Jump to content

Ο Άρχοντας των Θαλασσών - 9


GeoVa

Recommended Posts

Είδος: Φαντασία/(Ελάχιστα) Ε.Φ.

Βία: Λίγη

Σεξ: Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3689 + 357

Αυτοτελής: Όχι (ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ + ΕΠΙΛΟΓΟΣ)

Σχόλια: Το Τέλος! Πείτε τις γνώμες σας, αλλά πρώτ' απ' όλα: ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ. Τα λέμε τον Αύγουστο! Κατά το διάστημα των διακοπών, μπορεί να δημιουργήσω και καμιά καινούρια ιστοριούλα...!

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών

ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ – Γυρισμός

& ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ (ΕΠΙΛΟΓΟΣ) – Δέκα χρόνια μετά

Είχε πάει πρωί κι ο Σοφός Γέροντας είχε ετοιμάσει τη συσκευή που «θα μας έδιωχνε από τούτο το Σύμπαν, την Κάελ, και θα μας πήγαινε κατευθείαν στο Δικό Μας». Είχε νοιώσει τόσο χαρούμενος, που φίλαγε τη συσκευή από τη χαρά του, επειδή θα έφευγε από την Κάελ μετά από πάρα πολλά χρόνια.

 

Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, με ελάχιστα σύννεφα, τα οποία όμως δεν φαίνονταν, γιατί ο Ίνουρ ο Πρώτος είχε πάρει ολόκληρο τον ουρανό, για να χωρέσει το μεγαλειώδες σώμα του, κρύβοντας ό,τι υπήρχε σ’ ολόκληρο τον ουρανό. Δεν μίλησε και στεκόταν ακίνητος, περιμένοντας την κίνηση που θα έκανε ο Φέροξ. Βέβαια, αν την έκανε, και πάλι δεν θα μίλαγε, εκτός από το τελευταίο «Αντίο!» που θα έλεγε, λίγο πριν εξαφανιστούν από την Κάελ. Γιατί μετά θα ήταν το Τέλος του Κόσμου. Όλα θα γίνονταν φωτιά και θα καίγονταν, ακόμα και το νερό της θάλασσας, μέχρι που το Σύμπαν να ξαναγίνει Κάτι.

 

«Έλα, Φέροξ, έλα!» του είπε ο Σοφός Γέροντας όταν ξύπνησε. Κοιμόταν αγκαλιά με την Πούλχραμ, την Όμορφη Γυναίκα, την αγαπημένη του σύζυγό, που τώρα πια τον είχε συγχωρέσει για ό,τι είχε κάνει με την Ντέα, μια εξίσου όμορφη γυναίκα, αλλά η μοναδική του αγάπη θα ήταν για πάντα η Πούλχραμ… «Είσαι ο Δεύτερος Άρχοντας των Θαλασσών, δώρο από τον Ίνουρ, για όλα αυτά που τράβηξες…!» του ξανάπε ο Σοφός Γέροντας χαρούμενος και ενθουσιασμένος. Πηδούσε από τη χαρά του. Είχε αρχίσει να νοιώθει πιο νέος… «Κι επειδή είσαι εσύ ο Άρχοντας των Θαλασσών, διέταξε το νερό να πάει πάνω στον ουρανό, όπως έκανε ο Ούμπρα στην τελευταία του μονομαχία με τον Λιουμινόσο. Έτσι, θα μπορώ εγώ να πάω κοντά στη Πύλη και να ρουφήξω τη Σκοτεινή Ύλη, που αυτή και μόνον αυτή είναι η αιτία που την μπλοκάρει…»

 

«Καλά!» είπε ο Φέροξ, σα να του ζητούσαν να κάνει κάτι που δεκάδες φορές το είχε κάνει στο παρελθόν.

 

Έτσι, ευχήθηκε αυτό που ήθελε και σήκωσε τα χέρια του, κάνοντας διάφορες συγκεκριμένες κινήσεις. Ένιωθε δυναμικός και γεμάτο θάρρος, αν και δεν θα συνέβαινε κάτι που θα χρειαζόταν αυτά τα χαρακτηριστικά… Ήταν σα να άκουγε το τραγούδι του Ίνουρ, αυτό που είχε παίξει στην Ημέρα της Οργής του… Κι έτσι, καθώς τα χέρια του κάνανε τις συγκεκριμένες κινήσεις λέγοντας παράλληλα αυτό που ήθελε να γίνει, το νερό, όλο το νερό της θάλασσας, ανέβηκε σταδιακά σιγά-σιγά επάνω στον ουρανό. Και τότε όλοι διαπίστωσαν ότι η θάλασσα είχε κάποιο τέλος, και ότι η Πύλη ήταν αρκετά κοντά τους – ένα χιλιόμετρο από το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί.

 

Βλέποντας τα όλα αυτά, η Πούλχραμ έπεσε στην αγκαλιά του Φέροξ, του αγαπημένου και λατρευτού της άντρα, του καταπληκτικού συζύγου αλλά και του άπληστου, που εξαιτίας του τελευταίου παραλίγο να πεθάνει στα κύματα. Παραλίγο όμως να πεθάνει κι από τα χέρια των ηλίθιων Τρολ. Εκείνος ανταποκρίθηκε και την αγκάλιασε ζεστά και τρυφερά. Την κράτησε στα χέρια του κι άρχισε να τη φιλά με πάθος.

 

Ο Σοφός Γέροντας έμεινε κολλημένος στο θέαμα. Όχι επειδή του άρεσε να κοιτά ζευγάρια να φιλιούνται, αλλά επειδή του άρεσε πόσο πολύ ταίριαζαν οι δύο αυτοί άνθρωποι. Και ο Ίνουρ ο Πρώτος τους έβλεπε και παραλίγο να κλάψει…

 

Όταν τελείωσε το φιλί (κράτησε γύρω στο ένα λεπτό), ο Φέροξ έκανε σήμα στον Σοφό Γέροντα να πάει στη Πύλη, αλλά αναρωτιόταν πώς…

 

«Ε!» έκανε ο Σοφός. «Εδώ έχω ετοιμάσει ολόκληρο εξοπλισμό! Εδώ θα κολλήσουμε;»

 

Ανέβηκε πάνω στον Ρουφηχτή Σωματιδίων, που κατευθείαν μετατράπηκε σε τύπου μοτοσυκλέτα, κι άρχισε να πετά με προορισμό τη Πύλη. Ο Ρουφηχτής έμοιαζε σαν ηλεκτρική σκούπα κι είχε χρώμα γκρι. Και όλο όσο πήγαινε, μπορούσε να διακρίνει τα ξύλινα κομμάτια της βάρκας του Φέροξ, βαθιά στην άδεια θάλασσα, τότε που ο Ούμπρα τον είχε πάρει χαμπάρι και του διέλυσε τη βάρκα.

 

«Φέροξ!» είπε και η φωνή του είχε ενισχυθεί κατά πολύ, «βρήκα τα κομμάτια της βάρκας σου! Να τα φέρω στη συνέχεια;»

 

«Ναι!» του φώναξε ο Φέροξ.

 

«Ορίστε;» ρώτησε. Δεν μπορούσε να ακούσει.

 

«ΝΑΙ!» φώναξε και δεν μπορούσε να φωνάξει περισσότερο.

 

«Εντάξει!» είπε εκείνος.

 

Ο Ρουφηχτής Σωματιδίων έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και σε πέντε λεπτά είχε φτάσει στη Πύλη. Εκεί είδε πως η θάλασσα δεν είχε συνέχεια μια και η Πύλη βρισκόταν εκεί πέρα. Ήταν αόρατη και, όταν την ακουμπούσες, το χέρι σου ασκούσε (και του ασκούταν ταυτόχρονα) μια δύναμη, σα να ήταν τοίχος. Δεν μπορούσε να πάει παραπέρα, παρόλο που η Πύλη ήταν σχεδιασμένη ώστε να δείχνει μια εικόνα, που πότε κανείς δεν είχε καταφέρει να την πιάσει, να την αγγίξει, να την ακουμπήσει, ή να πάει προς την εικόνα αυτή… Δεν μπορούσε να εξερευνηθεί άλλο. Αυτό ήταν το τέλος… Και ήταν το τέλος, επειδή η Πύλη το μπλόκαρε, αφήνοντας το ανεξερεύνητο… Και άμα δεν υπήρχε η Πύλη, θα μπορούσε να εξερευνηθεί ολόκληρη η περιοχή. Κι άμα η Πύλη ήταν ανοιχτή, αν είχε ρουφηχτεί ολόκληρη η Σκοτεινή Ύλη, κι άμα βέβαια έβαζε κάποιος το χέρι του, τότε θα βρισκόταν σε δύο Σύμπαντα την ίδια απολύτως στιγμή!

 

Σαν έφτασε, ο Σοφός Γέροντας πάτησε ένα κουμπί, και ο Ρουφηχτής έβγαλε ένα στύλο από το πουθενά, ο οποίος γαντζώθηκε στον πάτο της θάλασσας. Πήρε μια μακριά σωλήνα, την λεγόμενη Ρουφήχτρα, και πριν κρατήσει τη Ρουφήχτρα στο χέρι του, όρισε τι να ρουφήξει: η Σκοτεινή ύλη είχε διακόσια πρωτόνια στο άτομό του, όπως του είπε ο Ίνουρ, και εννοείται δεν ήταν ραδιενεργής… Παρόλο που κάθε άτομο της Σκοτεινής Ύλης ήταν γεμάτο με διακόσια πρωτόνια, κι άμα έβαζε κανείς και τον αριθμό των νετρονίων, κανένα πρωτόνιο δεν θα έφευγε, αφήνοντας και μια ραδιενεργή ακτινοβολία. Αυτό ούτε κατά διάνοια, στο Σύμπαν της Κάελ τουλάχιστον!...

 

Άνοιξε τον Ρουφηχτή κι η μηχανή άρχισε να κάνει έναν δυνατό ήχο, που μπορούσε ελάχιστα να ακουστεί στα αυτιά του Φέροξ και της Πούλχραμ. Άρχισε να ρουφά και να ρουφά, αν και ο Σοφός δεν μπορούσε να τη διακρίνει με τα μάτια του. Καταλάβαινε, όμως, ότι ρούφαγε την Ύλη, μια και η σακούλα του Ρουφηχτή είχε γεμίσει στο ελάχιστο.

 

Και οι ρουφηξιές συνέχισαν και συνέχισαν, μέχρι που πήγε απόγευμα. Το απόγευμα, ο Σοφός Γέροντας είχε τελειώσει το ρούφηγμα, γιατί είχε ρουφήξει όλη τη Σκοτεινή Ύλη από τη Πύλη, τη Πύλη που περιέβαλλε ολόκληρο το Μακρινό και Απομακρυσμένο Νησί.

 

Και όταν την ρούφηξε, μπορούσε να διακρίνει το άλλο Σύμπαν. Έτσι, έβαλε το χέρι του, όπου πιτσιλίστηκε από το νερό του άλλου Σύμπαντος.

 

«Απίστευτο!» φώναξε. «Απίστευτο!» ξανάπε. «Δεν το πιστεύω!» είπε ένα συνώνυμο. «Μπορώ να πιάσω… Μπορώ να ακουμπήσω το νερό του Κόσμου μας…! Είμαι σε δύο Σύμπαντα ταυτόχρονα…!»

 

Κι αυτή η φωνή ακούστηκε στο Νησί και ο Φέροξ και η Πούλχραμ χάρηκαν και αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον. Στη συνέχεια, φιλήθηκαν με πάθος, και είπε ο Φέροξ:

 

«Επιτέλους! Θα πάμε σπίτι μας! Θα πάμε στο Κάστρο μας! Κι εγώ, ως Δεύτερος Άρχοντας, πω πω! θα διατάζω το νερό ως προς το συμφέρον μου! Σ’ αγαπώ, μωρό μου, σ’ αγαπώ. Θα δω και τα παιδιά μας! Πω πω! πόσο καιρό έχω να τα δω; Αρκετό, θα έλεγα…»

 

Και σε μισή ώρα, ο Σοφός Γέροντας είχε φτάσει στην Αφετηρία, που στη συνέχεια θα ξανά ονομαζόταν Κόλαση, επειδή το Τέλος της Κάελ όλο και κατέφτανε… Είχε μαζέψει τα ξύλινα κομμάτια κι ο Φέροξ τα συναρμολόγησε. Με αυτό θα πήγαιναν στο Σπίτι τους. Με τη βάρκα που διαλύθηκε και τελικά ξαναφτιάχτηκε. Τι έχει τραβήξει κι αυτή η βάρκα! Μέχρι σ’ άλλο Σύμπαν έφτασε!...

 

Είχε πάει βράδυ και ο Φέροξ, η Πούλχραμ και ο Σοφός Γέροντας είχαν ανάψει φωτιά στην Αφετηρία. Τους την άναψε ο Ίνουρ, χωρίς να πει κουβέντα. Ήταν ο ίδιος που τους έδωσε και τα κατάλληλα τρόφιμα, τρόφιμα που μπορούσαν να φάνε οι Άνθρωποι, και τότε σκέφτηκαν πως δεν είχαν φάει σχεδόν καθόλου, όλο αυτό το διάστημα που βρίσκονταν ο Φέροξ και η Πούλχραμ.

 

«Α! Εμάς μας τάιζαν, ναι, δεν μπορώ να πω. Πάντως, ένα έχω να πω: το φαγητό των Τρολ ήταν απαίσιο, αλλά ευχαριστήθηκα πολύ το φαγητό των Πνευμάτων του Καλού, κατά τη διάρκεια που βρισκόμουν στο Χωριό του Καλού. Ήταν αρκετά ωραίο, μόλο που δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό μας!» είχε πει ο Σοφός Γέροντας ενώ ταυτόχρονα έτρωγε.

 

Την θάλασσα την είχε ξαναγεμίσει ο Φέροξ, τη στιγμή που ο Γέροντας είχε πατήσει το πόδι του στην ακτή.

 

Και με το φαί και το πιοτό, η ώρα πέρασε ξαφνικά και είχε πάει βράδυ. Κι έτσι τελείωσε άλλη μία ημέρα στο Σύμπαν της Κάελ, ενώ η επόμενη θα ήταν η τελευταία…

 

Ο Φέροξ και η Πούλχραμ κοιμήθηκαν στο καμένο έδαφος, αγκαλίτσα, ενώ ο Σοφός Γέροντας λίγο πιο μακριά τους.

 

***

Το πρωί είχε ξημερώσει και ο ήλιος δεν είχε ούτε καν φανεί. Ήταν χαράματα. Πρώτος σηκώθηκε ο Φέροξ, που στη συνέχεια ξύπνησε τη Πούλχραμ και έπειτα το Σοφό Γέροντα. Και τους ξύπνησε, όταν είδε τον Ίνουρ, αμίλητο, να κρατά ένα τεράστιο ρολόι, που έκανε αντίστροφη μέτρηση. (Από το 10, πήγαινε 09, για παράδειγμα.) Το ρόλοι, τη στιγμή που ο Φέροξ ξύπνησε τους υπολοίπους, έδειχνε: 10:00, ενώ μετά από ένα δευτερόλεπτο, 09:59 εμφανίστηκε στην οθόνη του.

 

«Ξυπνήστε, ξυπνήστε!» είπε ο Φέροξ. «Το Τέλος του Κόσμου έρχεται σε δέκα λεπτά! Βιαστείτε, βιαστείτε! Πρέπει να φτάσουμε τη Πύλη! Βιαστείτε, βιαστείτε!»

 

Η Πούλχραμ και ο Σοφός Γέροντας ξύπνησαν κατευθείαν, σαν άκουσαν ότι ο Ίνουρ είχε βάλει το ρολόι σε αντίστροφή μέτρηση. Ο Ίνουρ, παρεμπιπτόντως, είχε πάρει μια μελαγχολική έκφραση. Δεν ήθελε να τους χάσει και κυρίως δεν ήθελε να διαλυθεί το Σύμπαν…

 

Μπήκαν κατευθείαν στη βάρκα, με τη τσίμπλα στο μάτι, και το κουπί το πήρε ο Φέροξ.

 

«Εγώ και μόνον εγώ θα το πάρω, Σοφέ Γέροντα. Δεν μπορείς, γέρος άνθρωπος, να κάνεις κουπί. Άσε να το κάνουν οι μικρότεροι και δυνατότεροι!» είπε όταν ο Σοφός ζήτησε από τον Φέροξ να κάνει εκείνος κουπί.

 

«Όρισε τη θάλασσα, Φέροξ, όρισε τη θάλασσα και κάνε την ήρεμη», είπε η Πούλχραμ και είχε δίκιο. Ο Φέροξ σκέφτηκε και το ευχήθηκε και κούνησε τα χέρια του, και κατευθείαν η θάλασσα έγινε ήρεμη. Τόσο ήρεμη, που η βάρκα θα μπορούσε να πάει με χίλια, αν βέβαια είχε μηχανή ή κάτι παρόμοιο.

 

Το ρολόι έδειχνε 07:45.

 

Δεν είχαν καν φτάσει στη μέση μεταξύ Νησιού-Πύλης και ο Φέροξ είχε αρχίσει να κουράζεται. Ένιωθε τα χέρια του κουρασμένα, και η Πούλχραμ άρχισε να τον εμψυχώνει: «Μπορείς, μπορείς! Εδώ έκανες χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, και δεν μπορείς ούτε ένα χιλιόμετρο;»

 

«Δίκιο έχεις! Μπορώ! Φυσικά και μπορώ!» είπε ο Φέροξ. «Αλλά με αγχώνει το ρολόι, κατάλαβες;»

 

Το ρολόι έδειχνε 07:01

 

«Πες πως φτάσαμε», τον ενθάρρυνε ο Σοφός Γέροντας.

 

Και ξαφνικά τα έξι λεπτά είχαν περάσει και οι τρεις Άνθρωποι είχαν φτάσει στη Πύλη. Ο Φέροξ, αν και ήταν κουρασμένος, πήρε δύναμη με τα λόγια της συζύγου του. Και κωπηλατούσε και κωπηλατούσε, μέχρι που έφτασε κοντά στη Πύλη.

 

Δεν προχώρησε, όμως.

 

Το ρολόι έδειχνε: 1:01.

 

«Ίνουρ!» του φώναξε. «Εμείς, όπως ξέρεις, φεύγουμε! Έχε γεια, Ίνουρ Πρώτε!»

 

«Έχετε γεια, παιδιά μου! Έχετε γεια! Όπως βλέπετε, τα δευτερόλεπτα κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο. Σκέφτηκα πως σας έδωσα αρκετή ώρα για να φτάσετε στη Πύλη. Αντίο, Φέροξ. Αντίο, Πούλχραμ. Αντίο, Σοφέ Γέροντα. Θα μου λείψετε, δεν ξέρετε πόσο πολύ. Όπου να ’ναι, το ρολόι θα πάει 00:00, και το Σύμπαν της Κάελ θα καταστραφεί. Θα γίνει Κάτι. Και αυτό το Κάτι θα είμαι Εγώ, ο Ίνουρ ο Πρώτος. Εγώ που έκανα το Τίποτα Κάτι. Το Μέτρημα του Χρόνου θα πάψει να υπάρχει, γιατί τα χρόνια θα υπάρχουν μόνο στο σώμα Μου και ποτέ δεν θα ξαναβγούν απ’ αυτό. Σας χαιρετώ, φίλοι μου! Όπου να ’ναι, ο Κόσμος θα καταστραφεί στις φλόγες που θα του ρίξω, αλλά Εγώ θα μείνω ζωντανός, ψάχνοντας το Άπειρο… Και θα γερνώ και θα γερνώ, μια και Εγώ έχω το Μέτρημα του Χρόνου, και όλο και πιο αδύναμος θα γίνομαι. Και τότε, μπορεί να ψοφήσω, χωρίς να έχω καν ακόμα περιπλανηθεί σ’ όλο το Άπειρο… Αλλά, αν και δεν θα το προτιμούσα, οι Μεγάλες Θεότητες δεν πεθαίνουν. Έχετε γεια, φίλοι μου!»

 

Και λέγοντας τα λόγια αυτά, το ρολόι έδειξε 00:05, και οι τρεις Άνθρωποι μόλις που πρόλαβαν να περάσουν τη Πύλη.

 

Όταν τη πέρασαν και εξαφανίστηκαν από το Σύμπαν της Κάελ, ο Ίνουρ πέταξε φλόγες σ’ όλη τη περιοχή, κι αυτές πήραν κατευθείαν φωτιά. Η Αφετηρία πήρε το όνομα Κόλαση, και γενικά όλο το Νησί τυλίχτηκε στις φλόγες και κάηκε εντελώς. Ό,τι είχε απομείνει από την Αφετηρία (δέντρα, κ.τ.λ.) κάηκαν κατευθείαν, αν και ήταν ελάχιστα τα πράγματα που είχαν απομείνει. Τα Χωριά κάηκαν όπως και οι δύο Πύργοι του Λιουμινόσο και του Ούμπρα. Τα δύο Βουνά έχασαν το μεγαλοπρεπές τους ύψος και έγιναν επίπεδα. Και μετά από όλα αυτά, το Νησί συρρικνώθηκε και συρρικνώθηκε, μέχρι που έγινε μια μικρή τρίχα Άνθρωπου. Τη τρίχα την πήρε ο Ίνουρ και τη φύλαξε για πάντα, μες στη τσέπη του ρούχου του. Η θάλασσα, που τώρα είχε γίνει απέραντη, μια και η Πύλη είχε καταστραφεί τη στιγμή που έφυγαν οι Άνθρωποι, κάηκε στις φλόγες, κι εξαφανίστηκε κατευθείαν. Και το Σύμπαν έπαψε να είναι Σύμπαν. Τόπος διαμονής δεν υπήρχε πουθενά και όλα είχαν γίνει μαύρα. Είχε μετατραπεί σε Κάτι. Όταν ο Ίνουρ έβαλε τη τρίχα στη τσέπη του, είπε:

 

«Και τώρα αρχίζει η δική μου περιπέτεια!»

 

Αλλά πριν αρχίσει, αποφάσισε να κάνει κάποια άλλα πράγματα που εκκρεμούσαν περισσότερο από το να εξερευνήσει το Άπειρο Κάτι. Αυτά συνέβησαν έπειτα από πολλά, πολλά χρόνια, ενώ κάποια απ’ αυτά συνέβησαν με το που έβαλε τη τρίχα στη τσέπη του: και άρχισε να τρέχει, με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’ αυτή του φωτός, εξερευνώντας το Άπειρο Κάτι. Κι όταν τα έτη πέρασαν, είχαν περάσει περισσότερα από τρία δισεκατομμύρια χρόνια, ο Ίνουρ, γέρος και κουρασμένος από κάθε άλλη φορά, συνέχισε και θα συνέχιζε να εξερευνά το Άπειρο Κάτι. Αλλά, μετά από αρκετή έρευνα, διαπίστωσε πως το Άπειρο Κάτι δεν ήταν και τόσο Άπειρο τελικά. Γιατί μπορούσε να κινείται, κι έτσι διαπίστωσε πως, όταν πήγαινε στο σημείο Α, για παράδειγμα, θέλοντας να φτάσει στο σημείο Β και έπειτα στο σημείο Γ, σημείο Γ δεν υπήρχε. Γιατί υπήρχε το σημείο Α και άμα προχωρούσε, νομίζοντας εκείνος πως θα πήγαινε στο σημείο Δ, θα ξαναπήγαινε στο σημείο Β! Έκανε στην ουσία μια επαναλαμβανόμενη κίνηση μεταξύ του σημείου Α και του σημείου Β. Έτσι, ξαναπήγε στη μόνιμη κατοικία του και δεν ξαναμίλησε ούτε έκανε τίποτα, παρά από το να κοιμάται για όλη τη διάρκεια της ζωής του…

 

***

Οι τρεις Άνθρωποι είχαν περάσει τη Πύλη και είχαν φτάσει στο δικό τους Σύμπαν. Ο Φέροξ, ξεκούραστος (είχε πάρει τη Θεϊκή Δύναμη), έκανε κουπί, αφού πρώτα όρισε τη θάλασσα να γίνει ήρεμη.

 

Στο Σύμπαν τους ήταν βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, και το φεγγάρι, διαφορετικό από το Σύμπαν της Κάελ, φώτιζε τη θάλασσα. Ο Φέροξ είχε μάθει απέξω και ανακατωτά τον δρόμο προς την Ελλάδα, γι’ αυτό και δεν αγχωνόταν μη τυχόν πάρει λάθος πορεία.

 

Άνεμο δεν είχε αλλά τα σύννεφα του ουρανού ήταν μαύρα. Για καλή τύχη, δεν έκρυβαν τη θέα του φεγγαριού. Αλλά μετά από λίγο, τα σύννεφα ξέσπασαν και μια καταρρακτώδης βροχή εμφανίστηκε, κάτι που ήταν τελείως απρόσμενο. Αν και η θάλασσα ήταν ήρεμη και κύματα δεν υπήρχαν, οι τρεις Άνθρωποι είχαν γίνει λούτσα από το νερό της βροχής.

 

Και μέσα από τα νερά της βαθιάς θάλασσας, μια μορφή ξεπετάχτηκε, μέχρι που εμφανίστηκε μπροστά στους τρεις Ανθρώπους, κάνοντας τους να φοβηθούν και να σκιαχτούν από τον φόβο τους. Η Πούλχραμ ούρλιαξε, μια και δεν ήξερε τι τους περίμενε. Ο Σοφός Γέροντας παραλίγο να λιποθυμήσει, γιατί η μορφή ξεπετάχτηκε τόσο δυνατά, που τον τρόμαξε, μπορεί και περισσότερο από την Πούλχραμ. Στο κάτω κάτω γέρος Άνθρωπος είναι… Ο Φέροξ, όμως, ήταν ο μοναδικός που δεν τρόμαξε. Και δεν τρόμαξε, γιατί περίμενε κάτι τέτοιο.

 

Ο Ποσειδώνας είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως και μπορεί να μην ήταν αυτός που έδωσε τη Δύναμη στο Φέροξ, αλλά ο ίδιος ο Φέροξ μπορεί να την έδωσε στον εαυτό του! Είχε γκρίζα μακριά μαλλιά όπως και μια γκρίζα μεγάλη γενειάδα ενώ η χρυσή κορόνα βρισκόταν στο κεφάλι του. Κρατούσε τη τρίαινά του.

 

«Φέροξ!» του είπε ο θεός Ποσειδώνας. «Από πότε έγινες εσύ ο Άρχοντας των Θαλασσών;»

 

«Από τότε που με έκανε ο Ίνουρ ο Πρώτος, από το Σύμπαν της Κάελ», είπε ο Φέροξ και η αντίδραση του Ποσειδώνα ήταν σίγουρο πως θα έρθει.

 

«ΤΙ ΛΕΣ;» φώναξε. «ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΝΟΥΡ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΚΑΕΛ;»

 

Στη συνέχεια, πήρε τη τρίαινά του και με αυτή χτύπησε τη θάλασσα. Κύματα δημιουργήθηκαν παντού, ικανά να διαλύσουν τη βάρκα…

 

«ΟΧΙ!» φώναξε ο Φέροξ. Και στα χέρια του εμφανίστηκε ένα τεράστιο Σπαθί. «Μπα!», αναρωτήθηκε, «Μπορεί να γίνει υποστήριξη από διαφορετικά Σύμπαντα; Μα φυσικά! Τώρα κατάλαβα, Σοφέ Γέροντα, την έννοια του Πολυσύμπαντος! Μια και βρίσκονται όλα σε μία “φούσκα”, μπορεί το ένα να βοηθά το άλλο! Απίστευτο!»

 

«Κι όμως αληθινό!» έκανε ο Ποσειδώνας νιώθοντας ηττημένος. «Αλλά δεν το βάζω κάτω!»

 

«Τι;» είπε ο Φέροξ. «Θες μονομαχία;»

 

«Θα προκαλέσεις ύβρη, Φέροξ;» τον ρώτησε η Πούλχραμ. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα...

 

«Άμα χρειαστεί, ναι, θα προκαλέσω!» της απάντησε και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Η Πούλχραμ είχε αρχίσει να ανησυχεί.

 

«Πρόσεχε γιατί μετά θα έρθει η Οργή των Θεών!» είπε η Όμορφη Γυναίκα.

 

«Εδώ θα κωλώσουμε; Έχουμε περάσει ήδη μια Οργή, δεν θυμάσαι;»

 

«Πώς, βέβαια, θυμάμαι. Έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν μπορεί να ξεχαστεί και τόσο εύκολα!»

 

«ΠΟΙΟΣ Θ’ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;» φώναξε ο Ποσειδώνας και ξαναχτύπησε τη τρίαινα στη θάλασσα προκαλώντας κύματα.

 

«ΝΑΙ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ!» του είπε ειρωνικά ο Άνθρωπος. «Ας αρχίσουμε λοιπόν!»

 

Και τότε ο Φέροξ πήδηξε από τη βάρκα και πέταξε προς τον ουρανό, σα να τον τραβούσε μια αόρατη δύναμη προς τα επάνω. Πάτησε στο αόρατο έδαφος και θα μπορούσε να περπατά παντού. Είχαν φτάσει ψηλότερα από τον Όλυμπο, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, περνώντας τα σύννεφα, που έριχναν την αναθεματισμένη καταρρακτώδη βροχή…

 

«Πρόσεχε τα κουπιά, Πούλχραμ, τον Σοφό Γέροντα και προσπάθησε να αφήσεις τη βάρκα ακίνητη!» είχε πει ο Φέροξ, λίγο πριν πηδήξει από τη ξύλινη βάρκα.

 

Κρατώντας το Σπαθί ο Φέροξ, που περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο παρ’ όλο που δεν το είχε αναφέρει καθόλου, πήρε δύναμη από το νερό που έριξε σ’ όλο του το σώμα μέσω του Σπαθιού του. (Το στοιχείο του ήταν το νερό, από τότε που ο Ίνουρ του έδωσε το χάρισμα.)

 

Ήταν έτοιμος να πολεμήσει με το θεό Ποσειδώνα.

 

«Ώστε», είπε, «θα πολεμήσεις μαζί μου;» τον ρώτησε. «Δεν φοβάσαι τι συνέπειες θα υπάρξουν στη ζωή σου; Αφού πρότεινες κάτι τέτοιο, προκάλεσες ύβρη, υβριστή! Κι αυτό θα έχει μια συνέπεια πάνω σου! Δεν ξέρεις ότι, όποιος τα βάζει με τους θεούς, τιμωρείται;»

 

«Ναι, το ξέρω, αλλά δεν με ενδιαφέρει! Έχω τραβήξει και χειρότερα πράγματα!»

 

«Πολύ καλά, τότε! Ας ξεκινήσουμε!»

 

Ο Φέροξ ήταν έτοιμος, το ίδιο και ο Ποσειδώνας. Πριν κάνει όμως κάποιος απ’ τους δυο τη πρώτη κίνηση, ο Ίνουρ εμφανίστηκε, όταν βρήκε μία άλλη Πύλη, που δεν είχε δημιουργηθεί από εκείνον αλλά είχε δημιουργηθεί πριν απ’ Αυτόν. Μήπως το Τίποτα δεν ήταν και τόσο Τίποτα, όπως και το Άπειρο Κάτι…; Ποιος ξέρει!

 

«ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ;» φώναξε ο Ίνουρ.

 

Ο Ποσειδώνας φοβήθηκε και τρόμαξε, και ο Δίας κατέφτασε.

 

«ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ;» φώναξε ο Δίας.

 

«Αυτό ήθελα να ρωτήσω κι εγώ, Θεέ αυτού του Σύμπαντος», είπε ο Ίνουρ.

 

«Γιατί εσύ από ποιο είσαι;» ρώτησε ο Δίας ήρεμα.

 

«Α! Εγώ δεν είμαι ποια από Σύμπαν. Συνήθιζα να το φωνάζω Κάελ, αλλά όταν πέθαναν όλοι οι κάτοικοί του, για αυτό και δεν μπορούσε να εξερευνηθεί, έπαψε να είναι Σύμπαν. Τώρα το λέω Κάτι!»

 

«Ποιος είσαι, Θεέ του Κάτι;» ρώτησε ο Δίας.

 

«Είμαι ο Ίνουρ!» είπε εκείνος με υπερηφάνεια. «Ο Φέροξ, η Πούλχραμ και ο Σοφός Γέροντας είχαν έρθει στο παλιό-ονομαζόμενο-Σύμπαν-της-Κάελ, μια και Εγώ είχα ανοίξει μια Πύλη, δημιουργώντας μια σύνδεση σε αυτόν τον Κόσμο και στη παλιά-Κάελ».

 

«Και γιατί όλα αυτά;»

 

Και ο Ίνουρ του είπε όλη την ιστορία. Είπε για τα Παιδιά Του, για τον Εκλεκτό, για τα πάντα. Τους είπε χαρτί και καλαμάρι ό,τι έβλεπε τόσο καιρό, απ’ την Δημιουργία του Κάτι, μέχρι την Ημέρα της Οργής Του, ενώ το τελευταίο κομμάτι αφορούσε το Τέλος του Κόσμου και την ανακάλυψη του μυστηρίου. Εκτός απ’ αυτά, αφηγήθηκε και την ιστορία του Φέροξ και, όταν αναφέρθηκε στη Ντέα, το πρόσωπό του Φέροξ έγινε κόκκινο από τη ντροπή.

 

«Οπότε», άρχισε να μιλά ο Δίας, «πιστεύεις, Ίνουρ, πως ο Άνθρωπος από εδώ χρειάζεται να του δοθεί κάποια τιμωρία;»

 

«Μα!» είπε ο Ίνουρ ο Πρώτος, «Γιατί όλα αυτά; Εγώ, όχι, δεν θα του έκανα τίποτα. Και κανονικά ο φίλος μας από εδώ δεν θα πρέπει να νευριάζει, γιατί Εγώ του την έδωσα, ως ανταμοιβή για όλα όσα τράβηξε στη παλιά-Κάελ. Γιατί, τελικά, αυτό είναι: ο Φέροξ δεν μου χρειάστηκε καθόλου, γιατί Εγώ αναγκάστηκα να επέμβω, γιατί δεν είχα ικανό τον Ούμπρα να έφτανε σε τέτοιο σημείο. Κι όμως, έκανα λάθος!...»

 

«Μάλιστα!» είπε ο Δίας. «Τιμωρία δεν θα δοθεί στον Φέροξ. Αλλά θα του καταργήσω τη Βασιλεία! Ποτέ δεν μου άρεσε που άφησα να βασιλεύει κάποιος την Ελλάδα… Και να! μου δόθηκε η ευκαιρία να τον αποσύρω ως Βασιλιά. Αυτή θα είναι η “τιμωρία” σου, Φέροξ. Βέβαια, μπορείς να κρατήσεις το Κάστρο σου και να είσαι εσύ ο Άρχοντας των Θαλασσών αυτού του Σύμπαντος».

 

«Μα, μα!» έκανε ο Ποσειδώνας.

 

«Α, ναι! Σε συνεργασία με το Ποσειδώνα. Ποτέ μόνος! ’ξηγηθήκαμε;»

 

«Μα-μάλιστα!» είπε ο Φέροξ.

 

«Άντε!» του είπε. «Κατέβα κάτω και ο Ίνουρ θα σε μεταφέρει κατευθείαν στο λιμάνι!»

 

Ο Φέροξ κατέβηκε από τα ουράνια κι έφτασε κατευθείαν στη βάρκα του. Όταν έκατσε στη βάρκα, ο Ίνουρ του έδωσε μια τεράστια ώθηση, μέχρι που έφτασε κατευθείαν στο λιμάνι. Κατά τη διάρκεια του συμβιβασμού, κανένας δεν είχε πειραχτεί: η Πούλχραμ και ο Σοφός Γέροντας ήταν σώοι και αβλαβής…

 

«Το Σπαθί το κρατάω;» ρώτησε ο Φέροξ τον Δία.

 

«ΦΥΣΙΚΑ!» του φώναξε και ο Φέροξ χαμογέλασε.

 

Μετά τη τεράστια ώθηση που έδωσε ο Ίνουρ, εξαφανίστηκε από την ίδια Πύλη. Και τότε ήταν η ιδέα που του ξαναβγήκε από το μυαλό: να κάνει ένα ταξίδι σε όλο το Άπειρο Κάτι. Αλλά αυτό το είχε εμπλουτίσει: θα έκανε εξερεύνηση αλλά θα μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει από όποια Πύλη ήθελε. Κι όταν ανακάλυψε ότι το να περιτριγυρίζει το Άπειρο Κάτι ήταν τζάμπα χρόνου, άρχισε να εξερευνά μόνο τις Πύλες. Δεν μπορούσε να τις κλείσει, γι’ αυτό και πήγαινε μέσα σε αυτές, πηγαίνοντας στα περισσότερα Σύμπαντα ολόκληρου του Πολυσύμπαντος. Αλλά επειδή κάθε δευτερόλεπτο θα μπορούσε να δημιουργούταν κι ένα νέο Σύμπαν, θα πήγαινε μέσα σ’ αυτό, καθώς και σε όλα τα άλλα που θα δημιουργούνταν μετά από κάποια δευτερόλεπτα. Κι ενώ τα χρόνια πέρναγαν, πάντα με τη μορφή των εκατομμυρίων (ή δισεκατομμυρίων), ο Ίνουρ έπεσε για ύπνο. Αυτή ήταν η νέα και η πιο πρόσφατή του ασχολία…

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ (ΕΠΙΛΟΓΟΣ) – Δέκα χρόνια, κι όχι μόνο, μετά

 

 

Σχεδόν δέκα χρόνια είχαν περάσει από τις περιπέτειες του Φέροξ και της Πούλχραμ στο Σύμπαν της Κάελ.

 

Πριν από λίγες μέρες, ο Φέροξ πήγε σαράντα χρονών, ενώ ο Σοφός Γέροντας ενενήντα! Και, βέβαια, κανένας από τους ήρωες μας δεν είχε αλλάξει. Εντελώς ίδιοι ήταν, είναι και θα είναι, μέχρι να πεθάνουν. Ο Φέροξ ζούσε στο Κάστρο με την Πούλχραμ και τα δυο τους τα παιδιά, τα οποία πριν μια βδομάδα γίνανε είκοσι χρονών!

 

Λίγο πριν από έναν χρόνο, η Πούλχραμ γέννησε το τρίτο τους παιδί, αγόρι στο φύλο, κι όταν σκέφτονταν για όνομα, του Φέροξ του ήρθε το παρακάτω:

 

Βερεκούνδιος.

 

Και, έτσι, το παιδί ονομάστηκε Βερεκούνδιος, προς τιμήν του τελευταίου Καλικάτζαρου που είχε δημιουργηθεί από Λαμπερή Ύλη στο Σύμπαν της Κάελ, που τώρα πια ονομάζεται Άπειρο Κάτι, αν και το Άπειρο αμφισβητείται. Αλλά επειδή δεν το έχει ανακαλύψει ακόμα ο Ίνουρ, θα ονομάζεται Άπειρο Κάτι έως ότου το βρει!

 

Ο Φέροξ είχε κατάφερε να συγκεντρώσει όλες του τις ιδέες, γράφοντας τες σε ένα πρόχειρο χαρτί. Και τις συγκέντρωσε, για να γράψει το δικό του επικό ποίημα, που ονομάστηκε Ο Άρχοντας των Θαλασσών, κι είχε ως κύριο θέμα την εμφάνιση κάποιου Αγνώστου, κάποιου Εκλεκτού, σε ένα άλλο Σύμπαν. Και το μόνο που έχω να πω για το συγκεκριμένο ποίημα είναι ότι γνώρισε τεράστια επιτυχία και όλος ο κόσμος θα ήθελε να βρεθεί σε κάποια Πύλη κάποτε…

 

 

 

Ο Φέροξ πέθανε στην ηλικία των ενενήντα ετών, ενώ η Πούλχραμ λίγο πιο πριν από αυτόν, στην ηλικία των ογδόντα πέντε. Ο Σοφός Γέροντας πέθανε στην ηλικία των ενενήντα πέντε, όταν ο Φέροξ ήταν σαράντα πέντε και η Πούλχραμ σαράντα…

 

Τα παιδιά τους συνέχισαν να μένουν στο Κάστρο, μαζί με τα παιδιά των παιδιών των δύο Ανθρώπων. Αλλά όταν οι απόγονοι των απογόνων του Φέροξ και της Πούλχραμ ενηλικιώθηκαν, κι όταν οι γονείς τους πέθαναν, τα βάλανε με τους θεούς, κι η τιμωρία δεν άργησε να έρθει. Σ’ αυτό, βέβαια, δεν συνέβαλλε ο Ίνουρ, ούτε κανένας άλλος…

 

Το χρυσό Κάστρο γκρεμίστηκε, όταν ένας σεισμός κατέστρεψε όλη τη γύρω περιοχή, ως τιμωρία των θεών για τα παιδιά των παιδιών του Φέροξ και της Πούλχραμ…

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Τα διάβασα όλα !

 

Γενικά ήταν μία ωραία ιστορία ,η οποία να και δεν προσφέρει κάτι το ριζοσπαστικά καινοτόμο ,διαβάστηκε ευχάριστα και παρά το μεγάλο της μέγεθος δεν είχε σεναριακές τρύπες.

 

Πάμε μια σύνοψη των κεφαλαίων μιας και τα ξαναδιάβασα όλα

 

Κεφάλαιο 1:Μία πολλά υποσχόμενα αρχή

Κεφάλαιο 2:Καλή συνέχεια

 

Κεφάλαιο 3:Νομίζω πως δεν βοήθησε στην συνολική πλοκή σαν κεφάλαιο.

Κεφάλαιο 4:Ωραίο κεφάλαιο με μόνο αρνητικό αυτό που είπα για την αρχή της διαμάχης(δες αν θες το τοπικ για το κεφάλαιο 5)

Κεφάλαιο 5:Χμμ καλούτσικο.

 

Κεφάλαιο 6:Αν και το βρήκα λίγο πιο μεγάλο από όσο έπρεπε,ήταν καλό και περιπετειώδες.

Κεφάλαιο 7:Το κορυφαίο κεφάλαιο της ιστορίας σου Γιώργο τόσο σε γραφή αλλά και σε πλοκή.Νόμιζω πως έδωσες τον καλύτερο σου εαυτό για το κεφάλαιο αυτό και αυτό φάνηκε.

 

Κεφάλαιο 8 & 9 & 10:Νομίζω πως η ιστορία θα μπορούσε να τελείωνε στο 7.Τα τρία αυτά κεφάλαια αν και πολύ καλά γραμμένα ,τουλάχιστον για μέναήταν κεφάλαια που δεν χρειαζόταν στην ιστορία και που εμένα προσωπικά με κούρασαν. Ίσως εάν είχαν μικρότερο μέγεθος να μην μου άφηναν τέτοια εντύπωση.

 

Γενικά όσο προχωράει η ιστορία υπάρχει εξέλιξη της γραφής κατί που είναι αρκετά θετικό.

Για να επαναλάβω μια ακόμη φορά τα μελανά στοιχεία του Άρχοντα Των Θαλασσών για μένα

 

η κάπως πρόχειρη γραφή στα κεφάλαια 3/4/5

και στα κεφάλαια 8/9/10 ότι δεν χρειαζόταν.

 

το πρώτο πρόβλημα ήδη θεωρώ πως έχει φύγει

ενώ για ι το δεύτερο νομίω είναι κάτι που λύνεται αρκετά εύκολα .

Καλή τύχη στις επόμενες ιστορίες σου!

 

α κάτι τελευταίο.Νομίζω πως είναι αρκετά θετικό που στην ηλικία σου έχεις την δυνατότητα να γράφεις σε μία μονάχα ιστορία σου 20.000φεύγα λέξεις.Δεν είναι κάτι εύκολο και εγώ π.χ παρότι μεγαλύτερος ζορίζομαι να ξεπεράσω τις 5-6 χιλιάδες.

Edited by joidv
Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Αρχικά κάποια σχόλια για το κεφάλαιο αυτό:

 

Αρκετά καλογραμμένο σε σχέση με τα προηγούμενα, με ωραίες ενδιαφέρουσες ιδέες με μπόλικη κι ωραία φαντασία. Πήγαινε πολύ καλά μέχρι που ο Ίνουρ κατέστρεψε την Καέλ. Τα όσα επακολούθησαν τα θεώρησα εντελώς περιττά και σε αρκετά σημεία ήταν και κουραστικά και χωρίς νόημα για την ιστορία. Μάλιστα, μέσα απ' αυτά, εμένα ο Φέροξ μ' εκνεύρισε με την αλαζονεία του κατά του Ποσειδώνα. Η ιστόρια μια χαρά θα τελείωνε στο τέλος της Καέλ πιστεύω... Ο Τρόπος με τον οποίο ο σοφός τους μετέφερε έχει πολύ ενδιαφέρον. Δε θα το σχολιάσω επιστημονικά, δε με αφορά στο ελάχιστο, φαντασία είναι! Μ' άρεσε η όλη φάση!

 

Τον επίλογο δεν μπορώ να πω ότι τον βρήκα ενδιαφέρον. Όσα στοιχεία είπες δεν έδωσαν κάτι παραπάνω στην αντίληψή μου για την ιστορία. Βέβαια δεν ήταν κακός, δεν τον καταδικάζω δηλαδή 100%. ίσως ήθελε απλά ένα ξαναπέρασμα να γίνει λίγο πιο... ιδιόμορφος. Λίγο πιο λυρικά γραμμένος ξέρω 'γω. Ως είχε μου θύμιζε κάτι σημεία στο τέλος των επεισοδίων αυτοτελών σειρών. "Ο τάδε μεγάλωσε και σπούδασε. Η τάδε έφαγε ισόβια μπλα μπλα!"

 

Ο Άρχοντας των Θαλασσών - 9 - σχόλια.doc

 

Σ' ό,τι αφορά τώρα το βιβλίο σαν βιβλίο, στο σύνολο του:

 

Η γενική ιδέα για μένα είναι ενδιαφέρουσα! Ένας ήρωας, ένας νέος Οδυσσέας, καθοδηγούμενος απ' την απληστία του, μεταφέρεται κάπως σ' ένα παράλληλο σύμπαν και ζει κάποιες περιπέτειες. Η ιστορία ξεκίνησε αρκετά καλά και κυλούσε με μπόλικο ενδιαφέρον. Απ' το σημείο που εμφανίζεται όμως η Πούλχραμ αρχίζει - χωρίς λόγο για μένα - να τρέχει υπερβολικά. Όλα γίνονται μέσα σε μερικές σελίδες, ο πρωταγωνιστής χάνει τον όποιο ρόλο πιστεύαμε ότι θα παίξει κι απλά παρακολουθεί μαζί μ' όλους τους άλλους πρωταγωνιστές που έβαλες. Πλέον κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας γίνονται οι θεότητες. Αυτό φυσικά δεν είναι κακό, δεν είπε κανείς ότι πρέπει υποχρεωτικά ο κεντρικός ήρωας να είναι ο Φέροξ. Απλά στο μισό βιβλίο του δίνεις πολύ χώρο και σημασία και μετά τον παρατάς πρακτικά κι όλα πραγματώνονται απ' άλλων τις βουλές. Η κοσμογονία και το τέλος της Καέλ ήταν ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά ίσως θέλανε λιγότερο χώρο απ' ό,τι τους έδωσες. Θα 'θελα επίσης να δοθεί περισσότερο χώρος στους χαρακτήρες σαν χαρακτήρες των ηρώων. Θα 'θελα να βλέπω και να κρίνω απ' τις πράξεις τους τι πρεσβεύει ο καθένας. Η ιστορία ήθελε περισσότερο χώρο γενικά για να εισάγεις όλα αυτά τα στοιχεία που επέλεξες να εισάγεις. Επίσης, πολλές επιρροές από διάφορα βιβλία ήταν προφανή. Σου 'χω ξαναπεί, είσαι πολύ νέος για να στο χρεώσω αυτό. Πολλοί μεγαλύτεροι σου δε λένε να ξεφύγουν απ' τις επιρροές του "Άρχοντα των Δαχτυλιδιών" (συμπεριλαμβανομένου και του υποφαινόμενου!). Να διαβάζεις απ' όλα και με τα χρόνια θα έρθουν κι ιδέες ατόφια δικές σου!;-)

 

Εν κατακλείδι, μια ωραία σαν σύλληψη ιστορία. Ωστόσο η γραφή σου που λογικότατα είναι ανώριμη ακόμα, αλλά κι η διαχείριση της που είναι λίγο άκομψη, μειώνει την αξία της. Θέλω κάποια στιγμή να τη δω ξανάγραμμενη, πιστεύω ότι αξίζει.

 

Σ' ευχαριστώ για την ιστορία και τις ώρες που πέρασα διαβάζοντάς την κι ελπίζω να σε βοήθησα με τα όποια σχόλια όσο περισσότερο μπορούσα! Περιμένω περισσότερα πράγματα από 'σενα, συνέχισε να προσπαθείς με όρεξη - έχεις μπόλικη από δαύτη, Γιώργο!! ^_^

Edited by TheTregorian
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..