Jump to content

Ο Άρχοντας των Θαλασσών -6


GeoVa

Recommended Posts

Είδος: Φαντασία

Βία: Ναι

Σεξ: Όχι

Αριθμός Λέξεων:3.130

Αυτοτελής: Όχι (ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ)

Σχόλια: Άντε! Όπου να'ναι τελειώνει... Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (22/06) θα γράψω το έβδομο μέρος, ενώ το όγδοο ή το ένατο θα είναι το τελευταίο.

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ - Λιουμινόσο εναντίον Ούμπρα

 

 

Η Πούλχραμ, η Όμορφη Γυναίκα, στεκόταν στη πύλη του Σκοτεινού Πύργου του Πρώτου Άρχοντα. Οι Σκιές φυλάγανε καραούλι και δεν έφευγαν ο κόσμος να χαλάσει! Παρέμεναν εκεί, γύρω απ’ την Πούλχραμ, μόλο που εκείνη δεν τις έβλεπε καθόλου. Η μαύρη πύλη, αρκετά ψηλή για να τη φτάσει κάποιος, λίγο μεγαλύτερη κι από ένα Τρολ, ήταν ακόμα κλειστή, μέχρι που κάποιος φώναξε:

 

«Τι θέλετε;» φώναξε κάποιος με διαπεραστικό τόνο.

 

«Οι Σκιές είμαστε, Άρχοντά μου! Μόλις σου φέραμε Άνθρωπο!» φώναξε η μία απ’ αυτές.

 

«Α! Μάλιστα. Μπήκε κι άλλος, έτσι δεν είναι; Κατευθείαν, στο κελί!» φώναξε και δεν μίλησε ξανά.

 

«Μάλιστα, Άρχοντα των Θαλασσών!» είπε, χαρούμενα πάντα, η ίδια Σκιά και η πύλη άνοιξε.

 

«Προχώρα», είπε μια άλλη Σκιά, σχεδόν καθόλου ευγενικά.

 

«Ναι, ναι, μάλιστα!» είπε φοβισμένη η Πούλχραμ.

 

Προχώρησαν και όταν πέρασαν την πύλη, εκείνη έκλεισε με δυνατό θόρυβο. Μπροστά τους υπήρχε μια τεράστια αλάνα, που χιλιάδες Σκιές, αν και δεν φαίνονταν στη γυναίκα, υπήρχαν εκεί πέρα, ενώ τα Τρολ είχαν φύγει: ήταν η ώρα να τσιμπολογήσουν κάτι στο Χωριό του Κακού, σ’ ένα μικρό εστιατόριο, που λεγόταν Ο Πεθαμένος Αδελφός, κάτι που, όταν το είδε για πρώτη φορά ο Ίνουρ, ο Πατέρας των Πάντων, άρχισε να συμπαθεί περισσότερο τον δεύτερο Γιο Του, παρά τον Πρώτον Άρχοντα. Λίγο μακριά απ’ αυτή την αλάνα, βρισκόταν ο Πύργος: σκοτεινός, όπως το δηλώνει και το όνομά του, πανύψηλος, μεγαλύτερος και από την πύλη εισόδου-εξόδου.

 

«Πήγαινε αριστερά», ανάγκασε η Σκιά την Πούλχραμ να προχωρήσει.

 

«Μα… Μάλιστα», έκανε εκείνη. Είχε τρομοκρατηθεί με το επιβλητικό ύψος του Σκοτεινού Πύργου.

 

Και όταν έστριψε αριστερά, χωρίς να κοιτάξει κάτω, έπεσε σε μια τρύπα, όπου και ούρλιαξε κατευθείαν. Την ακολούθησαν κι οι Σκιές, πετώντας. Είχαν βρεθεί πλέον σε ένα τούνελ. Ένα τούνελ που βρώμαγε αίμα από Τρολ, ή μπορεί να ήταν η μπίρα που έπιναν τα Τρολ.

 

«Προχώρα ευθεία!» επέβαλλε η Σκιά και η Πούλχραμ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Δεν είπε όμως τίποτα, μια και ήταν αρκετά φοβισμένη.

 

Και όταν προχώρησε γύρω στα δέκα μέτρα ευθεία, δεν υπήρχε συνέχεια μες στο τούνελ. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια πόρτα.

 

«Μπες εκεί μέσα», είπε η Σκιά όταν ξεκλείδωσε τη πόρτα. Κι όταν ήρθε κοντά στην Όμορφη Γυναίκα, η Πούλχραμ παραλίγο να λιποθυμήσει, επειδή η παγωνιά της Σκιάς της είχε έρθει έντονα.

 

Μπήκε μέσα. Ήταν ένα τεράστιο κελί που, μόλις καμιά εικοσαριά μέτρα κάτω απ’ αυτό, βρισκόταν μια τεράστια λάβα φωτιάς. Όταν είδε αυτό το θέαμα, η Πούλχραμ λιποθύμησε, και μετά άρχισε να παρακαλεί τις Σκιές να την ελευθερώσουν:

 

«Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ–», είπε αλλά οι Σκιές κλείδωσαν τη πόρτα και εξαφανίστηκαν.

 

Κι έτσι η Πούλχραμ βρισκόταν μόνη της, κολλημένη στην πόρτα. Και σκέφτηκε πως θα νοιώθει μοναξιές, εκτός άμα την ελευθέρωναν, κι άμα μπορούσε να γίνει αυτό! Το κελί ήταν αρκετά μεγάλο που δεν το περίμενε. Και με το ηφαίστειο από κάτω, η Πούλχραμ ζεστάθηκε, ενώ μετά είχε αρχίσει να ιδρώνει. Είχαν περάσει γύρω στα δέκα λεπτά και δεν άντεχε τέτοια μοναξιά.

 

Μέχρι που ακούστηκε ένας ψίθυρος.

 

Έτσι, η γυναίκα, αφού είδε ότι το κελί είχε και συνέχεια, μια και μπορούσες να στρίψεις και δεξιά και αριστερά (ο ψίθυρος ακούστηκε δεξιά), περπάτησε μπουσουλώντας, μέχρι που έφτασε. Και τότε είδε τέσσερα άτομα να κάθονται εκεί και πήγε κι εκείνη και γίνανε πέντε. Οι δύο απ’ αυτούς ήταν Φωτεινοί, ο τρίτος Ξωτικό, ενώ ο τέταρτος κι ο πέμπτος Άνθρωποι. Η Πούλχραμ δεν είχε ιδέα τι ήταν οι Φωτεινοί και τα Ξωτικά αλλά μετά έμαθε: Φωτεινοί ονομάζονται τα όντα, που τα χαρακτηριστικά τους δεν φαίνονται, επειδή είναι τόσο φωτεινοί, ενώ, όταν τους πλησίαζες, ένιωθες γεμάτο χαρά και αισιοδοξία (ήταν το αντίθετο των Σκιών). Ξωτικά ήταν τα ψηλά εκείνα πλάσματα, πολύ κοντύτερα από τους Ανθρώπους αλλά ψηλότερα από τους Καλικάτζαρους, που είχαν μια μεγάλη μύτη ενώ τα αυτιά τους ήταν γεμάτο καστανές τρίχες. Ήταν αθάνατα, εκτός αν πέθαιναν στη μάχη. Ήταν τα πιο εργατικά πλάσματα σ’ όλο το Σύμπαν και δημιουργήθηκαν πρώτη φορά από τον Λιουμινόσο, τον αδερφό του Πρώτου Άρχοντα.

 

«Γεια σας», είχε πει η Πούλχραμ λίγο πριν τους γνωρίσει. Ένιωθε χαρούμενη, όχι μόνο γιατί είχε πλησιάσει τους Φωτεινούς αλλά κι επειδή είχε βρει παρέα.

 

«Γεια σου!» είπε κατευθείαν ο Άνθρωπος. «Τ’ όνομά σου;»

 

«Πούλχραμ», είπε κατευθείαν η γυναίκα και χάρηκε ακόμα περισσότερο όταν είδε έναν όμοιό της. «Το δικό σου; Ε, συγγνώμη, το δικό σας, μια και φαίνεστε για γέροντας».

 

«Ω! Όχι, όχι, κανένα πρόβλημα. Πούλχραμ, ε; Δηλαδή, Ωραία Γυναίκα, έτσι δεν είναι;» είπε αλλά η γυναίκα δεν ήξερε τι να πει. «Εμένα με λένε Σοφό Γέροντα. Παλιά με λέγανε Μέγα Σοφό, αλλά, τώρα πια που γέρασα, έτσι με καλούν πια».

 

«Χάρηκα!!!» είπε η Πούλχραμ και το εννοούσε. «Οι υπόλοιποι, τι είδους πλάσματα είναι;»

 

«Α! Συγγνώμη που δεν σας συστήθηκα», είπε ο Φωτεινός. «Με λένε Νίκολας» είπε ο Φωτεινός αλλά η Πούλχραμ δεν είδε πού βρισκόταν. Έβλεπε για τόση ώρα μια μεγάλη λάμψη αλλά μετά κατάλαβε ότι οι δύο αυτές λάμψεις ήταν διαφορετικές, γι’ αυτό και τους ξεχώρισε στο τέλος.

 

«Εμένα», είπε ο άλλος Φωτεινός, «με λένε Γκοτ».

 

«Χάρηκα!» ξανάπε η Όμορφη Γυναίκα. «Εσένα;» ρώτησε το Ξωτικό.

 

«Άρτιφικ», απάντησε.

 

Κι έτσι κάθισε μαζί τους. Και οι ώρες περνούσαν και μίλαγαν και γέλαγαν, μια και το Ξωτικό ήξερε τόσα πολλά ανέκδοτα, που η Πούλχραμ έκλεγε από το γέλιο. Και τι ανέκδοτα! Τα καλύτερα!

 

Και όταν συνέχιζαν και συνέχιζαν να λένε ανέκδοτα, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της Όμορφης Γυναίκας, και ξαφνικά θυμήθηκε τον Φέροξ. Τον είχε ξεχάσει για τα καλά! Και αφού τον θυμήθηκε, είπε όλη της την ιστορία στο Σοφό Γέροντα. Κι εκείνος της έδωσε ως απάντηση:

 

«Ναι, το ξέρω, καλή μου Πούλχραμ. Υπάρχει ένα τεράστιο μυστήριο. Ούτε εγώ ξέρω πώς είχα έρθει εδώ πέρα, πριν από πολλά, πολλά χρόνια. Αλλά πριν με πιάσουν, γιατί εσύ τελικά είχες πατήσει το Όριο – άστο δεν είναι της παρούσης – ενώ εγώ όχι –, μπορούσα και έφτιαξα ένα πλήθος συσκευών για το Χωριό του Καλού. Αλλά ποτέ δεν έφτιαξα κάτι που να εξηγεί το μυστήριο της εμφάνισης των Ανθρώπων. Γιατί, τότε, με πιάσανε και με κλείδωσαν εδώ πέρα. Και, άμα κάποτε πεθάνει ο Πρώτος Άρχοντας από τα χέρια του Άντρα σου, ναι, τον ξέρω, λένε πως αυτός είναι ο Εκλεκτός, αγαπητή Πούλχραμ, τότε θα έχουμε όση ώρα θέλουμε για να λύσουμε το μυστήριο. Και, βέβαια, θα ήταν καλό να έρθει ο Άντρας σου μαζί μας, ή καλύτερα, να πάμε εμείς σ’ αυτόν».

 

«Και αυτό πώς γίνεται;» ρώτησε η Πούλχραμ.

 

«Δεν έχω ιδέα!» είπε ο Σοφός ο Γέρων.

 

***

Ο Φέροξ είχε συνέλθει από τα διάφορα τραύματά του. Ο γιατρός τού είπε πως δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, αλλά τον κράτησαν περισσότερο, γιατί ο Εκλεκτός πρέπει να φροντίζεται καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Κι αυτή η λέξη, Εκλεκτός, είχε γραφτεί σ’ ένα από τα βιβλία της Αρχαίας Βιβλιοθήκης, κι από εκεί ξέρουν και πιστεύουν όλοι τους πως ο Φέροξ, ο δεύτερος Άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, είναι ο Εκλεκτός, γιατί, μια φορά, ο Ίνουρ είχε κάνει «επίσκεψη» στον Λιουμινόσο, τον δεύτερο Γιο Του, και του είχε πει πως στεναχωρήθηκε για κείνον, και του είπε ότι, για να γλιτώσει απ’ τα χέρια του Αδερφού του, ένας άντρας, γύρω στα τριάντα, ψηλός, λεπτός και αδύνατος, με δασιά γένια, θα εμφανιστεί, και θα τον ονομάσουν Εκλεκτό, γιατί αυτός θα είναι που θα δώσει ένα τέλος στον Πρώτον Άρχοντα, είτε χρειαστεί είτε όχι την παρέμβασή Του. Και σιγά-σιγά, και με αυτά που θα κάνει ο Άρχοντας των Θαλασσών στη συνέχεια, ο Ίνουρ θα τον μισήσει και θα αγαπήσει τον Λιουμινόσο περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον.

 

Ο Φέροξ βγήκε έξω από το Θεραπευτήριο, μαζί του ακολούθησε και ο Βερεκούνδιος. Και όταν βγήκαν κι οι δυο έξω, ο Φέροξ άρχισε να νοιώθει ένα βαθύ συναίσθημα. Το συναίσθημα της Αγάπης. Και αυτό είχε να του εμφανιστεί μήνες και μήνες. Ξαφνικά, είπε κάτι, που έκανε τον Βερεκούνδιο να πηδήξει από τη τρέλα του Ανθρώπου.

 

«Πρέπει να πάω στο Σκοτεινό Πύργο. Απόψε κιόλας. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Νομίζω, νομίζω, Βερεκούνδιε, πως η Πούλχμαρ βρίσκεται εκεί πέρα. Η σύζυγός μου, η Πούλχμαρ, Βερεκούνδιε», είπε όταν ένα βλέμμα απορίας φάνηκε στο πρόσωπό του. «Πρέπει να πάμε άμεσα στο Σκοτεινό Πύργο. Έχεις καμιά ιδέα πώς να περάσουμε απ’ το Όριο, χωρίς να μας πιάσουν οι Σκιές;»

 

«Όχι, δυστυχώς όχι», είπε ο Βερεκούνδιος. «Ή μήπως ναι!» είπε και χαμογέλασε.

 

Και όπως βρίσκονταν έξω από τη πόρτα του Θεραπευτηρίου, πήγαν στο Λαμπερό Πύργο, το Πύργο του Λιουμινόσο, τον Βασιλιά των Φωτεινών.

 

Σαν βρέθηκαν στη πύλη, εκείνη άνοιξε απότομα και μπήκαν μέσα. Ξανάκλεισε. Κι ο Λαμπερός Πύργος δεν είχε μια τεράστια αλάνα, όπως αυτή του Σκοτεινού, αλλά ήταν ο Πύργος κατευθείαν μπροστά τους. Ψηλός, λίγο μικρότερος από τον Σκοτεινό, με μια τεράστια πόρτα, στο ύψος της πύλης του Σκοτεινού. Έξω υπήρχαν πολλά λουλούδια και φυτά.

 

Κι όταν μπήκαν μέσα στο Πύργο, στο ισόγειο, μια θηλυκή Φωτεινή υπήρχε όπου και τους καλωσόρισε. Ο Βερεκούνδιος ήταν γνωστός σ’ αυτά, ο Φέροξ πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Και όταν τους έδωσε την άδεια να περάσουν προς τα πάνω, εκείνοι ανέβηκαν τις σκάλες. Έφτασαν στο πρώτο όροφο του Πύργου. Εκεί, είδαν πολλά Ξωτικά να κάθονται στις πολυθρόνες και να βλέπουν Τηλεόραση – δημιούργημα του Σοφού Γέροντα –, που ο Φέροξ δεν κατάλαβε τι ήταν τούτο το πράγμα. «Μια σειρά από εικόνες», το χαρακτήρισε.

 

Στη συνέχεια, όταν έφτασαν στον έκτο όροφο, τον τελευταίο όροφο, βρήκαν τον Λιουμινόσο να κάθεται στο θρόνο του και να μιλά στο Τηλέφωνο – δημιούργημα του Σοφού Γέροντα –, που ο Φέροξ το χαρακτήρισε ως «μια συσκευή που κάνει αυτόν που την κρατά να παραμιλάει».

 

Όταν τελείωσε τη συνομιλία και έβαλε το Τηλέφωνο πάνω στο πάγκο, ήταν έτοιμος να ακούσει το Βερεκούνδιο. Πριν όμως πει κάτι ο Βερεκούνδιος, ο Λιουμινόσο άρχισε να μιλά:

 

«Ω! Φέροξ!» είπε. «Εκλεκτέ», είπε και ο Φέροξ δεν νευρίασε. Δεν θα πήγαινε κόντρα στο Βασιλιά τον Φωτεινών. «Χαρά που σε βλέπω ξανά. Ήμουν και στο Θεραπευτήριο, αλλά είναι σίγουρο πως δεν θα με ήξερες» είπε και ο Φέροξ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Και όταν πήγε κοντά σ’ αυτόν (τα παράθυρα ήταν κλειστά, για να μπορεί να φαίνεται, γιατί οι Φωτεινοί φαίνονται καλύτερα στο απόλυτο σκοτάδι παρά μες στον ήλιο) ένοιωσε το συναίσθημα της Αγάπης περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Γιατί τα όντα που έχουν Λαμπερή Ύλη φέρνουν όλων των ειδών τα καλά συναισθήματα. Όμως αυτό το συναίσθημα δεν είναι μόνο καλό, είναι και πραγματικό, γιατί αισθάνεται τη γυναίκα του κάπου κοντά… εδώ, σ’ αυτό το Νησί.

 

Ο Λιουμινόσο σταμάτησε να μιλάει και τον λόγο πήρε ο Φέροξ.

 

«Ω! Βασιλιά των Φωτεινών», είπε. «Νοιώθω το συναίσθημα της Αγάπης, γι’ αυτό και νομίζω πως η σύζυγός μου έχει έρθει εδώ, σ’ το Νησί αυτό. Σας παρακαλώ πιστέψτε με. Γιατί η αληθινή Αγάπη όλα τα καταλαβαίνει και αυτό που μου λέει τώρα είναι πως η Πούλχραμ, η σύζυγός μου, βρίσκεται αιχμάλωτη στο Σκοτεινό Πύργο, εκεί όπου κατοικεί ο Πρώτος Άρχοντας. Τι μπορώ να κάνω, για να τη σώσω; Γι’ αυτό έχω έρθει εδώ. Γιατί δεν μας επιτρέπεται να περνάμε το Όριο, και ο Πρώτος Άρχοντας, η Απόλυτη Σκιά, θα μας καταλάβει, κι άμα δεν τον αντιμετωπίσουμε, θα μας πιάσει και θα μας κλειδώσει εκεί όπου έχουν κλειδώσει και την Πούλχραμ, καθώς και τον Σοφό τον Γέροντα, τον Μέγα τον Σοφό, αυτόν που σας έχει φτιάξει όλες αυτές τις συσκευές, αυτές που βρίσκονται», πήρε μια ανάσα και χαμήλωσε τη φωνή του, «στο Εργαστήριο, κοντά στην είσοδο του Χωριού του Καλού, όπως και στην Αρχαία Βιβλιοθήκη, σε μια καταπακτή, στις τουαλέτες, που μας επιτρέπει να διακτινιζόμαστε από μέρος σε μέρος. Σας παρακαλώ», είπε ξανά, «τι μπορώ να κάνω – ή να κάνουμε – για να σώσουμε αυτούς τους δύο;»

 

Ο Λιουμινόσο πήρε μια βαθιά αναπνοή, γιατί είχε να πει πολλά. Αυτό, βέβαια, θα εξαρτιόταν και από τη συμπεριφορά του κοινού του, τον Φέροξ και τον Βερεκούνδιο.

 

«Κοιτάξτε», είπε. «Για να σώσουμε τους αιχμαλώτους, προφανώς δεν γίνεται να περάσουμε το Όριο: αυτό είναι σίγουρο. Γιατί τότε θα έρθει ο Πρώτος Άρχοντας που, αν και δεν το συνηθίζει, θα μπορούσε, γιατί αυτή θα ήταν ειδική περίπτωση. Και για να τους σώσουμε, τότε θα πρέπει να βάλουμε έναν Κατάσκοπο». Ο Βερεκούνδιος κοίταξε τον Λιουμινόσο με θαυμασμό. Εκείνος το κατάλαβε. «Βέβαια», συνέχισε, «Κατασκόπους έχουμε. Οπότε, αυτό ήταν! Θα καλέσουμε έναν, και θα του εξηγήσουμε τι πρέπει να κάνει: να πάει στο κελί και να τους προειδοποιήσει».

 

«Ω, Βασιλιά των Φωτεινών», είπε ο Φέροξ. «Έχω κάποια ερωτήματα να σας κάνω».

 

«Λέγετε».

 

«Να, ω Βασιλιά! Πώς ο Κατάσκοπος θα σώσει τους αιχμαλώτους; Είναι αρκετά δύσκολο», είπε.

 

«Ναι, ναι», είπε και συλλογιζόταν τα λόγια του Ανθρώπου. Ο Βερεκούνδιος είχε αρχίσει να ντρέπεται. «Τότε», είπε στη συνέχεια, «δε γίνεται παρά να το διακινδυνεύσουμε. Θα πρέπει να πάμε εμείς οι τρεις στο Σκοτεινό Πύργο της Απόλυτης Σκιάς».

 

«Ορίστε;» έκανε ο Βερεκούνδιος. Είχε χεστεί από το φόβο του, χωρίς παρεξήγηση.

 

«Κουφός είσαι, Βερεκούνδιε; Συγγνώμη για την ειρωνεία», είπε ο Λιουμινόσο, «αλλά όταν λέω ότι θα πάμε κι οι τρεις το είπα και δεν το ξαναλέγω. Καμία αντίρρηση, Φέροξ;» ρώτησε κοιτάζοντάς τον.

 

«Όχι, Ω Βασιλιά» είπε εκείνος κοιτάζοντας τον στα μάτια.

 

«Πολύ καλά, τότε». Στο πάγκο βρισκόταν το ραβδί του. Το ραβδί που έδωσε ο Ίνουρ στα Παιδιά Του, όταν ξεπέρασαν τα χίλια χρόνια ζωής, γιατί, αφού είναι τα Παιδιά του Πρώτου, είναι κι εκείνα αθάνατα. Αλλά ο Ίνουρ έχει το μοναδικό πλεονέκτημα: γερνάει, αλλά δεν πεθαίνει, τα Παιδιά Του όμως μπορούν να πεθάνουν, στη μάχη για παράδειγμα. Και το ραβδί αυτό, αν και κατώτερο από τον Ούμπρα, την Απόλυτη Σκιά, γιατί τότε ο Ίνουρ τον συμπαθούσε, δεν παύει να είναι ένα από τα πιο ωραία ραβδιά και δώρα που έχει λάβει ποτέ ο Λιουμινόσο από τον Πατέρα του. «Ας πάρω και το ραβδάκι μου», είπε τέλος. Το πήρε και το έχωσε στη τσέπη του μανδύα που φόρεσε σαν μίλησε.

 

***

Και ο Ίνουρ τα έβλεπε αυτά και έφερνε καλοτυχία στον Λιουμινόσο. Ο Ούμπρα όμως, παρόλο που έμενε πάντα στο Σκοτεινό του Πύργο, μέσα, κλεισμένος, τα είχε ακούσει όλα, γιατί οι Κατάσκοποί του είχαν βάλει κοριούς σ’ όλο το Λαμπερό Πύργο και ειδικά στον έκτο όροφο του Βασιλιά των Φωτεινών – δημιούργημα του Σοφού Γέροντα, λίγο πριν μπει στο κελί. Πρώτα είχε επισκεφτεί το Σκοτεινό Πύργο, και είχε δει τον Πρώτον Άρχοντα αυτοπροσώπως, και του επέβαλλε να του φτιάξει έναν μεγάλο αριθμό από κοριούς.

 

***

Κι ενώ οι τρεις τους είχαν φτάσει στην Αρχαία Βιβλιοθήκη, ο Σκοτεινός Άρχοντας καθάριζε το ραβδί του και έκανε και εξάσκηση με αυτό. Ήταν έτοιμος να πολεμήσει…

 

Όταν μπήκαν μέσα στην καταπακτή και κάθισαν πάνω στη συσκευή διακτινισμού, ο ένας πάνω στον άλλον, ο Βερεκούνδιος πάτησε το μοναδικό κουμπί, αφού είχε πρώτα σκεφτεί την τοποθεσία όπου ήθελε να πάει. Έκλεισαν τα μάτια τους (ο Βερεκούνδιος τα έκλεισε όσο πιο πολύ μπορούσε, φοβόταν) και, σε πέντε δευτερόλεπτα, είχαν εμφανιστεί, με τελείως μυστηριώδη τρόπο, στην αλάνα, σα να μπήκανε κατευθείαν από τη πύλη, την είσοδο-έξοδο για το Σκοτεινό Πύργο του Ούμπρα. Τα Τρολ, αφού είχαν τελειώσει το φαγοπότι τους, είχαν γυρίσει και βρίσκονταν εκεί. Και τους είδαν και δεν αντέδρασαν. Και δεν αντέδρασαν γιατί ο Ούμπρα τους είπε να μην αντιδράσουν. Είχε βγει από τη πόρτα του Σκοτεινού του Πύργου, ενώ προχώραγε, για να τους φτάσει και τους τρεις, σε μια απόσταση βέβαια, γιατί «δεν άντεχε να τον αντικρίζει από πολύ, πολύ κοντά». Είχε βγάλει το ραβδί του, πελώριο σαν αυτός, που ήταν σχεδόν ή λίγο λιγότερο το μισό ύψος του Σκοτεινού του Πύργου, γι’ αυτό και ο Πύργος του είχε μόνο δύο ορόφους: το ισόγειο που δεν υπολογίζεται, ο πρώτος, για να κοιμούνται οι Σκιές (τα Τρολ κοιμόνταν έξω, σαν τους σκύλους, πλάσματα που ο Φέροξ γνώριζε!) ενώ ο δεύτερος ήταν τόσο μεγάλος, για να μπορεί να χωρέσει τον Ούμπρα και μόνον αυτόν. Και ο Λιουμινόσο ψήλωσε ξαφνικά κι έγινε σαν τον αδερφό του. Και το ραβδί του μεγάλωσε επίσης. Και τα ραβδιά σηκώθηκαν και πέταξαν σπίθες, οι οποίες, ανάλογα με το πόσο δυνατό ήταν το ξόρκι του Λιουμινόσο, θα υπερνίκαγε ή όχι το ξόρκι του Ούμπρα, δημιουργώντας του σοβαρή, αλλά όχι τεράστια, ζημιά.

 

«Φύγετε», φώναξε με την βαθιά και διαπεραστική φωνή του ο Βασιλιάς των Φωτεινών. Ο Βερεκούνδιος δεν τον αναγνώριζε. «Φύγετε, πηγαίνετε να σώσετε τους αιχμαλώτους».

 

Κι έτσι κι έγινε! Ο Φέροξ και ο Βερεκούνδιος, ο Άνθρωπος και ο Καλικάτζαρος, στρίψανε αριστερά μέχρι που πήδηξαν κι έφτασαν στο τούνελ. Έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη και ο Βερεκούνδιος τράβηξε το σπαθί του. Ένοιωσε Σκιές γύρω του (ήταν οι φρουροί), γι’ αυτό και τους έδωσε μία, ενώ ο Φέροξ έριχνε δυνατές μπουνιές στον αέρα, και τα κατάφερε: χτύπησε και τους δύο από τρεις φορές, μόλο που δεν τους έβλεπε. Κι εκείνοι μετατράπηκαν σε Σκοτεινή Ύλη, η οποία έφυγε και, όπου να ’ταν, θα έφτανε εκεί όπου, δυστυχώς, έπρεπε να πάει. Και, όταν εξαφανίστηκαν κι έγιναν καπνός, τα κλειδιά έπεσαν κάτω. Ο Βερεκούνδιος τα έπιασε και άνοιξε τη πόρτα του κελιού.

 

«Πούλχραμ, Πούλχραμ», φώναξε ο Φέροξ με όλη του την δύναμη. Από πάνω ακούγονταν οι φωνές και οι βρισιές του Ούμπρα, καθώς και οι δυνατές σπίθες που κάνανε τα ραβδιά απ’ τα ξόρκια.

 

«Σοφέ Γέροντα, Σοφέ Γέροντα, Νίκολας, Γκοτ, Άρτιφικ», φώναζε ο Βερεκούνδιος με τη τσιριχτή, ψιλή φωνούλα του.

 

Η ανταπόκριση, βέβαια, δεν άργησε να έρθει. Η Πούλχραμ και ο Σοφός ο Γέρων εμφανίστηκαν κατευθείαν, ενώ οι άλλοι αναρωτήθηκαν αν άκουσαν καλά, μια και είχαν να ακούσουν τούτη τη φωνή καιρό.

 

«Αγάπη μου!» είπε κατενθουσιασμένη η Πούλχραμ.

 

«Ω! Αγάπη μου!» ανταπέδωσε ο Φέροξ. Δεν είχε, όμως, καιρό για γλύκες και ναζάκια. Έπρεπε να την κοπανήσουν, μη τυχόν κι εμφανιστεί καμιά Σκιά. «Πήγαινε, αχ! πήγαινε έξω. Ακολούθησε τον Βερεκούνδιο!»

 

«Ποιος είναι αυτός;» είπε εκείνη και ο Βερεκούνδιος σήκωσε το χέρι του. Τον ακολούθησε.

 

«Νίκολας, Γκοτ κι Άρτιφικ γρήγορα διαλύστε τη πύλη και περάστε στο δικό μας το Όριο. Και, όταν φτάσετε εκεί, μπορείτε να διακτινιστείτε ελεύθερα», είπε ο Βερεκούνδιος απότομα, σα να μην το γνώριζαν οι ίδιοι, καθώς έτρεχε μαζί με την Πούλχραμ.

 

Και βγήκαν όλοι τους και πήδηξαν από τη τρύπα και φτάσανε επάνω.

 

Πάνω επικρατούσε ολόκληρος Πόλεμος. Το ξόρκι που έκαναν είχε την ίδια δύναμη, γι’ αυτό κανένα δεν υπερνίκησε το άλλο. Και γι’ αυτό κανένας δεν είχε τραυματισθεί, έστω κι ελάχιστα. Και ο Ίνουρ τα έβλεπε όλα αυτά, αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα να εμφανιστεί.

 

Τα Τρολ δεν κάνανε τίποτα, παρά φώναζαν Ζήτω ο Ούμπρα, Ζήτω ο Ούμπρα, με την απαίσια προφορά τους.

 

Ο Φέροξ παράτησε την Πούλχραμ και της είπε να πάει στην ακτή της παραλίας. «Εκεί», σκέφτηκε, «θα είναι ασφαλής». Και εκείνη πήγε και κάθισε στην ακτή, πάνω στη χρυσή άμμο.

 

Και κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, σταμάτησαν όλα. Ο Ούμπρα πέταξε και πήγε στην Αφετηρία, το ίδιο και ο Λιουμινόσο. Κι εκεί συνέχισαν. Ο Ούμπρα πρόφερε ένα ξόρκι και σημάδεψε με το ραβδί του, και τα δέντρα κάηκαν. Οι Φωτεινοί πετούσαν απ’ το Χωριό του Καλού, για να δουν τι συνέβαινε, κι άρχισαν κι αυτά το πόλεμο. Και ο Ούμπρα άρχισε να πετά φλόγες παντού και διέταξε το ηφαίστειό του να εκτοξεύσει φωτιά. Κι έτσι κι έγινε!

 

Όμως, τη συνέχεια θα τη μάθουμε στο επόμενο μέρος της ιστορίας.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Γιώργο το μέρος αυτό έχει πολύ περιπέτεια κι ενδιαφέρον για τη συνέχεια της ιστορίας σου. Ωστόσο έχει δύο βασικά ελαττώματα, τα οποία γενικά χαρακτηρίζουν - λίγο ή πολύ - αυτά που γράφεις:

 

1) Έχεις κάποιες ιδέες στο μυαλό σου και τις πετάς όποτε σου έρχονται. Δεν υπάρχει μία οργάνωση δηλαδή στο κείμενο. Εκεί που περιγράφεις μια μάχη, την κόβεις κι αρχίζεις και περιγράφεις ένα πύργο. Αυτό με βγάζει απ' το νόημα και σε συνθήκες κανονικού βιβλίου με ωθεί στο να "πηδήξω" την περιγραφή και να πάω στη συνέχεια της μάχης που 'χει την αγωνία. Πρέπει να σκέφτεσαι τι θέλω να πω σ' αυτό το κεφάλαιο, πως θα το πω και που θα το πω. Αυτός ο σχεδιασμός δεν είναι πολυτέλεια, είναι αναγκαιότητα αλλιώς η ιστορία σου θα είναι χαώδης!

 

2) Βιάζεσαι υπερβολικά!! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνεις αυτό. Στο "δράκο" αυτό έχει μετριασθεί κάπως, αλλά ούτε εκεί το έχεις βελτιώσει. Γράφεις μια νουβέλα (ή μυθιστόρημα, όπως προκύψει τέλος πάντων). Για ποιο λόγο να βιάζεσαι; Προφανώς απ' την αγωνία που έχεις κι ο ίδιος να περιγράψεις την ιστορία. Όμως αυτό δεν κάνει καλό στην ιστορία σου. Μου στερείς ωραίες εικόνες και καταστάσεις, νιώθω λες και μ' έχεις βάλει σε μία φεράρι κι ενώ διασχίζουμε έναν ωραίο δρόμο με ειδυλλιακά τοπία προς κάθε κατεύθυνση, εσύ με πας με 300 την ώρα!! Η συγγραφή είναι απόλαυση, μην τη βιάζεις! Ας κάνεις κι ένα μήνα να γράψεις το ένα μέρος, δεν πειράζει, αρκεί να βγει προσεγμένο!

 

Για την ιστορία σαν ιστορία τώρα, μου προκαλεί ενδιαφέρον ο κόσμος αυτός με τα όρια, τους διακτινισμούς, τα πλάσματα που έχεις κτλ. Δε λείπουν κάποια συνηθισμένα στοιχεία (πύργοι, τρολ, άρχοντες, ηφαίστεια κτλ) αλλά οκ, είναι πλήρως κατανοητό κι αναμενόμενο! Στο πα και στο προηγούμενο, θέλω να δω παραπάνω πράγματα για την προσωπικότητα της Πούλχραμ και τα συναισθήματα της. Όπως σ' όλα και σ' αυτό βιάζεσαι. Ακόμα, θέλω να καταλάβω τους λόγους που ο σκοτεινός άρχοντας κάνει ό,τι κάνει. Απλά από κακία; Αυτό είναι ξεπερασμένο πια να έχουμε έναν "κακό" καρικατούρα που κάνει κακά πράγματα και γελά σαρδόνια. Θέλω να δω πρακτικούς λόγους! Πχ ζηλεύει τον αδερφό του και θέλει να τον εκδικηθεί σχεδιάζοντας "κάτι"! Επίσης, όλες αυτές οι τεχνολογίες του σοφού είναι έξυπνη και διασκεδαστική ιδέα, αλλά σε κάποιες φάσεις (πχ με το τηλέφωνο) γελοιοποιούν το κείμενο χωρίς λόγο. Χρησιμοποίησε έξυπνα αυτή την επιλογή σου να βάλεις αυτά τα πλάσματα να 'χουν τέτοιες τεχνολογίες. Ακόμα, η επιλογή του φωτεινού άρχοντα να κάνει επίθεση στον σκοτεινό μου φαίνεται κάπως βεβιασμένη κι ανοργάνωτη. Μ' άρεσε η αναφορά του Ινούρ σε διάφορα σημεία σαν παρακολουθητή (αν κι έφερνε αρκετά σε Σιλμαρίλλιον αυτή η κατάσταση).

 

Για την γραφή σου δε θα μιλήσω αναλυτικά γιατί είναι παλαιότερο κείμενο και βρίσκω λογικό ότι σε πολλά σημεία είναι μέτρια. Υπάρχουν αρκετές φράσεις που είναι άκομψες ή λάθος τοποθετημένες - γραμμένες. Αλλά πλέον έχεις βελτιώσει πολλά απ' αυτά, οπότε δε σε κουράζω, θα τα δεις κι εσύ αν το περάσεις μερικές φορές.

 

Ελπίζω να σε βοήθησαν τα σχόλια μου!;-)

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών -6 ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ (σχόλια).doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..