constantinos Posted June 12, 2011 Share Posted June 12, 2011 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Κωνσταντίνος Μίσσιος Είδος: τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Μέχρι στιγμής όχι Αυτοτελής; Οχι Σχόλια: Αυτή η ιστορία αν κατάφερνα να την περιορίσω στις 3000 θα έπαινε σε παλιότερο διαγωνισμό τρόμου. Τελικά έμεινε ημιτελής μέχρι που αποφάσισα να την τελειώσω συνοδεύοντάς τη από εικονογράφιση. Το μοναστήρι Στεκόταν στην άκρη της αβύσσου με το βλέμμα της πυρετικά προσυλωμμένο στη σιλουέτα που αιωρούνταν στο απέραντο κενό. Μοναχική, μέσα στην άπειρη μοναξιά του μεσοδιαστήματος, τρομαχτική μέσα στον τρόμο του κενού. Κοιτούσε τη φυλακή της ενώ εκείνη έμοιαζε να της χαμογελά κακόβουλα γεμάτη παράξενες γωνίες και με αναπάντεχες αντανακλάσεις καθώς το αστέρι του Μερόη είχε κρυφτεί πίσω της χαρίζοντας της μια άρρωστη άλω. Σαν το χαμόγελο του θείου της εκείνη τη μέρα, σκέφτηκε. Φοβόταν και μπροστά σ’ αυτό το θέαμα σκεφτόταν πως η φρικτή εξόντωση της οικογένειας της ίσως να ήταν καλύτερη μοίρα από τη δική της. Τη μοίρα των ηττημένων μιας μάχης που στα δεκατέσσερα της δεν είχε προλάβει να κατανοήσει αρκετά. «Ο σκοτεινός θεός έχει πάντα ανάγκη από καινούργιες νύφες», ήταν τα λόγια του θείου της όταν την έσυραν μπροστά του για να ακούσει την απόφαση του. Θυμήθηκε τα δάχτυλα του που έπαιζαν μηχανικά μ’ ένα φυλαχτό όση ώρα της μιλούσε. Είχε αποτυπωμένο πάνω του τον ουροβόρο θεό, το θεό που καλούνταν να υπηρετήσει σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. Εξόριστη σ’ έναν τάφο. Άπωφης ο πανάρχαιος! Άπωφης, ο θεός του χάους και του σκότους. Εκείνος που είχε επιβιώσει τις χιλιετίες των αλλαγών της ανθρωπότητας κι είχε επανέλθει με μια λατρεία που λίγοι είχαν το σθένος ν’ ακολουθήσουν ολοκληρωτικά. Άπωφης… Ανατρίχιασε καθώς το μεταγωγικό πλησίαζε αργά το αντικείμενο έξω από το παράθυρο της κάνοντας το να μεγαλώσει και να καλύψει κι άλλο από το οπτικό της πεδίο. Μονάχα η αύρα του Μερόη παρέμενε. Εκείνο το φωτοστέφανο δυσοίωνης αγιότητας. Για μια στιγμή κοίταξε την άβυσσο του διαστήματος, σπαρμένη με αμυδρά αστέρια κάτω από τα πόδια της. Καμία διέξοδος. Μόνο ο εφιάλτης που συνεχιζόταν. Άκουσε κάποιον να μπαίνει ήσυχα στην καμπίνα. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει. Η Τίκι ήταν πάντα διακριτικά παρούσα στη ζωή της οικογένειας της. Διακριτική κι αφοσιωμένη. «Μεγαλειοτάτη…», την άκουσε να κομπιάζει καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει το σπάσιμο στη φωνή της. «Πρέπει να ετοιμαστείτε. Σε λίγο θα ήμαστε εκεί». «Εντάξει Τίκι», απάντησε επιμένοντας στη θέα του παραθύρου. Η προσφώνηση μεγαλειοτάτη που μετά το θάνατο της μητέρας της η Τίκι επέμενε να χρησιμοποιεί, ενοχλούσε αφάνταστα την Αργυρώ. Της φαινόταν σαν κοροϊδία. Ίσως επειδή την είχε χρησιμοποιήσει κι ο θείος της με εκείνο το ταλέντο του να κάνει όλες τις λέξεις ν’ ακούγονται ολοφάνερα ειρωνικές. Χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο, η υπηρέτρια έφυγε με τον ίδιο ήσυχο τρόπο αφήνοντας τη πάλι μόνη. Τώρα το αντικείμενο έξω είχε μεγαλώσει αρκετά και μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες. Μπορούσε να δει τις συστρεφώμενες γραμμές που σαν ιδεογράμματα γέμιζαν τις κεκλιμένες επιφάνειες, τις πριονωτές άκρες των πυραμίδων και τους πύργους που θύμιζαν σβησμένους κρυστάλλους. Τελικά τράβηξε τα μάτια της από το παράθυρο κι εκείνο υπακούοντας σε κάποια αόρατη εντολή χάθηκε αφήνοντας πίσω του μονάχα μια στιλπνή λευκή επιφάνεια. Η Αργυρώ προετοίμασε τον εαυτό της… 1 Είδε ότι η Τίκι έκλαιγε. Έκλαιγε κοιτώντας τη πίσω από τις πλάτες των φρουρών που στέκονταν ανάμεσα σ’ εκείνη και το μεταγωγικό. Μα τι περίμεναν, αναρωτήθηκε κοιτώντας φευγαλέα τα ανέκφραστα πρόσωπα τους. Ότι θα σκεφτόταν να τους επιτεθεί; Ότι θα έπεφτε στα γόνατα κλαίγοντας γοερά και παρακαλώντας για έλεος; Φοβόταν αλλά η περηφάνια της δε θα την άφηνε ποτέ να το δείξει. Όχι μπροστά τους τουλάχιστον. Άλλωστε ήξερε πως ότι κι αν έκανε δε θα άλλαζε κάτι. Πήρε μια βαθιά θαρραλέα ανάσα και ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα τρυφερότητας στο γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο της Τίκι, γύρισε και προχώρησε στον μουντό κόσμο πέρα από τα όρια της τριγωνικής πύλης στην οποία είχε δέσει το μεταγωγικό. Αμέσως η πύλη κατέβηκε από ψηλά και σφράγισε αθόρυβα πίσω της. Γύρισε φοβισμένη προς την αδιαπέραστη επιφάνεια που την είχε αποκόψει οριστικά από τον έξω κόσμο και για μια στιγμή ένα συναίσθημα ασφυξίας τη διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον χώρο που ανοιγόταν μπροστά της. Ένας τεράστιος διάδρομος. Μεγάλος σα λεωφόρος έμοιαζε να συνεχίζεται για πάντα ακριβώς όπως η οροφή που σχημάτιζαν οι κεκλιμένες πλευρές των τοίχων χανόταν σε μια σκοτεινή ασάφεια. Ήταν ολομόναχη και μονάχα ένα φτενό φως που ερχόταν από τεράστια ορθογώνια ανοίγματα στη στοά καταλάγιαζε λίγο το φόβο μέσα της. Ερημιά. Ήταν σίγουρη πως οι μοναχές θα την περίμεναν αλλά το μέρος έμοιαζε περισσότερο με άδειο μαυσωλείο παρά με μοναστήρι και για λίγο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να μείνει εκεί που ήταν. Τελικά αποφάσισε ότι αυτό ήταν μάλλον ανόητο και προσπάθησε ξανά να διακρίνει κάτι στο βάθος της στοάς. Ν’ ακούσει κάποιον ήχο ζωής. Ανθρώπινης ζωής. Ησυχία. Κατέβηκε τα λίγα πλατιά σκαλιά από την πύλη μέχρι το διάδρομο κι άρχισε να τον διασχίζει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Καθώς προχωρούσε όμως, τόσο ζωντάνευε μέσα της μια αίσθηση ότι το μέρος την παρακολουθούσε σιωπηλά ενώ εκείνη έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα του. Σύντομα ο απωθητικός, κρύος γιγαντισμός που διαπερνούσε τα πάντα έγινε αβάσταχτα καταπιεστικός. Ο διάδρομος συνεχιζόταν για πεντακόσια περίπου μέτρα όταν αναπάντεχα την οδήγησε σε ένα χάσμα. Στην ανατριχιαστική θέα προς το εσωτερικό τούτου του σκοτεινού κόσμου. Γκρίζες λάμψεις, σαν στιγμιαίες ηλεκτρικές εκκενώσεις, σαν άηχες αστραπές μιας καταιγίδας διέλυαν το πυκνό σκοτάδι αποκαλύπτοντας ένα κολοσσιαίο βάραθρο κάτω από τα πόδια της. Μια μεταλλική γέφυρα ένωνε το σημείο όπου στεκόταν με την απέναντι πλευρά. Κι εκεί, θρονιασμένο στο βάθος και σε διαδοχικά στιγμιότυπα, η Αργυρώ είδε το μοναστήρι. Ο οίκος του Άπωφη στεκόταν άκαμπτος σαν ένα παράξενο γεωλογικό μόρφωμα. Σαν το αποτέλεσμα αλλόκοτων τεκτονικών διεργασιών όπου ένα αφύσικο λιωμένο υλικό είχε πέσει από τον σκοτεινό ουρανό για να στερεοποιηθεί στιγμιαία πάνω στο μέταλλο. Μοιάζει με μάζα τεράστιων κουλουριασμένων φιδιών, σκέφτηκε με φρίκη. Το όλο θέαμα την είχε κάνει να παγώσει και ίσως να μην είχε προχωρήσει παρά πέρα αν δε διέκρινε μια φιγούρα να διασχίζει αργά τη μεταλλική γέφυρα, κουβαλώντας ένα ασθενικό φως μαζί της. Μια μαυροφορούσα γυναίκα πλησίασε αμίλητη τη Αργυρώ και σηκώνοντας ένα παλιομοδίτικο φανάρι με κερί, την εξέτασε προσεκτικά. Στο χλωμό φως η Αργυρώ αντίκρισε ένα φασκιωμένο με μαύρο ύφασμα πρόσωπο να λάμπει κιτρινιάρικο με ανέκφραστα πεθαμένα μάτια. «Είμαι η αδελφή Χθονία. Καλωσορίσατε στο πανάγιο μοναστήρι του σκοτεινού θεού μεγαλειοτάτη», είπε η γυναίκα με φωνή επίπεδη σαν να ξεστόμιζε λέξεις χωρίς ουσιαστικό νόημα. Απέναντι στο άδειο ύφος της μοναχής η Αργυρώ ένιωσε την απελπισία της να μεγαλώνει καθώς η τελευταία ελπίδα της για παρηγοριά βούλιαξε μέσα στο περιρρέον σκοτάδι. «Σας ευχαριστώ αδελφή», απάντησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε στη μοναχή ενώ εκείνη, χωρίς απάντηση, της γύρισε την πλάτη αρχίζοντας να διασχίζει ξανά τη γέφυρα που οδηγούσε πίσω στο μοναστήρι. Η Αργυρώ την ακολούθησε κρατώντας μια απρόθυμη απόσταση καθώς ένα κακό προαίσθημα την τύλιξε πιο σφιχτά κι από το ράσο της μοναχής. Από κοντά το συγκρότημα του μοναστηριού ήταν ακόμα πιο απωθητικό. Η μουντή, τεφρή επιφάνεια των τοίχων θύμιζε βλογιοκομμένο δέρμα έτοιμο να διαλυθεί στο πρώτο άγγιγμα· αλλά το άγγιγμα ήταν κάτι που η Αργυρώ ήθελε ν’ αποφύγει με κάθε τρόπο. Ένιωσε πως αν ακουμπούσε τούτο το υλικό, η αποσάθρωση θα μεταγγιζόταν και σ’ εκείνη. Θα διαπερνούσε το σώμα της φτάνοντας στα τρίσβαθα της ύπαρξής της και μέσα στο μυαλό της, μολύνοντας όλα εκείνα που αγαπούσε. Οι αναμνήσεις ήταν τώρα πια τα μοναδικά πράγματα που της είχαν απομείνει. Μαζί με τη μοναχή διέσχισαν σιωπηλούς δαιδαλώδεις διαδρόμους και εσωτερικές αυλές, ανέβηκαν σκάλες και πέρασαν γιγάντιες σκοτεινές αίθουσες με μονολιθικούς κίονες ώσπου να φτάσουν στο προορισμό τους, μια ταπεινή και μικροσκοπική κλειστή πόρτα. Εκεί η αδελφή Χθονία σταμάτησε και χτυπώντας απαλά άνοιξε κάνοντας της νόημα να περάσει. Η Αργυρώ πέρασε διστακτικά κι η πόρτα έκλεισε πίσω της απαλά. Μέσα το σκοτάδι λούφαζε παντού σαν παραχαϊδεμένο ζώο και μονάχα το απαλό φως ενός κεριού αγωνιζόταν να κάνει αισθητή την παρουσία του διαγράφοντας αμυδρά τα αντικείμενα του χώρου. Κοίταξε στο βάθος μια μορφή που καθόταν άκαμπτη πίσω από ένα γραφείο. Το κερί όμως δεν την βοήθησε να διακρίνει ποιος την περίμενε εκεί. Πίσω από το γραφείο ένα μεγάλο παράθυρο σπαρταρούσε από τις παράξενες ηλεκτρικές λάμψεις τυφλώνοντας την Αργυρώ και κάνοντας τη μορφή να χάνεται ακόμα περισσότερο στο ακαθόριστο. «Πλησίασε», άκουσε μια βαθιά γοητευτική φωνή και την ίδια στιγμή ένιωσε τα μέλη της να χαλαρώνουν έτοιμα να υπακούσουν υπνωτισμένα στην εντολή. Πλησίασε αργά και στάθηκε απέναντι στην γυναίκα που την είχε καλέσει. Στο φως μιας σύντομης λάμψης η Αργυρώ κατάφερε επιτέλους να δει το πρόσωπο της και με δυσκολία συγκράτησε ένα επιφώνημα φρίκης. Οι κόγχες των ματιών της μοναχής ήταν άδειες. Σαν δυο τρύπες στο τίποτα. Σαν δυο μαύρα φεγγάρια. Συγκρατήσου!, πρόσταξε τον εαυτό της. Είναι απλά μια τυφλή γριά. Η γυναίκα έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της και πήρε μια βαθιά ανάσα σα να οσμίζονταν τον αέρα. «Σε φοβίζω;», ρώτησε. «Όχι… κυρία», απάντησε θέλοντας απελπισμένα να στρέψει το βλέμμα της αλλού. Και θα μπορούσε να το είχε κάνει. Ήταν τυφλή, δε θα το καταλάβαινε, αλλά… αλλά είχε μυριστεί το φόβο της. «Χαίρομαι κόρη μου. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι την άσχημη όψη μιας γριάς», είπε και χαμογέλασε. «Αυτό υποθέτω είναι και το πρώτο σου μάθημα για το σκοτάδι: κρύβει την ασχήμια. Και την ομορφιά. Εξισώνει τα πάντα αποδεσμεύοντάς τα από τα δεσμά της εικόνας αφήνοντας να φανεί η αληθινή τους φύση. Είναι σπλαχνικό… δε συμφωνείς;» Αισθάνθηκε υποχρεωμένη να συμφωνήσει. «Είμαι η αδελφή Αβυσσαλέα και έχω την τιμή να προΐσταμαι στον άγιο τούτο οίκο», είπε διακόπτοντας απότομα την κατήχηση. Η Αργυρώ έσκυψε συγκρατώντας μια ακόμα βιαστική ανάσα. Ώστε αυτή ήταν η ηγουμένη του μοναστηριού κι αυτό το πρόσωπο του καινούργιου της δεσμοφύλακα. Σα να μάντεψε τις σκέψεις της η ηγουμένη Αβυσσαλέα, αποφάσισε να δώσει έναν πιο αυταρχικό τόνο στη φωνή της. «Το μοναστήρι μας είναι αρκετά αυστηρό όσον αφορά τους κανόνες. Οι δόκιμες μοναχές απαγορεύεται να κυκλοφορούν ασυνόδευτες στους χώρους του μοναστηριού. Αυτό είναι σημαντικό και αφορά εξίσου τα ιεραρχικά σας καθήκοντα όσο και λόγους ασφαλείας», είπε και συμπλήρωσε με έναν πιο σκεφτικό τόνο, «Το μέρος τούτο… είναι παλιό και πολλά πράγματα μέσα του λειτουργούν με τρόπους ακατανόητους για τους σημερινούς ανθρώπους βάζοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια τους. Οπότε θα σου συνιστούσα να πάρεις σοβαρά τις συμβουλές μου». Η Αργυρώ έσκυψε το κεφάλι ασυναίσθητα. Μια ζωή είχε μάθει να ακολουθεί κανόνες και να κάνει ότι της έλεγαν. «Μάλιστα», ψιθύρισε άτολμα. Η ηγουμένη χαμογέλασε ξανά. «Επίσης οι ποινές είναι αρκετά αυστηρές για όσες δόκιμες ή μοναχές δεν τηρούν τις ώρες της προσευχής και της κατάκλισης. Καμιά, μα καμιά δεν επιτρέπεται να περιφέρεται ασκόπως τις ώρες αυτές. Και φυσικά η υπακοή στις εντολές των ανωτέρων σας είναι αδιαπραγμάτευτη». Η Αργυρώ ένιωσε το στόμα της ξερό. «Έχεις καμία απορία;», ρώτησε η ηγουμένη με μια φωνή που προσπαθούσε να ακουστεί τρυφερή αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να ακούγεται κουρασμένη. «Όχι», απάντησε. «Όχι, Αγία Μητέρα», τη διόρθωσε η ηγουμένη. «Όχι, Αγία Μητέρα», επανέλαβε πειθήνια η Αργυρώ. «Ωραία λοιπόν. Η αδελφή Χθονία θα σου δείξει το δρόμο για το κελί σου και θα σου εξηγήσει τις λεπτομέρειες». Η Αργυρώ ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει στον αγκώνα και τινάχτηκε γυρνώντας ξαφνιασμένη. Η αδελφή Χθονία στεκόταν δίπλα της άηχη σαν φάντασμα και την κοίταζε περιμένοντας. Στο παράξενο φέγγος τα μάτια της έδειχναν ακόμα πιο πεθαμένα από πριν. Πιο άδεια κι από τις άδειες κόγχες της ηγουμένης. «Αδελφή, οδηγήστε σας παρακαλώ τη δόκιμη Απύθμενη». «Απύθμενη;», επανέλαβε αυθόρμητα η Αργυρώ. «Είναι το καινούργιο σου όνομα. Συνήθισε το. Σύντομα θα ξαναγεννηθείς μέσα από το σκοτάδι κι αυτό θα είναι το όνομα σου». Η Αργυρώ ένιωσε την απελπισία να επιστρέφει βαριά μέσα της έτοιμη να συνθλίψει τη θέληση για ζωή, έτοιμη να την κάνει να κλάψει σαν μικρό παιδί. Δάγκωσε δυνατά τα χείλη της αρνούμενη να υποκύψει. Το αδύναμο τράβηγμα της αδελφής Χθονίας την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Μάλιστα», είπε και γύρισε ν’ ακολουθήσει την μοναχή που έβγαινε ήδη από την πόρτα του γραφείου της ηγουμένης. 2 Οι δυο τους διέσχισαν ξανά τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μοναστηριού ώσπου να φτάσουν σε μια απομονωμένη πτέρυγα. Εκεί η Αργυρώ είδε δυο αντικριστές σειρές θυρών, ύποπτα όμοιων με πόρτες φυλακής, να στέκουν βλοσυρές αποκρύπτοντας το εσωτερικό των κελιών. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πόσες μοναχές να φιλοξενούσε το μοναστήρι αλλά φοβήθηκε να ρωτήσει. Έτσι κι αλλιώς ήταν σίγουρη ότι η αδελφή Χθονία δε θα της απαντούσε. Δε θα της έλεγε τίποτα περισσότερο απ’ όσα την είχε διατάξει η ηγουμένη να πει. Σα να ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις της, η αδελφή Χθονία οδήγησε με ρομποτικές κινήσεις τη Αργυρώ σε μια από τις πόρτες κι αφού την άνοιξε της έκανε χώρο να περάσει μέσα. Το κελί ήταν άδειο κι έρημο από οποιαδήποτε αίσθηση ανθρώπινης παρουσίας. Στα μάτια της Αργυρώ ξεπερνούσε σε σκληρότητα ακόμα και το κελί μιας φυλακής. Θύμιζε περισσότερο τάφο για τους ζωντανούς. Είδε μονάχα μια στενή κουκέτα στρωμένη με γκρίζες κουβέρτες και στον έναν από τους μεταλλικούς τοίχους δύο μικρότερες πόρτες. Η αδελφή Χθονία πλησίασε και άνοιξε μια απ’ αυτές. «Εδώ είναι ο χώρος που θα χρησιμοποιείς για την προσωπική σου υγιεινή», είπε και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε τη διπλανή πόρτα. «Εδώ είναι η ντουλάπα με τα ράσα που θα φοράς», είπε και της έδειξε τη σειρά με τα ανοιχτόγκριζα ρούχα που κρεμόταν σαν άδεια σακιά από κρεμάστρες. Η Αργυρώ κοίταξε τα ρούχα κι έπειτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι στη μοναχή. «Ευχαριστώ αδελφή», είπε και περίμενε να φύγει. «Πρέπει να φορέσεις το ράσο», είπε η Χθονία. «Δεν επιτρέπεται λαϊκή περιβολή στο μοναστήρι. Θα περιμένω για να πάρω τα ρούχα σου». Η Αργυρώ ένιωσε μια ξαφνική ριπή θυμού σ’ αυτή την απαίτηση αλλά απέναντι στο φασκιωμένο, αδιάλλακτο πρόσωπο της μοναχής έσκυψε πάλι το κεφάλι της κι άρχισε να γδύνεται. Όταν έμεινε μόνο με τα εσώρουχα διαπίστωσε με έκπληξη πως ένα σχεδόν αδιόρατο μειδίαμα χαιρέκακης ικανοποίησης είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο της Χθονίας. Αμέσως ένιωσε την ανάγκη να επιτεθεί στη γυναίκα και να την κάνει να πάψει να χαμογελά, όμως η αδελφή Χθονία έσβησε γρήγορα το ίχνος από το πρόσωπο της και τη βοήθησε να φορέσει την καινούργια της στολή. Μέσα στο κελί δεν υπήρχε καθρέφτης κι έτσι δεν μπορούσε να δει τη μεταμόρφωση της. Μπορούσε όμως να νιώσει το σκληρό ύφασμα να στενεύει ασφυκτικά στο λαιμό της. «Σε λίγο είναι η ώρα του δείπνου. Θα έρθω να σε οδηγήσω εγώ στην τραπεζαρία. Ως τότε η αγία μητέρα μου ζήτησε να σου δώσω αυτό», είπε η Χθονία και της έτεινε έναν μικρό αναγνώστη. «Για να μελετήσεις», εξήγησε. Ήταν ένα παμπάλαιο μηχανάκι που φαινόταν να έχει δει καλύτερες μέρες. «Λειτουργεί;», ρώτησε αυθόρμητα. «Ναι. Λειτουργεί μια χαρά», είπε η μοναχή. «Θα έρθω λοιπόν σε λίγο. Να είσαι έτοιμη». Η Χθονία βγήκε κι η πόρτα του κελιού έκλεισε απαλά. Η Αργυρώ περίμενε για λίγο κι έπειτα δοκίμασε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη. Αναστέναξε και κάθισε στο σκληρό κρεβάτι κοιτώντας με απάθεια το γκρίζο πάτωμα, αφήνοντας τα σωθικά της να κρυώσουν. Ένιωθε πολύ εξαντλημένη, στα όρια του ύπνου. Κι η σιωπή ήταν τόσο βαθιά που νόμισε πως κάποιος άγνωστος διακόπτης μέσα της είχε κατέβει σταματώντας ταυτόχρονα κάθε αίσθηση. Έπειτα, σαν κύμα από το πουθενά τη σκέπασε πάλι η απελπισία κάνοντας τα δάκρυα που κρατούσε τόσο καιρό για τον εαυτό της να πλημμυρίσουν τα μάτια της. Έγειρε στο στρώμα και κρύβοντας το πρόσωπο της άφησε τους λυγμούς να την τραντάξουν. Και κάπου εκεί, μεταξύ δακρύων και κούρασης την πήρε ο ύπνος κι ούτε κατάλαβε πότε η φιγούρα της Χθονίας εμφανίστηκε πάλι σκουντώντας τη δυνατά για να σηκωθεί. «Σήκω είναι ώρα για το δείπνο», την άκουσε να λέει στεγνά. «Συγνώμη με πήρε ο ύπνος», προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Έπρεπε να μελετήσεις το λειτουργικό», είπε η άλλη κοιτώντας την αυστηρά. «Λυπάμαι.… θα το κάνω αργότερα». «Δεν υπάρχει αργότερα στο μοναστήρι! Όταν κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να γίνει». Η Αργυρώ ένιωσε τα μάγουλα της να καίνε. «Συγνώμη», είπε με μάτια που δήλωναν το αντίθετο. «Να μην επαναληφθεί!», της αντιγύρισε η Χθονία. «Και τώρα σήκω κι ακολούθησε με. Είναι ώρα για το δείπνο και την τελευταία λειτουργία. Μετά θα ‘χεις όλο το χρόνο να κοιμηθείς». Edited June 22, 2011 by constantinos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 12, 2011 Share Posted June 12, 2011 Η γραφή σου μου άρεσε πάρα πολύ. Αισθάνομαι ότι το κείμενο σου δένει όμορφα, οι εκφράσεις σου είναι εντυπωσιακές και υψηλές αισθητικά οπότε ο αναγνώστης σου πραγματικά ευχαριστιέται το κείμενο. Ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα το διάβασα! Ωστόσο, μου γεννήθηκαν πάρα πολλά ερωτηματικά. Νομίζω ότι μας παρέθεσες υπερβολικά πολλές πληροφορίες αναλογικά με την έκταση του πρώτου μέρους.... Η ατμόσφαιρα δεν ήταν τόσο τρομακτική όσο μυστηριώδης αφού το μόνο που πρόδιδε τρόμο ήταν η ίδια η λέξη "τρόμος" και "εφιάλτης". Επίσης, το όνομα που διάλεξες μου φαίνεται ότι ίσως μπορεί να μην πολυκολλάει με το θέμα... Προσωπικά θα περίμενα ένα πιο...ιδιαίτερο όνομα για την ηρωίδα... Θέλω να δω την ιστορία ως σύνολο για να την κρίνω πιο σωστά και ολοκληρωμένα. Σαν αρχή σε γενικές γραμμές μου άρεσε και περιμένω να δω παρακάτω Καλή συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 13, 2011 Author Share Posted June 13, 2011 Ocean ευχαριστώ για την υπομονή να το διαβάσεις μέχρις στιγμής και για τα σχόλια. Ελπίζω τα ερωτήματα σου να απαντηθούν... ΥΓ: Αν θέλει ας μου πει κάποιος πως να βγάλω αυτά τα τεράστια κενά που μπαίνουν μεταξύ των παραγράφων ξαφνικά. Δεν έχω την υπομονή να το ψάξω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 13, 2011 Share Posted June 13, 2011 ΥΓ: Αν θέλει ας μου πει κάποιος πως να βγάλω αυτά τα τεράστια κενά που μπαίνουν μεταξύ των παραγράφων ξαφνικά. Δεν έχω την υπομονή να το ψάξω... Δεν έχω διαβάσει την ιστορία ακόμη, αλλά νομίζω μια λύση για τα κενά είναι να μεταφέρεις το κείμενό σου από το word στο notepad και από κει στο φόρουμ. Βέβαια χάνει σε μορφοποίηση, αν έχει πλάγια, έντονα, αλλαγές μεγέθους, γραμματοσειράς κλπ, αλλά αν δεν έχει τέτοια πράγματα, ίσως βοηθήσει να μην έχεις προβλήματα με κενά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 13, 2011 Share Posted June 13, 2011 Κωνσταντίνε, νομίζω ότι είναι η πρώτη δική σου ιστορία που διαβάζω. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής, ατμοσφαιρικός με ωραίες σκοτεινές και μυστηριώδεις εικόνες. Κάποιες περιγραφές ήταν πολύ δυνατές. Παρά την πολύ καλή της ατμόσφαιρα, η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτική, ίσως όχι ακόμα. Και στο σημείο των διαλόγων, ένιωσα πως χάθηκε λίγο αυτή η ατμόσφαιρα, αν κι εκεί ήταν που άρχισε να αποκτά ένα άλλο ενδιαφέρον η ιστορία. Από αυτό το κομμάτι φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα. Περιμένουμε τη συνέχεια. Για τα κενά μεταξύ των παραγράφων. Συμβαίνει αυτό όταν κάνεις αντιγραφή-επικόλληση από το Word. Αν πατήσεις ξανά Edit ίσως σου δώσει τη δυνατότητα να αφαιρέσεις τα κενά (νομίζω ότι εξαρτάται κι απ' τον browser που χρησιμοποιείς). Εναλλακτικά, κάνεις αντιγραφή-επικόλληση την ιστορία σου στο Σημειωματάριο των Windows κι από εκεί ξανά αντιγραφή-επικόλληση εδώ. Μ' αυτόν τον τρόπο βγαίνουν τα κενά, αλλά χάνεις την γραμματοσειρά (την οποία, αν θέλεις, την αλλάζεις από εδώ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 15, 2011 Author Share Posted June 15, 2011 (edited) Δεν έχω διαβάσει την ιστορία ακόμη, αλλά νομίζω μια λύση για τα κενά είναι να μεταφέρεις το κείμενό σου από το word στο notepad και από κει στο φόρουμ. Βέβαια χάνει σε μορφοποίηση, αν έχει πλάγια, έντονα, αλλαγές μεγέθους, γραμματοσειράς κλπ, αλλά αν δεν έχει τέτοια πράγματα, ίσως βοηθήσει να μην έχεις προβλήματα με κενά. Κωνσταντίνε, νομίζω ότι είναι η πρώτη δική σου ιστορία που διαβάζω. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής, ατμοσφαιρικός με ωραίες σκοτεινές και μυστηριώδεις εικόνες. Κάποιες περιγραφές ήταν πολύ δυνατές. Παρά την πολύ καλή της ατμόσφαιρα, η ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτική, ίσως όχι ακόμα. Και στο σημείο των διαλόγων, ένιωσα πως χάθηκε λίγο αυτή η ατμόσφαιρα, αν κι εκεί ήταν που άρχισε να αποκτά ένα άλλο ενδιαφέρον η ιστορία. Από αυτό το κομμάτι φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα. Περιμένουμε τη συνέχεια. Για τα κενά μεταξύ των παραγράφων. Συμβαίνει αυτό όταν κάνεις αντιγραφή-επικόλληση από το Word. Αν πατήσεις ξανά Edit ίσως σου δώσει τη δυνατότητα να αφαιρέσεις τα κενά (νομίζω ότι εξαρτάται κι απ' τον browser που χρησιμοποιείς). Εναλλακτικά, κάνεις αντιγραφή-επικόλληση την ιστορία σου στο Σημειωματάριο των Windows κι από εκεί ξανά αντιγραφή-επικόλληση εδώ. Μ' αυτόν τον τρόπο βγαίνουν τα κενά, αλλά χάνεις την γραμματοσειρά (την οποία, αν θέλεις, την αλλάζεις από εδώ) Ευχαριστώ και πάλι για τη βοήθεια παιδιά και τα καλά σχόλια μεσμερ. Νέα χάρη: πως αλλάζω το μέγεθος στις εικόνες; Βγαίνουν τεράστιες και παρόλο που τις μικραίνω στον εντιτορ μου βγαίνουν πάλι τεράστιες.... Edited June 15, 2011 by constantinos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 15, 2011 Share Posted June 15, 2011 Νέα χάρη: πως αλλάζω το μέγεθος στις εικόνες; Βγαίνουν τεράστιες και παρόλο που τις μικραίνω στον εντιτορ μου βγαίνουν πάλι τεράστιες.... Αν κάνεις «Insert Image», βάζοντας το λινκ της εικόνας, τότε σου βγαίνει στο μέγεθος που υπάρχει στη σελίδα. Αντ' αυτού, αποθήκευσε την εικόνα στον υπολογιστή σου, αν θέλεις κάν' της ένα resize μέσω Ζωγραφικής, και ανέβασέ την ως επισυναπτόμμενο αρχείο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted June 15, 2011 Share Posted June 15, 2011 Να υποθέσω πως έπεται και συνέχεια, έτσι; Γιατί μέχρι στιγμής δεν έχω και πολλά να πω. Η ατμόσφαιρα είναι πετυχημένη κι επιβλητική, η τυφλή ηγουμένη αρκετά σκοτεινή φιγούρα, η γλώσσα όσο ψρειάζεται βαριά, αλλά τα υπόλοιπα βρίσκονται ακόμα στον αέρα. Ο θείος και η σκληρή του απόφαση μένει μετέωρος, όπως και η λατρεία του Άποφι και η επαναφορά της. Αλλά όλα δείχνουν πως είμαστε μόνο στην αρχή. Να πω πάντως πως ούτε το όνομα Αργυρώ μου έκατσε καλά, αλλά ούτε και τα ονόματα των μοναχών - μου φάνηκαν κάπως σχηματικά, θέλουν να φανούν επιβλητικά και σκοτεινά, αλλά είναι ακούγονται μάλλον απλοϊκά. Περιμένω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 16, 2011 Author Share Posted June 16, 2011 Αν κάνεις «Insert Image», βάζοντας το λινκ της εικόνας, τότε σου βγαίνει στο μέγεθος που υπάρχει στη σελίδα. Αντ' αυτού, αποθήκευσε την εικόνα στον υπολογιστή σου, αν θέλεις κάν' της ένα resize μέσω Ζωγραφικής, και ανέβασέ την ως επισυναπτόμμενο αρχείο. Ευχαριστώ και πάλι. Θα το δοκιμάσω Να υποθέσω πως έπεται και συνέχεια, έτσι; Γιατί μέχρι στιγμής δεν έχω και πολλά να πω. Η ατμόσφαιρα είναι πετυχημένη κι επιβλητική, η τυφλή ηγουμένη αρκετά σκοτεινή φιγούρα, η γλώσσα όσο ψρειάζεται βαριά, αλλά τα υπόλοιπα βρίσκονται ακόμα στον αέρα. Ο θείος και η σκληρή του απόφαση μένει μετέωρος, όπως και η λατρεία του Άποφι και η επαναφορά της. Αλλά όλα δείχνουν πως είμαστε μόνο στην αρχή. Να πω πάντως πως ούτε το όνομα Αργυρώ μου έκατσε καλά, αλλά ούτε και τα ονόματα των μοναχών - μου φάνηκαν κάπως σχηματικά, θέλουν να φανούν επιβλητικά και σκοτεινά, αλλά είναι ακούγονται μάλλον απλοϊκά. Περιμένω. Δεν υπάρχει πίεση για σχόλια. Στη θέση σας είναι πολύ λογικό να περιμένω μέχρι να διαβάσω/δω τα πάντα ως το τέλος για να βγάλω συμπέρασμα. Τα ονόματα πάντως είναι μια βιαστική προσθήκη και σχεδόν πάντα με εκνευρίζει η επιλογή τους. Ξέρω ότι στους περισσότερους δεν κολλάει η επιστημονική φ. με ελληνικά ονόματα (μάλιστα είχα κάνει κι εγώ-αν θυμάμαι καλά-το ίδιο σχόλιο σε διήγημα του Ντίνου Χ.) αλλά δώστε τους μια ευκαιρία ή προσπαθήστε να τα αγνοήσετε.... (αν και ακόμα και σε αυτά ίσως θα έπρεπε να κάνετε λίγη υπομονή) Ευχαριστώ και πάλι για την προσοχή σας... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 16, 2011 Share Posted June 16, 2011 Φαίνεται ενδιαφέρον. Μου αρέσουν οι περιγραφές, αλλά φυσικά δεν μπορώ να πω κάτι χρήσιμο πριν προχωρήσει λίγο η ιστορία. Πάντως, μέχρι στιγμής, αυτά που διάβασα με προϊδέασαν περισσότερο για σκοτεινή space opera παρά για τρόμο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 17, 2011 Author Share Posted June 17, 2011 αυτά που διάβασα με προϊδέασαν περισσότερο για σκοτεινή space opera παρά για τρόμο Στο πνεύμα των ημερών σχετικά με τις υποκατηγορίες. Ευκαιρία για subforum στη βιβλιοθήκη ΕΦ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.