Jump to content

Η Φρίκη


Kafka

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κυριάκος Χαλκόπουλος

Είδος: Τρόμος

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3334

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Κάτι που έγραψα πριν απο λίγο καιρό. Θεωρώ οτι έχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία, και για την ώρα δεν το συμπεριλαμβάνω σε αυτά που στέλνω στους οίκους. Θα με ενδιέφερε πολύ να διαβάσω τη γνώμη σας :)

 

Η φρίκη

 

 

 

Μία περίοδο της ζωής μου- έχουν περάσει αρκετά χρόνια από αυτήν- όλα μου φαίνονταν εξαιρετικά δύσκολα. Με αυτό δε θέλω να πω ότι εστίαζα την προσοχή μου σε ζητήματα όπου υπήρχαν αληθινές δυσκολίες, όπως για παράδειγμα στις σπουδές μου, που ουσιαστικά είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά πως συνολικά αισθανόμουν ότι κουβαλούσα ένα τεράστιο φορτίο δυστυχίας. Αυτό έκανε το κάθε τι αληθινά σχεδόν αδύνατο για εμένα, με τη φυσική συνέπεια να περιορίζω όλο και περισσότερο τις δραστηριότητές μου.

 

Σίγουρα με όλα αυτά ήταν αναμενόμενο να μη μου μείνει σχεδόν κανένας φίλος, και για την ακρίβεια θα αντιστεκόμουν σχεδόν μέχρι θανάτου στην προοπτική να συναντηθώ με τον οποιονδήποτε από τον μικρό κύκλο των ατόμων που γνώριζα, και ο οποίος άλλωστε είχε ήδη συρρικνωθεί λόγω της μετανάστευσης αρκετών από αυτούς στο εξωτερικό.

 

Και ωστόσο συνέβη εκείνες ακριβώς τις ημέρες να γνωριστώ με κάποιον συνομήλικό μου, που παρόλο που για πολλούς λόγους θα όφειλα και να κρίνω ότι μία σχέση με αυτόν ήταν αταίριαστη, και σίγουρα δε θα μου προσέφερε τίποτα- μία κρίση που άλλωστε τελικά ήρθε αργότερα- εντούτοις πέρασα ένα μέρος μιας βραδιάς στο μικρό του σπίτι, σε έναν ψηλό όροφο ενός εκ των κτιρίων της οδού Ναυαρίνου.

 

Είχαμε ως τότε συναντηθεί μόνο μια φορά, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαμε μία έντονη συζήτηση για πνευματικά θέματα, που μάλλον αξίζουν περισσότερο να ονομαστούν μυστικιστικά, καθώς τότε ακόμα προσπαθούσα να οργανώσω την κατανόησή μου διαφόρων ιδιαίτερων και συχνά τρομακτικών εμπειριών μου. Και παρόλο που αντιστεκόμουν πολύ σε μία ερμηνεία τους που θα αφορούσε τέτοιες ιδέες- διότι μου προκαλούσαν, για ακαθόριστο λόγο, μία ισχυρή αποστροφή- από την άλλη θεωρούσα ότι είχε κάποιο ενδιαφέρον να ακούω έναν άλλο να υποστηρίζει τις απόψεις του που ελεύθερα συνέδεαν τέτοιες ψυχικές εμπειρίες με την ύπαρξη θεών.

 

Καθώς αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ήταν ένας δευτεροετής φοιτητής της Φυσικής- και είχε παραμείνει στάσιμος ήδη για ένα έτος εκεί- όμως όλα έδειχναν πως οι αντιλήψεις του για το μεγάλο φαινόμενο της ύπαρξης ήταν έντονα διαποτισμένες από θρησκείες της ανατολής.

 

Από την πλευρά μου ούτε γνώριζα, ούτε επιθυμούσα αληθινά να εξοικειωθώ με κάτι τέτοιο, και αυτό μολονότι, όπως ήδη άφησα να εννοηθεί, ήμουν αρκετά απελπισμένος εκείνο τον καιρό. Απλώς, ίσως, δε θεωρούσα ότι μία ενασχόληση με τις ινδικές αντιλήψεις θα μου προσέφερε κάποια βοήθεια. Ωστόσο τις άκουγα από εκείνον, προσπαθώντας- σα να ήταν αυτό ένα παιχνίδι- να διακρίνω τι σχηματισμοί δημιουργούνταν μέσα του από την πίστη σε αυτές τις θρησκοληψίες.

 

Όμως πρέπει και πάλι να τονιστεί, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο απλώς διότι αποτελεί κύριο στοιχείο της ζωής μου των περασμένων εκείνων ημερών, πως ήμουν τόσο βυθισμένος σε μία αρνητικότατη κρίση για τις δικές μου δυνάμεις, που ουσιαστικά έβλεπα ακόμα και αυτόν τον άνθρωπο, παρά τις αντιλήψεις του που με απωθούσαν, ως κάτι το απείρως πιο ελεύθερο από εμένα. Κατά συνέπεια δεν έλειπε από την στάση μου απέναντί του και κάποια διάθεση να παρατηρήσω για λίγο μια άλλη ζωή, σα να μπορούσα έτσι να αποτραβηχτώ για λιγάκι από τη δική μου θλίψη, που τότε ακόμα πίστευα ότι είναι παντοτινή.

 

 

 

Ονομαζόταν Κωνσταντίνος, και ήταν ένας ιδιαίτερα ψηλός και λεπτός νεαρός. Και εγώ τότε ήμουν λεπτός, όμως νομίζω ότι η δική του θέα μου έμοιασε αρκετά αρρωστημένα αδύνατη, και αυτό παρόλο που εκείνη την περίοδο συχνά δεχόμουν τις υποδείξεις του στενού μου περιβάλλοντος πως όφειλα να τρέφομαι καλύτερα και περισσότερο λόγω του φρικτού αδυνατίσματός μου. Μόνο που εγώ στον καθρέφτη δεν έβλεπα τίποτε δυσοίωνο ως προς το βάρος, αλλά σε άλλα πράγματα η κατάσταση έμοιαζε όντως τρομερή.

 

Ο Κωνσταντίνος καθόταν σε μία καρέκλα, όταν τον γνώρισα και μιλούσαμε, σκυμμένος, με τα μακριά του χέρια να μοιάζουν εξαιρετικά άκομψα και δυσανάλογα μεγάλα σε εκείνο το μικρό χώρο όπου βρισκόμασταν. Πέρα από το αδύνατο και ψηλό σώμα δεν τον διέκρινε κάτι ως προς την εμφάνισή του, φορούσε μαύρα ρούχα κάτω από τα οποία όμως διακρινόταν το κορμί του, σα να ήταν πατικωμένα πάνω του. Και εξ αρχής θα πρέπει να μου είχε φανεί όχι μόνο απωθητικός, αλλά ίσως και κάτι χειρότερο, αλλά από την πλευρά του φαίνεται ότι επιδίωξε να μου μιλήσει, και καθώς συνεχίζαμε μία συζήτηση για τη Σκέψη, το θέμα εξελίχτηκε, ανεπαίσθητα, στις ιδιαίτερες νοητικές καταστάσεις, και τελικά έγινε συγκεκριμένο καθώς προφέρθηκε η λέξη «οπτασία».

 

Εγώ αρχικά αρνήθηκα ότι είχα κάτι να πω γι αυτό, όμως με ενδιαφέρον άκουγα όσα είχε να επισημάνει εκείνος. Έτσι έγινε φανερό πως από την πλευρά του, παρόλο που δεν είχε δει κάτι τέτοιο, ή έστω δεν ήθελε να ονομάσει οτιδήποτε είχε όντως δει με αυτόν τον όρο- αφού φαίνεται τον επιφύλασσε για κάτι ανώτερο- ενδιαφερόταν πάρα πολύ για την πορεία προς ένα τέτοιο φαινόμενο, και υποστήριζε ότι αυτή αποτελεί το σημάδι μίας ανώτερης ζωής. Και είχε, όντως, να πει αρκετά πάνω σε αυτό. Ήταν αυτά κυρίως διανθισμένα με αναφορές σε ινδουιστικές θεότητες, όμως αυτά τα κομμάτια τα απαντούσα με ένα κούνημα του κεφαλιού μου και το αιώνιο, προσποιητά καλοσυνάτο χαμόγελό μου. Άλλα κομμάτια με ενδιέφεραν, και περίμενα αληθινά να ακούσω από αυτόν μία λέξη, μόνο που αυτή δεν ερχόταν.

 

Και η λέξη αυτή ήταν ο Τρόμος.

 

Καθώς εγώ από την πλευρά μου, πριν από έναν ισχυρότατο νευρικό κλονισμό μου στο δεύτερο έτος των σπουδών, αναζητούσα αληθινά μία πορεία προς τα βάθη του εαυτού μου, μόνο που κυρίως την πραγματοποιούσα αυτή μέσα από την φαντασίωση όλο και πιο τρομακτικών εικόνων. Βέβαια ο κάθε παρατηρητής θα μπορούσε να επισημάνει πως μία τέτοια έγνοια αναντίρρητα θα ενέτεινε όποιο άλλο πρόβλημα είχα, και οπωσδήποτε δε θα ήταν άμοιρη ευθύνης για την τελική έκβαση που είχαν τα πράγματα, εκείνο τον φοβερό ψυχικό κλονισμό. Ωστόσο εκείνη την περίοδο, στην Αγγλία, μόνος μου, επιχειρούσα να γνωρίσω τον εαυτό μου, στα δεκαεννιά μου χρόνια, και είχα καταλήξει σε αυτή τη μέθοδο. Έτσι κατά καιρούς δεχόμουν την επίσκεψη στο δωμάτιο μου κάποιων σκοτεινών μορφών του εφιάλτη, που τις έβλεπα δίπλα στα έπιπλα σα να ήταν ολότελα αληθινές.

 

Για την ακρίβεια τη στιγμή που τις έβλεπα- και ήταν νομίζω αυτό το πιο τρομερό, ή έστω κάτι ίσο ως προς τον τρόμο που προκαλούσε με τις ίδιες τις μορφές- έμοιαζαν να είναι κάτι που θα παρέμενε εκεί αιώνια, για πάντα θα ήταν καρφωμένο το βλέμμα μου πάνω τους, συνεχώς θα αυξανόταν ο τρόμος από την επίγνωση των αλλόκοσμων χαρακτηριστικών τους, ώσπου να βυθιστώ εντελώς στην άβυσσο της τρέλας, κυνηγημένος σε εκείνο το πηγάδι του νου από αυτές τις μορφές που θα έστεκαν έπειτα ισόβια στο στόμιό του, απαγορεύοντας την άνοδο, διαιωνίζοντας το ψυχικό μου γκρέμισμα.

 

Όμως πάντα, μα πάντα- αν και κάποιες φορές καθόλου άμεσα, καθόλου αβίαστα- τελικά έστρεφα το βλέμμα αλλού, και, τελικά, έπειτα από λίγη ώρα, η κατάστασή μου επανερχόταν σε κάποια ηρεμία, που παρόλο που ήταν φυσικά μονάχα σχετική, παρόλα αυτά σίγουρα αντιδιαστελλόμενη με την κατάσταση που με διακατείχε όταν έβλεπα την οπτασία ήταν μία αληθινά ειρηνική.

 

Και αυτές τις αναμνήσεις επανέφερα εκείνο το βράδυ, παρασυρμένος τελικά από το θέμα της συζήτησης, αλλά κυρίως από την πίστη ότι ήταν αρκετά σπάνιο να συναντήσω κάποιον άλλο ο οποίος ακολουθούσε μία πορεία στο νου του που όσο και αν διέφερε από τη δική μου πάντως περιείχε και κάποια κοινά σημεία, όπως το άσβεστο ενδιαφέρον για την αυτοπαρατήρηση, και ειδικά των βαθών της ψυχής.

 

Έτσι πέρασε η ώρα, και δίχως να το σκεφτώ αληθινά αποφάσισα να δεχτώ να ανταλλάξουμε τους τηλεφωνικούς μας αριθμούς, με την προοπτική κάποτε να συναντηθούμε και πάλι. Όμως ήταν σα να είχα ζήσει για λίγο σε ένα όνειρο, ένα όνειρο στο οποίο είχα βρει κάποιον υποτιθέμενο συνομιλητή για τα θέματα που με απασχολούσαν, όμως το όνειρο, οι λεπτές ίνες του, διερράγησαν μόλις σηκώθηκε αυτός από τη θέση του, διότι τότε είδα και πάλι εκείνο το αποκρουστικά λεπτό σώμα εντόμου, και τα χέρια που ήταν αιωνίως λυγισμένα στις άκρες τους, σα να είχαν γραπώσει κάποιο μεγάλο αντικείμενο, που το κρατούσαν όμως με ευκολία λόγω αυτού του αλλόκοτου λυγίσματος.

 

Ακολούθως επέστρεψα στο σπίτι μου, σε μία μακρινή περιοχή της πόλης, θλιμμένος από τον αναλογισμό της πιθανότητας να ξανακούσω εκείνον τον άνθρωπο.

 

Στην πραγματικότητα όμως αυτό ήταν μόνο ένα έλασσον ζήτημα. Σύντομα, ήδη από την πρώτη νύκτα, επέστρεψα στην συνηθισμένη μου καχεξία, τη λύπη, την φρίκη από τις εντυπώσεις μου για αυτό που νόμιζα πως ήταν η θέση μου στη ζωή.

 

Κάποια στιγμή όμως ήθελα αληθινά να μην είμαι μόνος μου, ήθελα- παρόλο που δεν πίστευα βέβαια ότι κάτι θα άλλαζε από αυτό- να νοιώσω για λίγο ότι αποτελώ και εγώ έναν ακόμα άνθρωπο, πως δε διαφέρω καθοριστικά από τους άλλους, και αυτό θα μου το αποδείκνυα τηλεφωνώντας σε εκείνον τον συνομήλικό μου.

 

Ήμουν βέβαια της γνώμης ότι δε θα με θυμόταν. Είχε αναφερθεί στη συζήτησή μας σε σχέσεις του με άλλους, οπότε θεωρούσα πως εγώ θα είχα αποτελέσει μονάχα μία μικρή, περαστική λεπτομέρεια στη ζωή του, δύσκολα θα γινόταν να ανακληθεί αυτή στη μνήμη. Ωστόσο λίγο αφότου σήκωσα το τηλέφωνο, υπερνικώντας την κάθε στιγμή τη λύπη μου και το δισταγμό μου, βρισκόμουν στο λεωφορείο που κατευθυνόταν στη νυκτερινή σιγή προς το κέντρο της πόλης, για να τον συναντήσω.

 

 

 

Αυτή τη φορά θα πήγαινα στο σπίτι του.

 

Και φαινόταν πως είχε κάτι να μου πει, κάτι που με ξάφνιασε. Δε μου αποκάλυπτε όμως τι ήταν, παρά μόνο ανέμενε να φτάσω πρώτα. Με περίμενε στην αρχή του μεγάλου πεζόδρομου, και μαζί βηματίσαμε ως το κοντινό κτίριο, σε εκείνο το συνεχόμενο τείχος των κτισμάτων, απέναντι από τα ρωμαϊκά ερείπια.

 

Ο ανελκυστήρας δεν δούλευε, και έτσι ανεβήκαμε από τις σκάλες. Αλλά τότε, καθώς ανέβαινα, με αυτόν μπροστά μου, σκέφτηκα αληθινά πόσο κακή ήταν η επιλογή μου να έρθω εδώ. Αληθινά δεν ήμουν για τέτοιες γνωριμίες, και το ένοιωθα καλά. Και ένοιωσα σα να στροβίλιζε γύρω μου ένα μαύρο πέπλο, που με απέκοβε από τους άλλους, αδιόρατο σε αυτούς, και σχεδόν και σε εμένα, μόνο που κάθε στιγμή ένοιωθα τις πυρακτωμένες άκρες του στο μέτωπό μου, στην αιώνια δυστυχία μου.

 

Διότι εκείνες τις μέρες, και σχεδόν αδιάλειπτα για χρόνια, όποτε κοιταζόμουν στον καθρέφτη έβλεπα κάτι κατάμαυρο, κάτι γλοιώδες, υπέργηρο, διογκωμένο. Και αυτή η εικόνα να ανεβαίνει στα σκαλιά ήταν καρφωμένη τότε στη φαντασία μου, και ήθελα όσο τίποτα να κάνω μεταβολή, να φύγω, να αποφύγω το φως στο δωμάτιο πάνω που θα έπεφτε πάνω σε αυτή τη φρικτή μορφή μου.

 

Και, τώρα που το σκέφτομαι, δεν υπήρχε αμφιβολία πως όλα αυτά με ανάγκαζαν να νοιώθω υποδεέστερος από τον Κωνσταντίνο, παρόλη την αλλόκοτη εντύπωση που μου έκανε. Θα πρέπει να τον φανταζόμουν ως ένα πλάσμα γεμάτο ζωή, και αυτή η εντύπωση να συνυπήρχε με την άλλη, εκείνη του εντόμου που πετάγεται από το ένα σημείο στο άλλο, με μεγάλα, απότομα διανοητικά άλματα, γεμάτα με τα λάθη των θρησκευτικά εμπνευσμένων θεωρήσεων.

 

Και πέρασε αρκετή ώρα έτσι, ενώ είχαμε φτάσει πάνω, με εμένα να προσπαθώ να χαμογελάσω βεβιασμένα, με τα φρύδια μου όμως να ανασηκώνονται δυσοίωνα και μάλλον αφύσικα, και τον οικοδεσπότη μου να κοιτάει ανέκφραστος προς το μέρος μου, προλογίζοντας αυτό που ήθελε τόσο να μου πει.

 

 

 

Τι ήταν όμως αυτό; Είχαμε αρχίσει μία ακόμα συζήτηση, που με είχε κάνει ίσως και πάλι, έστω για λίγες στιγμές, να νοιώθω πιο ζωντανός. Φαινόταν ότι ο Κωνσταντίνος είχε κάτι ιδιαίτερο να μου εκμυστηρευθεί. Καθόμασταν σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο, που ήταν ταυτόχρονα το υπνοδωμάτιό του αλλά και ένας χώρος όπου υποδεχόταν τους καλεσμένους του, και η μοναδική του επίπλωση ήταν δύο καρέκλες που είχαμε καταλάβει, το ξύλινο κρεβάτι και ένα μικρό γραφείο, γεμάτο με βιβλία, επίσης από παλιό ξύλο.

 

Τα ζήλευα όλα αυτά. Τα άσκημα, φθαρμένα έπιπλα, το τόσο στενό δωμάτιο, τα βιβλία, που εκτός από μερικά που ανήκαν στο επιστημονικό του αντικείμενο, ήταν ανεξαιρέτως όλα πνευματιστικά. Και τα ζήλευα παράφορα, με τη σκέψη ότι ήθελα εγώ να ήμουν κάποιος που ζούσε εκεί, ακόμα και εκεί, αλλά όχι όπως ήμουν, κάπως αλλιώς, με μία φυσιολογική, ανθρώπινη μορφή, δίχως αυτή την σκοτεινιά πάνω μου. Και δε θα πρέπει να αμφιβάλω ότι έτσι έβλεπα τον Κωνσταντίνο σαν κάποιον όπως σημείωσα ελεύθερο να ζει, ελεύθερο να περιφέρεται στον κόσμο, ικανό να διαλογίζεται τα νοητικά του θέματα, και ταυτόχρονα να αποτελεί, όπως και ο κάθε άνθρωπος, μία ισχυρή εστία ζωής στον απέραντο κόσμο.

 

Πολλά χρόνια αργότερα μόνο κατάλαβα πως όλη αυτή η προβολή ζωής σε εκείνον, αλλά και σε άλλους, ήταν μέρος των δεινών μου, μέρος της τόσο ζοφερής μου κατάστασης.

 

Αλλά τότε ακόμα δεν μπορούσα να κάνω τέτοιες επισημάνσεις. Έτσι αποζητούσα τουλάχιστον να αφοσιωθεί η προσοχή μου, όσο μπορούσε, στη συζήτηση μαζί του, για να πετύχω έτσι τουλάχιστον να ζήσω, όχι αληθινά, αλλά σε ένα αντιφέγγισμα της ζωής που θα ήθελα να έχω.

 

Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος με κοιτούσε με σοβαρότητα, και σχεδόν με ένα βλέμμα που έδειχνε ότι με αποδεχόταν πλήρως, παρόλο που δεν επισημαινόταν σε αυτό κάποιο θετικό συναίσθημα για την παρουσία μου εκεί.

 

Και συζητήσαμε, συνεχίσαμε την παλιά συνομιλία. Εγώ αναφέρθηκα σε κάποια οπτασία που είχα δει, όσο ακόμα συνεχίζονταν οι σπουδές μου, και εκείνος άκουγε με προσοχή. Κάποια στιγμή με επαίνεσε για τη διεισδυτική μου γλώσσα. Αυτό με χαροποίησε, διότι έκρινα ότι μόνο η ευφυής μου σκέψη πλέον αποτελούσε κάποιο στοιχείο μου που με διέκρινε θετικά, και επιδίωκα βέβαια, έστω άτονα, την επιβεβαίωση της γνώμης μου γι αυτήν.

 

Όμως εκείνος είχε κάτι άλλο να μου πει, και όταν τελείωσα την σύντομη αναφορά μου, σηκώθηκε από τη θέση του για να πάει στο γραφείο. Όπως αποδείχτηκε ήθελε να ψάξει κάτι στα βιβλία, και όντως τράβηξε μέσα από ένα ένα φύλλο, μεγαλύτερο όπως πρόλαβα να διακρίνω από τις σελίδες του, αλλά διπλωμένο. Και, ακουμπώντας με φιλικά στον ώμο, μου το παρέδωσε.

 

 

 

Ήταν μία ζωγραφιά. Αναπαριστούσε ένα πλάσμα που είχε το κεφάλι ενός ελέφαντα, αλλά τέσσερα ανθρώπινα χέρια, και το υπόλοιπο σώμα του ήταν εντελώς ανθρώπινο. Το πλάσμα ήταν ξαπλωμένο σε μία μικρή μπανιέρα, με μερικά στίγματα γύρω του στην επιφάνεια του νερού, που ο Κωνσταντίνος μου υπέδειξε ότι ήταν πέταλα λουλουδιών. Το σκίτσο ήταν μαύρο, όμως ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να τα φανταστώ ως κατακόκκινα.

 

«Αυτός είναι ο θεός Γκάνεσα» πρόσθεσε, καθώς σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. «Τώρα έλα μαζί μου, σε παρακαλώ».

 

Σηκωθήκαμε, κάτι δυσάρεστο για εμένα διότι εγκατέλειπα το γνώριμο δωμάτιο με την πιθανή συνέπεια να ενισχυθεί, όπως φοβόμουν, η στενάχωρη έγνοια μου για τον εαυτό μου, και περνώντας από την κουζίνα φτάσαμε μπροστά σε μία πόρτα, τη μοναδική άλλη του σπιτιού. Ο Κωνσταντίνος την άνοιξε, και με το χέρι του, που μου φάνηκε για άλλη μια φορά ασυνήθιστα μακρύ και οστεώδες, άναψε το φως. Κατόπιν μου ζήτησε να τον ακολουθήσω μέσα στο δωμάτιο, παρόλο που ήταν φανερό ότι μόλις που χωρούσαν όρθια εκεί δύο άτομα.

 

Όλο αυτό είχε γίνει, όπως γρήγορα μου εξήγησε, διότι ήθελε να δω την μπανιέρα. Ήταν, λοιπόν, η ίδια με εκείνη στο σκίτσο. Εκεί είχε υποστεί, το προηγούμενο βράδυ, ενώ γύρισε κουρασμένος από τη σχολή του, αυτό που ονόμασε ως τη «Θεοφάνεια του Γκάνεσα», δηλαδή την εμφάνιση μιας οπτασίας στην οποία εκείνο το πλάσμα ήταν ακουμπισμένο στη μπανιέρα με τα χέρια του να κινούνται τελετουργικά.

 

«Ήθελα να σου μιλήσω γι αυτό» σημείωσε, ενώ έκλεισε το φως καθώς είχα με την υπόδειξη του βγει και πάλι από εκεί, «λόγω της μεγάλης εντύπωσης που μου έχει κάνει ο λόγος σου. Αληθινά έχεις τη δυνατότητα να εξερευνάς σε βάθος, με μεγάλη λεπτομέρεια αυτά που βιώνεις, και ήθελα να ζητήσω τη βοήθειά σου».

 

Ήθελα να του πω ότι δεν πίστευα πως μπορούσα να του φανώ χρήσιμος, διότι προφανώς οι δικές του εμπειρίες ήταν βαθιά, άρρηκτα συνδεδεμένες με μια πίστη οργανωμένη και μελετημένη σε βιβλία, ενώ οι δικές μου εξ αρχής είχαν νοηθεί από εμένα ως ολότελα προσωπικές, ως εκφάνσεις ενός κλειστού κόσμου, του δικού μου κόσμου, που δεν τον υπερέβαιναν σε σημασία.

 

Ωστόσο όλα αυτά τα άκουσε δίχως να μοιάζει να κλονίζεται η πεποίθησή του πως χρειαζόταν να συζητήσει κάτι ακόμα μαζί μου, και έτσι όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιο, συνέχισε να αφηγείται για την οπτασία του του περασμένου βραδιού.

 

«Φυσικά ήμουν εντελώς ξαφνιασμένος, και για την ακρίβεια την πρώτη στιγμή είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν καταλάβαινα καθόλου τι συνέβαινε, αλλά μάλιστα συνέχιζα να περπατώ στο μπάνιο σα να ήμουν μόνος μου. Οπότε μπορείς να αρχίσεις να συλλαμβάνεις την έκπληξή μου όταν τελικά υποχρεώθηκα να δεχτώ πως κάτι ιδιαίτερο, κάτι μοναδικό είχε γίνει. Αλλά μία στιγμή μονάχα αφότου το διέκρινα αυτό, η οπτασία έληξε, και μάλιστα με έναν τρόπο που με απασχολεί τώρα πολύ».

 

Εγώ ισχυρίστηκα ότι ποτέ δεν είχα δει κάτι παρόμοιο. Φυσικά δεχόμουν ως ένα κοινό σημείο το βύθισμα στον εσωτερικό κόσμο, και την αναπάντεχη εξέλιξή του, όμως δε διέκρινα τι άλλο υπήρχε εδώ που να είναι συναφές με τις δικές μου εμπειρίες.

 

«Και όμως υπάρχει ένα ακόμα κοινό σημείο με το δικό σου ταξίδι. Θυμάμαι πολύ καλά πως μου είχες αναφέρει μία μαύρη μορφή που είχες δει, η οποία ήταν στραμμένη προς τον τοίχο του δωματίου όπου έμενες. Αρχικά είχες θεωρήσει- μου φαίνεται αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον- πως ήταν μονάχα μία ακαθόριστα δημιουργημένη σκοτεινή λωρίδα πάνω στο λευκό τοίχο, έτσι που σκέφτηκες εκείνη τη στιγμή μήπως υπήρχε κάποια καταστροφή σε έναν σωλήνα πίσω από αυτόν. Αλλά, σε μια στιγμή, το συνειδητοποίησες ότι ήταν αυτό κάτι πολύ διαφορετικό, και, τότε, η μορφή γύρισε, με ένα τίναγμα, και σε έκανε να τρομοκρατηθείς από αυτό που είδες!

 

Το ίδιο συνέβη και με εμένα. Ήμουν υπνωτισμένος, κοιμόμουν, δεχόμουν την παρουσία του Γκάνεσα σαν κάτι το ολότελα φυσικό. Τα κόκκινα λουλούδια που κυλούσαν στο νερό της μπανιέρας, τα χέρια του που σα να έκλωθαν αργά αργά ένα αόρατο νήμα, γίνονταν αντιληπτά σαν κάτι το ολότελα επίγειο, ενταγμένο στη ζωή μου, και τότε ο Γκάνεσα γύρισε με μία φοβερά απότομη κίνηση το πρόσωπό του προς εμένα, και έμεινα άναυδος. Σε μια στιγμή γέμισα από απειράριθμα συναισθήματα, που όλα όμως- όπως σημείωσες κάποτε και εσύ- «έσπρωχναν προς μία σαφή κατεύθυνση». Ήταν σα να προχωρούσα σε ένα διάδρομο και τώρα γινόταν κατανοητό ότι προχωρούσα, και τώρα μόνο γινόταν κατανοητό ότι ήταν αυτό ένας διάδρομος, και τέλος τώρα μόνο καταλάβαινα πόσο είχα προοδεύσει στην πορεία μου και πόσα μπορούσα να περιμένω από αυτήν, αρκούσε μονάχα να κάνω μόνο ένα ελάχιστο, ένα τελευταίο βήμα. Ούτε καν ένα βήμα, απλώς να υποδείξω στον εαυτό μου ότι δεχόμουν να προχωρήσω, αυτό ήταν αρκετό για να εμφανιστούν όλα όσα προοιωνίζονταν πως υπήρχαν στο τέλος του διαδρόμου τώρα μπροστά μου».

 

«Αλλά εγώ δεν έκανα αυτό το βήμα. Αντίθετα το πρόσωπό του Γκάνεσα με βύθισε στην κόλαση, αυτό το αυστηρό πρόσωπο, που έμοιαζε να υπόσχεται τρομακτικές τιμωρίες. Και λύγισα, πισωπάτησα, παρακάλεσα κρύβοντας σε χέρια που έμοιαζαν χιλιάδες το πρόσωπό μου, μακριά ήθελα να φύγει εκείνη η εικόνα. Και αυτό συνέβη. Μόνο έπειτα από λίγο, καθώς η πλάτη μου ακουμπούσε στον τοίχο και σιγά σιγά γλιστρούσε πάνω σε αυτόν, με όλο το σώμα να χαμηλώνει, κατάλαβα τι έκανα, κατάλαβα ότι είχα πει όχι σε έναν θεό».

 

 

 

Αυτά ήταν, όπως τα συγκράτησα, όσα μου ειπώθηκαν από τον Κωνσταντίνο εκείνο το βράδυ. Εγώ από την πλευρά μου αρκέστηκα να του πω ότι φυσικά έμοιαζε να έχει δίκιο πως είχε αρνηθεί μία σημαντικότατη εξέλιξη πνευματική, όμως κανείς δεν μπορούσε να ξέρει σε τι θα γινόταν να είχε οδηγήσει. Και εγώ είχα αρνηθεί αντίστοιχες κινήσεις καθοριστικές, αλλά θυμόμουν πολύ καλά τον τρόμο που συνόδευε τη σκέψη ότι αντίθετα αν δεν έλεγα ένα όχι τότε θα άλλαζαν τόσο δραματικά τα πάντα που δεν αποκλειόταν αυτή τη αλλαγή να ήταν ικανή και να με αφανίσει, οτιδήποτε νόμιζα ως τότε πως ήμουν.

 

Και, σε λιγάκι, είχα φύγει από εκείνο το χώρο. Βημάτιζα στην οδό Ναυαρίνου, που μέσα στη προχωρημένη νύκτα είχε ακόμα κόσμο. Επιβιβαζόμενος στο λεωφορείο θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως τουλάχιστον οι απειλές που συνάντησα στη ζωή μου τη νοητική δεν ήταν μοναδικές για εμένα. Υπήρχαν και για άλλους. Και, τώρα, πάνω από μισή δεκαετία αργότερα, καταγράφω αυτή την ιστορία, ως ένα μνημείο μιας περιόδου στην οποία αντιμετώπιζα τόσες πολλές απειλές από παντού, αλλά τελικά κατάφερα κάτι που όσο και αν μου φαινόταν τότε ασήμαντο, τώρα μου μοιάζει να ήταν η σημαντικότερη υπό εκείνες τις συνθήκες νίκη: Κατάφερα να μην διαλυθώ ολότελα, και μελλοντικά να πετύχω να οργανωθώ πολύ καλύτερα, έτσι που όλη εκείνη η περίοδος μοιάζει τώρα με έναν μακρινό εφιάλτη. Και υπό μία έννοια είναι αυτή τώρα που παρουσιάζεται κατά καιρούς μπροστά μου σα μία σκοτεινή μορφή, που όμως παρόλο που σε ένα βαθμό με θέλγει να την πλησιάσω, δεν υπάρχει άλλο η δυνατότητα να ενωθώ μαζί της, σε ένα τρέξιμο σε κάποια αφάνταστα τρομερή, καινοφανή νέα ανακάλυψη στα ατέλειωτα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..