Cassandra Gotha Posted May 23, 2011 Share Posted May 23, 2011 τίτλος: "Επανένωση" λέξεις: 3508 βία: όχι σεξ: όχι σχόλια: για τον διαγωνισμό με θέμα "Όραση" Ήταν μεσημέρι, και ο ουρανός έδειχνε το ωραιότερο πρόσωπό του. “Επειδή πήρε έναν άγγελο”, ισχυρίζονταν κάποιοι, και άλλοι κουνούσαν το κεφάλι σε συγκατάβαση. Στην άκρη μιας σειράς τάφων, ξεχώριζε ένας φρεσκοσκαμμένος, με καινούργιο ένοικο. Δίπλα του, μια μαυροντυμένη γυναίκα, άτονη σαν κούκλα, στεκόταν στηριζόμενη στην αγκαλιά του άντρα της. Εκείνος την κράταγε με απελπισία, σαν να προσπαθούσε να στηριχτεί αντί να στηρίξει. Τα χέρια του έφιγγαν τους ώμους της γυναίκας σε μια ενστικτώδη προσπάθεια να την επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών. Μια κοπέλα με αγορίστικο κούρεμα και παιδικά χαρακτηριστικά, τους πλησίασε χωρίς να τους κοιτάζει στα μάτια. Ο άντρας την αναγνώρισε μέσα απ' το θολό του βλέμμα, και της μίλησε με φωνή έτοιμη να σπάσει. “Αλεξάνδρα μου”, ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. “Λυπάμαι πολύ”, απάντησε εκείνη, σηκώνοντας τα μάτια της βιαστικά μέχρι το πρόσωπο του πατέρα, πριν τα στρέψει πάλι κάτω. Η μητέρα άνοιξε με κόπο τα ξερά της χείλη, που λες κι είχαν κολλήσει μεταξύ τους. Πήρε μια αργή ανάσα, ίσα που ανασάλεψε το κουρασμένο στήθος της κάτω απ' την μπλούζα, και τελικά βρήκε τις λέξεις που έψαχνε. “Πάντα”, είπε βραχνά, “ μου φαινόταν πως δεν ήρθε για να μείνει. Σαν να ήταν περαστικός, βιαζόταν με όλα. Να δει, να μάθει, να ζήσει.” Έσφιξε τα χέρια του άντρα της, αλλά συνεχίζοντας να απευθύνεται στην κοπέλα πρόσθεσε “ Πάντα βιαζόταν”. Σταμάτησε και έκλεισε τα μάτια. Ο πατέρας παραδόθηκε στους λυγμούς που ανέβηκαν να τον πνίξουν, αποστρέφοντας το πρόσωπό του από την Αλεξάνδρα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι με κατανόηση κι έφυγε, αφήνοντάς τους να κλάψουν το νεκρό τους. Σε όλη τη διάρκεια της τελετής είχε τα μάτια της καρφωμένα στο έδαφος. Όχι από λύπη όμως. Δεν έπρεπε να δει τις Σκιές, γιατί τότε θα την έβλεπαν κι εκείνες. Κι αυτήν, και τους άλλους από την ομάδα που βρίσκονταν εκεί. Τους φίλους. Τους δικούς. Έτσι τους έλεγε μέσα της. Δικούς. Ήταν η Χαρά εκεί, ήταν κι ο Άρης, κι ο Νίκος, κι ο Διονύσης. Όλοι τους καλοί πολεμιστές. Θα έπρεπε να νιώθει σιγουριά που τους είχε κοντά της, αλλά δεν ήταν έτσι. Το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα ήταν στο χέρι της, ή μάλλον, στα μάτια της. Ήταν μία από τους ελάχιστους ανιχνευτές, και η μοναδική σ' αυτή την ομάδα. Βέβαια το να δει, απαιτούσε ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά καμιά φορά τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχό της. Αρκούσε να αφαιρεθεί για αρκετή ώρα, και τότε ο χώρος άλλαζε, γινόταν άυλος και γέμιζε με Σκιές. Πέρασε την πύλη του νεκροταφείου με ανακούφιση, και κατευθύνθηκε προς τη στάση που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του μεγάλου δρόμου. Οι άλλοι θα έμεναν ακόμα λίγο με την οικογένεια. Ζήλεψε κάπως. Ήξερε πως, χωρίς αυτήν ήταν ελεύθεροι, ή μάλλον, βίωναν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Αυτή ήταν ο δεσμός τους με την πραγματικότητα. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να ζούσαν στον τόπο τους, τον Πάα. Σκέφτηκε πως ο φίλος της ο Δημήτρης, του οποίου το ανθρώπινο σώμα είχαν μόλις θάψει, τώρα θα ταξίδευε για την πατρίδα, ίσως να ήταν κιόλας εκεί και να γεννιόταν αυτή τη στιγμή με Πααρικό σώμα. Αναρωτήθηκε αν θα τον αναγνώριζε όταν θα ερχόταν η σειρά της και οι δρόμοι τους ίσως να έσμιγαν και πάλι. Ανυπομονούσε να φτάσει η σειρά της. Ο θάνατος του Δημήτρη ήταν ο πρώτος της γενιάς τους, και σήμαινε ότι θα ακολουθούσαν μέσα σε λίγα χρόνια κι οι άλλοι. Αναρωτήθηκε ξανά, όπως και άλλες φορές, πώς θα ήταν το όνομα “Πάα” στην ντόπια λαλιά. Ή, ποια ήταν η λέξη για την Γη. Με το τωρινό σώμα, δεν είχε τα απαραίτητα όργανα ομιλίας για να προφέρει αυτές τις λέξεις, ακόμα κι αν τις ήξερε. Αναστέναξε. Ήθελε να φύγει, να πάει πίσω. Πολλά χρόνια είχε ζήσει αφυπνισμένη, σχεδόν δεκαπέντε, και δεν άντεχε άλλο. Κουράστηκε να κρύβεται απ' τους ανθρώπους. Από τους ίδιους της τους γονείς, που δεν είχαν ιδέα ποια ήταν και από πού ήρθε για να γεννηθεί στη Γη. Μερικές φορές ήθελε να τους το πει, ήθελε να τους πει τα πάντα. Να τους πει ότι κάποτε υπήρχε μόνο ένας κόσμος αλλά είχε χωριστεί στα δύο. Ότι η Γη τότε έχασε τη γνώση. Ότι ο Πάα, το άλλο μισό κομμάτι, κράτησε όλη την αρχαία δύναμη. Ότι αυτό που οι άνθρωποι στα παραμύθια τους αποκαλούσαν “μαγεία”, ήταν απλά η γνώση των πραγμάτων. Ότι ανάμεσα στους δύο κόσμους που απομακρύνονταν δημιουργήθηκε το Χάσμα και μεγάλωσε τόσο, που έγινε κι αυτό ένας ολόκληρος κόσμος. Ότι οι Πάαρ αγωνίζονταν να επανασυνδεθούν με την αδερφή τους τη Γη, προσπαθώντας να καταστρέψουν το Χάσμα. Είχε φτάσει πολλές φορές στα όρια να τους τα πει όλα. Για μια ολόκληρη στιγμή κάθε φορά, το είχε πιστέψει ότι μπορούσε. Αλλά μετά ευτυχώς συνερχόταν. Έτρωγε το πρωινό της και γκρίνιαζε για το ασιδέρωτο αγαπημένο της φόρεμα, σαν καλή, πιστευτή κόρη. Έφτιαχνε τα μαλλιά της στον καθρέφτη και έστελνε ένα φιλί με φρεσκοβαμμένα χείλη στο περιποιημένο είδωλο. Συνομωτούσε με τη μαμά και μάλωνε με τον μπαμπά, πριν πάρει την τσάντα της και φύγει για το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τη δουλειά. Το μόνο που ήθελε ήταν μία κανονική ζωή. Όχι αυτή που υποκρινόταν ότι ζούσε. Αυτή που ονειρευόταν ότι θα ερχόταν η στιγμή να ζήσει. Να κάνει το χρέος της σαν όλους τους δικούς της, και να περιμένει ήσυχα-ήσυχα πότε θα τελειώσει ο αγώνας και θα έρθει η Επανασύνδεση. Με αυτές τις σκέψεις σταμάτησε το λεωφορείο που ερχόταν γεμάτο, και μπήκε μέσα αποφασισμένη να δώσει, το ίδιο βράδυ κιόλας, ένα ακόμη πλήγμα στο Χάος. ** “Τη βλέπεις;” “Ναι. Πού είστε;” “Πίσω σου. Γρήγορα!” Η Αλεξάνδρα έτρεχε, και οι φωνές του Άρη και του Διονύση που την ακολουθούσαν, αντηχούσαν στους άδειους διαδρόμους. Η Σκιά ήταν μόνη της εκεί, και προσπάθησε να τους ξεφύγει μόλις αποκαλύφθηκε από την ανιχνεύτρια. Θα τη στρίμωχναν, όμως, πριν βγει στη γειτονιά, αρκεί να δρούσαν γρήγορα. Με δυνατές δρασκελιές έφτασε στην πόρτα, που την είχαν κλείσει πίσω τους μπαίνοντας στο μισογκρεμισμένο ξενοδοχείο. Η Σκιά είχε παγιδευτεί. Γύρισε το πρόσωπό της προς την Αλεξάνδρα και έκανε το αναμενόμενο: την κοίταξε στα μάτια. Η κοπέλα έβαλε τα δυνατά της να μην τα κλείσει, κι ας την τύφλωνε το απόκοσμο φως τους. Την αντίκρυσε κι αυτή με τη σειρά της, και τότε άρχισαν, φως και σκιά, να σχηματίζουν το πλάσμα που τα κουβαλούσε. Η Αλεξάνδρα συγκεντρώθηκε, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και κοίταξε με όλη τη δύναμη του νου της τον εχθρό που στεκόταν απέναντι. Ένα πλάσμα με ισχνό, σκοτεινό και τιποτένιο σώμα, δίχως χέρια , πόδια, ή άλλα άκρα. Κι ένα πρόσωπο αόρατο πίσω από το φως που ξεχυνόταν απ' τα μόνα όπλα του, τα μάτια. Η ανιχνεύτρια ήταν εξασκημένη, ήξερε πώς θα της επιτεθόταν το γέννημα του Χάσματος. Θα προσπαθούσε να γκρεμίσει ό,τι υπήρχε σε μια σειρά στο μυαλό της και να το αντικαταστήσει με χάος. Ήξερε επίσης, πως η Σκιά θα έχανε πολλή ζωτική ενέργεια για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, αλλά ότι δεν είχε άλλη λύση. Ή θα το έκανε, ή θα πέθαινε στα χέρια των πολεμιστών. Και το έκανε. Εικόνες από το παρελθόν, από όλους τους χρόνους, από χρόνους που δεν ήξερε κι η ίδια, πάλεψαν να μπουν στο μυαλό της Αλεξάνδρας. Όμως δεν τις άφηνε. Ήταν δυνατή. Μάζεψε τις δυνάμεις της και την αντιμετώπισε. Έβλεπε μόνο φως. Συνέχισε να κοιτάει. Έσμιξε τα φρύδια της απ' την προσπάθεια να κρατήσει τις σκέψεις της καθαρές. Ένα κομμάτι ματωμένης σάρκας, μία πληγή που μεγαλώνει. Όχι. Δεν επέτρεπε. Έβλεπε μόνο φως. Πού ήταν οι άλλοι; Γιατί αργούσαν; Το μέτωπό της έκαιγε. Ένιωθε να ανοίγει μια τρύπα στο κρανίο της. Δύο κόσμοι, δυο διαστάσεις, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει ένας, μία. Όχι. Φως. Το πράγμα, εκείνο το απαίσιο πράγμα πάλι. Ένα πλάσμα άχρωμο, όχι μαύρο, άχρωμο και σκοτεινό, μια μορφή ζωής που δεν είχε όνομα στα γήινα, ούτε παράσιτο ούτε θεός, κάτι κι απ' τα δύο. Έψαχνε, γύρευε τροφή, έψαχνε γύρω να δει, να αρπάξει, να καταστρέψει. Η άχρωμη τεράστια μάζα του σερνόταν κι έσκουζε, παρουσιάζοντας μια αξιοθρήνητη όσο και τρομερή εικόνα. Κάποια στιγμή, αυτό που φαινόταν να είναι η πλάτη του καμπούριασε, φούσκωσε σαν μπαλόνι, και το τέρας γύρισε αργά προς το μέρος της ανιχνεύτριας. Εκεί σταμάτησε. Η πλάτη του ορθωνόταν πελώρια πίσω απ' το απαίσιο κεφάλι, και φαινόταν να αναπνέει πιο έντονα από πριν. Άπλωσε προς το μέρος της δυο μακριά πλοκάμια σαν κλαδιά αιωνόβιου, ροζιασμένου δέντρου. Την είχε δει. Η Αλεξάνδρα έσφιξε τα δόντια και τέντωσε ακόμα πιο πολύ τα μάτια της. Η τρύπα στο μέτωπό της μεγάλωνε, αλλά δεν την έκαιγε πια. Την ένιωθε δροσερή και ζωωδόχο. Μια παράξενη ευεξία διαπέρασε το κορμί της και μια διάθεση να κάνει ειρήνη μ' αυτό το πλάσμα που την κοιτούσε. Αυτό πρώτη φορά συνέβαινε, και το απόδιωξε, έντρομη στη σκέψη ότι το Χάσμα είχε βρει έναν καινούργιο, ύπουλο τρόπο να την νικήσει. Οι άλλοι είχαν φτάσει. Έτρεξαν προς την Σκιά, που υλοποιημένη πια από την Πααρική όραση της κοπέλας, στεκόταν έτοιμη να τους αντιμετωπίσει. Ο Διονύσης έπεσε πάνω της, αποφεύγοντας ταυτόχρονα εκείνο το χασματικό βλέμμα, και της φόρεσε μια δερμάτινη κουκούλα. Το φως σκοτείνιασε, κρύφτηκε πίσω απ' την χοντρή κουκούλα, και τότε φάνηκε μια τρύπα στο κάτω μέρος του προσώπου. Η Σκιά φαινόταν να ουρλιάζει, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα, καθώς η φωνή της δεν ήταν φτιαγμένη για ανθρώπινα αυτιά. Ο Διονύσης φώναξε “Τώρα!”, καθώς η Σκιά έστριβε το σώμα της με βία προσπαθώντας να ξεφύγει. Τότε χτύπησε ο Άρης, που είχε ανοίξει τα μάτια του με το πρόσταγμα. Το στιλλέτο βυθίστηκε στο σημείο που αυτά τα πλάσματα είχαν το πνεύμα τους, δηλαδή στη μέση ακριβώς του μακρόστενου κορμού τους. Η Σκιά τίναξε το κεφάλι της σε μια τελευταία προσπάθεια να ελευθερώσει τα μάτια της, αλλά ο Διονύσης ήταν πολύ πιο δυνατός από αυτήν. Την κράτησε σφιχτά, ενώ ο συμπολεμιστής του έσερνε το μαχαίρι μέχρι το λαιμό του αλλόκοσμου σώματος που σκίστηκε σαν χαρτί. Η Αλεξάνδρα έκλεισε επιτέλους τα μάτια της και κάθισε στο πάτωμα κουρασμένη. Όχι τόσο κουρασμένη όμως, όσο ήταν συνήθως μετά από μάχη. Ο Διονύσης μάζεψε την κουκούλα του απ' το πάτωμα, όπου είχε μόλις πέσει μη έχοντας κάτι να τη στηρίξει. Το φως είχε χαθεί, και μαζί μ' αυτό η Σκιά. Οι δυο φίλοι έσκυψαν στο μέρος της ανιχνεύτριάς τους. Εκείνη σηκώθηκε λέγοντάς τους ότι ήταν καλά. Ενώ περνούσαν την πόρτα, η Αλεξάνδρα χαμογέλασε και αστειεύτηκε πως ήταν τυχερή που την πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Αμέσως όμως σοβάρεψε, γιατί η αμήχανη σιωπή που ακολούθησε της πάγωσε το αίμα. Δεν έπρεπε να αστειεύεται μ' αυτά τα πράγματα. Όχι πια, τουλάχιστον. Οι επόμενοι κόντευαν να φτάσουν σε ηλικία αφύπνισης, άρα η δική τους δουλειά έφτανε στο τέλος. Ο Δημήτρης ήταν ο πρώτος, έπειτα από τριανταδύο χρόνια ανθρώπινης ζωής είχε φύγει, και οι υπόλοιποι θα ακολουθούσαν σε ένα, δύο, το πολύ πέντε χρόνια. Και μέσα σ' αυτό το διάστημα έπρεπε να βρουν και να ξεπαστρέψουν όσες περισσότερες μπορούσαν. Γι' αυτό ναι, η Αλεξάνδρα ήταν τα μάτια της ομάδας, και έπρεπε να μείνει τελευταία. Οι άλλοι θα θυσιάζονταν γι' αυτήν, αν χρειαζόταν, όπως είχε κάνει ο Δημήτρης. Χωρίς να μοιραστεί τις σκέψεις της, τους ευχαρίστησε που την συνόδεψαν μέχρι το σπίτι και τους καληνύχτησε εγκάρδια. Φαίνεται πως δεν έπρεπε να προσέχει τι λέει μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στους δικούς της. Εκείνο το βράδυ πριν κοιμηθεί, ένιωσε πιο μόνη από ποτέ, αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπόρεσε να εξηγήσει, χαρούμενη γι' αυτό. ** Τα μάτια της δάκρυζαν απ' το πρωί. Δεν της είχε ξανασυμβεί. Φυσικά είχε κλάψει πολλές φορές στη ζωή της, αλλά δεν είχε ξαναπάθει αυτό, να τρέχουν τα δάκρυα χωρίς λόγο. Η μητέρα της είπε ότι ήταν εποχιακή αλλεργία. Εκείνη συμφώνησε πως μάλλον έτσι θα ήταν, και δεν συνέχισε την κουβέντα. Το απόγευμα τα ένιωθε τόσο κουρασμένα που δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο ανοιχτά. Ξάπλωσε, αφού έκλεισε πρώτα τις σκούρες κουρτίνες του δωματίου της, και προσπάθησε να κοιμηθεί. Τα μάτια της έκαιγαν, σαν να τα στόχευε κάποιος με προβολείς. Ήθελε να πάει για κυνήγι το βράδυ, η Χαρά έλεγε ότι είχαν καιρό να βγουν. Είχε δίκιο. Ήταν πριν τρεις βδομάδες που εξολόθρευσαν τη Σκιά στο παλιό ξενοδοχείο. Έλεγαν μάλιστα να βγουν όλοι μαζί απόψε, για να πιάσουν πιο πολλές. Έπρεπε να είναι ξεκούραστη. Τι θα τους έλεγε τώρα; Έμεινε ξαπλωμένη ανάσκελα για πολλή ώρα, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν. Η κίνηση του δρόμου έφτανε στ' αυτιά της ενοχλητική, ο εκνευρισμός της μεγάλωνε και το τσούξιμο των ματιών χειροτέρευε. Πήρε μερικές πλήρεις αναπνοές, αργά, φουσκώνοντας πρώτα την κοιλιά, ανοίγοντας σταδιακά τα πλευρά, και τέλος σηκώνοντας ελαφρά το στήθος. Ο αέρας βρήκε χώρο και μπήκε ζεστός, καταπραϋντικός, και γέμισε τα πνευμόνια της. Αυτή η τεχνική αναπνοής τής είχε χρησιμεύσει πολύ όλα τα χρόνια που έκανε ασκήσεις ηρεμίας του νου. Η Πααρική Όραση λειτουργούσε μόνο σ' ένα ήρεμο, κυριαρχημένο μυαλό, και η Αλεξάνδρα εκτελούσε επιμελώς τον καθημερινό διαλογισμό της. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε όρεξη. Αρκέστηκε σε μερικές αναπνοές και γύρισε πλευρό. Το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί μέχρι το βράδυ. Αφέθηκε στις φευγαλέες εικόνες που έρχονται πριν τον ύπνο, μια που ήξερε πως έτσι θα κοιμόταν πιο γρήγορα. Αλλά εκεί που έβλεπε σκηνές από την καθημερινότητα, όπως τη δουλειά της, το μαγαζί που αγόραζε βιβλία, την ταινία που είχε δει το μεσημέρι, κάτι την έκανε να σταματήσει την περιπλάνηση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μια γνώριμη μορφή εισέβαλλε στο μυαλό της, μια τεράστια καμπούρα και δυο πλοκάμια που σάλευαν ψαχουλευτά να τη βρουν. Άνοιξε τα μάτια της, αλλά μόνο για μια στιγμή. Αμέσως τα ξανάκλεισε, γιατί είχε κάνει την πιο αναπάντεχη διαπίστωση: για πρώτη φορά δεν το φοβόταν. Μια ακαταμάχητη παρόρμηση την έσπρωχνε πιο κοντά του. Να δει πραγματικά τι ήταν εκείνο το αλλόκοτο πλάσμα, η τεράστια, θλιβερή μορφή που όλο κάτι έψαχνε. Ήθελε να ξορκίσει τον φόβο που ένιωθε όταν το έβλεπε μέσα στα μάτια των απεσταλμένων του. Αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς το να τη συντροφεύσει. Το βράδυ ξύπνησε καλύτερα. Τα μάτια της είχαν ξεκουραστεί και φαινόταν πως δεν θα την ενοχλούσαν άλλο. Σηκώθηκε και ντύθηκε αμέσως, κι έφυγε βιαστικά. Από τη στιγμή που βγήκε στο δρόμο την ενοχλούσε μια περίεργη αίσθηση. Όλα της φαίνονταν ξένα, σαν πιο μακρινά απ' ό,τι συνήθως. Οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, τα κτίρια, έμοιαζαν να τρεμοσβήνουν, λες και από ώρα σε ώρα θα εξαφανίζονταν. Έτριψε τα μάτια της μερικές φορές αλλά η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Συνέχισε να περπατά, ελπίζοντας ότι θα ένιωθε καλύτερα δίπλα στους φίλους της. Έφτασε στο σημείο της συνάντησης. Οι άλλοι ήταν κιόλας εκεί. “Άργησες” της είπε ο Νίκος. Τον κοίταξε ενοχλημένα. “Εσείς ήρθατε νωρίτερα” του είπε απότομα. Γιατί ο κόσμος είχε θολώσει έτσι ξαφνικά; Οι πολεμιστές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με αμηχανία. “Τι έχεις;” ρώτησε η Χαρά, όσο πιο μαλακά μπορούσε. Δεν απάντησε. Μόνο τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Άρχισε να περπατά στο ερημικό δρομάκι, στέλνοντας το βλέμμα της μακριά, χωρίς να το εστιάζει. Οι άλλοι την ακολουθούσαν έτοιμοι για επίθεση. Ψυχή δεν περνούσε από εκεί τέτοια ώρα. Ο παραμικρός ήχος τούς έκανε να τινάζονται, αν και δεν είχαν λόγο. Η Σκιά που θα έβρισκαν, δεν θα ακουγόταν ούτε και τη στιγμή που θα την ξαπόστελναν πίσω στο Χάσμα. Ενώ έφταναν στην άκρη του δρόμου και έπρεπε να αποφασίσουν πού θα έψαχναν στη συνέχεια, η Αλεξάνδρα κοκάλωσε. Οι άλλοι κράτησαν την αναπνοή τους, περιμένοντας ακριβώς πίσω απ' την πλάτη της. Όμως, τα δευτερόλεπτα περνούσαν και η ανιχνεύτρια δνε έκανε καμία κίνηση, δεν έλεγε τίποτα, και τίποτα δεν εμφανιζόταν μπροστά της. Ο Διονύσης μίλησε πρώτος, σιγανά. “Τη βλέπεις;” Πόσε ς φορές τής είχαν κάνει αυτή την ερώτηση, και πάντα η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. Ήταν μπροστά τους. Αλλά τώρα όχι. Η απάντηση δεν ερχόταν. Η ερώτηση επαναλήφθηκε, με αγχώδη τόνο αυτή τη φορά. “Τη βλέπεις;” Κοιτάχτηκαν για λίγο απορημένα, ενώ εκείνη συνέχιζε να στέκεται ακίνητη μπροστά τους, κι έπειτα η ερώτηση άλλαξε: “Τι βλέπεις;” Όταν δεν πήραν απάντηση ούτε αυτή τη φορά, ο Διονύσης τούς έκανε νόημα ότι θα κινηθεί. Οι άλλοι έμειναν έτοιμοι στις θέσεις τους. Έκανε ένα προσεκτικό βήμα μπροστά, έχοντας την δερμάτινη κουκούλα στα χέρια για παν ενδεχόμενο, και σταμάτησε. Αφού είδε πως τίποτα δεν γινόταν, έκανε άλλο ένα και βρέθηκε δίπλα στην Αλεξάνδρα. Την κοίταξε, και αυτό που είδε τον ανησύχησε πραγματικά. Η ανιχνεύτρια στεκόταν με κλειστά τα μάτια, και άφθονα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Της μίλησε, κάνοντας νόημα και στους άλλους να έρθουν κοντά. “Κλαις;” “Οχι.” “Πες μου τι συμβαίνει, γιατί έχεις κλειστά τα μάτια σου;” “Γιατί δεν χρειάζεται να τα έχω ανοιχτά.” Η Χαρά την πλησίασε και την έπιασε απ' τον ώμο. “Αλεξάνδρα, αν δεν αισθάνεσαι καλά, να πάμε πίσω”. “Καλά είμαι.” Ο Νίκος αποφάσισε να μιλήσει πιο αποτελεσματικά. “Αλεξάνδρα, το καταλαβαίνεις ότι αυτή τη στιγμή κινδυνεύουμε όλοι; Αν δεν είσαι καλά να μην βγαίνουμε. Δεν θέλω να δεις κάτι και μετά να το χάσεις πριν προλάβεις να το υλοποιήσεις”. Ο Άρης του έκανε νόημα να σταματήσει, αλλά εκείνος συνέχισε πιο έντονα από πριν. “Όχι, δεν γίνεται να βασιζόμαστε πάνω σου αν εσύ θες να παίζεις. Θα την αποκαλύψεις, εκείνη θα μας βλέπει ωραία-ωραία, και μετά θα κλείσεις τα κουρασμένα σου ματάκια και θα μας επιτεθεί από το πουθενά. Λες να θέλω να βρεθώ παγιδευμένος στον κόσμο μεταξύ των κόσμων;” Σταμάτησε, όχι γιατί είχε τελειώσει, αλλά γιατί η ανιχνεύτρια άνοιξε τα μάτια της ξαφνικά και τα κάρφωσε πάνω του. Ο πολεμιστής πάγωσε. Τα μάτια που αντίκρυζε, τα είχε ξαναδεί, αλλά όχι σε άνθρωπο. Έκανε ένα βήμα πίσω, σηκώνοντας το μαχαίρι και στρέφοντας το βλέμμα του στον Διονύση. Εκείνος κατάλαβε. Όλοι την έβλεπαν. Διστάζοντας για λίγο, σήκωσε τελικά την κουκούλα και κατευθύνθηκε προς το μέρος της με πόδια που έτρεμαν. Η Αλεξάνδρα παρέμεινε ακίνητη, αλλά έστρεψε το κεφάλι της να κοιτάξει τον πολεμιστή που την πλησίαζε. Του μίλησε, ενώ αυτός εστίαζε το βλέμμα του στα πόδια της. “Δεν χρειάζεται. Αν ήθελα, το πνεύμα του Νίκου θα τον είχε ήδη αφήσει. Και ξέχασες, αγαπημένε Διονύση, ότι εγώ έχω χέρια; Τι θα μου κάνει η κουκούλα;” Εκείνος σταμάτησε, αλλά χωρίς να χαμηλώσει τα χέρια ή να σηκώσει το βλέμμα. “Είμαστε τέσσερις”, της είπε με σταθερή φωνή. “Κι εμείς δύο”, ήρθε η απρόσμενη απάντηση. “Και ο ένας μας, δεν ξέρετε για τι είναι ικανός.” Κανείς δεν μίλησε. Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω της, με τα όπλα έτοιμα, λαχανιασμένοι από την έκπληξη και τον τρόμο. Ένα σκυλί γαύγισε στο βάθος, αλλά κι αυτό αμέσως ησύχασε. Το δρομάκι έμεινε άδειο από ζωή, από κίνηση, όλα περίμεναν μια εξήγηση για αυτή την αλλόκοτη και βίαιη διαταραχή της καθημερινότητας. Η μορφή και η φωνή της Πάαρ κυριάρχησαν πάνω στη νεκρική σιγή. “Ξέρετε γιατί οι Σκιές σέρνονται πάνω στη γη; Γιατί θέλουν να την καταστρέψουν;” Περίμενε για απάντηση, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος να παίξει το παιχνίδι της. Όλοι ήξεραν, και το ότι ρωτούσε σήμαινε πως θα είχε μια άλλη άποψη πάνω στο θέμα. Έκριναν πως θα ήταν καλό να της αφήσουν χώρο να την εκφράσει. “Γιατί θέλουν κι αυτές να προστατέψουν τον κόσμο τους. Κάνουν δηλαδή, ακριβώς ό,τι κι εμείς. Είμαι σίγουρη πως δεν το έχετε δει ποτέ από αυτή τη σκοπιά.” Είχε δίκιο. Οι πολεμιστές, όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχαν προλάβει να το φιλοσοφήσουν τόσο. Σκότωναν ό,τι τους έδειχνε εκείνη. Και τώρα που το άκουγαν, μπορούσε κανείς να διακρίνει εύκολα στις αποδοκιμαστικές εκφράσεις τους τι γνώμη είχαν. Η πρώην ανιχνεύτριά τους συνέχισε να μιλάει, κοιτώντας πότε τον ένα, πότε τον άλλο, χωρίς κανείς να της ανταποδίδει τη ματιά. “Αποκλείω με κάθε βεβαιότητα το ενδεχόμενο να έχετε σκεφτεί αυτό που θα ακούσετε τώρα. Και, φίλοι μου, πιστέψτε με, είναι πέρα για πέρα αλήθεια.” Όλοι κοιτάχτηκαν στιγμιαία, μη ξέροντας τι να κάνουν. Ο Άρης έριχνε νευρικά το βάρος του πότε στο ένα πόδι πότε στο άλλο, και η Χαρά κρατούσε σφιχτά το μαχαίρι μπροστά στα μάτια της, σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί στη λογική από την κοφτερή του λεπίδα. Τα λόγια ήρθαν σαν όνειρο, σαν κακό όνειρο, και τίποτα δεν τους έσωζε από αυτά. “Οι δύο κόσμοι, τα δύο κομμάτια του ενός, πρέπει να ενωθούν. Γενιές και γενιές δικών μας έρχονται εδώ, τρυπώνουν στην κοιλιά ενός ανθρώπου και περιμένουν. Μετά φτάνουν στην ηλικία που οι ιθαγενείς ονομάζουν εφηβεία, και η Γνώση τους φωτίζει, ξυπνούν και αναλαμβάνουν δράση. Γενιές ολόκληρες πολεμάμε τις Σκιές. Και όλα αυτά μάταια! Δεν σκεφτήκαμε ποτέ γιατί δεν μας επιτίθονται αυτές πρώτες. Γιατί δεν βρίσκεται καμία στον Πάα. Μόνο εδώ. Στον μοναδικό κόσμο που δεν ξέρει τι σημαίνει Δύναμη. Την αποκαλούν μαγεία. Την έχουν λατρέψει, και την έχουν επιθυμήσει. Την έχουν φοβηθεί και την έχουν αποκυρήξει. Πάντα η μαγεία ήταν το άπιαστο, το εξώκοσμο στη Γη. Είμαστε ανόητοι. Η αρχαία γνώση έχει χαθεί, ακόμη κι από μας, που νομίζουμε ότι θυμόμαστε την ιστορία.” Σταμάτησε και έκανε δυο βήματα προς τον Διονύση. “Σηκώστε τα μάτια. Ακόμη δεν με πιστεύετε;” Κανείς δεν κουνήθηκε, μόνο έτρεμαν στη θέση τους, και η Χαρά χαμήλωσε το μαχαίρι κλαίγοντας ανεξέλεγκτα. Ο Νίκος, μόλις την είδε, πέταξε το δικό του κάτω και χαμήλωσε κι άλλο το κεφάλι, γεμάτος δέος. Μόνο ο Διονύσης μίλησε, έχοντας ξεχάσει ότι κρατούσε ακόμα την κουκούλα. Η φωνή του βγήκε τρεμάμενη. “Τόσα χρόνια...” Ξερόβηξε. “Τόσα χρόνια,”, προσπάθησε πάλι, “πολεμάμε τη λάθος πλευρά;” Η Αλεξάνδρα τον πλησίασε, τώρα τα μάτια της είχαν πάρει την κανονική τους μορφή, και τον κοίταξε αυστηρά. “Τόσα χρόνια σκοτώνουμε τα αδέλφια μας. Καιρός να αλλάξουν τα πράγματα.” *** Επανένωση.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 25, 2011 Share Posted May 25, 2011 Ωραίος μύθος και συναρπαστική περιπέτεια. Μου αρέσει που μέσα από την κατάλληλη ευαισθησία γραφής αποδίδεις ποιητικά τις φάνταζυ εικόνες σου Άννα, ενώ το ίδιο άνετα περιγράφεις μια σκηνή δράσης που άλλες πένες έχουν την τάση να προσπερνούν βεβιασμένα. Με χάλασε όμως κάπως το φινάλε. Το βρήκα λίγο βιαστικό, σαν «ας συνοψίσουμε τώρα τα συμπεράσματα μας». Είναι και λίγο στάσιμο (το φινάλε) ενώ θα μπορούσες να το βγάλεις πιο δυναμικά. Ήταν δηλαδή πιο ενδιαφέρον όταν η Σκιά πήγε να επικοινωνήσει την αλήθεια στην ηρωίδα (κι αυτό το εγκατέλειψες), από το «Ακούστε την αλήθεια που θα σας πω» της Αλεξάνδρας στους συντρόφους της. Στις λεπτομέρειες: με ενόχλησε λίγο η συναισθηματική τους ουδετερότητα προς τους Γήινους γονείς τους. Ήθελα μια καλή δικαιολογία. Είχαν δηλαδή άλλους γονείς στον Πάα; Δεν το είδα αυτό. Ούτε Πααρινές γνώσεις μοιάζει να κατέχει η Αλεξάνδρα (την είδαμε δηλαδή να αναρωτιέται για την άλλη πλευρά). Γιατί λοιπόν η νοσταλγία προς την άγνωστη άλλη πλευρά να είναι πιο δυνατή; Ή μήπως δεν πρόσεξα κάτι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted May 26, 2011 Share Posted May 26, 2011 Μια πολύ ωραία ιστορία. Καλογραμμένη, με σωστά μοιρασμένες σκηνές δράσεις και απόδοσης του φανταστικού. Θα μπορούσες να είχες αναπτύξει λίγο περισσότερο το φινάλε, είχες εξάλλου το περιθώριο, μα αν ο σκοπός σου ήταν να παρουσιάσεις την απότομη συνειδητοποίηση της αλήθειας από την Αλεξάνδρα, τότε πιστεύω πως το πέτυχες απόλυτα. Well done. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted May 26, 2011 Share Posted May 26, 2011 Πραγματικά στα όρια φάντασυ και εφ - εξωγήινοι και μαγεία. Η υπόθεση είναι αρκετά πρωτότυπη και έχει και την ανατροπή της: μια διαμάχη μπορεί να λήξει όχι μόνο με νίκη ή ήττα, αλλά και με ειρήνη. Προτείνω να αφιερωσεις λιγότερες λέξεις στην κηδεία και περισσότερες στους εξωγήινους και το πώς γεννιούνται στη γη και πώς πεθαίνουν, που είναι και πιο ενδιαφέρον. Ίσως να το έκανες πιο μεγάλο και να έδειχνες πώς συνειδητοποιεί, μεγαλώνοντας, ένας "ανιχνευτής" ή ένας "πολεμιστής" την αποστολή του κλπ. Κατά τα άλλα κάπως απλοϊκό και tell. Ειδικά στη φράση "ένας φρεσκοσκαμμένος (τάφος), με καινούριο ένοικο", το δεύτερο κομμάτι δε χρειάζεται - για ποιον άλλο λόγο μπορεί να είναι φρεσκοσκαμμένος ένας τάφος, αν όχι για έναν καινούριο πεθαμένο; Η υπόθεσή του ίσως θα ταίριαζε καλύτερα σε κάποιο εφηβικό φάντασυ μυθιστόρημα με πολλές συνέχειες. Νομίζω πως μπορούσες να το κάνεις καλύτερο, πιο καλογραμμένο, πιο επαγγελματικό. Γενικά όχι και άσχημο, αλλά από εσένα περίμενα κάτι καλύτερο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ad Noctum Posted May 29, 2011 Share Posted May 29, 2011 Προφανώς η βιασύνη σου για να προλάβεις να τελειώσεις την ιστορία σου στα χρονικά όρια του διαγωνισμού, κόστισαν τελικά στο τέλος. Ενώ έχουμε μία πολύ ενδιαφέρον ιστορία μέχρι το σημείο που η Αλεξάνδρα έχει τα όνειρά της σχετικά με τις σκιές, αλλά από εκεί και κάτω πάμε σε γρήγορες επεξηγήσεις που δεν μου δίνουν το τελείωμα που περίμενα. Πάντως μου άρεσε πολύ η ιδέα σου. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted May 30, 2011 Share Posted May 30, 2011 Λίγα έχω να πω για την Επανένωση: -Καλόγραμμένη κι αξιοπρεπής. -Σίγουρα εντός θέματος για μένα. -Σε σημεία μού φάνηκε ότι δίνει πληροφορίες. -Το φινάλε ήρθε κάπως μπαμ-μπαμ χωρίς να εξηγούνται και πολλά. Ξεχώρισα σαν πιο ενδιαφέρον στοιχείο την ιδιαίτερη Όραση της Αλεξάνδρας και φυσικά το γεγονός ότι είναι αυτή η όραση που υλοποιεί τις σκιές. Πρόκειται δλδ για μια όραση που επιδρά κατά κάποιον τρόπο στο περιβάλλον και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα (κυρίως αν το δεις από τα μάτια των συντρόφων της Αλεξάνδρας). Εδώ όμως κάπου μπλέκω την επιστήμη με τη φιλοσοφία Δευτεριάτικα, οπότε σταματάω. ΥΓ1:Σπαστικό ψείρισμα, αλλά στην αρχή (οι πρώτες 2-3 λέξεις) έχεις times new roman αντί για palatino linotype που είναι το υπόλοιπο κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted May 30, 2011 Share Posted May 30, 2011 Καλογραμμένη ιστορία με πολύ ωραία φαντασία. Πολύ ωραίοι οι ξεχωριστοί κόσμοι που έπλασες, με τον κόσμο που «γεννήθηκε» ανάμεσά τους, με την «αποστολή» μαχητών από τον έναν κόσμο στον άλλον. Οι σκηνές που κυνηγάνε τη Σκιά και αποκαλύπτονται τα χαρίσματά τους και αυτό το οποίο κάνουν, είναι πολύ ατμοσφαιρικές και μ' έβαλαν για τα καλά στην υπόθεση της ιστορίας. Το τέλος με μπέρδεψε κάπως. Δεν μου έγινε ξεκάθαρο το τι ακριβώς κάνουν οι Σκιές στη Γη και για ποιο λόγο οι άλλοι τούς θεώρησαν «αδέρφια» τους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
anysias Posted May 30, 2011 Share Posted May 30, 2011 +Πρωτότυπη ιδέα. Έχεις φτιάξει ένα κόσμο ή καλύτερα δυο που έχει πολύ ψωμί και άνετα το κάνεις μυθιστόρημα. +Εκμεταλλεύτηκες το θέμα με την όραση από την αρχή της ιστορίας και μπήκαμε αμέσως στην υπόθεση. +Καλογραμμένη, με απλό λόγο και περιγραφές που βοηθάνε να ακολουθείς με ικανοποίηση την εξέλιξη ακόμα και εκεί που ο ρυθμός είναι πιο γρήγορος στις σκηνές δράσεις. +αρκετά ενδιαφέρον ο χαρακτήρας της Αλεξάνδρας. -κοινά ονόματα. -Το τέλος ήταν κάπως απότομο και σαν πολύ εύκολα κατέβασαν τα όπλα η ομάδα της που πάντα πολεμούσε τις σκιές. Σε γενικές γραμμές όμως είναι πολύ καλή ιστορία και αν ποτέ αποφασίσεις να την μεγαλώσεις και ψάχνεις αναγνώστες εγώ είμαι εδώ! Καλή επιτυχία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 30, 2011 Share Posted May 30, 2011 (edited) Πολύ εντός θέματος η ιστορία και καταλαβαίνουμε από την αρχή ότι βλέπει κάτι ασυνήθιστο Στα συν οπωσδήποτε όλη αυτή η κοσμοπλασία και η εξήγηση της μαγείας. (Δεν έχουμε έναν κόσμο αλλά τρεις ουσιαστικά -ολόκληρο σύμπαν) Επίσης: Δυνατή και πρωτότυπη η ιδέα της ιστορίας. Πολύ καλό το σημείο της εισαγωγής που κρατάει τα μάτια της κλειστά για να μη δει τις Σκιές Πολύ ενδιαφέρον το να βλέπει τις Σκιές και αυτές να υλοποιούνται. Αρκετά τρομακτική και η θέση των άλλων κυνηγών που δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπει η Αλεξάνδρα. Άνετα θα διάβαζα πολύ περισσότερα πράγματα γι αυτούς τους κόσμους και για τη μετάβαση ανάμεσά τους. Αν μου έλλειψε κάτι είναι μια εκτενέστερη αναφορά στη στιγμή της αλλαγής/κατάληψης της ηρωίδας. Επίσης, αφού ο Δημήτρης είναι κυνηγός και τον σκότωσαν οι Σκιές, θα ήθελα μια αναφορά -έστω και καλυμμένη- στη διάρκεια της κηδείας του για τον τρόπο που είχε βρεθεί το σώμα. Με τραύματα; Σαν να το βρήκε αιφνίδιος θάνατος; και ένα λίγο πιο δυνατό κλείσιμο στις τελευταίες προτάσεις. Αυτό που μου άρεσε και τις δυο φορές που το διάβασα; (αλλά το βλέπω μόνο στο αρχείο που έκανα download) 23/5/2011 ΓΗ Έξυπνο! Edited May 30, 2011 by Tiessa Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted May 31, 2011 Share Posted May 31, 2011 Μια καλογραμμένη ιστορία που κυλάει πολύ άνετα στην ανάγνωση. Εκμεταλλεύτηκε το θέμα της όρασης με πρωτότυπο τρόπο και μάλιστα με έβαλε στην θέση να αναρωτιέμαι για την ζωή των Σκιών περισσότερο από αυτή των ανθρώπων και των Πααριανών. Το τέλος όμως θα μου άρεσε να είναι πιο «αποκαλυπτικό». Καταλαβαίνω πως είναι συγκλονιστικό γι αυτούς να μαθαίνουν κάτι τέτοιο αλλά ίσως θα ήθελα να γίνεται με πιο ενεργητικό τρόπο, όχι απλά με αφήγηση. Καλή επιτυχία στον διαγωνισμό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted June 1, 2011 Share Posted June 1, 2011 Μια ιστορία που διαβάστηκε μονορούφι, Άννα. Νομίζω πως είναι η καλύτερή σου, από αυτές που έχω διαβάσει τουλάχιστον. Μυστήριο, δράση, θλίψη, συγκίνηση, δυνατές σκηνές μάχης, πλάσματα πέρα από τη φαντασία... Όλα αυτά μαγειρεμένα με μια πολύ όμορφη γραφή. Για μένα δεν ήταν πολύ σαφές το τέλος, δεν είμαι σίγουρη τι θα έπρεπε να αποφασίσουν τελικά τα παιδιά και ούτε είμαι σε θέση, βέβαια, να το ξέρω. Ωστόσο, ακόμα κι αυτό δεν αφαιρεί πολλούς πόντους από τη μαγεία της ιστορίας. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 5, 2011 Share Posted June 5, 2011 (edited) Γενικά: Μια ιστορία που την αγάπησα, αλλά γι’ αυτό και μόνο το λόγο θέλω να γίνω πολύ αυστηρή μαζί της. Μου άρεσε: Η ιδέα κι ο ρυθμός. Πήγαινε σταθερά, προς το αναπόφευκτο τέλος. Η γλώσσα, απλή κι ωστόσο σταθερή κι αυτή, να δίνει ρυθμό. Δε μου άρεσε: Πάρε καρέκλα, καφέ και τσιγάρο και οπλίσου με υπομονή. Ψειρίζω γιατί θέλω να το δω τέλειο, να το κάνεις κούκλα. Πάμε; 1) Αλλάζεις ξαφνικά οπτική γωνία. Όχι απαραίτητα κακό, αλλά είναι σα να με πετάει έξω τη στιγμή που μόλις κατάφερα να μπω μέσα. Καταλαβαίνω ότι θυσιάζεις ένα μέρος του σασπένς αν διατηρήσεις την οπτική γωνία της Αλεξάνδρας μετά την κομβική σκηνή, αλλά πρώτον θα είναι τρομερή άσκηση για σένα αν το κάνεις και δεύτερον θα είναι και πολύ πιο τρομερή η αποκάλυψή σου, όταν το πεις. 2) Η αιτιολόγηση του γιατί και πώς αφυπνίζονται οι Πολεμιστές χωλαίνει και μάλιστα όχι ελαφρά. Εφόσον ξυπνάς, ξέρεις ήδη τι πρέπει να κάνεις. Άρα πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις αυτό το ένα και μοναδικό πράγμα που έπρεπε να ξέρεις; Γιατί ξέρεις ενστικτωδώς όλα τα υπόλοιπα εκτός από αυτό; 3) Μου λείπει λίγο επίσης μια αιτιολόγηση για το πώς αναγνωρίζονται μεταξύ τους (και πώς σχηματίζουν ομάδες), όπως επίσης και το γιατί και πώς διαφέρει κάθε φορά ο ανιχνευτής από τους υπολοίπους. 4) Θα ήθελα λίγο περισσότερη ανάπτυξη των χαρακτήρων. Όχι τόσο της Αλεξάνδρας, αλλά οι υπόλοιποι… βουβοί κομπάρσοι. Μόνο ονόματα, που τελικά δεν τα θυμάμαι κιόλας. 5) Τέλος κι αυτό πολύ σημαντικό, θα ήθελα να ξέρω γιατί συνέβη αυτό στην Αλεξάνδρα κι όχι σε άλλον ανιχνευτή. Ή τι το διαφορετικό είχε η συγκεκριμένη Σκιά (σκέψου, δεύτερο story arc με την σπάνια Σκιά που έχει σταλεί εξ επί τούτου. Μιαμ-μιαμ.) κι έκανε ότι έκανε τελικά. Edited June 5, 2011 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted June 9, 2011 Share Posted June 9, 2011 Ωραία (Ε)Φ ιστορία με ωραίο, ανατρεπτικό φινάλε. Για μένα κλείνει προς το ΕΦ παρά προς το Φ (ίσως επειδή είμαι του soft sci-fi και έχω διαβάσει πολλές παρόμοιες ιστορίες στο είδος). Still, καλογραμμένο και με πολύ όραση Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted June 9, 2011 Share Posted June 9, 2011 Λοιπόν, βασικά θα συμφωνήσω με αυτούς που λένε ότι εδώ έχουμε ένα εφηβικό μυθιστόρημα εν τη γεννέση του. Έχει όλα τα σχετικά συστατικά: Το νεαρό άτομο που αισθάνεται ούφο, μετά μαθαίνει ότι όντως είναι ούφο, βρίσκεται με τα υπόλοιπα ούφα και ξεκινάει ένα μυητικό ταξίδι με κατάληξη την επανένωσή του με την τρομακτική σκοτεινή πλευρά, ξεκίνα να γράφεις. Άντε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted June 9, 2011 Share Posted June 9, 2011 Η ιστορία αυτή μου άφησε μια ανάμεικτη αίσθηση. Μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα πίσω από την ιστορία, αλλά η υλοποίηση με άφησε παραπονεμένο. Το υλικό που έχεις παρουσιάζεται κάπως αποσπασματικά, σα να προσπάθησες να χωρέσεις μια νουβέλα 10-15 χιλιάδων λέξεων μέσα στις σκηνές μιας ιστορίας 3850 λέξεων με αποτέλεσμα να χάνει σε ατμόσφαιρα και σε σκιαγράφηση χαρακτήρων. Ακόμα και η ανατροπή στο τέλος έρχεται από αριστερά και δεν έχει τον αντίκτυπο που θα χρειαζόταν, ακριβώς επειδή δεν έχουμε δει καλά τα όσα έκαναν οι ήρωές μας πριν - ούτε καλά-καλά τους ήρωες δεν έχουμε γνωρίσει. Κατά τη γνώμη μου, μεγαλωμένη σε μερικές δεκάδες χιλιάδες λέξεις θα δώσει εξαιρετικό αποτέλεσμα, έτσι όμως χάνει πολλή από τη δυναμική της Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted June 9, 2011 Share Posted June 9, 2011 Λοιπόν, να σταθώ σ' αυτή την ιστορία που, μπορεί να μην είναι η καλύτερη του διαγωνισμού, αλλά α) είναι μέσα στην δική μου τριάδα και β) θέλω να την χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα για να πω κάτι. Πέντε (ίσως κι έξι) σ' αυτό τον διαγωνισμό χρησιμοποίησαν τον πραγματικό κόσμο για να γράψουν ένα διήγημα φάντασι. Οι τέσσερις απ' αυτούς απέτειχαν στο είδος, παρά το γεγονός ότι μας έδωσαν υπέροχες ιστορίες. Τους τραβώ ευγενικά απ' το αυτί και τους δείχνω αυτό το κείμενο, ΝΑ, ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙ, για να μην έχουν απορίες πώς είναι ένα διήγημα αυτού του είδους με καμβά τον σύγχρονο κόσμο. Ορίστε η μη εξηγήσιμη σκιά που δεν αφήνει την αίσθηση του τρόμου, αλλά την πόρτα σ' έναν άλλο κόσμο. Ορίστε, δεν έχει ούτε ξωτικά, ούτε μάγους, ούτε δράκους, αλλά είναι ΦΑΝΤΑΣΙ. Από δω και πέρα, όταν κάποιος έχει την απορία, θα του βάζω ένα λινκ στο παρόν τόπικ. Ίσως η θέση που του έδωσα μέσα στην τριάδα μου να οφείλεται σ' αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι είναι σ' αυτόν τον κόσμο και πατάει στο φάντασι γερά και με τα δύο ποδάρια, πράγμα που μ' έκανε να βγάζω ευτυχισμένες φωνούλες όταν το διάβαζα. Γίνεται νουβέλα. Άνετα. Να το κάνεις, γιατί το ζητάει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 10, 2011 Author Share Posted June 10, 2011 Ευχαριστώ όσους σχολίασαν αυτή την ιστορία. Με βοηθήσατε πραγματικά. Δεν θέλω να εξηγήσω τίποτα τώρα, θα ανεβάσω το ολοκληρωμένο κείμενο (που μάλλον θα έιναι πολύ μεγάλο για να διαβάσετε ), σε λίγο καιρό. Αφού το ζητάει, η Επανένωση θα γίνει νουβέλα, αγαπητοί αναγνώστες. (Με καλύτερο τίτλο κιόλας). Μόνο ένα μικρό σχόλιο στην wordsmith: ένας φρεσκοσκαμένος τάφος, δεν έιναι απαραίτητα γεμάτος. Περιμένει για τον ένοικο. Εγώ ήθελα να τονίσω ότι στην περίπτωσή μας, όλα είχαν τελειώσει, ο νεκρός ήταν στη θέση του. Επίσης, όλο αυτό με τη σκηνή του νεκροταφείου, είχε ένα νόημα, (δεν ήταν κιτς προσπάθεια για συγκίνηση), που δεν αναπτύχθηκε λόγο χώρου. (Θα γίνει, αλλά και πάλι δεν ξέρω πόσοι θα το καταλάβουν). Ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.