Jump to content

Ο Άρχοντας των Θαλασσών - 8


GeoVa

Recommended Posts

Είδος: Φαντασία

Βία: Λίγη

Σεξ: Αναφορά (Λίγο)

Αριθμός Λέξεων: 3.478

Αυτοτελής: Όχι (Μέρος Όγδοο)

Σχόλια: Το προτελευταίο μέρος... Πείτε, πρώτα απ' όλα, τη γνώμη σας! Την ίδια μέρα που το ανέβασα, θα γράψω το ένατο και τελευταίο μέρος, που είτε θα το ανεβάσω την ίδια μέρα είτε την επόμενη... Ίσως το πιο "ανατρεπτικό" μέρος, γιατί τώρα μαθαίνονται τα περισσότερα πράγματα...!

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ – Αναμνήσεις

Η ημέρα είχε αλλάξει και ο ήλιος είχε φανεί στον ουρανό. Οι τρεις Άνθρωποι, οι μοναδικοί σ’ όλο το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, κοιμούνταν στο καμένο γρασίδι της Αφετηρίας, που παλιά λεγόταν Κόλαση, αλλά ξαναπήρε το όνομά της πίσω, γιατί οι επιθέσεις του Ούμπρα είχαν τελειώσει.

 

Ο Ούμπρα, η Πρώτη Σκιά, ο Λιουμινόσο, ο Πρώτος Φωτεινός, όπως και οι απόγονοί τους, οι Σκιές και τα Τρολ, τα Ξωτικά, οι Φωτεινοί και οι Καλικάτζαροι, είχαν πεθάνει, είχαν μετατραπεί σε Σκοτεινή και Λαμπερή Ύλη, και πέθαναν όταν ο Ίνουρ, ο Πρώτος, αποφάσισε να δώσει ένα μόνιμο τέλος στο Σύμπαν, την Κάελ, όπου τα Παιδιά Του είχαν δημιουργήσει. Και όλα αυτά επειδή πίστευε πως το Τέλος της Κόσμου έπρεπε να έρθει, λυπημένος από τη συμπεριφορά των Παιδιών Του.

 

Η ημέρα τούτη ήταν μια απ’ τις πιο σημαντικές ημέρες που είχαν περάσει οι τρεις Άνθρωποι στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, γιατί τούτη τη μέρα θα αποκαλυπτόταν το μυστήριο της εμφάνισης των Ανθρώπων στην Κάελ, ένα Σύμπαν από τα εκατομμύρια άλλα Σύμπαντα ενός ολόκληρου Πολυσύμπαντος.

 

Ο Σοφός Γέροντας, όταν ξύπνησε, αποφάσισε πως το καλύτερο πράγμα που έπρεπε να κάνουν ήταν να διηγηθεί ο Φέροξ την ιστορία του. Όχι όμως να τη πει, αλλά να τη δουν! Έτσι, ο Σοφός Γέροντας σκέφτηκε να φτιάξει ένα σετ μηχανών, με σκοπό να πάρουν τις αναμνήσεις του Φέροξ και να τις βάλουν να τις δουν. Βέβαια, θα μπορούσαν να δουν τις αναμνήσεις του Σοφού, αλλά, επειδή ήταν γέρος, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να του δημιουργήσει πρόβλημα στον εγκέφαλό του. Έτσι, διαλέχτηκε ο Φέροξ.

 

Ξύπνησαν και κατευθείαν ο Σοφός Γέροντας του έκανε τη πρόταση. Συμφώνησε κατευθείαν ο Φέροξ, αν και του είπε πως δεν θα ήθελε να του κρατά κακία μετά τη προβολή των αναμνήσεών του. Κι όταν ο Φέροξ δέχτηκε, ο Ίνουρ, η Μεγάλη Θεότητα, αυτός που έκανε το Τίποτα Κάτι, εμφανίστηκε και θα εμφανιζόταν στον ουρανό μέχρι να φύγουν και να τον αποχαιρετίσουν. Τους είχε συμπαθήσει αρκετά. Μπορεί περισσότερο και απ’ τα Παιδιά Του…

 

«Ξέρεις, Σοφέ Γέροντα, σου έχω δώσει την άδεια να με ρωτάς για ό,τι θέλεις, όπως και το να σου δίνω τα απαραίτητα εργαλεία και κομμάτια που χρειάζονται για τις μηχανές σου, εντάξει;» του είχε πει ο Ίνουρ τη στιγμή που εμφανίστηκε.

 

«Ναι! Βέβαια!» είχε πει χαρούμενα ο Σοφός Γέροντας.

 

***

Οι ώρες περνούσαν και ο ήλιος, αν και κρυβόταν από τον Ίνουρ, είχε ξεπεράσει τη μέση του ουρανού. Κόντευε σχεδόν απόγευμα, αλλά για να νυχτώσει είχε ακόμα αρκετή ώρα.

 

Ο Σοφός Γέροντας, αφοσιωμένος στις συσκευές που έφτιαχνε, έδωσε εντολή στον Φέροξ να πάει στο Λαμπερό Πύργο, για να πάρει τη Τηλεόραση που βρισκόταν στο πρώτο όροφο του Πύργου. Στην Πούλχραμ της έδωσε εντολή να πάει να κουβαλήσει μια πέτρα, για να στερεώσουν τη Τηλεόραση στην Αφετηρία. Η Πούλχραμ, βέβαια, της φάνηκε αρκετά δύσκολο να σηκώσει μια τεράστια πέτρα, τη βοήθησε όμως ο Φέροξ.

 

Είχε πάει απόγευμα και σχεδόν καμία μηχανή δεν είχε φτιαχτεί. Ο Φέροξ είχε από ώρα φέρει τη τηλεόραση, με το καλώδιο ρεύματος να σέρνεται από τον Πύργο, γιατί εκεί πέρα υπήρχε μια ασταμάτητη γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος – δημιούργημα του Μέγα Σοφού –, ενώ η Πούλχραμ μίλαγε με τον Ίνουρ.

 

Διάφορα μπουκάλια βρίσκονταν στο καμένο γρασίδι της Αφετηρίας, αλλά μόνο ένα ήταν αυτό που περιείχε το απαραίτητο και κατάλληλο υγρό. (Ο Φέροξ αναρωτιόταν τι το χρειάζονταν το μπουκάλι, καθώς και κάποια άλλα πράγματα, αλλά δεν ρώτησε ποτέ τον Σοφό Γέροντα.)

 

«Ωραία!» είπε χαρούμενος. «Η Λεκάνη έχει ετοιμαστεί, η Σκόνη, ναι, και αυτή, ο Κατασκευαστής, ναι, όλα έχουν φτιαχτεί κι είναι έτοιμα για χρήση!»

 

Ο Φέροξ και η Πούλχραμ κοίταγαν και αναρωτιόνταν τι ήταν όλα αυτά που έχει φτιάξει ο Σοφός Γέροντας. Στη συνέχεια, είπε, το ίδιο χαρούμενος:

 

«Το μόνο που μου μένει είναι να φτιάξω ένα καλώδιο! Τι λες, Ίνουρ, HDMI ή AVI;»

 

«HDMI, για καλύτερη ποιότητα ήχου και εικόνας» απάντησε μια φωνή, βγαλμένη από το τεράστιο του στόμα.

 

«Ωραία!» είπε ο Σοφός. «Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμος!»

 

Ο Ίνουρ του έδωσε το καλώδιο κι ο Σοφός Γέροντας το επεξεργάστηκε και το έκανε καλώδιο HDMI, (πολύ) καλής ποιότητας, δηλαδή.

 

Το σύνδεσε στη τηλεόραση, κι όλα ήταν έτοιμα!

 

«Πιες αυτό!» του επέβαλλε ο Σοφός Γέροντας του Φέροξ, δίνοντας του το μπουκάλι. «Είναι νερό με μια Σκόνη μέσα, τη Σκόνη της Αναμνήσεως. Όσο εσύ θα το πίνεις – φρόντισε να το πιεις όλο –, εγώ θα βάλω σε χρήση των Κατασκευαστή παραγωγής αντί-χρονίων, για να παρασκευαστούν αντί-χρόνια, ξέρεις, το αντί-σωμάτιο του Χρόνου, όπου αυτά θα πέσουν μέσα στη Λεκάνη του Παρελθόντος, κι όλα αυτά θα τα δούμε στη Τηλεόραση, μια και η Λεκάνη έχει συνδεθεί με αυτή!»

 

Όλοι τον κοίταξαν με απορία, εκτός από τον Ίνουρ.

 

«Μάλιστα…» έκανε ο Φέροξ και ήπιε τη Σκόνη της Αναμνήσεως, διαλυμένη σε νερό.

 

Μια γουλιά έπεσε μέσα στο στόμα του, μετά μία άλλη, ενώ την επόμενη ο Φέροξ δεν άντεξε να την καταπιεί. Ήταν μια σκέτη αηδία. Η Σκόνη της Αναμνήσεως είχε ένα μωβ χρώμα κι η γεύση της ήταν απαίσια. Ξαφνικά, του δημιούργησε αναγούλα και είπε στον Σοφό ότι δεν ήθελε να πιει άλλο από αυτό το «αηδιαστικό πράγμα».

 

«Πίνε, πίνε», του είπε εκείνος. «Εμετό πρέπει να κάνεις! Αυτό θέλουμε τόση ώρα!»

 

Έπινε γουλιά-γουλιά, και δεν άντεχε. Έπινε όμως, και θα συνέχιζε να πίνει, ο κόσμος να χαλάσει… Μετά βίας άδειασε το μπουκάλι και το στομάχι του είχε γίνει εντελώς χάλια. Όλο το γαστρεντερικό σύστημά του είχε αναταραχτεί κι ο εμετός ήταν έτοιμος.

 

«Έλα», είπε ο Σοφός Γέροντας, «ξέρασε, ξέρασε!»

 

Και ο Φέροξ ξέρασε και ο εμετός του έπεσε στο καμένο γρασίδι. Είχε χρώμα μωβ, αλλά ο Σοφός Γέροντας του εξήγησε πως αυτό δεν ήταν ο εμετός του, «αλλά οι αναμνήσεις σου». «Οι αναμνήσεις που γράφτηκαν, λίγο πριν έρθεις στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί».

 

Ο Ίνουρ σήκωσε τις Αναμνήσεις του Φέροξ και τις έβαλε μέσα στην Λεκάνη του Παρελθόντος. Ένα Χρονικό Πεδίο είχε σχηματιστεί στη Λεκάνη, κι αυτό θα έκανε τις Αναμνήσεις να περιπλανηθούν σ’ όλη τη Λεκάνη, μια και θα τις πήγαινε πίσω, στο παρελθόν του Φέροξ, επειδή οι Αναμνήσεις, παρόλο που είναι παρελθοντικές, έχουν πάρει αυτόν τον Χρόνο, τον Χρόνο όπου οι τρεις Άνθρωποι βρίσκονται στην Αφετηρία. Ενώ με τα αντί-χρόνια, θα μπορούσε να αλλάξει χώρο και χρόνο, για να πάει εκεί όπου γράφτηκε.

 

Η Λεκάνη άρχισε να κάνει έναν θόρυβο, αλλά δεν τους απασχόλησε. Ο Σοφός Γέροντας άνοιξε τη τηλεόραση και η Ανάμνηση άρχισε να παίζει. Ο Ίνουρ χαμήλωσε το φωτισμό του Νησιού, για να μπορούν να βλέπουν καθαρά, γιατί πίστευε πως βρίσκονταν σε σινεμά. Το μόνο που δεν είχαν, όμως, ήταν ποπ κορν! Δεν τους χρειαζόταν, έτσι κι αλλιώς…

 

*********************************************************************

Ο Φέροξ και η Πούλχραμ βρίσκονταν στην Αίθουσα του Κάστρου. Ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του Κάστρου τους. Εκεί βρισκόταν και ο θρόνος του Βασιλιά Φέροξ και της Βασίλισσας Πούλχραμ και πίσω απ’ αυτόν ήταν ένα τεράστιο παράθυρο, που φαινόταν ολόκληρο το λιμάνι. Η μεγάλη τραπεζαρία βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο, λίγο μακριά από τους θρόνους όμως. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό, μια και ο ήλιος έμπαινε μέσα από το παράθυρο, φωτίζοντας ολόκληρη την Αίθουσα με τις ακτίνες του.

 

Η Πούλχραμ έκλαιγε ενώ ο Φέροξ βρισκόταν και ο ίδιος σε παρόμοια δραματική κατάσταση. Δεν του άρεσε πως της το είπε, αλλά το είχε σχεδιάσει εδώ και καιρό, και δεν γινόταν έτσι κι αλλιώς να μην της το πει. Γυναίκα του ήταν, στο φινάλε… Η γυναίκα είχε κοντά της ένα μαντίλι, που σ’ αυτό έβαζε τα κλάματα που έβγαιναν από τα πανέμορφά της μάτια, και του Φέροξ δεν του άρεσε αυτό: πίστευε πως την έκανε άσχημη. Ήταν αρκετά όμορφη γυναίκα, αλλά τούτη τη στιγμή όχι και τόσο πολύ… Στη συνέχεια, η Πούλχραμ τον ακούμπησε στη πλάτη, λέγοντας με τη γλώσσα του σώματος, «Καλό κουράγιο», ενώ θα μπορούσε να σημαίνει και «Αντίο». Μετά από λίγο, άρχισε να κλαίει, αυτή τη φορά πιο δυνατά από πριν, ενώ τα βογκητά είχαν δυναμώσει κι αυτά. Ο Φέροξ την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο. Παραλίγο να κλάψει κι εκείνος… Δεν το έκανε όμως…

 

Έπειτα από λίγο, όταν ο Φέροξ «ξεκόλλησε» από τη γυναίκα του, έφυγε από τη πόρτα, βγαίνοντας έτσι από το Κάστρο. Γύρω στα πέντε λεπτά χρειάστηκαν για να φτάσει στο λιμάνι, αφού κατέβηκε τα σκαλιά, τα οποία οδηγούσαν εκεί όπου ήθελε να πάει. Είδε τους συντρόφους του να τον περιμένουν μέσα στο καράβι, ένα μεγάλο καράβι, αλλά γύρισε τη πλάτη του, σαν άκουσε το «Αντίο!» της Πούλχραμ.

 

«Αντίο!» της είπε κι εκείνος και την είδε να του κουνά το μαντίλι και την χαιρέτησε. Όταν την είδε να μην υπάρχει πια έξω στη βεράντα του Κάστρου, ο Φέροξ σταμάτησε να την κοιτά και στράφηκε προς τους συντρόφους του.

 

«Έτοιμοι;» τους ρώτησε και η απάντηση ήταν καταφατική.

 

Έτσι, μπήκε μέσα σ’ αυτό και το καράβι εγκατέλειψε το λιμάνι. Πήγαιναν με σχετικά μικρή ταχύτητα, η απλή βάρκα θα πήγαινε δηλαδή πιο γρήγορα, αν βέβαια είχε αυτή τη Θεϊκή Δύναμη, τη Δύναμη του Ποσειδώνα, του θεού των Θαλασσών αυτού του Σύμπαντος, αλλά αυτοί που κινούσαν το μεγάλο καράβι δεν φαινόταν να την είχαν… Γιατί άραγε…;

 

Ο Φέροξ έπιασε τον χάρτη και τον κοίταξε. Ο χάρτης έδειχνε το λιμάνι, εκεί όπου βρισκόταν αρχικά το καράβι, ενώ μετά πήγε το χέρι του μακριά, πολύ μακριά από το λιμάνι. Τρία νησάκια ήταν στο τέλος του χάρτη: εκεί ήθελε να πάει ο Φέροξ. Όχι και στα τρία αλλά μόνο σ’ ένα: το κεντρικό.

 

«Πού πάμε, αφεντικό;» τον ρώτησε ένας σύντροφος, ο πιο καινούργιος από όλους. Δεν είχε μάθει ούτε καν τα σχέδια του αφεντικού του…

 

«Στο Άγνωστο Νησί», του είπε εκείνος.

 

Κι ενώ έβλεπαν την Ανάμνηση, ο Σοφός Γέροντας κοίταξε τον Φέροξ, αλλά δεν του έδειξε κακία. «Α!» σκέφτηκε, «γι’ αυτό τελικά μου το είπε αυτό!» Ο Φέροξ δεν άντεχε να βλέπει την Ανάμνηση του, γι’ αυτό και κοίταζε το καμένο έδαφος. Απ’ ό,τι είδε η Πούλχραμ, ο Φέροξ έκλαιγε…

 

«Τι;» έκανε τρομαγμένος ο σύντροφος. «Εκεί, λένε, συμβαίνουν πολλά πράγματα… Πολλοί πάνε για το πλούτο και τους θησαυρούς, που, λένε, υπάρχει σ’ αυτό το νησί, αλλά ποτέ δεν ξαναεμφανίζονται… Βέβαια, ένας που είχε πάει, είχε επιστρέψει ξανά στον τόπο του, και έλεγε: “Συνάντησα το Δία, συνάντησα το Δία, Αυτός με ξαναγύρισε πίσω”. Πολλοί τον νόμιζαν για τρελό…»

 

Ο Ίνουρ χαμογέλασε περίεργα και ο Σοφός Γέροντας τον κοίταξε…

 

«Ωραία, τώρα μπορείς να σταματήσεις να λες χαζομάρες;» του είπε ο Φέροξ και ο σύντροφός του έφυγε. Ήταν ακόμα μεσημέρι. Είχε ένα μικρό αεράκι αλλά όχι κάτι το σπουδαίο. Ο Φέροξ ξανακοίταξε τον χάρτη και είδε ένα άλλο νησάκι, αρκετά κοντά σ’ αυτούς και τους πρότεινε πως εκεί θα σταμάταγαν το απόγευμα… Κακό, πολύ κακό, για να πω κι εγώ τη γνώμη μου…

 

Το σκηνικό άλλαξε…

 

Είχε πάει απόγευμα και το καράβι είχε δέσει στο λιμανάκι ενός μικρού νησιού. Περιείχε διάφορα μαγαζιά τύπου μπαρ, αλλά είχε και μαγαζιά για προμήθεια φαγητών και τα λοιπά…

 

«Ωραία», είπε ο Φέροξ, «μπορείτε να πάτε σε καμιά παμπ, να ξεκουραστείτε και μετά να συνεχίσουμε ξανά, είμαστε σύμφωνοι;»

 

Όλοι είπαν «Ναι» κι έφυγαν στη πρώτη παμπ που πήγαν.

 

Ο Φέροξ είχε πάει σε ένα άλλο μαγαζί, για να αγοράσει μπανάνες, μια και αυτό ήταν το καλύτερο φαγητό που θα μπορούσε να φάει κανείς, όταν βρίσκεται κάποιος για πολύ καιρό στο καράβι, κατά εκείνον.

 

Όταν τις φόρτωσε στο καράβι του, μια δυνατή φωνή ακούστηκε: «ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΜΟΣ! ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΜΟΣ!»

 

Ο Φέροξ έτρεξε κατευθείαν και βρήκε τους συντρόφους του χάμω στο πάτωμα της παμπ που είχαν πάει. Όλοι τους ήταν νεκροί, ενώ ο ιδιοκτήτης κυνηγιόταν από αυτόν που το ανακοίνωσε.

 

Και ξαφνικά, ένας ήχος ακούστηκε. Ένας ήχος σπασίματος. Ένας ήχος, σαν αυτόν που διέλυσαν τη ξύλινη βάρκα του Φέροξ. Βέβαια, αυτή διαλύθηκε από τα κύματα, κι όχι από τον ιδιοκτήτη της παμπ… Είχε ξεφύγει από αυτόν που τον κυνηγούσε και το μοναδικό που είπε στον Φέροξ ήταν:

 

«Μην πας… Δεν θέλουμε να σε χάσουμε…»

 

«Και γι’ αυτό πέθανες τους συντρόφους μου…;» φώναξε νευριασμένος.

 

«Ναι, γι’ αυτό… Γιατί δεν θέλουμε να πεθάνεις… Γιατί τι άλλο θα πάθεις εκεί που θα πας… Σ’ αυτό, το κακοφημισμένο νησί…»

 

Ο Φέροξ όμως ήταν τόσο διψασμένος για λεφτά και πλούτο, που τον αγνόησε. Έτσι, πήρε μια ξύλινη βάρκα και συνέχισε τη πορεία του.

 

Από το λιμάνι έως τη παμπ, αυτό είχε κρατήσει γύρω στη μια εβδομάδα. Οι μήνες πέρασαν, όταν ο Φέροξ πήρε τη βάρκα, αποφασισμένος πως θα πάει στο Άγνωστο Νησί και να πάρει όσο χρυσάφι μπορούσε να χωρέσει η βάρκα του… Βέβαια, είχε αρχίσει να το μετανιώνει, γιατί ποτέ δεν πίστευε πόσο δύσκολα ήταν, το να ταξιδεύει κάποιος, ολομόναχος, με μια μικρή, ξύλινη βάρκα, και χωρίς τη Δύναμη του θεού των Θαλασσών.

 

Η θάλασσα είχε γίνει άγρια και τα κύματα χτύπαγαν το ένα μετά το άλλο, και αυτόν και τη βάρκα του.

 

Μετά από αρκετές βδομάδες, ο Φέροξ μπορούσε να δει τα τρία νησάκια να αγνοφαίνονται, αλλά τίποτα το σπουδαίο. Ήταν κουρασμένος, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Συνέχισε και συνέχισε να κωπηλατεί… Τα ρούχα του είχαν γίνει σκέτα κουρέλια αλλά δεν τον ένοιαζε: θα προτιμούσε να βρισκόταν γυμνός, από το να μην πάει στο Άγνωστο Νησί.

 

Ήταν νύχτα. Το φεγγάρι φώτιζε τη πορεία του, αλλά πολύ ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς, δεν του ήταν και τόσο εύκολο να το δει, μια και τα κύματα ήταν τεράστια… Είχαν τεράστιο ύψος, ικανά να διαλύσουν τη βάρκα. Όμως, βέβαια, ποτέ δεν διαλύθηκε, εκτός από τη ξαφνική επίθεση που δέχτηκε από τον Πρώτο Άρχοντα των Θαλασσών, τον Ούμπρα, αυτόν που ήξερε πως ο Εκλεκτός θα ερχόταν, αλλά ποτέ στη ζωή του δεν το παραδέχτηκε…

 

Μετά από εκατομμύρια μάχες με τα κύματα, ένα μικρό νησάκι φάνηκε στον ορίζοντα του Φέροξ. Προτίμησε να σταματήσει, για να ξεκουραστεί, αλλά και να πάρει δυνάμεις…

 

Κι ενώ ο Φέροξ κοιτούσε ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν του, άρχισε να βάζει τα κλάματα, για τρίτη μπορεί και τέταρτη φορά. Ζήτησε ένα συγγνώμη της Πούλχραμ για ό,τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, κι εγκατέλειψε τους δύο Ανθρώπους. Έτσι, έφυγε και πήγε στην ακτή της παραλίας για να μιλήσει με τον Ίνουρ, λέγοντας ό,τι έγινε στο νησάκι αυτό.

 

Και το σκηνικό άλλαξε…

 

Ο Φέροξ είχε ξοδέψει βδομάδες και βδομάδες σ’ αυτό το νησάκι.

 

Τούτη τη στιγμή βρισκόταν στο κρεβάτι της Ντέα, της πανέμορφης γυναίκας, που ο Φέροξ είχε περάσει τις νύχτες του με εκείνην. Μαζί του ήταν και η Ντέα. Ο Φέροξ είχε ξεχάσει για τα καλά την σύζυγό του και αγαπούσε μόνο τη Ντέα. Όπως είπε, άλλωστε:

 

«Ξέρεις, Ντέα», άρχισε να μιλά ο Φέροξ, «σε αγαπώ. Σε αγαπώ πάρα πολύ. Όχι σαν τη γυναίκα μου, τη Πούλχραμ, αυτή τη κλαίουσα… Δεν ξέρεις πόσο θέλω να μείνω μαζί σου… Να κατοικήσω εδώ για πάντα… Να ζήσω μαζί σου… Σε θέλω, Ντέα…»

 

Όμως, όλα αυτά τα λόγια του είχαν βγει αυθόρμητα. Δεν ήθελε να τα πει. Τον είχε τυφλώσει η ομορφιά της Ντέα. Τα υπέροχα, κόκκινα μαλλιά της. Το ίδιο πανέμορφα, γαλάζια μάτια της. Το ωραίο της χαμόγελο… Το υπέροχο αδύνατο και γυμνασμένο, ό,τι πρέπει για μια γυναίκα, σώμα της… Αλλά τα γοητευτικά μάτια της ήταν το κάτι άλλο!...

 

Η Πούλχραμ είχε αρχίσει να κλαίει, αυτή τη φόρα όχι επειδή λυπόταν τον Φέροξ, αλλά επειδή την απάτησε ο Φέροξ… Και όχι μόνο μία φορά, αλλά έναν ολόκληρο μήνα… Γιατί ένα μήνα και κάτι είχε μείνει εκεί, στην αγκαλιά της Ντέα, της όμορφης γυναίκας… Η Πούλχραμ είχε αρχίσει να φωνάζει και να βρίζει. Φώναζε πολύ δυνατά, βρίζοντας, και ο Σοφός Γέροντας προσπαθούσε να τη παρηγορήσει, χωρίς επιτυχία όμως…

 

Οι φωνές ακούγονταν και στην ακτή και ο Φέροξ είχε βάλει τα κλάματα από ντροπή… Δεν πίστευε πως αυτό το κομμάτι θα εμφανιζόταν στην Ανάμνησή του… Πίστευε όμως πως, αν εμφανιζόταν, η Πούλχραμ θα του έδειχνε κατανόηση… Ήταν καιρό χωρίς γυναίκα και με το που την βρήκε… αισθάνθηκε διαφορετικά. Ο Ίνουρ τον ηρέμησε και η Ανάμνηση προχώρησε…

 

Και το σκηνικό άλλαξε γι’ άλλη μια φορά…

 

Είχαν περάσει μέρες και μέρες που ο Φέροξ είχε εγκαταλείψει τη Ντέα και το μόνο που μπορούσε να πει, και φαινόταν από την έκφραση του προσώπου του, ήταν πως την είχε πιθυμήσει… Τον είχε τυφλώσει τόσο πολύ, που την Πούλχραμ την είχε ξεχασμένη… Μάτια είχε μόνο για τη Ντέα… Αργότερα, όμως, όταν θα έφτανε στο Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί, ταλαιπωρημένος, δυσαρεστημένος, λυπημένος, στεναχωρημένος (ακόμα δεν είχε ξεχάσει τους συντρόφους του και τον τρόπο θανάτου τους), θα είχε ξεχάσει τη Ντέα, και θα του έλειπε η Πούλχραμ όλο και πιο πολύ… Η σύζυγός του, τα παιδιά του, οι σύντροφοι του…

 

Κι ενώ πάλευε με τα κύματα, δεν είχε ακόμα αντικρίσει τα τρία νησάκια, ή τουλάχιστον δεν μπορούσε να τα δει λόγω των κυμάτων, εξαφανίζεται από τη θάλασσα. Κι ενώ ένα κύμα παραλίγο να τον χτυπήσει, πουφ! ο Φέροξ και η βάρκα του εξαφανίστηκαν. Και κατευθείαν από την εξαφάνισή τους, ξαναεμφανίζονται… δεν είχε περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από την εξαφάνιση και τη ξαφνική εμφάνισή τους.

 

Έτσι, ο Φέροξ είχε μπει στο Σύμπαν της Κάελ… Έτσι απλά! Στη συνέχεια, όλα μας είναι γνωστά: ο Φέροξ έφτασε, έδεσε τη βάρκα του, ανέβηκε τα βράχια φτάνοντας στο έδαφος… Κι ενώ πίστευε πως είχε φτάσει στο Άγνωστο Νησί, όταν πάτησε στην ακτή, αυτή η πεποίθηση του σβήστηκε κατευθείαν από το μυαλό. Γιατί τότε συνέβησαν πολλά πράγματα… Η βάρκα του καταστράφηκε, μετά την εντολή που έδωσε η Απόλυτη Σκιά… Και μετά την καταστροφή της, μια Σκιά εμφανίστηκε… Και τότε εμφανίστηκε ο Βερεκούνδιος, ο Καλικάτζαρος, όπου και η Σκιά εξαφανίστηκε και μετατράπηκε σε Σκοτεινή Ύλη…

 

Και ο Σοφός Γέροντας είχε κατευθείαν ανακαλύψει το μυστήριο… Η Σκοτεινή Ύλη μπλοκάρει το άνοιγμα της Πύλης, την είσοδο στο Σύμπαν της Κάελ, μια και το Κακό μόνο κακό και μπελά μπορεί να φέρει. Η Λαμπερή, αντιθέτως, τη ξε-μπλοκάρει… Άρα, γι’ αυτό σκότωσε ο Ίνουρ και τους δύο; σκέφτηκε ο Σοφός. Αλλά, άμα το έκανε αυτό, τότε γιατί σκότωσε και τον Ούμπρα και τους ομοίους του, που είναι φτιαγμένοι από Σκοτεινή Ύλη, πράγμα που μπλοκάρει την Πύλη…; Υπάρχει σ’ αυτό λύση, όμως. Εγώ! Θα φτιάξω έναν ρουφηχτή σωματιδίων Σκοτεινής Ύλης. Μισό λεπτό, όμως. Α! Ναι! Κάθε σωματίδιο, κάθε τι, κάθε πράγμα, κάθε στοιχείο, έχει και τον μοναδικό του ατομικό αριθμό… Γιατί, άμα το πάρεις απ’ την άλλη, η Σκοτεινή και η Λαμπερή Ύλη δεν θα αποτελούνται από άτομα, πρωτόνια, νετρόνια, ενώ δεν θα περιβάλλονται και από ηλεκτρόνια; Ναι! Οπότε, αφού κάθε στοιχείο είναι διαφορετικό, λόγω του διαφορετικού ατομικού του αριθμού, το πόσο αριθμό πρωτονίων υπάρχουν μέσα στο άτομο, τότε θα μπορώ εγώ να ορίσω ποιο στοιχείο, με τον συγκεκριμένο ατομικό αριθμό, θα ρουφηχτεί από τον Ρουφηχτή Σωματιδίων όπου θα φτιάξω… Ναι! Τα κατάφερα!

 

«Ναι! Τα κατάφερα! Έφτασα στη λύση του μυστηρίου!» είχε πει όταν τα επεξεργάστηκε όλα στο μυαλό του…

 

Βέβαια, για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να δει πολλές φορές την Ανάμνηση, και μάλιστα το σημείο όπου ο Φέροξ εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε ξανά… Γιατί ο Σοφός πίστευε πως ανοιγόκλεισε τα μάτια του, αλλά δεν ήταν τελικά έτσι… Όντως είχαν πάει σε άλλο Σύμπαν. Όντως είχαν μπει σε μία Πύλη… Γι’ αυτό και ένα μόνο νησί υπήρχε… Γιατί είχαν αλλάξει Σύμπαν… Γιατί είχαν πάει σε διαφορετικό Σύμπαν του Πολυσύμπαντος… Αυτό έκανε ο Ίνουρ… Και επειδή είχε φέρει την Ιδιοφυΐα, πράγμα αρκετά σημαντικό, ο δεύτερος που θα ερχόταν στη Κάελ θα ήταν ο Φέροξ… Γι’ αυτό και ένας άλλος που είχε πάει τον είχε επιστρέψει από εκεί που ήρθε… Γιατί δεν ήταν ο Εκλεκτός… Γιατί δεν ήταν αυτός που ο Ίνουρ πίστευε πως θα ήταν ο ικανός, για να νικήσει τον Ούμπρα… Όμως, άλλη κατάληξη πήραν τα πράγματα… Ο Ίνουρ αναγκάστηκε να εμφανιστεί και Αυτός και μόνον Αυτός τελικά, γιατί πίστευε πως ούτε καν ο Φέροξ δεν θα χρησίμευε, όταν είδε πως έχασε από ένα Τρολ…

 

***

Η Πούλχραμ είχε συνέλθει από το συμβάν με την Ντέα και είχε συγχωρήσει τον Φέροξ.

 

Κι όταν είχαν πάει μεσάνυχτα, κι οι δύο Άνθρωποι κοιμούνταν, ο Σοφός Γέροντας ετοίμαζε το Ρουφηχτή Σωματιδίων…

 

Και δεν εξήγησε τίποτα από τη θεωρία που έκανε, γιατί κανένας δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Τα είπε στον Ίνουρ, κι εκείνος συμφώνησε με όλα…

 

«Είσαι πανέξυπνος!» του είπε… Δεν είχε να πει τίποτε άλλο…

 

Και όταν ο Ρουφηχτής Σωματιδίων ετοιμάστηκε, τότε ο ήλιος φάνηκε… Οι Άνθρωποι ξύπνησαν και είδαν ξαφνικά τον Σοφό Γέροντα να φιλάει τη συσκευή που μόλις τελείωσε…

 

«Επιτέλους», είπε, «θα φύγουμε από το Σύμπαν της Κάελ… Το μόνο κακό είναι πως αυτός ο Κόσμος θα καταστραφεί, αλλά ο Ίνουρ θα είναι ο μοναδικός που θα ζει, ε;»

 

«Ακριβώς!» είπε χαρούμενα και παιχνιδιάρικα. «Έχω να εξερευνήσω ένα Άπειρο εγώ…»

 

«Μάλιστα!» έκανε η Πούλχραμ, παρόλο που δεν τον κατάλαβε.

 

«Λοιπόν», είπε ο Σοφός Γέροντας, «Φέροξ, έχω να σου πω πως εσύ είσαι ο Δεύτερος Άρχοντας των Θαλασσών. Μου το είπε ο Ίνουρ χθες. Άντε, διέταξε τη θάλασσα να χύσει όλο το νερό της, να το πάει πάνω στον ουρανό, για να πάμε κι εμείς να ρουφήξουμε τη Σκοτεινή Ύλη, αυτή που εμποδίζει το άνοιγμα της Πύλης… Για να επικρατήσει μόνον η Λαμπερή Ύλη, που, αντιθέτως, ανοίγει τη Πύλη… Βέβαια, Ίνουρ», είπε όταν το σκέφτηκε, «καλά έκανες που τους σκότωσες όλους, γιατί έτσι θα έπρεπε είτε να θυσιαστούν για εμάς είτε εμείς να τους σκοτώσουμε… Και αναφέρομε στον Βερεκούνδιο, τον Λιουμινόσο, τον Νίκολας, τον Γκοτ, τον Άρτιφικ και τους άλλους Φωτεινούς, Ξωτικά και Καλικάτζαρους…»

 

Ο Ίνουρ γέλασε και δεν ξαναείπε τίποτα, εκτός από το τελευταίο «Αντίο!»

 

Αυτό, όμως, συμβαίνει στο τελευταίο μέρος της ιστορίας…

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Γιώργο αυτό το κομμάτι είχε μια αρκετά ωραία ιστορία και για μένα ήταν απ' τα πιο καλογραμμένα σου. Ωστόσο η ιστορία έχεις κάποιες αστοχίες κατά τη γνώμη μου:

 

1) Ο Θεός σου, ο Ινούρ, απομυθοποιείται υπερβολικά. Κάθεται με τους ανθρώπους, συζητά, βλέπει τηλεόραση, σχολιάζει... Δεν αξίζει σε κανένα θεό τέτοια συμπεριφορά. Θα μου πεις οκ, δικός σου είναι, ό,τι θες τον κάνεις. Απλά το κείμενο γελοιοποιείται υπερβολικά και δε νομίζω ότι είχες σκοπό να γράψεις παρωδία fantasy... Έχεις φρέσκες ιδέες, αλλά όλα θέλουν κάποια όρια.

 

2) Ηυπερβολική ομοιότητα στην οδύσσεια φοβάμαι ότι χαλάει τον αναγνώστη. Ωραία η σκέψη να εμπνευστείς από 'κει, αλλά είναι μπορώ να μπω στη διαδικασία να σου πω αυτό είναι πολύ ίδιο μ' αυτό, εκείνο, το παράλλο. Φυσικά δε θα το κάνω, ξέρεις πριν από μένα. ΟΚ η ηλικία σου είναι τέτοια που αυτό είναι αναμενόμενο. Εμείς εμπνευστήκαμε υπερβολικά απ' τον τόλκιν, εσύ έπιασες τον όμηρο οκ... Στην πορεία θα ξεφύγεις απ' αυτή την τρύπα, ήδη βασικά το κάνεις, γιατί ο δράκος δε θυμίζει υπερβολικά κάτι άλλο.

 

3) Η δηλητηρίαση των συντρόφων δε μου φαίνεται και πολύ πειστική. Νομίζω ότι οι πολίτες δε θα έκαναν κάτι τέτοιο. Άλλωστε τους συνέφερε το χρυσάφι που θα έφερνε κι οι πολίτες ποτέ δεν είχαν τόση αγάπη για τους βασιλιάδες τους, μάλλον μίσος κι αδιαφορία.

 

4) Το ότι έχουμε ένα θεό που ενώ ξέρει τα πάντα δε λέει τίποτα κι αφήνει τους άλλους να παιδεύονται να τα βρουν, δε μου φαίνεται λογικό... Αφού τους συμπάθησε κι αφού μιλάμε για έναν Θεό που τόσο αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους, ας τους μετέφερε εκεί στο παλιό τους σύμπαν και τέλος.

 

5) Τ' όλο αυτό κεφάλαιο εκεί που είναι μοιάζει λίγο άχρηστο στην αρχή των αναμνήσεων. Ότι μετά το χρησιμοποιείς για να βρει τη λύση ο σοφός, είναι καλή επιλογή εντάξει. Όλα αυτά περί της αρχής θα μπορούσαν όμως να μπουν στην αρχή σου και θα 'ταν ίσως ωραιότερα και πιο καλά ανεπτυγμένα. Τώρα είναι συμπυκνωμένα και συναισθηματικά δε μας αγγίζουν και πολύ.

 

Όταν διαβάσω και το 9, θα σου κάνω ένα μαζικό σχόλιο για το πως βρήκα όλη την ιστορία! Άντε λίγο μου 'μεινε!;-)

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών (8) Σχόλια.doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..