Jump to content

Εξιλέωση


anysias

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βασίλης Χ.

Είδος: Φάνταζι

Βία; Λιγάκι

Σεξ; Καθόλου

Αριθμός Λέξεων:9.053( Μη φρικάρετε….please)

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Διάβασα τα σχόλιά σας και προσπάθησα να ακολουθήσω όσο μπορούσα τις συμβουλές σας. Δεν έχω γράψει ποτέ στο τρίτο και μάλλον ήταν καιρός να το δοκιμάσω, αν και νιώθω απίστευτα άβολα… Ελπίζω τα πράγματα να έγιναν κάπως πιο κατανοητά σε κάποια σημεία που υπήρχε πρόβλημα με τις οπτικές γωνίες καθώς και στο θέμα με τα νήματα. Αλλά φυσικά εγώ δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός σε αυτό. Όποιος έχει την υπομονή και το κουράγιο να την διαβάσει ξανά, be my quest! Όλα τα σχόλια είναι καλοδεχούμενα.

 

 

 

 

 

Η Λάχεση, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της, βημάτιζε μανιωδώς πέρα δώθε και μουρμούριζε ασυνάρτητα. Η έκφρασή της ήταν αμετάβλητη και η φωνή της δεν αλλοιωνόταν παρά την αγανάκτηση και την οργή που την είχε κυριεύσει, επειδή δεν είχε τον έλεγχο. Η Κλωθώ διαβάζοντας την γλώσσα του σώματος της αδερφής της, απέδιδε αυτή την αντίδραση στο φόβο. Άλλωστε η κατάσταση που αντιμετώπιζαν εξελίσσονταν άσχημα.

 

«Έπρεπε να το είχα καταλάβει Κλωθώ…» Είπε η Λάχεση. Η Κλωθώ προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή, μπαίνοντας μπροστά της, αλλά εκείνη έκανε μεταβολή νευριασμένη. Συγκράτησε τον εαυτό της ώστε να μη της βάλει τις φωνές. Η εμμονή της αδερφή της, να γυρίσουν στο κάστρο και να απαιτήσουν να δουν την Άτροπο, έφτανε τα όρια της τρέλας αλλά παρόλα αυτά συμμεριζόταν την ανησυχία της. Φυσικά όχι χωρίς λόγο. Αν και η Λάχεση δεν εξέφρασε την έγνοια της και το εσωτερικό μάτι της Κλωθώ- που έβλεπε μέσα σε όλους- είχε τυφλωθεί προσωρινά, ήταν σίγουρη πως η Λάχεση ψυχανεμιζόταν κάτι δυσοίωνο. Αυτή η αδιέξοδη ενόραση γέμιζε το μυαλό της με παρανοϊκά σενάρια.

 

«Λάχεση φέρεσαι παράλογα! Σταμάτα να κατηγορείς άδικα τον εαυτό σου.»Της είπε η Κλωθώ προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

 

«Παράλογα;» Έσκουξε απαρηγόρητη η Λάχεση. Το τεράστιο σαλόνι του κάστρου διπλασίασε την φωνή της. «Δεν χρειάζεται να ρίξω ούτε μια ματιά στο μέλλον για να βεβαιωθώ για την παγίδα στην οποία έχουμε πέσει! Καταραμένοι Ολύμπιοι…» Ύψωσε οργισμένα την σφιγμένη γροθιά της προς τα πάνω.

 

«ΠΑΨΕ! Διαπράττεις ύβρη με αυτή σου την ασέβεια! Τι επιδιώκεις; Να στρέψουν το μένος τους πάνω μας;» Προσπάθησε η Κλωθώ να εξευμενίσει τα πνεύματα. Το στήθος της Λάχεσις ανεβοκατέβαινε βίαια. «Λάχεση μας επέλεξαν για να βοηθήσουμε…»

 

«…Για να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα! Για αυτό μας επέλεξαν Κλωθώ, για να κάνουμε την δική τους δουλειά! Δεν νοιάζονται για το πως νιώθουμε· και όσες φορές και αν κάνεις επίκληση στο συναίσθημά τους, δε πρόκειται να μας προστατεύσουν γιατί δεν αισθάνονται τίποτα. Παίζουν μαζί μας, όπως με όλους τους θνητούς!»Ξέσπασε η Λάχεση. Η Κλωθώ την κοίταξε αποσβολωμένη, αφουγκράστηκε βουβή την σιωπή και περίμενε να ξεσπάσει πάνω τους η Νέμεσης. Η Λάχεση έτριψε το πρόσωπό της, σα να προσπαθούσε να συνέλθει από την νύστα, και η Κλωθώ σκέφτηκε ότι δεν είχε επίγνωση των πράξεών της. Ήταν λοιπόν δική της ευθύνη να τη βοηθήσει. Την πλησίασε διστακτικά, ήθελε να την χαστουκίσει που φέρθηκε τόσο παρορμητικά αλλά τελικά χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό της και της μίλησε ήρεμα.

 

« Η Άτροπος ήταν πάντα απόμακρη. Το επιδίωκε ώστε όταν τερμάτιζε τη ζωή κάποιου, να μην έχει τον παραμικρό δισταγμό. Έμαθε να είναι παρατηρητής ανάμεσα στους άλλους· και αυτό την έκανε αντικοινωνική με όλους και άπειρη με τους άνδρες. Πώς να ευτυχίσει όταν ξέρει ότι πρέπει να κόψει το νήμα ζωής των γύρων της; Ζώντας τόσο απόκοσμα, μαραζώνει μέρα με τη μέρα. Μπορώ να φανταστώ πως ένιωσε όταν ο Δραγίνος την πλησίασε, την φλέρταρε και την κοίταξε σαν μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα… Αυτό πρέπει να έφερε τα πάνω κάτω μέσα της. Όταν σου δίνεται μια ευκαιρία δεν την πετάς! Έτσι ξεγελάστηκε εύκολα όπως και εμείς που θέλαμε να δούμε την καλή πλευρά της υπόθεσης.»Είπε η Κλωθώ

 

«Μας εξαπάτησε όλες, ο άθλιος τυχοδιώκτης!»Δήλωσε φρίττοντας η Λάχεση. Προσπαθούσε να φανεί δυνατή αλλά όσο η Κλωθώ της έτριβε την πλάτη, έβγαζε άγρια μουγκρητά και έτρεμε από τους λυγμούς που έπνιγε μέσα της.

 

«Τουλάχιστον το καταλάβαμε τώρα… Ίσως να μην είναι αργά!» Την καθησύχασε μουδιασμένα η Κλωθώ, το ένστικτό της επιβεβαίωνε τις αμφιβολίες της.

 

«Η μοιρασιά προσβλήθηκε… Είναι πολύ πιο αργά από όσο φαντάζεσαι.» Ψιθύρισε η Λάχεση, κοιτάζοντας γεμάτη πίκρα την Κλωθώ. Δεν κατηγορούσε εκείνη, παρά τον εαυτό της, που πιέστηκε να δει την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας. Αποδέχτηκε την κατάσταση και οι σπασμοί της σταμάτησαν, ήταν όμως φανερό πως δεν ηρέμησε μέσα της. Σκούπισε αποφασιστικά τα μάτια της και της μίλησε με απόλυτη διαύγεια. « Κλωθώ δεν την βλέπω… Την Άτροπο. Δεν βλέπω τίποτα! Όλα άλλαξαν… Όταν έρθουν, θα μείνω εδώ και εσύ πρέπει να πάρεις κάτι από εκείνη. Αμέσως μόλις το πάρεις πρέπει να φύγεις. Έχει μοιραστεί ήδη αυτό και η Άτροπος το γνωρίζει. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδα μόλις βγήκαμε από το δάσος, για αυτό επέμενα να έρθουμε αμέσως εδώ.»

 

«Τι εννοείς; Μίλα ξεκάθαρα που να σε πάρει… Για μια φορά στην ζωή σου σταμάτα να μιλάς με γρίφους!» Είπε η Κλωθώ. Είχε νευριάσει μαζί της γιατί είχε πάρει πάλι εκείνο το προστακτικό ύφος όταν απαιτούσε πράγματα δίχως καμία εξήγηση. Μπορεί να απέκτησε ξανά την αυτοκυριαρχία της αλλά εξακολουθούσε όμως να δείχνει τσακισμένη, παρά την προσπάθειά της να το κρύψει. Ένιωθε ότι κάτι σοβαρό έκρυβε η αδερφή της. Η Λάχεση που πάντα ήταν ακλόνητη, βράχος και δεν την άγγιζε τίποτα! Η Λάχεση, που ακόμα και το πιο δυσοίωνο μέλλον δεν κατάφερνε να σβήσει εκείνο το αλαζονικό μειδίαμα, τώρα στεκόταν αλαφιασμένη, αβέβαιη και παραδομένη. Η Κλωθώ την αγκάλιασε σφιχτά. «Λάχεση τι είδες;» Της ψιθύρισε στο αυτί, φοβούμενη πως αν το φώναζε θα πραγματοποιούνταν αμέσως. Η Λάχεση της χαμογέλασε βουρκωμένη και την απομάκρυνε απαλά.

 

«Όλοι έχουμε δικαίωμα στην ευτυχία. Ακόμα και η Άτροπος! Μην το ξεχάσεις στιγμή αυτό Κλωθώ» Απάντησε η Λάχεση. Η Κλωθώ παρ’ ό,τι δεν έβγαζε νόημα και ήταν μπερδεμένη, ένευσε καταφατικά, καθώς έβλεπε με πόση προσοχή η αδερφή της ζύγισε την απήχηση των λογιών της στο βλέμμα της. Όταν όμως έστρεψε την προσοχή της πίσω στο δωμάτιο και η αβεβαιότητα σκοτείνιασε το πρόσωπό της η Κλωθώ ακολούθησε το βλέμμα της. Κοιτούσε την πίσω πόρτα. Η αδερφή της την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε προς τα εκεί. «Όταν μπούνε μέσα στο δωμάτιο, πάρε ό,τι σου δώσει η Άτροπος, άνοιξε αυτή την πόρτα και φύγε μακριά από εδώ. Να παραμείνεις κρυμμένη!»Διέταξε η Λάχεση. Η Κλωθώ ήθελε να διαφωνήσει, μόνο και μόνο επειδή δεν της άρεσε ποτέ να την διατάζουν. Άλλωστε τι θα κέρδιζαν με αυτό; Έτσι το βλέμμα της έπαιζε ανάμεσα στην πόρτα από την οποία είχαν έρθει στο σαλόνι και στην πόρτα που μόλις της είχε υποδείξει σαν έξοδο κινδύνου. Έσφιξε τα χείλη της πεισματικά αλλά η Λάχεση της έκοψε την φόρα με το δυσοίωνο βλέμμα που της έριξε, αυτό δεν ήταν παιχνίδι.

 

«Λάχεση αν νομίζεις ότι θα σας εγκαταλείψω για να γλιτώσω… Τι με πέρασες; Είμαι η αδερφή σας και σας αγαπάω υπερβολικά για να…» Η Κλωθώ σταμάτησε να μιλάει όταν η αδερφή της την κοίταξε αποσβολωμένη.

 

«Μπορώ και βλέπω στο μέλλον ξανά! Άρα η Άτροπος πρέπει να είναι κοντά αφού όταν είμαστε χώρια δεν…» Ο προηγούμενος ενθουσιασμός της Λάχεσις εξανεμίστηκε και συνέχισε διαφορετικά την πρότασή της.«Στα χέρια σου κρατάς περισσότερες από μία ζωές.» Τα μάτια της βούρκωσαν και το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από τον πόνο. Τώρα η Κλωθώ μπορούσε να δει ξεκάθαρα την απόγνωση που την είχε κυριεύσει και την κρυφή ελπίδα που έτρεφε μέσα της. Ό,τι περνούσε από το μυαλό της, οι αντιδράσεις της, τα κίνητρά της, τα συναισθήματα που την καθόριζαν και την έκαναν το άτομο που ήταν, δεν ξέφευγαν από το αδέκαστο εσωτερικό μάτι της. Η Κλωθώ μπορούσε να κρίνει το παρόν κάθε ανθρώπου έτσι κατανοούσε γιατί στοίχιζε τόσο πολύ αυτό στην αδερφή της. Ευχόταν να μην είχε αποστρέψει το μάτι της από τον Δραγίνο, όμως ήξερε πόσο ανώφελο και ανούσιο ήταν αυτό, έτσι αποδέχτηκε την μοίρα τους και οπλίστηκε με κουράγιο. «Υποσχέσου ότι δε θα αφήσεις την κόρη μου από τα μάτια σου Κλωθώ. Υποσχέσου!» Πρόσταξε άγρια η Λάχεση. Η κλωθώ ένευσε χωρίς κανένα δισταγμό, ακόμα και αν αυτό την φόβιζε τρομερά, και ένα τεράστιο βάρος καταπλάκωνε το στήθος της. Γυναικεία ουρλιαχτά ανάμικτα με επιφωνήματα οργής πλησίαζαν από τον διάδρομο. Η Λάχεση άνοιξε την πόρτα από πίσω τους και έπειτα στάθηκε δίπλα στην Κλωθώ. Την επόμενη στιγμή η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο έσπασε και μπούκαραν σα σίφουνες τρεις φιγούρες. Ο Βασιλιάς Δραγίνος που κρατούσε το τόξο του και η Άτροπος που πάλευε να ξεφύγει από την λαβή ενός φρουρού. Ο Βασιλιάς Δραγίνος δεν έχασε καθόλου χρόνο, σημάδεψε με το τόξο του την Κλωθώ ενώ η Λάχεση μπήκε μπροστά της ουρλιάζοντας για να του αποσπάσει την προσοχή. Η προσοχή της Κλωθώς αποσπάστηκε από τις φωνές της Ατρόπου που πάλευε με τον φρουρό. Η Άτροπος με το ένα χέρι έψαχνε κάτι μέσα από το λευκό χιτώνα και με το άλλο πίεζε τα δάχτυλά της στα μάτια του φρουρού. Όταν του ξέφυγε πέταξε προς την Κλωθώ ένα μικρό κουβάρι- στο μέγεθος βότσαλου- και η κλωθώ πήδηξε στον αέρα να το πιάσει, την ίδια στιγμή που μια υγρή κραυγή πόνου ξέφυγε από την Λάχεση.

 

Το πρόσωπο της Κλωθώς ήταν πασαλειμμένο με αίμα και τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο λαιμό στης Λάχεσις που τον διαπερνούσε ένα βέλος. Έμεινε μετέωρη στο θέαμα της αδερφής της που ψυχορραγούσε. Το κορμί της τραντάζονταν από βίαιους σπασμούς και πνίγονταν από το ίδιο της το αίμα. Αμφιταλαντεύονταν κοιτάζοντας μια την πόρτα- νιώθοντας το κουβάρι στο χέρι της καυτό- και μια την Λάχεση. Εκείνη την κοίταζε με γουρλωμένα, γυάλινα μάτια που την ικέτευαν, όχι για βοήθεια, αλλά για να φύγει. Η Κλωθώ ένιωθε αβοήθητη, διχασμένη ανάμεσα στην υπόσχεση που είχε δώσει και στις αδερφές της που την χρειάζονταν. ‘Θα πεθάνουμε όλες εδώ μέσα!’ Σκέφτηκε παρακολουθώντας την Λάχεση να αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Η Άτροπος δάγκωνε και χτυπούσε γρυλίζοντας τον φρουρό, για να του ξανά ξεφύγει, ενώ τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Δραγίνο, που έβγαζε ήρεμος ένα ακόμα τόξο από την φαρέτρα του. Όταν η Κλωθώ στράφηκε ξανά στην Λάχεση εκείνη ήταν ήδη νεκρή αλλά μέσα της είχε αφυπνιστεί το αίσθημα της επιβίωσης… Ο Δραγίνος της χαμογέλασε αυτάρεσκα καθώς την έβαζε στο στόχαστρό του. Η Άτροπος χίμηξε στον Δραγίνο, φωνάζοντας στην Κλωθώ να φύγει, και το βέλος που εκτοξεύτηκε έξυσε το μέτωπο της Κλωθώς. Τα δάκρυα και το αίμα την τύφλωσαν προσωρινά αλλά πέρασε την πόρτα και όρμησε έξω. Τρέκλιζε αποπροσανατολισμένη αλλά δεν σταμάτησε στιγμή να τρέχει…

 

 

 

Μετά από δεκαπέντε χρόνια.

 

 

 

Ο Δραγίνος παραμέρισε τον θάμνο που του έκρυβε την θέα, για να βλέπει και τις τρεις αδερφές που συζητούσαν, ρισκάροντας ακόμα και να τον ξετρυπώσουν.

 

«Δεν μπορώ να καταλάβω Λάχεση… Όχι! Γιατί πρέπει να κοιτάξουμε ξανά στο μερίδιο που αντιστοιχεί στον Δραγίνο; Λες και αυτό δεν έγινε πριν χρόνια όταν γεννήθηκε. Αμφισβητείς τις ικανότητές των προκατόχων μας ή απλά δεν μπορείς να χωνέψεις ότι επιτέλους είμαι ευτυχισμένη;» Είπε η Άτροπος. Η Κλωθώ ξέμπλεκε ένα νήμα στα χέρια της και η Λάχεσις κοιτούσε την Άτροπο πεισμωμένη. Την έπιασε από τους ώμους και διάλεξε προσεκτικά τα λόγια της.

 

«Τον αγαπάς και το καταλαβαίνω αλλά υπάρχει κάτι πολύ περίεργο πάνω του. Αν ήταν γραφτό να σε ερωτευτεί γιατί δεν το είδα πριν χρόνια; Θα το είχα δει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν δε το ανέφερα… Κοίταξα το νήμα του, από περιέργεια, δεν βρίσκεις το μήκος του μικρό σε σχέση με την ηλικία του;» Αντέτεινε φουρκισμένη η Λάχεση.

 

«Τι έκανε λέει; Πως τόλμησες; Εσύ θα έπρεπε να με καταλαβαίνεις περισσότερο. Έχεις άντρα και παιδί Λάχεση... Όταν σε ερωτεύτηκε δεν το αμφισβήτησε καμιά!» Είπε η Άτροπος που είχε γίνει έξω φρενών.

 

«Δεν υπήρχε λόγος αφού οι ζωές μας ήταν συνδεδεμένες, είχε μοιραστεί θυμάσαι; Εξάλλου απλώς επισήμανα κάτι ύποπτο. Εσύ βλέπεις το αμετάκλητο όχι εγώ... Αυτό είναι έτσι; Αρνείσαι να κοιτάξεις μήπως βγω αληθινή!» Είπε η Λάχεση και αντάλλαξαν ένα συνωμοτικό βλέμμα με την Κλωθώ.

 

«Δεν αρνούμαι να κοιτάξω το νήμα για αυτό… Ίσως να το είχαν προβλέψει, πως θα ερωτευόμασταν, οι προκάτοχοί μας και να μην το είδαμε!» Επιτέθηκε η Άτροπος. Η Κλωθώ την πλησίασε και της χάιδεψε τον ώμο για να την καλμάρει.

 

«Ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται! Όταν οι Θεοί μας κληροδότησαν την ευθύνη, να βλέπουμε και να αποφασίζουμε τι αναλογεί στους ανθρώπους, μάθαμε τα πάντα… Έχεις κοιτάξει στο παρελθόν του έτσι; Τον έχεις ήδη κρίνει! Η Λάχεση, βλέποντας στο μέλλον του καθενός, καθορίζει την διάρκεια ζωής και εγώ βλέποντας το παρόν τους γνέθω το νήμα. Εσύ είσαι αυτή που κοιτά στο παρελθόν, εσύ εξετάζεις πως ο καθένας χειρίστηκε αυτό που η Λάχεση του μοίρασε και αν ανταποκρίνεται σε αυτό που εγώ γνέθω, βλέποντας μέσα τους. Εσύ είσαι αυτή που κρίνει πότε πρέπει να κοπεί ένα νήμα. Η δικιά σου ματιά είναι άκαμπτη, αδυσώπητη και αλύγιστη αλλά επειδή έχεις ερωτευτεί τον Βασιλιά αρνείσαι να στρέψεις το βλέμμα σου πάνω του! Το νιώθω ότι ο χρόνος του Δραγίνου τελειώνει. Η Λάχεση βρίσκει ότι η διάρκειά της ζωής του φτάνει στο τέλος και το νήμα είναι κοντό! Γιατί δεν μας αποκαλύπτεις την τελική κρίση σου για αυτόν; Αργά η γρήγορα θα γίνει γιατί υπάρχει μια ισορροπία που πρέπει να τηρηθεί. Εσύ εκφράζεις το αναπόφευκτο και έχεις το ψαλίδι…» Είπε η Κλωθώ. Η Άτροπος αποτίναξε το κεφάλι της πεισματικά. Ο Δραγίνος είχε ανατριχιάσει σε όλο του το κορμί. Σίγουρα δεν είχε ψευδαισθήσεις ότι θα ζούσε για πάντα, αλλά δεν περίμενε να μάθει ότι θα πέθαινε πριν την ώρα του! Όμως βαθιά μέσα του ήξερε ότι για αυτό είχε πλησιάσει την ψυχρή Άτροπο, για να αποφύγει τέτοιες συμφορές. Ήξερε ακριβώς σε ποια αδερφή να πουλήσει τον έρωτά του. Έσφιξε τα φύλλα του θάμνου μέχρι που το χέρι του μούδιασε. Η Άτροπος κοίταξε θρηνητικά τις αδερφές της και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα.

 

«Κλωθώ κοίταξα στο παρελθόν του… Υπάρχει κάτι στο χαρακτήρα του αλλά δεν είναι τόσο τραγικό, είναι άνθρωπος στο κάτω-κάτω. Πιστεύω ότι είναι κάτι που θα κάνει σύντομα που θα τον οδηγήσει σε αυτό το σύντομο τέλος και είναι άδικο! Σκέφτηκα πως αν βρω το λάθος και τον κάνω να το συνειδητοποιήσει ίσως αλλάξει.» Είπε η Άτροπος. Η Λάχεση και η Κλωθώ κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένες. Η Κλωθώ δεν άφησε την Λάχεση να μιλήσει καθώς ήταν μάλλον η πιο οξύθυμη.

 

« Άτροπος δεν μπορούμε να παρέμβουμε και το ξέρεις! Η ισορροπίες θα καταστραφούν. Οι Θεοί ασχολούνται με τους ανθρώπους όποτε τους συμφέρει. Έβαλαν εμάς να κάνουμε το έργο τους αλλά αυτό δε σημαίνει ότι γίναμε Θεές.»Την επέπληξε η Κλωθώ. Κοίταζαν την Άτροπο με αγωνία. Εκείνη ένευσε παραδομένη με δάκρυα στα μάτια και έτεινε τα χέρια της στις αδερφές της, έτσι ώστε να μπορούν να μοιράζονται μεταξύ τους τις πληροφορίες που είχε η κάθε μία για τον Δραγίνο. Ο Δραγίνος κρυμμένος ακόμα πίσω από τους θάμνους, για πρώτη φορά ένιωσε δεύτερος και έρμαιο της μοίρας. Ένιωθε στριμωγμένος και σιχαινόταν την ιδέα ότι η ζωή του κρεμόταν από ένα νήμα που σύντομα θα έκοβε η Άτροπος! Για έναν άνθρωπο που ήθελε πάντα να έχει τον έλεγχο της ζωής του και να μην εξαρτάται από κανένα, αυτό του γκρέμιζε όλο τον κόσμο. Μέχρι να γίνει Βασιλιάς, παρακάλαγε κάθε βράδυ τις μοίρες να έρθουν και να ‘‘λυτρώσουν’’ τον άρρωστο πατέρα του, προκειμένου να πάρει επιτέλους αυτό που του ανήκει αλλά η μοίρες ανταποκρίθηκαν μόνο την κατάλληλη στιγμή. Τις είχε παραφυλάξει όταν ήρθαν για να το κάνουν. Εκείνη ακριβώς η στιγμή ήταν που είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει μια από αυτές για να ελέγχει την μοίρα του! Και είχε κάνει τόσο μακρύ δρόμο μέχρι να φτάσει σε αυτό το σημείο… Η Κλωθώ πέρασε το νήμα στις δύο αδερφές της και η Λάχεση άρχισε να το εξετάζει. Όταν μέτρησε την διάρκεια στάθηκε σε ένα σημείο και χρησιμοποίησε την ενόρασή της. Οι άλλες δύο περίμεναν υπομονετικά, αλλά η Άτροπος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

 

«Ο αδελφούλα…» Είπε η Λάχεση συμπονώντας της Άτροπο. «Πεθαίνει σε αυτό το δάσος. Σήμερα, τώρα! Ο μονόκερος του δάσους τον σκοτώνει… Μπορεί να μην είσαι ικανή να δεις στο μέλλον αλλά το αδέκαστο μάτι σου που κρίνει όπως η δικαιοσύνη, έβλεπε που θα τον οδηγήσουν οι πράξεις του έτσι;» Είπε η Λάχεση στην Άτροπο. Η Κλωθώ ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της για συμπαράσταση και η Λάχεση την μιμήθηκε, αν και το βλέμμα της ήταν αβέβαιο.

 

«Λάχεση δεν είναι κακός άνθρωπος, είδα τι είναι ικανός να κάνει αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τον καθορίζει σαν άνθρωπο, ότι όλα όσα μου είπε είναι ψέμα. Ειλικρινά πίστευα ότι αν τον έκανα να καταλάβει το λάθος ίσως άλλαζε το αποτέλεσμα!»Είπε η Άτροπος στις αδερφές της πικραμένη.

 

« Για αυτό είχες κανονίσει να βρεθείτε εδώ; Άτροπο είναι μοιρασμένο να γίνει, κρίνε τον και τελείωσε το γρήγορα. Δεν μπορείς να επέμβεις. Για πρώτη φορά το μέλλον δεν μου είναι ξεκάθαρο γιατί έχεις εμπλακεί προσωπικά- αρνείσαι να τον κρίνεις όπως όλους!- και αυτό μπορεί να επηρεάσει με χίλιους δύο τρόπους την ισορροπία. Κάντο πριν καταδικάσεις όλη την ανθρωπότητα!» Η Άτροπος έβγαλε το ψαλίδι και η καρδιά του Δραγίνου σταμάτησε να χτυπάει για λίγο. Όχι! Ο Βασιλιάς αρνιόταν να πεθάνει έτσι, να τερματίσουν την ζωή του τρεις θνητές! Μπορεί οι Ολύμπιοι να τις είχαν διάλεξαν αλλά εκείνες ποιος τις έκρινε; Αφού εκείνοι αδιαφορούσαν, ο κάθε άνθρωπος ας έλεγχε ο ίδιος την μοίρα του! Ο Δραγίνος πετάχτηκε όρθιος τρομάζοντάς τες. Η Άτροπος έκανε κάποιες απότομες κινήσεις και μετά το νήμα και το ψαλίδι εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Τον κοίταξαν όλες ξαφνιασμένες, εκτός από την Λάχεση που ήταν συγκλονισμένη και φαινόταν να είναι χαμένη στα ταξίδια στο μέλλον. Ο Δραγίνος ήξερε ότι έπρεπε να τις χωρίσει πριν δει και άλλα.

 

«Ήρθατε εξοχότατε;» Ρώτησε ένοχα η Άτροπος, η ντροπαλότητα της είχε επιστρέψει.

 

«Είναι ακατάλληλη η ώρα; Νόμιζα ότι θα ήμασταν μόνοι μας.»Πέταξε δηκτικά ο Δραγίνος, για να της φέρει σε αμηχανία. Ενώ τις κοίταζε αποδοκιμαστικά, σκεφτόταν ότι ήταν καιρός να πατάξει την μαλθακότητά του. Ήταν Βασιλιάς… Οι αδερφές κοίταζαν η μία την άλλη μπερδεμένες και απέφευγαν να διασταυρώσουν το βλέμμα τους με του Βασιλιά.

 

«Φεύγαμε μεγαλειότατε. Απλά συνοδεύσαμε την Άτροπο μέχρι εδώ.» Υποχώρησε η Κλωθώ και η Λάχεση την κοίταξε έκπληκτη χωρίς όμως να παρέμβει. Κάτι που δεν ξέφυγε από τον Βασιλιά. Από την ηρεμία και την σταθερότητα του βλέμματος της Κλωθώς αμέσως συμπέρανε πως αυτή ήταν η πιο σκεφτόμενη από τις τρείς τους, ίσως και η πιο επικίνδυνη. Η Λάχεση κατέπνιξε την παρορμητική της φύση και η Κλωθώ απευθύνθηκε στην Άτροπο. «Μην ξεχάσεις τι είπαμε, έτσι; Δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς εσένα.» Το μυαλό του Δραγίνου δούλευε πυρετωδώς και επεξεργαζόταν τα πάντα. Χώρια δεν μπορούσαν να τερματίσουν την ζωή του! Θα φρόντιζε να τις χωρίσει λοιπόν. Την ευχαρίστησε νοερά για την πληροφορία και οδήγησε την Άτροπο μέσα στο δάσος.

 

Όταν βεβαιώθηκε ότι είχαν απομακρυνθεί αρκετά έσφιξε το χέρι της για να βεβαιωθεί ότι δεν θα το σκάσει.

 

«Πού είναι; Πού τον είδε;» Μίλησε όσο συγκρατημένα μπορούσε ο Δραγίνος.

 

«Δραγίνε με πονάς! Τι…» Μουρμούρισε η Άτροπος.

 

«Ο μονόκερος! Ο ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ!»Φώναζε εξοργισμένος ο Δραγίνος και η Άτροπος τον κοίταξε ταραγμένη. Δεν έβρισκε τίποτα οικείο στα μάτια του πια. Ο Βασιλιάς δεν είχε χρόνο για αγάπες, αλλά ήξερε πως έπρεπε να παίξει σωστά το ρόλο του, αν ήθελε να ζήσει. «Άκουσα τι είπατε ενώ ερχόμουν. Έχω πανικοβληθεί! Σε εκλιπαρώ βοήθησέ με, δεν το αξίζω αυτό! Είναι άδικο να πεθάνω τώρα που βρήκα την ευτυχία… Τώρα που βρήκα εσένα! Θέλεις να πεθάνω;» Το πρόσωπό της έδειχνε πως μέσα της γινόταν μια πάλη και ο Δραγίνος ποντάριζε ότι το χαρτί της αγάπης θα μιλούσε στην στερημένη καρδιά της.

 

«Σε αγαπάω…» Ψιθύρισε η Άτροπος γεμάτη αμφιβολία.

 

«Αν με αγαπάς θα με βοηθήσεις!» Την εκβίασε απροκάλυπτα ο Δραγίνος «Σίγουρα δεν μπορείς να εμπλακείς, αλλά αν βρω το μονόκερο…».

 

«Θα σε σκοτώσει! Δεν ξέρω πως αλλά στο τέλος θα γίνει, όσο και αν προσπαθήσεις να το αποφύγεις!» Κλαψούρισε αγανακτισμένη.

 

«Αν με αγαπάς, θα με βοηθήσεις. Έτσι δεν θα με σκοτώσει κανένας μονόκερος.» Η Άτροπος τον κοίταξε γεμάτη έξαψη, για μια στιγμή ο Βασιλιάς είδε μια γυναίκα που θα μπορούσε να ερωτευτεί πραγματικά. Η Άτροπος τον έσυρε αποφασιστικά μέσα στα απάτητα μονοπάτια του δάσους, ώσπου έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Ο μονόκερος έπινε νερό από το ποτάμι. Σήκωσε το κεφάλι του περήφανα και περιεργάστηκε ήρεμα τον Δραγίνο και έπειτα άρχισε να τρέχει. Ο Βασιλιάς ξεθηκάρωσε το σπαθί του και τον κυνήγησε, αγνοώντας τις θρηνητικές κραυγές της Ατρόπου. Όλα έδειχναν πως θα ο μονόκερος θα ξέφευγε ώσπου ξαφνικά σηκώθηκε στα πίσω πόδια του χρεμετίζοντας και ρουθουνίζοντας βίαια. Κάτι προεξείχε πάνω στο κέρατό του αλλά αυτό δεν απασχόλησε τον Δραγίνο που άδραξε την ευκαιρία. Έμπηξε το σπαθί του στα πλευρά του ζώου και μια άγρια, απελευθερωτική ικανοποίηση τον κυρίευσε. Όταν το περήφανο τετράποδο σωριάστηκε σφαδάζοντας, εντόπισε το αναποδογυρισμένο καλάθι με τα ψάρια και τις κηλίδες αίματος στο χώμα. Ο μονόκερος, με το κέρατό του, είχε καρφώσει έναν άτυχο διαβάτη κατευθείαν στην καρδιά και τώρα πέθαιναν και οι δύο. Ο Δραγίνος δεν ήξερε τι να κάνει, μεγάλωσε πιστεύοντας πως ο μονόκερος είναι ένα ειρηνικό πλάσμα, με μαγικές ικανότητες! Και όμως, να ένας που τα κατάμαυρα μάτια του ήταν βουρκωμένα από τις τύψεις, εξαιτίας του άντρα που είχε σκοτώσει. Αποφάσισε να μην τον λυπηθεί, στην θέση αυτού του άντρα κανονικά ήταν εκείνος. Ένα φώς άρχισε να βγαίνει από το κέρατό του και άρχισε να τρομοκρατείται στην σκέψη ότι ο μονόκερος αποθεραπεύεται. Στο μυαλό του είχε ξεκαθαριστεί ότι δεν έπρεπε να ζήσει το ζώο. Το είδε σαν το λάθος που έπρεπε να διορθώσει! Ο πανικός όπλισε το χέρι μου και αποκεφάλισε το μονόκερο.

 

Ο Δραγίνος ένιωθε πιο όμορφα από ποτέ, παρόλο που ο νεαρός άντρας και ο μονόκερος είχαν πεθάνει. Αγνόησε το βάρος στη συνείδησή του και την Άτροπο που τον παρακολουθούσε με αποστροφή. Με την άκρη του ματιού του είδε την γυναίκα να κάνει ένα κόμπο και γρήγορα να φτιάχνει ένα κουβάρι.

 

«Τι έκανες; ΤΙ ΕΚΑΝΑ;» Αναφώνησε με φρίκη η Άτροπος, αναγούλιασε στο θέαμα του μακελειού και ο Δραγίνος κάγχασε κυνικά, θεωρώντας υποκριτική την αντίδρασή της, την στιγμή που εκείνη είχε σκοτώσει χιλιάδες. « Δεν έπρεπε να γίνει αυτό!»Συνέχισε αηδιασμένη η Άτροπος.

 

«Έγινε όμως και ας μη φταις εσύ σε κάτι. Αυτό το ζώο σκότωσε έναν άνθρωπο και θα σκότωνε και εμένα!»Αντέτεινε ο Βασιλιάς.

 

«Δεν είχες το δικαίωμα! Με χρησιμοποίησες, για να αλλάζεις τη μοίρα που σου άξιζε δικαιωματικά!» Αντέκρουσε το επιχείρημά του η Άτροπος πικραμένη από την συνειδητοποίηση της αλήθειας.

 

«Είναι κακό που θέλω να ζήσω;» Την ρώτησε απαυδημένος και εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της, μην έχοντας μια ειλικρινή απάντηση. «Μαζί θα μπορούσαμε να γίνουμε ανίκητοι! Αν εσύ με προειδοποιείς…» Η γυναίκα του έριξε μια φαρμακερή ματιά και το ψυχρό αλλά όμορφο πρόσωπό της παραμορφώθηκε από την λύσσα.

 

«Δεν λειτουργεί έτσι. Γελιέσαι οικτρά αν πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσω.»Του πέταξε η Άτροπος.

 

«Τότε μου είσαι άχρηστη!» Χωρίς ενδοιασμούς και ηθικές αναστολές, ο Βασιλιάς σήκωσε εναντίον της το σπαθί του αλλά η Άτροπος δεν ικέτευσε μήτε τρομοκρατήθηκε, αντίθετα είχε εμφανίσει αστραπιαία το ψαλίδι της χωρίς δισταγμό. Όμως το άλλο χέρι της που έσφιγγε κάτι με απίστευτη δύναμη δεν άνοιξε ποτέ. Ο Δραγίνος το παρατήρησε αυτό με ικανοποίηση και σταμάτησε την κοφτερή λάμα του μερικά εκατοστά από τον λαιμό της. Δεν γνώριζε αν η Άτροπος μπορούσε να δράσει μόνη της, αν ήταν ικανή να εμφανίσει το νήμα της ζωής του, δεν θα ρισκάριζε όμως να την αφήσει να επανασυνδεθεί με τις αδερφές της. Ήταν βέβαιος πως αυτή είχε τον τελευταίο λόγο, πριν τις διακόψει αυτή κρατούσε το νήμα του και ήταν έτοιμη να το κόψει, όμως όταν εμφανίστηκε είχε εξαφανίσει και το ψαλίδι και το νήμα. Ο Δραγίνος κοιτούσε την σφιγμένη της παλάμη. Αν αυτή είχε το νήμα. Δεν το είχε κόψει μόλις τώρα που είχε την ευκαιρία! Αυτό σήμαινε ότι είχε μια εξουσία πάνω της. Τον είχε ερωτευτεί! Αυτό που πέρασε από το μυαλό του Βασιλιά ήταν μοχθηρό και πανούργο, αλλά ήταν τέλειο. Έπρεπε να βγάλει πάση θυσία την Κλωθώ από την μέση, για να είναι σίγουρος ότι το νήμα της ζωής του ποτέ δεν θα φτάσει στα χέρια της Ατρόπου και για την περίπτωση που εκείνη ήδη το είχε, να μην την αφήσει να το καταλάβει ότι το υποψιαζόταν και να φροντίσει να μην έρθει σε επαφή ποτέ με τις αδερφές της. Ήταν μια υπολογιστική λογική που δεν ήξερε ότι κατείχε αλλά δεν τον τρόμαζε. Η Άτροπος ήταν υποχείριό του. Δεν τολμούσε να τον σκοτώσει. Τραγική ειρωνεία, η πιο αλύγιστη μοίρα να υποκύπτει στην θνητή της φύση…

 

«Οι μοίρες μας είναι συνδεδεμένες τώρα! Θα ήταν λυτρωτικό αν με σκότωνες αλλά την στιγμή που θα πεθάνω είσαι νεκρός, γιατί κάποια άλλη θα αναλάβει έπειτα το έργο.» Είπε η Άτροπος που ερμήνευσε την αυτάρεσκη ματιά του σαν εγγύηση ότι δεν θα τον σκότωνε. Για μια στιγμή εκείνη η σιγουριά κλονίστηκε αλλά ο Βασιλιάς είχε μια σαγήνη κρυμμένη κάτω από κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του.

 

«Μπορούμε ακόμα να ζήσουμε μαζί! Να κάνουμε παιδιά… Εγώ σε αγαπώ.»Είπε ο Δραγίνος και εκείνη γέλασε υστερικά. Ήταν τα λόγια που ήλπιζε μια ζωή να ακούσει αλλά τώρα φάνταζαν τόσο κενά στα αυτιά της.

 

«Από τις τρεις αδερφές έπεσες πάνω σε αυτή που προφανώς, εξαιτίας σου δεν θα γίνει ποτέ μάνα. Μπορούσα να κρίνω πού θα με οδηγήσει το μονοπάτι που χρόνια τραβάω αλλά όχι το λόγο. Η κρίση που αποκομίζω από το ταξίδι στο παρελθόν, είναι σαν την όραση της δικαιοσύνης. Τυφλή. Αποδίδει αυτά που αξίζουν στον καθένα χωρίς να επηρεάζεται από τίποτα…» Είπε η Άτροπος και ο Δραγίνος εμφανώς εκνευρισμένος της έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη.

 

«Τότε θα σε πάρω μαζί μου και δεν θα σε αφήσω ποτέ από τα μάτια μου. Δε θα σμίξεις ξανά με τις αδερφές σου, για να ολοκληρώσεις το έργο σου! Όσο για τον απόγονο, υπάρχει ένα ολόκληρο βασίλειο για να διαλέξω γυναίκα!»

 

 

«Αίσα… Αίσα; Κόρη μου είσαι καλά;» Η Αίσα που είχε μείνει με τα χέρια μετέωρα στον αέρα καθώς άπλωνε την μπουγάδα, άρχισε να συνέρχεται από τον λήθαργο στον οποίο είχε πέσει. Η Κλωθώ την ταρακουνούσε υστερικά μέχρι να συνέλθει. Η Αίσα ανοιγόκλεισε τα μάτια της θαμπωμένη από τον ήλιο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο της θείας της. Ψηλάφισε το δέρμα του προσώπου της για να πειστεί ότι ήταν αληθινό, στάθηκε στο σημείο της κάθετης ουλής. Εκεί που το βέλος του Δραγίνου την είχε πετύχει πριν χρόνια. Παρατήρησε ότι η ουλή δεν αφαιρούσε καθόλου την ομορφιά από πάνω της.

 

« Θεία Κλωθώ;»

 

«Δόξα τους θεούς!»Είπε η Κλωθώ και βοήθησε την Αίσα να καθίσει χάμω, δεν είχε συνέλθει πλήρως αφού ήταν φανερό ότι το μυαλό της κοπέλας ήταν αποδιοργανωμένο. Η ανησυχία της όμως είχε εξανεμιστεί και ένα άγριο ενδιαφέρον κέντριζε το μυαλό της. Η Αίσα δεν έπαιρνε τα μάτια της από το πρόσωπό της Κλωθώς. «Αίσα είσαι καλύτερα; Θες…»

 

«Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έβγαιναν αληθινά, όλα αυτά που μου έλεγες για την μητέρα μου και τα ταξίδια στο μέλλον!»Είπε η Αίσα. Η Κλωθώ έχασε την μιλιά της από την έκπληξη.

 

«Δηλαδή είδες κάτι; Είδες στο μέλλον… Πες μου τι είδες!» Της είπε η Κλωθώ γελώντας τρανταχτά.

 

«Είδα κάτι αλλά αμφιβάλλω αν όσα είδα ήταν από το μέλλον θεία.» Η Αίσα διηγήθηκε τα πάντα όση ώρα είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα. Της εξήγησε για την παρουσία της μητέρας της και της Ατρόπου, τα γεγονότα που ακολούθησαν όταν οι τρείς αδερφές χωρίστηκαν στο δάσος. Το τέλος του μονόκερου και πως γλίτωσε από τον θάνατο ο Δραγίνος. Της μίλησε για το πόσο εύκολα μπορούσε να νιώσει τις σκέψεις της θείας της και του Δραγίνου και εκείνη άκουγε συγκλονισμένη, καθώς ποτέ δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τα κενά της ιστορίας. Δάκρυα πλημύρισαν τα μάτια της, συνδύασε τα κενά και θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της Λάχεσις για την Άτροπο και την υπόσχεση που είχε δώσει. Μέσα από το χιτώνα της το μικρό κουβάρι, το ένιωθε να της ζεματάει το δέρμα. Το κουβάρι λοιπόν ήταν το κομμάτι του νήματος της ζωής του Δραγίνου, εκείνο που η Άτροπος αφαίρεσε για να αποτρέψει το θάνατό του. Η Λάχεση είχε δει όλα όσα της διηγήθηκε η Αίσα. Για αυτό της είχε πει να μην ξεχάσει στιγμή ότι η Άτροπος είχε δικαίωμα στην ευτυχία. Τον ερωτεύτηκε και δεν μπόρεσε να τον σκοτώσει. Για αυτό της είχε δώσει το νήμα.

 

«Δηλαδή εξαιτίας της Ατρόπου έγιναν όλα αυτά;» Ρώτησε απογοητευμένη η Αίσα.

 

« Εξαιτίας της αγάπης έγιναν. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν επειδή είναι άνθρωπος Αίσα. Η μητέρα σου σε αγαπούσε πολύ και για αυτό θυσιάστηκε για μας. Όπως και ο πατέρας σου που πέθανε προκειμένου να γλιτώσουμε από τους φρουρούς του Δραγίνου. Τους κατηγορείς αυτούς; Η Άτροπος το πλήρωσε με το χειρότερο τρόπο κόρη μου. Όταν γνώρισε την αγάπη δεν πήρε ποτέ ανταπόδοση!» Έμειναν για λίγο σιωπηλές.

 

«Τι κάνουμε τώρα θεία Κλωθώ;»

 

«Πάντα πίστευα ότι ίσως να κληρονομούσες τη θέση της μητέρας σου αλλά είναι ξεκάθαρο ότι εσύ δεν βλέπεις στο μέλλον αλλά στο παρελθόν.» Είπε η κλωθώ προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.

 

«Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να βάλω ένα τέλος σε όλα αυτά εδώ και τώρα θεία! Δώσε μου το νήμα που σου έδωσε η Άτροπο να το κόψω!» Φώναξε ανακουφισμένη η Αίσα αλλά η Κλωθώ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

 

«Αυτό δεν είναι ολόκληρο το νήμα του Δραγίνου Αίσα. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν η Άτροπος όταν έκοψε αυτό το κομμάτι αλλά αυτό είναι ένα μέρος της ζωής του. Και είναι και μπερδεμένο. Δες το σημείο που είναι δεμένο πάνω του ένα άλλο μικρότερο νήμα…»

 

«Ωραία τότε δώσε μου το νήμα του εσύ! Εσύ είσαι αυτή που γνέθει.» Δήλωσε ανυπόμονα η κοπέλα. Η Κλωθώ όμως έμεινε ξανά να την κοιτάζει προβληματισμένη.

 

«Αν μπορούσα θα το έκανα. Δεν μπορώ δω μέσα στους ανθρώπους, εδώ και πολύ καιρό. Οι Ολύμπιοι μου πήραν ότι μου είχαν δώσει… Το ό,τι εσύ βλέπεις στο παρελθόν, σημαίνει ότι το ίδιο έγινε και με την Άτροπο. Πιστεύω ότι είναι νεκρή εδώ και καιρό, με μόνο μια από τις μοίρες να μένει ζωντανή, αυτό ήταν αναμενόμενο από τους Δώδεκα. Η μοιρασιά έχει αλλάξει. Πιστεύω ότι οι μοίρες είναι άλλα πρόσωπα και εσύ είσαι ένα από αυτά.»Είπε η Κλωθώ χωρίς να πάρει ανάσα. Όταν θυμήθηκε να αναπνεύσει άφησε μια δυνατή εκπνοή σαν να έφυγε ένα από τα βάρη που κουβαλούσε στους ώμους της.

 

«Ωραία. Τότε πως μπόρεσα και είδα στο παρελθόν του Δραγίνου; Εσύ μου είχες πει ότι μόνο όταν είναι ενωμένες οι τρεις μοίρες μπορούν να χρησιμοποιούν τα χαρίσματά τους.» Σκέφτηκε φωναχτά η Αίσα. Η Κλωθώ ανασήκωσε τους ώμους της μη μπορώντας να δώσει μια εξήγηση. «Δηλαδή θα πρέπει να βρω τις άλλες δύο μοίρες… Μπορεί να είναι οποιαδήποτε κοπέλες! Πως θα τις ξεχωρίσω; Γιατί μου δόθηκε τώρα αυτό το χάρισμα;»

 

«Συγνώμη Αίσα, δεν έχω απαντήσεις για τις ερωτήσεις αυτές. Είμαι όμως σίγουρη ότι όταν βρεθείς κοντά στις άλλες θα το νιώσεις αμέσως. Θα σε νιώσουν αμέσως. Ειδικά αυτή που πήρε την θέση μου. Θα μπορεί να δει μέσα σου όπως καμία άλλη. Όσο για το- γιατί τώρα;- πιστεύω ότι οι ισορροπίες έχουν από καιρό χαλάσει, υπάρχει λόγος που είδες αυτό το… Όραμα αν θες. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Στο δάσος. Το δάσος περικλείει όλη την επικράτειά μας, είναι η μόνη έξοδος μας από το Βασίλειο του Δραγίνου και η μόνη είσοδος, καθώς τα βουνά που προστατεύουν την πόλη μας είναι απροσπέλαστα. Η ανισορροπία από το δάσος έχει μεταφερθεί στην επικράτεια και σε όλους τους ανθρώπους του Βασιλείου. Δεν έχουμε πάνω από μία γέννα τον χρόνο και οι ηλικιωμένοι κοντεύουν να φτάσουν τα εκατό χρόνια ζωής πια.» Είπε η Κλωθώ.

 

«Έχεις δίκαιο Κλωθώ! Εδώ και χρόνια δεν υφίστανται οι μοίρες… Οι Θεοί, σε αυτές είχαν παραχωρήσει την ευθύνη να κρίνουν την διάρκεια ζωής των θνητών, εδώ και καιρό αυτό έχει σταματήσει. Είδα αυτό το κομμάτι για συγκεκριμένο λόγο. Ο Δραγίνος είναι υπεύθυνος για αυτή την ανισορροπία. Από τότε που ξεγέλασε τον θάνατο και τις μοίρες, όλοι θεωρούν το δάσος καταραμένο. Όσες γυναίκες το διασχίζουν παύουν να είναι γόνιμες και όσες πριγκίπισσες ήρθαν από γειτονικά βασίλεια, για να παντρευτούν τον Βασιλιά, είχαν την ίδια τύχη. Είναι σαν ο χρόνος εξέλιξης να σταμάτησε για το Βασίλειο του Δραγίνου από εκείνη την ημέρα και έπειτα. Η Άτροπος είχε πει ότι από τις τρείς σας, ήταν η μόνη που δεν θα γινόταν μάνα… Πως το ήξερε αυτό; Της το είχε πει η Λάχεση;» Ρώτησε η Αίσα.

 

«Όχι η Λάχεση ποτέ δεν είδε κάτι τέτοιο, ούτε και η Άτροπος μπορούσε να δει στο μέλλον. Μπορούσε όμως να κρίνει που θα έφτανε κοιτώντας το δικό της παρελθόν. Από όσα μου διηγήθηκες πριν, η Άτροπος πίστευε ότι για αυτό έφταιγε ο Δραγίνος, δεν είναι τυχαίο που η κατάρα της μη γονιμότητα -που ισχυρίζονται οι πολίτες- ισχύει.» Είπε η Κλωθώ.

 

«Ένας Βασιλιάς χωρίς απόγονο είναι ένα τίποτα. Μόλις σκότωσε το μονόκερο, αυτό ήταν το επόμενο πράγμα που ήθελε ο Δραγίνος. Ακόμα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ένα γιο. Οι Θεοί ξεσπούν το μένος τους πάνω του αλλά αυτό έχει συνέπειες και στους υπόλοιπους. Πρέπει να βρω τις άλλες μοίρες και να τελειώσουμε αυτό που εσείς δεν καταφέρατε. Όμως αν και αυτό είναι το αναμενόμενο, γιατί οι Θεοί να θέλουν να τιμωρήσουν τους άλλους θνητούς; Ακόμα και αν ο Δραγίνος έκανε παιδί, ποτέ δεν θα το πείραζαν σαν αντίποινα. Πρέπει να εξιχνιάσουμε το μυστήριο με το δάσος Θεία. Για αυτό είδα ένα μέρος από την ζωή του Δραγίνου και το δάσος. Μου είχες πει να εμπιστεύομαι όσα βλέπω…» Είπε η Αίσα προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τις διαμαρτυρίες της θείας της, που αρνούνταν να της επιτρέψει να απομακρυνθεί από κοντά της και να πάει στο δάσος. Έτσι η Αίσα άρπαξε το κουβάρι με το νήμα από τα χέρια της και της το έδειξε.

 

»Κλωθώ, η Άτροπος έκοψε αυτό το κομμάτι και σου το έδωσε για ένα και μόνο λόγο. Να το φυλάξεις και να μου το δώσεις. Η μητέρα μου σίγουρα το είχε δει αυτό. Αυτό το κομμάτι της ζωής του Δραγίνου, παρ’ ό,τι έχει κοπεί από το κυρίως νήμα της ζωής του, δεν εξατμίστηκε και εκείνος ακόμα ζει! Ξεγέλασε τους θεούς και διατάραξε όλες τις ισορροπίες. Πρέπει να βρω τον λόγο που η Άτροπος ήθελε να κρατήσουμε αυτό το νήμα. Αυτή την απάντηση είμαι σίγουρη ότι θα την βρω στο δάσος! Είναι η ώρα να με αφήσεις να πάρω την ζωή στα χέρια μου.» Συνέχισε με μια σπίθα αυτοπεποίθησης στα μάτια της η Αίσα. Κάτι που η Κλωθώ θαύμασε, της θύμισε την αδερφή της και άρχισε να υποκύπτει στα επιχειρήματα της Αίσα.

 

«Μάλλον έχεις δίκαιο. Ο Δραγίνος έχει μαζέψει κάθε ιερέα-μάγο των Θεών, να μεσολαβήσει για να λυθεί ο γρίφος του απόγονου καθώς και της κατάρας του δάσους. Βέβαια ο ίδιος δεν πλησιάζει στο δάσος…» Εξήγησε τις απόψεις της η Κλωθώ.

 

«Πρέπει να τον οδηγήσουμε εκεί που έπρεπε να έχει πεθάνει! Όμως και να το καταφέρουμε πως θα μπορέσω να κάνω κάτι χωρίς τις άλλες δύο;» Αναρωτήθηκε η Αίσα.

 

«Αίσα νομίζω ότι αυτό είναι το πιο εύκολο. Όταν θα είστε κοντά θα συμπληρώσετε η μία την άλλη αμέσως. Άλλωστε για να μπορείς να βλέπεις στο παρελθόν, αυτό σημαίνει ότι είναι κοντά. Θα πάμε στην πόλη και αν είμαστε τυχερές θα βρούμε λύση και στα δύο προβλήματά μας.»

 

«Μα αν πας στην πόλη θα σε αναγνωρίσουν. Όταν δουν ότι δεν είσαι νεκρή και τα νέα φτάσουν στον Βασιλιά, θα σε κυνηγήσει…» Άρχισε να διαμαρτύρεται η Αίσα που δεν ήθελε να βασανιστεί άλλο η θεία της από αυτή την ιστορία.

 

«Δεν σε αφήνω να πας μόνη σου. Το υποσχέθηκα στην μάνα σου και θα το τηρήσω!»Δήλωσε αποφασιστικά η Κλωθώ με κατακόκκινα μάτια, από την προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Η Αίσα υποχώρησε όχι από φόβο αλλά από σεβασμό. Αυτή η υπόσχεση είχε σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή της Κλωθώς και ποτέ δεν προσπάθησε να ξαναφτιάξει την ζωή της. Όλη της η ζωή είχε γίνει η Αίσα και η τήρηση της υπόσχεσης που είχε δώσει. Η Αίσα το γνώριζε καλά αυτό, όπως ήξερε ότι και μόνο που λύγιζε τους κανόνες η θεία της· για να την αφήσει μόνη να πάει στο δάσος ήταν υπέρβαση. Οπότε συμφώνησε να πάνε μαζί στην πόλη αμέσως μόλις ξημέρωνε.

 

Η Αίσα στριφογύριζε όλο το βράδυ στο κρεβάτι της, καθώς οι σκέψεις που είχε στο μυαλό της Κλωθογύριζαν συνέχεια και η ανυπομονησία την έθετε σε εγρήγορση. Όταν τελικά η νύστα την κυρίευσε, το φεγγάρι είχε αρχίσει να πέφτει. Σε αντίθεση η Κλωθώ, περίμενε από ώρα μέχρι η Αίσα να κλείσει τα μάτια της.

 

Η Αίσα χουζούρευε στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας τη θερμότητα του ήλιου πάνω στο πρόσωπό της μέχρι που συνειδητοποίησε ότι αν ο ήλιος είχε βγει και αυτή ήταν ακόμα στο κρεβάτι, κάτι δεν πήγαινε όπως έπρεπε. Πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι και φώναξε την Κλωθώ. Το μυαλό της είχε αδειάσει, ένιωσε προδομένη αλλά περισσότερο ανήσυχη για την θεία της. Κατηγόρησε τον εαυτό της που την είχε πιστέψει, για δεκαπέντε χρόνια η Κλωθώ είχε αφιερώσει την ζωή της στο να τηρεί μια υπόσχεση, δεν θα λύγιζε τους κανόνες που είχε θέσει για να αφήσει στην τύχη τα πράγματα. Όταν βρήκε στο περβάζι του παραθύρου της το αντικείμενο που δεν είχε αποχωριστεί ποτέ, το μικρό κουβάρι με το νήμα που της είχε δώσει η Άτροπος, ήξερε ήδη ότι η θεία της είχε πάει στην πόλη και πως θα έρχονταν αντιμέτωπη με τον Δραγίνο.

 

Η Αίσα βάδιζε γρήγορα προς την πόλη. Δεν ήταν σίγουρη τι θα έκανε όταν έφτανε εκεί, και αν θα έφτανε πριν συμβεί κάτι κακό στην Κλωθώ, αλλά ήταν αποφασισμένη να βγάλει μια άκρη από όλο αυτό το χάος. Το σπίτι που η Κλωθώ είχε φτιάξει πριν χρόνια ήταν απόμερο, κοντά στους πρόποδες των βουνών και πίσω από τα τείχη της πόλης. Το δάσος ήταν ακριβώς δίπλα και κανείς δεν πλησίαζε την περιοχή εκείνη αν δεν γύρευε μπελάδες. Όσο περπατούσε παράλληλα στο δάσος ένιωθε ένα περίεργο σκίρτημα μέσα της. Σα να αισθανόταν μια παρουσία από εκεί μέσα. Κάτι που θεωρούσε αδύνατο, μέχρι που αντίκρισε μία φιγούρα μέσα από τα πυκνά δέντρα. Διστακτικά, πλησίασε το δάσος και ένιωσε ακόμα πιο έντονα την παρουσία. Σχεδόν ένιωθε να την καλεί. Ήταν παρανοϊκό αλλά κάτι την τραβούσε μέσα στο δάσος, σαν μια ανάγκη επιτακτική που έπρεπε να ικανοποιηθεί. Θυμήθηκε την αποφασιστικότητά που είχε όταν ξεκίνησε και με ένα θαρρετό βήμα μπήκε μέσα στο δάσος, επικαλούμενη την βοήθεια των θεών να την προφυλάξουν.

 

Παρ’ ό,τι ο ήλιος είχε μόλις βγει, η πυκνή βλάστηση και τα τεράστια δέντρα δεν επέτρεπαν στο φώς να τα διαπεράσει, έτσι ένα χλωμό φώς ίσα που επέτρεπε στην Αίσα να βρίσκει τον δρόμο της. Δεν κοντοστάθηκε πουθενά, δεν υπήρχαν μονοπάτια και όμως βάδισε με σιγουριά προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στο μυαλό της σχηματίζονταν μια εικόνα ενός ξέφωτου με μία λίμνη και παρ’ ό,τι δεν την είχε δει ποτέ, έμοιαζε γνώριμη και επαναλαμβανόταν διαρκώς στο μυαλό της. Ένιωθε μια μεγάλη ανυπομονησία, μια ανικανοποίητη λαχτάρα για εκδίκηση, αισθήματα αδικαιολόγητα σαν ξένο ρούχο πάνω της. Λίγο πιο πάνω διέκρινε ένα άνοιγμα και το φώς του ήλιου να καθρεφτίζεται πάνω στην επιφάνεια του νερού. Πλησιάζοντας στην λίμνη παρατήρησε το είδωλό της στο νερό, τα λουλούδια γύρω της και τη γέρικη ιτιά στην όχθη της λίμνης και ακριβώς δίπλα στο δέντρο μια αντρική φιγούρα να της γνέφει. Στράφηκε ξαφνιασμένη προς τα εκεί. Ο άντρας ήταν κάτω από τις σκιές, έδειχνε θαμπός ακόμα και τώρα που η κοπέλα τον κοίταζε απευθείας, διέκρινε μια απόκοσμη αύρα γύρω του.

 

«Επιτέλους! Ανυπομονούσα να φτάσει αυτή η στιγμή Αίσα.» Είπε ο άντρας. Τα χείλη του όμως δεν κινήθηκαν και δεν προσπάθησε να το προσποιηθεί. Η φωνή του ακούγονταν σαν ένα σύριγμα του δάσους. Η Αίσα δεν τρομοκρατήθηκε, για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν έβλεπε κάτι απειλητικό μέσα σε αυτόν τον άντρα. Ήταν σαν να μπορούσε να μπει στο μυαλό του. Αν και πιο πολύ έμοιαζε σαν να μπορούσε να ακούσει την φύση.

 

« Με ξάφνιασες πριν λίγο. Γιατί με παρακολουθείς;» Του είπε η Αίσα. Ο άντρας δεν κουνήθηκε εκατοστό. Ούτε τα βλέφαρά του δεν έπαιξαν.

 

«Είμαι ο Αλκίνοος. Χωρίς παρεξήγηση αλλά εσύ είσαι αυτή που παρακολουθεί εμένα!»

 

«Εγώ; Μα πώς; Κοιμάμαι; Νιώθω πως όλα αυτά ανήκουν σε ένα όνειρο…» Αφουγκράστηκε το δάσος και μπόρεσε να ξεχωρίσει άγριους ψιθύρους. Ταράχτηκε και έπιασε απότομα την κοιλιά της, σαν να προσπαθούσε να την προστατεύσει από κάτι.

 

«Δε νομίζω ότι εσύ πρέπει να ανησυχείς για αυτό.» Την καθησύχασε ο Αλκίνοος και εκείνη ένευσε θετικά.

 

«Όμως κάτι μιασμένο ζει μέσα στο δάσος. Μπορώ να το ακούσω… Γιατί νιώθω έτσι;» Τον ρώτησε η Αίσα λες και εκείνος θα έπρεπε να έχει απάντηση για κάθε τι, ο Αλκίνοος χαμογέλασε πονηρά.

 

« Ο Βασιλιάς μίανε το δάσος, το είδες και μόνη σου! Οι Θεοί μας εγκατέλειψαν την ημέρα που εκείνος ξεγέλασε τον θάνατο και τις μοίρες. Δεν μπορούν όμως να αγνοήσουν το χάος που έχει δημιουργηθεί. Ο Δραγίνος είναι σαν μια μαύρη τρύπα, στον διάβα του παρασέρνει τα πάντα στην καταστροφή γιατί το μένος των Θεών έχει πέσει πάνω του ολοκληρωτικά. Φυσικά δεν τους αρέσει που οι θνητοί έχουν σταματήσει να τους λατρεύουν. Η αγάπη τους για τους ανθρώπους πηγάζει από την λατρεία τους. Είναι περήφανοι και εγωιστές για να επέμβουν οι ίδιοι, αλλά με έμμεσους τρόπους επεμβαίνουν, γιατί αγαπούν τους ανθρώπους αρκετά για να τους καταστρέψουν. Έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν ένα λάθος, με τρόπο που να μην φανεί δικιά τους αδυναμία. Εσύ είσαι αυτή που θα τον σταματήσει.» Είπε ο Αλκίνοος. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως αυτός ο άντρας ήξερε τόσα πολλά για εκείνους αλλά δεν είχε σκοπό να τον αμφισβητήσει. Ήξερε καλά ποιος ήταν και γιατί ήταν θαμπός.

 

« Αλκίνοε σε σκότωσε ο μονόκερος, θα έπρεπε να είσαι νεκρός… Είσαι νεκρός!» Είπε η Αίσα.

 

«Δεν είμαι ακριβώς νεκρός όπως και ο Δραγίνος δεν είναι ακριβώς ζωντανός. Για να καταλάβεις, ο μονόκερος είναι ένα πλάσμα με μαγικές ικανότητες και εντελώς ειρηνικές διαθέσεις, δεν σκοτώνουν ποτέ! Οι μονόκεροι μπορούν να νιώθουν τα πάντα και ας μην είναι άνθρωποι. Όταν με πλήγωσε, αυτό συγκλόνισε το ζώο, καθώς αυτό δεν είχε ξαναγίνει ποτέ πριν. Μπορούσε άνετα να ξεφύγει, να με παρατήσει να πεθάνω αλλά ο μονόκερος είχε στρέψει όλου του το είναι σε εμένα και προσπάθησε να με θεραπεύσει. Φυσικά δεν πρόλαβε γιατί ο Δραγίνος τον αποκεφάλισε. Η επιθυμία του ζώου να επανορθώσει ήταν τόσο μεγάλη, που είχε κυριεύσει όλη του την ύπαρξη, έτσι όταν το αίμα του εισχώρησε μέσα μου έμεινα σε αυτή την κατάσταση που με βρίσκεις τώρα. Ο Δραγίνος δε μου έδωσε σημασία πριν φύγει από το δάσος, αλλά άκουσα όλη την συζήτηση με την Άτροπο. Τα τελευταία του λόγια χαράχτηκαν στο μυαλό μου και μας έδωσαν ένα κοινό στόχο, σε εμένα και τον μονόκερο που ζει μέσα μου. Την εκδίκηση. Δεν είμαι ούτε συνηθισμένος αλλά ούτε θνητός. Οι μαγικές ικανότητες του μονόκερου έγιναν και δικές μου. Η επιθυμία μου για εκδίκηση πήρε σάρκα και οστά. Όσο υπάρχω, η επιθυμία του Δραγίνου να αποκτήσει απόγονο, δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί. Το Βασίλειό του θα μείνει χωρίς διάδοχο και όλοι θα φοβούνται να το προσεγγίσουν…» Είπε ο Αλκίνοος.

 

«Πληγώνεις όμως και τόσους άλλους μαζί με το Δραγίνο, αθώοι που δεν φταίνε σε τίποτα! Οικογένειες θα χαθούν χωρίς απογόνους! Χρησιμοποιείς τις δυνάμεις του μονόκερου για κάτι κακό.»Είπε η Αίσα και μετάνιωσε την στιγμή που το ξεστόμισε όταν είδε το ζοφερό ύφος του Αλκίνοου.

 

« Όταν ο Βασιλιάς συναντήσει την μοίρα του θα χαθώ και εγώ, και όλα θα επανέλθουν.» Είπε ο Αλκίνοος και τα χαρακτηριστικά του εξέφρασαν μετάνοια. Η Αίσα ένιωσε συμπόνια για αυτόν, έπρεπε να ζει μια μίζερη μέση κατάσταση, βουτηγμένη σε μια ατέρμονη δίψα για εκδίκηση.

 

«Πώς θα γίνει αυτό;» Ρώτησε η Αίσα με άγρια έξαψη, αποφασισμένη να λυτρώσει από αυτό τον μαρτύριο τον Αλκίνοο. Εκείνος αναγνώρισε την έντονη επιθυμία της για δικαίωση και χαμογέλασε σαρδόνια.

 

«Στα χέρια σου είναι. Εσύ κρατάς την μοίρα όλων…» Είπε ο Αλκίνοος.

 

«Μα δεν έχω το νήμα του… Εγώ μπορώ να κρίνω το παρελθόν του και να τερματίσω την ζωή του, με βάση αυτό, αλλά δεν έχω το νήμα του!» Παραπονέθηκε η Αίσα.

 

«Θα βρεις την άκρη. Να θυμάσαι μόνο ότι όλα θα τελειώσουν εδώ που άρχισαν Αίσα. Όπως είχε μοιραστεί. Η μοιρασιά του τον περιμένει να την αποδεχτεί. Εγώ θα φροντίσω για αυτό όταν εσύ το αποφασίσεις.»

 

«Γιατί δεν βγαίνεις από το δάσος για να τον βρούμε μαζί;» Προσπάθησε η Αίσα να τον ξεσηκώσει.

 

«Είμαι δεμένος με το δάσος. Έξω από εδώ δεν υπάρχω, μαζί με τον Δραγίνο περιμένω και εγώ να συναντήσω την μοίρα μου. Η μοιρασιά μου είναι συνδεδεμένη με του Δραγίνου. Αν δεν προχωρήσει εκείνος, τότε θα εξακολουθώ να περιφέρομαι στη γη…» Είπε ο Αλκίνοος. Η η ανησυχία της Αίσας γιγαντώθηκε καθώς αντιλήφθηκε την σύνδεσή τους και τα στενά χρονικά περιθώρια που είχαν απομείνει. Η θεία της πρέπει να είχε φτάσει από ώρα στην πόλη.

 

«Πρέπει να βρω γρήγορα τότε τις άλλες δυο…» Είπε η Αίσα έβγαλε από το χιτώνα της το κουβάρι και το ξετύλιξε βιαστικά. Περιεργάστηκε το νήμα σκεφτική. Ήταν ένα θαμπό φθαρμένο νήμα και στην μέση του ήταν δεμένο σφιχτά ένα ακόμα μικρότερο. Δυο νήματα σε ένα… Ένα μέρος της ζωής του Δραγίνου που η Άτροπος αφαίρεσε για να το διορθώσει… Δύο λειψές ζωές, δεμένες μαζί. Η μητέρα της Αίσας, η Λάχεση, είχε θυσιάσει την ζωή της για να το αποκτήσει η Κλωθώ. Ο Αλκίνοος της ένευσε με ικανοποίηση. Η Αίσα τύλιξε ξανά το νήμα, το έβαλε πάλι μέσα στο χιτώνα της και άρχισε να τρέχει μακριά από το δάσος.

 

 

Η Αίσα έφτασε στη πόλη και παρακάλεσε τους Θεούς να βρει γρήγορα την Κλωθώ. Έπρεπε να της εξηγήσει γιατί έπρεπε να οδηγήσουν το Δραγίνο στο δάσος και γιατί η Άτροπος είχε ενώσει τα δύο νήματα στο κουβάρι. Δεν ήθελε να κατηγορεί την θεια της αλλά αν δεν είχε αφαιρέσει το κομμάτι αυτό της ζωής του Δραγίνου- που συνδέονταν με τον μονόκερο- για να τον γλιτώσει, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει. Στο τέλος μετάνιωσε, βρήκε την λύση ενώνοντας τα νήματα και φυσικά το πλήρωσε με την ανεκπλήρωτη αγάπη της… Το νήμα αυτό, σε σχήμα Υ, ήταν το κομμάτι που θα έδινε ένα τέλος. Το νήμα που σύνδεε τον Δραγίνο, τον μονόκερο και τον Αλκίνοο. Μια μοιρασιά που έπρεπε να ολοκληρωθεί.

 

Η ησυχία που επικρατούσε στην πόλη και η παντελής έλλειψη κίνησης, στα στενά σοκάκια, δεν καθησύχαζε την Αίσα. Οι μόνες φορές που έρχονταν στην πόλη, ήταν όταν έπρεπε να πάρουν προμήθειες με την Κλωθώ. Πάντα βάδιζε δίπλα της και παρά την περιέργειά για όλα, δεν απομακρυνόταν ποτέ από το πλευρό της. Δεν φοβόταν την πόλη αλλά ένιωθε ξαφνικά μονάχη! Όλοι οι πολίτες ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Δεν μιλούσε κανείς και ένα αίσθημα φόβου διέτρεχε το συγκεντρωμένο πλήθος. Όλοι πρόσεχαν τον Δραγίνο στο κέντρο της πλατείας που καθόταν στο θρόνο του πάνω σε ένα βάθρο. Μπροστά του στεκόταν ένας γέρος ιερέας που πρόσφερε σπονδές στους θεούς, ενώ σε ένα στρώμα στα πόδια του ήταν ξαπλωμένη μια ετοιμόγεννη γυναίκα.

 

«Όταν η γυναίκα γεννήσει Μεγαλειότατε, με την βοήθεια των Θεών, θα διαβάσω τον πλακούντα και θα δώσω μια λύση στην κατάρα του δάσους και την καταδίκη μας.» Δήλωσε ο ιερέας-μάγος αισιόδοξα. Ο Βασιλιάς κοίταζε σφιγμένος μια αλυσοδεμένη φιγούρα που στέκονταν όρθια δίπλα του. Το πρόσωπο της γυναίκας ήταν κατάχλωμο, θαρρείς και ήταν κλεισμένη σε μπουντρούμι όλη της τη ζωή και τα σημάδια του χρόνου ήταν ανελέητα πάνω της. Παρόλα αυτά ανέδιδε μια γυάλινη, ψυχρή ομορφιά που με έκανε να ανατριχιάσω. Ήταν τόσο απρόσιτη αλλά φάνταζε απίστευτα οικεία.

 

«Αν θες πραγματικά να γλιτώσεις την πόλη σου, από το μίασμα, Δραγίνε θα πρέπει να εξιλεωθείς στους θεούς! Θα πρέπει να πάς στο δάσος και να αντιμετωπίσεις την ευθύνη των πράξεών σου!» Φώναξε μια γυναίκα. Το πλήθος χωρίστηκε στη μέση αποκαλύπτοντας την Κλωθώ και η ανάσα της Αίσας πάγωσε στο στήθος της. Εκείνη τον κοίταζε οργισμένη, δεν ζάρωσε στιγμή.

 

«ΚΛΩΘΩ!» Φώναξε έκπληκτη η αλυσοδεμένη φιγούρα δίπλα στον Βασιλιά και ο βασιλιάς έφριξε από την οργή του.

 

« Η Άτροπος;» Αναρωτήθηκε ξέπνοα η Κλωθώ, σοκαρισμένη που αντίκριζε την αδερφή της, μετά από τόσα χρόνια που την θεωρούσε νεκρή.

 

«Συλλάβετε αυτή την γυναίκα αμέσως!»Απαίτησε ο Δραγίνος. Οι φρουροί την άρπαξαν αμέσως και η Κλωθώ δεν έφερε καμία αντίσταση. Η Αίσα δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε όλες αυτές τις απρόσμενες εξελίξεις, το μυαλό της προσπαθούσε να σκεφτεί το επόμενο βήμα της.

 

«Πες τους Δραγίνε τι έκανες στο δάσος, και εξαιτίας σου υποφέρουν! Ή θέλεις να το πω εγώ; Γιατί τρέμεις να βγεις από τα τείχη της πόλης;» Δήλωσε η κλωθώ. Όλοι στράφηκαν στον Βασιλιά καχύποπτα και οργισμένα, καθώς το πλήθος εύκολα βρίσκει εξιλαστήριο θύμα για τα δεινά του. Εκείνος υπολόγισε την κατάσταση ενώ η γυναίκα στο κέντρο άρχισε να γεννά. Την ίδια στιγμή η Αίσα ένιωσε ένα κάψιμο στο στήθος της και άρχισε να βλέπει μπερδεμένες εικόνες από το μέλλον ενός κοριτσιού. Το κορίτσι μεγάλωνε, γινόταν μια γοητευτική γυναίκα, έκανε τα δικά της παιδιά και ολόκληρη η ζωή της πέρασε από τα μάτια της Αίσας. Ξαφνικά η Αίσα κοίταζε απροκάλυπτα μέσα στο μικρό κορίτσι, λες και ένα εσωτερικό μάτι μπορούσε να μπει στα άδυτα της ψυχής της. Ένιωσε την αγωνία της να βγει στον κόσμο και να αντικρίσει το φως του ηλίου και να νιώσει την ζεστασιά της μητέρας της. Έκρινε πως η κοπέλα ήταν υπομονετικός άνθρωπος, δυναμική και έτοιμη να αγαπήσει την γυναίκα που την γεννούσε. Όταν η Αίσα τράβηξε το χέρι από το στήθος της, ένα νήμα κρεμόταν ανάμεσα στα δάχτυλα της δεξιάς της παλάμης και ξαφνικά όλα απέκτησαν νόημα. Η γυναίκα στο βάθρο γέννησε ένα κοριτσάκι και η Αίσα μόλις είχε γνεύσει το νήμα της. Οι Θεοί είχαν κληροδοτήσει σε αυτή την ευθύνη της μοίρας! Μόλις έκρινε το παρόν της νεογέννητης και το μέλλον της. Για αυτό μπορούσε να νιώσει και να ακούσει τα πάντα από το μυαλό του Αλκίνοου. Για αυτό είχε καταφέρει να δει το παρελθόν του Δραγίνου μόνη της.

 

«Ησυχία! Τολμάτε να αψηφάτε τον Βασιλιά σας; Θα αποδείξω το ψέμα αυτής της γυναίκας πηγαίνοντας ο ίδιος στο δάσος. Καμία κατάρα δεν έφερα πάνω σας και θα σας το αποδείξω όταν γυρίσω πίσω με την ευλογία των Θεών!» Υποσχέθηκε δημόσια ο Δραγίνος και έριξε δολοφονικές ματιές στην Άτροπο και την Κλωθώ που είχαν ξανασμίξει. Καθώς η Αίσα απομακρυνόταν με αποφασιστικό βήμα από την πόλη, άκουσε την αποδοκιμασίες των πολιτών και χαμογέλασε με ικανοποίηση.

 

Οι κάτοικοι της πόλης, φανερά φοβισμένοι, δεν τόλμησαν να περάσουν το δάσος. Οι μόνοι που μπήκαν μέσα ήταν ο Δραγίνος, η Κλωθώ, η Άτροπος και όσοι φρουροί διατάχθηκαν να τον συνοδέψουν. Η Αίσα έφτασε στο ξέφωτο του δάσους και σταμάτησε δίπλα στην ιτιά. Ξεσκέπασε με φροντίδα, από την άγρια βλάστηση, τα ξεχασμένα κόκκαλα του μονόκερου και του Αλκίνοου και στάθηκε δίπλα τους. Εμφάνισε το νήμα του Δραγίνου στα χέρια της και άρχισε να μετρά την διάρκειά του από την αρχή. Έλεγξε κάθε σπιθαμή του μέχρι που εντόπισε το σημείο που έπρεπε να έχει κοπεί. Τύλιξε το νήμα γύρω από το δάχτυλό της σε ακριβώς εκείνο το σημείο που συμβόλιζε το παρόν του. Το νήμα συνέχιζε και άλλο αλλά η Αίσα δεν ενδιαφέρονταν για αυτό, ήταν το κομμάτι ζωής που θα ζούσε αλλά ποτέ δεν του μοιράστηκε. Άφησε τον εαυτό της να διατρέξει το παρελθόν του και η κρίση της ήταν σκληρή και δίκαια. Όταν ο Βασιλιάς πλησίασε στο ξέφωτο, με το ελεύθερο χέρι της ξετύλιξε το κουβάρι με το νήμα που σχημάτιζε ένα Υ και το εξέτασε επίσης. Ήταν το κομμάτι της ζωής του Δραγίνου που συνδέονταν με το μονόκερο και τον Αλκίνοο, εκείνο που αφαίρεσε η Άτροπος για να τον γλιτώσει από το μοιρασμένο τέλος του.

 

Πρώτοι πλησίασαν οι τρείς φρουροί που έσερναν την Κλωθώ και την Άτροπο με την βία. Έπειτα ακολούθησε κομπάζοντας ο Δραγίνος. Στην αρχή σάστισε βλέποντας την Αίσα μόνη στο ξέφωτο, αλλά όταν το βλέμμα του έπεσε πρώτα στα κόκκαλα και έπειτα στα νήματα που κρέμονταν στα δύο χέρια της πάγωσε τρομοκρατημένος. Η Αίσα του χαμογέλασε άγρια και έφερε το νήμα που σχημάτιζε ένα Υ πάνω στο νήμα του παρόντος ακριβώς εκεί που είχε μπλέξει το δάχτυλό της, και τα ένωσε με ένα κόμπο. Αμέσως εμφάνισε ένα μεγάλο ψαλίδι και έκοψε το νήμα από τον κόμπο και πέρα, έτσι που η συνέχεια του παρόντος του έγινε ξανά το μοιρασμένο νήμα σε σχήμα Υ. Ο Δραγίνος ούρλιαξε απεγνωσμένος- προβλέποντας την συνέχεια- και άρχισε να εκτοξεύει βέλη προς όλες τις κατευθύνσεις σα παλαβός. Η Άτροπος φώναξε το όνομά του προκειμένου να τον καθησυχάσει, ξέφυγε από τους φρουρούς- που είχαν αποσβολωθεί από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Βασιλιά- και έτρεξε κοντά του. Τον ικέτευσε να σταματήσει, πάλεψε μαζί του και όταν τελικά το τόξο έπεσε στο έδαφος, γύρεψε με το βλέμμα της συγκλονισμένη την Αίσα. Όταν την εντόπισε της ένευσε θαρρετά γεμάτη δάκρυα ανακούφισης. Τα κόκκαλα δίπλα στην Αίσα άρχισαν να ενώνονται μεταξύ τους και να γεμίζουν με σάρκα, δέρμα και τρίχωμα μέχρι που μια εκτυφλωτική λάμψη, που πήγαζε από το κέρατο του μονόκερου, γέμισε ολόκληρο το δάσος. Την επόμενη στιγμή ένας κατάλευκος μονόκερος στεκόταν δίπλα στην Αίσα, ο Αλκίνοος ήταν καβάλα στο περήφανό ζώο και του χάιδευε την χαίτη. Το ζώο χρεμέτισε δυνατά, έσκαψε με το πέταλό του το έδαφος και κάλπασε απειλητικά προς τον Δραγίνο. Η Άτροπος αγκάλιασε σφιχτά τον Δραγίνο και τον φίλησε με όση αγάπη της είχε απομείνει. Όταν εκείνος παραδόθηκε ξαφνιασμένος από την αντίδραση της, η Άτροπος τον γύρισε με την πλάτη προς τον μονόκερο που ερχόταν καταπάνω του και έμεινε να του ανακατεύει τα μαλλιά. Η γυναίκα κοίταζε απελευθερωμένη την Αίσα και έκλεισε τα μάτια της εξιλεωμένη μπροστά στον θάνατο. Η Αίσα, τερμάτισε με το ψαλίδι την ζωή της θείας της· ακριβώς όταν το κέρατο του μονόκερου διαπέρασε το στήθος του Δραγίνου και τους παρέσυρε βαθιά στο δάσος. Τα νήματα στο χέρι της συρρικνώθηκαν μέχρι που έγιναν σκόνη και εξαφανίστηκαν από τα χέρια της.

 

Η Αίσα αντίκρισε με θλίψη, μέσα από τον κουρνιαχτό της σκόνης, το χαμό που ο Δραγίνος είχε σκορπίσει. Η καρδία της σταμάτησε να χτυπάει όταν αντίκρισε μπροστά της το σώμα της Κλωθώς γεμάτο βέλη. Είχε μπει σαν ασπίδα μπροστά της για να την προστατεύσει από την μανία του Βασιλιά και το τσακισμένο κορμί της αιμορραγούσε από παντού. Παρά την αγωνία που ένιωθε η Κλωθώ από τον πόνο χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο στην Αίσα.

 

«Κράτησα την υπόσχεσή μου…» Ψιθύρισε ξέπνοα η Κλωθώ, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γαλήνευσαν ανακουφισμένα ενώ η Αίσα έκοβε το νήμα της ζωής της. Παρακολούθησε πως χάθηκε το φώς από τα μάτια της με κομμένη την ανάσα και ξεροκατάπιε αφήνοντας τον πόνο να την κυριεύσει. Η Αίσα ένιωσε να την περιλούζουν με παγωμένο νερό και να μουδιάζει όλο της το σώμα τόσο που να μην μπορεί να ανασάνει κανονικά. Νόμιζε πως θα σκιστεί το στέρνο της στα δυο και η καρδία της θα πεταχτεί έξω. Τόσο βίαια η μοναξιά τρύπησε την ψυχή της. Οι τρείς μοίρες είχαν αποτύχει γιατί σαν ξεχωριστά άτομα είχαν ξεγελαστεί. Έτσι η μοιρασιά άλλαξε προκειμένου να επανέλθουν οι ισορροπίες και η μοίρα όλων τώρα περνούσε από τα χέρια της Αίσας.

 

Η κοπέλα δεν κουνήθηκε από την θέση της. Δεν έζησε στιγμή μόνη της και τώρα ξαφνικά δεν ήξερε που ανήκει. Ποια ήταν η θέση της; Δεν ήταν Θεά αλλά δεν ένιωθε πια τίποτα ανθρώπινο. Οι θείες της είχαν πάντα η μία την άλλη. Η Αίσα ένιωθε χαμένη και διχασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους στους οποίους δεν ταίριαζε. Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό στα δύο και έκαψε τα δέντρα γύρω από το ξέφωτο. Μέσα στις φλόγες έστεκε ένας άντρας μαζί με άλλες έντεκα λαμπερές φιγούρες. Ο άντρας με την πιο επιβλητική φυσιογνωμία έκλεισε το μάτι του πονηρά στην Αίσα και της έτεινε το χέρι του. Η Αίσα αρχικά δίστασε μπερδεμένη. Παρατήρησε και τις δώδεκα φιγούρες που την κοιτούσαν με σεβασμό και τελικά έσφιξε με θράσος το χέρι του άντρα και όλες οι θνητές έγνοιες της εξανεμίστηκαν μεμιάς και ποτέ ξανά δεν ένιωσε μόνη.

 

Τέλος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρον και όμορφο παραμύθι. Για κάποιο λόγο με δυσκόλεψε, ή δεν μου έκατσε καλά, η αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο. Βρήκα τις μεταβάσεις από τον ένα αφηγητή στον άλλο λίγο άγαρμπες και κάπως άνισα διανεμημένες. Έχεις λίγο Κλωθώ για εισαγωγή, και μετά είναι μόνο Αίσα, αν και έχουμε και τον βασιλιά, επίσης σε πρώτο πρόσωπο – μέσα από τα μάτια της δεύτερης. Με τους χαρακτήρες σε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο, πολλές από τις πληροφορίες που δέχεται ο αναγνώστης βγαίνουν κάπως εξεζητημένα. Παρά τις αδούλευτες γωνίες, η ιστορία στο διήγημα έχει το ενδιαφέρον της, όπως έγραψα ήδη.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ ιστορία. Είχε κάτι γοητευτικό, μαγευτικό και καθηλωτικό. Πολύ καλογραμμένη, δεν με άφησε να κουραστώ ή να περιμένω πουθενά. Ωραία πλοκή, μια αλλιώτικη ματιά σε ένα γνωστό μύθο, που εξελίσσεται και αναπτύσσεται ομαλά, δίνοντας συνεχώς νέες ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

 

Κι επειδή μου άρεσε πολύ, θα την ψειρίσω και λίγο παραπάνω. Όπως είπε κι ο Ντίνος πιο πάνω, η πρωτοπρόσωπη γραφή από διαφορετικά άτομα, μπερδεύει λίγο. Αυτό λύνεται εύκολα με το τρίτο πρόσωπο και δε νομίζω ότι θα της στοιχίσει σε συναίσθημα. Υπήρχαν μερικά γραμματικά λαθάκια, αναφέρομαι κυρίως στα ό,τι που έπρεπε να είναι ότι και σε κάποια που και πως που ήθελαν τόνο.

 

Έχω ελάχιστες ιστορίες να διαβάσω ακόμα και είσαι πολύ ψηλά.

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο.

Έπαιξες έξυπνα με τον ελληνικό μύθο των μοιρών, τον έφερες με αρκετά μεγάλη άνεση στα μέτρα της ιστορίας σου και πραγματικά δημιούργησες μια πολύ ευκολοδιάβαστη ιστορία.

Αν και αρχικά το φοβήθηκα, οι συνεχείς εναλλαγές των αφηγητών τελικά δε με δυσκόλεψαν και δε βρήκα κάποια κενά μέσα στο κείμενο.

Αρκετά καλή χρήση του λόγου.

Λίγο απότομο το τέλος, μα κατανοητό.

Πολύ καλά, μπράβο.

Link to comment
Share on other sites

Μου αρεσε πολυ σαν ιστορια, και εχει απ' ολα μεσα. Σε καποια σημεια στην αρχη με δυσκολεψε λιγο στην αναγνωση μεχρι να καταλαβω τι συμβαινει, αλλα γενικα σαν κειμενο δεν εχω κατι αρνητικο να πω

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιδέα να έχεις τις Μοίρες σα θνητές με τις δικές τους οικογένειες. Βέβαια αυτό δημιουργεί τα δικά του διλήμματα. Αν ήσουν η Λάχεσις θα σταματούσες να μετράς το νήμα της δικής σου ζωής ή των παιδιών σου; Αν ήσουν η Άτροπος θα το έκοβες;

Link to comment
Share on other sites

Μία πολύ όμορφη ιστορία που έχει μπλέξει όμορφα μύθους της ελληνικής μυθολογίας.

 

Οι εναλλαγές των αφηγητών με μπέρδεψαν αρκετά στην αρχή, ίσως αν το δούλευες σε τρίτο πρόσωπο να κέρδιζε περισσότερους πόντους.

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέρον το πάντρεμα της μυθολογίας των μοιρών με το όλο θέμα της γνώσης του μέλλοντος και των συνεπειών του.

Αυτή είναι η δεύτερη ιστορία του διαγωνισμού, που η όραση χρησιμοποιείται ως παράθυρο στο μέλλον. Δύσκολο εγχείρημα, θέλει πολλή σκέψη στο στήσιμο της ιστορίας για να κλείσουν καλά οι κύκλοι.

Το διήγημα είχε καλά δραματικά στοιχεία και ενδιαφέρον, αλλά με μπέρδεψε λιγάκι την πρώτη φορά (ειδικά σε κάποια σημεία με τα νήματα) και νομίζω ότι μάλλον γι αυτό φταίει η πρωτοπρόσωπη γραφή που ανέφεραν και οι προηγούμενοι.

Μια σκέψη, αν θέλεις οπωσδήποτε κάποια στοιχεία σε πρώτο πρόσωπο θα ήταν να εναλλάξεις πρώτο με τρίτο -κάποια σημεία να φαίνονται από πρώτο χέρι και κάποιες άλλες να τις λέει ο αφηγητής. Έτσι μπορείς κινηθείς ευκολότερα ανάμεσα στα πρόσωπα και στους τόπους.

 

Μου άρεσε πέρα από τη χρήση της όρασης η ιδέα

 

 

ότι οι τρεις μοίρες πρέπει να δρουν μαζί και ότι ως μεμονωμένα άτομα απέτυχαν. Έρχεται και 'κουμπώνει' καλά με τον γνωστό μας μύθο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

O.T.

 

Κατ’αρχάς, κατάλαβα τι εννοούσες με το σχόλιό σου, αλλά δεν ‘έπιασα’ πού ακριβώς κολλάει ο ελέφαντας· αν έλεγες «μονόκερος» θα ταίριαζε πιο πολύ! ;-) Πάλι καλά δηλαδή που δεν άκουσα τη συμβουλή της κολλητής μου, που μου είχε προτείνει κατά τη γέννηση αυτής της ιστορίας (πριν την ανακοίνωση του διαγωνισμού) να ονομάσω τη Μοίρα με κάποιο από τα τρία αυτά ονόματα.

 

Στα της ιστορίας σου τώρα, Βασίλη. Ο μύθος σου με γοήτευσε και οι σκηνές θεωρώ πως ήταν πολύ καλά μοιρασμένες. Ωστόσο, σε κάποια σημεία η γραφή σου με μπέρδευε και δεν ήξερα ποιός μιλούσε κάθε φορά. Πέρα από αυτό, ένα μικρό λαθάκι που παρατήρησα ότι εμφανιζόταν τακτικά ήταν η χρήση της λέξης «ό,τι» (που χοντρικά σημαίνει «όλα αυτά») αντί για το σωστό «ότι» που έχει την ίδια σημασία με το «πως». Επίσης, ψιλομπερδεύτηκα λίγο εκεί

με τις κλωστές στο τέλος,

αλλά αυτό ήταν καθαρά θέμα δικό μου, δεν έχεις κάποια ευθύνη γι’αυτό. Αν πάντως δουλέψεις λίγο τα σημεία των διαλόγων, ώστε να είναι πιο σαφές ποιός μιλούσε πότε, πιστεύω πως η ιστορία θα ‘φανεί’ πολύ περισσότερο. Ακόμα κι έτσι, πάντως, εμένα με τράβηξε και με κράτησε και μου άρεσε. Και το τέλος

με την εμφάνιση των Ολυμπίων,

αν και ήρθε σχεδόν από το πουθενά, έδωσε –για μένα- στην ιστορία μια ξεχωριστή πινελιά. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ γοητευτική ιστορία, επιτέλους κάποιος πήρε ιδέα από την ελληνική μυθολογία που πάντα μου άρεσε και η περιγραφή των Μοιρών μού είχε αφήσει ένα κενό, γιατί δεν έπαιρναν μέρος σε καμία περιπέτεια και δε μπορούσα να τις φανταστώ το ίδιο ζωντανά με τους υπόλοιπους θεούς-ήρωες κλπ. Να λοιπόν που ήρθε η ώρα τους! Ευχαριστώ.

Κατά τα άλλα έχεις πολλά περιθώρια βελτίωσης στον τρόπο γραφής, περιγράφεις κάπως κοφτά και σκέτα, με πολύ μικρές προτάσεις, όχι αρκετά ζωντανά, και από πλευράς γλώσσας λείπουν πολλά κόμματα και υπάρχουν κάποια εκφραστικά λάθη. Και εγώ θα προτιμούσα να μην ήταν τόσοι πολλοί οι αφηγητές σε ένα τόσο μικρό κείμενο - εντάξει, υπάρχουν μυθιστορήματα με πέντε έξι και πάνω αφηγητές, αλλά αυτό εδώ είναι διήγημα. Δεν κατάλαβα απολύτως τι γινόταν με τα νήματα και με τις ικανότητες των Μοιρών, αλλά και έτσι μου αφήνει μια ωραία εντύπωση το παραμύθι. Πολύ καλή προσπάθεια, αλλά θέλει αρκετή δουλειά ακόμα.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα.

Λίγο μετά τη μέση το διήγημα άρχισε να παίρνει τα πάνω του στα μάτια μου.

Είχα κάποιες δυσκολίες να καταλάβω τι γινόταν στην αρχή και για μεγάλο διάστημα. Γι’ αυτό ευθύνονται τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπισα στο να παρακολουθήσω τις αλλαγές των προσώπων που μιλούσαν.

Ίσως κομματάκι γρήγορο το κλείσιμο.

 

edit: βασικά δεν ήταν κάποιες δυσκολίες, ήταν αρκετές δυσκολίες

Edited by dagoncult
Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Πολύ ενδιαφέρον κείμενο, που μπορεί να γίνει και καλύτερο αν πάρει μερικές χιλιάδες λέξεις.

 

Μου άρεσε: Η ιδέα καταρχήν. Οι χαρακτήρες είναι όμορφα δοσμένοι, με αυτό το ρημάδι το tell να κερδίζει επιτέλους το κοινότυπο show. Ίσως αυτό να είναι το δυνατότερο σημείο του κειμένου κι εκείνο που βοηθάει πάρα πολύ στην απορρόφηση του αναγνώστη.

 

Δε μου άρεσε: Τέσσερα πραγματάκια, που διορθώνονται εύκολα. Πρώτον οι συνεχείς εναλλαγές της οπτικής γωνίας. Μου αρέσουν τρελά, αλλά όχι σε τόσο μικρά κείμενα, δημιουργούν ένα πέρα-δώθε που ζαλίζει. Δεύτερον, και συνδεόμενο με το πρώτο, πέρα από τις εναλλαγές, έχεις και οπτικές γωνίες μέσα σε οπτικές γωνίες κι αυτό εντείνει τη σύγχυση. Τρίτον δε μου άρεσε (αν και θεωρώ ότι ήταν θέμα περιορισμού των λέξεων) που πηδάς κάποιες σκηνές με συνοπτικές διαδικασίες,όπως ας πούμε όταν από την πλατεία της πόλης πηγαίνεις στο δάσος μέσα σε οχτώ λέξεις («Βγήκα από την πόλη και μπήκα στο δάσος.») Και τέταρτον, κάποιες φράσεις δε μου χτύπησαν καλά, αν και δε θα σου έκοβα και το κεφάλι αν τις διατηρούσες (ακούστηκε μία τσιρίδα, ένα υφασμάτινο μπαλάκι, Η Κλωθώ άρχισε να μοιρολογά)

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Μια αρκετά καλή ιστορία.

 

Σε γενικές γραμμές, έως εντελώς, συμφωνώ με τη Naroualis. Επίσης να προσθέσω οτι σε μερικά σημεία οι διάλογοι ίσως να χρειάζονται λίγο παραπάνω δουλειά.

 

Πάντως ήταν ωραία η ιδέα της χρήσης των μοιρών σε μία ιστορία και κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον μου.

 

Καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη ιστορία που εκμεταλλεύεται τον μύθο για τις Μοίρες με πρωτότυπο τρόπο. Μου άρεσε η πλοκή και ο τρόπος που έβλεπε κάθε μία, η κατάρα καθώς και το γεγονός ότι ήταν θνητές και είχαν διαδόχους. Από την μέση και μετά όμως έχω την αίσθηση ότι συμπύκνωσες κάπως την δράση λόγο χώρου. Θα ήταν ακόμα καλύτερο αν δίνονταν πιο παραστατικά. Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Στα θετικά:

Η πολυ καλή χρήση της μυθολογίας για να φτιάξεις κάτι καινούριο. Η καλή γραφή και η πλοκή σου.

 

Στα αρνητικά:

Το πόσο συμπιεσμένη μοιάζει η ιστορία στις 3850 λέξεις. Εδώ κι εκεί υπάρχουν άλματα που μάλλον οφείλονται στο editing και που κάπου χαλάνε την ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Anysias καλησπέρα..Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια σε ότι έχι να κάνει με την μυθολογία της αρχαίας ελλαδας και το πάντρεμα του μύθου των Μοιρών με στοιχεία από άλλες μυθολογίες με εξέπληξε ευχάριστα..Πλοκή πολύ καλά ενορχηστρωμένη,όπως άλλωστε το συνηθίζεις και πολύ καλά δοσμένες σκηνές..Αυτο που μου άρεσε πάρα πολύ πάντως είναι οι δύο σκηνές με τον μονόκερο..Και η ιδέα ότι ο μονόκερος σαν μαγικό πλάσμα δεν σκοτώνει ποτέ..Και επίσης η ανάμειξη του αίματος ήταν ένα καταπληκτικό στοιχείο..Μου αρέσαν πάρα πολύ αυτές οι σκηνές..Πάρα πολύ..Σε μια γενικότερη ματιά τώρα η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική άλλα τα στάνταρ σου Anysia κυμαίνονται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα..Συνέχισε να μας τονώνεις με ενέσεις φαντασίας που κάνουν καλό στο μυαλό μας..

 

Υ.Γ. Θα σε παραπεμψω σε ένα βιβλίο του Stephen King που θα σε ενδιαφέρει..Λέγεται Αϋπνία και στο λέω τώρα γιατί αν το διαβάσεις θα καταλάβεις τον συσχετισμό..

Μέχρι την επόμενη φορά...Namarie

Link to comment
Share on other sites

Bασίλη, η ιδέα πίσω από την ιστορία σου μου άρεσε αρκετά. Μπόρεσα να δω το συσχετισμό με το θέμα της όρασης, και η υπόθεση με τραβούσε να διαβάσω παρακάτω. Υπήρχαν, όμως, πολλά προβλήματα που με εμπόδισαν από το να απολαύσω το κείμενο. Νομίζω πως με έχουν καλύψει απόλυτα οι dagoncult και wordsmith παραπάνω. Καλή προσπάθεια, αλλά θέλει δουλειά.

Link to comment
Share on other sites

Έχοντας μείνει τελευταία να σχολιάζω, γράφω πολύ συχνά την παρακάτω φράση:

Με κάλυψαν τα όσα ειπώθηκαν.

Πραγματικά, δεν έχω να σου προσφέρω τίποτα καινούργιο. Την ιστορία δυστυχώς δεν τη χάρηκα, λόγω της γραφής σου που ήταν κάπως μαγκωμένη, αμήχανη. Το πρόβλημα χώρου είναι, θεωρώ, το μεγαλύτερο στο κείμενό σου. Ασφυκτιά στα όρια του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Έβαλες πολύ μεγάλο στοίχημα διαλέγοντας τις Μοίρες για πρωταγωνίστριες της ιστορίας σου. Θα έβγαινε πολύ καλύτερο το αποτέλεσμα, αν δεν άλλαζες διαρκώς οπτικές γωνίες. Δεν αφήνεις χρόνο στον αναγνώστη να ταυτιστεί με κανέναν. Υπάρχουν πολλές ασάφειες που αφαιρούν μαγεία απ' το κείμενο. Δοκίμασε να το ξαναγράψεις από κάποια συγκεκριμένη και ουδέτερη οπτική γωνία και χωρίς την αίσθηση αυτή του πανικού.

Link to comment
Share on other sites

Παιδιά ευχαριστώ πάρα πολύ που διαβάσατε την ιστορία μου και ακόμα περισσότερο που σχολιάσατε. Οι επισημάνσεις όλων σαν είναι σωστές και είναι πράγματα που εγώ δεν τα είχα σκεφτεί. Περίμενα πώς και πως κάποιος που δεν με ξέρει προσωπικά (ώστε να φοβάται μην με στεναχωρήσει) να κρίνει αντικειμενικά την ιστορία μου. Η γνώμη σας είναι για μένα χρυσάφι...

 

Είδα ότι λίγο πολύ επισημαίνεται όλοι το ίδιο πράγμα. Θα προσπαθήσω να το διορθώσω αυτό το θέμα με την διήγηση στο πρώτο πρόσωπο και τις εναλλαγές της οπτικής γωνίας από πολλούς αφηγητές μέσα σε ένα διήγημα. Πρόσφατα διάβασα και ένα τόπικ που έχει ανοιχτεί και το βρήκα αρκετά διαφωτιστικό σε συνδυασμό με τα σχόλια σας. Αυτός ο διαγωνισμός για μένα ήταν εκπαιδευτικός. Σας υπερ-ευχαριστώ όλους και το εκτιμώ αφάνταστα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία, λατρεύω την Ελληνική Μυθολογία και μου άρεσε που κάποιος τη χρησιμοποίησε, δίνοντας της και ένα νέο, ενδιαφέρον twist .

 

Στα αρνητικά, ήταν δύσκολο να παρακαλουθήσεις ποιος μιλάει κάθε φορά στους διαλόγους και πιστεύω ότι αυτό ήταν που κούρασε και όχι το πρώτο πρόσωπο, το οποίο εγώ προσωπικά το λατρεύω.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία, λατρεύω την Ελληνική Μυθολογία και μου άρεσε που κάποιος τη χρησιμοποίησε, δίνοντας της και ένα νέο, ενδιαφέρον twist .

 

Στα αρνητικά, ήταν δύσκολο να παρακαλουθήσεις ποιος μιλάει κάθε φορά στους διαλόγους και πιστεύω ότι αυτό ήταν που κούρασε και όχι το πρώτο πρόσωπο, το οποίο εγώ προσωπικά το λατρεύω.

 

spirosk σε ευχαριστώ πολύ που διάβασες την ιστορία μου και για το σχόλιο.Και εγώ προτιμώ το πρώτο πρόσωπο για να πω την αλήθεια αλλά θα κάνω και μια δοκιμή στο τρίτο...

Link to comment
Share on other sites

Ακολούθησα τις συμβουλές σας και προσπάθησα να διορθώσω την ιστορία όσο καλύτερα μπορούσα. Η διορθωμένη και ανανεωμένη εκδοχή της ιστορίας έχει ανεβεί. Όποιος έχει το κουράγιο ας ρίξει μια ματιά. Κάθε σχόλιο καλοδεχούμενο!

 

Άγγελε σε ευχαριστώ πάρα πολύ και όλα είναι εντάξει!!;-)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..