. Έσφιξε πάνω του το μπουκάλι με το υπόλοιπο υγρό κι άρχισε να κατεβαίνει το βουνό. Είχε τα μάτια του συνεχώς ψηλά, κοιτάζοντας άλλοτε τα φύλλα κι άλλοτε τον ήλιο, σαν να ονειροπολούσε. Είδε πουλιά να πετάνε στον ουρανό, πουλιά των οποίων τα ονόματα γνώριζε.

 

Την προσοχή του τράβηξε μια κίνηση που έπιασε με την άκρη του ματιού του. Κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο κι έμεινε ακίνητος περιμένοντας. Μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά του, ανάμεσα από τα δέντρα, ξεπρόβαλε μια νέα κοπέλα. Κρατούσε ένα καλάθι, μέσα στο οποίο μάζευε κοκκινόχρωμα χόρτα. Έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα χωρίς μανίκια, δεμένο στη μέση. Το δέρμα της είχε μια πορτοκαλή απόχρωση, σε συμφωνία με το περιβάλλον της, ενώ τα μακριά μαλλιά της είχαν ανταύγειες όλων των χρωμάτων του ήλιου που έλαμπε πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ήταν όμορφη με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να περιγράψει.

 

Μόλις πλησίασε λίγο πιο κοντά βγήκε από την κρυψώνα του και την χαιρέτισε.

 

«Γεια σου». Όταν τον κοίταξε το πρόσωπό της γέμισε με τρόμο. «Μη φοβάσαι», της είπε μαλακά και την πλησίασε. Απείχαν μόνο μερικά βήματα. Η κοπέλα τού πέταξε το καλάθι κι έκανε να τρέξει. Ο Ραμόν κινήθηκε σβέλτα, της έπιασε το χέρι και την τράβηξε κοντά του.

 

«Μη φωνάξεις», της είπε φοβούμενος μην υπήρχαν κι άλλοι κάπου κοντά. Εκείνη ούρλιαξε. Την έσφιξε από τη μέση και με το άλλο του χέρι κάλυψε το στόμα της, κάνοντάς την να σιωπήσει. Η κοπέλα συνέχισε να παλεύει. Από εκείνη την κοντινή απόσταση είδε ότι τα μάτια της έλαμπαν με ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Αν δεν τον ταρακουνούσε, θα είχε χαθεί εκεί μέσα.

 

Ο φόβος και το ένστικτο της επιβίωσης τον ανάγκασαν να κάνει κάτι που δεν θα έκανε κάτω από άλλες συνθήκες. Χτύπησε με δύναμη την κοπέλα στα πλαϊνά του κεφαλιού με τη γροθιά του, αφήνοντάς την αναίσθητη.

 

Πανικοβλήθηκε. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος αν κάποιος είχε ακούσει τις φωνές της κοπέλας. Με τα χέρια του να τρέμουν άνοιξε το μπουκάλι κι έχυσε το υγρό στο χώμα. Η μαύρη τρύπα εμφανίστηκε ξανά.

 

Λίγο πριν μπει μέσα, μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Άρπαξε τη λιπόθυμη κοπέλα και την τράβηξε μαζί του μέσα στα σκοτάδια.

 

~*~*~*~*~*~

Όταν βγήκαν από την τρύπα βρίσκονταν απ’ την άλλη μεριά του αγροκτήματος, αλλά κοντύτερα στο σπίτι· κάτι που τον συνέφερε. Κουβάλησε την κοπέλα μέχρι εκεί και την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Έριξε μερικά σκεπάσματα πάνω της και της έπλυνε το πρόσωπο. Οι ιατρικές του γνώσεις τού έλεγαν πως δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα κι ότι απλά κοιμόταν. Έκατσε δίπλα της και περίμενε να συνέλθει.

 

Κι όσο περίμενε σκεφτόταν όλα αυτά που είχαν γίνει μέσα σε λίγη ώρα και του φαίνονταν απίστευτα.

 

 

Η κοπέλα δεν άργησε πολύ να ανοίξει τα μάτια της. Η συνειδητοποίηση τού πού βρισκόταν ήρθε αναπάντεχα και την τάραξε. Ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι και τράβηξε προστατευτικά τις κουβέρτες πάνω της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα έξω από το παράθυρο, στο διαφορετικό για κείνη κόσμο. Ύστερα από λίγο αντιλήφθηκε την παρουσία του. Τον κοίταξε με ενδιαφέρον και περιέργεια, κάτι που του φάνηκε πολύ παράξενο, δεδομένης της προηγούμενης αντίδρασής της. Η λάμψη των ματιών της τον υπνώτιζε, αλλά πρόσεξε ότι δεν ήταν τόσο έντονη στο δικό του κόσμο.

 

Η κοπέλα άρχισε να μιλά γρήγορα, με μια παράξενη προφορά. Ο Ραμόν κατάλαβε ότι επαναλάμβανε πέντε λέξεις, δύο από τις οποίες αναγνώριζε. Σήμαιναν το ίδιο και προέρχονταν από δυο νεκρές γλώσσες. Άβε και χαίρε.

 

«Γεια», της είπε στα λατινικά. Ήταν μια γλώσσα που είχε μάθει μαζί με τα αρχαία ελληνικά για να μπορεί να μελετάει παλιά χειρόγραφα. «Είμαι ο Ραμόν»

 

«Είμαι η Αμάρα», είπε και χαμογέλασε. Ο τρόπος που μιλούσε τα λατινικά ήταν πολύ διαφορετικός από το δικό του, αλλά ακουγόταν και πιο σωστός.

 

«Συγγνώμη που σε χτύπησα και σε έφερα εδώ. Φοβήθηκα». Δεν ήταν σίγουρος πως τα λόγια του θα γίνονταν πιστευτά και θα έβρισκαν ανταπόκριση.

 

«Δεν πειράζει, θα με πας πίσω», ήταν η αποστομωτική της απάντηση. Κάτι που είπε με απόλυτη σιγουριά.

 

«Είσαι από την Άρετ;», ρώτησε.

 

«Ναι», είπε και έσπρωξε με χάρη μια τούφα από τα κοκκινοκίτρινα μαλλιά της, που είχε πέσει μπροστά στα μάτια της.

 

«Ξέρεις, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι βρίσκεστε από κάτω τους»

 

«Εκεί ακριβώς βρισκόμαστε»

 

«Αυτό δεν γίνεται, αφού η Γη…», ξεκίνησε να λέει, αλλά τον διέκοψε μια κίνηση της Αμάρα.

 

Σήκωσε το δεξί της χέρι και με τα δάχτυλά της λυγισμένα σχημάτισε μισή σφαίρα. Έσυρε ένα δάχτυλο στην εξωτερική πλευρά του χεριού της. «Εσείς», είπε και στη συνέχεια πέρασε το δάχτυλό της στην εσωτερική πλευρά. «Εμείς», πρόσθεσε.

 

«Αδύνατο», μουρμούρισε και θυμήθηκε εκείνη την αίσθηση της βύθισης που ένιωθε όσο ήταν στην Άρετ.

«Γι’ αυτό ονομάστηκε Άρετ. Terra ανάποδα». Άνοιξε τα μάτια του έκπληκτος. Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου. «Οι πρόγονοί μας βρήκαν τα μονοπάτια», συνέχισε η Αμάρα, «Κατάλαβαν ότι κάθε μονοπάτι οδηγούσε σε διαφορετικό μέρος. Έτσι πίστεψαν πως μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για να αιφνιδιάζουν τους εχθρούς τους. Σχεδίασαν ολόκληρες εκστρατείες βάσει αυτών. Αλλά έμειναν πολύ καιρό κάτω από τη φλόγα. Κι αυτό τούς έκανε να δουν»

 

Κατάλαβε ότι η φλόγα ήταν ο ήλιος τους.

 

«Να δουν τι;»

 

«Θα δεις κι εσύ». Τα λόγια της έμοιαζαν με γρίφους. «Όταν κατάλαβαν πως ό,τι πήγαιναν να κάνουν ήταν λάθος, σφράγισαν τα μονοπάτια, αφού μάζεψαν όσο κόσμο μπόρεσαν, κι έμειναν στην Άρετ. Έχουν περάσει πολλοί αιώνες από τότε· έτσι λέγεται»

 

«Πώς γίνεται και μιλάς λατινικά;». Ήθελε να μάθει τόσα πολλά. Οι ερωτήσεις έρχονταν στο μυαλό του η μια πίσω απ’ την άλλη και δεν ήξερε ποια να διαλέξει.

 

«Μιλάμε τις γλώσσες των πρώτων κατοίκων, των Πατέρων μας. Λατινικά, ασσυριακά, αιγυπτιακά, ελληνικά, σινικά». Σταμάτησε για λίγο. «Θα με πας πίσω τώρα, ναι; Κι εγώ θα σου πω όσα θέλεις». Το είπε σαν να βιαζόταν πολύ να γυρίσει στον τόπο της και την καταλάβαινε.

 

Πήγε να της απαντήσει όταν ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να πεταχτεί. Δεν περίμενε κανέναν. Ποιος μπορεί να ήταν; Τα χτυπήματα έγιναν πιο δυνατά και πιο επίμονα.

 

«Ραμόν, άνοιξε, ξέρω πως είσαι μέσα». Ήταν ο Δάσκαλος.

 

«Περίμενε εδώ», είπε στην Αμάρα χαμηλόφωνα κι εκείνη τον κοίταξε ανήσυχα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κρυφτεί από εκείνον. Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε ελαφρά. Το κρεβάτι παρέμενε κρυμμένο στο διπλανό τοίχο.

 

«Καλησπέρα, Δάσκαλε», είπε στο γέρο που στεκόταν στο κατώφλι του.

 

«Θέλω να σου μιλήσω για κάτι που βρήκα στον πάγκο σου», είπε εκείνος και με μια γρήγορη κίνηση αποκάλυψε ένα σακουλάκι που είχε χωμένο μέσα στα ρούχα του. Ήταν το σακουλάκι που περιείχε τα υπολείμματα του τελευταίου συστατικού. Το κοίταζε άναυδος.

 

«Ξέρω τι είναι αυτό που ψάχνεις. Σε παρακολουθώ πολύ καιρό». Τα λόγια του Δασκάλου έκαναν το μυαλό του να πονά. Ένιωθε ανίσχυρος και βλάκας απέναντί του. «Πες μου τι έχεις ανακαλύψει»

 

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Δάσκαλε», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

 

«Σε άκουσα να μιλάς. Με ποιον μιλούσες;». Η ερώτηση ήταν απρόσμενη και δεν επιθυμούσε δισταγμούς. Αλλά ο Ραμόν δίστασε κι ο Δάσκαλος το κατάλαβε.

 

«Απλά διάβαζα φωναχτά…». Το χέρι του Δασκάλου τον άρπαξε απότομα από τη μπλούζα και τον τράβηξε έξω από το σπίτι, με δύναμη αναπάντεχη για την ηλικία του. Πέρασε σβέλτα από μπροστά του και μπήκε μέσα. Με μια γρήγορη ματιά ανακάλυψε την κοπέλα που ήταν καθισμένη στο κρεβάτι.

 

«Θεέ μου, υπάρχει στ’ αλήθεια», είπε ο Δάσκαλος τραυλίζοντας κι ο Ραμόν διέκρινε φόβο στη φωνή του. Κοιτάζοντας την Αμάρα, ρώτησε: «Τι βλέπεις;»

 

Από εκεί που βρισκόταν δεν την έβλεπε, αλλά την άκουσε να φωνάζει.

 

«Όχι. ΟΧΙ!». Ύστερα άκουσε το κρεβάτι να τρίζει και είδε μια Αμάρα τρομοκρατημένη να ορμάει με φόρα πάνω στο Δάσκαλο, που την κοίταζε κατάπληκτος. Τον παρέσυρε με την ορμή της, χώνοντας τα νύχια της στο πρόσωπό του, και πέσανε κι οι δυο στο πάτωμα, βγαίνοντας από το οπτικό του πεδίο. Η Αμάρα συνέχιζε να ωρύεται. Έτρεξε για να μπει στο σπίτι και να τους χωρίσει, αλλά τότε ακούστηκε ένας δυσάρεστος γδούπος κι οι φωνές της κοπέλας έπαψαν.

 

Είδε την Αμάρα ξαπλωμένη κι ακίνητη. Από μια βαθιά πληγή στο δεξί της κρόταφο ανάβλυζε χρυσοκόκκινο αίμα. Λίγο πιο δίπλα, ο Δάσκαλος βαριανάσαινε έχοντας στο χέρι του ένα βαρύ, μαρμάρινο κηροπήγιο, που η μια του γωνία ήταν βαμμένη με το αίμα της κοπέλας. Το πρόσωπό του, πληγιασμένο από τα νύχια της Αμάρα, είχε παραμορφωθεί από την απόγνωση και την αηδία.

 

«Τι έκανες;», ρώτησε έντρομος. Έτρεμε σύγκορμος, το μυαλό του ήταν γεμάτο κραυγές και τα χέρια του ήθελαν να κάνουν κακό. Κινήθηκε απειλητικά προς το Δάσκαλο. Εκείνος κατάλαβε τις προθέσεις του κι άρχισε να υποχωρεί, σπρώχνοντας με χέρια και πόδια το δάπεδο.

 

Οι απότομες κινήσεις του Δασκάλου χαλάρωσαν τα ρούχα του κι ένα σκούρο σακουλάκι έπεσε από μέσα τους. Στη θέα του, ο Ραμόν κάπως ηρέμησε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε το σακουλάκι από κάτω και το έβαλε στα πόδια, προτού γίνει μεγαλύτερο το κακό.

 

~*~*~*~*~*~

Σερνόταν μέσα στην κατασκότεινη σήραγγα, πηγαίνοντας στην Άρετ για τελευταία φορά.

 

Νωρίτερα είχε περάσει από τα εργαστήρια του παλατιού, όπου συγκέντρωσε τα απαραίτητα υλικά και τον αναγκαίο εξοπλισμό, μάζεψε τις κρυμμένες σημειώσεις του κι έφυγε από την πόλη με κατεύθυνση το κοντινό δάσος. Όταν έφτασε είχε πια βραδιάσει για τα καλά. Εκεί μέσα κρύφτηκε κι εκεί ετοίμασε την τελευταία δόση του υγρού που άνοιγε την είσοδο προς την Άρετ. Πέταξε τις σημειώσεις του μέσα στις φλόγες που έκαιγαν κάτω απ’ το τσουκάλι με το υγρό, σαν σε τελετή εξαγνισμού. Μόλις ολοκληρώθηκε η παρασκευή, το άδειασε όλο στο έδαφος.

 

Οι πορτοκαλιές λάμψεις της φλόγας ήταν αυτές που τον υποδέχτηκαν πρώτες. Βγήκε βιαστικά από την τρύπα, με τα νεύρα του έτοιμα να εκραγούν και το σαγόνι του να τρέμει από την οργή. Είχε πάει μόνο μια φορά στην Άρετ και πόσο μεγάλο ήταν το κακό που είχε προκαλέσει. Μια νέα κοπέλα είχε καταλήξει νεκρή εξαιτίας του. Ήταν άχρηστος και ανίκανος· και δολοφόνος.

 

Έψαξε τριγύρω και βρήκε δυο μεγάλες πέτρες. Άρπαξε από μία σε κάθε χέρι και στάθηκε πάνω από τη μελανή έξοδο, με τα χέρια του υψωμένα. Ήταν σίγουρος ότι κανένας δεν τον είχε ακολουθήσει, αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει και να αφήσει κάποιον άλλον να βρεθεί εκεί.

 

Όταν η πύλη έκλεισε, πέταξε τις πέτρες και μόνο τότε επέτρεψε στον εαυτό του να ξεσπάσει. Έπεσε στα γόνατα και ούρλιαξε. Οι φωνές του αντηχούσαν στις πλαγιές του βουνού μέχρι που ο λαιμός του άρχισε να πονά. Το κλάμα δεν μπορούσε να διώξει τον πόνο, ούτε τα δάκρυα να ξεπλύνουν τις ενοχές. Η εξάντληση ήταν εκείνη που τον ανάγκασε να ηρεμήσει. Ξάπλωσε στο υγρό χώμα και τον πήρε ο ύπνος.

 

Η φλόγα συνέχιζε να φωτίζει τον ουρανό και τη γη όταν άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά. Δεν ήξερε για πού, ήθελε μόνο να περπατήσει. Κι αυτό που τον ευχαριστούσε ήταν το ότι το βουνό έμοιαζε απέραντο. Έσερνε τα βήματά του πάνω στο μαλακό έδαφος και τα πεσμένα φύλλα. Περνούσε ανάμεσα από δέντρα και χάιδευε τους κορμούς τους. Κι έτσι, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, το περπάτημα είχε γίνει πια η ζωή του.

 

Κάθε φορά που πεινούσε έτρωγε φρούτα και χόρτα. Για να σβήσει τη δίψα του έγλυφε την υγρασία από τα φύλλα, αν δεν έβρισκε πηγές. Όταν κουραζόταν έπεφτε για ύπνο εκεί όπου βρισκόταν. Αν κρύωνε, έψαχνε να βρει απάγκιο μέσα σε κάποια σπηλιά ή πίσω από βράχους. Και περπατούσε. Περπατούσε συνέχεια, με συντροφιά την πάντα παρούσα φλόγα.

 

Βρισκόταν στο εσωτερικό μιας σφαίρας κι η φλόγα ήταν στο κέντρο της. Γι’ αυτό ήταν πάντα εκεί ψηλά στον ουρανό. Γι’ αυτό δεν νύχτωνε ποτέ. Αυτήν την άποψη είχε σχηματίσει. Για κάποιο λόγο δεν του έλειπαν τα βράδια. Η ζεστασιά και η λάμψη της φλόγας τού γλύκαιναν την ψυχή. Κι αυτό ήταν αρκετό.

 

Δεν ήταν σίγουρος πόσο καιρό περπατούσε. Ίσως να είχαν περάσει πολλοί μήνες, αλλά ο χρόνος είχε πάψει να έχει σημασία. Είχε αρχίσει, όμως, να παρατηρεί αλλαγές στην εμφάνισή του. Το δέρμα του έγινε πιο κοκκινωπό και οι τρίχες του ξάνθυναν. Αλλά το πιο ενοχλητικό ήταν πως η όρασή του είχε θολώσει και πολλές φορές σκόνταφτε και χτυπούσε πάνω σε δέντρα.

 

Παρά τη θαμπάδα στα μάτια του μπόρεσε να διακρίνει κάπου μακριά μια μικρή συστάδα σπιτιών, ένα μικρό χωριό. Μετά από πολύ καιρό θέλησε να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Θα ξεκουραζόταν για λίγο κι ύστερα θα πήγαινε εκεί.

 

 

Όλα είχαν αλλάξει όταν σηκώθηκε απ’ τον ύπνο του. Όλα φαίνονταν διαφορετικά. Κοιτούσε ολόγυρα, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που του συνέβαινε. Τι καινούριο κόλπο ήταν αυτό που του έπαιζε η όρασή του. Κι όταν το κατάλαβε, τα πάντα φωτίστηκαν μέσα του και ξεκαθάρισαν.

 

Τώρα πλέον ήξερε γιατί οι άνθρωποι έμειναν στην Άρετ· και γιατί την έψαχναν.

 

Ξεκίνησε να περπατά προς το χωριό που είχε δει, ενώ εξέταζε το χώρο που τον περιέκλειε, με τη νέα του ματιά. Έβλεπε κανονικά τώρα, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο μαζί. Κάτι που βρισκόταν τριγύρω και μπρος και πίσω από την κανονική του όραση. Όποτε κοιτούσε ένα ζωντανό οργανισμό, η νέα του αίσθηση τού έδειχνε το μέλλον του. Μικρά δέντρα θέριευαν μπροστά στα μάτια του, έχαναν τα φύλλα τους και καρποφορούσαν ξανά και ξανά ώσπου πέθαιναν. Μια γερακίνα που πετούσε μονάχη στον ουρανό, φαινόταν ταυτόχρονα να γραπώνει με τα νύχια της ένα μικρότερο πουλί, αλλά και να ταΐζει τα μικρά της στη φωλιά.

 

Θα δεις κι εσύ, θυμήθηκε τα λόγια της Αμάρα. Τα μάτια του θόλωσαν ξανά, αλλά αυτή τη φορά ήταν από τα δάκρυα για τη μαγεία που του δόθηκε. Πόσο υπέροχος ήταν ο κόσμος που του αποκαλύφθηκε; Πόσα ακόμη ήταν τα θαύματα που δεν ήξερε γι’ αυτόν;

 

Κι όσο εκείνη η υπέροχη ομορφιά ξεδιπλωνόταν γύρω του, μία και μοναδική σκέψη βασάνιζε το μυαλό του: Επιτέθηκε στον Δάσκαλο επειδή είδε ότι θα την σκότωνε.

 

Ίδιος ήταν και ο λόγος που τον είχε φοβηθεί στην αρχή· είχε δει ότι θα την χτυπούσε και θα την κουβαλούσε μακριά από τον κόσμο της. Κι ύστερα του ανοίχτηκε, σαν φίλη, επειδή ήξερε ότι θα γινόταν ένας από εκείνους και έλπιζε ότι θα την έφερνε πίσω. Ήθελε να αλλάξει το μέλλον της.

 

Αναρωτιόταν αν οι άλλοι κάτοικοι της Άρετ, της είχαν μιλήσει γι’ αυτά που την περίμεναν. Μάλλον όχι, ήταν η πιθανότερη απάντηση. Εκείνος δεν θα της είχε πει τίποτα.

 

Τα βήματά του τον οδήγησαν ασυναίσθητα στο χωριό. Συνάντησε δυο γέροντες, πριν ακόμα περάσει τα πρώτα σπίτια. Του χαμογέλασαν και τον υποδέχτηκαν εγκάρδια και μ’ ενθουσιασμό, χωρίς καν να τον γνωρίζουν. Ήταν κάτι που τον έκανε χαρούμενο. Ήξερε πως του φέρονταν έτσι επειδή έβλεπαν τη ζωή που ακολουθούσε κι όχι όσα είχε κάνει.

 

ΤΕΛΟΣ

Ορεστιάδα, 4 Μαρτίου 2011

Άρετ.pdf

Άρετ.doc

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Φάνταζυ παραμύθι που ξεκινάει δυνατά αλλά συνεχίζει λίγο κοινότοπα και απογοητευτικά. Δεν κάνεις κινηματογράφο, γράφεις λογοτεχνία. Ποιος ο λόγος να μένεις σε λίγους χαρακτήρες και να μην μας δίνεις χιλιάδες κομπάρσους; Και μεγαλειώδη ειδικά εφέ!

 

Να εξηγήσω. Μετά τις ιστορίες που άκουγε από τον πατέρα του, μια τρύπα στο χώμα…είναι κάπως. Ας ήταν ένα μαγικό πέρασμα στον ωκεανό που θα οδηγούσε όντως στο τέρμα μιας επίπεδης Γης. (Λίγες οι λέξεις; Μα ήδη σπατάλησες τόσες στο πήγαιν-έλα στην Άρετ δύο φορές. Και τόσο περπάτημα, για μήνες, χωρίς να δει άλλον άνθρωπο; Η κοπέλα με το καλάθι από πού ερχόταν ή πήγαινε τότε; ) Μπορούσες να εξερευνήσεις την ιδιαίτερη όραση των κάτω κατοίκων παραμένοντας εκεί, και όσον αφορά την άποψη μου, αυτή η ιδιαίτερη όραση δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Θα μπορούσε αυτή η ιστορία κάλλιστα να είναι ένα παραμύθι με το δίδαγμα be careful what you wish for. Δώσ’του λίγη σκέψη.

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω οτι η ιστορία προσπάθησε να έχει πάρα πολλά στοιχεία, ενώ ίσως (κατά τη δική μου γνώμη) να αποτελούσε κάτι ακόμα καλύτερο αν επικεντρωνόταν σε λιγότερα, που θα τα ανέπτυσσε περισσότερο.

 

Ωστόσο μου άρεσε η δραματική της τροχιά, και κυρίως η μοίρα της κοπέλας απο την Άρετ.

 

Εμένα δε με πείραξε η κάπως απλή είσοδος στον άλλο κόσμο, αντίθετα θεώρησα οτι ήταν αφαιρετική και επέτρεπε την προσήλωση στο κυρίως κομμάτι του διηγήματος, τις διαφορές ανάμεσα στην Άρετ και την Γη.

 

Εύχομαι καλή επιτυχία :)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Καλογραμμένη ιστορία, διαβάστηκε πολύ άνετα.

Εκμεταλλεύτηκες καλά τις ιστορίες για επικοινωνία των ανθρώπων με την Κούφια Γη και για την επίσκεψη τους εκεί(αλλά και για την επίσκεψη πλασμάτων εκείνου του κόσμου στο δικό μας). Διατήρησες την παράδοση που θέλει τις κάτω χώρες να είναι ένας θαυμαστός και μαγικός τόπος, αλλά έδωσες μια διαφορετική διάσταση στις ξεχωριστές ικανότητες των κατοίκων τους.

 

Λιγάκι αδύναμη θεωρώ την παρουσίαση της ιδιαίτερης όρασης των κατοίκων της Άρετ. Εφόσον η κοπέλα αντιδράει όπως αντιδράει όταν πρωτοβλέπει τους ανθρώπους από το δικό μας κόσμο, πάει να πει πως αυτά που βλέπει δεν είναι αναγκαίο να γίνουν ακριβώς έτσι. Με τις ενέργειές της δείχνει πως πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, αλλά κάνει όλα όσα είναι απαραίτητα για να εκπληρωθεί το άσχημο μέλλον που είχε αρχικά δει.

 

Ακόμα πιστεύω πως δεν ανέπτυξες όσο θα έπρεπε θαυμαστή διάσταση του κόσμου της Άρετ. Μας την περιέγραψες γρήγορα και στα πεταχτά και έδωσες αρκετό βάρος σε ζητήματα που ίσως δεν ήταν και απαραίτητα για την πλοκή.

Link to comment
Share on other sites

Γλυκιά και ολίγον μελαγχολική ιστορία. Μου άρεσε που χρησιμοποίησες ιστορικά στοιχεία καθώς και αλχημεία.

Η περιγραφή της Αρετ ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και της κοπέλας το ίδιο. Θα ήθελα να μάθω όμως Περισσότερα για τον τόπο αυτόν. Τι είναι αυτός ο ήλιος, πως βρέθηκε στο κέντρο της Γης; Επίσης ναι μεν η κοπέλα αντιδρά έτσι γιατί βλέπει το μέλλον αλλά δεν θα μπορούσε εξ αρχής αυτό να την βοηθήσει να αποφύγει να συναντήσει τον ξένο ή τουλάχιστον να αποφύγει το χτύπημά του; Ο Δάσκαλος γιατί αντέδρασε τόσο εχθρικά και ήθελε εξ αρχής να την σκοτώσει; Μοιάζει σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σαν να το προκάλεσε η ίδια στον εαυτό της με το να του επιτεθεί.

Αν μπορέσεις να βρεις μια εξήγηση για αυτά πιστεύω πως θα έχεις μία πολύ καλή ιστορία! Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Θα στα πω λιανά και ντόμπρα.

 

Έχεις περιπετειώδη γραφή. Οι εικόνες σου είναι ολοζώντανες, σχεδόν μαγικές. Το τέλος είναι όμορφο, γαλήνιο και καθησυχαστικό.

 

Όμως: Η ανατροπή, ακριβώς πριν το τέλος, έχει λάθος διατύπωση. Κινδυνεύει κανείς να πιστέψει πως ο Ραμόν ήταν αυτός που είχε δει το θάνατο της κοπέλας και επιτέθηκε στο Δάσκαλο, συνεπώς ότι ο Ραμόν είχε αποκτήσει την όραση της Άρετ από την πρώτη του επίσκεψη. Και, φίλε μου, δεν νομίζω πως ο κεντρικός άξονας του διηγήματος ήταν η όραση. Δεν ένιωσα σαν αυτό να ήταν το κύριο μέλημα ή πάθος του ήρωα. Ήταν μια πολύ καλά ειπωμένη περιπέτεια με κέντρο της την ανακάλυψη ενός νέου κόσμου, ενός νέου λαού και μιας θαυμαστής ιδιότητας.

 

Αγαπημένη φράση: "Από εκείνη την απόσταση είδε ότι τα μάτια της έλαμπαν με ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Αν δεν τον ταρακουνούσε, θα είχε χαθεί εκεί μέσα."

Link to comment
Share on other sites

μου άρεσε και έμενα η ιστορία αρκετά

μπορεί να μην είχε δράση αλλά σε κρατούσε λόγω της καλής του γραφής αλλά και μερικών πολύ όμορφων εικόνων

το τέλος ήταν αρκετα καλό και ταίριαζε στην ροή της ιστορίας με μόνη παρασπονδία αυτό που είπε ο Howard Crease ότι σε εκεινό το κομμάτι μπορεί να γίνει εύκολα κάποιο μπέρδεμα

αν και όντως η ανακάλυψη αυτής της ιδιότητας μπορούσε να αναπτυχθεί λίγο παραπάνω δεδομένου ότι και ο διαγωνισμός αφορούσε την όραση

Link to comment
Share on other sites

Προσωπικά μου άρεσε πολύ ο αναγραμματισμός. Ήταν σαν να χώριζε τους δυο κόσμους ένας καθρέφτης... Η ιστορία ήταν προσεγμένη γλωσσικά οπότε δεν με κούρασε καθόλου. Το επιστημονικό πάθος και η φαντασία του ήρωα μου φάνηκε ότι έδινε κάποιον ιδιαίτερο τόνο, αν και θα προτιμούσα να μην είναι τόσο "ουτοπική" και φιλόξενη η αντίδραση των κατοίκων της Άρετ. Αυτά. Καλή επιτυχία :)

Link to comment
Share on other sites

Ωραία και ενδιαφέρον ιστορία, με τις αδυναμίες που έχουν επισημάνει οι συμφορουμίτες παραπάνω.

 

Με ξάφνιασε η συμπεριφορά της κοπέλας όταν ξύπνησε στην πάνω πλευρά της γης, αλλά το δικαιολογείς αργότερα αυτό. Όμως αφού είχε τέτοιες δυνάμεις η όρασή της, δεν θα ήταν καλύτερο να προσπαθήσει να φύγει μακριά από το να επιτεθεί; Θέλουν λίγη δουλίτσα τα σημεία αυτά...

 

Έχεις ένα θέμα που σου αρέσει ε; Να σκοτώνεις γυναίκες στο τέλος των ιστοριών σου... laugh.gif

 

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Συγνώμη mesmer, αλλά αυτή η ιστορία σου δεν μου άρεσε και τόσο. Έχεις γράψει πολύ καλύτερες σίγουρα. Η εισαγωγή και η αρχή της ιστορίες με τράβηξε και μου άρεσε πολύ, από την μέση όμως και μετά, άρχισα σταδιακά να χάνω το ενδιαφέρον μου και δυστυχώς αυτό δεν άλλαξε μέχρι το τέλος της ιστορίας. Μου ήταν «χλιαρή».

 

Η γλώσσα αν και αρκετά απλή και καθημερινή, ήταν στρωτή, με ρυθμό και δεν κούραζε στην ανάγνωση.

 

Τους χαραχτήρες (εκτός ίσως της Αρετ) τους βρήκα εντελώς επίπεδους . Γενικά πολλά πράγματα μου φάνηκαν λίγο πρόχειρα και βιαστηκά στημένα, δεν είχε «βάθος» καλό «backround» η ιστορία σε πολλούς τομείς, ένα παράδειγμα : το ότι κάποιος έχει ακούσει για ένα μυθικό κόσμο (ακόμη και αν απο μικρός του τα διηγούταν ο πατέρας του), δεν αρκεί για αυτή την επίμονη αναζήτηση του, έπρεπε κατά την γνώμη μου να πεις κάποια ακόμη πράγματα για αυτόν τον κόσμο, ή να δικαιολογήσεις περισσότερο γιατί έψαχνε τόσο αυτόν τον κόσμο ο ήρωας, τι ένιωθε για αυτό και γιατί, τα συναισθήματα του,τις σκέψεις τους ίσως, οτιδήποτε δεν ξέρω, σημασία έχει να εμβαθύνεις για να κάνεις και τον αναγνώστη να θέλει να μάθει περισσότερα για αυτόν τον κόσμο, να ενδιαφερθεί, να ταυτιστεί μαζί με την αναζήτηση του ήρωα … το ότι έψαχνε έτσι κάπως λίγο γενικά και αόριστα ένα μυθικό κόσμο, που ξέρουμε ελάχιστα πράγματα, δεν με έκανε να μπω στην θέση του ήρωα, όπως δόθηκε στο διήγημα (αυτό είναι απλά ένα παράδειγμα, από άλλα παρόμοια που υπάρχουν μέσα στο διήγημα περί του "βάθους' και τι εννοώ).

 

Δεν το βρήκα με τίποτα κακό, αλλά ούτε και ενθουσιάστηκα εκτός από τα αρχικά στάδια της ιστορίας. Το τέλος ήταν καλή ιδέα, αλλά έτσι όπως παρουσιάστηκε, δεν ξέρω, δεν με συνεπήρε.

 

Οι προσδοκίες μου, για εσένα, από άλλες ιστορίες σου, είναι πολύ υψηλότερες.

 

 

Καλή επιτυχία!

Edited by Innerspaceman
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία η ιδέα με τους δύο αντίστροφους κόσμους. Σαν τις δυο πλευρές ενός νομίσματος όπου η κάθε πλευρά έχει τα δικά της καλά. Με κέντρισε η προσέγγισή σου για την Αρέτ. Αν μου έλεγε κανείς ότι υπήρχε ένας αντίστροφος κόσμος κάτω ακριβώς από εμάς αλλιώς θα τον φανταζόμουν. Σκοτεινό. Με τυφλούς ανθρώπους που θα έπρεπε να αναπτύξουν καλύτερα τις άλλες αισθήσεις τους. Η προσέγγισή σου για εμένα είναι πρωτότυπη λοιπόν.

 

Η ιστορία είναι πολύ καλά γραμμένη, μου αρέσει που είσαι παραστατικός με ολοζώντανες περιγραφές και μας παρασέρνεις στην ανάγνωση. Δεν βρίσκω τίποτα αρνητικό εκεί.

 

Η ιστορία σου έχει έντονο το στοιχείο φαντασίας μέσα. Άλλο ένα συν.

 

Το στοιχείο της όρασης όμως δεν μας το πέρασες από νωρίς μέσα στο κείμενό σου. Είναι φανερό ότι η ιδέα σου για αυτή την ιστορία περιστρέφεται γύρω από την Αρέτ και την ικανότητα που αποκτούν, πάνω στην όραση, οι κάτοικοί της και πώς αυτό τους επηρεάζει να θέλουν να παραμείνουν εκεί μετά. Όμως για να κρατήσεις το ενδιαφέρον μας και να έχεις και το χαρτί του μυστηρίου(γύρω από την Αμάρα, τα μάτια της και την συγκρατημένη αντίδρασή της αφού πέρασε στον κόσμο μας) δεν μας φανέρωσες αμέσως το χάρισμά της. Επέλεξες να μας δώσεις τις λύσεις στο τέλος( πράγμα πολύ έξυπνο και κρατάει ένα μυστήριο στην υπόθεσή σου) αυτό αποδεικνύει ότι ήσουν εντός θέματος από την αρχή αλλά μπορεί να μην εκτιμηθεί από όλους το ίδιο. Από εκείνο το σημείο της συζήτησης της Αμάρας και του ήρωα έπρεπε να μας φανερώσεις λίγα παραπάνω για τις ικανότητες της με κάποιο τρόπο και έτσι θα είχες ξεφύγει από αυτό το θέμα. Δεν ξέρω αν σε βοήθησα καθόλου με το σχόλιο μου. Καλή επιτυχία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

-Μια ωραία ιστορία.

-Ίσως άρχισε ένα τσικ νωχελικά, όμως σύντομα κράτησε πιο γερά το ενδιαφέρον μου.

-Μου άρεσε ο λόγος σου, ανέδυε μια αίσθηση προσεγμένου λόγου.

-Μπήκε αργά η Όραση στο παιχνίδι, αλλά τελικά μπήκε και μάλιστα με πολύ καλό κατά τη γνώμη μου τρόπο (όχι φουλ πρωτότυπο, αλλά που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις κάποια από αυτά που διάβασες πριν).

-Περισσότερος διάλογος δε με χάλαγε.

-Νομίζω ο Ραμόν βρίσκει κάπως εύκολα το

δρόμο για κάτι τόσο σπουδαίο όσο η Αρέτ

(εννοώ το την δεύτερη ενότητα και κυρίως το τελείωμά της).

-Στο τέλος, αφού καταλαβαίνουμε τι παίζει, η συμπεριφορά της Αμάρα απέκτησε ξαφνικά πολύ ζουμί, τράβηξε το ενδιαφέρον μου και με έβαλε σε σκέψεις.

-Στα θετικά το κλείσιμο. Μ’ άρεσε η αισιόδοξη (όπως το αισθάνθηκα εγώ) κατάληξη.

-Σε κάποια σημεία θα μπορούσες να είσαι πιο ξεκάθαρος σε σχέση με το ποιος μιλάει/σκέφτεται/κάνει.

 

 

Μπράβο για την Αρέτ.

 

 

έδιτ: ορθογραφικό

Edited by dagoncult
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα πολύ άνετα την Άρετ. Έφυγε νεράκι.

 

Το είδος της όρασης που χρησιμοποίησες είναι ένα μεγάλο στοίχημα.

 

 

Στο λέω επειδή πάντα η θέαση/γνώση του μέλλοντος μάς βάζει μπροστά σε παράδοξα που είναι πολύ δύσκολο να λύσουμε.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα όσο μεγαλύτερο βάθος χρόνου έχει η ικανότητα αυτή.

 

 

 

Στα θετικά της ιστορίας:

Έξυπνη η λέξη ' Άρετ'.

Ωραίες περιγραφές, ωραίο μεσαιωνικό-αναγεννησιακό κλίμα με τον πατέρα-εξερευνητή, με το δάσκαλο, με το μαγικό υγρό.

Πολύ παραστατική η περιγραφή της Αμάρα με το πού βρίσκονται οι δυο κόσμοι και τη μεταξύ τους σχέση.

Ωραία η διαφορά των χρωμάτων από τον έναν κόσμο στον άλλον και ο εσωτερικός ήλιος.

 

Το μόνο αρνητικό που μπορώ να βρω είναι πως έχουμε μια πολύ έντονη κορύφωση στα 3/4 περίπου της ιστορίας

 

 

με το φόνο της Αμάρα

 

 

και μετά το κείμενο ρέει πολύ χαλαρά.

 

 

Αν άφηνες ένα κενό εκεί που έγιναν τα γεγονότα και τον ξαναβρίσκαμε στην Άρετ και εκεί, ανακαλύπτοντας την πραγματική όραση των κατοίκων της, ένωνες τα περιστατικά, θα απογείωνες την ιστορία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πιο πολύ μέσα στο είδος δε θα μπορούσε να ήταν, Άγγελε. Η σύνδεση με το θέμα έρχεται στο τέλος, φανερώνοντας παράλληλα διάφορες επεξηγήσεις σχετικά με αυτά που είχαν προηγηθεί. Μαγικός ο κόσμος που έχεις στήσει, ωραίες οι περιγραφές του, γοργή η αφήγηση. Δεν υπάρχει κάτι που να μη μου άρεσε –ίσως

η αντίδραση του Δασκάλου μόνο.

Περίμενα να δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις σχετικά μ’αυτόν. Ίσως μια αποκάλυψη που θα τον συνέδεε με την Άρετ –για σκέψου το! Παρεπιπτόντως, μου άρεσε πολύ και το λογοπαίγνιο του ονόματος, αν και θα ήταν ίσως πιο εύηχο το «Αρέτ». Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει πολύ και περιμένω την συνέχεια(;) . Για να το πω , διαφορετικά . Στην περίπτωση που το συναντούσα σε προθήκη και το αγόραζα , το αποτέλεσμα για αυτό το κείμενο θα ήταν να το τοποθετούσα δίπλα στα άλλα "υποσχόμενα" της βιβλιοθήκης μου . Μπράβο !!!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία γραμμένο, δίνει μια αίσθηση ονείρου και μαγείας χωρίς να το έχεις παραστολίσει, πρωτότυπο, με φαντασία και ευκολοδιάβαστο. Το είχα καταλάβει από την αρχή, πριν το διαβάσω, ότι ο τίτλος σήμαινε "Τέρα" από την ανάποδη. Έξυπνο! Και από την άποψη της γραφής βελτιώνεσαι κι άλλο.

Αλλά συμφωνώ με τους προηγούμενους για τα ελαττώματα: ενώ έχεις πολλές ωραίες ιδέες όπως η ειδική αυτή όραση, η φλόγα, το μαγικό υγρό που ανοίγει τρύπα στο έδαφος, η ίδια η υπόθεση δεν πάει πουθενά και είναι λίγο σκέτη και άνευρη. Δε με έπεισες ότι ο Ραμόν είχε τέτοια εμμονή με την Άρετ ώστε να κάνει τα πάντα για να την επισκεφτεί, ούτε ο ρόλος της Αμάρα και του Δασκάλου είναι και πολύ ξεκάθαρος. Περίμενα περισσότερες εξηγήσεις για όλα αυτά και όχι απλώς να επιστρέφει ο Ραμόν στην Άρετ και να μένει για πάντα και τέρμα. Ο σκοπός του διηγήματος είναι, δηλαδή, να μας περιγράψει την Άρετ και τίποτα άλλο; Καλό, αλλά σαν μισοτελειωμένο. Βάλε να συμβαίνει κάτι που να μας κινεί το ενδιαφέρον.

Link to comment
Share on other sites

Εμένα μου θύμισε μια "ακαδημαϊκή" ταινία. Άψογα εκτελεσμένο, αλλά χωρίς "αυτό το κάτι" που θα σου δημιουργήσει ένα συναίσθημα, κάτι παραπάνω από το να βλεπεις μια (προβλέψιμη) ιστορία να ξετυλίγεται με πολύ "ορθό" τρόπο.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Πολύ γλυκιά ιστορία, με τόση ένταση όση χρειάζεται και τόση ηρεμία όση χρειάζεται.

 

Μου άρεσε: Η ιδέα, η πλοκή, οι χαρακτήρες. Η ροή της ιστορίας και του λόγου.

 

Δε μου άρεσε: Μια μικρούλα παρατήρηση: ο ναύτης δε μπορεί να είναι δαπανηρός, το αντικείμενο που πουλάει είναι. Κατά τα άλλα… νομίζω τίποτα. J

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Ωωω... Κούφια Γη και ο εσωτερικός ήλιος! Κάπου με ιντριγκάρησαν και τα λατινικα/αρχαία ελληνικά, έίπα "για δες, οι εσωγήινοι μιλάνε την ουρσπράχε", αλλά νταξ, και η δική σου εξήγηση καλή είναι.

 

Πέραν τούτου: Ξεκινάς από μια ενδιαφέρουσα ιδέα, στήνεις ένα ωραίο, παραμυθένιο (και λίγο ταξιδιάρικο) αναγεννησιακό σκηνικό, βάζεις κι έναν ενδιαφέροντα ήρωα (βασικά εγώ δεν είχα πρόβλημα να πειστώ ότι ο τύπος έψαχνε τόσο μανιωδώς την Αρέτ. Εδώ ο Σλήμαν έψαχνε την Τροία επειδή είχε δει μια ζωγραφιά σ' ένα βιβλίο, τα κολλήματα για τους ανθρώπους είναι).

 

Το πρόβλημα είναι, όπως είπαν και οι άλλοι, σ' αυτά που συμβαίνουν. Μοιάζουν λίγο ράντομ. Και η εξήγηση στο τέλος δίνει κάποιες απαντήσεις, αλλά όχι χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργήσει καινούργιες.

Link to comment
Share on other sites

Ρε Mesmer, πολύ ωραίο. :good:

Δεν έχω παράπονα, όταν με γραπώνει μια ιστορία με γραπώνει, κι αυτή εδώ με πήρε και με σήκωσε. Είναι από τις αγαπημένες μου του διαγωνισμού.

 

 

 

 

Μόνο ένα "κάτι τις", έτσι, για να μην σε αφήσω χωρίς γκρίνια :tease::

Όταν πηγαίνει προς το σπίτι όπου μεγάλωσε, φαίνεται πως τότε μόλις θυμήθηκες να μας πεις για τη μητέρα του. Πολύ αργά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μια και το ξεκίνησες είπες να μας εξηγήσεις και για τους παππούδες (στο στυλ "μα ναι, κάποιος δεν πρέπει να τον μεγάλωσε;" ). Χτύπησε άσχημα. Κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε για κάτι τέτοια σε ένα διήγημα. Αν το παρελθόν δεν έχει άμεση σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα, τότε, προσωπικά, δεν μου λείπει καθόλου η γνώση για τους συγγενείς του κεντρικού χαρακτήρα.

Link to comment
Share on other sites

Μια από τις καλές ιστορίες του διαγωνισμού: άνετη γραφή, δυνατή ιδέα, ωραίος ρυθμός (αν και στο τέλος κάπου σπάει επειδή περπατάει για μήνες χωρίς να βρει κανέναν) δυνατές εικόνες ενός άλλου κόσμου και χαρακτήρες που στηρίζουν άνετα την πλοκή σου. Κάποιες λογικές ασυνέχειες που παρατήρησαν άλλα μέλη εμένα δε με πείραξαν ιδιαίτερα, αν και κάπου χαλάνε κάτι από το τελικό αποτέλεσμα που δε με μάγεψε.

Link to comment
Share on other sites

Άγγελε, η Άρετ είναι ένας ονειρικός κόσμος, αλλά κάποια ζητήματα βιασύνης και αναληθοφάνειας χαλάνε την ιστορία. Πώς βρήκε ποια συστατικά θα χρειαζόταν; Σε ποιου βασιλιά το παλάτι τον είχαν; Γιατί τόσο ελλειπείς πληροφορίες για τους μάγους; Εφόσον χρησιμοποιείς ένα ιστορικό πρόσωπο (Μαγγελάνος), οδηγούμαι στο (ίσως λανθασμένο) συμπέρασμα ότι χρησιμοποιείς σαν βάση για την ιστορία σου την γη. Όμως, θα χρειαζόσουν θρύλους που ήδη υπάρχουν (π.χ κούφια γη, επίπεδη γη και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλες ιστορίες κυκλοφορούν) και να επενδύσεις σ' αυτό. Το οποίο, με την σειρά του, σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις πολύ προσεκτικά βήματα αληθοφάνειας (μα μάγοι;;) για να αναδείξεις τον θρύλο.

 

Η γλώσσα, όμως, που χρησιμοποιείς, οι εκφράσεις, είναι πανέμορφες. Αυτές, να τις κρατήσεις. :)

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ όλους όσους διάβασαν και σχολίασαν την ιστορία. Οι παρατηρήσεις σας, όπως πάντα, είναι πολύ χρήσιμες και σημαντικές.

 

Να πω και δυο λόγια για την Άρετ, για να δώσω και κάποιες παραπάνω εξηγήσεις.

Πρώτ' απ' όλα, αυτό που ήθελα να πετύχω είναι να γίνει η σύνδεση της όρασης με την υπόλοιπη ιστορία στο τέλος. Να φανεί ότι ήταν πολύ περισσότερα αυτά που είχαν σχέση με την όραση, σ' όσα είχαν γίνει και φαίνονταν άσχετα. Ήταν λίγο ριψοκίνδυνο, ως προς το πόσο πατάει πάνω στο θέμα, αλλά νομίζω ότι, γενικά, το πέτυχα.

 

Έχει δίκιο η Βάσω που λέει ότι αυτό το είδος της όρασης μπορεί να προκαλέσει άλυτα παράδοξα. Γι' αυτό και δεν χρησιμοποίησα πολλά πρόσωπα από την Άρετ. Ένα που κι αυτό πεθαίνει, λύνει ένα μέρος των προβλημάτων αυτών.

 

Ο λόγος που ο Ραμόν αρχίζει να ψάχνει για την Άτερ είναι απλά και μόνο η περιέργεια. Όπως όταν κάθεστε καμιά φορά μπροστά στον υπολογιστή, ανοίγετε το google και λέτε: Για να δούμε τι στο διάλο είναι αυτό το «στουπέτσι». :p Ο χρόνος που έκανε την έρευνα για να βρει τα υλικά δεν ήταν μερικές μέρες, αλλά αρκετά μεγάλος. Γνωρίζω ότι δεν φάνηκε στο διήγημα, όμως το θεώρησα λογικό να το σκεφτεί κάποιος. Το γιατί ο Ραμόν επέστρεψε τελικά στην Άρετ για να μείνει εκεί, είναι επειδή θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο για το κακό που συνέβη στην Αμάρα. Γι' αυτό δεν ήθελε κάποιοι άλλοι να ανακαλύψουν το δρόμο προς την Άρετ μέσω εκείνου, επειδή πίστευε ότι θα προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερο κακό.

 

Η Αμάρα επιτέθηκε στον Δάσκαλο επειδή είχε δει ότι θα την σκότωνε. Ο φόβος της αναγνώρισης την έκανε να θέλει να του κάνει κακό προτού της κάνει εκείνος. Αλλά δεν είχε καταλάβει ότι εκείνη ήταν η στιγμή που θα γινόταν το μοιραίο. Αυτό επειδή, ναι μεν η όραση έδειχνε το μέλλον, αλλά δεν ξεκαθάριζε το πότε θα γίνει τι. Ούτε ο Δάσκαλος ήθελε να την σκοτώσει, απλά αμυνόταν. Είναι η τραγική ειρωνεία του συμβάντος.

 

Sonya, τον Μαγγελάνο τον χρησιμοποίησα για να τοποθετήσω χρονικά και χωρικά την ιστορία. Δεν μου φάνηκε απαραίτητο να επισημάνω ότι βασιλιάς της Ισπανίας, εκείνη την περίοδο, ήταν ο Κάρολος Ε΄. Επίσης, δεν μίλησα για μάγους, αλλά για μαγεία, κάτι που ήταν πολύ διαδεδομένο εκείνη την εποχή. Αλλά γενικά, συμφωνώ μαζί σου, πως λείπουν πληροφορίες που θα έκαναν την ιστορία πιο αληθοφανή.

 

Deus Misereatur, Αντώνη, όσον αφορά το θέμα που ανέφερες, επειδή πέτυχε στον προηγούμενο διαγωνισμό, ήθελα να δω αν αποτελεί τυφλοσούρτη προς την επιτυχία :p

 

Και πάλι ευχαριστώ και συγχαρητήρια σε όλους τους συναγωνιστές.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..