GeoVa Posted June 23, 2011 Share Posted June 23, 2011 Είδος: Φαντασία Βία: Ναι Σεξ: Όχι Αριθμός Λέξεων: 4.150 Αυτοτελής: Όχι (ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ) Σχόλια: Το αγαπημένο μου μέρος και μακάρι το πιο καλογραμμένο. Sorry για κάποιες περιγραφές, θα καταλάβετε, άμα βέβαια σας ενοχλήσουν, γιατί δεν είναι και τόσο καλά γραμένες και μου ήταν αρκετά δύσκολο να τις περιγράψω. (Πάντως, τα τραγούδια υπάρχουν στα αλήθεια, θα καταλάβετε αν το διαβάσετε, και μπορείτε να μου ζητήσετε φυσικά τον τίτλο τους, για να διαπιστώσετε ότι ταιριάζουν με αυτήν την Ημέρα και ειδικά το πρώτο!!!) Ο Άρχοντας των Θαλασσών ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ – Dies Irae Ο Ούμπρα το είχε παρακάνει. Το ηφαίστειο είχε πετάξει λάβα φωτιάς. Ήταν τόσο πολύ σε έκταση, που η Αφετηρία είχε γίνει σκέτη Κόλαση. Όλα τα γέρικα, μεγάλα και ψηλά δέντρα είχαν καεί, ενώ μετά είχαν γίνει σκέτη στάχτη. Οξυγόνο δεν υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Μόνο καπνός από τη φωτιά, που τώρα έκαιγε το γρασίδι της Αφετηρίας. Οι Φωτεινοί, πετώντας, έφερναν κουβάδες με νερό της θάλασσας. Η πυρκαγιά, όμως, ήταν τόσο πολύ μεγάλη και εξαπλωνόταν σχεδόν παντού. Οπότε οι κουβάδες με το νερό ήταν απλώς χάσιμο χρόνου. Η Πούλχραμ, που καθόταν στην ακτή της παραλίας, δεν μπορούσε να δει τους Φωτεινούς, μια και ήταν μεσημέρι που πήγαινε προς απόγευμα, αλλά μπορούσε να δει τους κουβάδες, γεμισμένοι με νερό, να πετάνε και να πηγαίνουν στην Κόλαση, που παλιά το μέρος αυτό λεγόταν Αφετηρία. Όριο δεν υπήρχε πια, τα Πνεύματα του Καλού και του Κακού κάνανε επίθεση, ανεξάρτητα αν κάποιος, καλός ή κακός, πάταγε το Όριο του αντίθετου. Βέβαια, θύματα υπήρχαν και, για καλή τύχη των Ανθρώπων, τα περισσότερα νεκρά θύματα ήταν τα Πνεύματα του Καλού. Αυτό, αν και ακούγεται κάπως τρελό, έπρεπε να χαροποιήσει τον Φέροξ, που δεν είχε καταλάβει τίποτα προς στιγμήν. Ο Λιουμινόσο δεν έκανε τίποτε, παρά στεκόταν, περιμένοντας τον Πρώτο Άρχοντα των Θαλασσών να σταματήσει αυτό που έκανε, για να συνεχιστεί η μονομαχία. Τώρα ο Ούμπρα, αφού είχε τελειώσει με τη φωτιά, έχοντας κάνει πραγματική οικολογική καταστροφή σ’ όλο το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, πήρε το μακρύ του ραβδί και, με μια κίνηση, το σήκωσε σταδιακά πάνω. Αυτό έκανε: όταν ήταν κάτω το σήκωνε σταδιακά πάνω, κι όταν ήταν πάνω, το ξανακατέβαζε σταδιακά κάτω, κοιτώντας τη θάλασσα παράλληλα. Τα νερά της θάλασσας αγρίεψαν και το νερό της έπαψε να είναι θαλασσινό, ενώ είχε πάρει την ιδιότητα που, αντί να σβήνει τη φωτιά, αντιθέτως να την επεκτείνει και να την μεγαλώνει, για να απλωθεί σ’ όλο το Νησί. Ενώ η Πούλχραμ καθόταν και την χάζευε, ξαφνικά τα νερά πέταξαν στον αέρα (η Πούλχραμ έβγαλε μια κραυγή τρόμου και απορίας), ανέβηκαν τα βράχια, μέχρι που φτάσανε την Κόλαση, την προηγούμενη Αφετηρία. Ο Ούμπρα γέλαγε ειρωνικά, και η φωνή του είχε ξαφνικά ενισχυθεί, ώστε να ακούγεται και αντίλαλος ταυτόχρονα, και παράλληλα, με το ραβδί του, κατεύθυνε το νερό. Το πήγε ψηλά στον ουρανό και διέταξε τα χωρισμένα μόρια νερού να ενωθούν μεταξύ τους, έτοιμο μπουγέλο είχε γίνει. Και το ραβδί το χαμήλωσε και το μπουγέλο έπεσε κατευθείαν σ’ όλη την έκταση της Κόλασης. Ο Φέροξ βρισκόταν σε μια τεράστια ασπίδα, μια φούσκα, που δεν μπορούσε να τον κάψει η φωτιά. Το ίδιο και ο Βερεκούνδιος, ο γενναίος Καλικάτζαρος. (Η ασπίδα είχε φτιαχτεί από τον Βασιλιά των Φωτεινών.) Τα Ξωτικά ήταν αυτά που είχαν πεθάνει από τη φωτιά, ενώ κάποιοι Καλικάτζαροι, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, τα είχαν καταφέρει και είχαν αποφύγει το μαρτύριο της φωτιάς, αυτό το πραγματικό βάσανο. Δεν ξέρετε πόσοι θα ήθελαν να πεθάνουν είτε από Τρολ είτε από Σκιά, μια και αυτός ο θάνατος δεν ήταν τόσο βασανιστικός όσο η φωτιά. Ο Ούμπρα σταμάτησε να κάνει οτιδήποτε. Βρέθηκε σε κάποια απόσταση με τον Λιουμινόσο και η μονομαχία ξανάρχισε. Πήραν τα ραβδιά τους, σημαδεύοντας ο καθένας τον αντίπαλό του. Ο Ούμπρα πέταξε ένα ξόρκι νερού, του ίδιου νερού που πετάχτηκε στη φωτιά, και ο Λιουμινόσο παραδόξως κάηκε αντί να του έρθει πραγματικό μπουγέλο με κρύο, δροσερό νερό. Ο Φέροξ δεν έκανε τίποτε. Δεν σκότωσε καμία Σκιά ούτε Τρολ. Ήταν μια απόφαση που είχε πάρει ξαφνικά. Αντιθέτως, πήγε και σκότωσε έναν Καλικάτζαρο κι ένα Ξωτικό. Ο Βερεκούνδιος δεν το πίστευε αυτό που έβλεπε. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε πως μίσησε τον Φέροξ. Κάτι αυθόρμητο του βγήκε από το μικρό του μυαλό και του είπε: «Ό,τι κάνει ο Φέροξ, μη τον σταματήσεις. Έχει έναν λόγο που το κάνει, έναν πολύ σημαντικό λόγο, παρόλο που δεν το έχει καταλάβει ο ίδιος ακόμα. Μη κάνεις τίποτε, Εαυτέ. Τίποτε». Και όταν άκουσε αυτά τα λόγια, δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά στεκόταν σε ένα ασφαλές σημείο, μέσα στην ασπίδα προστασίας, χαζεύοντας το μακελειό που συνέβαινε λίγα μέτρα μπροστά του. Τα Ξωτικά πέθαιναν το ένα μετά το άλλο, ενώ οι Σκιές και τα Τρολ υπερείχαν σε αριθμό επιζώντων. Ο Λιουμινόσο και ο Ούμπρα πάλευαν, και θα συνέχιζαν επ’ άπειρον, αν τα ξόρκια που έκαναν δεν υπερνικούσε το ένα το άλλο. Ο Ούμπρα δεν είχε κουραστεί από τη μάχη. Αντιθέτως, έπαιρνε δύναμη όλο και περισσότερο κι αισθανόταν χαρούμενος και ευτυχισμένος, από τους θανάτους των Καλικατζάρων, των Φωτεινών και των Ξωτικών, πράγμα καλό, για πολλούς λόγους. Ο Λιουμινόσο άρχισε να χάνει τη δύναμη του, μια και έβλεπε τόσους πολλούς νεκρούς που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Το μόνο καλό, πάντως, που του έδωσε και δύναμη, ήταν το ότι ο Φέροξ και η Όμορφη Γυναίκα ήταν ακόμα ζωντανοί. Και ο Σοφός Γέροντας, επίσης. Αν πέθαινε, το μοναδικό πράγμα που θα ήθελε ήταν να ξεκαθαριστούν όλα, σχετικά με την εμφάνισή των Ανθρώπων στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, καθώς και την επιστροφή τους, και των τριών, του Φέροξ, της Πούλχραμ και του Σοφού Γέροντα, ο οποίος, όταν πήγε η Πούλχραμ στην ακτή, την ακολούθησε. Ο Ίνουρ, έχοντας έρθει πολύ κοντά στο Νησί, σχεδόν διακόσιες ώρες φωτός μακριά, τα έβλεπε όλα αυτά, έχοντας αποφασίσει πως αυτό θα ήταν το Τέλος του Κόσμου, το Τέλος της Κάελ, του Σύμπαντος, που Αυτός έκανε αυτό το Τίποτα Κάτι, ενώ τα Παιδιά Του, δημιουργώντας την κατοικία τους, το δημιούργησαν σε ολόκληρο Σύμπαν. Η Δικαιοσύνη, καθώς και η Ημέρα της Οργής του Πρώτου, όλο και πιο πολύ κόντευαν. Ο Ούμπρα και ο Λιουμινόσο σταμάτησαν τα ξόρκια. Δεν άντεχαν κι οι δυο τους. Ήταν τελείως ανώφελο, σκέφτηκαν. Σειρά είχε η σωματική μάχη. Έτσι, ο Πρώτος Άρχοντας, που και δυνάμωνε και ψήλωνε όλο και περισσότερο, ενώ ο Βασιλιάς των Φωτεινών, έχοντας πέσει σε κατάθλιψη, όλο και έχανε τη δύναμή του, έδωσε μια μπουνιά, με το τεράστιο χέρι του, στον Μέγα Φωτεινό, αυτόν που είχε την περισσότερη Λαμπερή Ύλη που γινόταν, μπουνιά που τον χτύπησε στα πρόσωπο, κι έτσι μια (αόρατη) τρύπα από το σώμα του άνοιξε, και κάποια σωματίδια Ύλης έφυγαν στον ουρανό, παίρνοντας τον δρόμο τους. Ο Φέροξ, κάνοντας αυτό που έπρεπε, αφού σκότωσε τρεις Καλικάτζαρους και Ξωτικά, σταμάτησε. Δεν ήξερε για ποιο λόγο το έκανε αυτό, αλλά ήλπιζε πως το έκανε για το καλό όλων. Περίεργο…; Δεν το νομίζω! Στη συνέχεια, ο Άνθρωπος πήγε στο λιμάνι και συνάντησε τη σύζυγό του, όπως και τον Σοφό τον Γέροντα, που είχε πιάσει κουβέντα μαζί της. (Το λιμάνι δεν είχε γίνει τόπος μάχης.) Ο Λιουμινόσο, ταλαιπωρημένος σε μεγάλο βαθμό, που δεν γινόταν να κάνει τίποτε, ζήτησε βοήθεια από τον Ίνουρ, προσευχήθηκε δηλαδή σ’ Αυτόν, χωρίς βέβαια να πάρει απάντηση. Και όμως η απάντηση βρισκόταν στο μυαλό του, κι αυτό που του είχε πει, δεν θα αργούσε να έρθει. Κι αυτό που είχε ευχηθεί ήταν να πεθάνουν όλοι, να καεί στη φωτιά το Νησί και να είναι το τέλος του Σύμπαντος, της Κάελ, έτσι σκατά που τα έχουν κάνει όλοι τους. Βέβαια, εξαίρεση αποτελούσε η επιστροφή των Ανθρώπων, όπως και η αποκάλυψη του μυστηρίου της εμφάνισης τους σ’ αυτό το Σύμπαν, και άμα δεν γινόταν αυτό, τότε τίποτε από τα παραπάνω δεν θα ήθελε να συμβούν. Γιατί ο Ίνουρ ήξερε πολύ καλά τι έκανε, αλλά δεν τα είχε υπολογίσει όλα τόσο καλά: δεν πίστευε πως όλα αυτά θα είχαν πάρει τέτοια εξέλιξη, τέτοια συνέπεια, ώστε να έρθει το Τέλος του Κόσμου. Τότε, αφού πήρε την απάντηση από τον Πατέρα του, ο Λιουμινόσο έπεσε χάμω και η Απόλυτη Σκιά είπε: «Τι έγινε, Φωτεινέ; Κουράστηκες; Θες να τελειώνουμε το θέμα; Να σε σκοτώσω, πού να πάρει η ευχή; Έτσι όπως σε βλέπει ο Πατέρας, θα στεναχωριέται. Όχι, συγγνώμη, εσένα σε έχει χεσμένο. Μόνο εμένα σκέφτεται. Μόνο εμένα αγάπησε. Κι εσύ φταις που δεν σε αγαπά, γιατί εσύ τον ενόχλησες». «Δεν φταίω εγώ, εντάξει;» είπε με όλη τη δύναμη που μπορούσε να βγάλει από τη φωνή του ο Φωτεινός. «ΕΣΥ φταις, Πειρασμέ. Εσύ και μόνον εσύ! Γιατί εσύ με έβαλες να τον ενοχλήσω, να τον τσιγκλίσω, να του σπάσω τα νεύρα, και μετά εσύ, για ανεξήγητο λόγο, νευριάζεις μαζί μου, για κάτι που, στην ουσία, εσύ δημιούργησες. Εσύ με έκανες να τον πειράξω, γιατί ήμουν ένα μικρό κι αφελές παιδάκι», είπε και ο Ίνουρ τα άκουγε όλα αυτά και ποτέ του δεν σκέφτηκε ότι και οι Καλοί πέφτουν σε πειρασμούς. Ο Λιουμινόσο πήρε μια ανάσα και είπε, με την ίδια ένταση της βαθιάς φωνής του: «Και αν θες να ξέρεις, ο Πατέρας όπου να ’ναι έρχεται. Έρχεται το Τέλος του Κόσμου, Ούμπρα, έτσι χάλια που τον έχουμε καταντήσει. Και γι’ αυτά φταις εσύ, εσύ και μόνον εσύ». «Πώς;» τσίριξε με μια ψιλή φωνή ο Ούμπρα, όπου έκανε τον Φέροξ να γελάσει, βγάζοντας μια κραυγή γέλιου, κάτι που ο Άρχοντας το κατάλαβε, αφού τον είδε, παρόλο που το μάτι του δεν έφτανε εκεί πέρα. «Έρχεται ο Πατέρας!» είπε τώρα με βαθιά, αυστηρή φωνή. «Χα-χα-χα! Ας γελάσω! Και πώς θα έρθει αυτός ο παλιόγερος εδώ πέρα; Αυτός δεν μπορεί να τρέξει τόσο γρήγορα! Έχει γεράσει, Λιουμινόσο, και δεν θα έχει τη δύναμη να καταστρέψει το Σύμπαν που Εμείς δημιουργήσαμε, μια και το κάναμε κατοικήσιμο, κατάλαβες; Και, πρώτα απ’ όλα, ο Ίνουρ με αγαπά, ενώ εσένα καθόλου!» «Μα!... Μα, γιατί είσαι τόσο κουφιοκέφαλος;» είπε ο Φωτεινός. «Ο Ίνουρ τα ακούει όλα αυτά και τώρα έχει μάθει την αλήθεια, επειδή εγώ το είπα, τώρα μόλις, πριν από λίγο. Σε παρακαλώ, σταμάτα να λες βλακείες. Γιατί βλακείες λες τόση ώρα. Και, απ’ ό,τι μου έχει πει, Εκείνος είναι αυτός που έφερε πρώτα τον Σοφό και μετά τον Εκλεκτό, γιατί μου το έχει πει και, άμα δεν το πιστεύεις, μπορώ να σου φέρω το βιβλίο απ’ την Αρχαία Βιβλιοθήκη». «Χα-χα-χα!» είπε ξανά ο Ούμπρα. «Καλά γέλα εσύ! Αα! Κι αν θες να ξέρεις, απ’ όλα αυτά που έχω τραβήξει» – ο Ούμπρα ξαναγέλασε – «εμένα αγαπά τώρα. Εμένα και μόνον εμένα!» Η Σκιά γέλασε για τρίτη φορά, που αυτή ήταν και η πιο δυνατή της. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε όταν ηρέμησε. «Θα κάνω κάτι, που ποτέ – μα ποτέ – δεν είχαν πρόθεση να κάνω, γιατί, κατά βάθος, εσύ είσαι ο αδερφός μου. Αλλά τώρα θα το κάνω, γιατί εσύ είσαι αυτός που λες τις ανοησίες και όχι εγώ». Λέγοντας αυτά, παράλληλα πήρε το ραβδί του. Ήταν έτοιμος να κάνει το Φονικό Ξόρκι, κάτι που είχε κάνει, για πάρα πολλές φορές, μόνο στις Σκιές που εκείνος είχε δημιουργήσει. Και τότε συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα: οι Σκιές σταμάτησαν να πολεμούν και να σκοτώνουν, παρά μόνο στάθηκαν ακίνητες, πετώντας στον αέρα, ενώ τα Τρολ σταμάτησαν κι εκείνα, βλέποντας με ένα ηλίθιο βλέμμα τον Άρχοντά τους να κάνει κάτι που δεν είχαν καμία απολύτως ιδέα για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει στην συνέχεια. Επίσης, ο Φέροξ σηκώθηκε και πήγε στην Αφετηρία, που παλιά λεγόταν Κόλαση, αλλά ξαναπήρε πίσω το όνομά της, γιατί οι φωτιές είχαν σβηστεί, κάτι που δεν το είχε πάρει χαμπάρι εδώ και πολύ ώρα. Και ο Σοφός και η Πούλχραμ ανέβηκαν, όταν άκουσαν τη λογομαχία μεταξύ Φωτεινού και Σκιάς. Κι όταν όλοι βρέθηκαν στην Αφετηρία, περιμένοντας να πεθάνει ο Λιουμινόσο, κάτι που το σκέφτηκαν τα Πνεύματα του Κακού και μόνον αυτά, και τη στιγμή που ο Ούμπρα θα έλεγε έστω και το «Πέθανε!», κόπηκε στο «Πε». Γιατί ένα μεγάλο και δυνατό «ΣΤΟΠ!» ακούστηκε από το πουθενά. Και όλα σταμάτησαν και όλοι κοίταξαν απορημένοι ψηλά στον ουρανό, στο Άπειρο Σύμπαν. Παρεμπιπτόντως, ο Ούμπρα είχε αρχίσει να φοβάται, ενώ πιο πολύ φοβόταν που χαρακτήρισε τον Ίνουρ, τον Πατέρα του, αυτόν που τον αγαπούσε περισσότερο από τον Φωτεινό, «παλιόγερο». Όταν ο Ίνουρ είπε το «ΣΤΟΠ!», έτρεξε με ταχύτητα, μεγαλύτερη από τη ταχύτητα του φωτός, ούτε ταχυόνιο να ήταν, και σε ένα λεπτό είχε ήδη φτάσει στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί. Ξαφνικά, όταν έφτασε, ένα τραγούδι ακούστηκε σ’ ολόκληρο το Σύμπαν. Μια τεράστια ορχήστρα βρισκόταν πίσω από τον Ίνουρ, τον Πρώτο, αυτόν που έκανε το Τίποτα κοτζάμ Κάτι, η οποία έπαιζε αυτό το τραγούδι τόσο δυνατά, που όχι μόνο ο Φέροξ, αλλά και ο Λιουμινόσο και ο Ούμπρα, και όλοι τους δηλαδή, ξαφνικά έκλεισαν τα αυτιά τους. Αλλά η Μουσική συνέχιζε να παίζει και το τραγούδι είχε αποτυπωθεί σ’ όλους. Ήταν κάπως έτσι: Άρχισε τόσο έντονα, που τα δειλά Ξωτικά τρόμαξαν. Μετά, αφού τα βιολιά και γενικά όλα τα έγχορδα μουσικά όργανα έπαψαν να δημιουργούν αυτόν τον έντονο ήχο, συνέχισαν με μια πιο χαμηλή ένταση, που διήρκησε μόνο ένα δευτερόλεπτο (η αρχή κράτησε γύρω στα πέντε). Και μετά από αυτό το χαμηλό, γιατί χαμηλό δεν θα το έλεγε κανείς (ήταν σε σχέση με την αρχή χαμηλό), που ακολούθησε, σειρά είχαν οι φωνές. Πρώτοι ξεκίνησαν οι άντρες, που είπαν δυο τρία λογάκια, και μετά κατευθείαν οι γυναίκες (οι άντρες παρέμεναν να τραγουδούν), πιο δυνατά από εκείνους, όπου οι νότες κατέβαιναν η μία μετά την άλλην, ενώ μετά ξανανέβηκαν όπως κατέβηκαν, και οι φωνές έπαψαν. Και ενώ οι φωνές ακούγονταν, παράλληλα ένα τύμπανο ακουγόταν, τόσο έντονο και δυνατό, που τα τύμπανα των αυτιών των Πλασμάτων του Νησιού είχαν αρχίσει να βουίζουν έντονα, λόγω της μεγάλης έντασης του ήχου. Σειρά είχαν πάρει τα βιολιά, καθώς και τα τύμπανα, κι άρχισαν να επαναλαμβάνουν την αρχή, την έντονη αυτή αρχή, που είχε κάνει τα Ξωτικά να κλάσουν μέντες. Έπειτα, μετά την επανάληψη της αρχής του τραγουδιού, οι φωνές άρχισαν να ακούγονται, λέγοντας τα ίδια λόγια με τις ίδιες νότες. Μετά, τον ρόλο τον πήραν οι μπάσοι (οι βαθύφωνοι), αλλά έπειτα από έναν μουσικό χρόνο εμφανίστηκαν κι οι τενόροι άντρες και οι άλτο και σοπράνο γυναίκες. Κι ενώ οι γυναίκες έλεγαν διαφορετικά λόγια από τους άντρες, ήταν τόσο ωραία δομημένο, που όσοι το άκουγαν (εδώ το άκουγε όλο το Σύμπαν!) είχαν πάθει τη πλάκα τους, από την τόση ωραία αρμονία και ομοιομορφία που είχε αυτό το μουσικό κλασικό κομμάτι. Και σε όλη τη διάρκεια του κομματιού, οι φωνές, λέγοντας διαφορετικά λόγια η μία με την άλλη (αυτό συνέβαινε μερικές φορές, όχι πάντα), όπως και όλα τα υπόλοιπα όργανα, ήταν τόσο δυνατά και έντονα, που ταίριαζε απολύτως με το σκηνικό αυτό, το Τέλος του Κόσμου, που, όπου να ’ταν, θα ερχόταν. Ξαφνικά, οι φωνές σίγησαν. Σίγησαν, βέβαια, σε σχέση με ό,τι είχε ακουστεί πριν. Κι έτσι συνέχισαν, σιγανά, ώσπου το τραγούδι τελείωσε. Σειρά είχε ένα άλλο τραγούδι (η ορχήστρα θα έπαιζε δύο τραγούδια για την συγκεκριμένη αυτή περίσταση, που ταίριαζαν γάντι σε τέτοιες καταστάσεις), που και οι φωνές και τα όργανα έπαιζαν τις ίδιες αντίστοιχα νότες. Κι αυτό το τραγούδι άρχισε δυναμικά, αρκετά δυναμικά, όπως και το άλλο, αλλά δεν ήταν τόσο δυνατό, έντονο και ισχυρό από το προηγούμενο. Αυτό, αντιθέτως, ήταν πιο μελωδικό, πιο «χαρούμενο», πιο «παιδικό», πιο «αστείο», σε σχέση με το άλλο, που ήταν πιο ξερό (έδινε περισσότερο έμφαση στις φωνές παρά στα όργανα, παρόλο που έπαιζαν σε όλη την διάρκειά του), πιο σοβαρό, πιο καταστροφικό, πιο τρομακτικό, ό,τι έπρεπε για μια ταινία τρόμου ή για μια κατάσταση έντονης διαμάχης. Και όταν έπαψε η ορχήστρα, εξαφανίστηκε. Όλοι τρόμαξαν με αυτά τα δύο τραγούδια, το γιατί δεν το ξέρουν: δημιουργήθηκαν διαφορετικά συναισθήματα στον καθένα (ο Φέροξ, ο Βερεκούνδιος, η Πούλχραμ και ο Λιουμινόσο πήραν θάρρος από τον δυναμισμό τον τραγουδιών, ενώ κάποια Ξωτικά και Καλικάτζαροι φοβήθηκαν. Ο Ούμπρα και κάποιες Σκιές τρόμαξαν κι εκείνες, αλλά ποτέ τους δεν θα το παραδέχονταν δημόσια). Και για να πω την αλήθεια, κι εσείς θα μπορούσατε να είχατε τρομάξει, ακόμα και όταν καθόσασταν στην καρέκλα του γραφείου σας. Πόσο μάλλον αν ήσασταν εκεί που βρίσκονταν ο Φέροξ, η Πούλχραμ και ο Σοφός Γέροντας!!! Κι αφού τα τραγούδια είχαν πάψει να ακούγονται, ο Ίνουρ πήρε τη σειρά να μιλήσει, και είπε: «Μάλιστα! Ωραία τα καταφέρατε! Αυτά δεν είναι παιδιά, και μάλιστα όχι Παιδιά Μου. Μπράβο, Ούμπρα», είπε ειρωνικά και τον κοίταξε με ένα αυστηρό και μισητό ύφος. «Ώστε εσύ ήσουν αυτός που έκανες τον Λιουμινόσο να με πειράξει, έτσι δεν είναι;» Ο Ούμπρα τον κοίταξε στα μάτια, στα γοητευτικά μάτια του Ίνουρ, και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Και, επίσης, ήσουν αυτός που είπες Εμένα “παλιόγερο”, ε;» «Ναι», είπε σιγά. «Ορίστε; Δεν άκουσα! Είναι και λίγο κουφός, Εγώ, ο παλιόγερος», είπε αυστηρά. «ΝΑΙ!» φώναξε με διαπεραστικό τόνο. «Μάλιστα», είπε. «Ωραία. Το παραδέχτηκες. Χαίρομαι, αλλά ποτέ δεν θα σε συγχωρήσω. Βασικά, κανέναν δεν θα συγχωρήσω. Το Τέλος του Κόσμου έχει έρθει, Παιδιά Μου. Αλλά δεν θα τελειώσω τούτο τον Κόσμο, άμα δεν λυθεί το μυστήριο και, κυρίως, άμα δεν φύγουν οι Ξένοι, με την καλή πάντα έννοια, από τούτο το Σύμπαν. Βέβαια, όλα δημιουργία μου είναι, Εγώ δηλαδή το έκανα αυτό, Εγώ ξέρω τη λύση του μυστηρίου, αλλά δεν θα σας πω τίποτε. Θέλω ο Σοφός ο Γέροντας να λύσει το μυστήριο. Γι’ αυτό, άλλωστε, ήρθε εδώ. Πώς ήρθες, παιδί μου;» του είπε και ο Σοφός Γέροντας δεν πίστεψε στα αυτιά του: ο Ίνουρ, ο Πρώτος, αυτός που έκανε αυτό το Τίποτα Κάτι, ο δημιουργός ενός από τα εκατομμύρια Πολυσύμπαντα, να του κάνει ερώτηση; Απίστευτο! Απίστευτο κι όμως αληθινό!!! «Ακόμα και αυτό δεν το ξέρω», είπε εννοώντας το με ποιο τρόπο ήρθε εδώ. Ύστερα, είπε πώς άρχισαν όλα, χωρίς όμως να λέει την αιτία που άλλαξε Πολυσύμπαν: «Εγώ, πάντως, απ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ, πήγαινα σε ένα κοντινό νησάκι, λίγο μακριά από την Πρωτεύουσα, όχι σ’ αυτό το κακοφημισμένο» – του Φέροξ του σηκώθηκε η τρίχα σαν το άκουσε – «αλλά σε ένα κοντινό του, για να συναντήσω τη μητέρα μου, που τώρα σίγουρα θα έχει πεθάνει. Αχ! Μητέρα, μητέρα, δεν ξέρεις πόσα πολλά χρόνια έχω να σε δω! Αυτό το σκοπό είχα, τουλάχιστον. Αλλά, ενώ πήγαινα, δεν τα είχα καν αντικρίσει τα τρία νησάκια, έσβησαν όλα, κι εγώ νόμισα πως έκλεισα απότομα τα μάτια μου. Δεν θυμάμαι τι έκανα. Τέλος πάντων… Όταν τα ξανάνοιξα, βρισκόμουν πάλι σε θάλασσα, αλλά απόρησα, αφού είδα τα άλλα δύο νησάκια να έχουν εξαφανιστεί κι ένα μόνο να είναι, το κεντρικό, αυτό, το κακοφημισμένο… Τελικά, όμως, ούτε αυτό ήταν. Και έτσι άρχισε η δικιά μου περιπέτεια στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί!» «Μάλιστα!» είπε ο Ίνουρ. Δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα. «Αλλά, όπως προφήτεψα, ο δεύτερος Άνθρωπος που θα ερχόταν, αυτός θα ήταν ο λεγόμενος Εκλεκτός, έτσι δεν είναι, Λιουμινόσο;» «Ακριβώς, Πατέρα», είπε και κοίταξε απειλητικά τον Ούμπρα, που δεν το πίστευε πριν. «Ωραία! Κάτι μάθαμε και σήμερα! Αν και ήξερα, Παιδιά Μου, τι θα γινόταν, ποτέ δεν ήξερα ότι θα είχαν όλα αυτά που έκανα, όχι μόνο εγώ αλλά κι Εσείς, Παιδιά Μου, ένα τέτοιο μοιραίο τέλος. Να έχουν όλα αυτά μια τέτοια συνέπεια. Και για όλα αυτά φταίει η Σκιά. Βέβαια, δεν φταις μόνο εσύ, Ούμπρα, όχι. Φταίω και Εγώ. Γιατί Εγώ σε δημιούργησα. Σε δημιούργησα από Σκοτεινή Ύλη, που υπήρχε στο σώμα μου. Απορώ, όμως, πώς βρέθηκε. Δυστυχώς, όμως, αυτό ούτε δικό Μου δημιούργημα είναι ούτε μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι δημιουργήθηκα», είπε και ξεφύσησε. «Λοιπόν, Ούμπρα και Λιουμινόσο, και εσείς, Ξωτικά και Καλικάτζαροι, Σκιές και Τρολ, αν και, εσείς και μόνον εσείς οι δυο, είστε Παιδιά Μου, και ποτέ δεν θα το έκανα αυτό, πρέπει να πεθάνετε. Και σήμερα κιόλας. Τώρα δηλαδή. Ο Κόσμος, η Κάελ, και το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί – γιατί απομακρυσμένο, αλήθεια; Εμένα δεν με θέλατε κοντά σας; –, θα καταστραφούν, όταν οι Άνθρωποι φύγουν και πάνε στη χώρα τους, στη πατρίδα τους, αφού, βέβαια, διαλυθεί το μυστήριο, το οποίο δεν θα σας το εξηγήσω. Το μόνο που έχω να πω γι’ αυτό, είναι πως εγώ το έκανα, όταν δημιουργήθηκαν τα Τρολ, κι άρχισαν να χλευάζουν τον Φωτεινό. Ναι, Ούμπρα, γιατί τότε, και λίγο πιο πριν, είχα αρχίσει να συμπαθώ περισσότερο τον Λιουμινόσο παρά εσένα, Παιδί Μου… Α! Σοφέ Γέροντα, επειδή θα χρειαστείς να κατασκευάσεις αρκετές μηχανές, για να φύγετε από εδώ πέρα, θα σου δώσω ό,τι μου ζητήσεις. Θα το κάνω, όπως και θα απαντήσω και στις χιλιάδες απορίες που θα μου κάνεις, γιατί αυτό είναι σίγουρο. Γιατί εγώ το έκανα αυτό και, συμπτωματικά, εσείς εισήλθατε στον Κόσμο της Κάελ. Φέροξ, “Εκλεκτέ”, αν και τελικά δεν χρησίμευσες σε κάτι, γιατί αναγκάστηκα να εμφανιστώ Εγώ, σου ζητώ συγγνώμη για ό,τι έκανα. Γιατί σε κούρασα, σε άγχωσα, εσύ, ένας Βασιλιάς, που παρόλο δεν είσαι εδώ πέρα, σ’ αυτό το Σύμπαν, δεν πρέπει ούτε να κουράζεται ούτε να αγχώνεται, ούτε καν να πολεμά. Και δεν σε κατηγορώ για τίποτε απ’ όλα αυτά που έγιναν. Από αυτόν τον Πόλεμο που έγινε. Συμφωνείς με όσα λέγω;» «Συμφωνώ!» είπε ο Φέροξ. «Και όλοι θα πρέπει να συμφωνήσουν, έτσι δεν είναι, Ούμπρα;» είπε ειρωνικά αλλά ο Ούμπρα ούτε που να τον κοιτάξει. «Πολύ ωραία!» είπε ο Ίνουρ. «Α! Συγχώρα με, Λιουμινόσο, όπως και τον οποιοδήποτε που έχει φτιαχτεί από Λαμπερή Ύλη, αλλά, είτε εμφανιζόμουν είτε όχι, έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να πεθαίνατε. Δεν δίνω άλλες εξηγήσεις, κι εσείς που είστε φτιαγμένοι από Λαμπερή Ύλη δεν είναι απαραίτητο να τα μαθαίνετε κι όλα. Θα αφήσω το Σοφό Γέροντα να τα εξηγήσει όλα… Σύμφωνοι;» «Μα… Μάλιστα!» είπε εκείνος. «Πολύ καλά!» είπε χαρούμενα. «Είναι αρκετά περίπλοκο το σκεπτικό Μου, ναι, το ξέρω, γιατί μιλάει και το Καλό αλλά και το Κακό. Γιατί Εγώ έχω, παρόλο που σας έφτιαξα, τις ίδιες ποσότητες Λαμπερής και Σκοτεινής Ύλης. Σας συγχωρώ όλους, γιατί Εγώ φταίω, το ξαναλέω. Και αυτό θα είναι το τέλος των Παιδιών Μου, καθώς και των παιδιών των Παιδιών Μου», είπε και κατευθείαν όλοι τους εξαφανίστηκαν και μετατράπηκαν σε Σκοτεινή, για τα Πνεύματα του Κακού, και σε Λαμπερή, για τα Πνεύματα του Καλού, Ύλη. Αυτό ήταν! Και ο Βερεκούνδιος κι ο οποιοσδήποτε Καλικάτζαρος, Ξωτικό, Φωτεινός, Σκιά και Τρολ είχε εξαφανιστεί. Έτσι, με ένα πουφ! Και ο Φέροξ στεναχωρήθηκε κι όλοι τους στεναχωρηθήκανε και κλάψανε. Και όταν φύγουν κι οι Άνθρωποι, όλο το Σύμπαν θα καταστραφεί, και θα μείνει το Άπειρο Κάτι. Μη σας πω και το Τίποτα. Αλλά αυτό αποκλείεται, αφού, μια και που δημιουργήθηκε ο Ίνουρ, δεν μπορεί να πεθάνει. Βέβαια, ποτέ μην λες ποτέ. Το τέλος θα είναι αυτό, κι αφού δεν θα αναφερθεί, φαντάζομαι, το «λέω» τώρα: Ο Ίνουρ θα ζήσει σ’ αυτό το Άπειρο Κάτι, μόνος, να περιπλανιέται όπως έκανε όταν ήταν μικρός. *** Μετά τη ξαφνική εξαφάνιση των Παιδιών του Πρώτου, οι τρεις Άνθρωποι, οι μοναδικοί κάτοικοι σε όλο το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, είχαν μείνει άφωνοι ενώ το κλάμα και τα βογκητά ακούγονταν για αρκετή ώρα. Κατά τη διάρκεια που ο Ίνουρ μίλαγε, είχαν συμβεί διάφορα πράγματα: πρώτα απ’ όλα, κανένας δεν πίστευε στα αυτιά του. Δεύτερον, όταν ο Ίνουρ είπε ότι τα Παιδιά Του θα πεθάνουν, ο Λιουμινόσο και ο Ούμπρα πήραν μια έκφραση, τι να σας λέω! Όχι μόνο δεν πίστευαν στα αυτιά τους, αλλά ποτέ τους δεν νόμιζαν ότι θα είχε μια τέτοια κατάληξη, όπως είχε πει και ο Ίδιος. «Το Τέλος μας», σκέφτηκαν. «Απίστευτο!» είπαν από μέσα τους. Και ο Ούμπρα το μετάνιωσε, παρ’ όλο που δεν το φώναξε ποτέ του. Ενώ τώρα… Τώρα είναι αργά! Τώρα ο Ούμπρα έχει γίνει Σκοτεινή Ύλη… Ενώ ο Λιουμινόσο… Αυτός έχει γίνει Λαμπερή Ύλη. Κι οι δυο τους ένιωσαν ντροπή και πιο πολύ ο Πρώτος Άρχοντας, που τώρα δεν είναι ούτε καν Άρχοντας. Και Δεύτερο Άρχοντα των Θαλασσών ονομάστηκε ο Φέροξ, ως δώρο από τον Ίνουρ, τη Μεγάλη Θεότητα, τον Δημιουργό, τουλάχιστον τούτου του Σύμπαντος. Και αυτή την ιδιότητα θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει και στο άλλο Σύμπαν, στο Σύμπαν όπου οι Άνθρωποι κατοικούν, στο Σύμπαν όπου κανένα Μαγικό Πλάσμα δεν ζει, στο Σύμπαν με τους άπειρούς του γαλαξίες, στο Σύμπαν στο οποίο υπάρχει το Ηλιακό Σύστημα, και πιο μεγεθυμένα, στο Σύμπαν που υπάρχει η Γη, ένας Πλανήτης σαν όλους τους άλλους του Ηλιακού Συστήματος, αλλά πολύ διαφορετικός επίσης. Και θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει μέχρι να πεθάνει και δεν μπορεί να πάει στον πρωτότοκο γιο. Έτσι, οι μοναδικοί κάτοικοι του Νησιού κοιμήθηκαν πάνω στο καμένο έδαφος της Αφετηρίας, που, μ’ όλα αυτά, είχε πάει βράδυ. Και τότε το φεγγάρι εμφανίστηκε, που, κατά κάποιον τρόπο, έμοιαζε με αυτό της Γης, το Δορυφόρο της, αλλά ταυτόχρονα είχε και τις διαφορές του: το σεληνόφωτος αυτού του Σύμπαντος ήταν διαφορετικό, μια και ήταν πιο έντονο, πιο μυστήριο, πιο όμορφο… Και ξαφνικά ένα τραγούδι ακούστηκε σ’ όλο το όπου-να-’ναι-θα-καταστραφεί Σύμπαν, σίγουρα εκτελεσμένο από την ορχήστρα του Ίνουρ, μόνο που κανένα όργανο δεν έπαιζε, παρά μόνο το πιάνο. Τα πλήκτρα πατιούνταν κι οι νότες ακούγονταν άλλοτε πολύ σιγανά και άλλοτε λίγο δυνατά, ανάλογα με το πόση πίεση έβαζε αυτός που το εκτελούσε. Και δεν είχε καμία σχέση με τα δύο τραγούδια που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της Οργής του Ίνουρ. Ήταν ένα αργό, ήσυχο μουσικό κομμάτι, που δήλωνε και ελπίδα και ομορφιά και φόβο και τρόμο και οργή και αγωνία και μυστήριο, ενώ ήταν και σκοτεινό και λυπητερό αλλά και χαρούμενο, και αισιόδοξο αλλά ταυτόχρονα και απαισιόδοξο, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν γεμάτο από ζωντάνια. Καμιά μουσική, κατά τον Ίνουρ, δεν θα δημιουργούσε τόσα πολλά συναισθήματα μαζί, όποιο Πλάσμα κι αν την άκουγε. Κι έτσι, όλα τα βάσανα κι όλα τα δυσάρεστα πράγματα που συνέβησαν σε μία μέρα μόνο, ξεχάστηκαν, ή δεν τους έδωσαν και τόσο πολύ σημασία την επόμενη. Γιατί κάτι ήταν κι έγινε και, μακάρι, να μην ξαναγίνει ποτέ κάτι παρόμοιο, σε οποιοδήποτε Σύμπαν του Πολυσύμπαντος. *** Το φεγγάρι έφυγε και τη θέση του την πήρε ο ήλιος. Όπως το φεγγάρι, ο ήλιος είχε κάποιες διαφορές με αυτόν του Ηλιακού Συστήματος του Φέροξ, της Πούλχραμ και του Σοφού Γέροντα. Αλλά αυτή είναι άλλη μέρα. Έτσι, θα αναλυθεί στο επόμενο μέρος της ιστορίας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted October 4, 2011 Share Posted October 4, 2011 (edited) Φάνηκε ότι σ' αυτό το κεφάλαιο είχες αρκετή όρεξη, γιατί η γραφή ήταν πολύ καλύτερη από των προηγουμένων κεφαλαίων. Μ' άρεσε ο διάχυτος ενθουσιασμός σου γι' αυτή τη μουσική και χαίρομαι που ένα παιδί της ηλικίας σου δεν ακούει μόνο lady gaga Και Justin bieber! Γενικότερα, αυτά τα κείμενα που γράφονται κάτω από ενθουσιασμό και με πολύ όρεξη, συνήθως είναι τα καλύτερά μας! Τώρα... όπως είπα η γραφή είναι καλύτερη, ωστόσο είναι κατώτερη απ' τη γραφή μου έχεις πια κι έτσι αν το περάσεις μερικές φορές θα δεις και θα διορθώσεις λαθάκια. Ωραία η ιδέα με τα τραγούδια κι αρκετά καλές οι περιγραφές σου, αν και σε κάποια σημεία θέλανε δουλειά για να μην είναι κουραστικές και λίγο ασαφής. Η ορχήστρα που λες ότι εμφανίζεται δεν είναι και τ' ό,τι πιο ωραίο σαν εικόνα στο μυαλό μου. Καλύτερα είναι η μουσική ν' ακούγεται από κάπου απλά. Η παρέμβαση του Ίνουρ ήταν ενδιαφέρουσα καθώς κι η διαμάχη των παιδιών του. Ωστόσο αυτό δημιουργεί κάποια προβλήματα, εκ των οποίων το βασικότερο είναι χάνει το νόημα της η ιστορία. Υποτίθεται ότι έχουμε έναν βασικό ήρωα, τον Φέροξ, ο οποίος υποτίθεται ότι είναι ο εκλεκτός. Όμως τελικά αποδεικνύεται άχρηστος για την ιστορία. Όλα τα λύνει ο Ίνουρ κι οι άλλοι απλά κοιτάνε. Αυτό δεν είναι σωστό για τον ήρωα σου. Ο Ίνουρ τελικά φεύγει σκοτώνοντας τους πάντες, ενώ τα παιδιά του, στην πραγματικότητα, είναι αυτοί που κάναν λάθος. Αυτό τον ρίχνει στα μάτια μου και με κάνει να τον βλέπω σαν έναν άδικο θεό που κοιτά την πάρτη του μόνο. Επίσης το "ψάξτε και βρείτε πως ήρθατε εδώ, εγώ δε σας λέω τίποτα" δε μου δημιουργεί κάποια τρομερή αγωνία... Δηλαδή η ιστορία πλέον αφορά το ότι αυτοί θα φύγουν κι ότι θα μάθουμε πως ήρθαν; Δεν ξέρω... Ουσιαστικά η ιστορία έχει πραγματικά αλλάξει πλέον σαν θέμα (όπως μου είπες κι εσύ) και προβληματίζομαι αν είναι προς το καλύτερο. θα δω και στο τέλος βέβαια... Αυτά για το 7! Συνέχισε να προσπαθείς! Μην κοιτάς που είμαι αυστηρός, είναι για το καλό σου κι ελπίζω να το βλέπεις! Κι επειδή εγώ δεν είμαι και κανένας τρομερά έμπειρος, ελπίζω να πάρεις κάποια στιγμή σχόλια κι απο εμπειρότερους του φόρουμ που θα 'ναι ακόμα πιο χρήσιμα!! Ο Άρχοντας των Θαλασσών -Μέρος 7- (σχόλια).doc Edited October 4, 2011 by TheTregorian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.