Jump to content

Το Χειρόγραφο της Αλιέρ


Recommended Posts

[Είναι το «καταραμένο» μου μυθιστόρημα. Το νανορίμο του 2008 που δεν κατάφερα να τελειώσω. Για ένα χρόνο παρέμενε μισό, με κάθε διάθεση και έμπνευση να το συνεχίσω εξαφανισμένη. Το έστειλα να το διαβάσουν τρεις φίλοι, μέλη του φόρουμ, για σχόλια και απόψεις που ίσως θα βοηθούσαν. Έλαβα απάντηση από τον έναν: «Τώρα το τυπώνω, θα καθίσω να το διαβάσω Σ/Κ και θα έχεις αμέσως σημειώσεις.» Αυτό ήταν και το τελευταίο που άκουσα από το άτομο όσον αφορά το γραπτό μου, που ήταν και ο μοναδικός που απάντησε. Ένα χρόνο μετά, κατάφερα να το τελειώσω. Το χτένισα, το σουλούπωσα όσο μπορούσα, και ήρθα σε επαφή, ξανά, με έναν από τους τρεις, όχι αυτόν που μου είχε απαντήσει τότε. Με προτροπή του, το έστειλα attached σε pm. Για μήνες ήταν number of downloads: 0. Μόνο όταν γκρίνιαξα το κατέβασε επιτέλους, κάπου δύο μήνες πριν περίπου. Δεν έχω άλλα νέα από εκεί. Το έστειλα και σε άλλο άτομο, φίλο και μέλος που μπαίνει σπάνια στο φόρουμ. Ξεκίνησε να το διαβάζει, ήρθε ένα σχόλιο, και μετά ησυχία. Όταν δεν άντεξα και ρώτησα, προσωπικά τρεχάματα τον εμπόδισαν στην ανάγνωση. Δεν το πίεσα άλλο το ζήτημα.

 

Και όλο αυτό γιατί όποτε κάποιος ευλογημένος από σας εκδίδει ένα βιβλίο, σας βλέπω να ευχαριστείτε τον τάδε ή τον δείνα που διάβαζε το πόνημα σας όταν ήταν ακόμα χειρόγραφο και βοήθησε τόσο με τα σχόλια του. Μα που τους βρίσκετε;!

 

Τώρα το χτενίζω πάλι μόνος μου, και μόλις το τελειώσω θα το στείλω σε εκδοτικό αμέσως. Καταραμένο ή όχι, δεν μου μένει άλλος δρόμος.

 

Εδώ σας έχω ένα spoiler απόσπασμα 8.150 λέξεων, το οποίο θα το ποστάρω σε καθημερινές συνέχειες. Τιμήστε το, αν έτσι θέλετε. Ευχαριστώ.]

 

post-1004-0-82077300-1307265836_thumb.jpg

 

1.

 

Ο Γιώργος Καπάτσης δεν μεγάλωσε με παραμύθια. Έχασε τους γονείς του όταν ήταν πολύ μικρός. Ο θείος του κάθε άλλο παρά με στοργή τον ανέθρεψε. Μέσα όμως από εκείνη την σκληρότητα, και την μοναξιά, αποτραβηγμένος στον δικό του κόσμο, εκείνον της θάλασσας και των άστρων, ο Γιώργος Καπάτσης ο ψαράς, βρήκε τον δικό του μύθο. Μια γοργόνα ξεπήδησε από το κεφάλι του και έκτοτε δεν έπαψε να την αναζητά.

 

Έβγαινε με την βάρκα του, την «Γοργόνα», να ψαρεύει τα βράδια. Ήταν καλοκαίρι, οι παραλίες και η θάλασσα της Ικαρίας είχαν και την νυχτερινή τους βαβούρα, τουλάχιστο δεν συγκρινόταν με την φασαρία της ημέρας. Ήξερε τα νερά καλά, τα ρεύματα που τον ευνοούσαν κι εκείνα που τον δυσκόλευαν, και είχε καθιερώσει το σημείο του στα ανοικτά, το σημείο που έσβηνε τη μηχανή και έριχνε τα δίχτυα του. Αφημένος στα κύματα, το μάτι στον φάρο του Πάπα, ήξερε ανά πάσα στιγμή την απόσταση του από την ακτή και πόσο χρόνο είχε πριν βάλει πάλι μπρος. Μετρούσε τα λεπτά με τους χτύπους της καρδιάς του.

 

Το συγκεκριμένο βράδυ που ξεκινάει αυτό το παραμύθι, ο Γιώργος Καπάτσης ο ψαράς έφτασε στο σημείο του, έσβησε την μηχανή του, αλλά δεν έριξε τα δίχτυα του. Δεν είχε διάθεση για ψάρεμα απόψε. Άναψε το τσιγάρο του και κάθισε να αγναντεύει το φως της Σελήνης. Έψαχνε να δει εικόνες στα λαμπυρίσματα που άστραφταν στο μαύρο κύμα και να αφουγκραστεί ιστορίες στους παφλασμούς του. Πότε-πότε κοίταζε και ψηλά προς τα άστρα, που έλαμπαν καθησυχαστικά μέσα στο βλέμμα του. Μια νύμφη του νησιού είχε ταράξει τον κόσμο του.

 

«Γιατί δεν μας πας ποτέ μια βαρκάδα Γιώργο;»

Η Κατερίνα του Κουντουρά, με την Μαρία κλασσικά στο πλευρό της. Αυτό όμως ήταν από τα παλιά. Φίλες από μικρές, αδελφές κάργιες, δεν έχαναν την ευκαιρία να τον κοροϊδεύουν από τότε που τις θυμόταν. Στα δεκαπέντε τους είχαν βάψει και οι δύο τα μαλλιά τους ξανθά και ξεκίνησαν να ξεσαλώνουν στα πειράγματα με τα αγόρια του νησιού. Δεν την γλίτωσε ούτε εκείνος, χωρίς ακριβώς να ευνοείται η θέση του.

«Ο Γιώργος είναι σοβαρό παιδί Κατερίνα» είχε συμπληρώσει η Μαρία μειδιώντας.

«Κι εμείς τι είμαστε; Γελοίες;»

Καθόταν στην βάρκα του θείου του, δεκαέξι χρονών ντερέκι, και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο νετάρισμα των διχτύων του. Με την άκρη του ματιού του έβλεπε στην άλλη πλευρά της προβλήτας τον Στάθη Τσάλα και την παρέα του να χαχανίζουν. Τα κορίτσια έδιναν παράσταση για εκείνο το ακροατήριο.

«Ε Γιώργο; Δεν σου αρέσουμε;» έκανε με νάζι η Κατερίνα.

 

Εκείνο το πρωί του Ιουνίου όμως, της μέρας που ξεκινάει το παραμύθι μας, η Κατερίνα του Κουντουρά δεν του είχε πει κουβέντα. Είχαν περάσει μόλις πέντε χρόνια από το πείραγμα στην αποβάθρα. Η Κατερίνα είχε επιστρέψει στην Ικαρία για να περάσει το καλοκαίρι στους γονείς της. Ο σύζυγος της είχε μείνει στην Αθήνα, θα ερχόταν κι εκείνος τον επόμενο μήνα. Την είδε να περπατάει στο λιμάνι με το μωρό της αγκαλιά. Τον είχε κοιτάξει σοβαρή, σαν κυρία, του έγνεψε ένα γεια με ένα αδιόρατο χαμόγελο. Και η επώδυνη ηρεμία του Γιώργου ταράχτηκε σημαντικά από εκείνο το νεύμα. Ποιος ήταν ο άντρας που είχε τιθασέψει το κορίτσι και το είχε μεταμορφώσει τόσο; Θα μπορούσε να το είχε κατορθώσει ποτέ ο ίδιος; Τώρα δεν θα το μάθαινε ποτέ. Θα περίμενε ακόμα την γοργόνα του, εκείνη που για χάρη του θα απαρνιόταν την θάλασσα και θα αποκτούσε ποδαράκια που μάτωναν στα χαλίκια.

 

Έξω στο πελαγίσιο του μονοπάτι, κοίταζε τη μαύρη θάλασσα και τα άστρα, φοβούμενος να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Ο χρόνος έτρεχε και τον προσπερνούσε, τον άφηνε μακριά πίσω. Το παράπονο του ήταν βαρύ, τον πονούσε. Δεν υπήρχε μια μερίδα έρωτα και για τον ίδιο σε αυτό το αχανές σύμπαν; Σε άγνοια του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η απάντηση που λαχταρούσε ορμούσε φλεγόμενη στην ατμόσφαιρα του πλανήτη με στόχο το Ικάριο πέλαγος.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

2.

 

Ξαπλωμένος στην πλώρη αγνάντευε τον έναστρο θόλο, φυσώντας τον καπνό του. Απόψε δεν τον ένοιαζε που θα τον έστελνε το κύμα. Οπουδήποτε θα ήταν προτιμότερο. Ήξερε και φοβόταν πως αν γυρνούσε πίσω, αν έδενε την βάρκα του στο σημείο που την έδενε κάθε βράδυ, αν ανέβαινε την πλαγιά όπως την ανέβαινε κάθε βράδυ, αν έμπαινε στο ίδιο σπίτι, πετούσε τα κλειδιά του στο ίδιο τραπεζάκι και καθόταν στον ίδιο καναπέ, όπως κάθε βράδυ, αν αυτή η νύχτα τέλειωνε όπως είχαν τελειώσει τόσες άλλες, τότε η ζωή του δεν θα άλλαζε ποτέ. Ποτέ. Θα πέθαινε μόνος. Χωρίς κανέναν οίκτο από τους θεούς.

 

Πλημμύρησαν τα μάτια του και τρεμόπαιξαν όλα τα άστρα ταυτόχρονα. Ένα αεράκι φύσηξε στο πρόσωπο του και έστειλε τα δάκρυα στα μάγουλα του. Ανακάθισε και σκουπίστηκε όταν άκουσε το σφύριγμα. Τρόμαξε, αναλογιζόμενος την πιθανότητα να βρέθηκε με την βάρκα του πάνω στη ρότα κάποιου πλοίου. Τινάχτηκε όρθιος και κοίταξε αναστατωμένος το σκοτάδι. Δεν πρόσεξε τίποτα ύποπτο αλλά το σφύριγμα συνέχισε. Ήρθε άλλο ένα χάδι στις τρίχες της κεφαλής του και κοίταξε ψηλά. Είδε ένα από τα άστρα να τρεμουλιάζει και να μεγαλώνει στον βραδινό ουρανό. Αργότερα δεν θα θυμόταν το γιατί, δεν το κατάλαβε που το έπραττε, γονάτισε στο κέντρο της βάρκας του και κρατήθηκε από τους σκαρμούς. Ένα ουράνιο σώμα, τυλιγμένο στη φωτιά, στροβιλιζόταν και σφύριζε με καθοδική πορεία προς το μέρος του. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι παρόμοιο. Εκείνη την στιγμή ήταν ένα ζωάκι των αγρών που είχε ξεμυτίσει στην σκοτεινή άσφαλτο και είχε μαρμαρώσει στους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Και όσο πιο μεγάλη γινόταν εκείνη η πυρακτωμένη μάζα τόσο μεγάλωνε μέσα του και το δέος. Άκουσε έναν κρότο και δέχτηκε ταυτόχρονα το ράπισμα έντονης θερμότητας. Ο ουρανός έγινε στιγμιαία κόκκινος και ο Γιώργος κουλουριάστηκε αμέσως στον πάτο της βάρκας του.

 

Ακολούθησε ένας τρομερός παφλασμός, ίδιος με έκρηξη, και ένιωσε την βάρκα του να ανυψώνεται στην πλάτη τεράστιων κυμάτων. Μόνο από καθαρή τύχη δεν αναποδογύρισε. Στο βίαιο όμως σκαμπανέβασμα χτύπησε το πρόσωπο του στην κουπαστή και κόπηκε κάτω από το δεξί του μάτι. Προσπαθώντας να σταθεί όρθιος και να μαζέψει τα κουπιά του, κοκάλωσε στη θέα της θάλασσας που κόχλαζε γύρω του. Μια τεράστια, κυκλική πηγή φωτός γλιστρούσε κόκκινη κάτω από την επιφάνεια του νερού, κάτω από τη βάρκα του. Μέχρι να σκύψει να κοιτάξει καλύτερα, το φως έσβησε και βρέθηκε πάλι στο ίδιο σκοτάδι. Όχι όμως ακριβώς ίδιο. Το νερό είχε γεμίσει δίνες και υπήρχε μια έντονη μυρωδιά καμένου. Τι ήταν αυτό; Αεροπλάνο; Κοίταξε προς τον ορίζοντα στα δεξιά του και είδε τα φώτα από τις ακτές της Ικαρίας. Θα έπρεπε να είχαν δει την πτώση από εκεί. Έβγαλε από το ταπούκιο έναν φακό και σάρωσε τα νερά γύρω του ψάχνοντας για υπολείμματα στο νερό. Δεν έπλεε ούτε σκουπιδάκι, ούτε πρόσεξε την ύποπτη γυαλάδα χυμένων καυσίμων. Έμεινε για λίγο σαστισμένος προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη κάποιο συμπέρασμα. Τότε άκουσε στο σκοτάδι αριστερά του έναν παφλασμό και μια απελπισμένη γυναικεία κραυγή.

 

Οι αισθήσεις του πήραν φωτιά. Άρχισε να ψάχνει με την δέσμη του φακού του το πανικόβλητο πλατσούρισμα.

«Που είσαι;! Εδώ! Εδώ!» φώναξε.

Του απάντησε μια άναρθρη, γυναικεία φωνή. Στο τέλος διέκρινε μια κίνηση σε αρκετή απόσταση από την βάρκα. Φαινόταν αχνά ένα κεφάλι που πάσχιζε να μείνει στην επιφάνεια.

«Κάνε κράτη! Έρχομαι!»

Κάθισε κάτω και με την πλάτη του στον στόχο άρχισε να κωπηλατεί με δύναμη. Στα δέκα τραβήγματα κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να δει όταν άκουσε τον γδούπο πάνω στην βάρκα. Αμέσως είδε χέρια να αρπάζουν το σκαρί του και να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν. Γονάτισε και έσκυψε στο πλάι φτάνοντας να πιάσει τον ναυαγό από τις μασχάλες και να τον τραβήξει μέσα στη βάρκα. Όπως το είχε φανταστεί, ο ναυαγός ήταν γυναίκα. Μια μικροκαμωμένη κοπέλα με τα μαλλιά της κολλημένα στο πρόσωπο της. Φορούσε κάτι που έμοιαζε με λευκή φανέλα και ένα σχισμένο παντελόνι. Ήταν ξυπόλητη. Τουρτούριζε και επαναλάμβανε κάποιες λέξεις που του ήταν άγνωστες.

«Ηρέμισε…Ηρέμισε! Τα κατάφερες! Υπάρχει κανείς άλλος;»

Ή της ήταν αδύνατο να τον ακούσει ή δεν τον καταλάβαινε. Της φώτισε το πρόσωπο και παραμέρισε τα μαλλιά από το μέτωπο της. Αντίκρισε ένα χαμένο, πανικόβλητο βλέμμα. Η κοπέλα ήταν σε κατάσταση σοκ. Μπορούσε να ακούσει τα δόντια της να χτυπούν. Την ξάπλωσε στα δίχτυα και βγάζοντας το σακάκι του τη σκέπασε μ’ αυτό. Στάθηκε πάλι όρθιος και φώτισε τα νερά.

«Άλλος κανείς;! Υπάρχει κανείς;!»

Η θάλασσα δεν του είχε απόκριση. Τράβηξε το σχοινί της μανιβέλας και ξεκινώντας την μηχανή του κάθισε στο τιμόνι της πρύμνης. Θα επέστρεφε στον μόλο του και από εκεί θα την πήγαινε με το φορτηγάκι του στο ιατρείο στο Καρκινάγρι. Θα ήξεραν τι να κάνουν εκεί. Θα την φρόντιζαν καλά. Η ναυαγός παρέμενε ήσυχη και κάθε τόσο ο Γιώργος άφηνε το τιμόνι για να δει αν ήταν ακόμα ζωντανή. Είχε τα μάτια της κλειστά και δεν αποκρινόταν στο κάλεσμα του, συνέχιζε όμως να τουρτουρίζει βίαια.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

3.

 

Έσβησε την μηχανή την τελευταία στιγμή και άφησε την βάρκα να συρθεί πάνω στην μικρή γωνιά ακτής που έδενε κάθε μέρα. Τύλιξε την κοπέλα με το σακάκι του και ετοιμάστηκε να την μεταφέρει πάνω στην πλαγιά προς τον δρόμο. Η δράση του κόπηκε απότομα από το πιο περίεργο θέαμα. Ένα γαλάζιο φως αναδυόταν από το χέρι της. Στην αρχή νόμισε πως εκείνη κρατούσε κάποιον φακό ή ένα από αυτά τα φωτάκια συναγερμού που ανάβουν οι ναυαγοί στα μισά του ωκεανού, για να εντοπίζονται από απόσταση. Και τα δύο της χέρια ήταν άδεια. Ήταν το δεξί της χέρι που φεγγοβολούσε. Το ίδιο της το δέρμα είχε γίνει σχεδόν ημιδιάφανο, και πίσω από ένα πλέγμα από φλέβες έλαμπε ένας γαλάζιος ήλιος. Ένιωσε ένα μεταλλικό βραχιόλι στον καρπό της, το οποίο έμεινε αμετακίνητο στο τράβηγμα του. Το πρόσωπο της φωσφόριζε απόκοσμα στο σκοτάδι. Την άφησε πίσω στα δίχτυα και την κοίταξε μαρμαρωμένος. Τι ακριβώς είχε συμβεί αυτό το βράδυ; Ποια ήταν αυτή η ξένη που είχε στα χέρια του; Γιατί ήταν σίγουρος πως ήταν ξένη. Και δεν ήταν σίγουρος για τίποτα άλλο. Φαντάστηκε τις ερωτήσεις που θα δεχόταν μόλις θα έφτανε στο ιατρείο. Κι αν τους έλεγε αυτά που υποψιαζόταν, θα επιβεβαίωνε τις γνώμες που είχαν οι μισοί συντοπίτες για το άτομο του. Η κοπέλα δεν ήταν τραυματισμένη. Είχε πάθει σοκ. Θα μπορούσε να δει πρώτα τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος για εκείνη. Και αυτή την απόφαση πήρε εκείνο το βράδυ, στον μοναχικό του μόλο.

 

Την κουβάλησε στο φορτηγάκι του και την ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού με τα γόνατα της λυγισμένα. Το σπίτι του ψαρά δεν ήταν μακριά από εκεί. Αθέατο σε μια βουνοπλαγιά, χτισμένο μέσα σε έναν βράχο, το σπίτι του ήταν ένα από τα αντιπειρατικά σπίτια της Ικαρίας, καμουφλαρισμένες κατασκευές που παρείχαν ασφάλεια στους νησιώτες, σε άλλες, αγριότερες εποχές. Σήμερα ήταν καταφύγιο για μια μοναχική ψυχή που φοβόταν το βλέμμα των συνανθρώπων του. Μέχρι να φτάσουν εκεί, η ανταύγεια στο χέρι της είχε σβήσει. Σε αυτή τη φωλιά της οποίας το κατώφλι δεν είχε περάσει σχεδόν κανένας πλην του ιδίου, ο ψαράς έφερε επιτέλους την γοργόνα του. Ίσως εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή να είχε ξεχάσει τους φόβους και τις ευχές που τον τυραννούσαν πριν λίγες μόνο ώρες, από εκείνη όμως τη στιγμή η ζωή του είχε μπει σε μια τελείως διαφορετική, μοιραία καμπή.

 

Παρά τον καύσωνα που βίωναν εκείνες τις μέρες σε όλη τη χώρα, ο Γιώργος Καπάτσης έστρωσε κουβέρτες και μαξιλάρια μπροστά στο τζάκι του και ξάπλωσε εκεί την ναυαγό του. Βρήκε και άναψε δύο κούτσουρα που του είχαν ξεμείνει από τον χειμώνα. Επιχειρώντας να βγάλει τα βρεγμένα ρούχα της κοπέλας, βρέθηκε σε άλλη αναπάντεχη έκπληξη. Μόλις πήγε να τραβήξει την φανέλα πάνω από το κεφάλι της, η υφή της φανέλας σκλήρυνε καθιστώντας τον σκοπό του αδύνατο. Μόλις την άφησε, το βρεγμένο ύφασμα χαλάρωσε πάλι πάνω στο περίγραμμα του στήθους της. Τραβώντας πάλι την φανέλα εκείνη έμοιαζε να μετατρέπετε σε πανοπλία. Ούτε με το μαχαίρι του κατάφερε τίποτα καθώς η λεπίδα αδυνατούσε να κόψει έστω μια κλωστή της. Τελικά ανακάλυψε πως ήταν εφικτό να κατορθώσει αυτό που ήθελε αν τραβούσε την φανέλα απαλά, χωρίς απότομες ή βίαιες κινήσεις. Η αγκράφα της ζώνης της αποδείχτηκε επίσης άλλο ένα μυστήριο, κατάφερε όμως να της βγάλει το παντελόνι τραβώντας το. Ένιωσε να συγκλονίζεται από την χλωμή της γύμνια, η πρώτη αληθινή, γυμνή γυναίκα που έβλεπε στη ζωή του. Κοκκίνισε και αποστρέφοντας το βλέμμα του, την σκέπασε βιαστικά με μια κουβέρτα. Πήγε στην κουζίνα και αρπάζοντας ένα μπουκάλι κονιάκ, που του είχε δώσει ο φίλος του Βαγγέλης, έτρεξε πίσω στο πλευρό της.

 

Την βρήκε με τα μάτια ανοιχτά να τον κοιτάζει. Το βλέμμα της ήταν θολό. Με τρεμάμενη φωνή τού είπε τα εξής λόγια.

«Είμαι η Πριγκίπισσα Αλιέρ, του Οίκου των Βισερόνων. Κόρη του Βασιλιά Μόρκοβα και της Βασίλισσας Βέρβιας. Αδελφή του Βασιλιά Σαρμάνου. Μας έστησαν παγίδα…οι πράκτορες του Ζουλ-Μπασίρ. Ο Βασιλιάς Σαρμάνος είναι νεκρός. Είναι όλοι τους νεκροί. Απέμεινα μόνο εγώ. Με κυνηγούν…Ήμουν τόσο απελπισμένη που…δεν ξέρω τι έγινε. Έχασα έλεγχο του σκάφους…»

Δεν μπόρεσε να μιλήσει άλλο. Έτρεμε, το πρόσωπο της έκαιγε από τον πυρετό. Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σε ταραγμένο ύπνο. Ο Γιώργος είχε μείνει άφωνος. Τώρα πρόσεχε για πρώτη φορά την ναυαγό του και ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του. Και η φωνή της, η προφορά της, ό,τι πιο γλυκό είχε ακούσει στη ζωή του. Το ίδιο πανέμορφη και η εξωτική της γλώσσα, από την οποία δεν είχε καταλάβει ούτε λέξη.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

4.

 

Έμεινε ξάγρυπνος να την παρατηρεί όλη νύχτα. Κάθε τόσο η κοπέλα τινασσόταν στον ύπνο της και φώναζε κάποια λέξη ή όνομα, ο Γιώργος δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Δύο φορές που επιχείρησε να ανάψει τσιγάρο δίπλα της, την είδε να σφαδάζει και να βήχει βίαια. Τελικά βγήκε στα γρήγορα έξω για τσιγάρο, το είχε μεγάλη ανάγκη για να ηρεμήσουν τα νεύρα του. Στο φως της αυγής λύγισε η αντίσταση του και αποκοιμήθηκε γερμένος στον καναπέ απέναντι της. Μια σταγόνα από ήλιο διαπέρασε ένα από τα παράθυρα και βρήκε το πρόσωπο της Πριγκίπισσας Αλιέρ ξυπνώντας τη. Θυμόταν πολύ λίγα από χθες το βράδυ και όλη τη νύχτα ονειρευόταν την τελευταία τους μάχη. Είχε δει τους συμπολεμιστές της να σκοτώνονται. Ο αδελφός της είχε ήδη ξεψυχήσει στα χέρια της. Έτρεχε πανικόβλητη μέσα στον λαβύρινθο του σκάφους της που φλεγόταν. Τώρα είχαν διαλυθεί όλα αυτά στη θέα του σπιτιού του ψαρά. Τον είδε να κοιμάται απέναντι της, ροχαλίζοντας κάπως βαριά. Που βρισκόταν; Πως είχε έρθει σε αυτό το μέρος. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και ένα βαθύ, εσωτερικό ψύχος την έκαμνε να τρέμει. Η αίσθηση που της έδινε όμως αυτός ο χώρος ήταν πρωτόγνωρος. Τα χρώματα και οι φωτοσκιάσεις, οι μυρωδιές, όλα φάνταζαν καινούργια, ξένα. Θυμήθηκε πως είχε πέσει απελπισμένη πάνω στον πίνακα ελέγχου, αδυνατώντας να πάρει μια απόφαση στο τι έπρεπε να πράξει. Το σκάφος της όμως, το Αλιέρ, είχε απορροφήσει και είχε ερμηνεύσει με κάποιο τρόπο τον πανικό της. Εκτινάχτηκαν μακριά από τον κίνδυνο. Μέχρι εκεί θυμόταν. Πόσο μακριά όμως;

 

Κοίταξε πάλι αυτόν τον άντρα που κοιμόταν απέναντι της. Τον έβρισκε τραχύ και άξεστο στην εμφάνιση. Δεν είχε ίχνος αρχοντιάς στα χαρακτηριστικά του. Διαισθανόταν όμως πως δεν είχε λόγο να τον φοβάται. Υπήρχε μια αύρα καλοσύνης σε εκείνο το μέτωπο. Ο ήχος της βρύσης που έσταζε στον νεροχύτη τράβηξε την προσοχή της. Διψούσε. Έκανε να σηκωθεί και διαπίστωσε πως ήταν γυμνή. Παραπαίοντας, και με κόπο, κατάφερε να σηκωθεί τυλιγμένη στην κουβέρτα της. Η κουζίνα είχε ποτήρια και κούπες, όλα τους βρώμικα. Άνοιξε την βρύση και ήπιε μέσα από την χούφτα της. Το νερό είχε φριχτή γεύση αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να πίνει. Ένιωθε τελείως αφυδατωμένη. Η θέα από το παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη ήταν θολή, πίσω από επίσης βρώμικα τζάμια. Τρέκλισε προς την πόρτα και ανοίγοντας τη στάθηκε στο κεφαλόσκαλο να παρατηρήσει αυτόν τον περίεργο πλανήτη. Τα χρώματα ήταν διαφορετικά, λίγο πιο έντονα. Ο ήλιος την χτύπησε ζεστός και της πόνεσε τα μάτια. Έγειρε το κεφάλι της στη σκιά του κουφώματος και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη.

 

Ο ψαράς ξύπνησε απότομα και την βρήκε εκεί, στο κεφαλόσκαλο του να κλαίει. Κοιτάχτηκαν, εκείνος απελπισμένα τσιμπημένος μαζί της, εκείνη βλέποντας πάνω του μόνο την τραγική της κατάληξη.

«Έλα μέσα. Έλα μέσα» της είπε δείχνοντας της την κουζίνα του. «Πεινάς; Έλα να σου δώσω κάτι να φας…»

Είχε μόνο ψωμί, γάλα, λίγο τυρί φέτα και νιφάδες βρώμης. Η Αλιέρ δεν πεινούσε, δοκίμαζε όμως ό,τι της έβαζε μπροστά της. Δεν ήθελε να τον προσβάλλει, είχε και επιπρόσθετη περιέργεια στην τάση της προς επιβίωση. Βρήκε το γάλα και το τυρί φριχτά στη γεύση, το ψωμί απαράδεκτο, το μέλι όμως ικανοποιητικό. Της έφτιαξε και ζεστό τσάι, που σαν αφέψημα σώθηκε κυρίως από την προσθήκη του μελιού. Είχε πλύνει τις κούπες πριν της το σερβίρει. Η Αλιέρ δεν ήταν η πριγκιποπούλα των παιδικών της χρόνων. Τα τελευταία αντάρτικα χρόνια με τους συντρόφους της είχε μάθει σε σκληρές συνθήκες επιβίωσης. Χρειαζόταν απλώς λίγο χρόνο στο να συνηθίσει στη μοριακή σύνθεση της βρώσιμης ύλης σε αυτόν τον πλανήτη. Ο ψαράς καθόταν στο τραπέζι απέναντι της και έπινε καφέ. Μελετούσε την κάθε της κίνηση. Την κάθε της γκριμάτσα. Όταν εκείνος άναψε αφηρημένα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, η κοπέλα αντέδρασε σα να την χτύπησε θανατηφόρο αέριο. Τινάχτηκε πίσω, δάκρυσαν τα μάτια της και τα σωθικά της άρπαξαν φωτιά. Το έσβησε αμέσως και της ζήτησε συγνώμη. Χρειάστηκαν δέκα περίπου λεπτά για να συνέλθει από τον βήχα και την φριχτή ναυτία.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

5.

 

Πήρε άλλη μια γουλιά από την κούπα της. Γυάλισε το πρόσωπο της από τον ιδρώτα και υπέθεσε πως ήταν καλό σημάδι γιατί έτρεμε λιγότερο.

«Καλό το τσάι;» τη ρώτησε.

«Καλό το τσάι;» επανέλαβε κι εκείνη.

Ο Γιώργος γέλασε.

«Μπράβο. Ναι. Τσάι. Καλό τσάι με μέλι.»

«Τσάι με μέλι» είπε εκείνη.

Της έδειξε το βαζάκι.

«Μέλι.»

Η Αλιέρ κοίταξε στον τοίχο πάνω από το κεφάλι του ψαρά. Εκεί κρεμόταν ένα ημερολόγιο, ανοιγμένο στον μήνα Δεκέμβριο, τρία χρόνια παλιό. Απεικόνιζε ένα χιονισμένο τοπίο. Τα γράμματα και οι αριθμοί της ήταν άγνωστα σύμβολα, η εικόνα όμως ήταν καθησυχαστική. Της θύμιζε τα παιδικά της χρόνια. Που είχε έρθει όμως; Ποιοι κυβερνούσαν αυτόν τον κόσμο; Γνώριζαν τον Ζουλ-Μπασίρ; Μην ήταν σύμμαχοι του; Κι αν όχι, ήταν ικανοί να του αντισταθούν;

 

«Τι είσαι;» τη ρώτησε και επανέφερε την προσοχή της πάνω του. «English; Francais; Italiano; Russky;»

Κατά έναν τρόπο ο Γιώργος ήταν τρομοκρατημένος. Λαχταρούσε να ακούσει μια απόκριση σε μία από αυτές τις γλώσσες. Ή έστω μια άλλη. Φτάνει να ήταν Γήινη. Η προοπτική της επαλήθευσης των ονείρων του ήταν μεγαλύτερη μπουκιά από όση μπορούσε να χωρέσει στο στόμα του. Τι θα γινόταν τώρα; Που θα κατέληγε αυτή η κατάσταση;

«Είμαι ο Γιώργος. Γιώργος.»

«Αλιέρ.»

«Χαίρω πολύ…Α… Αλιέρ.»

«Χαίρω πολύ Γιώργος.»

Η προφορά της ήταν ελαφρά ξένη αλλά του πέρασε προς στιγμή πως μπορούσε να είναι και ελληνίδα. Με τα λογικά της διαταραγμένα. Η Αλιέρ όμως είχε αυτό το χάρισμα με τις ξένες γλώσσες. Ήταν χαρακτηριστικό του λαού της. Η γλώσσα του σωτήρα της ακουγόταν απλή και δεν θα την έπαιρνε πολύ να την τιθασεύσει.

«Ξέρεις που είσαι; Εδώ είναι η Ικαρία…»

Κάποτε είχε πάθος με την γεωγραφία. Είχε μαζέψει τους χάρτες που έδινε προσφορά μια εφημερίδα. Τους έφερε όλους στο τραπέζι.

 

Της έδειξε το νησί, το Αιγαίο, την Ελλάδα, την Μεσόγειο, τον κόσμο όλο. Βρήκε έναν παλιό σχολικό βιβλίο που είχε από μικρός και της έδειξε το ηλιακό σύστημα και την Γη. Η Αλιέρ κατάλαβε ότι ο άντρας το ήξερε πως εκείνη είχε έρθει από μακριά. Ακόμα κι αν μπορούσε να του εξηγήσει από πού καταγόταν, δεν νόμιζε ότι θα μπορούσε. Ο γαλαξίας που της έδειχνε ο ψαράς της ήταν άγνωστος. Δεν αναγνώριζε κανέναν από τους αστερισμούς στο βιβλίο. Αυτό μεγάλωσε την απελπισία της. Κοίταξε απεγνωσμένα το χέρι της και κάλεσε νοητικά το Αλιέρ. Ο λίθος παρέμεινε σβηστός, δεν υπήρξε καμία απόκριση. Ένιωθε αδύναμη και ίσως να έφταιγε αυτό. Το σκάφος είχε επιχειρήσει ένα άλμα. Για μια στιγμή νόμισε πως εξαερώθηκε, σα να είχε καταργηθεί η ύπαρξη της. Αν έτσι ήταν ο θάνατος, ήταν τελικά ανώδυνος. Αμέσως μετά βρέθηκε μέσα σε απίστευτα αλμυρό νερό και πάσχιζε να σώσει την ζωή της.

 

Χαμήλωσαν τα βλέφαρα της. Είχε ανάγκη να κοιμηθεί κι άλλο. Ο Γιώργος την οδήγησε στο δωμάτιο του και εκεί στο κρεβάτι του την ξάπλωσε, τυλιγμένη πάντα στην κουβέρτα του. Υπήρχε άλλο ένα δωμάτιο με κρεβάτι, χωρίς όμως στρώμα, που το χρησιμοποιούσε από πάντα σαν αποθήκη. Θα έπρεπε να βγάλει από εκεί μέσα όλη την σαβούρα που είχε πετάξει μέσα τόσα χρόνια, να το αερίσει, να το σκουπίσει και να το ετοιμάσει για την φιλοξενούμενη του. Θα τηλεφωνούσε στον Βαγγέλη για να δανειστεί ένα στρώμα. Μέχρι τότε ο ίδιος θα βολευόταν στον καναπέ του καθιστικού.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

6.

 

Με το φορτηγάκι πήγε στον Κάλαμο. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Αρκετοί στο καφενείο συζητούσαν ήδη τα χθεσινά φώτα στον ουρανό. Είχαν δει κάτι να πέφτει στη θάλασσα. Δεν υπήρχε όμως τίποτα στις ειδήσεις για αεροπορικό ή άλλο ατύχημα. Ψώνισε για το σπίτι, διάφορα ήδη ψωμιού μήπως και βρει αυτό που θα της αρέσει, το ίδιο και με τα τυριά, αρκετά λαχανικά και φρούτα. Ρωτώντας τον μπακάλη διάλεξε και διάφορα καθαριστικά, για τα πιάτα, τους νεροχύτες και τα ρούχα. Μέχρι σήμερα δεν είχε λόγους να ντρέπεται κάποιον. Οι μαγαζάτορες τον κοίταζαν περίεργοι. Σπάνια τον έβλεπαν, κι όταν τον έβλεπαν ζήτημα θα ήταν να αγοράσει πάνω από ένα-δύο πράγματα. Σκέφτηκε να πάρει και κάποια ρούχα για την ξένη αλλά αυτό δημιουργούσε άλλου είδους πρόβλημα. Σίγουρα δεν ήθελε να μπει στο κατάστημα ρουχισμού εκείνης της Φρόσως. Δεν τον έβλεπε με καλό μάτι αυτή η γυναίκα και τον κακολογούσε σε κάθε ευκαιρία πίσω από την πλάτη του. Ώρα ήταν τώρα να μπει στο μαγαζί της γλωσσούς και να αγοράσει γυναικεία ρούχα. Θα βοούσε ο Κάλαμος πριν δύσει ο ήλιος. Οδήγησε ως το Καρκινάγρι και προτίμησε ένα κατάστημα τουριστικών ειδών. Αγόρασε μπλούζες με πολύχρωμες απεικονίσεις του νησιού, μια φούστα και ένα ζευγάρι σανδάλια. Τα τελευταία πρόσεξε πως θα της έρχονταν λίγο μεγάλα, καλύτερα όμως μεγάλα παρά μικρά. Σαν προσωρινή λύση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει.

 

Σε εκείνο το τραπέζι της κουζίνας, στο αντιπειρατικό σπίτι, οι πρεσβευτές δύο κόσμων, ο άντρας και η γυναίκα, ο ψαράς και η πριγκίπισσα από τα άστρα, δούλεψαν την προσέγγιση τους, πάνω από φαγώσιμα και βιβλία. Ο Γιώργος δεν άργησε να καταλάβει την ικανότητα της να μαθαίνει την γλώσσα. Δεν χρειαζόταν να επαναλαμβάνει μια λέξη ή έννοια πολλές φορές. Η μνήμη της Αλιέρ ήταν μοναδική. Με παντομίμα και φωτογραφίες είχε μάθει σε λίγες ώρες όσα θα άρπαζε μια τουρίστρια σε ένα καλοκαίρι. Κατάφερε επίσης να βρει και να της φέρει αναγνωστικά της πρώτης δημοτικού όπου εκείνη παρουσίασε εκπληκτική πρόοδο σχετικά με το ελληνικό αλφάβητο. Άλλη εκπαίδευση ήταν η γαστρονομική, όπου η Αλιέρ ανακάλυψε προτίμηση στα λαχανικά και φρούτα, και από κρέας στο κοτόπουλο. Κάθε πρωί ο Γιώργος διακινδύνευε να την αφήνει μόνη της για να πηγαίνει στο ψάρεμα του, καθώς το να βγάζει πλέον χρήματα είχε γίνει ξαφνικά ζωτικής σημασίας. Έφερε ψάρι στο σπίτι και η Αλιέρ ανακάλυψε άλλη μια λιχουδιά της αρεσκείας της.

 

Δέκα μέρες από την πτώση της, η Αλιέρ παρακάλεσε τον Γιώργο να την πάρει μαζί του. Ήθελε να της δείξει το μέρος που είχε πέσει το σκάφος της. Η προοπτική της έκθεσης τρόμαξε τον άντρα, ήξερε όμως πως δεν μπορούσε να την κρατάει συνέχεια σαν να ήταν η φυλακισμένη του. Έτσι όπως ήταν ντυμένη μάλιστα, δεν διέφερε σε τίποτα από τις ξένες τουρίστριες που κατέκλυζαν το νησί αυτή την εποχή. Της φόρεσε ένα ψάθινο καπέλο και άλειψε το πρόσωπο και τα μπράτσα της με αντηλιακό. Μετά την πρώτη νύχτα της διάσωσης, αυτό ήταν το δεύτερο στάδιο της σωματικής επαφής που μοιράστηκαν.

«Ο ήλιος…θα σε κάψει…Αυτό είναι προστασία» της εξήγησε όσο καλύτερα μπορούσε.

Δεν του έφερε αντίρρηση. Παρατηρούσε, μάθαινε και τον εμπιστευόταν. Ένιωσε βέβαια έντονα την νευρικότητα του καθώς την άγγιζε. Όταν άπλωσε τα δάχτυλα του στο πρόσωπο της, ήταν σα να τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχε στεγνώσει το στόμα του και πάσχιζε με κόπο να μην την κοιτάξει στα μάτια. Γιατί εκείνη τον κοίταζε ατάραχη κατάματα. Ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε χρειαστεί να υπάρξει ντελικάτος, δεν είχε χρειαστεί να χειριστεί κάτι το τόσο λεπτεπίλεπτο. Πονούσε τον ίδιο να βλέπει τα χοντροκομμένα, ηλιοκαμένα του δάχτυλα πάνω στις εύθραυστες εκείνες πτυχές της πορσελάνινης αυτής κούκλας.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

7.

 

Κατέβηκαν μαζί το μονοπάτι ως τη θάλασσα, στον ιδιωτικό μικρό μόλο της «Γοργόνας». Το τοπίο αποδείχτηκε μια έκπληξη για την Αλιέρ. Ο ήλιος ήταν ενοχλητικά λαμπρός και έκανε αφόρητη ζέστη αλλά τους φύσαγε θαλασσινό αεράκι και τα δέντρα έριχναν δροσερή σκιά στον δρόμο τους. Στο φως, στα χρώματα, στις οσμές και στις γεύσεις, ήταν ένας κόσμος αντιθέσεων. Ομορφιά και ασχήμια μοιράζονταν τον ίδιο περιορισμένο χώρο. Μέχρι να επιβιβαστούν στην βάρκα δεν τους έπιασε ανθρώπινο μάτι. Ο Γιώργος δεν ανησυχούσε για την εικόνα της Αλιέρ, έδειχνε απόλυτα φυσιολογική. Ένιωθε όμως αμήχανα στην προοπτική να τη δουν μαζί του. Αυτό θα έκανε αρκετά κεφάλια να γυρίσουν και πολλές γλώσσες να οργιάσουν.

 

«Γιώργος!» φώναξε και του έδειξε τους γλάρους.

«Γλάροι» της είπε, «Πουλιά.»

«Γλάροι. Πουλιά.»

Της έκανε εντύπωση και η βάρκα. Έμοιαζε με ένα γιγάντιο παιχνίδι, σαν τις σκαλιστές μινιατούρες με τις οποίες έπαιζε μικρή στο παλάτι. Την ενόχλησε όμως ο φριχτός θόρυβος που έκανε η μικρή της μηχανή και η ακόμα πιο απαίσια μυρωδιά της βενζίνης. Είδε γύρω της να πλέουν παρόμοιες βάρκες σε διάφορα μεγέθη, άλλες ταχύτερες, και αρκετά πλοία της γραμμής με κατεύθυνση το Καρκινάγρι και τον Άγιο Κηρύκο. Είδε τα πλήθη ανθρώπων στις παραλίες που λιάζονταν στην άμμο ή βουτούσαν στην θάλασσα. Αυτό την παραξένεψε αρκετά. Στους κόσμους που γνώριζε ήξερε πως τα κναρ και οι γδέβες, που ζούσαν σε κοπάδια στα παράλια του Αν-Μαρ Καπιέ και της Καρίνης αντίστοιχα, είχαν αυτές τις συνήθειες. Ήταν ένα είδους τελετουργίας ή τρόπος επιβίωσης γι αυτή την φυλή των ανθρώπων; Όταν θα μάθαινε να συνεννοείται με τον Γιώργο θα τον ρωτούσε για όλα αυτά. Ξαφνικά ξέσπασε από πάνω τους μια τρομερή, διαπεραστική ηχώ που έμοιαζε να σκάει μέσα στο στήθος της. Δυστυχώς, αυτός ήταν ένας ήχος που γνώριζε αρκετά καλά. Τον ακολουθούσε φωτιά και θάνατος. Κουλουριάστηκε αμέσως στον πάτο της βάρκας και κοίταξε έντρομη τον ουρανό. Ίσως την είχε εντοπίσει ο Ζουλ-Μπασίρ. Άκουσε τον Γιώργο να γελάει και τον κοίταξε απορημένη.

«Μη φοβάσαι. Όχι κακό» της είπε εκείνος. «Φάντομ. Ελληνική αεροπορία. Δικά μας είναι.»

Βούιζαν τα αφτιά της και δεν είχε ακούσει όλα όσα της είπε. Αν όμως εκείνος γελούσε, τότε δεν υπήρχε λόγος πανικού. Γύρισε στη θέση της στην πλώρη, κατσουφιασμένη.

 

Όσο καλύτερα μπορούσε να υπολογίσει ο Γιώργος, και στην απόσταση που έβλεπε τώρα τον φάρο μέσα από τη θολούρα της ζέστης, πρέπει να βρίσκονταν στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε μαζέψει την Αλιέρ.

«Εδώ» της είπε, «Εδώ έγινε.»

 

Δεν ήξερε τι περίμενε να βρει, η Αλιέρ όμως αισθάνθηκε απογοητευμένη. Τα νερά εδώ ήταν βαθιά, σκούρα γαλάζια. Γονάτισε στη βάρκα και κοίταξε το δεξί της χέρι. Έτριψε το βραχιόλι της και πάλι δεν έγινε τίποτα. Έβαλε το χέρι της στο νερό και κάλεσε με τον νου της το σκάφος. Στον Γιώργο έδωσε την εντύπωση πως προσευχόταν. Τίποτα. Το Αλιέρ δεν αποκρινόταν. Ίσως οι ζημιές που είχε υποστεί ήταν ανεπανόρθωτες. Κάλυψε το πρόσωπο της και άρχισε να κλαίει. Αισθανόταν ολομόναχη στο σύμπαν. Ήταν κιόλας νεκρή πριν πεθάνει. Ο Γιώργος γονάτισε δίπλα της και της άγγιξε μαλακά τον ώμο.

«Λυπάμαι πολύ» της είπε, «Ξέρω πως θα ήθελες να φύγεις, να γυρίσεις πίσω στο σπίτι σου. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω. Αλλά θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, ε; Τουλάχιστο είσαι ζωντανή.»

Στον γυρισμό, κάποιοι ψαράδες πρόσεξαν πως ο Καπάτσης είχε μια ξένη στη βάρκα του. Και όντως, η ειδικά ασυνήθιστη εικόνα προκάλεσε εντύπωση.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

8.

 

Η γοργόνα από τα άστρα έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Όταν γύρισαν στο σπίτι κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της και εκεί έμεινε για μέρες. Έφευγε για τις δουλειές του το πρωί και γυρνούσε το απόγευμα, την εύρισκε όπως την άφησε. Αρνιόταν να φάει ή να πιεί, η πριγκίπισσα του μαραινόταν. Ένα βράδυ την τράβηξε, την σήκωσε με το ζόρι από το κρεβάτι. Για μια στιγμή το βλέμμα της ζωήρεψε καθώς τον κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Έλα» της είπε, «Θα σε βγάλω έξω.»

Ήταν μια απόφαση της στιγμής. Δεν της είχε αγοράσει κάποιο φόρεμα, που και να το είχε σχεδιάσει δεν θα ήξερε τι να της πάρει. Θα εμμένανε στην εικόνα της ως τουρίστριας. Τον ακολούθησε περίεργη ως το φορτηγάκι του, άλλο ένα από τα θορυβοποιά μέσα μεταφοράς αυτού του τόπου. Την πήγε στην ταβέρνα του κυρ-Στέλιου, «Της Μαριγούλας».

 

Ο ταβερνιάρης είχε ακούσει τις φήμες εδώ και μέρες. Αντίκριζε ξαφνικά την αλήθεια και με τα ίδια του τα μάτια. Ο Γιώργος Καπάτσης έφτασε στο μαγαζί του παρέα με μια ομορφούλα ξένη που κοίταζε γύρω της σαστισμένη.

«Κυρ-Στέλιο…»

«Καλώς τον Γιώργο…»

«Ένα τραπέζι…»

Το μαγαζί ήταν φυσικά γεμάτο, κυρίως από τουρίστες, και σχεδόν όλα τα τραπέζια ήταν απλωμένα έξω, κάτω από τα δέντρα και τα άστρα. Δύο-τρία τραπέζια μέσα στην ταβέρνα έστεκαν άδεια.

«Μα φυσικά. Θα πω να σας βγάλουν ένα τραπέζι έξω…»

«Καλύτερα μέσα κυρ-Στέλιο. Να εκεί θα είμαστε μια χαρά» είπε δείχνοντας το τραπέζι στην απόμερη γωνία.

«Όπως θέλετε» είπε ο ταβερνιάρης καλοδιάθετα, το βλέμμα του γεμάτο περιέργεια.

Η κινήσεις και η συμπεριφορά της κοπέλας είχαν κάτι το αδιόρατα ασυνήθιστο. Η γλώσσα του σώματος της, η σχεδόν χορευτική, τραβούσε αμέσως τα βλέμματα του κόσμου. Η ευωδιαστή τσίκνα που αναδυόταν από την κουζίνα χτύπησε άσχημα την Αλιέρ. Μόρφασε στην αρχή, αλλά το διόρθωσε αμέσως με την φαινομενική απάθεια στην οποία είχε κάποτε εκπαιδευτεί. Ξαφνικά είχε επίγνωση πως την κοίταζαν και την μελετούσαν πολλά βλέμματα. Αν ήταν να κριθεί, θα τους έδινε την πρέπουσα εικόνα.

 

Ο Γιώργος παρήγγειλε κοτόπουλο και για τους δύο και διάφορα λαχανικά που ήξερε πως θα της άρεσαν. Ο κυρ-Στέλιος, παρ’ όλη την γνώμη που επικρατούσε στο νησί για τον ψαρά, του έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια και χάρηκε που τον είδε με συντροφιά. Φάνηκε ιδιαίτερα εξυπηρετικός προς το ζευγάρι, τρατάροντας τους κολοκυθολούλουδα και σπιτικό κρασί. Τα πρώτα έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στην Αλιέρ, το δε δεύτερο της επιφύλασσε εκπλήξεις.

«Με το μαλακό» πρόλαβε να πει ο Γιώργος βλέποντας τη να το πίνει βιαστικά.

Η γλύκα του κρασιού στο στόμα της ήταν ευχάριστη. Η ζεστασιά που στροβιλίστηκε μέσα στο στομάχι της ξαφνική. Η μικρή δόση ζαλάδας που αναδύθηκε στο κεφάλι της πρωτόγνωρη. Μια υπέροχη ευωδία πλημμύρησε την όσφρηση της. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον ψαρά και τον ταβερνιάρη να την κοιτούν, αναμένοντας την ετυμηγορία της.

«Καλό;» ρώτησε ο κυρ-Στέλιος.

«Καλό» απάντησε η Αλιέρ και χαμογέλασε.

«Πρώτο πράμα, δικής μου παραγωγής» περηφανεύτηκε ο ταβερνιάρης.

Ο κύριος Στέλιος επέστρεψε στην κουζίνα αφήνοντας τους νέους μόνους.

«Κι άλλο, Γιώργος» είπε η Αλιέρ προτείνοντας το άδειο ποτήρι της.

«Εντάξει. Αλλά σιγά-σιγά. Έγινε;»

«Σιγά-σιγά» είπε εκείνη.

Το ποτό της ερχόταν σαν νέκταρ, και όσο έπινε, τόσο έμοιαζε να μειώνεται η θλίψη της. Κάθε έγνοια εξαφανιζόταν μέσα στις μαγικές αυτές γουλιές και το σκηνικό που την περιέβαλε γινόταν λιγότερο απειλητικό. Από τις διάπλατα ανοιχτές πόρτες της ταβέρνας βλέπανε τα γεμάτα τραπέζια έξω. Από μικρά ηχεία στην πρόσοψη του μαγαζιού ακούγονταν λαϊκά τραγούδια και η βαβούρα που σήκωναν οι πελάτες ήταν μιας ευδιάθετης σύναξης. Κατά έναν τρόπο η Αλιέρ ένιωσε πάλι πριγκίπισσα που ψυχαγωγούσε καλεσμένους σε μια από τις πολλές γιορτές που στήνονταν στα μικράτα της στο παλάτι. Προς ανησυχία του Γιώργου, μια-δυο φορές σήκωσε το ποτήρι της να χαιρετήσει κάποιον ή κάποιους που την κοιτούσαν από διάφορα τραπέζια.

 

Έφαγε τρεις μερίδες κύριο πιάτο και όλα τα μεζελίκια που τις συνόδευσαν. Τέλειωναν το δεύτερο μπουκάλι κρασί όταν σηκώθηκαν να φύγουν. Τρέκλιζε χαρούμενη, στηριζόμενη πάντα από τον Γιώργο. Κάθε έννοια πρέπουσας εικόνας είχε λησμονηθεί.

«Γεια σου κύριε Στέλιο» φώναξε η Αλιέρ προς τον ταβερνιάρη.

«Γεια σου κοπέλα μου» απάντησε ο άντρας, «Σας ευχαριστώ πολύ. Να μας ξανάρθετε!»

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

9.

 

Χρειάστηκε σχεδόν να την κουβαλήσει ως το φορτηγάκι του. Παρά τα διάφορα αναπάντεχα, η βραδιά είχε πάει καλά και κανείς δεν είχε υποψιαστεί κάτι το περίεργο. Την βοήθησε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού και μετά βολεύτηκε χαρούμενος πίσω από το τιμόνι του. Έβαλε το κλειδί στη μίζα και πριν το γυρίσει έμεινε για λίγο ακίνητος. Ήταν «χαρούμενος»; Ναι ήταν. Σα να είχε ξεκινήσει σήμερα η ζωή του. Σήμερα είχε υπάρξει φυσιολογικός, σήμερα ήταν σαν όλους τους άλλους. Την κοίταξε. Η Αλιέρ είχε γείρει στο ένα πλάι και μουρμούραγε ένα τραγούδι που πρέπει να είχε παίξει τουλάχιστο τρεις φορές στα ηχεία της ταβέρνας. Σήμερα τον είχαν δει όλοι παρέα με μια όμορφη κοπέλα. Γύρισε και τον κοίταξε με θολό βλέμμα.

«Κι άλλο κρασί Γιώργος.»

Και έτσι ξαφνικά άρχισε να λάμπει το χέρι της. Η γαλάζια ανταύγεια αναδύθηκε δυνατή μέσα στο παλιό φορτηγάκι και κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Έβαλε μπρος και γκάζωσε την μηχανή για να φύγουν από εκεί όσο το δυνατό γρηγορότερα.

 

Διάλεξε απόμερους χωματόδρομους για να μην τους δει κανείς, οδηγώντας σαν τρελός, με το κεφάλι του έξω από το παράθυρο του για να μπορεί να βλέπει τον δρόμο. Η Αλιέρ δίπλα του ακτινοβολούσε ολόκληρη αλλά δεν έδειχνε να έχει συναίσθηση του τι συνέβαινε. Συνέχιζε να τραγουδάει βυθισμένη στη μέθη της. Αυτό που ο Γιώργος δεν γνώριζε, αλλά θα μάθαινε πολύ σύντομα, ήταν πως την ίδια ακριβώς στιγμή, κάπου στα ανοικτά της Ικαρίας, μια απόκοσμη ανταύγεια αναδυόταν από το βυθό της θάλασσας.

 

Κατάφερε να φτάσει όσο πιο κοντά στο σπίτι μπορούσε χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στο φορτηγάκι. Είχε στραβώσει μόνο τον προφυλακτήρα πάνω σε διάφορες κοτρόνες και σε μια στροφή είχε ξύσει το πίσω φτερό σε έναν βράχο. Είχαν φτάσει όμως ζωντανοί και απαρατήρητοι. Ελέγχοντας τα χτυπήματα στην καρότσα του δεν πρόσεξε την Αλιέρ που βγήκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε μόνη προς το σπίτι.

«Αλιέρ» την άκουσε να φωνάζει και γυρνώντας προς το μέρος της έμεινε σύξυλος.

Πάνω από τον βράχο του σπιτιού του, εμφανίστηκε αιωρούμενο ένα ιπτάμενο όχημα σε σχήμα πετάλου. Κυριολεκτικά υλοποιήθηκε από το πουθενά αφήνοντας έναν δυνατό, έντονο βόμβο. Η Αλιέρ σήκωσε το χέρι της προς το διαστημόπλοιο. Η παλάμη της έλαμπε σαν αστέρι. Ανέβηκε τα σκαλιά προς την πόρτα και μπήκε τρεχάτη στο σπίτι. Ο Γιώργος είχε την συνήθεια να μην κλειδώνει ποτέ. Το όχημα έγειρε στο ένα πλάι και βούτηξε προς τον βράχο. Η συντριβή θα ήταν τρομερή.

«Αλιέρ!» ξεφώνισε πανικόβλητος και έτρεξε προς το σπίτι χωρίς να το καλοσκεφτεί.

Η νέα εξέλιξη τον πάγωσε πάλι στη θέση του.

 

Το σκάφος εισχώρησε άυλο στον βράχο, σα να ήταν φάντασμα. Καμία συντριβή, έκρηξη ή κατάρρευση. Μόνο εκείνος ο βόμβος. Το διαστημόπλοιο απορροφήθηκε μέσα στον βράχο και έγινε ένα με το σπίτι. Κι όταν τέλειωσε, όταν σταμάτησε ο βόμβος και συνέχισαν τα τριζόνια, το σπίτι ήταν ακόμα εκεί, άθικτο. Η μόνη αλλαγή ήταν η μεταλλική περιφέρεια του σκάφους της Αλιέρ, που εξείχε γύρω-γύρω από την πέτρα.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

10.

 

Εκείνον τον Ιούλιο, ο Γιώργος Καπάτσης έσυρε την βάρκα του στην ξηρά και άρχισε να δουλεύει στις οικοδομές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε. Όποτε είχε η «Γοργόνα» του ανάγκη από επισκευές, εφάρμοζε αυτό το πρόγραμμα. Είχε άκρες από παλιές γνωριμίες του θείου του στον Εύδηλο, ή από τον κυρ-Στέλιο τον ταβερνιάρη κατά Καρκινάγρι μεριά, ή τον φίλο του τον Βαγγέλη, τον γιατρό, στον Άγιο Κηρύκο. Φέτος όμως δεν ήταν η βάρκα που ήθελε δουλειά αλλά το σπίτι του. Πάσχιζε στις σκαλωσιές όλη μέρα, και το απόγευμα γυρνούσε σπίτι εξουθενωμένος, με την καρότσα του γεμάτη «δανεισμένα» υλικά, για να συνεχίσει δεύτερη, προσωπική βάρδια.

 

Εκείνο το μοιραίο βράδυ είχε τρέξει να μπει στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Βρήκε την Αλιέρ ζωντανή αλλά λιπόθυμη στο καθιστικό του. Ήταν όμως το καθιστικό του; Ξαφνικά το εσωτερικό του σπιτιού έδειχνε λίγο μεγαλύτερο, λίγο διαφορετικό. Οι τοίχοι εναλλάσσονταν με μεταλλικά μπαλώματα και περίεργες ανταύγειες χρωμάτιζαν την πέτρα στο πάτωμα. Το φως στο χέρι της κοπέλας είχε σβήσει. Εκείνη έδειχνε να κοιμάται και παρ’όλες τις προσπάθειες του δεν κατόρθωσε να την ξυπνήσει. Έμεινε ξάγρυπνος δίπλα της μέχρι το πρωί, στην κρεβατοκάμαρα του, κοιτάζοντας το ξένο, μεταλλικό πλέγμα που κάλυπτε το ταβάνι του.

 

Όταν κάποια στιγμή, αργά το επόμενο πρωί, ξύπνησε εκείνη, δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρούμενη. Δεν είχε γυρίσει στο σπίτι της, αλλά το σπίτι της είχε έρθει σε εκείνη. Περιφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο και του μιλούσε σαν κοριτσάκι που παίζει στο κουκλόσπιτο του. Άγγιζε κάποιες μεταλλικές επιφάνειες και εμφάνιζε πόρτες μέσα στις οποίες έμπαινε και χανόταν για να εμφανιστεί ξαφνικά από κάποιο άλλο σημείο.

«Αλιέρ Γιώργος!» του έλεγε ξανά και ξανά ενθουσιασμένη.

Θα περνούσε κάποιος καιρός μέχρι να καταλάβει ο Γιώργος πως το σκάφος είχε το όνομα της.

«Έλα έξω να σου δείξω κάτι» της είπε και την τράβηξε προς την εξώπορτα.

Βγήκαν έξω, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια και έκαναν κάποια βήματα πίσω στην φυσική τάφρο που οδηγούσε στο σπίτι.

«Κοίτα» της είπε, δείχνοντας της το σπίτι που τώρα έμοιαζε με το περίεργο όνειρο κάποιου μεταμοντέρνου αρχιτέκτονα. «Αυτό δεν είναι καλό. Αν το δει κανείς θα αρχίσει τις ερωτήσεις και τότε δεν θα ξέρω τι να του πω.»

Η Αλιέρ δεν έπιασε την όλη ανησυχία του Γιώργου, κατάλαβε όμως πως ήθελε το σπίτι του όπως ήταν πριν. Ίσως υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει. Επέστρεψαν στο σπίτι και εκείνη χάθηκε πάλι μέσα σε μία από τις κρυφές της εισόδους. Μίλησε στο σκάφος και κατά έναν τρόπο διόρθωσε το καμουφλάζ στο μέγιστο βαθμό της προσαρμοστικότητας του. Και πάλι όμως παρέμειναν τρανταχτές ατέλειες, εξωγκόματα, τόσο απ’ έξω, αλλά και μέσα στον βράχο. Διορθωνόταν βέβαια το πρόβλημα, αλλά θα χρειαζόταν μέθοδος και κόπος για να καλυφθεί το ξένο στοιχείο.

 

Αυτό εξαρτιόταν και από την επόμενη κίνηση της Αλιέρ. Μήπως είχε έρθει η στιγμή για να φύγει, να επιστρέψει στα άστρα; Η απάντηση ήρθε σχετικά γρήγορα, τόσο σύντομα όσο κράτησε και η χαρά της. Το σκάφος είχε υποστεί ζημιά που κατάφερε να επιδιορθώσει μόνο του, αλλά για να επανακινηθούν τα συστήματα εκείνα που θα το επέτρεπαν να ταξιδέψει, χρειάζονταν το άγγιγμα από δύο κυβερνήτες, δύο γαλαζοαίματους. Η Αλιέρ είχε κατέβει στην αίθουσα του μεταλλικού βωμού και είχε αγγίξει τον καθρέπτη χωρίς αποτέλεσμα.

«Πριγκίπισσα Αλιέρ, αγαπάς και στηρίζεις τον αδελφό σου, υπόσχεσαι να τον υπακούς και να τον σέβεσαι καθ’όλη του την βασιλεία, και μέχρι το τέλος της ζωής του;»

Αυτά ήταν τα λόγια της μητέρας της πριν της ζητήσει να ακουμπήσει την παλάμη της στην καρδιά του σκάφους. Ίσως ήταν τότε μόνο ένα μικρό κοριτσάκι, με έναν φυσιολογικό παιδικό ανταγωνισμό προς τον αδελφό της, η ερώτηση όμως της Βασίλισσας Βέρβιας είχε αφυπνίσει μέσα στην Αλιέρ τα γνήσια, αληθινά αισθήματα αγάπης που έτρεφε προς τον Σαρμάνο. Έτσι είχε αγγίξει τον καθρέπτη επιβεβαιώνοντας τον δεσμό. Τώρα όμως; Ολομόναχη στον πλανήτη, πως θα λειτουργούσε πάλι το σκάφος; Όσο και να έψαξε να βρει κάτι εναλλακτικό, όσο και να παρακάλεσε το Αλιέρ, δεν υπήρξε παρήγορη απάντηση.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

11

 

Ήρθε μια νέα περίοδος μελαγχολίας. Τον καιρό που ο Καπάτσης πηγαινοερχόταν στις οικοδομές, η Αλιέρ συνέχισε να μελετάει την γλώσσα αλλά και να κάνει κάποιες μικροδουλειές στο σπίτι. Να πλένει και να καθαρίζει κυρίως. Υπήρχαν και φορές που η Αλιέρ εξαφανιζόταν για μέρες, χαμένη κάπου μέσα στους μυστικούς διαδρόμους του σκάφους της. Καθόταν για ώρες στον βωμό, στην καρδιά του Αλιέρ, και ξεσηκώνοντας παράθυρα μνήμης έβλεπε εικόνες από μακρινούς, αγαπημένους κόσμους. Μέρη στα οποία δεν θα γυρνούσε ποτέ πια. Στην αρχή ο Γιώργος είχε ανησυχήσει αλλά τελικά τις είχε συνηθίσει αυτές τις μικρές απουσίες.

 

Κατά έναν τρόπο, χωρίς να το συνειδητοποιούν ακόμα, οι δύο τους είχαν γίνει ήδη ζευγάρι. Εξερευνούσαν και όριζαν τον ιδιωτικό αλλά και συντροφικό τους χώρο. Εκείνος έγινε ο δάσκαλος της και εξαιτίας αυτού του ρόλου μπήκαν αρκετές αλλαγές στην ζωή του. Δεν συνήθιζε να διαβάζει βιβλία ή περιοδικά, πότε-πότε ίσως καμιά εφημερίδα. Τώρα τα έφερνε σπίτι και καθόταν μαζί της για να την βοηθάει να τα διαβάζει και να απαντάει στις ερωτήσεις της. Εκείνος δεν ήξερε να μαγειρεύει, ούτε φυσικά κι εκείνη, δοκίμασαν να μάθουν μαζί καθώς ήταν ανάγκη πλέον να μένουν σχεδόν μόνιμα μέσα. Δανείστηκε μια παλιά τηλεόραση από τον γιατρό και την κουβάλησε στο καθιστικό του. Κατέληξαν να κάθονται κάθε βράδυ στον καναπέ και να βλέπουν ειδήσεις, ταινίες και σήριαλ, τα οποία ήταν ένα γρηγορότερο σχολείο για την Αλιέρ. Για εκείνον, κάθε τι που έκανε μαζί της ήταν χρόνος απολαυστικά ξοδεμένος. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να κόψει το κάπνισμα, μια ανάγκη που απολάμβανε κάθε φορά που τύχαινε μακριά της, αλλά είχε την γκριμάτσα της σαν σχόλιο στο πόσο βρόμαγε η ανάσα του.

 

Σε έναν μήνα κατάφερε να τελειώσει τα μερεμέτια που κάλυψαν κάθε ίχνος του σκάφους. Το σπίτι δεν ήταν ακριβώς το ίδιο, αλλά κανένας πλην του ιδιοκτήτη του δεν θα πρόσεχε τις διαφορές. Για εκείνη, όλη αυτή η δουλειά ήταν σαν προσθήκη αλυσίδων, δεσμά που σκλάβωναν το Αλιέρ. Ο Γιώργος γύρισε επιτέλους στην βάρκα του, της οποίας άλλαξε το όνομα. Βρήκε τον καλλιτέχνη στο Καρκινάγρι που είχε καλλιγραφήσει το «Γοργόνα» και τον έβαλε να το κάνει «Αστέρω.» Ήταν το όνομα του για εκείνη, την γοργόνα που είχε έρθει τελικά από τα άστρα. Δεν μπορούσε να συνηθίσει το αληθινό της όνομα και άρχισε να τη φωνάζει έτσι. Με ελάχιστη έκθεση στην κουλτούρα της εποχής του, το παλιομοδίτικο όνομα δεν ακουγόταν καθόλου ενοχλητικό στον ίδιο.

 

Η συνέχεια αύριο

Link to comment
Share on other sites

12

 

Η Αλιέρ μάθαινε γρήγορα όλο και περισσότερα για τον κόσμο στον οποίο είχε πέσει. Βρισκόταν σε έναν μοναχικό πλανήτη, μακρύτερα και από το πιο έσχατο σημείο του δικού της σύμπαντος. Οι κάτοικοι αυτού του κόσμου αγνοούσαν την ύπαρξη άλλων κατοικημένων πλανητών, ούτε ήταν σε θέση να έρθουν σε επικοινωνία ή να ταξιδέψουν προς αυτούς. Το σκάφος της προφανώς είχε πράξει το τέλειο άλμα και ίσως όντως η τελευταία διάδοχος του οίκου των Βισερόνων να ήταν τελικά ασφαλής. Η προοπτική του να μην επιστρέψει ποτέ στα χώματα των δικών της την πονούσε, από την άλλη, προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της. Τι είχε μείνει εκεί πίσω για εκείνη; Κι αυτός ο πλανήτης είχε τα προβλήματα του, πολέμους, αρρώστιες, μόλυνση, αλλά θεωρούσε τον εαυτό της τυχερή που είχε πέσει σε αυτή τη γωνιά και όχι κάπου χειρότερα. Κατέβαινε πότε-πότε στον καθρέπτη της και βυθιζόταν στις αναμνήσεις, και άλλες φορές ζητούσε από τον Γιώργο να πάνε στην ταβέρνα για κρασί. Όταν μπήκε και ο Αύγουστος, ο Γιώργος και η Αστέρω άρχισαν να κυκλοφορούν. Η Αλιέρ ήθελε να γνωρίσει το νησί και τους ανθρώπους του. Όλοι πλέον γνώριζαν για το ειδύλλιο που χτύπησε την πόρτα του δύστροπου ψαρά. «Αστέρω» τους έλεγε πως την λένε και έτσι την δέχτηκαν, κι ας γνώριζαν πως ήταν ξένη. Κάποιοι την είχαν για αγγλίδα, άλλοι για ρωσίδα. Ο Γιώργος τελικά την βάφτισε «Νορβηγίδα» επειδή ακουγόταν ασυνήθιστο και δεν θα μπορούσε κανείς να το διαψεύσει εύκολα.

 

Με τον ήλιο δεν συμφιλιώθηκε, μισούσε το ζεστό κλίμα. Ούτε μπορούσε να καταλάβει την ηλιολατρεία των αμέτρητων τουριστών στις παραλίες του νησιού. Κατανόησε όμως την ανάγκη της βουτιάς και της κολύμβησης στα γαλανά νερά της θάλασσας. Πλην της αλμύρας του, το θαλασσινό νερό δεν ήταν ούτε επικίνδυνα παγωμένο, ούτε καυστικό ή δηλητηριώδες. Είχε βοηθήσει μια-δυο φορές τον Γιώργο με την βάρκα του στον μόλο και είχε μπει στο υγρό στοιχείο μέχρι τη μέση. Δεν ήξερε κολύμπι και ζήτησε να μάθει. Αγόρασαν ένα ολόσωμο μαγιό από ένα παραλιακό μαγαζί και ξεκίνησαν τα μαθήματα μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.

 

Παρά τα τόσα ταλέντα της, η κολύμβηση αποδείχτηκε μεγάλη πρόκληση για την Αστέρω. Μόλις ένιωθε να βυθίζεται την κατέβαλλε πανικός, με αποτέλεσμα να χτυπιέται σπασμωδικά χειροτερεύοντας την θέση της. Ο Γιώργος έχασε αρκετές φορές την υπομονή του μαζί της και βρέθηκε να την μαλώνει χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

«Βρε το να βυθιστείς θέλει κόπο! Επιπλέεις από φυσικού σου!» της φώναξε κατσουφιασμένος, «Έκανα πέντε λεπτά να σε φτάσω με τη βάρκα όταν έπεσες! Πνίγηκες; Δεν πνίγηκες! Πλατσούριζες και με περίμενες να σού’ρθω. Το ξέχασες;!»

Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε όταν της φώναζε. Την ξάφνιαζε η απότομη, σοβαρή πλευρά του χαρακτήρα του. Αντί να νιώθει περιέργεια να μάθει τι της λέει πρόσεχε ξαφνικά τα μπράτσα του, τους ώμους του, τις ηλιοκαμένες γραμμώσεις στο σώμα του. Ο Γιώργος δεν είχε ακριβώς γυμνασμένο σώμα, ήταν όμως σφιχτό και νευρώδες, κυρίως λόγω της καθημερινής βιοπάλης. Μια σβούρα γυρνούσε μυστήρια μέσα στο στομάχι της και περισσότερη ενοχλητική ζέστη άναβε τα ζυγωματικά της.

«Δεν καταλαβαίνεις; Ε θα σου δείξω τότε. Ανέβα στη βάρκα» της είπε τότε και την πήγε στα ανοικτά.

 

Της είχε δείξει τις βασικές κινήσεις. Όσο ήταν μαζί της, όσο είχε το χέρι του από κάτω στο στομάχι της, η Αστέρω τα πήγαινε μια χαρά. Μόλις τραβούσε το χέρι του έχανε την συγκέντρωση της. Κωπηλάτησε μέχρι εκεί που ο βυθός χανόταν στο σκοτάδι και έριξε άγκυρα.

«Εδώ» είπε.

Η Αστέρω κοίταξε ανήσυχη το σκούρο νερό.

«Εδώ; Όχι εδώ Γιώργος.»

Ο Γιώργος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Καταλαβαίνοντας την πρόθεση του κουλουριάστηκε στον πάτο της βάρκας και έβαλε τις φωνές.

«Όχι Γιώργος!»

Την άρπαξε από τους ώμους και την σήκωσε βίαια όρθια. Γαντζώθηκε κι εκείνη από πάνω του και ταλαντεύτηκαν μπρος-πίσω μαζί πριν παρασύρει ο ένας τον άλλο σε μια άκομψη βουτιά στο νερό. Ο Γιώργος τινάχτηκε στην επιφάνεια του αφρού και κοίταξε γύρω του για την Αστέρω. Δεν υπήρχε καμία της ένδειξη.

«Αστέρω!»

Βούτηξε πάλι με τα μάτια ανοιχτά, ψάχνοντας να την εντοπίσει τρελός από αγωνία. Δεν είδε καμία κίνηση και βγήκε πάλι για αναπνοή.

«Αστέρω!»

Η Αστέρω έκανε την εμφάνιση της πίσω από την βάρκα, πλατσουρίζοντας. Κολυμπούσε. Χαρούμενη και υπερήφανη με το κατόρθωμα της πέρασε από δίπλα του ενθουσιασμένη.

«Κοίτα Γιώργος. Κολυμπάω.»

Γέλασε ανακουφισμένος, τα δάκρυα στο πρόσωπο του ευτυχώς αόρατα.

 

Το τέλος του αποσπάσματος αύριο

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

13

 

Σκαρφάλωσε πρώτος μέσα στη βάρκα. Μετά τράβηξε μέσα κι εκείνη. Μόλις την είχε στη βάρκα, δίπλα του, την αγκάλιασε πάνω του σφιχτά. Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα σαν τρελή. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει την ευθύνη που κουβαλούσε για αυτό το τόσο μοναδικό πλάσμα. Τι συνεπαγόταν όμως αυτής της ευθύνης; Δεν ήθελε να το σκεφτεί εκείνη την στιγμή. Ήταν ζωντανή. Και θα έκαμνε τα πάντα για να την προστατέψει, θα θυσίαζε ακόμα και την ίδια του την ζωή. Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Τραβήχτηκε και την κοίταξε. Η Αστέρω τώρα μπορούσε να δει τα δάκρυα του.

«Γιώργος;»

«Σ’αγαπώ. Δεν με νοιάζει πως νιώθεις εσύ για μένα. Δεν χρειάζεται να μ’αγαπάς. Ούτε θα γίνεις δικιά μου με το ζόρι. Αλλά εγώ σ’αγαπώ.»

Τον κοίταξε σοβαρή, σήκωσε το χέρι της και του χάιδεψε το μάγουλο, τα γένια. Δεν είπε τίποτα. Έμεινε σιωπηλή όλη την υπόλοιπη μέρα.

 

Το βράδυ πήγαν στην ταβέρνα του κυρ-Στέλιου, κάθισαν στο συνηθισμένο τους τραπέζι. Υπήρχε κάτι ξαφνικό και μαύρο που κρεμόταν θαρρείς πάνω από το κεφάλι τους. Δεν τολμούσαν να πουν τίποτα ο ένας στον άλλον. Εκείνος την κοίταζε σαν χαμένος, σαν πληγωμένος. Εκείνη βρισκόταν σε μια συνεχιζόμενη ταραχή από τη στιγμή εκείνη μέσα στη βάρκα. Είχε καταλάβει τι της είχε πει και ήταν τρομοκρατημένη. Η προοπτική να ανταποδώσει τα συναισθήματα του κουβαλούσε βαρύ τίμημα. Θα έπρεπε να αποδεχτεί πως δεν υπήρχε ελπίδα να καταφέρει ποτέ της να φύγει, να επιστρέψει πίσω. Ο ταβερνιάρης κατάλαβε πως κάτι έτρεχε μεταξύ των δύο νέων, γι αυτό και κράτησε μια ευγενική απόσταση χωρίς να τους στερήσει τη γνωστή, φιλική του περιποίηση. Φάγανε και ήπιανε, τιμήσανε ειδικά το μαύρο κρασί, από ένα μπουκάλι ο καθένας τους.

«Πάμε σπίτι Γιώργος» του είπε κάποια στιγμή.

Συμφώνησε μαζί της. Ήταν μάλλον λάθος η έξοδος τους εκείνο το βράδυ. Το κρασί τους βάρυνε το κεφάλι, σίγουρα δεν τους έφτιαξε τη διάθεση.

 

Όταν έφτασαν σπίτι την έστειλε μέσα και έμεινε δίπλα στο φορτηγάκι να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό με απόλαυση και κοίταξε τα άστρα. Που να το φανταζόταν; Κοιτούσε τον ουρανό τις νύχτες όλη του τη ζωή, ποτέ δεν φαντάστηκε πως ένα από τα μυστικά τους θα προσγειωνόταν μια μέρα στα κεραμίδια του. Και δεν θα ήταν κάποια ουράνια, συμπαντική αποκάλυψη, αλλά ένα κορίτσι. Όμορφο, υπέροχο, μοναδικό, και μπελάς και βάσανο σαν όλα τα άλλα. Ο Δημιουργός δεν έλεγε να βελτιώσει αυτό το τροπάριο. Βρήκε μια πέτρα στο έδαφος και πάνω της πάτησε την γόπα του. Πέταξε στο στόμα του μια τσίχλα με γεύση δυόσμο και πήρε τα σκαλοπάτια για το σπίτι του.

 

Η Αστέρω δεν ήταν στο καθιστικό. Άδειασε τις τσέπες του στον στενό πάγκο της κουζίνας, δίπλα στους λογαριασμούς τηλεφώνου και ρεύματος. Αυτόν τον μήνα τα ποσά ήταν ασυνήθιστα χαμηλά. Την ίδια στιγμή τα φώτα τους έκαιγαν πολύ πιο έντονα, το ψυγείο επιτέλους λειτουργούσε σωστά παρά τον καύσωνα, και η λήψη στο τηλέφωνο του είχε βελτιωθεί εντυπωσιακά. Ακόμα και η παλιά τηλεόραση του γιατρού όχι μόνο έπιανε όλα τα ελληνικά κανάλια πεντακάθαρα, μπορούσαν να δουν οποιοδήποτε πρόγραμμα από οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη. Ήξερε πως η ενσωμάτωση του σκάφους στο σπίτι έπαιζε κάποιον ρόλο, δεν τον ένοιαζε όμως να το ψάξει παραπέρα. Είδε πως ο ανεμιστήρας που κουβαλούσε μαζί της από δωμάτιο σε δωμάτιο έλειπε από το καθιστικό. Η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειστή και υπέθεσε πως εκεί τέλειωνε και η βραδιά τους. Έκλεισε τα φώτα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα του.

 

Το δωμάτιο του είχε μόνο ένα αμπαζούρ τοποθετημένο στο πάτωμα στη γωνία. Το φως του τελευταία είχε γίνει τόσο ενοχλητικό που είχε ρίξει από πάνω μια κόκκινη φανέλα. Το φωτιστικό άπλωνε τώρα μια ελαφριά κοκκινωπή απόχρωση στην σοβατισμένη πέτρα, δίνοντας στο δωμάτιο μια κακόγουστη αισθητική. Μια εντύπωση χαμένη στον ψαρά, πολύ περισσότερο σε μια εξώκοσμη. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του με την νυχτικιά της και τον περίμενε. Έμεινε έκπληκτος μόλις την είδε, μη ξέροντας τι να υποθέσει. Ο ανεμιστήρας της δούλευε δίπλα στο αμπαζούρ.

«Γιώργος.»

Σηκώθηκε όρθια και με μία κίνηση έβγαλε την νυχτικιά από πάνω της. Έμεινε γυμνή μπροστά του. Ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε έτσι, πρώτη φορά που μπορούσε να την κοιτάξει καλά, συγκλονισμένος από την προσφορά της.

 

Ήταν η πρώτη της φορά. Είχε ακούσει πιπεράτες αφηγήσεις από τις συμπολεμίστριες της κι αυτό ήταν όλο. Ήταν η πρώτη του φορά. Αντικρουόμενες θεωρίες από συνομηλίκους και κάποιες φωτογραφίες σε κάποιο περιοδικό όταν ήταν δώδεκα χρονών, κι αυτό ήξερε μόνο. Έτσι, λίγο αστεία, πολύ αμήχανα, κάπως ρομαντικά, δύο παιδιά πάσχισαν να εκδηλώσουν τα αισθήματα τους σε εκείνο το μαγευτικό τελικά σκηνικό, ανακαλύπτοντας τον έρωτα και βιώνοντας την αγάπη. Την δική τους.

 

Και έμειναν κλεισμένοι μαζί για μέρες, μέχρι να το πετύχουν.

 

Τέλος Αποσπάσματος

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Φίλε Ντίνο, το απόσπασμα από το μυθιστόρημά σου μου κράτησε πανέμορφη συντροφιά αυτό το μεσημέρι. Ούτε που κατάλαβα πώς έφυγαν οι γραμμές.

Είναι περίεργο, αλλά, χωρίς να περιγράφεις ιδιαίτερα τους χώρους, βρέθηκα εκεί. Είδα τα πάντα, το σημείο του ψαρέματος, το σπίτι του, το φορτηγάκι του, την ταβέρνα.

Ακόμα έχω την αίσθηση της αρμύρας που κολλάει πάνω στο δέρμα και της δροσερής νυχτερινής μυρωδιάς ενός παραθαλάσσιου τοπίου.

 

Οι κινήσεις, τα λόγια, οι σκέψεις των πρωταγωνιστών, όλα όσα έκαναν ήταν απόλυτα φυσικά, δεν βρήκα τίποτα που να μου φανεί λίγο αμήχανο. Ίσα-ίσα, πρόσθεσαν σε αυτή την αίσθηση της ζωντάνιας που με συνόδευε σε όλο το κείμενο.

 

Αν το εκδώσεις (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο), να είσαι σίγουρος ότι θα το αγοράσω, για να το απολαύσω τυπωμένο!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..