GeoVa Posted June 26, 2011 Share Posted June 26, 2011 Είδος: Κωμικοτραγική, ειρωνική αλλά και σατιρική ιστορία (ελάχιστης) φαντασίας Βία: Λίγη Σεξ: Ναι (υπονοούμενα) Αριθμός Λέξεων: 5.398 Σχόλια: Μία πολλών ειδών ιστορία με ελάχιστο fantasy είδος. Το έχω αναθεωρήσει, αλλά όχι πάρα πολύ. Γι' αυτό είναι κάπως πιθανό, πιστεύω, να βρείτε κάποια πολύ, πολύ μικρά λαθάκια... Πείτε τη γνώμη σας, και γράψτε πόσο ειρωνική/σατιρική ήταν! Εγώ πιστεύω πως ήταν αρκετή για το μήκος του. Μία εκπληκτική ημέρα… Ο Γιώργος, ένας τριαντάρης νέος, κοιμόταν στο κρεβάτι του, με το κάτω σεντόνι να έχει βγαλθεί (εκείνος το τράβηξε, κατά τη διάρκεια του ύπνου του), ενώ το δεύτερο μαξιλάρι βρισκόταν κάτω στο πάτωμα. Το πάνω σεντόνι, αυτό που σκεπάζεται, μη τυχόν και κρυώσει, είχε πεταχτεί κι αυτό κάτω στο πάτωμα, αλλά ένα μέρος του ήταν ακόμα ριζωμένο στο κρεβάτι. Κοιμόταν βαθιά, ροχαλίζοντας. Το δωμάτιό του, η κρεβατοκάμαρά του, ήταν σκοτεινή: κανένα φως δεν έμπαινε από παντού, μια και όλα τα πατζούρια ήταν ερμητικά κλειστά. Δύο κομοδίνα υπήρχαν στο κρεβάτι, ένα για το πρώτο άτομο και ένα για το άλλο, αλλά επειδή δεν υπήρχε σχεδόν ποτέ δεύτερο άτομο, το δεύτερο κομοδίνο μας είναι άχρηστο… Θα μας χρησιμεύσει μόνο το πρώτο, το κομοδίνο που κοιμάται κοντά του ο Γιώργος. Πάνω σ’ αυτό ήταν ακουμπημένο το τηλέφωνο, ένα ρολόι δωματίου με ξυπνητήρι (αυτά τα κυκλικά ρολόγια), ενώ λίγο πιο πέρα βρισκόταν ένα κουτάκι παγωτού. Το είχε τσακίσει χθες και είχε γεύση σοκολάτα με διάφορα μπιχλιμπίδια από πάνω… Λίγο επάνω από το κομοδίνο υπήρχε ένα μικρό ράφι, που του είχε βάλει διάφορα βιβλία, πολλά βιβλία, με σκοπό, κάποια στιγμή, να πέσει τόσο έντονα κάτω, δημιουργώντας ζημιά στο τοίχο, καθώς και στο κεφάλι του Γιώργου!... Η ώρα είχε πάει εφτά και οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν βγει από τα σπίτια τους, ντυμένοι στη τρίχα, λουσμένοι και φαγωμένοι, για να πάνε στη δουλειά τους, μη τυχόν και αργήσουν… Ο Γιώργος, έχοντας βάλει τα πόδια του στη θέση του δεύτερου ατόμου του κρεβατιού, ενώ το κεφάλι του ακουμπούσε στη θέση του, πάνω στο μαξιλάρι, πετάχτηκε, όταν άκουσε το λεωφορείο να κάνει στάση ακριβώς έξω από το σπίτι του!... Και δεν ήταν μόνο αυτό που τον έκανε να πεταχτεί. Ακριβώς μετά, όταν το λεωφορείο σταμάτησε, και αυτό ήταν που έκανε τον Γιώργο να πεταχτεί σαν την κλανιά, ένα κάμπριο αυτοκίνητο αναγκάστηκε να σταματήσει, μια και το λεωφορείο είχε σταματήσει κι αυτό, ενώ πίσω από το κάμπριο ήταν καμιά δεκαριά αυτοκίνητα, που είχαν αρχίσει να κορνάρουν, γιατί το λεωφορείο αργούσε να ξεκινήσει, επειδή μια γριά γυναίκα χρειαζόταν τη βοήθεια του οδηγού για να ανέβει πάνω. Επίσης, κατά την διάρκεια που το κάμπριο περίμενε, ο οδηγός του είχε βάλει στο τέρμα τη μουσική του, μια ηλίθια ποπ μουσική, κι αυτή, σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα, έκαναν τον Γιώργο να πεταχτεί σαν την πορδή, τεντώνοντας το κεφάλι του και τα πόδια του, ενώ τα χέρια του ακουμπούσαν σφιχτά το μαξιλάρι. Στη συνέχεια, λίγο πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι, έφερε τα πόδια του στη δική του θέση. Αλλά τα τράβηξε με μια τεράστια ορμή, που – αρκετά παράξενα – τα πόδια του, ανεξέλεγκτα, τελείως από μόνα τους – κατά κάποιον τρόπο –, ακούμπησαν το πάτωμα, και ο Γιώργος, παρασυρμένος από τη δύναμη των ποδιών του, έχασε τον έλεγχο του σώματός του κι ακολούθησε τα πόδια του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατηθεί από το μαξιλάρι. Το παράτησε όμως και έπεσε κάτω στο πάτωμα. Λίγο πριν πέσει, όμως, ακουμπά και χτυπά το κεφάλι στο κομοδίνο, ξυστά, για καλή του τύχη. Και όταν έπεσε και δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς έγιναν όλα αυτά, ξαφνικά, από το μεγάλο βάρος, το ράφι καταρρέει, κι ένας μεγάλος τόμος του πέφτει στο κεφάλι. Εκείνος, βέβαια, δεν το είδε, γιατί τότε το κεφάλι του κοίταζε τη μπαλκονόπορτα, κοίταζε ευθεία δηλαδή, ενώ με το χέρι του έξυνε τα μαλλιά του, και διαπίστωσε πως έπρεπε, μετά απ’ όλα αυτά, να πάει να κάνει ένα ντους στα γρήγορα, ένα γρήγορο ντους, μη τυχόν κι αργήσει στη δουλειά. Και τότε ο τόμος του έπεσε στο κεφάλι, κι έβγαλε μια κραυγή πόνου, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που πέρασε αυτό το αναθεματισμένο λεωφορείο, γιατί από εκεί άρχισαν όλα. Και όπως σηκώθηκε, πήδηξε το μαξιλάρι με ένα μικρό άλμα, κι άνοιξε τα πατζούρια της μπαλκονόπορτας. Όταν τα άνοιξε, έτοιμος ήταν να τα ξανακλείσει, αλλά αντί να τα κλείσει ξανά, έκλεισε τα μάτια του, γιατί ο ήλιος (που βρισκόταν φάτσα φόρα μπροστά του) ήταν τόσο φωτεινός, που δεν άντεχε να τον βλέπει. Ήταν σα να τυφλώθηκε κι αφού τα έκλεισε για λίγο και τράβηξε τις κουρτίνες, ηρέμησε. Και σα να μη συνέβαιναν όλα αυτά τα «υπέροχα» πράγματα, διαπίστωσε πως το κουτί του παγωτού είχε πέσει κάτω στο πάτωμα, γιατί, όπως χτύπησε το κεφάλι του στο κομοδίνο, εκείνο κουνήθηκε, κι επειδή το κουτί δεν ήταν και τόσο καλά τοποθετημένο πάνω στο κομοδίνο, έπεσε κάτω μετά τη σύγκρουση του κεφαλιού του στο «ξύλινο, αναθεματισμένο» έπιπλο. Κι όταν θυμήθηκε πως την προηγούμενη μέρα δεν το είχε φάει τελικά όλο (πίστευε πως το είχε αδειάσει), αφήνοντάς το φαινομενικά άδειο κουτί παγωτού πάνω στο κομοδίνο, αυτό έπεσε κάτω, κι επειδή το είχε αφήσει κάμποσες ώρες σε ζεστό μέρος, έριξε όλο το υγρό παγωτό στο πάτωμά του. «Γαμώτο!» φώναξε, όταν είδε πως το υγρό παγωτό είχε πέσει πάνω σε ένα μικρό χαλάκι. Τρέχοντας, ο Γιώργος κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες, κι ενώ το ένα πόδι ακολουθούσε το άλλο, ξαφνικά και τα δύο κατέβηκαν ένα σκαλί, και μάλιστα το τελευταίο (αυτό το παθαίνει σχεδόν πάντα όταν τρέχει σκαλιά), ώστε να γλιστρήσει και να πέσει στην κοντινή πολυθρόνα, που βρισκόταν δεξιά από τις σκάλες. Τυχερός ήταν, αν ζητούσατε ποτέ την γνώμη μου! Όταν ηρέμησε (η καρδιά του χτυπούσε με μανία), σηκώθηκε από την πολυθρόνα, κι αποφάσισε πως αυτή θα την είχε πάντα τοποθετημένη εκεί, γιατί την προηγούμενη μέρα, την ημέρα που την αγόρασε δηλαδή, δεν συμφωνούσε και πολύ με αυτή την θέση. Σηκώθηκε απότομα και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, που βρισκόταν μακριά από τις σκάλες και πολύ πιο μακριά από την τραπεζαρία, ενώ από το σαλόνι να μην το συζητήσουμε: είχαν απόσταση περισσότερη από είκοσι-τριάντα μέτρα. Όταν έφτασε, πήρε στα γρήγορα ένα καθαριστικό χαλιών. Αλλά μέχρι να το βρει, αναγκάστηκαν να περάσουν γύρω στα δυο λεπτά, επειδή δεν ήξερε πού στην ευχή βρισκόταν, γιατί, πρώτον, η μάνα του είχε περάσει δύο μέρες πριν, αλλάζοντας του τις θέσεις των κουζινικών και των αντίστοιχων προϊόντων, ενώ της έβαζε όπου νόμιζε εκείνη, σε θέσεις που πίστευε πως ήταν πιο σωστό να βάλει, πχ., τα απορρυπαντικά, και, δεύτερον, δεν ήξερε ποιο προϊόν ήταν κατάλληλο να διαλέξει, επειδή, δύο μέρες πριν, την ημέρα που έκανε «έφοδο» η μητέρα του στο καινούριο του σπίτι, του είχε ψωνίσει διάφορα προϊόντα, όπως ποτήρια, πιάτα, κατσαρόλες, χύτρες, αλλά και καλαμάκια και πετσέτες, μέχρι και ποδιά του αγόρασε, αλλά ήταν σίγουρη πως δεν θα τη φόραγε, γι’ αυτό την πήρε πίσω. Εκτός απ’ όλα αυτά, του είχε αγοράσει και διάφορα απορρυπαντικά, το καθαριστικό χαλιών για παράδειγμα… «Ώρες ώρες», είπε από μέσα του ο Γιώργος, «καταντά εκνευριστική και ανακατώστρα, μια και μου αλλάζει όλες τις θέσεις, αλλά κατά βάθος, άμα δεν μου είχε πάρει το καθαριστικό, θα έπρεπε να έτρεχα εγώ να αγοράσω, κι αυτό θα ήταν αρκετά ταλαίπωρο… Να τρέχω εφτά η ώρα για ένα καθαριστικό!… Άσε που θα αργήσω στη δουλειά…» Και όταν πήρε το καθαριστικό κι ανέβαινε τις σκάλες, είδε το ρολόι, που έλεγε ότι η ώρα ήταν εφτά και μισή, και προσπάθησε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε… Γιατί εννιά η ώρα έπρεπε να φτάσει στην δουλειά, που απέχει σχεδόν καμιά τριανταριά χιλιόμετρα από το σπίτι του… «Άσε την κίνηση…!» πρόσθεσε καθώς προσπαθούσε να καθαρίσει το χαλί. Έτριβε κι έτριβε κι έτριβε με μια πετσέτα που είχε πάρει απ’ την κουζίνα, ενώ ψέκαζε και ψέκαζε ασταμάτητα. Κι όταν πέρασαν δέκα λεπτά, τότε είπε να βγει ο λεκές, που είχε στεγνώσει από τα δυο τρία λεπτά που είχε πέσει το παγωτό στο χαλί, μια και ήταν καλοκαίρι και ο ήλιος, θερμαίνοντας όλη την περιοχή, δεν ξέχασε να θερμαίνει και να ζεστάνει το χαλί, κι αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να απολυθεί ο Γιώργος από τη δουλειά του… Αφού το καθάρισε, βγήκε από το δωμάτιό του (το ράφι δεν το είχε ακόμα σηκώσει), κατέβηκε – αυτή τη φορά με προσοχή – τις σκάλες, πηγαίνοντας κατευθείαν στην κουζίνα. Έβαλε το καθαριστικό εκεί που ήταν αρχικά βαλμένο και, τρέχοντας αγχωμένος τις σκάλες, γλίστρησε, επειδή, τη στιγμή που την κατέβαινε τη σκάλα, έριξε δυο τρεις ψεκάσεις κατά λάθος. Έτσι, αυτό είχε ως συνέπεια να κατρακυλήσει με την πλάτη κάτω, μέχρι που ακούμπησε στο σκληρό πάτωμα, χτυπώντας με την πλάτη. «Ωωω!» είπε και το στόμα του ήταν ανοιχτό για αρκετή ώρα, ενώ τα φρύδια του είχαν αλλάξει θέση, παίρνοντας την έκφραση του νευριασμένου (είχαν κατέβει κάτω). Αλλά ο Γιώργος δεν ήταν νευριασμένος, ήταν πονεμένος. Γιατί πονούσε. Και πάρα πολύ, για να λέμε και όλη την αλήθεια… Σηκώθηκε προσεχτικά, έχοντας το ένα χέρι του ακουμπημένο στην πλάτη του, που δεν είχε συνέλθει ακόμα… «Πολύ επικίνδυνες σκάλες», είπε. «Μήπως να ξαν’ αλλάξω σπίτι και να πάρω ένα άλλο, χωρίς καθόλου σκάλες;» αναρωτήθηκε. Τις ανέβηκε προσεκτικά. Σαν έφτασε στο δωμάτιό του, λίγο πιο μακριά από το όχι-πια-λερωμένο χαλάκι, υπήρχε η τουαλέτα, μπαίνοντας κατευθείαν μέσα. Βέβαια, δεν θα ονόμαζες τουαλέτα ολόκληρο μπάνιο! Γιατί, εκτός από τη λεκάνη και το νιπτήρα, είχε και ντουζιέρα και μπανιέρα. Προτίμησε να κάνει ντους, όμως, γιατί βιαζόταν. Και βιαζόταν και πάρα πολύ, και όταν είδε πως η ώρα είχε πάει οχτώ – «πέρασε μισή ώρα, μπράβο!» είπε έκπληκτος όταν το είδε –, είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ξεβρακώθηκε κατευθείαν (έτσι κι αλλιώς, μόνο το σώβρακό του φορούσε) και όρμησε μέσα στην ντουζιέρα. Ήταν μια κομψή ντουζιέρα, με τζάμι που το κλείνεις ή ανοίγεις, όταν θες να μπεις ή να βγεις αντίστοιχα, και μες στο εσωτερικό της ήταν τοποθετημένα γαλάζια πλακάκια. Επίσης, η μπαταρία της ντουζιέρας ήταν και αυτή πολύ ωραία, μεγάλη, που ρίχνει το νερό σε μια σχετικά μεγάλη περιοχή, ενώ είχε και κάποιες ρυθμίσεις, που ανάλογα όπως τη ρυθμίσεις, εκείνη βγάζει το νερό πιο γρήγορα, πιο άγρια θα το περιέγραφα εγώ, και πιο αργά, πιο μαλακά δηλαδή. Το μόνο κακό όμως ήταν το νερό, και μάλιστα η θερμοκρασία του. Ο Γιώργος, όταν μπήκε κι έκλεισε το τζάμι, μη τυχόν και πεταχτούν νερά έξω απ’ την ντουζιέρα, έβαλε το διακόπτη στην ένδειξη «χλιαρό». Κι όταν άρχισε το νερό να βγαίνει από την μπαταρία, έχοντας την μπαταρία λίγο πιο κάτω από την κοιλιά του, με το που πιτσίλισε μια σταγόνα (εντάξει, δεν ήταν μία, ήταν περισσότερες σταγόνες), ξαφνικά αντέδρασε κι έκλεισε τη ροή του νερού. Κατά τη διάρκεια της αντίδρασής του, φώναξε ένα δυνατό «ΑΑΑΑ!», και κατευθείαν έφερε τη μπαταρία σε ένα μέρος που δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιτσιλίσει. Το νερό ήταν τόσο ζεστό, τόσο καυτό. «Φαντάσου να το έβαζα στην ένδειξη “ζεστό”», είπε ειρωνικά εκείνος και δεν είχε κι άδικο: Το νερό ήταν παραδόξως πολύ ζεστό. Αλλά ξαφνικά κατάλαβε πως είχε ανοιχτό τον ηλιακό θερμοσίφωνα και, επειδή ήταν και αρχές καλοκαιριού, το νερό θα γινόταν αρκετά ζεστό, σαν το έβαζε στην ένδειξη «χλιαρό». Έτσι, το έβαλε στην ένδειξη «κρύο». Το ντους πήγαινε μια χαρά, επειδή αυτή ήταν η καλύτερη θερμοκρασία που θα μπορούσε να είχε ο Γιώργος. Αμέσως, όταν τελείωσε να βρέχει το σώμα του, πήρε το σαμπουάν για τα μαλλιά και, βάζοντας στη χούφτα του λίγο, το έβαλε στα μαλλιά του, πασπατεύοντάς τα, για να απλωθεί το σαμπουάν σε όλη την έκταση των κοντών μαύρων μαλλιών του. Αλλά όπως τα πασπάτευε, ένας αφρός σαπουνάδας είχε κολλήσει στο μέτωπό του. Κι όταν αυτός είχε αρχίσει να υγραίνει, κατέβηκε με αργό τρόπο κοντά στα μάτια του. Μέχρι που τα ακούμπησε… Ο Γιώργος άφησε τα χέρια του να πασπατεύουν το κεφάλι του, και ενώ είχε ακόμα σαπουνάδα στη χούφτα του, έκανε να καθαρίσει τα μάτια του. Το πλέον γνωστό σε όλους μας «ΑΑΑ!» ακολούθησε, όταν γι’ άλλη μια φορά κατάλαβε πως είχε κάνει την γκάφα του. Με κλειστά τα μάτια, πήγε να πιάσει τη μπαταρία. Αυτό με το ένα του χέρι. Παράλληλα, με το άλλο, προσπαθούσε να βρει το κουμπί που ξεκινά τη ροή νερού. Ψάχνοντας στα τυφλά, κι ενώ τα μάτια τον έτσουζαν, γύρισε έναν διακόπτη. Δεν ήξερε όμως τι έκανε… Τον παρέβλεψε, αφού κατάλαβε πως δεν ήταν ο σωστός. Τελικά, τον βρήκε και τον πάτησε. Τότε, η ροή του νερού άρχισε, και δεν ξέρετε πόσο πολύ ευχήθηκε να μην την είχε ανοίξει, άμα δεν είχε αλλάξει την ένδειξη και δεν την είχε βάλει από «κρύο» σε «ζεστό». Πριν αντιδράσει όμως, είχε ακουμπήσει τη μπαταρία κοντά στα μάτια του, με σκοπό να καθαρίσει τα μάτια του, και, στη συνέχεια, να πλύνει επιτέλους όλο του το σώμα. Μετά από μια γνωστή αλλά αλλιώτικη κραυγή, από αυτές που έχουμε συνηθίσει, ο Γιώργος πηγαίνει ξαφνικά μπροστά και χτυπά το κεφάλι του στο τζάμι. Κι έτσι ένας γδούπος – «Μπουμ!» – ακούστηκε κι ένα ελαφρύ καρούμπαλο εμφανίστηκε στο κούτελό του. Έτσι, ο Γιώργος είχε πέσει κάτω στα κυανά πλακάκια, τοποθετώντας τη μπαταρία (προσέχοντας μη τον πιτσιλίσει) στη θέση της. Πήρε μια ανάσα και ξανάρχισε το ντους του. Ύστερα από δέκα λεπτά είχε τελειώσει το ντους του και ήταν έτοιμος να φύγει. Λέμε τώρα!... Πρώτα από όλα όμως, και όταν είδε ότι είχε ακόμα αρκετή ώρα, έπρεπε να ντυθεί, όπως και να πιει και καφέ, επειδή απόρησε κι ο ίδιος πώς τα έκανε όλα αυτά, χωρίς να έχει πιει ούτε καν μια γουλιά καφέ. Όπως ντυνόταν, απ’ την αφηρημάδα του, φόρεσε το εσώρουχό του ανάποδα και όταν το γύρισε είδε ότι ήταν λερωμένο. Το πέταξε στην αποθήκη, μαζί με τα άλλα άπλυτα ρούχα, γιατί περίμενε την μανούλα του να πάει να του τα βάλει στο πλυντήριο… Όχι, δεν ήξερε ο ίδιος… Περίμενε την μητέρα του… Τέλος πάντων… Γιατί άμα ανοίξω το ρημάδι, δεν το σώζει κανένας... Αστειεύομαι!... Κι όταν επέλεξε ένα σωστό βρακί και ντύθηκε επιτέλους, παράτησε τη πόρτα της ντουλάπας ανοιχτή και κατέβηκε τις σκάλες κάτω. Για καλή του τύχη, κανένα κακό δεν συνέβη. Έτσι, κατευθύνθηκε προς το ίδιο μέρος που είχε πάρει το καθαριστικό χαλιού, την κουζίνα. Τα πάντα ήταν καθαρά κι όλοι οι πάγκοι έλαμπαν, λες και τους γυάλιζε κάποιος ασταμάτητα, μέχρι που ο Γιώργος έφτιαξε τον καφέ. Γιατί ενώ κουνούσε το shaker, και το κουνούσε όπου ήθελε και όχι μέσα στο νεροχύτη της κουζίνας, διάφορες πιτσιλιές καφέ πετάγονταν στους πάγκους και γενικά σ’ όλη την κουζίνα. Δεν υπήρχε κανένα σημείο, ψηλό ή χαμηλό, που να μην είχε πετάξει έστω μία σταγόνα απ’ τον καφέ τον οποίο έφτιαχνε. Άδειασε το περιεχόμενο του shaker σ’ ένα καθαρό ποτήρι και μετά από λίγο πρόσθεσε ένα μικρό κουτάκι που περιείχε γάλα. Τα ανακάτεψε με το καλαμάκι κι ο καφές ήταν έτοιμος. Πάει να πιει αλλά σταμάτησε. Τον παράτησε σ’ όποιον πάγκο βρήκε, βάζοντας τον κάτω με δύναμη, τέτοια δύναμη που, αρκετά παράξενα, ο νερουλός καφές που μόλις έφτιαξε, ένα μικρό κομμάτι πετάχτηκε από το ποτήρι και πήγε στον πάγκο. Ο άντρας, θέλοντας να ξεμπερδεύει με όλα όσα τον βασάνιζαν, έτρεξε γρήγορα τις σκάλες και έφτασε στο δωμάτιό του: είχε πάει για να φτιάξει το ράφι, έστω να το συμμαζέψει από κάτω. Έτσι, το σήκωσε και το έβαλε όπου πρόχειρα γινόταν: στο κρεβάτι. Τι φυσιολογικό!!! Μετά, σήκωσε και τους δεκατρείς τόμους Η Ιστορία της Αρχαίας-γης, όπου η Αρχαία-γη ήταν ένας φανταστικός τόπος, δημιουργημένη, με τη πιο μεγάλη λεπτομέρεια, από τον αγαπημένο του συγγραφέα: Όχι, αγαπημένο βιβλίο δεν ήταν ο Χάρι Πόστερ. Τους τόμους τους έβαλε πάνω σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα. Πολύ φυσιολογικό κι αυτό, έτσι δεν είναι; Και όπως είχε τις πόρτες της ντουλάπας ανοιχτές, και αν σκεφτείτε πως μέσα εκεί βρίσκονταν τα ρούχα του Γιώργου, μια κατσαρίδα ξεπετάχτηκε από το πουθενά, περπατώντας στο πάτωμα. Όταν την είδε, άρχισε να βγάζει μια υστερική φωνή, ενώ τα «ΑΑΑ!» και τα «ΩΩΩ!» πήγαιναν και έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Όχι μόνο δεν τις σιχαινόταν, αλλά είχε κι αλλεργία. Ήταν, για παράδειγμα, μια φορά που τον είχε πιάσει ένας ερεθισμός στο δέρμα: το κάτι άλλο! Ξυνόταν και ξυνόταν, και όσο πιο πολύ ξυνόταν, τόσο πιο πολύ κόκκινο γινόταν το δέρμα του. Είχε ανέβει πάνω στο κρεβάτι και τα μάτια του τα είχε κλείσει. Δεν μπορούσε να την βλέπει… Θα έκανε εμετό, άμα την έβλεπε μπροστά του… Πόσο μάλλον να την ακουμπήσει ή να τον ακουμπήσει!!! Αυτό όμως ήταν ένα νέο είδος κατσαρίδας, το οποίο μπορούσε να πετά. Έτσι, πέταξε, με κατεύθυνση τον άντρα που ούτε τα μάτια του δεν μπορούσε να ανοίξει για να τη δει. Ανακουφισμένος που δεν μπορεί να τον ακουμπήσει η κατσαρίδα, ο Γιώργος αισθάνθηκε κάτι παράξενο στο πόδι του, και μάλιστα στο νύχι του μεγαλύτερου δάχτυλού του. Το κατάλαβε. Άνοιξε τα μάτια του και, όπως οι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να χτυπήσουν τη μπάλα ώστε να μπει το γκολ, έτσι κάνει κι εκείνος. Της ρίχνει μία που, αν και ακούγεται κάπως παράξενο, η κατσαρίδα πετάχτηκε από το δάχτυλό του, πέφτοντας στο πάτωμα. Και με όλα αυτά, για πολλοστή φορά ο Γιώργος διαπίστωσε πως παπούτσια δεν είχε φορέσει. Τα είχε εκεί που υποτίθεται θα τα φόραγε αλλά δεν τα είχε ακόμα βάλει. «Καλή ευκαιρία!» σκέφτηκε. Έτσι, παίρνοντας το ένα παπούτσι της ρίχνει μία. Αλλά της την έριξε με τόση μεγάλη δύναμη που τη διέλυσε. Και τότε το πρόσωπό του εμφάνισε μια έκφραση αηδίας. Πήγε στο μπάνιο και απ’ αυτό πήρε λίγο χαρτί από το χαρτί υγείας και ξαναπήγε στο τόπο θανάτου της κατσαρίδας. Την πήρε και την πέταξε στον κάδο, αφού πρώτα καθάρισε το πάτωμα από το πατημένο της σώμα. «Σίχαμα!» είπε από μέσα του. Ήπιε τον καφέ του και κοίταξε το ρολόι του. «Απίστευτο!» είπε και δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Η ώρα είναι εννιά παρά τέταρτο!» είπε και το φώναξε. «Μόλις… Μόλις έχασα τη δουλειά μου», είπε. «Ή θα τη χάσω, τουλάχιστον…» Και χωρίς να καθυστερεί άλλο, αρπάζει τα κλειδιά από το τραπεζάκι του σαλονιού. Τρέχοντας, ανοίγει τη πόρτα και την κλείνει με δυνατό θόρυβο. Περπατώντας, κατέβηκε τα σκαλοπάτια και πέρασε το μονοπάτι που οδηγούσε στην πόρτα εισόδου-εξόδου της μονοκατοικίας, χωρίς να ρίξει καμία ματιά στα μαραμένα λουλούδια του κήπου του. Ανοίγει την πόρτα και, πατώντας ένα κουμπί στα κλειδιά του αυτοκινήτου του, εκείνο ξεκλείδωσε, βγάζοντας ένα κίτρινο φως απ’ τα φανάρια του όπως και έναν χαρακτηριστικό ήχο, σαν να έλεγε «με ξεκλείδωσες, Γιώργο!» Όταν έφτασε κοντά στο αυτοκίνητό του, είδε μια κλήση, κολλημένη στο παρμπρίζ του. «Όχι, ρε –» είπε αλλά έκοψε τη φράση του. «…μου!» συνέχισε, κρύβοντας τη λέξη που δεν ήθελε να πει. Ξεκόλλησε την κλήση από το παρμπρίζ, την πήρε στα χέρια του και την έκανε κομματάκια. Έπειτα, την πέταξε κάτω στο πεζοδρόμιο. «Τι κάνετε, κύριε;» είπε μια φωνή. Ήταν μια βαθιά φωνή ενός άντρα, που στεκόταν λίγο πιο έξω από τα κάγκελα της μονοκατοικίας, που ο Γιώργος δεν τον πρόσεξε, γιατί στη μέση βρισκόταν ο θάμνος. «Τι; Τι; Τι κάνω εγώ;» είπε εκείνος νευρικά. «Θα σας πω εγώ τι κάνατε εσείς, ή μήπως θα ήταν καλύτερα να πείτε εσείς τι κάνατε εσείς, και μόλις τώρα;» είπε ο αστυνομικός με σκοπό να τον μπερδέψει. «Ορίστε;» ρώτησε εκείνος με ένα βλέμμα λες και ο αστυνόμος να μίλαγε άλλη γλώσσα. Εκείνος γέλασε. Στη συνέχεια, είπε: «Λοιπόν, διακόσια ευρώ πρόστιμο, επειδή σκίσατε κλήση αξίας είκοσι ευρώ μόνον, και τριακόσια πενήντα ευρώ πρόστιμο, επειδή πετάξατε τη κλήση κάτω στο πεζοδρόμιο, πράγμα που απαγορεύεται». Ο Γιώργος άρχισε να βρίζει όλους τους Υπουργούς που είχαν να κάνουν με το περιβάλλον και την υγεία. Βέβαια, εκτός απ’ αυτός, έβρισε και τον Υπουργό που ήταν υπεύθυνος για τους αστυνομικούς, καθώς και αυτόν που όριζε τα πρόστιμα… «Με ακούτε, κύριε;» ρώτησε ο αστυνομικός, όταν είδε πως ο Γιώργος βρισκόταν στις σκέψεις του. «Πεντακόσια πενήντα ευρώ πρόστιμο», είπε και του έδωσε το χαρτί. «Να περάσετε αύριο στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς σας, για να το πληρώσετε. Άμα το πληρώσετε σε ένα διάστημα των πέντε ημερών, τότε θα έχετε είκοσι τοις εκατό έκπτωση». «Ναι, ναι, ευχαριστώ και για την προσφορά!» είπε και, όταν έφυγε, του έκανε μια απρεπής χειρονομία με το χέρι του. Ναι, το γνωστό! «Γαμώτη π—» αλλά δεν το συνέχισε. Κι όταν ο Γιώργος του έκανε τη χειρονομία, ο αστυνομικός γύρισε και του φώναξε από μακριά. Εκείνος πίστευε πως θα του έλεγε τίποτε για αυτό που μόλις έκανε, αλλά: «Ξυπόλητος είσαι;» «Τι; Α, όντως!» είπε και το κοίταξε. «Άστα να πάνε, φίλε», είπε, «πολύ γκαντέμικη μέρα σήμερα!» Ο αστυνόμος, συμπονώντας τον, στη συνέχεια έφυγε. Ο Γιώργος όρμησε κατευθείαν στο σπίτι, πηγαίνοντας στο δωμάτιό του. Κι ενώ ανέβαινε τις σκάλες, ένας θόρυβος, κάτι σαν σπάσιμο, ακούστηκε απ’ έξω, κι έκανε τον Γιώργο να πει: «Έχε γούστο…» Στη συνέχεια, σαν έφτασε στο δωμάτιό του, βρήκε γρήγορα τα παπούτσια του, τα καθάρισε, μια και το ένα είχε τα αίματα της κατσαρίδας, τα φόρεσε, και πήγε έξω να δει. Στη βεράντα, με τον ήλιο να έχει μετακινηθεί και να χτυπά με τις φοβερές του ακτίνες τα διπλανά σπίτια, είδε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του, του αγαπημένου του αυτοκινήτου, να έχει βιαστεί από κάποιον αλήτη, να έχει σπάσει ολόκληρο. Φεύγοντας τρέχοντας από το δωμάτιο, έφτασε στο αυτοκίνητό του. Διάφοροι αλήτες τρέχανε, παιδιά γύρω στα δεκαέξι με δεκαεφτά, και για μία ακόμα φορά έκανε τον Γιώργο να εκτονωθεί και να βρίσει τα παιδιά αλλά και τον αστυνόμο, για όλα τα γκαντέμικα πράγματα που συνέβησαν σε μία μέρα μόνο… Παρόλο που το μπροστινό του τζάμι είχε σπάσει, μπήκε μέσα και άρχισε να οδηγά, να πηγαίνει στη δουλειά του, κάνοντας μια υποθετική συζήτησε με το αφεντικό του: «Σας παρακαλώ… Λυπηθείτε με!... Δεν ξέρετε πόσο δύσκολη μέρα τράβηξα… Και όλα αυτά μέσα σε λίγες ώρες… Σας παρακαλώ, μη με απολύσετε». Και όπως τα έλεγε, τα έλεγε και τα ένιωθε και για μια στιγμή ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. «Ηρέμησε, Γιώργο», είπε στον εαυτό του και ξεφύσησε δυο τρείς φορές. Το σπίτι του είχε εξαφανιστεί ενώ ο Γιώργος είχε φτάσει στην Αττική Οδό. Αυτό που συνέβαινε με τα διόδια ήταν κάτι το εξωφρενικό. Ναι μεν ήταν πολλά τα λεφτά που ζήταγαν οι ταμίες, αλλά οι άνθρωποι είχαν ξεσαλώσει. Αυτό που σας λέω! Ναι, έτσι είναι! Διάφοροι άνθρωποι είχαν σηκώσει από μόνοι τους τις μπάρες, ενώ κάποιοι άλλοι κουβαλούσαν και πιστόλι, απειλώντας τον (ή την) ταμία ότι θα πυροβολήσει, εάν δεν περάσει ελεύθερα τις μπάρες. Κι όταν έφτασε στα διόδια, είδε πολλούς ανθρώπους να σηκώνουν τις μπάρες. Η τιμή για το αυτοκίνητο του Γιώργου ήταν 3,20 Ευρώ, κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Όταν έφτασε στο ταμείο, άνοιξε τη πόρτα και, παίζοντας το ήρεμος, ανέβασε τη μπάρα. Κατευθείαν ένας συναγερμός ακούστηκε. Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του, ήσυχος κι ήρεμος. Αλλά πριν πατήσει το γκάζι, ο ταμίας – ναι, ήταν άντρας – είχε ήδη βγει από το πόστο του. Ήταν ένας σωματώδης άντρας, γύρω στην ηλικία του ήρωα μας, αλλά πολύ πιο γυμνασμένος και χοντρός από τον Γιώργο. Όταν τον είδε, δεν πάτησε το γκάζι. Ο ηλίθιος! Ο βλαμμένος! Αντιθέτως, βγήκε έξω… Γι’ αυτό και τις «έφαγε». Γλύτωσε όμως, έχοντας ελάχιστες μελανιές στα χέρια του. Κι όταν ξαναμπήκε μέσα, του έδωσε και κατάλαβε. Πάτησε το γκάζι και εξαφανίστηκε σα σίφουνας… Ο αέρας έμπαινε μέσα από το παρμπρίζ του κι αυτό τον ενοχλούσε. Μπροστά του είχε ένα τζιπ. Ήταν ένα οικογενειακό τζιπ και του φάνηκε πως ολόκληρη η οικογένεια πήγαινε διακοπές, μια και είχαν φορτώσει όλο το σπίτι τους! Το πορτμπαγκάζ δεν έκλεινε, με τα τόσα χιλιάδες πράγματα που είχαν πάρει, γι’ αυτό και το είχαν δέσει. Ήταν δεμένο με έναν σπάγκο, όχι και τον καλύτερο σπάγκο που υπήρχε στο εμπόριο. Βέβαια, νομίζω πως ξέρετε τι θα γίνει στη συνέχεια, έτσι δεν είναι; Για να το δούμε! Ο σπάγκος λύθηκε, λόγω της πολύς δύναμης που του ασκούσε το αντικείμενο (το ίδιο και ο σπάγκος, αλλά η δύναμη του αντικειμένου τον υπερνίκησε), κι έτσι το αντικείμενο αυτό, ένα ξύλινο έπιπλο ήταν, όρμησε, χτυπώντας το αόρατο τζάμι του αυτοκινήτου του ήρωα μας. Τον πέτυχε στο πρόσωπο, στην φάτσα ολόκληρη, και αν νομίζετε ότι ο Γιώργος πέθανε είστε πολύ γελασμένοι! Εντάξει, για να πω την αλήθεια, ναι, πέθανε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να θεραπευτεί… ακόμη κι από τον θάνατο. Ένα ΑΤΙΑ (ΟΥΦΟ, UFO) εμφανίστηκε στον ουρανό, όπου μέσα στο ΟΥΦΟ βρίσκονταν οι φίλοι μας οι εξωγήινοι. Έκαναν βόλτες στην Ελλάδα και όταν διακρίνανε τον Γιώργο πεθαμένο ξαφνικά ήρθαν και τον μάζεψαν. Το ΟΥΦΟ τους έγραφε: Ambulance αλλά τα γράμματα ήταν αντεστραμμένα. Οι εξωγήινοι τον μάζεψαν και τον πήγαν μέσα στο ΟΥΦΟ τους. Οι εξωγήινοι ήταν πράσινοι, όπως όλοι έπρεπε να ξέρουμε, και τον μετέφεραν με φροντίδα και τρυφερότητα. Ούτε μωρό να ’ταν… Κι εκεί μέσα ο Γιώργος ξαναζωντάνεψε. Βαρώντας του δυο τρία ηλεκτροσόκ, η καρδιά του πήρε ξανά μπρος, κι ήταν όπως ήταν και πριν. Ξύπνησε. Κι όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε τους εξωγήινους και το μόνο που δεν έκανε ήταν να πηδήξει από το παράθυρο. «Θα πηδηχτώ από το παράθυρο!» είπε, και όταν επεξεργάστηκε τη φράση του, ξανάπε: «Ε, θα πηδήξω από το παράθυρο… Ναι, τώρα το είπα σωστά… Τι κρίμα που δεν είμαι λεβέντης κι όλο φοβάμαι και χέζομαι απ’ αυτόν…» Το μόνο κακό όμως ήταν το ότι το ΟΥΦΟ δεν είχε κανένα παράθυρο για να πηδήξει (ή να πηδηχτεί) ο Γιώργος. Το μόνο παράθυρο που υπήρχε ήταν αυτό του οδηγού, αλλά δεν μπορούσε κανένας ή τίποτα να του το σπάσει… Και τότε ευχήθηκε να είχε πάρει κι αυτός τέτοιου είδους τζάμια. Αλλά το τζάμι του παρμπρίζ ήταν φθηνότερο από τα αλεξίσφαιρα τζάμια, γι’ αυτό και επέλεξε το φθηνότερο. «Πού είμαι;» ούρλιαξε. «Αφήστε με, κακοί εξωγήινοι», είπε. «Εσημέρη», του είπε ο πρώτος. «Νωεξέλ ήτσιρυγοδοπανα νοτ ωσήιοπογρενε αν ασαχέξ, α» είπε και τον ενεργοποίησε. «Τι λες; Τι λες; Τι θα μου κάνετε;» ρώταγε εκείνος. «Ηρέμησε, ναι, ωραία, λειτουργεί ο αναποδογυριστής!» είπε. «Δεν θα σε πειράξουμε. Έτσι κι αλλιώς γιατί να το κάνουμε; Εμείς είμαστε Ambulance, ξέρεις τι θα πει αυτό;» «Ναι, τύπου ΕΚΑΒ, μόνο που εσείς είστε αρκετά έως και πάρα πολύ γρήγοροι, σε σχέση με αυτά…» «Ακριβώς!» είπε ο ίδιος πάντα. Τα αυτιά του ήταν κάτι πελώριες κεραίες, σαν αυτές του ραδιοφώνου, που τα άκουγε όλα τσιριχτά… «Αλλά, λίγο παράξενη φωνή δεν έχεις για άντρας; Αρκετά κοριτσίστικη είναι…» «Έχεις σκεφτεί ποτέ να βάλεις καμιά μπαταρία στο ραδιόφωνό σου, γιατί με τις κεραίες μόνο δεν ακούς τίποτε;» είπε ειρωνικά ο Γιώργος. «Καλωσόρισες στο μέλλον», του είπε ο δεύτερος, ακριβώς ίδιος με τον πρώτο. «Στο ποιο;» «Στο μέλλον… Κάτσε να σου εξηγήσω… Δεν είσαι πια στο 2011 αλλά στο 2030… Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει από το 2012, όταν ο Πρωθυπουργός της κήρυξε τη χώρα σε πτώχευση… Άνθρωποι δεν υπάρχουν, μια και όλοι έχουν πεθάνει από τη βόμβα που έβαλε ένας μανιακός βομβιστής, όταν είχε συγκεντρωθεί ολόκληρος ο πληθυσμός της χώρας έξω από τη Βουλή… Μια πλατεία, πώς την λένε να δεις… Αχ, δεν θυμάμαι… Το μόνο που θυμάμαι, και θα το θυμάμαι για πάντα, είναι πως οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο γεγονός αυτό ονομάζονταν “Αγανακτισμένοι Έλληνες”». «Α, μάλιστα… Ώστε είμαι στο μέλλον, έτσι δεν είναι; Απίστευτο! Μα καλά, πώς;» «Βλέποντας το παρελθόν σου, είχες μπει σε μια Μηχανή του Χρόνου… Κι αυτή ήταν που σε έφερε στο 2030… Ναι, ναι σου λέω, τώρα το βλέπω ξεκάθαρα. Ήταν ένα ξύλινο έπιπλο, αλλά δεν ήταν τελικά έπιπλο. Ήταν μια Μηχανή του Χρόνου μεταμφιεσμένη σε ξύλινο έπιπλο που, όταν μπήκες μέσα της, γιατί μέσα της μπήκες, σε ρούφηξε και σε πήγε στο μέλλον, και μάλιστα στο 2030. Και γι’ αυτό εμείς, όπως ένα σωστό Ambulance, ήρθαμε κατευθείαν και σε μαζέψαμε… Κι όπως βλέπεις, όχι μόνο σε μαζέψαμε αλλά σε ξαναφέραμε και στη ζωή… Πρέπει να μας ευγνωμονείς γι’ αυτό, Γιώργο…» Ο Γιώργος είχε κλειστά τα μάτια του… Δεν έβλεπε ούτε άκουγε… Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν… Όχι μόνο από τα κλειστά του μάτια, αλλά όλα είχαν αλλάξει… Μια φωνή ακουγόταν: «Γιώργο, Γιώργο», έλεγε. Μια ωραία, απαλή, ήσυχη κι ήρεμη, τραγουδιστή και τρυφερή φωνή έλεγε τα παρακάτω λόγια: «Γιώργο, Γιώργο», ενώ δεν έπαψε και να του σιγοτραγουδάει. «Γιώργο, Γιώργο», ακούστηκε ξανά και ο Γιώργος ανταποκρίθηκε. «Μμ! Μμ!» μούγκρισε αλλά ήταν ωραίο μουγκρητό. Άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε αθώα. «Γιώργο, ξύπνα, Γιώργο…» έλεγε η φωνή. Όταν άνοιξε τα μάτια του και την είδε μπροστά του, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του, ενώ εκείνη το χαμήλωσε. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί, ενώ οι επόμενες σκηνές που ακολούθησαν ήταν τόσο απερίγραφτες, που ούτε εγώ δεν μπορώ να της περιγράψω… Με μια λέξη, πάντως, θα μπορούσα να τη περιγράψω, και αυτή είναι: Αγάπη, και μόνον Αγάπη. Όταν τελείωσαν, ο Γιώργος διηγήθηκε όλη την ιστορία στη γυναίκα του, κι εκείνη του πρότεινε: «Γι’ αυτό, αγάπη μου, μην κάνεις τίποτε σήμερα, μην κουνηθείς καθόλου… Τώρα έχει φύγει η μαμά, κι όταν τρώμε οικογενειακώς βαραίνεις και κοιμάσαι κατευθείαν. Και για αυτό κάθισες στη πολυθρόνα, λέγοντας πως “θες να δω τηλεόραση”, έτσι δεν είναι; Κοιμόσουν τόση ώρα, πουλί μου…» «Μ’ άρεσε αυτό που μου είπες μόλις τώρα…» «Ναι, πουλάκι μου…;» «Ε, εντάξει τώρα… Μην το χοντραίνεις… Θα προτιμούσα το πουλί, παρά το πουλάκι, εντάξει…;» Εκείνη και γέλασε όπως κι εκείνος… «Τι μαλακίες λέω τώρα…;» είπε και άρχισε να τη φιλά. Κι οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν το ίδιο απερίγραφτες με τις προηγούμενες. Όταν τελείωσαν την Αγάπη, έτσι τελειώνει βασικά κι η ιστορία μας. Τίποτα γκαντέμικο δεν συνέβη την ημέρα που ο Γιώργος είδε αυτό το απαίσιο όνειρο, γιατί, όταν η γυναίκα του τον ξύπνησε, το ρολόι έλεγε «00:00». Το δείπνο είχε αρχίσει στις εννιά το βράδυ, ενώ στις έντεκα ο Γιώργος είπε πως ήθελε να «πάει να δει τηλεόραση» (έτσι κι αλλιώς, ο μοναδικός καλεσμένος ήταν η μητέρα του, που του είχε πρόσφατα χαρίσει διάφορα κουζινικά αλλά και απορρυπαντικά, γι’ αυτό και την καλέσανε. Η γυναίκα του δεν είχε γονείς, μια και είχαν πεθάνει πριν δύο χρόνια), πέφτοντας ξερός στη πολυθρόνα. Βέβαια, τίποτα γκαντέμικο για εκείνον και μόνον αυτόν δεν συνέβη… Σ’ όλα τα άλλα, όμως, ποτέ μην λες ποτέ… Αν κι αυτό θα ήταν όχι μόνο γκαντέμικο για τον Γιώργο, ο οποίος μένει στον δεύτερον όροφο μιας πολυκατοικίας της Αθήνας, αλλά και για όλη την Ελλάδα… «Μπα», είπε ο Γιώργος ξαφνικά, χωρίς να μιλήσει κανένας. «Αφού το είδα στο όνειρο, και όπως λέω εγώ “κάθε όνειρο είναι κάτι το μη-υπαρκτό, κάτι το φανταστικό”, τότε τίποτε απ’ όλα αυτά που είδα, αγαπητοί μου, δεν θα συμβούν… Κι αφού το είπα εγώ, μπορείτε να στηριχτείτε πάνω μου…» Γιώργο, ποτέ μη λες ποτέ... «ΑΑΑ!» φώναξε η γυναίκα του και στηρίχτηκε επάνω του. «Τι, τι έγινε;» είπε σαν την έπιασε. «Μια… ΑΑΑ! Μια, μια κατσαρίδα…» φώναζε υστερικά εκείνη. «Και για αυτό κάνεις έτσι;» ρώτησε ήρεμα ο Γιώργος. Έχοντας τη στην αγκαλιά του, της έδωσε ένα απλό φιλί, και προχώρησε. Η κατσαρίδα βρισκόταν κοντά του. Της έδωσε μία με το πόδι του. «Όχι, ρε γαμώτο!» είπε εκείνος. «Τι, τι έγινε;» «Μα να μη φοράω ούτε μια κάλτσα;» διαμαρτυρήθηκε. «Θα σου ετοιμάσω εγώ τώρα ένα αφρόλουτρο για τα ποδαράκια σου! Αχ, πουλάκι μου εσύ!» είπε εκείνη και τον φίλησε, αυτή τη φορά με πάθος. Εκείνος τη διέκοψε κι άρχισε να γκρινιάζει: «Όχι πουλάκι… Δεν μ’ αρέσουν τα υποκοριστικά…» «Καλά, τότε, πουλάρα μου εσύ…» είπε εκείνη. «Έτσι μπράβο…» είπε εκείνος και τη φίλησε με πάθος. Και τα φιλιά πηγαινοέρχονταν το ένα μετά το άλλο, ενώ η Αγάπη είχε γίνει εδώ και μισή ώρα. «Ξέρεις κάτι», είπε ο Γιώργος ενώ κάπνιζε το τσιγάρο του, «δεν θα ήταν και τόσο άσχημο να συνέβαινε κάτι τέτοιο, ε;» «Τι να σου πω;» είπε εκείνη, «δεν ξέρω. Α, κοίτα στο παράθυρο, τι είναι αυτό, το βλέπεις πώς πάει;» «Παρ’ όλο που δεν το βλέπω, αγάπη μου, σου λέω ότι ΟΥΦΟ αποκλείεται να είναι…» Για μια στιγμή όλα σβήσανε. «Για άνοιξε γρήγορα την τηλεόραση», είπε η γυναίκα του γεμάτη άγχος. Εκείνος την ανοίγει, παρόλο που δεν κατάλαβε γιατί ήταν τόσο αγχωμένη. Η τηλεόραση έδειχνε τη Πλατεία Συντάγματος πριν και μετά την έκρηξή της. Όλα είχαν ανατιναχτεί, όλα και όλοι είχαν καεί, και κάθε τηλεοπτικό κανάλι έδειχνε αυτό το συμβάν. «Είδες, αγάπη μου», είπε η γυναίκα, «αν και βγήκε το όνειρό σου αληθινό, τελικά δεν πέθαναν όλοι οι άνθρωποι. Μόνο εκείνοι που βρίσκονταν εκεί πέρα». Και όλα ξαναπήραν φως. «Γιατί παραμιλάς, γυναίκα;» «Ε, α, δεν ξέρω. Το παθαίνω πολλές φορές μετά το –» είπε εννοώντας την Αγάπη. «Τι έλεγα;» «Είδες την ανατίναξη της Πλατείας!» «Α, αλήθεια…; Για βάλε τηλεόραση… για καλό και για κακό». Ο Γιώργος άνοιξε την τηλεόραση. «Βλέπεις, τίποτα δεν συνέβη. Και, αγάπη μου, ποτέ δεν θα συνέβη τίποτε, στο ορκίζομαι…» είπε και της έδωσε ένα φιλί. «Πουφ!» έκανε εκείνη και έβηξε. «Βρομάς τσιγαρίλα, παρ’ το τσιγάρο από μπροστά μου. Πουφ!» είπε ξανά και έβηξε ξανά. «Καλά…» είπε εκείνος κι έκλεισε το φως του πορτατίφ. «Άντε καληνύχτα», είπε εκείνη. «Καληνύχτα», της απάντησε. Κι έτσι κοιμήθηκαν, κι όλες οι κακές σκέψεις που συνέβησαν στα όνειρά των δύο ηρώων μας ξεχάστηκαν και σβήστηκαν για πάντα απ’ τα μυαλά τους… Βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ. «Σκάσε!» ακούστηκε ο Γιώργος λίγο πριν ξανακοιμηθεί. «Άντε, ρίξε ένα τέλος, να κοιμηθούμε κι εμείς κάποτε… Μπιγκ Μπράδερ το έχουμε καταντήσει βλέπω… Άντε… Ό,τι είδατε, είδατε… Καιρός είναι να κοιμηθείτε κι εσείς κάποτε… Ξενυχτάτε στα πι-σι σας, διαβάζοντας ιστορίες… Γιατί οι περισσότεροι αυτό κάνετε… Καληνύχτα, λοιπόν». Κι αφού τα έχωσε όσο πιο καλά μπορούσε στο τέλος, ο Γιώργος κοιμήθηκε και δεν ξανά ξύπνησε, όχι επειδή πέθανε, αλλά γιατί αυτή ήταν μια ιστορία, μια κωμικοτραγική ιστορία, με αρκετή δόση ειρωνείας αλλά και σάτιρας, πιστεύω, η οποία ποτέ της δεν θα ξανά συνεχίσει, γιατί δεν είμαστε άνθρωποι που κάνουν sequels. «Θα το βουλώσεις ποτέ!» φώναξε η γυναίκα αυτή τη φορά. Καλά, καλά… ΤΕΛΟΣ Πρόκειται για μυθοπλασία. Δεν θέλω να θίξω κάποιον ή κάτι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 28, 2011 Share Posted June 28, 2011 (edited) Λοιπόν, Geo(rge?)... είχα όρεξη να διαβάσω κάτι ευχάριστο κι αστείο, κι όταν είδα ότι η ιστορία σου επρόκειτο για κάτι τέτοιο είπα: «Εδώ είμαστε». Την διάβασα σχετικά εύκολα, επειδή ο τρόπος γραφής βοηθούσε. Όμως, δεν μπορώ να πω πως είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτήν. Θέλησες να γράψεις μια κωμωδία καταστάσεων, επειδή, εκτός από τα διάφορα που συμβαίνουν, δεν υπάρχει κάποια άλλη πλοκή στην ιστορία. Δηλαδή, διάβαζα την ιστορία χωρίς να ξέρω αν με οδηγεί κάπου, απλά με πήγαινε μια από εδώ και μια από εκεί, πολλές φορές με εντελώς ασύνδετο τρόπο. Υπάρχουν πάρα πάρα πολλές περιγραφές και επαναλήψεις, που ενώ τις χρησιμοποιήσεις για να βγάλεις χιούμορ, τελικά φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα και κουράζουν. Δεν χρειάζεται να μας πεις με κάθε λεπτομέρεια πώς έκανε ντουζ ο Γιώργος, σπαταλάς πολύ χώρο σ' ένα γεγονός που έχει ελάχιστη σημασία, και υπάρχουν πολλά παρόμοια τέτοια σημεία στην ιστορία. Ναι μεν, μπορεί να το κάνεις αυτό για να δείξεις από τι είδους αστείους σκοπέλους πέρασε ο Γιώργος, από την άλλη δεν είναι αναγκαία όλη αυτή η επιμονή στο καθετί που συνέβη. Υπάρχουν μερικά λαθάκια, είτε γραμματικά, είτε εκφραστικά, αλλά όχι τίποτα το σημαντικό. Πχ, γιατί υγρό παγωτό κι όχι λιωμένο παγωτό. Η γραφή σου είναι καλή, αλλά όλη η ιστορία εκτυλίσσετε με ένα συνεχές «έγινε αυτό και μετά εκείνο κι ύστερα το άλλο». Μας περιγράφεις, δηλαδή, μόνο τη δράση, χωρίς να μας δίνεις εικόνες που θα ζωντάνευαν την ιστορία σου. Ελπίζω να μην σε πειράξουν τα σχόλιά μου. Κι εγώ ανακαλύπτω σιγά-σιγά πως η κωμωδία είναι δύσκολο είδος. Δεν θα πρέπει ο σκοπός σου να είναι να είσαι καυστικός και ειρωνικός με όσα συμβαίνουν στην ιστορία σου, αλλά να χώνεις εύστοχα και καίρια το χιούμορ εκεί που χρειάζεται. Συνέχισε την προσπάθεια. Καλή συνέχεια! Edited June 28, 2011 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.