Jump to content

Το Μοναστήρι 2


constantinos

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κωνσταντίνος Μίσσιος

Είδος: sifi/horror

Αυτοτελής; Οχι. 3, 4, 5

Σχόλια:Συνέχεια ιστορίας και concept art

 

 

%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%25A5%25CE%25A1%25CE%25A9_600x600_100KB.jpg

3

Η τραπεζαρία του μοναστηριού αντίθετα μ’ ότι περίμενε η Αργυρώ ήταν πολύ μικρή και χαμηλοτάβανη. Με το ζόρι χωρούσε το μακρόστενο τραπέζι που ήταν βιδωμένο σα ξένο σώμα στο πάτωμα. Εκείνη κι η Χθονία μπήκαν μέσα σιωπηλές κρατώντας το βλέμμα χαμηλά. Όταν η μοναχή την οδήγησε στη θέση της και την έβαλε να καθίσει βρήκε το κουράγιο να σηκώσει το κεφάλι και να δει επιτέλους τις μέλλουσες αδελφές της.

Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν η ηγουμένη Αβυσσαλέα. Το πρόσωπο της κάτω από το πιο έντονο φως της τραπεζαρίας δεν έδειχνε τόσο τρομαχτικό αλλά οι κενές κόγχες εξακολουθούσαν να της προκαλούν συναισθήματα φρίκης κι αηδίας.

Στα δεξιά της ηγουμένης είχε πάρει θέση η μοναχή Χθονία και στ’ αριστερά μια άλλη γυναίκα τόσο λεπτή και ψηλή που το ράσο πάνω της, την έκανε να μοιάζει με κείνα τα σκιάχτρα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι άνθρωποι για να τρομάζουν τα πουλιά στα χωράφια τους. Ακόμα και το ακάλυπτο πρόσωπο της φαινόταν να έχει υποστεί κάποια συντριπτική πίεση παίρνοντας μια μακρόστενη, αλογίσια όψη. Η μοναχή κοίταζε επίμονα και σκυθρωπά τη Αργυρώ αναγκάζοντας τη να τραβήξει γρήγορα το βλέμμα της.

Απέναντι από τη Αργυρώ καθόταν μια νεαρή που επίσης φορούσε το γκρίζο ράσο της δόκιμης όπως κι ίδια. Στα λίγα δευτερόλεπτα που τα μάτια τους συναντήθηκαν η Αργυρώ είδε ένα έξυπνο, πονηρό βλέμμα και μάτια που αντίθετα με όλα τα άλλα, λαμπύριζαν γεμάτα ζωή και φως.

Δίπλα στην κοπέλα στεκόταν ακόμη μια δόκιμη που το ακάλυπτο και λευκό σα φεγγάρι πρόσωπο της έλαμπε με μια απόκοσμη ομορφιά. Το βλέμμα της όμως δεν είχε τίποτα από τη ζωντάνια της διπλανής της. Ήταν στραμμένο στο τραπέζι μπροστά της, αδιάφορο για την παρουσία της Αργυρώς ή οποιουδήποτε άλλου. Έδειχνε κουρασμένη ή άρρωστη.

Η ηγουμένη σηκώθηκε από τη θέση της κι όλες οι γυναίκες έστρεψαν την προσοχή τους σ’ εκείνη.

«Αδελφές μου, σήμερα είναι μια σημαντική μέρα για μας», άρχισε με το πρόσωπο της στο άπειρο, «γιατί σήμερα καλωσορίζουμε ένα καινούργιο μέλος στην αγκαλιά του σκοτεινού θεού μας. Καλωσορίζουμε τη δόκιμη Απύθμενη που ήρθε για ν’ αφιερώσει το σώμα και την ψυχή της στον σκοτεινό πατέρα του σύμπαντος.

Όλες μας γνωρίζουμε πόσο διστακτικοί είναι οι νέοι άνθρωποι απέναντι στη λατρεία μας. Και δεν τους αδικούμε γιατί ο κύριος μας είναι απαιτητικός από τους δούλους του και θέλει οι ψυχές τους να είναι σθεναρές και γενναίες για ν’ αντέξουν τη σκοτεινή αγάπη του. Αλλά είναι και γενναιόδωρος σ’ εκείνους που υποτάσσονται στη θέληση και τη σοφία του. Τους χαρίζει την αιωνιότητα του σκότους, την ύπαρξη πέρα από την ψευδαίσθηση του χρόνου και του χώρου. Πέρα από την ψευδαίσθηση των θνητών επιθυμιών. Τους χαρίζει την αλήθεια».

Η Αργυρώ ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει το σώμα της απ’ άκρη σ’ άκρη ακούγοντας τη φωνή της ηγουμένης να λέει αυτά τα λόγια πάθους χωρίς καθόλου πάθος.

«Παιδί μου, ο δρόμος που διάλεξες είναι δύσκολος», συνέχισε απευθυνόμενη στη Αργυρώ χωρίς ωστόσο ν’ αλλάξει τη θέση του προσώπου της. «Δύσκολος αλλά σωτήριος. Αν ανοίξεις τον εαυτό σου στο σκοτεινό θεό, αν ακουμπήσεις την ψυχή σου στην αγκαλιά του, τότε θα δεις πως όλα τα θνητά βάσανα δεν έχουν καμία σημασία. Αν δεχθείς το σκοτάδι μέσα σου, τότε όλος ο πόνος της ζωής θα χαθεί κι εσύ θα ζήσεις την αιώνια γαλήνη».

Του νεκρού, συμπλήρωσε αυθόρμητα στο μυαλό της η Αργυρώ.

«Η αδελφότητα μας όπως έχεις διαπιστώσει δεν είναι μεγάλη. Το μοναστήρι μας είναι ίσως υπερβολικά απρόσιτο και σκληρό για τις μαλθακές ψυχές κι έτσι ο αριθμός μας είναι μικρός. Ικανός όμως να διατηρεί τη… φλόγα της πίστης μας», είπε η ηγουμένη με μια υποψία χαμόγελου. «Έχεις γνωρίσει ήδη την αδελφή Χθονία που είναι υπεύθυνη για την κατήχηση των δόκιμων μοναχών. Αν έχεις οποιαδήποτε απορία ή χρειάζεσαι κάτι, η αδελφή Χθονία θα είναι εκεί για να σε ακούσει. Στ’ αριστερά μου είναι η αδελφή Περιρρέουσα. Είναι η φύλακας του ναού. Σ’ αυτήν ανήκουν τα περισσότερα ιερατικά καθήκοντα καθώς και η ομαλή λειτουργία των ζωτικών συστημάτων του μοναστηριού. Απέναντι σου είναι η δόκιμη Ζοφερή. Όπως κι εσύ είναι σχετικά καινούργια στο δρόμο του κυρίου και στο μοναστήρι».

Η Αργυρώ έριξε ακόμη ένα βιαστικό βλέμμα στην κοπέλα απέναντι που της επέστρεψε ένα αχνό χαμόγελο. Κι ήταν αρκετό για να της δώσει πίσω λίγο απ’ το χαμένο της κουράγιο. Ωστόσο δεν τόλμησε να της το ανταποδώσει.

«Δίπλα της είναι η δόκιμη Απρόσωπη. Είναι μαζί μας περισσότερο καιρό κι ετοιμάζεται να δεχθεί το χρίσμα. Σε λίγο θα είναι ολοκληρωμένη μοναχή όπως κι εμείς», τελείωσε με τις συστάσεις η ηγουμένη.

Η Αργυρώ ρίχνοντας ακόμη ένα βιαστικό βλέμμα στο κατατονικό πρόσωπο της τελευταίας κοπέλας δεν μπόρεσε να μη σκεφθεί πόσο ταιριαστό της ήταν αυτό το όνομα. Αναρωτήθηκε αν η ομορφιά της δόκιμης Απρόσωπης ήταν πάντα τόσο απρόσωπη. Για κάποιο λόγο δεν το πίστευε κι ο φόβος την τύλιξε πάλι κάνοντας τη να κατεβάσει το βλέμμα πίσω στο τραπέζι.

Μετά τα λόγια της ηγουμένης ακολούθησε μια σύντομη και παράξενη προσευχή που απάγγειλε με αναπάντεχα στεντόρεια φωνή η μοναχή Περιρρέουσα. Έπειτα ακολούθησε το άγευστο δείπνο τους μέσα σε ανυπόφορη σιωπή.

 

4

Μετά το δείπνο η μικρή ομάδα τους με επικεφαλής την ηγουμένη Αβυσσαλέα κατευθύνθηκε στο ναό του μοναστηριού για την τελευταία λειτουργία της μέρας.

Ο ναός τοποθετημένος στο κέντρο του μοναστηριού, σφιχτά κλεισμένος στην αγκαλιά του, ήταν στ’ αλήθεια και το πιο επιβλητικό κομμάτι του. Για κάποιο λόγο αντικρίζοντας τον, η Αργυρώ θυμήθηκε εκείνους τους αιχμηρούς, γοτθικούς ναούς του μακρινού ανθρώπινου παρελθόντος, πίσω στη Γη.

Καθώς διέσχιζαν μια γιγάντια εσωτερική πλατεία, διαπίστωσε ότι το παράξενο δομικό υλικό του μοναστηριού συστρεφόταν σε παραμορφωμένες οργανικές δομές, δημιουργώντας τους πύργους, τ’ ανοίγματα, τα τόξα και τ’ αντερείσματα του ναού που ήταν αφιερωμένος στον Άπωφη. Και στο κέντρο όλου εκείνου του φαιού τερατουργήματος έστεκε σα στόμα μια ανοιχτή πύλη οδηγώντας σε απόλυτο σκοτάδι.

Όσο πλησίαζαν τόσο θέριευε μέσα στη Αργυρώ η φωνή που της έλεγε να κάνει πίσω, να σταματήσει τα βήματα της και να κάνει επιτόπου στροφή φεύγοντας όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνο το μέρος.

Τη στιγμή της απόγνωσης όμως, ένιωσε ξαφνικά ένα χέρι να σφίγγει για λίγο το δικό της κι έπειτα ν’ απομακρύνεται γρήγορα. Γύρισε και κοίταξε τη Ζοφερή που περπατούσε δίπλα της. Η κοπέλα την κοίταξε με μια έκφραση σιωπηλής υποστήριξης που έκανε τον ξαφνικό φόβο μέσα της να υποχωρήσει. Αλλά όχι αρκετά.

Τελικά η ομάδα των αμίλητων γυναικών μπήκε μέσα στον ναό με αργό τελετουργικό βάδισμα. Το σκοτάδι τις κατάπιε.

Για μερικές στιγμές η Αργυρώ ένιωσε μια διαπεραστική ψύχρα να τρυπά το σώμα της κι έπειτα ένα μούδιασμα ν’ απλώνεται σαν κύμα. Ασυναίσθητα αναζήτησε ξανά το χέρι της Ζοφερής αλλά αντί γι’ αυτό ένιωσε ένα σκληρό χέρι να την τραβά και να την οδηγεί κάπου.

Άφησε μια πνιχτή κραυγή.

Μέσα στο σκοτάδι το μόνο που μπορούσε ν’ αντιληφθεί ήταν τα στιγμιαία γεωμετρικά σχέδια που έφτιαχναν τα μάτια της και τα σουρσίματα από τις κινήσεις των άλλων. Παρόλο τον φόβο της δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πως κατάφερναν οι μοναχές να βρίσκουν το δρόμο τους μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Υπέθεσε πως ήταν εξοικειωμένες με το χώρο έπειτα από τόσα χρόνια εδώ. Αλλά κι αυτή η λογική υπόθεση δεν κατάφερε να διώξει το φόβο απέναντι στο άγνωστο που έκρυβε το σκοτάδι.

Τι έκρυβε το σκοτάδι;

Η ερώτηση αιωρήθηκε μέσα της καθώς το χέρι οδηγός την ανάγκασε να γονατίσει. Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή.

Έπειτα άκουσε έναν ψίθυρο να ελίσσεται σα φίδι γύρω της. Φωνές να ψέλνουν σε μια ακατανόητη γλώσσα και λαρυγγισμούς να έρχονται σε ριπές από διάφορες κατευθύνσεις θολώνοντας την αντίληψη της.

Ο ρυθμός της ψαλμωδίας άρχισε να γίνεται όλο και πιο γρήγορος, όλο και πιο επιτακτικός κι η Αργυρώ από κάποιο πρωτόγονο ένστικτο επιβίωσης ήξερε ότι αυτό που άκουγε δεν ήταν δέηση. Ήταν πρόσκληση. Σε κάτι που δεν είχε θέση στον κόσμο των ανθρώπων. Μια επίκληση σε κάτι που ζούσε μέσα στην υφή του σκότους. Σε κάτι απόλυτο.

 

5

 

Αυτό που την παραξένεψε στην αρχή, όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν πως τα είχε προηγουμένως κλειστά. Δε θυμόταν κάτι τέτοιο. Έπειτα την παραξένεψε ότι αυτό που αντίκριζε ήταν το μεταλλικό ταβάνι του κελιού της. Επίσης δε θυμόταν να έχει επιστρέψει εδώ. Και τέλος την παραξένευε ο ρυθμικός μηχανικός ήχος που άκουγε να χτυπά.

Γύρισε το κεφάλι και είδε ότι ήταν μόνη. Ο ήχος ερχόταν από την κλειστή πόρτα του κελιού. Ανασηκώθηκε και την κοίταξε ανήσυχη. Ο ήχος σταμάτησε απότομα και μετά από ένα σύντομο κλικ η πόρτα άνοιξε. Η Αργυρώ είδε πίσω της να στέκεται μ’ ένα επιφυλακτικό βλέμμα η δόκιμη που της είχαν συστήσει ως Ζοφερή.

Η κοπέλα μπήκε μέσα κι η πόρτα έκλεισε αυτόματα πίσω της. Η Αργυρώ εξακολουθούσε να την κοιτάζει άφωνη καθώς εκείνη την πλησίασε και κάθισε δίπλα της μ’ ένα πλατύ, πονηρό χαμόγελο.

«Επιτέλους!», ήταν τα πρώτα λόγια της κοπέλας. «Νόμιζα ότι δε θα τέλειωνε ποτέ αυτή η μέρα», συμπλήρωσε και μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό τράβηξε απότομα την καλύπτρα του κεφαλιού της αποκαλύπτοντας έναν χείμαρρο μελαχρινών μαλλιών. Χωρίς το πλαίσιο του ράσου έδειχνε ακόμα πιο αποφασιστική, σχεδόν εκτός τόπου και χρόνου μέσα στους κανόνες ενός μοναστηριού.

«Λοιπόν αδελφή Απύθμενη ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;», τη ρώτησε.

Η Αργυρώ κατάφερε να ξυπνήσει από την έκπληξη και να της ανταποδώσει το χαμόγελο. «Αργυρώ. Με λένε Αργυρώ», απάντησε.

«Ωραίο είναι! Σίγουρα καλύτερο από το Απύθμενη. Άκου Απύθμενη!»

«Ή Ζοφερή!», πρόσθεσε εκείνη.

«Μη μου το θυμίζεις. Ουρανία με λένε», δήλωσε κατηγορηματικά.

«Πως κατάφερες να μπεις μέσα; Νόμιζα ότι ήταν κλειδωμένη».

«Ήταν κλειδωμένη. Απλά έχω μερικούς άσσους στο μανίκι μου», της απάντησε δείχνοντας της ένα μικρό και λεπτό σα φύλλο αντικείμενο.

«Τι είναι αυτό;»

Η Ουρανία ξάπλωσε άνετα στο κρεβάτι δίπλα της και της έκλεισε το μάτι.

«Αυτό είναι ένας υποκλέπτης».

«Υποκλέπτης;», έκανε εκείνη και κάθισε διστακτικά δίπλα της.

«Μπορεί να διαβάζει τους κωδικούς ασφαλείας στις κλειδαριές. Σε παλιού τύπου κυρίως όπως αυτές εδώ», εξήγησε.

«Μακάρι να είχα κάτι τέτοιο», είπε σκεφτική.

Η Ουρανία χαμογέλασε σηκώνοντας το ένα φρύδι της. «Για να είχες κάτι τέτοιο, θα 'πρεπε να ήσουν κόρη του πατέρα μου», είπε κι έκρυψε στις πτυχές του ράσου της τον υποκλέπτη.

Η Αργυρώ την κοίταξε με απορία.

«Άστο, είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε η κοπέλα και ξαφνικά πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. «Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να φύγουμε απ’ αυτό το μέρος, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρω τι γίνεται εδώ αλλά αυτές οι γυναίκες είναι τρελές! Στ’ αλήθεια τρελές ή κάτι ακόμα χειρότερο», είπε με ένταση.

«Μπορούμε να φύγουμε απ’ δω;», ρώτησε εκείνη μ’ ελπίδα.

Η Ουρανία κοίταξε την κλειστή πόρτα του κελιού κι έπειτα την Αργυρώ.

«Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Εγώ αυτό κάνω. Δεν έχω σκοπό να κάτσω εδώ με σταυρωμένα χέρια και να τις αφήσω να μου κάνουν… ότι κάνουν τέλος πάντων», απάντησε εκείνη.

Η Αργυρώ σηκώθηκε κι εκείνη από το κρεβάτι. «Ουρανία, τι συνέβη στο ναό; Δε θυμάμαι τίποτα. Μονάχα σκοτάδι και παράξενες φωνές κι έπειτα ξύπνησα εδώ».

Η Ουρανία πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Δεν ξέρω· μακάρι να ‘ξερα. Και σε μένα το ίδιο έγινε. Δεν είναι η πρώτη φορά. Κάθε μέρα γίνεται το ίδιο. Πηγαίνουμε σ’ εκείνο το φρικτό μέρος κι έπειτα ξυπνάω στο κρεβάτι μου χωρίς να θυμάμαι τίποτα», απάντησε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το σώμα της. «Γι’ αυτό σου λέω. Πρέπει να με βοηθήσεις. Να βρούμε μια έξοδο από εδώ πριν καταλήξουμε κι εμείς σαν τη Φωτεινή».

«Τη Φωτεινή;»

«Ναι, την αδελφή Απρόσωπη!»

«Τι εννοείς; Φαινόταν…»

«Το είδες; Μοιάζει σα ρομπότ! Δεν ήταν έτσι όμως. Συνέβη λίγο πριν έρθεις. Τον πρώτο καιρό ήταν κανονική, όπως εσύ κι εγώ. Αλλά πριν μερικές μέρες, ξαφνικά δεν την αναγνώριζα. Πήγαινα στο κελί της κι ήταν σα να έβλεπα κάποια άλλη».

Η Αργυρώ ανατρίχιασε στη σκέψη ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και σε κείνη. Για κάποιο λόγο το μοχθηρό χαμόγελο του θείου της επέστρεψε στο μυαλό της.

«Στο λέω Αργυρώ πρέπει να φύγουμε από δω! Θα με βοηθήσεις;», είπε η άλλη κοπέλα σχεδόν με απόγνωση και την κοίταξε σταθερά στα μάτια.

Ξαφνικά μέσα της ξύπνησε μια ισχυρή επιθυμία να ξεφύγει από τα πάντα. Από αυτό το φρικτό μέρος κι από όλο της το παρελθόν.

«Θα σε βοηθήσω. Όμως υποσχέσου μου πως όταν… αν φύγουμε από δω, θα με πάρεις μαζί σου».

«Μαζί μου;», έκανε η Ουρανία.

«Ναι. Δεν έχω κανέναν πια. Δεν μπορώ να εμπιστευθώ κανέναν».

Η Ουρανία χαμογέλασε και της έσφιξε τα χέρια.

«Σύμφωνοι!»

Edited by constantinos
Link to comment
Share on other sites

I see what you meant. Πολύ ωράιο το art σου. Μπράβο!! (το διήγημα δεν το διάβασα ακόμα).

Link to comment
Share on other sites

Είδες που μπορείς και να ζωγραφίσεις στο SC5!;-)

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία αρχίζει να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, καθώς το μυστήριο πυκνώνει. Πάντως, δεν είναι και πολύ τρόμου. Ίσως είναι το ΕΦ περιβάλλον που δεν βοηθάει την ανάδειξή του. Η ατμόσφαιρα, όμως, παραμένει πολύ καλή.

 

Περιμένω τη συνέχεια.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχο....καθηλωτικό...!!

 

 

Έχω διαβάσει και το πρώτο μέρος και τώρα το 2ο με συγκλόνισε

ακόμα περισσότερο.Θέλω την συνέχειαααα..!!!!! ;-) :thumbsup:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..