GeoVa Posted May 26, 2011 Share Posted May 26, 2011 Είδος: Φαντασία/Επιστημονική Φαντασία Βία: Λίγη Σέξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2.085 Αυτοτελής: ΟΧΙ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) Σχόλια: Τα 'Χρόνια' δεν είναι σα τα χρόνια (το έτος). Πχ. Μόρια, όχι Μόρία (είναι και δύσκολο να το γράψω!) Απολαύστε. Ο Άρχοντας των Θαλασσών ΜΕΡΟΣ 2 – Στο δρόμο προς το Χωριό του Καλού Ο Φέροξ και ο Βερεκούνδιος, ο Άνθρωπος και ο Καλικάτζαρος, όταν έφυγαν από την Αφετηρία, πήγαν και χώθηκαν μέσα σ’ ένα μεγάλο, πυκνό δάσος, όπου και χάθηκαν εκεί μέσα. Τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά και μακριά, που ούτε το φεγγάρι δε μπορούσε να φανεί ˙ βέβαια, τη στιγμή που περπατούσαν αυτοί οι δυο, το φεγγάρι είχε ήδη εξαφανιστεί απ’ αυτούς, και γενικά από αυτό το μέρος του Μακρινού και Απομακρυσμένου Νησιού, μιας και το έκρυβε το Βουνό, το Βουνό που θα πήγαιναν εκεί τώρα. Διέσχιζαν, για ένα ολόκληρο δεκάλεπτο, μια ατελείωτη ευθεία, ένα μονότονο χωματένιο μονοπάτι. Ο Βερεκούνδιος δε τόλμησε να βγάλει λέξη απ’ το στόμα του, ενώ ο Φέροξ είχε πολλά ερωτήματα στο μυαλό του. Αφότου τελείωσαν αυτό το μονότονο μονοπάτι, ο Βερεκούνδιος έβγαλε ένα μικρό φωνήεντο από το στόμα του, αλλά διακόπηκε από τον άντρα. (Τώρα το μονοπάτι είχε γίνει ανηφορικό.) «Ε…» είπε αμήχανα ο Βερεκούνδιος. «Τι θες, Βερεκούνδιε, ε, σωστά δε το ‘πα;» είπε ο Φέροξ. «Ναι, ναι, Βερεκούνδιε, Εκλεκτέ––» «Μη με ξαναπείς έτσι!» φώναξε ο Άνθρωπος με δυνατή φωνή. «Το όνομά μου είναι Φέροξ. Κι ας είμαι Βασιλιάς, δε μ’ αρέσει να με λένε Εκλεκτό. Άκου, εκεί, Εκλεκτός. Ω, Εκλεκτέ μου!» ειρωνεύτηκε. «Μάλιστα», έκανε ο Βερεκούνδιος, κι έβρισε τον εαυτό του. «Φτάνουμε;» ρώτησε ο Φέροξ βαριεστημένα. «Από τώρα, χα, χα!» γέλασε ο Καλικάτζαρος. «Με ειρωνεύτηκες; Ειρωνεύτηκες έναν Βασιλιά;» ψιθύρισε εξοργισμένα. «Κι ας είσαι Βασιλιάς, εδώ πέρα δεν είσαι ούτε Βασιλιάς ούτε Πρίγκιπας!» τον αποστόμωσε ο Καλικάτζαρος. «Καλά…» είπε. «Συγγνώμη που σου ‘βαλα τις φωνές. Είμαι κουρασμένος, απλώς». «Δε με πειράζει καθόλου», χαμογέλασε. Όταν ανέβηκαν το μακρύ μονοπάτι, ένα σταυροδρόμι υπήρχε εκεί: αν πήγαινε κάποιος αριστερά, θα βρισκόταν σε αδιέξοδο (εκεί ήταν μια μικρή λιμνούλα μ’ έναν καταρράκτη)˙ αν πήγαινε κάποιος δεξιά, θα συναντούσε την Αρχαία Βιβλιοθήκη˙ αν πήγαινε κάποιος ευθεία, θα μπορούσε να δει το Χωριό του Καλού να βρίσκεται τοποθετημένο σ’ ένα μέρος της πλαγιάς του Βουνού (είχαν μεγάλο δρόμο ακόμα), ενώ πιο πάνω βρισκόταν χτισμένος ο Πύργος των Φωτεινών, ή ο Λαμπερός Πύργος˙ (αν κάποιος πήγαινε πίσω, θα συνάνταγε τον Φέροξ και τον Βερεκούνδιο)! «Να, να το! Εκεί, ευθεία! Το βλέπεις;» είπε ο Βερεκούνδιος, δείχνοντας με το χέρι του, ενώ έκανε μικρά άλματα. «Ναι!» έκανε ο Φέροξ μ’ έναν αλλιώτικο τόνο: του άρεσε. Αλλά αυτός δεν έβλεπε το Χωριό. «Βερεκούνδιε», είπε, «αυτός ο πύργος τι και ποιανού είναι;» «Ο πύργος αυτός, που λέγεται και Λαμπερός Πύργος, ανήκει στο δικό μας Βασιλιά. Ένα άλλο όνομά του είναι ο Πύργος των Φωτεινών, αλλά αντιστοιχεί μόνο σ’ έναν Φωτεινό: τον Βασιλιά μας». «Τι είναι οι Φωτεινοί;» ρώτησε ο άντρας γεμάτος απορία. «Σαν τους δεις, θα καταλάβεις!» είπε ο Καλικάτζαρος. Φάνηκε χαρούμενος που τον ρώτησε. Στη συνέχεια, είχαν ήδη διασχίσει αρκετά μέτρα. Όμως, δεν έπαψαν να περπατούν αυτό το μονότονο, όλο ευθεία, μονοπάτι: το σταυροδρόμι το είχαν περάσει εδώ και πολύ ώρα. Το φεγγάρι, θα είχε, προφανώς, εξαφανιστεί και από την άλλη πλευρά του Βουνού, ενώ ο ουρανός γινόταν όλο και πιο καθαρός. Όπως περπατούσαν συζητώντας, ξαφνικά ο Βερεκούνδιος έβγαλε μια κραυγή κι έσπρωξε τον άντρα, ρίχνοντάς τον κάτω. Όταν αισθάνθηκε αυτό που περίμενε, το πρόσωπό του είχε αλλάξει: είχε ανάμικτα συναισθήματα, γι’ αυτό και το πρόσωπό του έπαιρνε διαφορετικά χρώματα. «Τρελάθηκες, Βερεκούνδιε;» φώναξε ο Φέροξ που τον έριξε χάμω. «Σστ!» είπε εκείνος. «Είναι Κατάσκοπος!» του ψιθύρισε. «Πού; Δε βλέπω τίποτα, εγώ, πάντως». «Προσπάθησε να τον νιώσεις να περιφέρεται ανάμεσά μας», τον συμβούλευσε. Έτσι, ο άντρας έκλεισε τα μάτια του. Αισθανόταν κάτι το παράξενο˙ το περίεργο˙ σα να έβλεπε το δάσος με μάτια ανοιχτά˙ μόνο που τα μάτια του ήταν κλειστά. «Τον ένιωσες;» τον ρώτησε ο Βερεκούνδιος. Ο άντρας, σαν μίλησε ο Καλικάτζαρος, τρόμαξε και άνοιξε τα μάτια του. Είχε ζαλιστεί. «Ναι», είπε τέλος. «Και τι κάνουμε τώρα;» Ο Καλικάτζαρος αγνόησε τον άντρα. Στη συνέχεια, λέγοντας δυο στιχάκια, ένα τρομερό σπαθί εμφανίστηκε μαγικώς στο χέρι του: κι ήταν τώρα έτοιμος να του επιτεθεί. Έκλεισε τα μάτια του, για να τον νιώσει περισσότερο. Προσπάθησε να δει ποιος και τι ήταν. Και, βέβαια, αυτό χρειαζόταν απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Ο Φέροξ, πεσμένος ξανά κάτω, μετά τη ζάλη που ‘νιωσε, πήγε να μιλήσει αλλά δε μπόρεσε. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν ο Καλικάτζαρος, χωρίς να ακουμπήσει τίποτα, οδήγησε τα χέρια του Φέροξ να πάνε στο στόμα του, έτσι ώστε να μη βγάλει άχνα. Ο Κατάσκοπος, όπως τον ένιωσε ο Βερεκούνδιος, ήταν πια εκτός μάχης: η χαμηλή αυτοσυγκέντρωση να παραμείνει αόρατος είχε νικηθεί από έναν μικρό, κοντό Καλικάτζαρο. Και να σου, ξαφνικά, μια Σκιά απ’ το πουθενά! Έπεσε καταγής, ζαλισμένη, σαν τον Άνθρωπο. Κρατώντας το μυτερό σπαθί, ο Βερεκούνδιος, προσπαθώντας, χτυπά στον αέρα, με σκοπό να τον φοβίσει. Η Σκιά, όμως, δε καταλάβαινε τίποτα: ούτε έβλεπε ούτε άκουγε ούτε αισθανόταν πού βρίσκεται. Ύστερα (ο ήλιος είχε εμφανιστεί ήδη), ο Βερεκούνδιος κάρφωσε το μεγάλο, μυτερό σπαθί στο σώμα της Σκιάς. Αντί για αίμα, που κάποιοι από σας μπορεί να πιστεύατε, το μόνο που πέταξε έξω απ’ το σώμα της ήταν Σκοτεινή Ύλη, που πέταξε στην ατμόσφαιρα. Μια αόρατη ύλη, που στην ουσία είναι σωματίδιο, περιπλανήθηκε σ’ όλο τον ουρανό, αλλά σιγά-σιγά θα έφτανε στο προορισμό της. Του Φέροξ τα χέρια λύθηκαν. Μπορούσε να μιλήσει, επιτέλους! Προς το παρόν, όμως, δεν είπε κουβέντα. Ο αέρας δυνάμωσε, και το θρόισμα των φύλλων των δέντρων του δάσους, τον έκαναν να ξεχάσει αυτό που ήθελε να πει. «Πάμε;» πρότεινε ο Καλικάτζαρος. «Ν… Ναι», αυτό μόνο μπορούσε να πει. Παρατηρώντας τη Σκιά, που είχε πια τελείως διαλυθεί, ο Άνθρωπος και ο Καλικάτζαρος συνέχισαν το δρόμο τους. Δεξιά τους υπήρχε μια ταμπέλα, που έλεγε «Χωριό του Καλού – 10 χιλιόμετρα». «Βερεκούνδιε, τι είναι τα “χιλιόμετρα”;» ρωτά όλος απορία. «Και, τώρα που άρχισα τις ερωτήσεις, έχω κι άλλες, μετά όμως». «Χιλιόμετρα είναι τα χίλια μέτρα. Μέτρα είναι η μονάδα μέτρησης του μήκους. Εμείς, έτσι μετράμε το μήκος». «Μέτρο, δηλαδή;» ρωτά με γουρλωμένα τα μάτια. «Εκατό εκατοστά». «Δηλαδή;» Ο Βερεκούνδιος κατσούφιασε, και περπάτησε ένα μέτρο. «Να!» είπε. «Αυτό είναι ένα μέτρο». «Ωραία. Σ’ ευχαριστώ!» είπε. «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, τώρα;» «Ναι». «Αφού ο δρόμος μάς έχει πάρει τόσες ώρες, εσύ πώς πρόλαβες να με γλιτώσεις απ’ τη Σκιά;» «Αα!... Εγώ είμαι διαφορετικό ον από εσάς τους Ανθρώπους», είπε σα να διδάσκει μάθημα. «Εμείς, οι Καλικάτζαροι, αλλά και οι Φωτεινοί και τα Ξωτικά, μπορούμε να διακτινιζόμαστε από μέρος σε μέρος. Εκτός, βέβαια, αν δε παραβιάζουμε το Όριο». «Όριο;» «Ο χωρισμός της Αφετηρίας στη μέση – εσύ πάταγες το Όριο του Πρώτου Άρχοντα, της Απόλυτης Σκιάς, και γι’ αυτό η Σκιά σε βρήκε… όχι που δε θα σ’ έβρισκε δηλαδή. Ο Σκοτεινός Άρχοντας μπορεί να τα βλέπει όλα! Όλα!» Με το που ο Φέροξ σκέφτηκε κάτι αστραπιαία, άλλαξε το θέμα της συζήτησης: το πήγε πίσω. «Συγγνώμη, ρε Βερεκούνδιε, αλλά δε γίνεται να διακτινιστούμε οι δυο μαζί; Ήμουν που ήμουν ταλαιπωρημένος, τώρα πια έχω εξαντληθεί, κι ας με βλέπεις δυναμικό. Κατά βάθος, εξαντλημένος και στεναχωρημένος είμαι. Πάλι καλά, να λες, που ήρθες εσύ εδώ και τα ξέχασα προσωρινώς. Ε… για λέγε λοιπόν!» «Όχι, δε γίνεται, δυστυχώς. Γίνεται, εφόσον ενωθούν Καλικάτζαρος με Καλικάτζαρος, Φωτεινός με Φωτεινό, και Ξωτικό με Ξωτικό». «Εντάξει», είπε αλλά δε του άρεσε. *** Οι ώρες περνούσαν γρήγορα, ο ήλιος είχε φτάσει στο κέντρο του ουρανού. Και, επιτέλους, είχανε φτάσει! Μέσα σε δυο ώρες είχαν περπατήσει μόνο δέκα χιλιόμετρα, μιας και τα ανεβοκατεβάσματα ήταν αρκετά. Αφήστε που ο Φέροξ που, ενώ περπάταγε χωρίς να κοιτά και λίγο το έδαφος, σκόνταψε σ’ έναν βράχο που, στο τέλος, αυτός ο βράχος ήταν τελικά μια μικρή τρύπα κι, έτσι, ένα μικρό μέρος του ποδιού του είχε σφηνωθεί εκεί μέσα. Ένα άλλο σημαντικό περιστατικό που συνέβη ήταν ότι μια Σκιά-Κατάσκοπος είχε εμφανιστεί λίγο έξω απ’ τις Πύλες του Χωριού, παρέμενε όμως μακριά απ’ αυτές. Κι ας μη φαινόταν μες στον ήλιο, ο Βερεκούνδιος την εντόπισε και, με το μυτερό σπαθί, τής έδωσε μια ξεγυρισμένη, ενώ, στο τέλος, μετατράπηκε σε Σκοτεινή Ύλη, όπως όλες οι Σκιές. Παρ’ όλο που είχαν διάφορες περιπετειούλες, φτάσανε σώοι και υγιείς στο Χωριό, αλλά, πριν ανοίξουν την επιβλητική πύλη, σταμάτησαν λίγο, και ο Βερεκούνδιος είπε ένα μυστικό στον Φέροξ. «Ξέρεις, εδώ, Φέροξ, είναι λίγο πριν την είσοδο στο Χωριό. Εδώ πέρα, δε γίνεται να περάσει καμία Σκιά. Ωστόσο, μερικές φορές, σπάνιες όμως, μπορούν να περάσουν, εφόσον καταστρέψουν το ξόρκι προστασίας που ‘χουμε κάνει Για ακολούθησέ με, λίγο, σε παρακαλώ», του είπε μονορούφι. Ο Φέροξ τον ακολούθησε. Παράτησαν την πύλη κι ο Βερεκούνδιος έστριψε δεξιά, σ’ έναν θάμνο. Τον πήδηξαν μ’ ένα άλμα (ήταν κοντός) και, ξαφνικά, όλα σκοτείνιασαν. Οι Καλικάτζαροι και τα Ξωτικά είχαν σκάψει μια μεγάλη τρύπα, αρκετά βαθιά τρύπα, που έπαιρνε γύρω στα δέκα δευτερόλεπτα να φτάσει κανείς στο τελειωμό της. Σαν έφτασαν εκεί κάτω φώτα δεν είχε, φυσικά, και, έτσι, το μέρος φάνταζε τρομακτικό. Βρομούσε, κιόλας. Ο χώρος αυτός είχε μικρό εμβαδόν, και γι’ αυτό ο Άνθρωπος έπεσε πάνω στο Καλικάτζαρο. Κάνοντας διάφορους σπινθήρες, ο Βερεκούνδιος μπόρεσε να βρει πού ήταν η μικρή σιδερένια πόρτα, η οποία έμοιαζε με πόρτα φυλακής. «Μπες μέσα», του ψιθύρισε καθώς τη πόρτα αφού έβγαλε από τη τσέπη του τα κλειδιά. «Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε κατάπληκτος ο Φέροξ. «Τούτο το μέρος», εξήγησε παίρνοντας το ύφος του δασκάλου, «είναι το Εργαστήριό μας. Περιλαμβάνει πολλά επιστημονικά πράγματα. Τα είχε φτιάξει ο Μέγας ο Σοφός, που τώρα τον λένε Σοφό Γέροντα. Είναι Άνθρωπος, σαν κι εσένα. Είχε έρθει πριν από αρκετά χρόνια: ακόμα κι αυτός, ένας σοφός, δεν έλυσε το μεγάλο μυστήριο της εμφάνισής του στο Μεγάλο και Απομακρυσμένο Νησί: μας έλεγε πως δε θυμόταν τίποτα. Αυτός ήταν, επίσης, που είπε τη προφητεία με τον Εκλεκ… – Ε, εσένα, αυτό ήθελα να πω… του Βασιλιά, που αν κι εδώ δεν είσαι!» σταμάτησε όμως. Ο Φέροξ τον κοίταζε με μισό μάτι. «Συνέχισε», του είπε με σταυρωμένα τα χέρια. «Ναι, μάλιστα. Α, ναι, λοιπόν, τώρα, ο Σοφός Γέροντας βρίσκεται φυλακισμένος στον Σκοτεινό Πύργο του Πρώτου Άρχοντα, ή του Άρχοντα των Θαλασσών… Ας μπούμε στο βασικό θέμα, όμως, να παρατήσουμε τις διάφορες αναδρομές: Πήγαινε στο βάθος αυτού του μπουντρουμιού, και μπες μέσα σ’ ένα θάλαμο που υπάρχει εκεί πέρα. Εγώ δε θα σ’ ακολουθήσω. Μόνος σου θα πας. Μετά θα ‘μαι εγώ». Ο Φέροξ πήγε και μπήκε μες στο θάλαμο. Με γυάλινο τζάμι, σαν ντουζιέρα φαινόταν. Έκλεισε το τζάμι, και παραξενεύτηκε, όταν είδε πόσα πολλά κουμπιά υπήρχαν στο καντράν της μηχανής αυτής. «Φέροξ, αφού πατήσεις τα κουμπιά που θα σου πω, θα μείνεις ακίνητος, για να ξεκινήσει η διαδικασία, εντάξει;» «Ναι!» «Ωραία. Πάτα το κουμπί “Μεταφορά Πίσω” και, αφού το πατήσεις, διάλεξε από κάτω “Πέντε Ώρες”, εντάξει;» «Ναι, μισό λεπτό», είπε κι όλα έσβησαν. Ξαφνικά, η μηχανή έκανε ένα θόρυβο, όμοιο με το τσαφ-τσουφ των τρένων, κι όλα έσβησαν για τον Φέροξ. Το μυαλό του είχε αδειάσει προσωρινός τελείως, και το μόνο που έβλεπε, ακόμα και με κλειστά τα μάτια, ήταν ρολόγια... ρολόγια παντού, να γυρνάνε πέντε ώρες πίσω. Αφού τελείωσαν όλα, ο Φέροξ βγήκε από το θάλαμο, και ρώτησε το Καλικάτζαρο: «Τι ήταν αυτό;» φώναξε ζαλισμένος. «Ωχ, δεν αντέχω, το κεφάλι μου» είπε κι είχε δίκιο: σα τρενάκι του λούνα παρκ (ναι, αυτά τα γρήγορα) ήταν αυτή η περιστροφή των ρολογιών. «Αργότερα θα το συνηθίσεις!» τον καθησύχασε. «Κάτσε να μπω κι εγώ, και θα στα εξηγήσω όλα». Μετά από ένα λεπτό, πέντε όμως ώρες πίσω για εκείνους, ο Βερεκούνδιος γύρισε. «Για ‘λεγε», του είπε ο Φέροξ. Ήταν εντυπωσιασμένος μ’ όλα είχε δει σ’ αυτό το νησί. «Ε… κάτσε να δεις πώς μας το ‘λεγε ο Μέγας ο Σοφός… Α, ναι! Λοιπόν, αυτή είναι μία Χρονομηχανή. Πάει πίσω τον Χρόνο αλλά όχι και τον Χώρο. Παράγει αντί-ύλη, το “ανάποδο” των διαφόρων σωματιδίων μας και, έτσι, αντιστρέφει τα Χρόνια, τα σωματίδια του Χρόνου, που βρίσκονται…» αλλά δε συνέχισε. «Συγγνώμη, Βερεκούνδιε, αλλά με μπέρδεψες!» του είπε. «Σάμπως τα ξέρω κι εγώ όλα αυτά που μου ‘πες μόλις τώρα! Το ότι πάει το Χρόνο πίσω, και όχι το Χώρο, ναι, αυτό το κατάλαβα, αλλά τη συνέχεια δε την κατάλαβα καθόλου». «Πολύ καλά, τότε!» «Και τώρα», τον ρώτησε. «Τώρα είναι η ώρα να πάμε στο Χωριό, επιτέλους!» είπε χαρούμενα. «Ναι! Ανυπομονώ να το δω. Δε φαντάζεσαι πόσο θέλω! Και τον Πύργο, κι όλα!» Ο Βερεκούνδιος χαμογέλασε, σα να μη συμβαίνει τίποτα. «Όμως», είπε ο Φέροξ, «πώς θα ανεβούμε πάνω;» «Αμάν, κι εσύ! Γεμάτο απορίες είσαι, Φέροξ, χωρίς παρεξήγηση». «Δε με ενοχλεί – Και σαφώς είμαι, αν θες να ξέρεις, με απορίες, αφού έχουν συμβεί όλα τα παράδοξα!» Έτσι, σαν βγήκαν από το Εργαστήριο, ο Βερεκούνδιος, μ’ ένα «κλικ» που έκαναν τα δάχτυλά του, τσουπ! ένα σκοινί εμφανίστηκε. Ο Φέροξ τον ρώτησε άμα μπορούσε να κάνει πάντα τέτοιου είδους μαγικά, αλλά του απάντησε αρνητικά. Μέσα σε δυο λεπτά οι δυο, ο Άνθρωπος και ο Καλικάτζαρος, βρίσκονταν πάνω… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted September 8, 2011 Share Posted September 8, 2011 Γιώργο το δεύτερο μέρος της ιστορίας σου παρουσίαζε έναν πολύ μυστηριώδη κι ωραίο κόσμο. Φαίνεται ότι έχεις αρκετές ωραίες ιδέες στο κεφάλι σου. Ωστόσο χρειάζεται αρκετή δουλειά... Υπήρχαν πολλά τεχνικά λαθάκια, κάποια σημεία που η ιστορία κάνει κενά και ολόκληρα κομμάτια που δεν είναι σωστά γραμμένα. Πρέπει να το περάσεις μερικές καλές διορθώσεις πιστεύω. Ορίστε και, το γνωστό πια, αρχείο με τις προτάσεις μου: ο άρχοντας των θαλασσών-μέρος 2.doc Συνέχισε την προσπάθεια, η δουλειά δε σταματάει στο γράψιμο, αυτό είναι το εύκολο! Η διόρθωση είναι που θέλει τον πολύ ιδρώτα!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.