Jump to content

Το ελιξιριο της γνωσης


NIKANTHI

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:NIKANTHI

Είδος: fantasy

Βία; Όχι

Σεξ; /Όχι

Αριθμός Λέξεων:3102

Αυτοτελής;

Σχόλια:

 

 

 

 

Από ώρα είχε σκοτεινιάσει στο ξεραμένο δάσος και τα δυο αδέλφια πλησιάζανε την μεγάλη φωτιά που έκαιγε λίγο πιο απόμερα από τις σκηνές τους . Στα χέρια τους κουβαλούσαν ξύλα για να ζεσταθούν αυτήν την κρύα νύχτα του χειμώνα, η στάχτη επί μέρες έπεφτε πυκνή από τον ουρανό ενώ ο αντίθετος άνεμος που φύσαγε δυσχέρανε το κάθε βήμα τους .Για να προστατευτούν από την τέφρα που κυλούσε από τον ουρανό προχωρούσαν έχοντας σκυμμένο το κεφάλι και μισόκλειστα τα μάτια τους . Φτάνοντας στην φωτιά έριξαν λίγα ακόμα ξύλα για να θρέψουν την φλόγα της ,ώστε να αντέξουν και οι ίδιοι από το ψύχος αυτής της κρύας νύχτας του χειμώνα. Απλώνοντας τα χέρια τους στην φωτιά ο μικρός αδελφός ήταν ο πρώτος που μίλησε, ενώ ανέμιζαν τα μακριά του τα μαλλιά.

 

«Ταξιδεύουμε είκοσι μέρες, κουράστηκα.»

 

«Το ξέρω.» είπε ο μεγάλος αδελφός ψυχρά. «Πρέπει να φτάσουμε στην κόκκινη σπηλιά , να κλέψουμε το ελιξίριο της γνώσης.»

 

«Δεν αντέχω άλλο.»

 

«Μας το επέβαλε ο πατέρας μας , θες να ατιμώσουμε τον λόγο του ;»

 

Ο μικρός αδελφός πίνοντας μια γουλιά νερό από το παγούρι του δεν μίλησε , γνωρίζοντας την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια που του έλεγε ο αδελφός του και η σιωπή του επισκίασε τα πάντα ,πόνος ,κούραση ,απόγνωση και από την άλλη το χρέος του ,το χρέος προς τον πατέρα του .Καταριόταν την ώρα και την στιγμή που εθελούσια αποδέχτηκε την αποστολή που τους όρισε και κοιτώντας την φωτιά , οι σκέψεις του μετέτρεψαν την φλόγα στην μορφή του πατέρα του , θυμίζοντας τον όρκο που του έδωσε.

 

«Παιδιά ,θέλω να σας μιλήσω.»

 

«Πες μου πατέρα» Του είπε εκείνος εκστασιασμένος , καθώς μασούσε ένα φύλο κάνναβης στο στόμα του.

 

«Ακούγονται τα τύμπανα του πολέμου, οι Αρουτ ετοιμάζονται για εισβολή.»

 

«Εικασίες , αποκλείεται , γιατί να σπάσουν την εκεχειρία…»

 

«Αμφισβητείς τον λόγο μου» του είπε εκείνος νευρικά .

 

«Όχι πατέρα, το αποκλείω .»

 

«Πίστεψε το , από τότε που τελείωσε ο πεντηκονταετείς πόλεμος και θεσπίστηκε η εκεχειρία μεταξύ των λαών μας , δεν πέρασαν ούτε δεκαπέντε χρόνια και ήρθε η καταστροφή , αρρώστησαν τα ζωντανά μας , ενώ τα σύννεφα στέρεψαν από βροχή. Οι καλλιέργειες μας ξεράθηκαν , οι αποθήκες άδειασαν , ο λαός υποφέρει, λιμοκτονεί και τώρα , έχουμε την απειλή να ξαναρχίσει ο πόλεμος γιατί όπως πεινάμε εμείς ,πεινάνε και αυτοί Γιόχαν.»

 

«Και που το βασίζεις αυτό πατέρα…»

 

«Ελάτε να σας δείξω.»

 

Ο Γιόχαν μαζί με τον αδελφό του ακολούθησε τον πατέρα του προς την μεγάλη βεράντα του πύργου τους . Κοιτάζοντας βαθιά στον ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά τους ,είδαν τα σκοτεινά βουνά που αιωρούνταν πάνω από την κατακόκκινη λίμνη , τα μισοξεραμένα δέντρα που έγερναν νυσταγμένα κάτω από τον μουντό ήλιο , ένα κοπάδι πορφυρών δράκων ,που γυρνούσε στις δρακοφωλιές τους κουρασμένο και εκείνο από το μεγάλο του ταξίδι αναζητώντας τροφή.

 

Ο Εμμανουέλ έπιασε από τον ώμο τον πατέρα του ενώ εκείνος ,σφίγγοντας το χέρι του πρωτότοκου γιου του ,με το δεξιό του χέρι σήκωσε το ραβδί του ψηλά στον αέρα φωνάζοντας «Τα μάτια σου ,δικά μου» και το κάρφωσε με δύναμη στο έδαφος . Μια λάμψη εκτινάχτηκε και ένα κάτασπρο φώς σαν κεραυνός τον δράκο χτύπησε .Πλέον με τα μάτια του δράκου ο πατέρας έβλεπε και με την νόηση του τον κατεύθυνε.

 

Ο υπνωτισμένος δράκος πετούσε πάνω από ένα άγονο, ξεραμένο τόπο, από μια καμένη γη ,μόνο βράχια αντίκριζε, παντού όλα νεκρά, χωρίς ζωή. Σε κάθε έλξη των φτερών του, τεμάχιζε τον άνεμο στα δυο .Τι και αν δεν έλεγχε το σώμα του, το σκυθρωπό βλέμμα του , η θλίψη στα μάτια του ,απεικόνιζαν την κατάντια αυτού του τόπου που τον έλεγε σπίτι του ,είδε τους καταρράκτες που πίσσα κυλούσε μέσα από τα σπλάχνα τους ,ενώ όταν ήταν μικρός μεθούσε πίνοντας το κατακόκκινο κρασί που έρεε από μέσα τους .Πετώντας πάνω από την τεράστια λίμνη, κάποτε θαύμαζε στα άλικα νερά της την ομορφιά του, τώρα μόνο η οσμή του βάλτου έπνιγε τα σωθικά του. Μην μπορώντας να ελέγξει την πτήση του ,καθώς ποτέ δεν πετούσε έχοντας τούτη την διαδρομή, είδε τις έρημες δρακοφωλιές που κάποτε ήταν ζωντανές.

 

Δράκοι γεννιόνταν μέσα σε αυτές ,τώρα όμως είναι νεκρές ,λόγο έλλειψης τροφής πέθαιναν οι δράκοι, προτού να προλάβουν να αναπαραχθούν γεννώντας νέα αυγά και ξεκληρίστηκε η γενιά τους ,μένοντας ελάχιστοι πια ,οι τελευταίοι του είδους τους, ενώ σε λίγο καιρό θα εξαλείφονταν όλοι τους .

 

Φτάνοντας πάνω από το χωριό των Αρουτ, χαμήλωσε την πτήση του , είδε τους ανθρώπους που ακόνιζαν τα όπλα τους, άλλοι έφτιαχναν βέλη για τα τόξα τους ,κάποια παιδιά ,αντί να παίζουν, να χαίρονται την νιότη τους , εκπαιδεύονταν στις τέχνες του πολέμου και αντί για παιχνίδια, κρατούσαν όπλα για να σκότωναν. Εκείνη την ώρα μοίραζαν το συσσίτιο στην πλατεία του χωριού, τους δώνανε μια φέτα ψωμί, τόσο τους αναλογούσε σε τροφή και πάλι πολλοί από αυτούς θα έμεναν νηστικοί.

 

Βλέποντας όσα ήθελε να δει, ο πατέρας άφησε από τα χέρια του το ραβδί , αυτό πέφτοντας στην γη ελευθέρωσε από τα δεσμά του τον δράκο, επιτρέποντας τον και πάλι να πετάξει προς την οικογένεια του .

 

«Είδατε» Τους είπε εμφανώς καταπονημένος ο πατέρας τους ενώ έσφιξε τους μυς του κορμιού του για να μην καταρρεύσει μπροστά στα μάτια τους.

 

«Τι θα κάνουμε πατέρα.» Tου είπε ντροπιασμένος ο Γιόχαν.

 

«Δεν ξέρω» πηγαίνοντας και πάλι προς τα ενδότερα της οικίας του.

 

«Όχι πατέρα, πρέπει να ξέρεις» Του είπε γυρνώντας απότομα προς το μέρος του, «έχεις το χάρισμα, βλέπεις ότι μπορεί να ειδωθεί, είτε πετώντας , μέσα από τα μάτια ενός δράκου, είτε έρποντας σαν φίδι στην γη ,σκέψου, θυμήσου τι έλεγαν οι αρχαίοι, πώς θα γλιτώσουμε από αυτήν την συμφορά.»

 

«Δεν μπορούμε να γλιτώσουμε γιε μου, θα μας επιτεθούν και θα μας σκοτώσουν, εκτός…»

 

«Τι πατέρα…»

 

«Όχι ,όχι είναι πολύ επικίνδυνο.»

 

«Πες πατέρα.»

 

«Υπάρχει ένας παλιός μύθος, ότι πέρα από τα βουνά και το ξεραμένο δάσος, αφού διασχίσεις την γέφυρα του θανάτου και κατευθυνθείς όλο δυτικά, θα βρεθείς σε μια κόκκινη σπηλιά που μέσα της κρύβεται το ελιξίριο της γνώσης… φοβάμαι, όχι» και βούρκωσαν τα μάτια του .

 

«Πες μου πατέρα δεν έχω ακούσει ποτέ για αυτόν τον μύθο» Είπε ο Γιόχαν πλησιάζοντας και γονατίζοντας μπροστά του.

 

«Μόνο όσοι προέρχονται από βασιλικό αίμα γνωρίζουν για αυτό το μυστικό, όπως εγώ, όπως και εσείς πλέον παιδιά μου, όποιος πει μια γουλιά από το ελιξίριο της γνώσης, θα είναι άξιος για να γνωρίζει την αιτία που προξένησε το κακό στον τόπο μας και πώς να το εξαλείψει .Η φυλή μας δεν θα κινδυνεύει μόνο αν η γη καρποφορήσει και πάλι και ο ήλιος ξαναλάμψει ψηλά στον ουρανό .Οι θεοί, μας καταράστηκαν παιδιά μου, μας εκδικήθηκαν για τον πόλεμο που επί χρόνια κάναμε, ρημάζοντας την γη που μας έθρεφε, ενώ πλέον η ιδία η γη μας ξεκλήρισε.»

 

«Θα πάω εγώ πατέρα.»Είπε γεμάτος περηφάνια ο δευτερότοκος του γιος.

 

 

 

«Όχι Εμμανουέλ όποιος τόλμησε να διαβεί την κόκκινη σπηλιά δεν ξαναγύρισε.»

 

«Θα πάω μαζί του πατέρα .»Πρόσθεσε ο Γιόχαν στο λόγο του μικρού του αδελφού.

 

«Παιδιά μου δεν μπορώ να σας στείλω εκεί, φοβάμαι αν χάσω και εσάς, τι θα μου απομείνει στην ζωή.»

 

«Πατέρα δεν το κάνουμε για σένα και εμείς ζούμε σε τούτο τον τόπο και θα πεθάνουμε σε αυτόν, αν δεν προέρθει ο θάνατος μας από τον επερχόμενο πόλεμο, από την πείνα αποκλείεται να επιζήσουμε, ε όχι λοιπόν» Ο Γιόχαν σηκώθηκε στα πόδια του διακόπτοντας για μια στιγμή τον λόγο του «ξεκινάμε αύριο το πρωί.»

 

Ένα ξύλο έσκασε μέσα στις φλόγες, ο κρότος του διέκοψε την περισυλλογή του Εμμανουέλ βλέποντας και πάλι τον αδελφό του να κάθεται δίπλα του στο ξεραμένο δάσος

 

«Χρειαζόμαστε ανάπαυση, αύριο μας περιμένει μακρύ ταξίδι.»

 

Ο Γιόχαν ,βάζοντας το χέρι του μέσα στην πανοπλία που προστάτευε το στήθος του, έβγαλε τον σημαδεμένο χάρτη, όπου ο πατέρας τους είχε σημειώσει την διαδρομή τους .

 

Πλησιάζοντας τον αδελφό του ,είπε.

 

«Είμαστε εδώ κοίτα με»εκείνος έστησε το βλέμμα του στον χάρτη . «Είμαστε στο ξεραμένο δάσος αύριο θα περάσουμε από την γέφυρα του θανάτου και μέχρι το βράδυ θα φτάσουμε στην κόκκινη σπηλιά, το ταξίδι μας τελειώνει, η γνώση μας περιμένει, πάμε να ξεκουραστούμε γιατί αύριο θα ξεκινήσουμε πριν την αυγή.»

 

Και έτσι έγινε, τα δυο αδέλφια επιστρέφοντας στις σκηνές τους ,μετά από ούτε εκατό αναπνοές εξαντλημένοι αποκοιμήθηκαν, χωρίς να αναληφθούν ένα υποχθόνιο πλάσμα, που έρποντας στην γη του παρακολουθούσε.

 

Το πρωί σαν σηκώθηκαν, μάζεψαν την πραμάτεια τους και ξεκίνησαν την μεγάλη τους διαδρομή, αφήνοντας το ξεραμένο δάσος ξοπίσω τους. Άρχισαν να ανηφορίζουν προς τις κορυφές των σιωπηρών βουνών ,όπου εκεί , τι και αν κουνούσαν τα χείλη τους ,μιλιά δεν έβγαινε μέσα από τα σπλάχνα τους, οι ήχοι χανόντουσαν στον τόπο αυτόν προτού καν να προλάβουν να δημιουργηθούν. Οι δυο οδοιπόροι μην μπορώντας να μιλήσουν, επικοινωνούσαν μόνο με τα μάτια και τις κινήσεις των σωμάτων τους και όλο περπατούσαν. Διασχίζοντας με ένα στενό δύσβατο μονοπάτι το βουνό, βλέποντας την άβυσσο που απλωνόταν κάτω από τα πόδια τους, με κόπο περπατούσαν, λαχανιασμένα ανέπνεαν, καθώς το οξυγόνο λιγόστευε και ο ιδρώτας σαν ποτάμι έρεε από τα πρόσωπα τους . Τότε , μετά από ένα πέρασμα ξυστά από τα βράχια ,άξαφνα σταμάτησαν κοιτώντας την γέφυρα του θανάτου μπροστά τους .

 

Η γέφυρα δεν ήταν φτιαγμένη ούτε από ξύλο, μήτε από μέταλλο, παρά μόνο από τέσσερα κατακόρυφα σχοινιά που οι άκρες τους χανόταν μέσα στον ουρανό, τότε τα δυο αδέλφια ξεκίνησαν να γυμνώνονται από τις πανοπλίες τους , κατανοώντας ότι με τα πόδια τους δεν θα διέσχιζαν τούτη την γέφυρα, παρά μόνο με την δύναμη των χεριών τους θα την προσπερνούσαν. Ο Γιόχαν , αφήνοντας με θλίψη το ξίφος του στην γη οπισθοχώρησε δυο τρία βήματα, ανέπνευσε βαθιά και έτρεξε τινάζοντας κατά εμπρός το κορμί του , φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού πήδηξε και από το πρώτο σχοινί αγκιστρώθηκε, εκείνο ταλαντεύτηκε ,γερά το έσφιξε φτάνοντας το σχοινί στην μέγιστη τροχιά του και πάλι πήδηξε, σφίγγοντας και το δεύτερο μέσα στα χέρια του ,με την ορμή που έδωσε με το σώμα του το σχοινί αιωρούταν, έπρεπε να βιαστεί, να προλάβει να πηδήξει, προτού καταλαγιάσει η τροχιά του και εγκλωβιστεί εκεί. Ο αδελφός του με κομμένη την ανάσα τον έβλεπε, που και πάλι στον αέρα βρέθηκε «ααα…» αναφώνησε βλέποντας τον να γλιστράει να κατρακυλάει ,να πέφτει, μην μπορώντας να στηριχτεί και τότε τεντώνοντας την παλάμη του χεριού του είπε… «κοιμήσου» και τον χρόνο τριγύρω του κοίμισε ταχύτατα, στο σχοινί που ακόμα ταλαντευόταν πήδηξε και άλλη έλξη και άλλη ώθηση, φτάνοντας στον αδελφό του, λυγίζοντας το σώμα του, με το αριστερό του χέρι, στον αέρα τον άρπαξε, ενώ με το δεξιό του πιάνοντας το τελευταίο σχοινί «ξύπνα» φώναξε, προστάζοντας τον χρόνο να κυλήσει, εκείνος σαν ξύπνησε, κινήθηκε ταχύτατα ,ώστε να αναπληρώσει τις στιγμές που έχασε και με την φόρα που είχαν τα δυο παιδιά, τα ώθησε να φτάσουν μια ώρα ταχύτερα στην απέναντι πλευρά.

 

«Θυσίασες την δύναμη σου για μένα» Του είπε λαχανιασμένα ο μεγάλος αδελφός.

 

«Σε ποιον να την πρόσφερα, άμα δεν το έκανα για σένα Γιόχαν.»

 

«Ναι ,αλλά για είκοσι μέρες δεν θα μπορείς να την ξανά χρησιμοποιήσεις ,αν σου συμβεί κάτι στο γυρισμό.»

 

«Αδελφέ θα σε έχανα, το καταλαβαίνεις.» Του είπε οργισμένος, «τι είπαμε στον πατέρα μας ,μαζί θα φύγουμε και μόνο μαζί θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας, τι να την κάνω την δύναμη μου, αν δεν έχω εσένα στην ζωή μου .»

 

Ο Γιόχαν χαμηλώνοντας το βλέμμα, κρύβοντας τα βουρκωμένα μάτια του, κατανοούσε πόσο με τα χρόνια είχαν αποξενωθεί με τον αδελφό του .Ίσως ήταν η διεκδίκηση του θρόνου στο βασίλειο τους ,η να οφειλόταν ακόμα και στην ζήλια του, στην ντροπή του, που μόνο εκείνος από την οικογένεια του δεν είχε αναπτύξει κάποια ικανότητα που όριζε την φυλή τους, για αυτό ήθελε να συνοδέψει τον αδελφό του στο μεγάλο του ταξίδι, όχι για να τον βοηθήσει, πίνοντας εκείνος το ελιξίριο της γνώσης, να μην ένιωθε άλλο παρείσακτος στην οικογένεια του και τον ίδιο τον λαό του.

 

Μην προσπαθώντας άλλο να κρυφτεί, σηκώθηκε στα πόδια του κι έτρεξε προς το μέρος του ,τον αγκάλιασε λέγοντας του με κομπιάζουσα φωνή…

 

«Σε ευχαριστώ αδελφέ.»

 

Εκείνος φιλώντας τον στο μάγουλο του είπε ψιθυρίζοντας στο αυτί του.

 

«Σ΄αγαπώ Γιόχαν.»

 

Τα αδέλφια κοιταχτήκαν, πλέον οι φωνές τους είχαν την δύναμη της αγάπης και την αφήναν να ακουστεί και τα δάκρυα τους έγιναν γέλια, η συγκίνηση τους έγινε χαρά νιώθοντας και πάλι δεμένη οικογένεια, δυο ξένοι που ήταν αδέλφια ξεκίνησαν αυτόν το μακρινό προορισμό, όμως σαν οικογένεια θα ξανά επέστρεφαν στο σπίτι τους .

 

«Εμμανουέλ φτάνουμε, πέρα από εκείνους του βράχους μας περιμένει η κόκκινη σπηλιά και όλα τα βάσανα μας τερματίζουνε εκεί.»

 

Εκείνος γνεύοντας καταφατικά, κοίταξε με απλανές βλέμμα τον ορίζοντα καθώς γνώριζε ότι, θα έπρεπε δίχως την προστασία των όπλων τους ,μήτε έχοντας την προφύλαξη από τις πανοπλίες τους ,να συνεχίσουν άοπλοι το υπόλοιπο ταξίδι τους χωρίς να ξέρει τι άλλα εμπόδια θα συναντούσαν στο διάβα τους.

 

Καταλαγιάζοντας τις σκέψεις του , δίχως φόβο ξεκίνησε αποφασιστικά να προχωρά κρατώντας μόνο τον αδελφό του αγκαλιά, νιώθοντας όμως δίπλα του άπλετη σιγουριά.

 

Έγινε βράδυ πέφτοντας το σκοτάδι από τον ουρανό κοίμισε την νεκρή φύση τριγύρω του, νύσταξε τους δυο οδοιπόρους που προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο τους και τότε είδαν το κόκκινο φώς που αντανακλούσε στον σκοτεινό βράχο και αφυπνιστήκαν οι αισθήσεις τους ,φτάνοντας επιτέλους στον προορισμό τους ,σαν είδαν την σπηλιά έτρεξαν, σαν την έφτασαν όμως κοκάλωσαν με το θέαμα που αντίκρισαν.

 

Αυτό που έβλεπαν δεν ήταν σπηλιά παρά μια τεράστια τρύπα που κατέληγε στα έγκατα της γης ενώ το κοκκινωπό φώς που τους φώτιζε πήγαζε από την λαβα που κόχλαζε στα σωθικά της. Τα τοιχώματα της ήταν λεία ,δεν υπήρχε κάποιο εξόγκωμα στην επιφάνεια της για να πατήσουν ,να στηριχτούν και να καταρριχηθούν μέσα της και μείνανε άπραγοι, μην ξέροντας το πώς να συνεχίσουν την πορεία τους. Τι θα λέγαν στον πατέρα τους ,πώς θα δικαιολογούσαν την αποτυχία τους ,πώς θα αντίκριζαν τον λαό τους, γνωρίζοντας βαθιά μέσα τους ότι, όλα τα δεινά που θα υπέφεραν θα μπορούσαν να τα αποτρέψουν και μείναμε βουβοί, τι και αν πλέον είχαν μιλιά, αλλά με τι λόγια να μιλήσουν.

 

«Είναι αδύνατο να προχωρήσουμε.» Του είπε ο Εμμανουέλ.

 

Ο Γιόχαν δεν μίλησε.

 

 

 

«Τι θα κάνουμε…»

 

«Άκου.» Του είπε ο Γιόχαν ,ενώ τραβώντας τον από τον χέρι τον παρέσυρε προς τις σκιές ,έσκυψαν, κρύφτηκαν και τότε είδαν μια τεράστια αράχνη, ραγίζοντας την γη κάτω από τα πόδια της, να πηγαίνει προς το στόμιο της σπηλιάς και αφήνοντας σε μια άκρη τον ιστό της καταρριχηθικε στο κενό. Τότε τα δυο αδέλφια τρέχοντας την ακολούθησαν και πιάνοντας τον ιστό της, τυλίγοντας τα πόδια τους τριγύρω του βούτηξαν στην άβυσσο και όλο κατέβαιναν , η ζέστη τους έπνιγε, την αναπνοή τους έφραζε, έβλεπαν τους πίδακες της λάβας που εκρηγνονταν και όλο έπεφταν, ακλουθώντας την αράχνη χάραζαν και οι ίδιοι την δικιά τους διαδρομή, φτάνοντας επιτέλους στον πάτο της σπηλιάς.

 

Η αράχνη κινήθηκε προς την φωλιά της και τα δυο αδέλφια περπατώντας πάνω στην πυρακτωμένη πέτρα που εκτείνονταν περιμετρικά της λάβας κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, αναζητώντας το ελιξίριο της γνώσης.

 

Βλέποντας ένα άνοιγμα στα τοιχώματα της πέτρας, μέσα του εισχώρησαν, μην αντιλαμβάνοντες ότι το μοχθηρό πλάσμα που τους καταδίωκε από το ξεκίνημα αυτής τους της αποστολής, έφτασε και εκείνο κατερχόμενο από τον ιστό της αράχνης στο πάτο της σπηλιάς και οσμίζοντας τα ίχνη τους, τους ακολούθησε.

 

Τα δυο αδέλφια αντίκρισαν έναν καταρράκτη που έσταζε κατακόκκινο νέκταρ μέσα από τα σωθικά του, θυμίζοντας τους, το πώς ήταν κάποτε ο τόπος τους και το πώς κατάντησε πλέον στο σήμερα . Από μπροστά του είχε εκατοντάδες κανάτια, αλλά ήταν χρυσά, αλλά σμαραγδένια, κάποια έλαμπαν στολισμένα από διαμάντια. Τα αδέλφια πλησιάζοντας το κατανόησαν ότι αυτή ήταν η τελευταία δοκιμασία που θα έπρεπε να προσπελάσουν, έπρεπε να επιλέξουν σωστά, πίνοντας από το ορθό κανάτι το νέκταρ του καταρράκτη, αποδεικνύοντας τον ,ότι είναι άξιοι να διαχειριστούν την γνώση που θα τους προσφέρει.

 

Ο Γιόχαν πήρε στα χέρια του ένα ξύλινο κανάτι, που ήταν το πιο πενιχρό από όλα που έβλεπε μπροστά του, ο αδελφός πέφτοντας πάνω του έφραξε τον δρόμο του, είσαι σίγουρος, του είπε, εκείνος τον παραμέρισε λέγοντας χωρίς να τον κοιτά.

 

«Την γνώση πρέπει να την διαχειρίζεσαι συνετά» και τότε με τα χέρια του βουτώντας τα μέσα στο κρασί γεύτηκε το άρωμα του .

 

Σαν ήπιε, ο καταρράκτης μέσα από την ροή του ξεπρόβαλε εικόνες από τον παρελθόν τους, είδαν το πατέρας τους καθούμενος πάνω στον θρόνο του, έχοντας τον Εμμανουέλ στην αγκαλιά του να προσεύχεται στους Θεούς λέγοντας τους.

 

«Τελειώστε τον πόλεμο και ως αντάλλαγμα σας προσφέρω τον δευτερότοκο μου γιο.» Οι θεοί τον άκουσαν, αλλά αυτός δεν τήρησε την υπόσχεση του και καταράστηκαν όλη την γενιά τους.

 

Τότε ο καταρράκτης έδειξε ένα μνήμα, δείχνοντας μια επιγραφή, το όνομα του Εμμανουέλ αναγραφόταν εκεί.

 

«Όχι .»ούρλιαξε ο Γιόχαν

 

Άκουσαν θόρυβο, τα αδέλφια γυρνώντας κατά πίσω τους, είδαν μια τεράστια κόμπρα να τους πλησιάζει, προς τον Εμμανουέλ να σέρνεται, εκείνος έτρεξε, ο Γιόχαν πήδηξε πάνω της , αυτή κουνώντας το κορμί της, από πάνω της τον πέταξε. «Κρύψου.» φώναζε ο Γιόχαν, ο Εμμανουέλ όμως δεν τον άκουσε, κλείνοντας τα μάτια, μπροστά στην κόμπρα στάθηκε, μόνο αν πέθαινε ο λαός του θα γλύτωνε."Τρέξε"ο Γιόχαν ούρλιαξε και τότε η αράχνη μέσα στην σπηλιά εισέβαλε, βλέποντας την κόμπρα της όρμισε, η κόμπρα έκανε να την δαγκώσει όμως δεν τα κατάφερε. Η αράχνη, τυλίγοντας τον ιστό της τριγύρω της την έπνιγε, η κόμπρα ταλαντευόταν. Ο Γιόχαν, τρέχοντας έπεσε πάνω στον αδελφό του να τον προστάτευε, η αράχνη όλο γυρνούσε γύρο από την κόμπρα και όλο ύφαινε και όλο έσφιγγε, ωσότου την έπνιξε και το άψυχο κουφάρι του κορμιού της, στην γη κατέρρευσε. Τα παιδιά κοιτώντας την, είδαν μια λάμψη να κατακλίνει το σώμα της και η κόμπρα να εξαφανίζεται, ενώ στην θέση της το άψυχο κορμί του πατέρα τους να εμφανίζεται, εκείνος με την όραση του την έλεγχε και εκείνη στον θάνατο, μαζί της τον παρέσυρε.

 

Καθώς απομακρύνθηκε η αράχνη τα αδέλφια έτρεξαν προς τον πατέρα τους, ο Γιόχαν μέσα στα χέρια του τον έσφιξε ,χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τότε τον άκουσε να του λέει παρότι ήταν νεκρός.

 

« Συγγνώμη δεν το ξέρα.»

 

-«Πατέρα γιατί το έκανες.»

 

-«Για να τελειώσει ο πόλεμος γιε μου, έταξα τον Εμμανουέλ στους θεούς αλλά μετά δεν μπόρεσα να τους τον προσφέρω.»

 

«Γιατί μας ακολούθησες πατέρα.»

 

«Γιε μου δεν πίστευα ότι εγώ έφταιξα για την συμφορά που μας βρήκε.»

 

«Και για αυτό μας επιτέθηκες» Του είπε εκείνος αηδιασμένος, αφήνοντας τον από τα χέρια του, για να ολοκληρώσεις το έργο σου.

 

Από τότε η φωνή του πατέρα τους δεν ξανακούστηκε, συνοδεύοντας το πνεύμα του στον κόσμο των νεκρών .

 

Τα δυο αδέλφια, σηκωθήκαν παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.

 

Βγαίνοντας από την σπηλιά είδαν τον ήλιο να ανατέλλει ξανά και κάποια δέντρα να πρασινίζουν, καλωσορίζοντας έτσι την λάμψη του στους ουρανούς, τα μάγια πλέον λύθηκαν εφόσον πέθανε ο πατέρας τους και ξεκίνησαν τα αδέλφια παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, βλέποντας την φύση και πάλι να ανθίζει, μετά από χρόνια πολλά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

<br style=""> <br style="">

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

Νίκο, αυτό είναι το πρώτο κείμενό σου που διαβάζω. Διαπίστωσα μερικά γραμματικά λάθη, αλλά αυτά εύκολα θα τα διορθώσεις. Η ιδέα μου άρεσε, η κρυφή αιτία της καταστροφής, που έκανε την εμφάνισή της και στο τέλος, και ηρωικά κατατροπώθηκε. Στην πραγματικότητα δεν είμαι ο καταλληλότερος για σχόλια πάνω σε ένα διήγημα ηρωικής φαντασίας, διότι ποτέ μου δεν τα διάβαζα. Νομίζω οτι έχεις μια καλή κορύφωση.

 

Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι οτι η σύνταξή σου σε πολλά σημεία μοιάζει περισσότερο με την ελευθερία της ποίησης, και όχι τόσο με την πεζογραφία. Αυτό μπορεί να είναι και θετικό, αλλά προσωπικά μου φάνηκε υπερβολικό στην επανάληψή του.

 

Γενικά το κείμενο μου άφησε αρκετά θετική εντύπωση, για κάποιον που δεν ξέρει παρά ελάχιστα απο το είδος (νομίζω οτι έχω διαβάσει μόνο το hobbit απο αυτό το είδος). Μάχες, ήρωες, τέρατα, μαγεία, όλα υπήρχαν. Αν θες μια συμβουλή θα σου πρότεινα να επιχειρήσεις να γράψεις και κάτι με ένα μεγαλύτερο βάθος στις ιδέες, διότι στις περιγραφές τα καταφέρνεις ικανοποιητικά. Απλώς κατά την δική μου γνώμη δεν υπήρχε τόσο έντονο κάποιο κέντρο του ενδιαφέροντος που θα έδινε στην ιστορία σου μεγαλύτερη βαρύτητα.

 

Αυτά για την ώρα, σου εύχομαι καλή επιτυχία :)

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ φίλος αλλά είμαι εκτός διαγωνισμού, δεν πρόλαβα να το ποστάρω.,για 20 λεπτά ήμουν εκτός χρόνου. Σε ευχαριστώ και καλή επιτυχία στους συμμετέχοντες

<br style=""> <br style="">

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιστορία, γραμμένη με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που μας είχε συνηθίσει στους προηγούμενους διαγωνισμούς, αν και μερικές φορές σού ξέφευγε και τον επανέφερες :lol: Σίγουρα, αυτός ο τρόπος αναδεικνύει περισσότερο την ιστορία κι έκανες πολύ καλά που αποφάσισες να γράψεις έτσι.

 

Είχε καλή ροή, μυστήριο και δράση, αν και θα μπορούσες να βάλεις περισσότερα εμπόδια στο δρόμο των ηρώων σου. Είχε και κάτι από Ιντιάνα Τζόουνς :)

Κάτι είχα ψυλλιαστεί πως ο βασιλιάς κάποια κουτσουκέλα είχε κάνει, γι' αυτό και τους παρακολουθούσε, αλλά ήταν καλή η αποκάλυψη στο τέλος. Αν μας είχες προϊδεάσει με κάποιον τρόπο νωρίτερα, θα ήταν ακόμη καλύτερη.

 

Κρίμα που δεν κατάφερες να προλάβεις τη διορία του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για το σχόλιο σου Άγγελε, όντος ήταν έως και πολύ Ιντιάνα το τέλος, αλλά έτρεχα και δεν έφτανα να προλάβω την προθεσμία και είχα στερέψει από ιδέες. Όσο για τον τρόπο γραφής είχα μια εσωτερική πάλη με τον εαυτό μου, προσπάθησα όσο μπορούσα να το γράψω σωστά μπας και γλιτώσω το βάθρο αλλά τελικά το γλύτωσα έτσι και αλλιώς.

 

Δεν ξέρω αν συμβαίνει μόνο με σε εμένα αυτό αλλά κάθε φορά, αν πω να γράψω κάτι το γραφώ και με διαφορετικό τρόπο δηλαδή όπως έγραψα την πρώτη ιστορία τώρα δεν μπορώ να την ξαναγράψω, όπως έγραψα την δεύτερη δεν μπορώ να ξαναγράψω την τρίτη και ούτω κάθε εξης …

 

Πώς όταν έχεις κέφια κάνεις καλαμπούρια με την παρέα σου και όταν δεν έχεις στέκεσαι βουβός, ένα τέτοιο πράγμα.

 

Δεν είναι ηθελημένο, περά φυσικά της ατέλειωτης προσπάθειας μου να την γράψω σωστά, που με στοίχησε και τον εικοσάλεπτο αποκλεισμό μου, αλλά έτσι μου βγαίνει. Η θεραπεία έχει ακόμα δρόμο …

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλή ιδέα. Διάβασα τη ιστορία στα μπαμ. Ήταν καλά γραμμένη. Υπήρχε δράση, μυστήριο και αρκετά καλή κορύφωση. Αυτή είναι η δεύτερη ιστορία σου που διαβάζω και οφείλω να πω ότι είναι μια καλή ιδέα, αξιόλογοι παρουσίαση και υπάρχουν και χαρακτήρες που κρύβουν μια ιστορία. Αυτό που με χάλασε λιγάκι ήταν η σκηνή με το ξύλινο κύπελλο και το υγρό, δεν την χρειαζόσουν αυτή την σκηνή. Αυτό φυσικά είναι η γνώμη μου, μπορεί και να κάνω λάθος…

Edited by anysias
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε, όπως επίσης χαίρομαι που δεν σου άρεσε η σκηνή με το ξύλινο κύπελλο, γιατί ήταν λίγο concept αλλά Steven Spielberg το όλο σκηνικό Και όχι made in NIKANTHI.

 

Βεβαίως επειδή γραφώ πάντα αυθόρμητα, χωρίς καταστρωμένα πλανά και σχεδία στο μυαλό μου έφτασα σε εκείνη την σκηνή και κόλλησα απίστευτα μόνο το έργο σκεφτόμουνα, τίποτα άλλο δεν μου ερχόταν στο να γράψω και ενδώσα στον πειρασμό, να κλέψω λίγο από την δόξα του Steven Spielberg προσθέτοντας λίγο χολιγουντιανό αέρα στο διήγημα μου.

 

Πάντα με την ελπίδα να μην διαβάσει το διήγημα μου :book: και μου ζητήσει πνευματικά δικαιώματα

 

Εφόσον σου άρεσε όλο το διήγημα πλην αυτού του σκέλους του με χαροποιεί ακόμα περισσότερο, αν σου άρεζε μονό αυτή η σκηνή ε τότε θα είχα πρόβλημα.

 

 

Ευχαριστώ . Βασίλη για το σχόλιο σου.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μια ερώτηση σε όσους διάβασαν την ιστορία μου, καταλάβατε στο τέλος ότι η ικανότητα του Γιόχαν ήταν να μιλά με τους νεκρούς; επειδή δεν το γραφώ θα ήθελα να μάθω αν το καταλάβατε; αν έγινε αντιληπτό;

 

Ο πατέρας του είχε το χάρισμα της ενόρασης.

 

Ο αδελφός του ήταν προικισμένος με το να ελέγχει το χρόνο.

 

Ο Γιόχαν να μιλά με τους νεκρούς. έγινε όμως αντιληπτo; η θα έπρεπε να το γράψω η έστω να το επεξηγήσω ακόμα περισσότερο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

 

Καθώς απομακρύνθηκε η αράχνη τα αδέλφια έτρεξαν προς τον πατέρα τους, ο Γιόχαν μέσα στα χέρια του τον έσφιξε ,χαϊδεύοντας τα μαλλιά του τότε τον άκουσε να του λέει παρότι ήταν νεκρός.

 

Νομίζω ότι είναι σχετικά προφανές, αλλά δεν θα έβλαπτε να το ξεκαθάριζες λίγο περισσότερο. Πχ, έτσι μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι ήταν απλά το υποσυνείδητο του Γιόχαν.

Link to comment
Share on other sites

νομίζω θα πρέπει να το ξεκαθαρίσεις πιο πολύ....

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μια ερώτηση σε όσους διάβασαν την ιστορία μου, καταλάβατε στο τέλος ότι η ικανότητα του Γιόχαν ήταν να μιλά με τους νεκρούς; επειδή δεν το γραφώ θα ήθελα να μάθω αν το καταλάβατε; αν έγινε αντιληπτό;

 

 

Δεν θα έλεγα ότι σε μένα έγινε αντιληπτό αυτό επειδή παραπάνω λέει ότι αισθάνθηκε τύψεις επειδή

[...],η να οφειλόταν ακόμα και στην ζήλια του, στην ντροπή του, που μόνο εκείνος από την οικογένεια του δεν είχε αναπτύξει κάποια ικανότητα που όριζε την φυλή τους,[...]

Απ' αυτό εγώ κατάλαβα ότι θα έπρεπε να έχει κι αυτός κάποια ικανότητα αλλά δεν είχε.

Έτσι φαντάστηκα ότι ο πατέρας μιλούσε αν και νεκρός επειδή έπρεπε να δώσει κάποιες εξηγήσεις πριν φύγει για το επέκεινα.

Link to comment
Share on other sites

Την επόμενη φορά θα το γράψω και δεν θα αφήσω τίποτα στο να μην διευκρινιστεί , ποιος ο λόγος αλώστε για αυτό που διαβάσατε να δημιουργώ αναπάντητα ερωτήματα .

 

 

 

Σας ευχαριστώ για της διευκρινήσεις σας

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

-Κατανοώ ότι ίσως σε πίεζε ο χρόνος. Δεν έμεινα και πολύ ευχαριστημένος από το Ελιξίριο της Γνώσης. Υπήρχαν πολλά λάθη που με πέταγαν συνεχώς έξω.

 

 

-Δεν κατάλαβα καλά τι έγινε.

Ποιόν λόγο έχει ο πατέρας να τους στείλει στη σπηλιά; Αφού αν πιούν το ελιξίριο θα μάθουν την αιτία του κακού που έπεσε στον τόπο και θα μάθουν πως να διορθώσουν τα πράγματα (δηλαδή θα μάθουν ότι φταίει ο πατέρας τους κι ότι ο Εμμάνουελ πρέπει να πεθάνει). Επίσης, αν ο πατέρας είναι τόσο κακός που δεν μασάει να την πέσει στο γιο του, τότε γιατί ήταν ανάγκη να τον στείλει στη σπηλιά; Γιατί δεν έχει ξεμπερδέψει μαζί του τόσο καιρό;

 

 

-Έρχονται κάπως απότομα/εύκολα κάποια πράγματα στην ιστορία

(πχ η αποκάλυψη ότι ο Εμμανουέλ μπορεί να παγώνει το χρόνο, η αράχνη εμφανίζεται και τις δυο φορές πάνω στην ώρα).

 

 

-Κάποιες ανακολουθίες δεν βοήθησαν.

Πχ στα σιωπηρά βουνά, με το που περνούν τη γέφυρα μιλάνε κανονικά - στην αρχή ο πατέρας βλέπει μέσα από τα μάτια του δράκου και μετά ρωτάει τα παιδιά του: ''Είδατε;'' - υποτίθεται ότι η κατάρα θα λυθεί με το θάνατο του Εμμανουέλ, αλλά τελικά λύνεται με το θάνατο του πατέρα.

 

 

 

-Αντιμετώπησα σοβαρό πρόβλημα με τις θέσεις των κομμάτων και τις ελάχιστες τελείες.

-Ωραία πάντως η ιδέα με τα σιωπηρά βουνά.

-Το σημείο με τη γέφυρα από σκοινιά είναι ωραίο, καλή έμπνευση. Νομίζω το αδικεί η εκτέλεση (270 λέξεις 3εις τελείες).

-Πάλι δεν με βοήθησε το στυλ της γραφής με τις λέξεις σε άλλη σειρά (που εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά από τη μέση κι όσο πηγαίναμε προς το τέλος).

Link to comment
Share on other sites

Καλή είναι, διαβάζεται. Έχει τα προβληματάκια της όμως, κυρίως στη χρήση της γλώσσας. Αν πάρουμε πχ το

 

«Πες μου πατέρα» Του είπε εκείνος εκστασιασμένος , καθώς μασούσε ένα φύλο κάνναβης στο στόμα του.

 

Μήπως αντί για "εκστασιασμένος θα ταίριαζε κάτι σαν "με δέος"; Το "στο στόμα του" περιττεύει, πού αλλού θα μασούσε το φύλλο δηλαδή;

 

χωρίς να αναληφθούν ένα υποχθόνιο πλάσμα, που έρποντας στην γη του παρακολουθούσε.

 

Υποχθόνιο θα πει "κάτω από τη γη", δεν κολάει καλά με το "έρποντας πάνω στη γη". Ακόμα κι αν ενοείς υποχθόνιο από άποψη χαρακτήρα, και πάλι δεν είναι από τις καλύτερες επιλογές.

 

Το πρωί σαν σηκώθηκαν, μάζεψαν την πραμάτεια τους και ξεκίνησαν την μεγάλη τους διαδρομή

 

Πραμάτεια έχουν οι πραματευτάδες. Οι ήρωες σε κουέστ, όχι.

 

 

Άλλο σοβαρό μειονέκτημα, είναι οι κλεμμένες ιδέες. Δεν είναι κακό το "θυμίζει", αλλά το να παίρνεις ολόκληρες σκηνές από ταινίες είναι φάουλ.

Ακόμα:

 

«Δεν μπορούμε να γλιτώσουμε γιε μου, θα μας επιτεθούν και θα μας σκοτώσουν, εκτός…»

 

«Τι πατέρα…»

 

«Όχι ,όχι είναι πολύ επικίνδυνο.»

 

«Πες πατέρα.»

 

Εντελώς προσωπική μου άποψη (και είμαι διατεθιμένη να την υποστηρίξω σθεναρά) είναι ότι η συγκεκριμένη στιχομυθία θα είχε θέση μόνο σε κάποια παρωδία. Το αυτό ισχύει και για την

 

γέφυρα του θανάτου

 

 

 

 

Υπήρχαν πολλά πράγματα που μ' άρεσαν. Σε πολλά σημεία ήταν σα να βλέπω μπροστά μου την παραμυθού της φυλής να διηγείται χειρονομώντας. Ιδίως κάτι

 

Η γέφυρα δεν ήταν φτιαγμένη ούτε από ξύλο, μήτε από μέταλλο, παρά μόνο από τέσσερα κατακόρυφα σχοινιά
Αυτό που έβλεπαν δεν ήταν σπηλιά παρά μια τεράστια τρύπα

 

είναι πολύ συνηθισμένα στα παραμύθια και τραγούδια.

 

Ένα έξτρα μπράβο για τη σχέση των δύο αδελφών.

 

Γενικά, θα έλεγα μή βιάζεσαι. Γράψε κάτι, άσ'το να σιτέψει μερικούς μήνες και ξανακοίταξέ το. Μη χρησιμοποιείς λέξεις που δεν είσαι 100% σίγουρος τί σημαίνουν και πώς χρησιμοποιούνται.

Link to comment
Share on other sites

Σε όλα συμφωνώ εκτός από κάποιες περιπτώσεις .

 

 

 

 

 

-Δεν κατάλαβα καλά τι έγινε.

Ποιόν λόγο έχει ο πατέρας να τους στείλει στη σπηλιά; Αφού αν πιούν το ελιξίριο θα μάθουν την αιτία του κακού που έπεσε στον τόπο και θα μάθουν πως να διορθώσουν τα πράγματα (δηλαδή θα μάθουν ότι φταίει ο πατέρας τους κι ότι ο Εμμάνουελ πρέπει να πεθάνει). Επίσης, αν ο πατέρας είναι τόσο κακός που δεν μασάει να την πέσει στο γιο του, τότε γιατί ήταν ανάγκη να τον στείλει στη σπηλιά; Γιατί δεν έχει ξεμπερδέψει μαζί του τόσο καιρό;

 

 

Ο βασιλείας δεν ήταν σίγουρος ότι οφειλόταν στο ίδιο η σύμφορα του τόπου του. Για αυτό και έστειλε τα δυο παιδιά του. Εντάξει ουδείς αλάθητος ακόμα και σε φανταστικά διηγήματα.

 

 

 

-Κάποιες ανακολουθίες δεν βοήθησαν.

- στην αρχή ο πατέρας βλέπει μέσα από τα μάτια του δράκου και μετά ρωτάει τα παιδιά του: ''Είδατε;'' - υποτίθεται ότι η κατάρα θα λυθεί με το θάνατο του Εμμανουέλ, αλλά τελικά λύνεται με το θάνατο του πατέρα.

 

Επειδή είχαν σωματική επαφή με τον βασιλεία, ήθελα να πω ότι τους μετέδωσε την όραση του.

 

Όσον αφορά την κατάρα . Η συμφωνία έγινε μεταξύ του βασιλεία και τον θεών. Εφόσον πεθάνει ο ένας εκ τον δυο γιατί να μην λυθεί και η συμφωνία, συνήθως έτσι γίνεται, εντάξει είναι σίγουρα βολικό αλλά συμβαίνει κιόλας.

 

 

 

 

«Δεν μπορούμε να γλιτώσουμε γιε μου, θα μας επιτεθούν και θα μας σκοτώσουν, εκτός…»

«Τι πατέρα…»

 

«Όχι ,όχι είναι πολύ επικίνδυνο.»

 

«Πες πατέρα.»

 

Εντελώς προσωπική μου άποψη (και είμαι διατεθιμένη να την υποστηρίξω σθεναρά) είναι ότι η συγκεκριμένη στιχομυθία θα είχε θέση μόνο σε κάποια παρωδία. Το αυτό ισχύει και για την

 

γέφυρα του θανάτου

 

Δεν το καταλαβαίνω γιατί είναι παρωδία επειδή τρενάρεται η συνομιλία τον πρωταγωνιστών δεν το θεωρώ λάθος .

 

 

 

Ευχαριστώ και τους δυο , που διαβάζατε και σχολιάσατε το διήγημα μου.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..