Martin Ocelotl Posted July 1, 2011 Share Posted July 1, 2011 (edited) Το Βιβλίο «Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της Ζωής ονομάζεται Θάνατος» <br clear="all" style="mso-special-character:line-break;page-break-before:always"> Η Κλίμακα Μπράουν - Μπράντιτς Είναι περίεργο, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι διαλέγουν τι θαδιαβάσουν από το εξώφυλλο και την ελάχιστη περίληψη ή τα σχόλια του οπισθόφυλλου.Λες και το βιβλίο θα αποτελούσε διακοσμητικό στοιχείο του σπιτιού τους κι όχι τροφήγια τη σκέψη τους. Φυσικά ο Χιούι δεν διέφερε από τους περισσότερους αναγνώστες,μελέτησε για πολύ ώρα την παράξενη εικόνα στο εξώφυλλο. Του φάνηκε κάπως τρομαχτικήκαι όχι ιδιαίτερα κατατοπιστική Δεν του άρεσε ούτε η γραφή, ούτε η πλοκή κι ακόμα λιγότερο τουάρεσαν οι ιδέες που είχε ο συγγραφέας για το μέλλον. Κι όλα αυτά τα είχε συμπεράνειμόνο από τον – μάλλον - περίεργο τίτλο στο εξώφυλλο του βιβλίου… γιατί εδώ που ταλέμε o Χιούι, δύσκολα θα τολμούσε έστω και να ξεφυλλίσει τις 212 σελίδες του “ΈναντιΕυτελούς Αντιτίμου”. Ο Χιούι είχε αποφασίσει να κάνει τις κριτικές από τα εξώφυλλακαι τις ράχες αντί να κάθεται και να διαβάζει την κάθε μαλακία που σκαρφιζόταν οοποιοσδήποτε μαλάκας του τύπου θα - ήθελα – να – ήμουν - Συγγραφέας. Όλο κι όλο που έκανε με κάποια επιμέλεια ήταν το να κοιτάξειπροσεκτικά στο οπισθόφυλλο, μήπως είχε τίποτα σχόλια από καμιά μεγάλη υπογραφή. Αν έβλεπε κάποιον από τους αναγνωρισμένους συναδέλφους του ναεκθειάζει το βιβλίο τότε θα έκανε κι αυτός το ίδιο. Με δικά του λόγια φυσικά. Θα ακουγόταν περίεργο, αν όχι γελοίο, να έγραφαν οι “Νιου ΓιορκΤαϊμς” ότι το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας· κι ο “Κήρυκαςτου Γούπταουν” ότι δεν διαβάζεται… Αλλά εδώ δεν είδε τίποτα άλλο παρά μια σύντομησημείωση του εκδότη. Ο πολύς Χιούι Μπράντιτς δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει ούτεκαν αυτή, άλλωστε οι εκδότες έλεγαν τις μεγαλύτερες μαλακίες απ’ όλους όταν ήθελαννα σπρώξουν τα βιβλία τους. Φυσικά υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος για τη στάση του απέναντιστα βιβλία και ο μόνος λόγος που ήταν πάντα αρκετός για τον Χιούι ήταν το χρήμα. Ο διευθυντής του Κήρυκα και αφεντικό του Χιούι ήταν τεράστιοςμαλάκας. Ένας τσιγκούνης και παραδόπιστος μπάσταρδος που δεν ξόδευε ούτε δεκάρατσακιστή αν δεν υπήρχε σαφές ενδεχόμενο να την διπλασιάσει σε εύλογο χρόνο. Τα βιβλία που έφταναν στα λιγδιασμένα χέρια του Χιούι ήταν δανικάαπό τον βιβλιοπώλη στο ισόγειο. Έναν κοντοπίθαρο πούστη που την έπεφτε σε αγοράκιακαι τα χούφτωνε επί πληρωμή στο πίσω μέρος του μαγαζιού του. Κάποτε ο κοντός κίναιδος, είχε φέρει πίσω ένα βιβλίο που είχεδανειστεί ο Χιούι, γεμάτο δαχτυλιές από λίπος μπέικον και πίτσας. Είχε πάει κατευθείανστο αφεντικό και ζητούσε οικονομική αποζημίωση για την καταστροφή του βιβλίου. Ομπάσταρδος. Το αφεντικό πλήρωσε το βιβλίο του βιβλιοπώλη, αλλά το χρέωσεστον πενιχρό μισθό του Χιούι. Έτσι λοιπόν η κριτική από το εξώφυλλο προέκυψε σανφυσική συνέπεια δυσβάστακτης ανωτέρας βίας. =============== Ήταν σίγουρο ότι ο Χιούι θαύμαζε τον εαυτό του περισσότερο απόκάθε άλλο άνθρωπο στον κόσμο… εκτός από τον Νταν Μπράουν. Είχε διαβάσει το “Ιλλουμινάτι”και τον “Κώδικα” περισσότερες από δέκα φορές το κάθε ένα και δεν είχε αποφασίσειακόμα ποιο του άρεσε περισσότερο. Φυσικά είχε διαβάσει και τον “Αρκτικό Κύκλο” όπως και το καινούργιο,το “Χαμένο Σύμβολο”, αλλά δεν τα θεωρούσε ισάξια με τα δυο προηγούμενα μεγάλα λογοτεχνήματατου βρετανού συγγραφέα. Η απόδειξη της τρομακτικής τους επιτυχίας αυτών των δύοήταν ότι έγιναν χολιγουντιανές ταινίες με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς. Πάντως, δεν θα ήθελες να σου δανείσει βιβλίο που έχει περιποιηθείο Χιούι… Ήταν απίστευτο το τι μπορούσες να βρεις ξερό και πατικωμένο ανάμεσα στιςσελίδες του… =============== Ένοιωσε μια μικρή ικανοποίηση κλέβοντας λέξεις από τον υπότιτλοτου βιβλίου και στρέφοντάς τες με απαράμιλλη τέχνη εναντίον του. Ήταν ένα δείγμα της ανώτερης ευφυΐας του που κατάκλυζε την οθόνημε πνευματικούς κόλαφους κατά του “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου”. Έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας του βιβλίου, ήταν παντελώς άγνωστος·κάτι που σχεδόν αυτόματα τον τοποθετούσε κάτω από το μηδέν στην κλίμακα επιτυχημένωνσυγγραφέων κατά Μπράντιτς - Μπράουν. Αν και η εν λόγο κλίμακα ήταν δημιούργημα του ίδιου του Χιούι,την είχε βαφτίσει με το όνομα του υπέροχου μέντορά του. Αλλά ήταν οπωσδήποτε σίγουροότι ο Νταν Μπράουν θα αντιδρούσε έντονα στην ιδέα ότι ο Χιούι Μπράντιτς τον θεωρούσεμέντορά του ή οτιδήποτε παρόμοιο… «Ένα παράσιτο ακόμα, απ’ αυτά που είχαν κολλήσει σαν τσιμπούριαστον κόρφο της λογοτεχνίας και την απομυζούσαν μανιασμένα…» σκέφτηκε με πίκρα καιτελικά το έγραψε κι αυτό. Ο Χιούι αμφέβαλε αν ακόμα κι η μάνα του συγγραφέα ήξερεότι ο κανακάρης της έκδωσε βιβλίο… «Η κλίκα με τους παλιοπούστηδες» σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλιτου με νόημα… «Αυτοί προωθούν τέτοιες μαλακίες κι έχει πήξει ο τόπος από τα αδερφίστικα,γλυκανάλατα βιβλία τους…» =============== Εκτός από βιβλιοκριτικός - κι ορκισμένος εχθρός των γκέι, ο ΧιούιΜπράντιτς, ήταν ο παρκαδόρος του αφεντικού, το παιδί για τα θελήματα της φαρδοκάπουληςσιτεμένης δικηγόρου στο δεύτερο. Ο βασικός δημοσιογράφος του “Κήρυκα” και ο πιοκακοπληρωμένος εργαζόμενος στο Γούπταουν. Αν και ήταν πιθανό ότι ο Τζερεμάια Κλάρκσον- το βλαμμένο που δούλευε στο ρημαγμένο βενζινάδικο της Εξον - να έβγαζε κάτι τιςλιγότερα απ’ αυτόν. Ήταν πολλά τα συστατικά που δεν περιείχε ο κατά τα άλλα μεστόςχαρακτήρας του Χιούι Μπράντιτς… Ας πούμε, δεν είχε ούτε στάλα τιμιότητας, ειλικρίνειας, εργατικότητας,ευπρέπειας, ανιδιοτέλειας, σεβασμού, γενναιότητας, ή της όποιας, έστω και ελάχιστααποδεκτής κοινωνικής αρετής. Τα προτερήματα του ήταν μηδενικά, λες και την ώρα της γέννησήςτου οι καλές μοίρες είχαν πάει διακοπές. Αλλά ήταν έξυπνος και κατά κάποιο τρόποόμορφος… τουλάχιστον έτσι πίστευε ο ίδιος και σ’ αυτό τον συμμεριζόταν η μεσόκοπηδικηγόρος που είχε το γραφείο της στο δεύτερο. Αυτή ειδικά, εκτιμούσε τα μοναδικά ίσως προσόντα του, αν καισίγουρα θα προτιμούσε να τα έπλενε ο Χιούι λίγο συχνότερα… «τουλάχιστον μια φόρατη βδομάδα καλέ μου» επέμενε πριν σκύψει πάνω από το δύσοσμο άνοιγμα του παντελονιούτου. Από την άλλη, ο Χιούι είχε πολύ κακές σχέσεις με το σαπούνι – όπως και με κάθεανάλογο προϊόν - και δεν σκεφτόταν συχνότερες επαφές με το μουχλιασμένο βασίλειοτου μπάνιου του. Σίγουρα όχι περισσότερο από την καθιερωμένη μια φορά το μήνα- που πολύ συχνά την ανέβαλε για τον επόμενο. =============== «Άλλη μια έκδοση ενός βιβλίου, που δεν αξίζει ούτε το κόστοςτου χαρτιού που τυπώθηκε… κρίμα τα δέντρα» συμπλήρωσε ανάμεσα σε δυο προτάσεις πουσυνέθλιβαν σαν συμπληγάδες τον επίδοξο συγγραφέα του “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου”.Επίσης έδειχνε στους αναγνώστες πως ήξερε ότι το χαρτί φτιαχνόταν από δέντρα. «Αυτό το βιβλίο Είναι Ντροπή για τα ράφια των βιβλιοπωλείων»είχε αποφανθεί βαρύγδουπα αλλά τόσο εύστοχα που του ήρθαν δάκρυα στα μάτια… Κοίταξε την οθόνη γοητευμένος… Αυτό το τελευταίο τον έκανε κι αισθάνθηκε πραγματικά ωραία. Πάνταήθελε να υπάρχουν μικρά ευρήματα, πληροφορίες και λογοπαίγνια μέσα στις κριτικέςτου. Τις έκαναν πιο διαβαστερές και ευχάριστες για τους περίπου δεκαέξι χιλιάδεςμόνιμους συνδρομητές της εφημερίδας. Φύσηξε μερικά ψίχουλα της προχθεσινής πίτσας από το λιγδιασμένοπληκτρολόγιο και αυτά χωθήκαν ανάμεσα στα πλήκτρα κι εξαφανίστηκαν στο σκοτεινόκαι υγρό βούρκο από μικρόβια που κρυβόταν από κάτω. Το γραφείο του δεν μπορούσε να γίνει μικρότερο, σκοτεινότεροή πιο κρύο. - Κάποτε ήταν τουαλέτα που καταργήθηκε για εξοικονόμηση χώρου και απότότε διεκδικούσε δάφνες και εύσημα για διάφορες πρωτιές. - Ήταν το πιο πνιγηρό,το πιο κακοβαμμένο (το είχε βάψει κάποτε ολομόναχος ο Γουίλι ο γιός του αφεντικού,για να κρύψει τις στάμπες από την υγρασία… και όχι μόνο). Ήταν σίγουρα ότι πιο βρώμικο υπήρχε και στους δεκατρείς ορόφουςτου κτιρίου που συστεγαζόταν ο “Κήρυκας του Γούπταουν”. Έτριψε τα χέρια του με δύναμη και φύσηξε μάταια μέσα στις χούφτεςτου για να ζεσταθεί. Το κρύο έκανε τα αρχίδια του μικρά σαν ξερά φουντούκια μέσασε σταφιδιασμένες δερμάτινες σακούλες, αλλά Ο Χιούι είχε κι άλλους λόγους που πονούσεεκεί κάτω. Τον μάλαζε όλο το πρωί η δικηγόρος στο δεύτερο, η μαντάμ ΜάρσαΚλωντ, αλλά όταν πλησίαζε η στιγμή να της δώσει ότι χρειαζόταν, χτύπησε το τηλέφωνοτης για μια νέα υπόθεση. Ο μόνος λόγος που η Μάρσα θα άφηνε το μεγάλο πουλί τουΧιούι Μπράντιτς από τα χέρια της ήταν τα λεφτά. Τον παράτησε σύξυλο μέσα στο γραφείο της κι έφυγε για να συναντήσειτον καινούργιο μπάσταρδο μικροαπατεώνα που θα άρμεγε όσο μπορούσε. Ο Χιούι πάντως, χρειαζόταν ανακούφιση επειγόντως. Το βράδυ θα ξεσπούσε στην καινούργια με όλη τη συσσωρευμένηορμή του. Μα προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Οπωσδήποτε θα ήταν μια ιδέα το να ικανοποιηθεί μόνος του καινα σταματήσει να πονάει, αλλά αυτό ήταν κάτι που το είχε κόψει εδώ και χρόνια. Απόόταν ανακάλυψε ότι το σεξ ήταν κάτι που μπορούσε να πουληθεί για λεφτά, αποφάσισεότι δεν θα άφηνε τα σπερματοζωάριά του να συνθλίβονται στον τοίχο χωρίς αντάλλαγμα.Φυλούσε τις δυνάμεις του για την επόμενη τυχερή κυρία που θα βρισκόταν στο δρόμοτου και θα ήταν πρόθυμη να πληρώσει τις υπηρεσίες του. Οι συνέπειες αυτής της απόφασης μερικές φορές ήταν πραγματικάανυπόφορες, και τούτη ήταν σίγουρα μια απ’ αυτές. =============== «Δεν είναι αρκετά ευτελέςτο αντίτιμο για να αγοράσει κανείς αυτό το βιβλίο…» πληκτρολόγησε μόνο και μόνογια να ξεχάσει τον πόνο στα αχαμνά του. «… και θα πρέπει να θεωρήσετεεχθρό σας αυτόν που θα τολμήσει να σας το φέρει δώρο στη γιορτή σας... ίσως θα πρέπεινα διακόψετε κάθε διπλωματική σχέση μαζί του.» «Ένα τέτοιο άτεχνο και πομπώδες αίσχος της λογοτεχνίας, δεν μπορείπαρά να αποσκοπεί στο να σας προσβάλει...» το διάβασε μια φορά ακόμα και χαμογέλασεικανοποιημένος. Του άρεσε τόσο πολύ η καυστική προσέγγιση του... Ήξερε να χρησιμοποιεί όμορφες λέξεις και μεγάλες προτάσεις, μεστέςαπό νόημα. Έκοβαν την ανάσα του αναγνώστη και του γεννούσαν ένα σχεδόν μεταφυσικόάγχος... Τουλάχιστον έτσι είχε πει ο Στέφεν Κινγκ σε κείνη τη συνέντευξητου στο Σι Μπι Ες. Μιας και ο Κινγκ ήταν τρίτος στην κλίμακα Μπράουν - Μπράντιτς,έπρεπε να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. «Έτσι πρέπει να είναιμια καλή κριτική.» είπε μεγαλόφωνα ο Χιούι, με την αντήχηση του μικρού δωματίου,γραφείου, τέως τουαλέτας, να κουδουνίζει στ’ αυτιά του… «πρέπει να σου κόβει την ανάσα φίλε μου...» Τίναξε τη στάχτηαπό το τσιγάρο του πάνω σε μια στοίβα από σκουπίδια που σάπιζαν παρατημένα στο πάτωμααπό μήνες. =============== Μέχρι το τέλος του κόσμου (Όπως το 2012) Η μυρωδιά του γραφείου του δεν τον ενοχλούσε γιατί έφταιγε αυτόςο ίδιος… κι αν ήθελε να μοσκοβολάει, θα έπρεπε να καθαρίσει μόνος του εκεί μέσα. Η λέξη καθαριότητα δεν άνηκε στο λεξιλόγιό του. Η καθαριότητακαι η τάξη ήταν από τα πράγματα που τα πετύχαινε δύσκολα κανείς· και αν από κάποιοθαύμα τα κατάφερνε… τα συντηρούσε ακόμα δυσκολότερα. Έτσι δεν παραπονιόταν σε κανέναν για αυτό το θέμα. Αλλά το κρύοήταν πραγματικά ανυπόφορο και για αυτό, δεν έφταιγε τόσο ο ίδιος όσο η απάνθρωπητσιγγουνιά του αφεντικού. Ο μαλάκας αρνιόταν να πληρώσει την επισκευή του κλιματιστικούεκτός κι αν την περνούσε στην ήδη ισχνή αμοιβή του Χιούι. Αυτό μπορεί εύκολα νασήμαινε ένα ή και περισσότερα μηνιάτικα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν αρκετό - έστω και σαν ιδέα - για νακάνει τον Χιούι Μπράντιτς να υπομένει αγόγγυστα το βαρύ χειμωνιάτικο κρύο του Γούπταουν.Ο τεχνικός έλεγε πως το κλιματιστικό είχε φράξει από τη σκόνη, τη γλίτσα της νικοτίνηςκαι την απίστευτη βρώμα που υπήρχε εκεί μέσα. «Δεν γίνεται να φτιαχτεί επί τόπου κύριε…» είχε πει ο νεαρόςδανδής ψυκτικός, «κανένας άνθρωπος δεν πληρώνεται αρκετά για να δουλέψει στις άθλιεςσυνθήκες που επικρατούν σ’ αυτή την απερίγραπτη χαβούζα…» κανείς δεν ξέρει τι άλλοθα έλεγε ο νεαρός αν δεν τον χτυπούσε ο Χιούι στην μύτη με τον βαρύ φάκελο των αγγελιών. Κι έτσι κρύωνε το χειμώνα χωρίς ελπίδα να ζεσταθεί και ζεσταινόταντο καλοκαίρι χωρίς το παραμικρό ρεύμα δροσιάς. Εκτός φυσικά κι αν αποφάσιζε να καθαρίσει μόνος του το βόθρομέσα στον οποίο ζούσε κι εργαζόταν τουλάχιστον εννιά ώρες την ημέρα. Αλλά αυτό, μαζί με κάθε άλλο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, είχε ελάχιστεςελπίδες να συμβεί πριν τη μεγάλη γαλαξιακή ευθυγράμμιση του 2012… Γιατί από κεικαι μετά θα ήταν όλα μάταια, τίποτα δεν θα είχε σημασία πια. Είτε η γη θα γινόταν σαν καλοψημένη φρυγανιά από την αναμενόμενηέκλαμψη του ήλιου... Όπως στο “Νόουινγκ”… Ή θα πνιγόταν μέσα σε τεράστια παλιρροϊκά κύματα, όπως στo καταπληκτικόχολιγουντιανό επίτευγμα “2012”. Ή θα συναντούσε τον Νιμπίρου ή τη Νέμεση ή τέλος πάντων, θα συνέβαινεκάποια άλλη καταστροφή που ήταν γραφτό να συμβεί εκείνη την αποφράδα μέρα του Δεκεμβρίουτου 12. Ο Χιούι ήταν απολύτως σίγουρος, ότι κάποιο από τα δεκάδες σενάριακαταστροφής του κόσμου θα επιβεβαιώνονταν δραματικά… πολύ πριν αυτός μπει στον κόπονα καθαρίσει εκεί μέσα. Κούνησε το κεφάλι του αριστερά δεξιά για να διώξει τις μαύρεςσκέψεις του τέλους του κόσμου και συγκεντρώθηκε πάλι στην υπέροχη βιβλιοκριτικήτου. «ο ηλίθιος που νομίζει ότι θα γίνει Μπράουν επειδή έγραψε μερικέςκωλοσελίδες» σκέφτηκε τσαντισμένος έστω και μόνο στην υποψία ότι ο άγνωστος συγγραφέαςπροσπαθούσε να μιμηθεί τον υπέροχο μέντορά του. Άλλωστε μόνο ο ίδιος είχε το δικαίωμανα μιμείται τον υπέρτατο δάσκαλο. «Να σου γράψω εγώ… να δεις πως είναι τα βιβλία παλιομαλάκα μου»θα έλεγε στον συγγραφέα του ευτελούς εκτρώματος αν τον είχε μπροστά του. «Να δεις πλοκή και δράμα και γκόμενες και λεφτά και ξενοδοχείακαι πολυτέλειες και μυστήριο και πλεκτάνες κι απ’ όλα…» Το βιβλίο που θα έγραφε ο Χιούι, ήταν συγκλονιστικό. Μπορεί ναδούλευε ακόμα στο σκελετό της ιστορίας, αλλά βαθιά μέσα του ήταν σίγουρος πως είχεπιάσει την καλή. Το γεγονός ότι είχε γράψει πέντε ντουζίνες λέξεις, όλες κι όλεςτα τελευταία εφτά χρόνια, δεν φάνηκε να του κόβει τη φόρα. Γιατί αν ήταν καλός σε ένα πράγμα ο Χιούι, ήταν η φόρα. Έπαιρνεφόρα για τα πάντα, αν και σπάνια κατόρθωνε να κόψει το νήμα του τερματισμού σε οτιδήποτε… =============== Άρωμα Μπανάνας «Και που τον θάβω, χάρητου κάνω του μαλάκα» σκέφτηκε με κάποια δόση αυταρέσκειας ο σχεδόν αθλητικογράφος(γιατί τους μεγάλους αγώνες τους έγραφε το αφεντικό), κριτικός τέχνης (αυτό το έκανεολομόναχος), αποτυχημένος σκιτσογράφος, το ίδιο αποτυχημένος – αν και ακόμα επίδοξος- συγγραφέας, μόνιμος συντάκτης της στήλης για τους γάμους και τις κηδείες… δημιουργόςτης στήλης των πραγματικά μίζερων “Νέων της Πόλης μας” και εκκολαπτόμενος Δον Ζουάντων παχύσαρκων, μοναχικών, μεσόκοπων φιλήδονων κυριών, που σύχναζαν στα καφέ καιτα μπαράκια γύρω από το κέντρο του Γούπταουν. Αυτό το τελευταίο ήταν ίσως η πιοπετυχημένη οικονομικά δραστηριότητά του. Άλλωστε το πήδημα ήταν η ευκολότερη δουλειά που είχε κάνει σεόλη τη ζωή του… και με κάποιες βασικές προϋποθέσεις, η πιο ευχάριστη. =============== Τώρα τελευταία είχε αρχίσει να κάνει και έρευνα στο ιντερνέτ.Θεωρούσε αξιόπιστο κριτήριο ποιότητας τον αριθμό των αποτελεσμάτων που έδινε τοΓκούγκλ για τον εκάστοτε κρινόμενο τίτλο βιβλίου. Σε αυτή την συγκεκριμένη περίπτωσηόμως, ήταν σίγουρος πως δεν άξιζε καν να μπει στον κόπο. Αν το είχε κάνει, θα είχε ανακαλύψει ότι δεν υπήρχε απολύτωςκαμιά αναφορά στο βιβλίο. Δεν θα έβρισκε τίποτα στο παγκόσμιο βιβλιοπωλείο Άμαζον.Απολύτως τίποτα πουθενά… κι αυτό θα ήταν αρκετά μυστήριο για να τον βάλει σε σκέψειςαπό μόνο του. Γιατι ο Χιούι Μπράντιτς ήταν κλασικός τεμπέλης κι όχι ηλίθιος. Ακόμα λιγότερο, ήταν ο άνετος γοητευτικός κι αργόσυρτος τύποςάντρα που ενθουσιάζει τις γυναίκες… τουλάχιστον όχι όλες. Ούτε ο επιμελημένα ατημέλητοςαναβιωτής των χίπις ήταν. Δεν ήταν καν διανοούμενος, άνεργος ή έστω χαριτωμένοςγκέι. Απλά ακολουθούσε την Γραμμή του μέγιστου κέρδους και της ταυτόχροναμικρότερης δυνατής σπατάλης πόρων. Του άρεσαν οι βιβλιοκριτικές που έγραφε και ήταν υπερήφανος γιααυτές. Περισσότερο όμως γιατί ήταν εύκολη υπόθεση, και συχνά διασκεδαστική. Οπωσδήποτεαναδείκνυε το μεγάλο του ταλέντο, με το ελάχιστο κόστος δουλειάς κι αυτό ήταν τοκόλπο της Γραμμής. Του άρεσε να ασκεί την μοναδική πραγματική εξουσία που του επέτρεπεη μοίρα του και μερικές φορές ένοιωθε μια πίεση στα γεννητικά του όργανα, όμοιαμε αυτή που του προκαλούσε μια καλή πίπα… Αν και ήταν δύσκολο να κάνει κάποια κανονικήγυναίκα ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα στα βρωμερά αχαμνά του Χιούι. Εκτός κι ανη γκόμενα βρισκόταν στα πρόθυρα της απόλυτης· και ενδεχομένως μόνιμης, σεξουαλικήςαποχής. Και τότε σίγουρα δεν ήταν κανονική γυναίκα... Η μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα ήταν το προφανές… να κάνει μπάνιο.Μα ο Χιούι δεν σκεφτόταν αυτό το ενδεχόμενο περισσότερο από όσο σκεφτόταν τα κλιματολογικάπροβλήματα στην καλλιέργεια ρυζιού των γεωργών του Μπαγκλαντές. Η δεύτερη ήταν το να αποφεύγει τις κανονικές γυναίκες όσο ακριβώςτον απόφευγαν κι αυτές… Τελείως. Η τελευταία ιδέα, σίγουρα προτιμότερη από τις προηγούμενες καισύμφωνη με την μέθοδο της Γραμμής, ήταν το να χρησιμοποιεί προφυλακτικό με γεύσητόσο έντονη που να απέκλειε κάθε άλλη οσμή.. φυσικά το πλαστικό έκοβε την απόλαυσηστα δυο, αλλά η εμπειρία είχε δείξει ότι το άρωμα μπανάνα ήταν το καλύτερο μυρωδικόγια την βρωμερή περίπτωσή του. Έτσι ο Χιούι είχε πάντα μερικά προφυλακτικά με δυνατή γεύση μπανάναστη μέσα τσέπη του μπουφάν του κι ένα φτηνό αποσμητικό αρωματικό σπρέι, που είχεανακαλύψει πως ενώ δεν έκρυβε την μυρωδιά του άπλυτου κορμιού του – κανένα άρωμαδεν θα κατάφερνε κάτι τέτοιο – ανακατεύονταν με τη φυσική κακοσμία του με ένα τρόποπου ζύμωνε μια σχεδόν αισθησιακή αύρα γύρω από το σώμα του… Φυσικά οι κανονικέςγυναίκες εξακολουθούσαν να τον αποφεύγουν και για άλλους λόγους, πέρα από την μπόχαπου τον ακολουθούσε σαν δύσοσμο σύννεφο αποτροπής κοινωνικών επαφών. =============== Το Φαξ από το Υπερπέραν Έπιασε να χτενίσει μια φορά το κείμενο της βιβλιοκριτικής τουπριν το σώσει, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο έκδοτης της φυλλάδας, δεν έκανεπεριττά έξοδα για επιμελητές και μαλακίες. Άλλωστε ο “Κήρυκας του Γούπταουν” ήταν γνωστός για τις αγγελίεςτου κι όχι για το δημοσιογραφικό του επιτελείο, την ακρίβεια ή της ορθογραφίας τωνάρθρων του. Το τηλέφωνο των αγγελιών χτύπησε για πολλοστή φορά και το φαξάρχισε να σφυρίζει και να κάνει διάφορα μπλιπ. Οι αγγελίες ήταν τα μοναδικά πραγματικάέσοδα της εφημερίδας κι ο Χιούι δεν ανακατευόταν ποτέ μαζί τους. Άλλωστε δεν ήταναπαραίτητο μιας και το σύστημα των αγγελιών ήταν το μοναδικό αυτοματοποιημένο κόλποτου “Κήρυκα του Γούπταουν”... ”Γουίλιαμ Μάρεϋ” υπέγραψε το κείμενο ο Χιούι με την λογοτεχνικήπερσόνα του κι έσωσε το αρχείο στον υπολογιστή. Ήταν απαραίτητο να έχει ένα διαφορετικόψευδώνυμο για κάθε προσωπικότητά του. Αλλιώς θα ήξεραν όλοι ότι ο “Κήρυκας του Γούπταουν”είχε μόνο έναν συντάκτη… και μάλιστα τον ίδιο τον βρώμικο Χιούι. Έσπρωξε την καρέκλα του, μέχρι πίσω στον διάδρομο και σηκώθηκεπαγωμένος και πιασμένος.. «Ούτε να στρίψω δεν μπορώ εδώ μέσα.» σκέφτηκε Άρπαξε το δερμάτινο μπουφάν του από την κρεμάστρα και το φόρεσεευχαριστημένος για την σημερινή του δουλειά. Ήταν περασμένες έντεκα και είχε ραντεβούμε μια ευτραφή κυρία στο μπαράκι της οδού Ράινερ. Θα την έβαζε να πληρώσει τα ποτά και μετά θα την πήγαινε σπίτιτης με ταξί. Που φυσικά θα το πλήρωνε η ίδια.. και αν οι επιδόσεις του ήταν καλές,θα έφευγε από κει μερικά δολάρια πλουσιότερος και πολύ πιο ξαλαφρωμένος από το συμπιεσμένοσπέρμα που απειλούσε την φυσική ακεραιότητα των αχαμνών του. Έπιασε τα εργαλεία του και τα κούνησε πέρα δώθε με δύναμη… «πάμεγια δουλειά μάγκα μου» είπε χαϊδευτικά και αγνόησε την τσίκνα που αναδύθηκε απόκει κάτω. Αυτή η μπόχα θα μπορούσε εύκολα να αποτρέψει την επίθεση ενός κοπαδιούπεινασμένων λύκων από μόνη της. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα του “Κήρυκα” πίσω του. =============== Ο Χιούι Μπράντιτς, είκοσι λεπτά αργότερα ήταν μπροστά στην μισοσκότεινηείσοδο του μπαρ στην οδό Ράινερ, όταν το φαξ των αγγελιών του “Κήρυκα” χτύπησε μεκείνον το χαρακτηριστικό οξύ ήχο. Δεν ακολούθησε η γνωστή ανταλλαγή σφυριγμάτων και ηλεκτρονικώνμπλιπ παρά μια παράξενη κι απρόσμενη ησυχία. Το κόκκινο φωτάκι στη συσκευή έλαμψεμε αφύσικη ένταση για το μέγεθός του και φώτισε όλο το γραφείο αγγελιών κάνονταςτις σκιές των λιγοστών παλιομοδίτικων επίπλων να αποτυπώνουν γκροτέσκα σχήματα στουςγυμνούς τοίχους. Η παράξενη κόκκινη ανταύγεια έμοιαζε να δυναμώνει περισσότεροτώρα κι αν κανείς στεκόταν έξω από την κλειδωμένη πόρτα του “Κήρυκα”, θα έβλεπετην λάμψη να σχηματίζει ένα απόκοσμο φωτεινό περίγραμμα γύρω της. Το βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο βρωμερό γραφείο τουΧιούι, έκανε πράγματα περίεργα, που δεν αρμόζουν σε ένα οποιοδήποτε, καθώς πρέπεικαι κανονικό βιβλίο. Αιωρήθηκε στον αέρα για λίγο αφού πρώτα στριφογύρισε στον άξονατου και τελικά εξαφανίστηκε μέσα σε μια μικρή καταιγίδα από σκουπίδια, στάχτες καιαποτσίγαρα που απέμειναν να στροβιλίζονται μέσα στον πνιγηρό αέρα του γραφείο τουΧιούι. Ο αυτόματος καταγραφέας αγγελιών δούλεψε γουργουρίζοντας γιαλίγο ακόμα και μετά έπεσε πάλι στη νάρκη αναμονής. Δεν χρειαζόταν να είναι εκείκάποιος για να πάρει μια αγγελία. Το σύστημα είχε αναγνώριση φωνής και απλά πέρναγεστο σκληρό δίσκο την καινούργια καταχώρηση. Από κει την έβγαζε επεξεργασμένη και συνταγμένη, σύμφωνα με κάποιοαπό τα πρότυπα που είχε, στην ανάλογη στήλη των αγγελιών της εφημερίδας κι αυτόήταν όλο. Το επόμενο φύλλο θα φιλοξενούσε την καταχώρηση του πελάτη ορθογραφημένηκαι στη σωστή στήλη, κάτι που θα ήταν πρακτικά απίθανο αν στην άκρη της γραμμήςαγγελιών απαντούσε ο Χιούι… =============== Κοίταξε το ρολόι του, η ώρα ήταν δώδεκα. «Ωραία» σκέφτηκε «δεν άργησα» Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό μπουκαλάκι με αποσμητικό Αξκαι ψέκασε τον εαυτό του δίνοντας έξτρα προσοχή την περιοχή των γεννητικών του οργάνων.Ήταν έτοιμος να συναντήσει τη Λίλι, τη γκόμενα που του πάσαρε διακριτικά η Μάρσα·και ήταν καλύτερα να μυρίζει φτηνό αποσμητικό παρά την αφόρητη μυρωδιά της απλυσιάςπου ανέδιδε το σώμα και τα ρούχα του. Φυσικά ο ίδιος αρεσκόταν να μυρίζει τον εαυτό του και περισσότεροαπό όλα του άρεσε η μυρωδιά που είχε πίσω από τα αυτιά του. Του θύμιζε τη μυρωδιάμωρουδίστικου ποπού. Όταν δεν τον έβλεπε κανείς, συνήθιζε να παίρνει με το δάχτυλότου μια καλή δόση σμήγματος από την ωτική πτύχωση και το μύριζε σαν να ήταν το καλύτεροάρωμα του κόσμου. =============== Η Λίλι Καντ Η Λίλι Καντ θα μπορούσε να είναι χαριτωμένη αν ήταν σαράντα κιλάελαφρύτερη (ή και περισσότερα ίσως). Αλλά δυστυχώς για το σκαμπό που την φιλοξενούσε,δεν ήταν. Έγερνε πάνω στην μπάρα και μια σειρά από βαριές δίπλες ξεχειλισμένου λίπουςασφυκτιούσε κάτω από το ακριβό μπλουζάκι της. Το περίσσιο πάχος, παραμόρφωνε τα πόδια της που έμοιαζαν περισσότερομε σάρκινους μονοκόμματους στύλους της εταιρίας ηλεκτρικού παρά με μέλη ανθρώπινουσώματος. Το ενδυματολογικό περίβλημα αυτού του ακαλαίσθητου όγκου λίπους,μπορεί να φαινόταν απίστευτα άσχημο, αλλά έδειχνε να αντέχει την τεράστια πίεσηπου ασκούσαν πάνω του οι σάρκες και ήταν σίγουρα πανάκριβο. Άλλωστε μόνο αν είχε τυλιχτεί με αλεξίπτωτο θα ήταν ευπρεπώςκαλυμμένο το τιτάνιο σώμα της. Αλλά η Λίλι Καντ, δεν ήταν μια τυχαία χοντρή γκόμενα.Ήταν μια πλούσια χοντρή γκόμενα και τα πάντα επάνω της είχαν ξελαρυγγιαστεί να τοφωνάζουν. Ο Χιούι την έβλεπε για πρώτη φορά αλλά εκτίμησε την κατάστασησχεδόν ακαριαία. Καρτιέ, Γκούτσι, Ντι Κεϋ Εν Γουάι και Πράντα προσπαθούσαν απεγνωσμένανα συμμαζέψουν και να δώσουν κάποια φόρμα στις πληθωρικές σάρκες της Λίλι. Παρά το εξωφρενικό κόστοςτης ενδυματολογικής συμμαχίας, (ξεπερνούσε άνετα το εισόδημα ενός χρόνου του Χιούι-χωρίς να λάβουμε υπ όψη το τσαντάκι Λουί Βουιτόν, που από μόνο του κόστιζε όσοτο σπορ ευρωπαϊκό αυτοκίνητό του αφεντικού) δεν κατάφερναν τίποτα πιο σημαντικόαπό το να την κάνουν να μοιάζει με κακοδεμένο μπόγο από ξεχειλισμένο λίπος και κρέας. Η Μάρσα είχε δίκιο, η χοντρή ήταν ματσωμένη και τούτο ήταν τομόνο πραγματικό κριτήριο που ο Χιούι εφάρμοζε στις γυναίκες που άφηνε να τον πασπατεύουν.Έφτιαξε τα μαλλιά του με τα χέρια του μεταφέροντας και ταχτοποιώντας τη λίγδα, καιπήρε τη στάση του νωχελικού εραστή. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να μιμηθεί τον ΜίκυΡούρκ στις Εννιάμιση Βδομάδες κάτι, που μερικές φορές το κατάφερνε, δίχως να γίνεταιαπόλυτα γελοίος. «Είσαι η Λίλι έτσι;» είπε με τη φωνή του να σπάει δυο τόνουςκάτω από το κανονικό. Η γυναίκα γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος του. Το πρόσωπο της δεν ήταν άσχημο. Το λίπος δεν την είχε παραμορφώσεικι αυτό ήταν ένα αναπάντεχο δώρο. Θα μπορούσες να την πεις γλυκιά, με όμορφα μάτιακαι πλούσια καλοσχηματισμένα χείλια. «Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Χιούι» απάντησε αυτή, με μια φωνή τόσοαπαλή και ευχάριστη, που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι έβγαινε από αυτό το τεράστιοσώμα. «Χάρηκα πολύ» είπε αυτός και τράβηξε ένα σκαμπό. «μπορώ να κάτσω;»ρώτησε ευγενικά, μα έχοντας τη σιγουριά ότι δεν θα του το αρνιόταν. Μερικές γυναίκες ήθελαν όλα τα προκαταρκτικά… κι ο Χιούι πάνταδοκίμαζε τα νερά - ή τις σάρκες - μέσα στα οποία θα κολυμπούσε. «Φυσικά … » είπε ξέπνοα όταν τα μάτια της έπεσαν στο μεγάλο φούσκωμαπου τσίτωνε το παρφουμαρισμένο παντελόνι του Χιούι. «Αν αυτό δεν είναι κάλτσα…» συμπλήρωσε, δείχνοντας τα σκέλιατου με μια αδιόρατη κίνηση του κεφαλιού της. Ένα λάγνο χαμόγελο άλλαξε την σχεδόνγλυκιά φυσιογνωμία της που αποχαιρέτησε την όποια φευγαλέα πρότερη ένδειξη αθωότητας. «Η γκόμενα σίγουρα δεν είναι των προκαταρκτικών,» σκέφτηκε οΧιούι. Συνήθως χρειαζόταν κι ο ίδιος κάποιο χρόνο εξοικείωσης. Έστωκαι μερικά λεπτά. Αλλά σήμερα τον είχε φορτώσει η Μάρσα από το πρωί κι έτσι δενέβλεπε την ώρα που θα τον κάρφωνε στο αξιολάτρευτο στόμα της μις Καντ. Παρήγγειλε μια φτηνή μεξικάνικη μπύρα στον μπάρμαν κι έκατσεστο σκαμπό έτσι που τα μάτια της γυναίκας να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο ήδη ερεθισμένοπέος του. Από άποψη μεγέθους ο Χιούι ήταν ευλογημένος… και ήταν ίσως η μόνη ευλογίαπου δεν του είχε αρνηθεί η φύση. Φόραγε παντελόνια με στενό καβάλο για να τονίζειαυτή την ιδιαιτερότητα του και οι γυναίκες ανταποκρίνονταν με βλέμματα γεμάτα θαυμασμόκαι περιέργεια. Σε μια κρίση σύνεσης και πνευματικής διαύγειας ο Χιούι, αποφάσισενα μην ενδώσει αμέσως στην πίεση που ένοιωθε στα γεννητικά του όργανα. Θα έπαιζελίγο ακόμα το παιχνίδι της γνωριμίας. Ήθελε να μάθει περισσότερα για την ευτραφέστατη δεσποινίδα Λίλικαι την τρέχουσα οικονομική της κατάσταση. Άλλωστε δεν υπήρχε κάτι άλλο που να τοναφορούσε εκτός από τα λεφτά της και τον τρόπο που θα αφύπνιζε την γενναιοδωρία της. =============== Η συζήτηση περί ανέμων και υδάτων είναι το πιο παράξενο προαπαιτούμενοστις σχέσεις των ανθρώπων. Οι επικοινωνιακές ικανότητές μας, μπαίνουν στο στίβομιας μάχης που η έκβασή της κρίνει τον χαρακτήρα και την γοητεία μας. Ανεξάρτητααπό το πόσο λούστρο σπαταλάμε για να κρύψουμε ή να επισημάνουμε τα διάφορα συστατικάτου εαυτού μας, οι άνθρωποι πείθονται από την επιφανειακή μόστρα τω πρώτων λεπτώνμιας σχέσης. Η πρώιμη άποψή τους μένει πρακτικά απαράλαχτη, έστω κι αν σε βάθοςχρόνου έχουν αποκτήσει πολλούς λόγους για να μετανιώσουν για την βιαστική επιλογήτους. Αλλά έτσι ήταν φτιαγμένοι οι άνθρωποι από τη φύση τους. Με κάποιο μαγικό τρόπο, το να μπορείς να μιλάς ευχάριστα γιαπράγματα που δεν μοιάζουν να έχουν καμιά σημασία, είναι όπλο σημαντικότερο κι απότη μεγαλύτερη στύση. Ο Χιούι αυτό το ήξερε καλά και ήταν ακριβώς η μάχη των διαλεκτικώνεντυπώσεων που ήθελε να κερδίζει πρώτη. Καμιά φορά τα κέρδη του μεγάλωναν σημαντικάαν έδειχνε ενδιαφέρον για το υποψήφιο θήραμά του. «Τι δουλεία κάνεις;… αν δεν είμαι αδιάκριτη» ρώτησε η Λίλι μεένα χαμόγελο που θα μπορούσε να είναι σέξι αν δεν ήταν καρφωμένο πάνω σε εκατόνδέκα κιλά πλαδαρής σάρκας και λίπους. «Ώ… είμαι Συγγραφέας» απάντησε σχεδόν αυθόρμητα αυτός. Ήξερεαπό εμπειρία ότι ήταν το πιο εντυπωσιακό που μπορούσε να πει και ήταν αρκετά εφευρετικόςψεύτης για να μπορεί να το υποστηρίξει αργότερα. «Και τι γράφεις;… εννοώ, έχεις γράψει κάτι που θα έπρεπε να τοέχω διαβάσει;» … τα μάτια της είχαν στρογγυλέψει από τον θαυμασμό και την απορίακαι για πρώτη φορά δεν κοιτούσαν στο τσιτωμένο παντελόνι του... «Πολλά και διάφορα, αλλά βασικά γράφω άρθρα για εφημερίδες…»της είπε μισό επιτηδευμένο ψέμα και λιγότερη από μισή αλήθεια. «Πω πω θεούλη μου!… κάνω παρέα με έναν συγγραφέα!» έσκουξε ηΛίλι και ο Χιούι δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν γνήσιος θαυμασμός ή κάποιος συγκαλυμμένοςσαρκασμός πίσω από το επιφώνημα. «Εσύ τι δουλειά κάνεις» τη ρώτησε για να τραβήξει τη συζήτησηαπό το σαθρό έδαφος του ψεύδους. «Τίποτα με πραγματικό ενδιαφέρον…» ξεγλίστρησε η Λίλι, «αλλάσυγγραφέας!… Μα είναι μια περιπέτεια ακόμα και να το λες…» Έσκυψε προς το μέρος του προβάλλοντας τα τεράστια στήθη της κιο Χιούι προετοιμάστηκε για την επερχόμενη θύελλα τρυφερότητας. Αλλά η Λίλι έχωσεεπιδέξια το χέρι της στην τσέπη του μπουφάν του και έβγαλε από κει μέσα ένα βιβλίο.Στο πρόσωπό της ήταν αποτυπωμένη η χαρά που έχει ένα παιδί καθώς πετυχαίνει το πρώτοτου μαγικό κόλπο μπροστά σε κοινό. «Δικό σου είναι αυτό;» ρώτησε ενθουσιασμένη καθώς περιεργαζότανήδη το εξώφυλλο. «Ναι», απάντησε ο Χιούι κι ως εκείνη την ώρα ήταν σίγουρος πωςδεν είχε κανένα βιβλίο στην τσέπη του… Θα έπαιρνε όρκο για αυτό. «Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου» διάβασε η Λίλι τον τίτλο κι ο Χιούικόντεψε να γκρεμοτσακιστεί από το ψηλό σκαμπό που η μόδα του είχε πεθάνει είκοσιχρόνια πριν. Ζήτησε άλλη μια μπύρα από τον βαριεστημένο μπάρμαν ενώ το μυαλό τουέχτιζε μανιασμένα το παραμύθι που θα φόρτωνε στην εντυπωσιασμένη χοντρή πλούσιαγκόμενα. «Πως διάολο βρέθηκε το γαμοβιβλίο στην τσέπη μου;» σκέφτηκε τρομοκρατημένος. =============== Το Βιβλίο που δεν Έγραψε Κανένας. «Έξι Φτηνές Ιστορίες και πέντε Μαύρα σενάρια για το μέλλον» απήγγειλεη Λίλι με στόμφο. Το βλέμμα του Χιούι έπεσε πάνω στο όνομα του συγγραφέα την ίδιαστιγμή που η γυναίκα το διάβαζε μεγαλόφωνα… «Ένα συγκλονιστικό βιβλίο του Χιούι Μπράντιτς…» Η Λίλι τον κοίταζε με ανυπόκριτο θαυμασμό κι αυτός έμοιαζε χαμένοςστον κόσμο του. Ακριβώς όπως έπρεπε να μοιάζει ένας πραγματικός συγγραφέας που έχειγράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο… Μόνο που ο Χιούι Μπράντιτς ήξερε ότι το βιβλίοπου ανέμιζε σαν τρόπαιο η χοντρή Λίλι, δεν ήταν δικό του κατά κανένα τρόπο. Όχιμόνο δεν το είχε γράψει ο ίδιος, αλλά ούτε καν το είχε αγοράσει. «Δανεικό από τον πούστη τον βιβλιοπώλη είναι το γαμημένο.» σκέφτηκε. Ο βρώμικος αέρας μέσα στο καταγώγιο είχε γίνει ξαφνικά σαν πηχτήσούπα και χοντρές στάλες ιδρώτα σχηματίζονταν στο μέτωπο του Χιούι. Προσπάθησε να θυμηθεί αν έβαλε το βιβλίο στην τσέπη του ότανέφυγε από τον «Κήρυκα» μα ήταν σίγουρος ότι το παράτησε επάνω στο γραφείο του. Γιατίνα το πάρει μαζί του άλλωστε; Μήπως υπήρχε καμιά πιθανότητα να το διαβάσει; Δεν ήθελε καν να σκεφτεί γιατί έγραφε το όνομά του στο εξώφυλλο. Το άρπαξε από τα χέρια της χοντρής και το εξέτασε προσεκτικά.Στο κάτω μέρος έγραφε το όνομά του με μεγάλα και καθαρά γράμματα. «Ένα συγκλονιστικό βιβλίο του Χιούι Μπράντιτς» … το διάβασε πέντεφορές πριν συνειδητοποιήσει πως ήταν πραγματικά το όνομά του. Μόνο που ο Χιούι Μπράντιτς δεν είχε γράψει κανένα βιβλίο - συγκλονιστικόή όχι - και ήταν απόλυτα σίγουρος για αυτό. Μιας και ήταν ο ίδιος ο γαμημένος οΧιούι Μπράντιτς που το έλεγε. Ένοιωσε μια περίεργη ναυτία. Προσπάθησε απεγνωσμένα να θυμηθεί το όνομα του πραγματικού συγγραφέα,αλλά δεν μπορούσε. Το κεφάλι του γύριζε μέσα σε έναν στρόβιλο από μικρά κόκκινασημάδια και φόβος απλωνόταν μέσα του, σαν ένα τοξικό σύννεφο που κάλυπτε την πραγματικότητα. Του ήταν αδύνατον να σκεφτεί καθαρά. Ρούφηξε την υπόλοιπη μπύρατου αλλά εξακολουθούσε να νοιώθει το στόμα του στεγνό. «Λες και έχω καταπιεί μια χούφτα άμμο…» Ήταν χαμένος στον απίθανοκόσμο που υπήρχε μεταξύ του ξυπνητού και του ύπνου. «Αν μου το αφιερώσεις, το αγοράζω για εκατό δολάρια» είπε συνεπαρμένηη ευτραφής Λίλι, που σήμερα θα την πηδούσε ένας πραγματικός συγγραφέας. Ήδη ένοιωθετα υγρά του κόλπου της να μουσκεύουν την κυλόττα και το μέσα μέρος των μηρών της. «Αν το υπογράψω;» Επανέλαβε σαν καθυστερημένο ενώ στην πραγματικότητατο θολωμένο μυαλό του είχε κολλήσει στο σεβαστό αντίτιμο των εκατό δολαρίων… Ο Χιούι ξεκόλλησε επιτέλους από το βούρκο του φόβου κι έκανεστα γρήγορα τον υπολογισμό… το βιβλίο κόστιζε περίπου δεκατρία δολάρια και αυτόσήμαινε ότι θα του έμεναν ογδόντα εφτά καθαρά στην τσέπη, χωρίς να κάνει τίποτα. Η ιδέα του χρήματος ήταν κάτι που μπορούσε να καταλάβει, κάτιχειροπιαστό και πραγματικό που έδιωξε από το μυαλό του τον μεταφυσικό φόβο που τουγεννούσε η παρουσία του βιβλίου. Η Λίλι είχε ανοίξει το κομψό και πανάκριβο τσαντάκι Λουί Βουιτόνκαι ψάρεψε από μέσα έναν ολόχρυσο Μοντ Μπλαν. Του πήρε κάμποση ώρα μέχρι να καταλάβει τι του συνέβαινε καικοιτούσε το στυλό με το βλέμμα του απλανές και ηλίθιο. Η Λίλι έσκυψε προς το μέροςτου και με το άλλο χέρι της του γράπωσε τα αρχίδια και τα έστριβε λες και ήθελενα του τα ξεριζώσει. «πεντακόσια… αν με πας σπίτι και μου το διαβάσεις εσύ…» είπεκαι του έχωσε το στυλό στη μούρη. Ο Χιούι συνήρθε αμέσως, μιας και το πόσο των πεντακοσίων δολαρίωνήταν πολύ παραπάνω από το μισό του μηνιάτικο στον «Κήρυκα». Φυσικά κι ο έντονοςπόνος στα ζουλιγμένα αχαμνά του έπαιξε κάποιο ρόλο, αλλά ήταν διατεθειμένος να υποφέρειπολύ περισσότερα βάσανα για τόσα λεφτά. Πολύ περισσότερα όμως… Πήρε το στυλό από το παχουλό χέρι της Λίλι και άνοιξε το βιβλίογια πρώτη φορά. =============== Τα Κόκκινα Μικρά Σημάδια Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα γράμματα κι αυτό ήταν το λιγότερο.Ήταν τυχερός που κρατούσε το βιβλίο έτσι, που η παχύσαρκη γυναίκα δεν μπορούσε ναδει τα περιεχόμενά του, αλλιώς θα έφευγε ουρλιάζοντας και τρέχοντας από κει μέσα. Οι σελίδες του ήταν γεμάτες με μικρά κόκκινα σημάδια σαν τα σπυράκιατης ακμής, που κινιόνταν επάνω στο χαρτί σχηματίζοντας ανάγλυφα σχέδια. Ο Χιούι ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια του για να σιγουρευτείότι δεν είχε ψευδαισθήσεις, αλλά τα πράγματα γινόταν μάλλον χειρότερα κάθε φοράπου κοιτούσε το βιβλίο. Τα σημάδια άλλαζαν σχήμα με απίστευτη ταχύτητα και κάποιες φορέςέμοιαζαν να ενώνονται για να σχηματίσουν κανονικές λέξεις και προτάσεις. Μόνο γιαλίγο όμως, γιατί αμέσως μετά χώριζαν πάλι σε μια τρομακτική θύελλα σημείων που περιδιάβαινετις σελίδες του βιβλίου. Γύρισε μερικές σελίδες, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι τοφαινόμενο καταλάμβανε ολόκληρο το βιβλίο. Κάθε σελίδα ήταν γεμάτη από αυτά τα αφύσικακόκκινα εξογκώματα που έμοιαζαν με σταγόνες αίμα. Κυλούσαν στο εσωτερικό του χαρτιούσαν σε φλέβες και γέμιζαν κόμπους την επιφάνεια του. Ο Χιούι θα λιποθυμούσε εκείνη τη στιγμή αν δεν φοβόταν ότι θαχάσει πεντακόσια δολάρια. «Έ! Τι έγινε, θα υπογράψεις;» Είπε η Λίλι, ανυποψίαστη για τοαπόκοσμο θέαμα που παρακολουθούσε άναυδος ο Χιούι. «Αν είσαι καλός όσο φαίνεσαι θα σου δώσω περισσότερα… ίσως νασε συστήσω και σε μερικές φίλες μου...» του έσφιξε τη βάση του πέους και τον κοίταξεμε βλέμμα θολό από τον πόθο. Το στυλό στα δάχτυλα του κινήθηκε από μόνο του καθώς η Λίλι πέρασετο χέρι της από το άνοιγμα του φερμουάρ και τον χάιδευε κάτω από το παντελόνι. Άφησε τα διάστικτα από τις μικρές κουκίδες φύλλα να γυρίσουνστην πρώτη σελίδα και ακριβώς κάτω από το “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου”, έβαλε τηνυπογραφή του. “στην πολυαγαπημένη μου Λίλι… Χιούι Μπράντιτς” Χιλιάδες κόκκινεςσταγόνες περικύκλωσαν αμέσως αυτό που έγραψε… και αμέσως μετά συσσωματώθηκαν κάτωαπό τις ντελικάτες γραμμές του Μοντ Μπλαν και εξαφανίστηκαν. Ακριβώς πάνω στην ώραπου η ανυπόμονη γυναίκα τράβηξε το βιβλίο για να δει τι της έγραψε ο συγγραφέαςτης. «Ω! μα εσύ είσαι γλύκας αγόρι μου» είπε κι έκλεισε το βιβλίοπου παραδόξως χώρεσε στην μικρή τσάντα της. «δεν περιμένεις ότι θα το διαβάσω τώρα έτσι;… τώρα έχουμε άλλανα συζητήσουμε εμείς οι δύο...» ο Χιούι έμενε αμίλητος με το μυαλό του να μην μπορείνα συνέλθει από το σοκ. «θεέ μου… μα εσύ είσαι ντροπαλός…» είπε η Λίλι και το αιδοίοτης ήταν πλημυρισμένο στα υγρά καθώς ήδη αισθανόταν το τεράστιο καβλί του συνεσταλμένουΧιούι να πηγαινοέρχεται μέσα της. Πέταξε ένα πενηνταδόλαρο στο μπαρ και άρπαξε τοΧιούι από το μπράτσο. «Τα ρέστα δικά σου νεαρέ» είπε στον μάλλον μεσόκοπο φαλακρό μπάρμανκαι τράβηξε το άβουλο κορμί του Χιούι πίσω της. Η απόσταση μέχρι το παρκινγκ δενήταν μεγάλη αλλά η Λίλι βάδιζε γρήγορα τραβώντας τον Χιούι σαν άψυχη κούκλα ώσπουέφτασαν στο αυτοκίνητό της Τον έβαλε να κάτσει στο κάθισμα του συνοδηγού προσέχοντάς τονλες και ήταν παιδί και παρά τα κιλά της έτρεξε σαν τον άνεμο και μπήκε στην θέσητου οδηγού. Με απρόσμενη φούρια για γυναίκα οδηγό, ξεκίνησε το αυτοκίνητοαφήνοντας μια μακριά διπλή μαύρη γραμμή από λειωμένο ελαστικό που κάπνιζε στην άσφαλτο. Είχε τον πρώτο της οργασμό κάτω από την παλιά γέφυρα του Στάντονκαι τον δεύτερο μόλις έστριψε στην οδό Λεονάρντο Ντα Βίντσι πριν ακόμα ο Χιούι Μπράντιτςαπλώσει το χέρι του επάνω της. «Θεέ μου… τι είναι αυτό το πράγμα;» σκέφτηκε καθώς κορύφωνε καιπάτησε το γκάζι μέχρι το τέρμα... Η Λίλι Καντ έφτασε στο σπίτι της στο Χέιβενς Βάλεϋ σε λιγότερααπό πέντε λεπτά και μπήκε στο γκαράζ με τα λάστιχα του αυτοκινήτου να στριγκλίζουν.Για ελάχιστα εκατοστά δεν χτύπησε ο προφυλακτήρας του αυτοκίνητου στον τοίχο τουυπογείου. Την είχε καταλάβει μια απίστευτη επιθυμία για σεξ που άγγιζε τα όρια τηςυστερίας. Το σπίτι ήταν τεράστιο με οποιαδήποτε κριτήρια κι αν το εξέταζεκανείς. Είχε δυο πισίνες, μερικά γιακούτζι και τρείς μεγάλες κρεβατοκάμαρες. Τοσαλόνι θα μπορούσε άνετα να είναι γήπεδο του μπάσκετ και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοιμε πίνακες που πρέπει να κόστιζαν περιουσίες ολόκληρες. Ο Χιούι είχε θαμπωθεί τόσοαπό τον πλούτο και την χλιδή που σχεδόν είχε ξεχάσει το καταραμένο το βιβλίο. «έλα να σε πάω στο μπάνιο αγόρι μου» του είπε η Λίλι με φωνήπου έσπαγε από την ηδονή. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ο Χιούι Μπράντιτς ήταν τη ΛίλιΚαντ να είναι από πάνω του και να ουρλιάζει μέσα στην τεράστια αλαβάστρινη μπανιέρα.Θυμόταν το ζεστό νερό και τα τεράστια στήθια της να ανεβοκατεβαίνουν σα μπάλες σεελεύθερη πτώση και να τον χτυπάνε στο πρόσωπο με δύναμη. Θυμόταν τα αρώματα απότα αιθέρια έλαια και τα περίεργα ασημένια πλακάκια του πατώματος, και τέλος θυμότανότι έφτασε δυό φορές μέσα της. Αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν πολύ παραπάνω. Όταν ο Χιούι Μπράντιτς βρέθηκε στο αχούρι που είχε για σπίτι,αποκοιμήθηκε ξαπλωμένος με τα ρούχα πάνω στα βρώμικα σεντόνια του κρεβατιού τουκαι δεν ξύπνησε παρά αργά το απόγευμα της επόμενης ημέρας. =============== Η Επιταγή με το Όνομά του Ένας φάκελος ήταν στο μαξιλάρι δίπλα του και όταν τον άνοιξεβρήκε μέσα μια επιταγή. Έκανε αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που κρατούσεστα χέρια του. διάβασε το ποσό γέλασε με την καρδιά του. Σηκώθηκε με απίστευτη διάθεσηκαι κρατώντας την επιταγή στο χέρι πήγε στην τουαλέτα να κατουρήσει. Τρεις χιλιάδεςδολάρια ήταν δικά του. Ένοιωσε μια μικρή ανησυχία για το ενδεχόμενο να είναι ακάλυπτηαλλά θυμήθηκε σαν σε όνειρο την απόλυτη χλιδή στο σπίτι της Λίλι και χαμογέλασε.Φυσικά ήταν πολλά αυτά που δεν μπορούσε να φέρει στο μυαλό του από τη χτεσινή νύχτα. Πως έφτασε στο σπίτι του για παράδειγμα. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένοεδώ και τρία χρόνια που είχε μετακομίσει στο κτίριο και η γυναίκα δεν ήταν τόσοχειροδύναμη για να μπορέσει να τον ανεβάσει δύο ορόφους με τα πόδια. Και άραγε πιο ήταν το κόλπο μ’ αυτό το βιβλίο; Ήταν πραγματικό ή του έπαιξε κάποιο παιχνίδι η φαντασία του; Έσφιξε την επιταγή στα χέρια του και την ξαναδιάβασε για να σιγουρευτεί. Το ποσό ήταν εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο. «Τρεις χιλιάδες ολόφρεσκα δολάρια.» είπε στον εαυτό του ψηλαφώνταςμε τα ακροδάχτυλά του την λεία επιφάνεια του χαρτιού. Ήταν τόσο χαρούμενος όσο δενείχε υπάρξει ποτέ στην ζωή του. Αν η Χοντρή είχε κι άλλες φίλες σαν του λόγου της, τότε ίσωςνα μην χρειαζόταν να ξαναδουλέψει ούτε στον “Κήρυκα”, ούτε πουθενά αλλού. Αν καιαυτό με τον “Κήρυκα” έπρεπε να το σκεφτεί καλύτερα. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα του άρεσε να μην γράφει πια στην εφημερίδα.Ήταν σίγουρο όμως ότι θα ήθελε να αλλάξει γραφείο… εκείνο το μεγάλο άδειο δωμάτιομε το παράθυρο που έβλεπε στην οδό Σέντραλ, ήταν ότι έπρεπε. Ήταν το γραφείο τουαρχισυντάκτη τις παλιές καλές μέρες, όταν ο “Κήρυκας του Γούπταουν” είχε αρχισυντάκτη… Έψαξε περισσότερη από μισή ώρα να βρει καθαρά ρούχα για να φορέσει,άλλωστε είχε κάνει ολόκληρο μπάνιο χτες το βράδυ. Όταν τελικά ετοιμάστηκε, είχεήδη αποφασίσει να πάει να βρει τη Μάρσα και να τη βγάλει για φαί, όχι τίποτε σπουδαίοδηλαδή, ίσως στο κινέζικο του Τσάο Λι στην Σέντραλ Στριτ. Αργότερα θα περνούσε κιαπ’ τον “Κήρυκα” να δει τα μεϊλ του. Το μπουφάν του ήταν πεταμένο στο πάτωμα και από την αριστερήεξωτερική τσέπη εξείχε ένα βιβλίο. Το στομάχι του σφίχτηκε. Ο Χιούι δεν χρειάστηκενα του ρίξει δεύτερη ματιά, ήταν βέβαιος πως ήταν το “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου”. Ένοιωσε κάποιο φόβο καθώς η μνήμη του έφερε στην επιφάνεια ταγεγονότα στο μπαρ, αλλά από την άλλη αναγνώρισε πως το μυστηριώδες βιβλίο, ήτανίσως η μοναδική αιτία για τα λεφτά που του ζέσταιναν την καρδιά και την τσέπη. Τοπήρε στα χέρια του σχεδόν ευλαβικά κι αποφάσισε πως το βράδυ θα σκεφτόταν για αυτότο παράξενο συμβάν κι ίσως να το ξεφύλλιζε. Προς το παρόν το έβαλε με προσοχή στοάδειο συρτάρι του κομοδίνου δίπλα απ’ το κρεβάτι του και το κλείδωσε. Έβαλε το μικρόκλειδί στην τσέπη του παντελονιού του αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν τρύπιακι έφυγε. Φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν του περπατώντας τον κρύο και σκοτεινό διάδρομοπου οδηγούσε στο κλιμακοστάσιο. Η Μάρσα είχε δουλειά με τη δικογραφία του καινούργιου πελάτηκι έτσι ο Χιούι βγήκε για ποτό μόνος του. Ήξερε ένα ήσυχο στέκι για ιντελεξουέλμε καλή μουσική και μερικές εύπορες υποψήφιες γκόμενες. Από την άλλη δεν τον πείραζεη μοναξιά, ειδικά όταν είχε υποστεί τέτοια αφαίμαξη πρώτων υλών. =============== Νέα Εποχή για τον Χιούι Ο Χιούι Μπράντιτς Ήξερε πως κάτι άλλαζε στη ζωή του και ήθελενα ξεκαθαρίσει το μυαλό του. Ίσως και να ‘θελε να μείνει μόνος του. Να ονειρευτείένα φωτεινό και άνετο μέλλον και για πρώτη φορά στα είκοσι εννέα χρόνια της ζωήςτου, είχε στο νου του μερικούς σοβαρούς λόγους για να ελπίζει. Έσφιξε το κλειδί μέσα στην τσέπη του τριμμένου τζίν που φορούσεκι ένοιωσε ένα περίεργο κύμα αυθεντικής ευφορίας ενδορφινών να τον κατακλύζει. Δενήξερε γιατί, αλλά μέσα του γινόταν ένας αναβρασμός από ασύνταχτες σκέψεις και συναισθήματα. Η σίγουρα μεταφυσική περιπτωσιολογία των τελευταίων γεγονότωνείχε παραπέσει κάπου ανάμεσα στους χαοτικούς έλικες του μυαλού του. Δεν ήθελε να ξέρει γιατί το βιβλίο μπορούσε να εμφανίζεται καινα εξαφανίζεται. Δεν ήθελε να ξέρει γιατί έγραφε το όνομά του στο εξώφυλλο, Μακάρινα μπορούσε να θυμηθεί πιο ήταν το όνομα του πραγματικού συγγραφέα - γιατί ήξερεπως το είχε διαβάσει - αλλά δεν είχε δώσει σημασία. Αν και πέρασε από το μυαλό τουη αμελητέα πιθανότητα συνωνυμίας. Φυσικά θα ήταν το πρώτο που θα είχε προσέξει κιέτσι έβγαλε αυτό το ενδεχόμενο από την εξίσωση. Δεν ήθελε να ξέρει τι ήταν αυτά τα περίεργα κόκκινα σημάδια πουπεριδιάβαιναν τις σελίδες του αγνοώντας κάθε τι που ο Χιούι γνώριζε και καταλάβαινεγια τη φύση των πραγμάτων. Το μόνο που ήθελε να ξέρει στα σίγουρα ήταν η καθησυχαστική παρουσίατης επιταγής στην τσέπη του. «Τρία χιλιάρικα» είπε χαμηλόφωνα «τρία ολόκληρα χιλιάρικα γιαμια νύχτα… καθόλου ευτελές αντίτιμο… καθόλου ευτελές μάγκα μου.» Έσπρωξε τη ξύλινη μπαρόκ πόρτα και μπήκε στο μαγαζί που ο ιδιοκτήτηςτου το είχε βαφτίσει Κάρμα. Το μπαρ ήταν φωτισμένο από φανάρια με κεριά και η ατμόσφαιραήταν όμορφη και χαλαρή. Ένα ζευγάρι ήταν οι μόνοι πελάτες κι ήταν απόλυτα αφοσιωμένοιο ένας στον άλλον. Είχε σκοπό να κάτσει μόνος του σε ένα τραπέζι στο βάθος, αλλάκάτι στην κοπέλα που σέρβιρε τα ποτά στο μπαρ τον τράβηξε σα μαγνήτης. Δεν ήταν σεξουαλική έλξη, η χθεσινοβραδινή εμπειρία τον είχεεξαντλήσει και το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν το σεξ. Ίσως ήτανπου ένοιωθε - και ήταν - καθαρός και φορούσε όμορφα, καθαρά ρούχα. Ίσως πάλι να ήταν που δεν ένοιωθε παρακατιανός με τόσα λεφτάστην τσέπη του. Ίσως για πρώτη φορά πίστεψε ότι μπορούσε να συναναστραφεί μια κανονικήγυναίκα χωρίς να ντρέπεται για τον εαυτό του. Πάντως ότι και να ήταν, ο Χιούι κατευθύνθηκε στο μπαρ με μιαπρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση και αέρα αργόσχολου κοσμοπολίτη. «Καλησπέρα» είπε η όμορφη κοπέλα. «Τι να σου φέρω;» Ο Χιούι δεν είχε σκεφτεί τι θα πιεί. Κανονικά θα παράγγελνε τηνφτηνή μπύρα που έπινε τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Οι τσέπες του είχαν μόνιμο, σοβαρόκαι ανίατο πρόβλημα ρευστού, έπινε λοιπόν αυτό το ξέπλυμα γιατί δεν μπορούσε ναπληρώσει κάτι καλύτερο. Αλλά σήμερα ήταν αλλιώς. Σήμερα όλα ήταν αλλιώς. «Ένα Γκλένφιντιχ» άκουσε τον εαυτό του να λέει. «Σκέτο… χωρίςνερό και πάγο.» Ήταν το ποτό που έπινε το αφεντικό του στον “Κήρυκα” κι ο Χιούιτο παρήγγειλε χωρίς καν να το σκεφτεί. «Ξέρεις να πίνεις» του είπε χαμογελώντας η κοπέλα πίσω απ’ τομπαρ καθώς του ετοίμαζε το ποτό. Ήταν σίγουρος ότι δεν την είχε ξαναδεί εκεί, δεν την είχε ξαναδείστο Γούπταουν και τίποτα πάνω της δεν έμοιαζε να είναι ντόπιο. Πρέπει να ήταν κάτω από τα τριάντα κι αν την καλοκοιτούσες, μπορούσεςνα δεις επάνω της εκείνη τη σπάνια αρχοντιά που έχουν μερικές γυναίκες. Ήταν μιααπ’ αυτές που τις έλεγες κυρίες έστω κι αν δούλευαν στο πορνείο της οδού Κάσσιντυ. Ο προηγούμενος μπάρμαν και ιδιοκτήτης του Κάρμα, ήταν μια ξεφωνημένηαδερφή, απ’ αυτούς που ο Χιούι μισούσε θανάσιμα. Έβγαζε τα φρύδια του και φορούσεμέικ απ, αλλά πρόσεχε το μαγαζί του και μάζευε καλό κόσμο. Οπωσδήποτε ο Χιούι κρατούσε αυτές τις αντιλήψεις για τον εαυτότου. Δεν ήταν πολιτικά σωστό να εκφράζεις το μίσος σου για τους γκέι. Αλλά ο Χιούιτους έλεγε πουστάρες μέσα του έστω κι αν απ’ έξω τους χαμογελούσε υποκριτικά. Σίγουραδεν συμπαθούσε τίποτε διαφορετικό από αυτό που επέβαλε η καθεστηκυία τάξη. «Δεν είσαι από τα μέρη μας, είμαι σίγουρος» της είπε χαμογελώνταςμε το καλύτερο και προσεκτικά ανεπιτήδευτο χαμόγελο του αλά Τζορτζ Κλούνεϋ. «Όχι… όχι. Δεν είμαι από δω… μόλις χτές έπιασα δουλειά.» Ήταν όμορφη κοπέλα με καστανόξανθα μαλλιά, μεγάλα λαμπερά μάτιακαι υπέροχο σώμα. Τουλάχιστον το μέρος του, που ο Χιούι μπορούσε να δει πάνω απότο μπαρ, ήταν σίγουρα υπέροχο. «με λένε Ρίτα» του είπε και έτεινε το χέρι της. «Εμένα με λένε Χιούι… και όχι, δεν είμαι ανιψιός του ΝτόναλντΝταγκ…» Η Ρίτα και το Κάρμα Της έπιασε τα ντελικάτα δάχτυλα ιπποτικά κι αντί της συνηθισμένηςβάρβαρης χειραψίας, έσκυψε και τα φίλησε, ανάλαφρα, σχεδόν με αβρότητα. Μύριζαν έντονα απορρυπαντικό αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί τοάρωμα πραγματικής γυναίκας που τον ξύπνησε. Παρατήρησε σχεδόν από συνήθεια ότι τανύχια της ήταν περιποιημένα και ήταν σίγουρος ότι έκανε πεντικιούρ συχνά. Το δέρματης ήταν λείο και απαλό, χρησιμοποιούσε καλής ποιότητας καλλυντικά. Της κράτησε μερικά δευτερόλεπτα το χέρι, όχι περισσότερο απόόσο χρειαζόταν για να την φέρει σε μια μικρή αμηχανία. Η Ρίτα ήταν πραγματική γυναίκα. Προσπάθησε να θυμηθεί ποτέ είχεβρεθεί με μια πραγματική γυναίκα που δεν έφευγε τρέχοντας μακριά του. Δεν μπόρεσενα βρει τίποτα αισιόδοξο για να ανακαλέσει στη μνήμη του. Το πιο πιθανό ήταν ότι ο Χιούι Μπράντιτς δεν είχε ποτέ σχετιστείμε μια γυναίκα που ήταν κανονική από όλες τις απόψεις. Που μπορούσες να είσαι περήφανοςόταν περπατούσε δίπλα σου. Που είχε εκείνη την έμφυτη αξιοπρέπεια που εξήρε το φύλοτης. Μπορούσε να βάλει στοίχημα ότι η Ρίτα έκανε μπάνιο κάθε μέρακι ότι δεν φορούσε τα ίδια ρούχα για περισσότερο από μια φορά. Ήταν μια κανονικήγυναίκα με τα όλα της. «Είμαι από τη Νέα Υόρκη» είπε η κοπέλα «αλλά τελικά δεν άντεξατην πολυκοσμία και το θόρυβο. Όσο πιο Μεγάλο το Μήλο[1]τόσο μεγαλύτερο είναι το σκουλήκι ξέρεις… ενώ εδώ…» είπε κι έδειξε με το κεφάλιτης τα άδεια τραπέζια. «είναι ο παράδεισος της ησυχίας…» Το χαμόγελό της την έκανενα φαίνεται σαν απροστάτευτο κορίτσι στη μέση μιας κακόφημης συνοικίας, έστω κιαν έκρυβε πίσω του μια απολύτως ενήλικη απογοήτευση. «Μπα… μη γελιέσαι.» είπε ο Χιούι «Συνήθως έχει κόσμο. Όχι φυσικάόσο θα έχεις συνηθίσει, αλλά έχει κάμποσους πελάτες αυτό το στέκι... και έχει πραγματικάκαθαρά ποτά και καλή φήμη… Κάνεις καιρό αυτή τη δουλειά;». «φέτος κλείνω δεκατρία χρόνια πίσω από κάποιο μπαρ… και τώρααποφάσισα να έρθω εδώ για να βελτιώσω την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Να γλυτώσωλίγο καυσαέριο, να είμαι πιο κοντά στην εξοχή και τη φύση… τέτοια πράγματα» χαμογέλασεπάλι μα η κούραση φάνηκε να ξεπροβάλει κάτω από τα όμορφα χείλια της. «Δεν βλέπω ενδεχόμενονα κάνω τίποτα άλλο με τη ζωή μου ξέρεις… Μάζεψα λεφτά όλα αυτά τα χρόνια και τελικάκατάφερα να αγοράσω τούτο το μαγαζί. Νομίζω ότι αυτό ήταν το καλύτερο που μου έτυχε…ή που μπορούσα να κάνω.» «Μα αυτό είναι σπουδαίο!» είπε ο Χιούι και ένα μέρος του εαυτούτου το εννοούσε. «σε κερνάω ότι θέλεις για να γιορτάσουμε τον ερχομό σου στο Γούπταουν,την υπέροχη εξοχική πόλη μας!» Ίσως ήταν η πρώτη φορά που κερνούσε κάποιον για λόγουςπου δεν αφορούσαν τον ίδιο. Αλλά ένοιωθε μια ευφορία που δικαιολογούσε τα πάντα. «Σε ευχαριστώ… είσαι πάρα πολύ ευγενικός» είπε η Ρίτα «αλλά λογικάεγώ δεν θα έπρεπε να κεράσω πρώτη;» «αν το σκεφτείς λογικά, ίσως… εθιμικά όμως σίγουρα όχι. Κι αυτόείναι μια απόδειξη ότι είσαι φρέσκια στα μέρη μας, δεν μοιάζει να ξέρεις τα ντόπιακόλπα.» της είπε χαμογελαστός «Αν δεν θέλεις να προσβάλεις κάποιον, πρέπει να αποδεχτείςτο κέρασμά του, χωρίς αντιρρήσεις και υπεκφυγές...» ο καινούργιος Χιούι ήταν πραγματικάγοητευτικός. Έμοιαζε πολύ δύσκολο να του αντισταθείς. «Ωραία λοιπόν…» είπε η Ρίτα και πήρε ένα μπουκάλι βότκα από τηνκάβα. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι και συμπλήρωσε με τριμμένο πάγο και δυο μεζούρες χυμόπορτοκαλιού. Ο τρόπος που έφτιαχνε το ποτό, έδειχνε επαγγελματική ακρίβειακινήσεων και καθώς απομακρύνθηκε λίγο, έδωσε περιθώρια στο οπτικό πεδίο του Χιούινα μεγαλώσει. Είδε τον ωραιότερο πισινό που είχε δει ποτέ του. Καλοβαλμένο, λες με θεία χάρη, πάνω σε δυο μακριά σέξι πόδια.Απ’ αυτά που θα ήθελες πολύ να σου αγκαλιάζουν τη μέση τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό ήταν το σημείο που ο Χιούι θα έπρεπενα αρχίσει να σκέφτεται την άτακτη υποχώρηση. Ήξερε από εμπειρία ότι οι θηλυκέςκάτοχοι αυτών των υπέροχων πισινών, ποτέ δεν του έδιναν σημασία. Στην καλύτερη περίπτωση θα έπαιζαν για λίγο με τον πόθο του καιστο τέλος θα τον αγνοούσαν επιδεικτικά. Καμιά καθώς πρέπει γυναίκα δεν θα ήθελενα κυκλοφορήσουν φήμες ότι την κουτουπώνει ο Χιούι Μπράντιτς. Αλλά σήμερα ήταν αλλιώς. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο είδε στομυαλό του το εξώφυλλο του μυστηριώδους βιβλίου και έσφιξε ασυναίσθητα το κλειδίστην τσέπη του. Το βιβλίο ήταν κλειδωμένο στο συρτάρι του κομοδίνου του, αλλά ένακομμάτι της απίστευτης μαγείας του είχε καρφωθεί στο μυαλό του Χιούι και έμοιαζενα κερδίζει έδαφος. Η Ρίτα πλησίασε στο μπαρ κρατώντας το ποτό της και ήταν σίγουροπως είχε δει το βλέμμα του να την περιεργάζεται. Ανταποκρίθηκε άμεσα πηγαινοφέρνονταςτους γλουτούς της λίγο περισσότερο απ το κανονικό. Όχι πολύ… Όσο ακριβώς χρειαζότανγια να κάνει έναν άντρα να την δει στα όνειρά του. Η Ρίτα ήξερε από άντρες όσο ήξερε και από ποτά κι ο Χιούι ήτανη κλασική περίπτωση επαρχιώτη δον Ζουάν. Αλλά χωρίς την άγρια σεξουαλική πείνα σταμάτια του, που χαρακτήριζε τα δεκάδες βλαχαδερά που την είχαν κορτάρει στο παρελθόν. Δεν ήταν άσχημος άντρας, το πρόσωπό του ήταν αρρενωπό με γωνίεςκαι σκληρές γραμμές που τόνιζαν τα χαρακτηριστικά του. Τα μάτια του ήταν σκούραπράσινα κι έδειχναν ένα έξυπνο μυαλό να δουλεύει υπερωρίες από πίσω τους. Είχε μάλλονωραίο χαμογελαστό στόμα που έγερνε λίγο στη μια άκρη και ωραία ίσια δόντια. Η μύτη του ήταν ίσως λίγο μεγαλύτερη από το ιδανικό, μα είχεφαρδύ κούτελο με πλούσια καστανά μαλλιά να το στεφανώνουν. Ήταν θελκτικός με κάποιοαπροσδιόριστο τρόπο. Ναι… ο Χιούι, που δεν ήταν ανιψιός του Ντόναλντ Νταγκ, μπορούσεςνα πεις ότι ήταν ωραίος άντρας… κι όσο τον κοιτούσε η Ρίτα της φαινόταν ωραιότερος. Η αλήθεια είναι ότι ο Χιούι δεν φαινόταν μόνο να αλλάζει. Όσοπερνούσε η ώρα άλλαζε πραγματικά. Κάτι περίεργο γινόταν πίσω από το πρόσωπό τουπου τον μεταμόρφωνε. Αργά και δυσδιάκριτα ίσως, μα ο κύριος Μπράντιτς άλλαζε σεκάποιον άλλο… καινούργιο άνθρωπο. Μια συνεχής κι αδιόρατη αλλαγή από μέσα προς ταέξω, που αν δεν τον ήξερες καλά θα περνούσε σχεδόν απαρατήρητη. =============== Ο Ξένος «Αφού πλέον ξέρεις τα πάντα για μένα, πες μου τώρα τι δουλειάκάνεις εσύ… αν δεν είμαι τελείως αδιάκριτη βέβαια…» τον ρώτησε φορώντας το καλύτεροχαμόγελό της. Ήθελε να μάθει για αυτόν, περισσότερο από καθαρόαιμη γυναικεία περιέργειαπαρά για τους τύπους. Ο Χιούι την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει.. «Συγγραφέας είμαι» άκουσε τον εαυτό του να λέει. Μέσα του γινόταν μια πάλη μεταξύ του παλιού εαυτού του και κάποιουάλλου, καινούργιου. Κάποιου ξένου που εισέβαλε αργά και σταθερά στην ζωή του αλλάζονταςαυτό που μέχρι σήμερα ήταν η πραγματικότητά του Χιούι. Όταν είπε πως ήταν συγγραφέαςένοιωσε βαθιά μέσα του πως ήταν η αλήθεια. Έστω και αν ο ίδιος ήξερε καλύτερα απόοποιονδήποτε άλλον ότι δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερο ψέμα. «Και μάλιστα τυχαίνει…» είπε καθώς έψαξε στην τσέπη του μπουφάντου που είχε κρεμάσει στην πλάτη του καθίσματος… έβγαλε ένα κόκκινο βιβλίο. «… ναέχω αυτό μαζί μου.» Άφησε το “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου” στον πάγκο μπροστά από τηνέκπληκτη Ρίτα. Ο Χιούι ήταν χαμένος μέσα σε ένα σκοτεινό σύννεφο. Το μυαλό τουήταν άδειο αλλά και τόσο γεμάτο που του ήρθε ναυτία. Έκανε κι έλεγε πράγματα πουδεν ήταν στις προθέσεις του κι αυτό τον έκανε να θέλει να ξεράσει. Φοβόταν πολύ. Ήταν σίγουρος ότι το είχε κλειδώσει στο συρτάριτου κομοδίνου. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το κοίταξε αφηρημένος. Ναι… Ήταν σίγουρος ανάθεμά το. Είχε κλειδώσει το συρτάρι καιείδε ότι το γαμημένο ήταν μέσα. Ήταν απόλυτα σίγουρος. Αλλά η Ρίτα είχε ήδη το βιβλίο στα χέρια της και το περιεργαζόταν. «Ας μην το ανοίξει θεέ μου» σκέφτηκε ο Χιούι «Τι σημαίνει “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου”;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Τσάμπα, φτηνά…» απάντησε ο Χιούι. Φάνηκε σαν να το σκέφτηκελίγο. «Κάτι σαν δώρο» συμπλήρωσε. Η φωνή ήταν η δική του και βγήκε από το δικό του λαρύγγι, αλλάαυτές οι λέξεις ειπώθηκαν μόνες τους, χωρίς τη θέλησή του. Ένοιωθε σαν να υπήρχεκάποιος υποβολέας μέσα του και Βίωνε την τρομακτικότερη εμπειρία της ζωής του. Κατέβασεόλο το ποτό του σαν να ήταν νερό και ένοιωσε τα σωθικά του να παίρνουν φωτιά. «Αν έχεις χρόνο μπορώ να στο δώσω να το διαβάσεις…» είπε πάλιη φωνή του χωρίς την δική του θέληση. Ο ξένος μέσα του μεγάλωνε και τον εκτόπιζεστις παρυφές της ίδιας της συνείδησής του. Ακόμα και η όρασή του έμοιαζε να θολώνει. «Ω! θα μου κάνεις τέτοια χάρη… σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ…» τον κοίταξεμε τα μεγάλα μάτια της και ο Χιούι μέσα του ήθελε να της ουρλιάξει να μην τολμήσεινα ανοίξει το γαμημένο το βιβλίο. Αντί για αυτό της χαμογέλασε σαν να μην συνέβαινετίποτα. Μια τρομακτική σκέψη είχε αναδυθεί στο μυαλό του εδώ και λίγαλεπτά, μα του ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι τέτοιο πράγμα μπορούσε να συμβεί. Όχιστον πραγματικό κόσμο. Ήξερε ότι είναι αλήθεια όμως, το ήξερε μέχρι τα βάθη της μίζερηςκαι φιλοχρήματης καρδιάς του που ίσως είχε βρει την συγκίνηση του κεραυνοβόλου έρωτα. Έπρεπε να της πάρει το βιβλίο από τα χέρια και να γυρίσει αμέσωςσπίτι του. Έπρεπε να διαβάσει τα κόκκινα σημάδια και τώρα ήξερε πως. Αλλά έπρεπενα το κάνει τώρα. Πριν να είναι αργά για την αθώα Ρίτα και τον ίδιο. «Μπράντιτς είναι το επώνυμό σου;» «Ναι, Χιούι Μπράντιτς… στις υπηρεσίες σας πανέμορφη δεσποσύνη.»έκανε μια υπόκλιση αλλά τα μάτια του δεν άφησαν τα δικά της ούτε δευτερόλεπτο. Ένοιωθεπαρίας μέσα στο ίδιο του το κορμί και θύμωσε. Η απελπισία του έδωσε τη δύναμη να νικήσει τον ολοκαίνουργιοΧιούι Μπράντιτς. Για λίγο μόνο κατάφερε και κυριάρχησε τις σκέψεις και το σώμα του,αλλά ήταν όσο χρειαζόταν. Άρπαξε το τέρας από τα χέρια της Ρίτα που είχε ήδη ανοίξει τιςπρώτες σελίδες και το έχωσε βιαστικά στη τσέπη του μπουφάν του. Ο ξένος μέσα του έκανε ένα διστακτικό βήμα πίσω. «Πρέπει να φύγω τώρα… συγνώμη» της είπε κι άφησε είκοσι δολάριαμπροστά της. Η έκπληκτη Ρίτα έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα ανοιχτό αλλά ο Χιούιδεν είχε χρόνο για εξηγήσεις. Και ίσως να μην είχε ποτέ πλέον χρόνο για οτιδήποτεστη ζωή του. Αν δεν προλάβανε να σταματήσει τη μίτωση όλα θα τελείωναν εκείνη τημέρα. Έφυγε από το "Κάρμα" και την όμορφη, νέα ιδιοκτήτριάτου σχεδόν τρέχοντας. Του άρεσε η Ρίτα και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε νακάνει κάτι πραγματικά αλτρουιστικό. Μέσα του γεννιόντουσαν συναισθήματα για αυτή τη γυναίκα, πουδεν είχε νοιώσει για καμιά άλλη, δεν θα άφηνε το βιβλίο να την γράψει στα περιεχόμενάτου έστω κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε. =============== Το Τέρας Κατέβηκε την οδό Μπάρλοου τρέχοντας κι έστριψε στην Χάφγουεϊμε όλη του την ταχύτητα. Πέρασε μπροστά από το νοσοκομείο και απέφυγε την τελευταίαστιγμή έναν μεθυσμένο τύπο που τραγουδούσε φάλτσα το knocking on the heavens door. "Δυο τετράγωνα ακόμη" σκέφτηκε και επιτάχυνε. Τα πόδια του τον πονούσαν και οι πνεύμονές του είχαν πάρει φωτιάαλλά δεν μπορούσε να σταματήσει, δεν τολμούσε να αφήσει στον ξένο ούτε δευτερόλεπτοανάπαυλας. Έπρεπε να δει με τα μάτια του το κλειδωμένο συρτάρι που είχεαφήσει το βιβλίο. Έλπιζε να είναι άδειο, για το όνομα του θεού, έλπιζε να είναιάδειο… Έπρεπε να διαβάσει το απόκοσμο τέρας πριν από οποιονδήποτε άλλοάνθρωπο. Έπρεπε να γράψει το τέλος μόνος του. Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο και μπήκε στο μικρό διαμέρισμα σανσίφουνας. Το συρτάρι του κομοδίνου ήταν κλειστό και τίποτα δεν έδειχνεσημάδια διάρρηξης. Όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο. Ήξερε πια ότι το βιβλίο ήταν μαγικόαντικείμενο ενός άλλου κόσμου. Ήξερε και πολλά άλλα πράγματα που ξεπηδούσαν στοκεφάλι του σαν ένα σιντριβάνι εφιαλτικών εικόνων και ιδεών, που δεν ήταν δικές του.Ήταν του ξένου που τώρα είχε λουφάξει σε κάποια σκοτεινή γωνία του μυαλού του. Ανάβλυζε μια κακία που δεν μπορούσε να την χωρέσει ο ανθρώπινοςνους κι ο Χιούι πνιγόταν απ’ αυτήν. Κάθισε στο κρεβάτι με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά σαν τύμπανο.Προσπάθησε να πάρει μια ανάσα γιατί το τρέξιμο τον είχε κάνει ράκος και πονούσεη σπλήνα του, αλλά δεν είχε χρόνο. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το κοίταξε, ναι… ήταντο κλειδί του συρταριού. Έχωσε το άλλο χέρι στην τσέπη του μπουφάν του και τράβηξεέξω το βιβλίο. “Έναντι Ευτελούς Αντιτίμου” έγραφε με κείνα τα μεγάλα γράμματα. Καιστο κάτω μέρος… “Ένα Εκπληκτικό Βιβλίο του Χιούι Μπράντιτς” Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του και ήξερε ότι η μοίρα του τονοδηγούσε στην καρδιά μιας απίστευτης περιπέτειας. Κι ο Χιούι ήταν ο ακαταλληλότεροςάνθρωπος στον κόσμο για να την διαχειριστεί. Έβαλε το κλειδί στην τρύπα του συρταριού και τα χέρια του έτρεμαν.Ήθελε να σηκωθεί να φύγει από κει μέσα. Να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να μην πιάσειποτέ το γαμημένο το βιβλίο στα χέρια του. Ο Χιούι ήταν ένας απλοϊκός άνθρωπος αλλά η μοίρα του δεν ήτανκαθόλου έτσι. Ήθελε να γυρίσει στον παλιό καλό τεμπέλη εαυτό του, που τον απασχολούσεμόνο το τι θα βάλει στο στομάχι του και ποια θα κάτσει στο πουλί του. Χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ με τα περίεργα κόλπα της νέας εποχής,έχασε μια σειρά από τρομακτικές συμπτώσεις στην ζωή του. Δεν πρόσεξε ποτέ την σημαδιακήαλληλουχία των ημερομηνιών που στιγμάτιζαν τη ζωή του με γεγονότα παγκόσμιας κλίμακαςπου έτσι κι αλλιώς δεν τον ενδιέφεραν. Ο κόσμος του έφτανε μερικά μίλια στα περίχωρα του Γούπταουν κιεκεί τέλειωνε η σχέση του με το υπόλοιπο σύμπαν των ανθρώπων. Δεν πίστευε σε θεούς και δαίμονες ο Χιούι. Θεωρούσε ανόητουςαυτούς που διάβαζαν τα ζώδια στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Δεν πίστευε ούτεστην τύχη, ούτε στις συμπτώσεις. Πίστευε ότι το μεταφυσικό ήταν η μεγαλύτερη μπίζνααπό την αρχή του κόσμου κι ότι οι άνθρωποι ήταν θύματα αυτής της παγκόσμιας συνομωσίαςαπομύζησης πόρων, γιατί απλά ήταν ένα τσούρμο φοβισμένοι ανόητοι. Αν έχεις δυο χιτώνες να δώσεις τον ένα είχε πει ο Ναζωραίος.Αλλά για τους ευαγγελιστές που τον υπηρετούσαν, οι χιτώνες δεν είχαν καμιά ιδιαίτερηαξία. Ευτυχώς που είχαν πείσει τους πιστούς ότι το ίδιο ίσχυε και για τα λεφτά τουςκαι το σπίτι τους κι ότι άλλο είχαν στην κατοχή τους. Φυσικά αυτοί οι τύποι πουσε έγδυναν στο όνομα του θεού, δεν μοιραζόντουσαν τίποτα με κανέναν. Ούτε καν μετην εφορία… και ίσως αυτές να ήταν οι μόνες πραγματικά καλές ιδέες που είχε ο ΧιούιΜπράντιτς Το προϊόν του φόβου για το άγνωστο· και της παράλογης πίστηςστον θεό, καταλήγει σαν από θαύμα στις ήδη ξέχειλες τσέπες των τηλεαστέρων του υψίστουπου σπέρνουν φόβο και θερίζουν δολάρια. Κατάλαβε ότι ασυναίσθητα ανέβαλε το άνοιγμα του καταραμένουσυρταριού. Και ήταν απόλυτα λογικό, γιατί κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θαήθελε να είναι στη θέση του Χιούι και ακόμα λιγότερο, να κάνει ότι έπρεπε να κάνειαυτός. Μόνο που ο Χιούι ήταν οτιδήποτε άλλο πλέον εκτός από φυσιολογικόςάνθρωπος. Ήταν επιτέλους ερωτευμένος. Έβαλε το κλειδί στην τρύπα και το γύρισε ξεκλειδώνοντας το συρτάρι.Πήρε μια βαθιά ανάσα και το άνοιξε διάπλατα. Το βιβλίο ήταν ακριβώς εκεί που το είχε αφήσει. Κάτι κατέρρευσε μέσα του. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει απότον τρόμο που ήξερε ότι θα του χτυπούσε την πόρτα. Το βιβλίο έφτιαχνε κλώνους τουδαιμονικού εαυτού του κι ο Χιούι ήταν ο φορέας τους. Το έπιασε προσεκτικά και το έβαλε δίπλα στο άλλο που είχε ακουμπήσειπάνω στο μαξιλάρι του. Μόνο που δεν ήταν απολύτως ίδιο. Δεν μπόρεσε να προσδιορίσειτη διαφορά αμέσως. Μοιάζανε ίδια αλλά κάτι δεν ήταν σωστό. Κοίταξε για πολύ ώρατα δυο αντίτυπα προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αλλιώς. Κατάλαβε τι συμβαίνει όταν τα πήρε και τα δύο στα χέρια του.Το αντίτυπο που ήταν στο συρτάρι ήταν σίγουρα βαρύτερο από το άλλο. Αισθητά βαρύτερο. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την θέληση για να ανοίξειτο βιβλίο. Τα κόκκινα σημάδια που είχε δει την πρώτη φορά, τώρα είχαν κατασταλάξεισε λέξεις και προτάσεις. Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από την πρώτη σελίδα κι ένοιωσετο ανάγλυφο των γραμμάτων πάνω στο χαρτί. Θα ορκιζόταν ότι ακουμπούσε κάτι ζωντανό. Έκλεισε τα μάτια του για να πάρει κουράγιο και σκέφτηκε τα όμορφαμάτια της Ρίτα. Ήταν η πιο ευχάριστη ανάμνηση των τελευταίων χρόνων. Ίσως αν ήταναλλιώς τα πράγματα ... Η Ρίτα ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε γνωρίσει και ήτανάξια να την ερωτευτεί κάποιος. Όταν ένοιωσε έτοιμος, άρχισε να διαβάζει… =============== « Η δεσποινίς Λίλι Καντ δεν ήτω ανέκαθεν ευτραφής, η ιταμή κατάρατης περισσίας του πάχους της, ξεκίνησε εν παραλλήλω μιας μοναδικής ευλογίας.» Ο Χιούι έκανε προσπάθεια να καταλάβει την περίεργη παλιά γλώσσαπου ήταν γραμμένο το κείμενο. «Από τη χαρμόσυνη μέρα που κληρονόμησε την τεράστια περιουσίατου θείου της, ήταν ωσάν άλλαξε ο κόσμος εν τω συνόλω αυτού. Μια τεράστια λαιμαργίαεγεννήθει μέσα της, ανάλογη του μεγέθους της κληρονομίας και επεκτάθει έως ότουκαι το σώμα της εξέλαβε διαστάσεις ανάλογες του κολοσσιαίου κεφαλαίου, το οποίοπλέον ήτο ασφαλώς και νομοτύπως εις την κατοχήν της. Λαιμαργία προς όλας τας ακολασίας και τας απολαύσεις, τα πολυτελήεδέσματα, την άκαρπη συνουσία και χωρίς εν γένει τους απαραίτητους ηθικούς φραγμούς,τη ζωή την ίδια.» =============== Διάβαζε το κείμενο που σχημάτιζαν οι μικρές κόκκινες κουκίδεςμε το στόμα ανοιχτό. Το στυλ θύμιζε έντονα κάποιους δυσνόητους προπολεμικούς συγγραφείςκαι είχε μια χροιά σαρκασμού και επίκρισης. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι τοβιβλίο εξιστορούσε τη ζωή της Λίλι Καντ. Προσπέρασε μερικές πυκνογραμμένες σελίδεςκαι συνέχισε την ανάγνωση. =============== «… είχε παραγκωνίσει τη νεότερη θυγατέρα του κληροδότη θείουτης καθώς τον αποπλάνησε με τα πλούσια θέλγητρά της. Εκείνος υπέκυψε ευκόλως ειςτας θωπείας της νεοτάτης και ελκυστικής ανεψιάς του διαπράττοντας το άθλιο και ασυγχώρητοαμάρτημα της κατά συρροήν αιμομιξίας…» «Μεγάλη τσούλα η Λίλι» σκέφτηκε ο Χιούι που μόλις κατάλαβε τηνπροέλευση της χλιδής που απολάμβανε η χοντρή ερωμένη του... «οι αμαρτωλές σχέσεις μεταξύ των δυο εραστών ελάμβαναν χώρα έωςότου η Λίλι Καντ, θυγατέρα του Ερνέστο και της Γιοβάννα Καντ, απέσπασε την υπογραφήεπί των αναγκαίων εγγράφων δια των οποίων ο μεθυσμένος από την ηδονή θείος της αποδέχθειτην αποκλήρωση της ιδίας της θυγατρός του και μεταβίβασε όλα του τα περιουσιακάστοιχεία εις την πληθωρική Λίλι.» «Ο μετά τριημέρου θάνατός του - από ανακοπή της καρδίας - αποδόθειεις πολύωρη εξαιρετική σωματική καταπόνηση εξ αιτίας εργασίας. Το κοινωνικό κύροςτου αποθανόντα είχε προστατευθεί δια ψευδών ανακοινώσεων. Την απόλυτη αλήθεια, μόνονη βαρυπενθούσα Λίλι Καντ εγνώριζε και φυσικά δεν απεκάλυψε δημοσίως ποτέ.» Ο Χιούι πέρασε μερικές σελίδες και είδε ένα καινούργιο κεφάλαιο.«Η ιδιοτελής Δεσποινίδα Χάνα Σάρεϋ». Γύρισε μερικές σελίδεςακόμα μέχρι που έφτασε στο επόμενο κεφάλαιο. «Ο Ανέντιμος κύριος Τζέισον Μπράουν»και λίγο μετά «Το ψεύδος και η δεσποινίδα Μάριαν Γκόλντ». Το βιβλίο ήταν γεμάτομε παρόμοιους τίτλους και ονόματα που μερικά ήταν γνωστά και άλλα τελείως άγνωστα… Ότι πρόλαβε να διαβάσει, έμοιαζε με ξεμπρόστιασμα κρυφών αμαρτιών.Πράγματα σαν κι αυτά που τα κρατάς ασφαλισμένα μέσα σου και αν τύχει να τα σκεφτείςποτέ, σου φέρνουν μια ανατριχίλα αηδίας και ντροπής για το ίδιο τον εαυτό σου. Τοβιβλίο ήταν γεμάτο από τέτοιες μικρές αποκαλύψεις. Ο Χιούι άφησε το αντίτυπο που βρήκε στο κλειδωμένο συρτάρι καιπήρε στα χέρια του εκείνο που είχε εμφανιστεί σήμερα, μέσα στην τσέπη του μπουφάντου στο Κάρμα. Αργότερα θα πήγαινε στον Κήρυκα να πάρει και το άλλο που είχε αφήσειεπάνω στο γραφείο του. Μια ιδέα για το τι είδους διάβολος ήταν το βιβλίο, είχε αρχίσεινα σχηματίζεται στο μυαλό του εδώ και ώρα. Μα η αλήθεια ήταν απείρως τρομακτικότερηαπό την ιδέα που είχε γεννηθεί στο απλοϊκό μυαλό του Χιούι Μπράντιτς… ή τουλάχιστον,στο μέρος του μυαλού του που του ανήκε ακόμα. =============== Το αντίτιμο της ελευθερίας. Ο Δίκταμος είχε μείνει πολύ καιρό στον επάνω κόσμο και είχε συνηθίσειτην καλή ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους. Όταν ήρθαν τα μαύρα σκυλιά για να τον αναζητήσουν, κρύφτηκε μέσαστο βιβλίο του. Το αντικείμενο που κάθε δαίμονας κρατούσε για να σημειώνει τις ψυχέςπου του ανήκαν. Ήταν το βιβλίο των εσόδων από τις δραστηριότητές του στη γη καιήταν άδειο σαν τους ερημότοπους της κόλασης. Ήξερε ότι τα σκυλιά θα τον ανακάλυπταν αργά ή γρήγορα και θατον έσερναν πίσω στον κόσμο από όπου είχε δραπετεύσει. Και η μόνη εγγύηση για τηνεπιβίωσή του εκεί κάτω ήταν το βιβλίο. Η μόνη πιθανότητα ήταν να φτιάξει μια δικιάτου κόλαση με ψυχές που όμως δεν είχε φροντίσει να αποχτήσει. Ο πάνω κόσμος είχεαλλοτριώσει τις κακές προθέσεις του και τον είχε κάνει μαλακό κι ανόητο. Και τώρα έπρεπε να κάνει κάτι για να σώσει τη ψυχή του από ταδόντια των κυνηγών. Είχε εξαντλήσει όλο τονεξαγορασμένο χρόνο του στη γη περνώντας καλά και χωρίς να σκέπτεται ότι το αναπότρεπτοτέλος πλησίαζε. Ήθελε να ζήσει και έπρεπε να βρει τον τρόπο. Αλλά δεν θα μπορούσε να σπάσει το συμβόλαιο που ήταν δεμένοςαν δεν έκανε κάτι που ενώ ήταν καλό, θα προκαλούσε το κακό. Κι αυτό ήταν το μοναδικόμικρό παραθυράκι στον προαιώνιο νόμο. Έπρεπε να κερδίσει τις ψυχές του κάνονταςμια καλή πράξη κι αυτό είναι αδιανόητο για οποιονδήποτε Δαίμονα που θέλει να σέβεταιτον εαυτό του. Πήρε χρόνια μέχρι να βρει κάποιον σαν τον Χιούι Μπράντιτς. Μεαυτή την συγκεκριμένη προδιάθεση και τον τύπο που θα μπορούσε να φορτωθεί με όλεςτις μικρές αμαρτίες που φούσκωναν τις ψυχές των ανθρώπων. Από παιδί ο Χιούι έδειξε δείγματα της έλλειψης των βασικών ανθρώπινωναρετών. Αλλά ο Δαίμονας που αυτοαποκαλούνταν Δίκταμος δεν αρκέστηκε στην φυσικήροπή του θύματός του. Τον μελέτησε και τον διαμόρφωσε από την μέρα που γεννήθηκε. Τουέστησε την σκηνή του θεάτρου της ζωής και του κουνούσε τα νήματα σαν να ήταν μαριονέτα.Ζύμωσε τον χαρακτήρα του με ψέμα και υποκρισία και τον έψησε στον φούρνο της ιδιοτέλειαςκαι του συμφεροντολογισμού. Και μόνο τότε πίστεψε ότι ίσως θα μπορούσε να σωθείαπό την κόλαση. Γιατί ο Δίκταμος είχε σχέδιο. Ένα σχέδιο που κάνοντας καλό γεννούσετο κακό κι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Δώρισε το Βιβλίο των Ελαττωμάτων στον Χιούι Μπράντιτς και περίμενεκρυμμένος στις σελίδες του. Ήταν σίγουρος ότι ο Χιούι θα αποδεχόταν την ιδιοκτησίατου βιβλίου. Κάτι που έκανε όταν τον ρώτησε η Λίλι Κάντ αν ήταν δικό του. Φυσικάείχε απαντήσει καταφατικά και μάλιστα έβαλε την υπογραφή του χωρίς καμιά δυσκολία. Το βιβλίο εξαγόραζε τις αμαρτίες του Χιούι με τις ψυχές των θυμάτωντου και μάλιστα με την ευθύνη της υπογραφής του. Κάμποσα καλά πράγματα θα συνέβαινανστον παραδόπιστο Χιούι τα επόμενα χρόνια και όλα θα πατούσαν πάνω σε πτώματα αμαρτωλών.Το βιβλίο θα γέμιζε με ποθητές , υπέροχες ψυχές. Όσο καλύτερος άνθρωπος γινόταν ο βρωμιάρης Χιούι τόσες ζωές θαμαζεύονταν στα δίχτυα των στιγμάτων. Οι αμαρτωλοί θα πλήρωναν με τη ζωή τους καιο Δίκταμος θα έχτιζε τον τοίχο της προστασίας του από τον αφανισμό της δικιάς τουψυχής. Κάθε ένας που αποδεχόταν το βιβλίο γινόταν ο σπορέας του κακούκι έχανε την αιώνια ψυχή του. Αλλά στο τέλος ο Δίκταμος θα είχε πετύχει… αν μπορούσενα μετατρέψει σε απόλυτο κακό το ελάχιστο καλό που χάριζε στον Χιούι. Φυσικά υπήρχε μια τρύπα στο σχέδιο. Πάντα υπήρχε μία τέτοια,που μπορούσε να χαλάσει την παγίδα, κι αυτή η τρύπα ήταν ο ίδιος ο Χιούι. Το Τέλος Ήταν ψηλά και τον έπιασε ναυτία. Είχε όμως αποφασίσει ότι έπρεπενα το κάνει. Μόνο έτσι θα έσωνε τη Ρίτα κι ένας θεός ήξερε πόσους άλλους. Ξανακοίταξε κάτω και ασυναίσθητα πιάστηκε από το κάγκελο τουεξώστη. Δεκατρείς όροφοι ήταν μεγάλη απόσταση για να ταξιδέψεις κι αντο τέρμα ήταν η μαύρη άσφαλτος, το άλμα φάνταζε ακατόρθωτο. Αλλά την αγαπούσε τηΡίτα, την αγαπούσε περισσότερο κι από τον εαυτό του και τώρα έπρεπε να το αποδείξει. Ο αλτρουισμός του Χιούι ήταν πάντα μια αμελητέα ποσότητα τουχαρακτήρα του, αλλά ο κεραυνοβόλος έρωτας του για τη Ρίτα έγινε βατήρας που εκτόξευσεστα ύψη αυτή την ταπεινή αρετή του. Την μοναδική που αμέλησε να ξεριζώσει ο Δίκταμος.Ήταν έτσι κι αλλιώς ένα απειροελάχιστο ίχνος, πνιγμένο μέσα σε τόνους από συναισθηματικάσκουπίδια. Τόσο που ούτε καν φαινόταν. Ο Χιούι αναστέναξε και σκέφτηκε τη Ρίτα για μια τελευταία φορά.Ήταν υπέροχη όπως τον κοιτούσε στα μάτια όταν της μιλούσε και το χέρι του άφησετο κάγκελο να γλιστρήσει. Ο αέρας σφύριζε στα αυτιά του και τα πνευμόνια του γέμισαν μετην ανάμνηση της μυρωδιά της, μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν γεμίσουν μετο αίμα του. Το βιβλίο ήταν στην τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του και τη στιγμήπου ο Χιούι άφησε την στερνή του ανάσα με φυσαλίδες από αίμα να βγαίνουν απ’ τοστόμα του, το βιβλίο πήρε φωτιά και κάηκε μέχρι την τελευταία του σελίδα. Ο Χιούιείχε φροντίσει να είναι το πρωτότυπο. Αυτό που είχε υπογράψει με το ίδιο του τοχέρι. Ακόμα και το μικρότερο, το πιο παραμελημένο λουλούδι στον χέρσοκήπο της ψυχής ενός ανθρώπου, μπορεί να γεμίσει με το άρωμά του ολόκληρο τον κόσμο.Κι αυτό το μάθημα το έμαθε ο Δαίμονας Δίκταμος, πληρώνοντας το πιο ακριβό αντίτιμο. Τέλος <br clear="all">[1] ΣΤΜ. Big Apple / Μεγάλο Μήλο –ονομασία της Νέας Υόρκης που ο συγγραφέας εδώ χρησιμοποιεί σε λογοπαίγνιο. Edited July 1, 2011 by Martin Ocelotl Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted July 1, 2011 Share Posted July 1, 2011 Είναι καλό. Νομίζω οτι απο άποψη γραφής, είναι ίσως πιο κοντά σε αυτην που αρέσκομαι να διαβάζω, παρά οποιοδήποτε άλλο διήγημα των βιβλιοθηκών του sff. Εχει πάρα πολύ καλό ρυθμό χωρίς να κάνει πουθενα κάποια κοιλιά (εκτός απο το σημείο με την Λίλι που θα ήθελε κάποιο ραφιναρισμα), το απαραίτητο χιούμορ αλλά και αγωνία. Η ψυχογράφηση των χαρακτήρων είναι πολύ καλή για το μέγεθός του, αλλά απο την στιγμη που αποφάσισες να γράψεις κάτι μεγάλο (περα απο τα στενά όρια που συνηθίζονται εδω) θα μπορούσες να ανοίξεις ακόμη περισσότερο το διήγημα. Ο Δικταμος έρχεται αργά και θέλει λίγες περισσότερες γραμμές για να τον "δω" καθαρότερα. Είναι μεν ευδιάκριτα τα κίνητρα του, καθώς και οι κινήσεις του, αλλά ήθελα λίγο υπόβαθρο απο πίσω για να "ζεσταθώ" για την τελική σκηνη. Η τελική σκηνη τέλος, έρχεται πρόωρα. Τι εννοώ. Σε όλο το διάστημα ανάγνωσης σκιαγραφείς τον χαρακτήρα του Χιούι πολύ συγκεκριμένα και όλο αυτό το χτίσιμο του χαρακτήρα του έρχεται σε αντίθεση με την τελευταια αλτρουιστική του πράξη. Επίσης η συνειδητοποίηση για το βιβλίο έρχεται πολύ τηλεγραφικά και απότομα στον Χιούι. Οκ, κανένα πρόβλημα αν υπήρχε θέμα λέξεων, αλλά νομιζω οτι δεν υπήρχε τετοιο θέμα σε αυτην την ιστορία. Οι αναφορές σε διάφορες σειρές, ταινίες, και συγγραφείς είναι αρκετά επιτυχημένη. Αν και παρατήρησα πως ο Κινγκ αν και τρίτος στην λίστα Μπράουν είναι διάχυτος στο "άρωμα" της ιστορίας. Τουλάχιστον ο τρόπος γραφής του. Αυτό το λέω για καλό μιας και στην δική μου λιστα είναι νούμερο ένα. Για την τοποθέτηση της ιστορίας στην βιβλιοθήκη φαντασίας θα υπάρξουν ενστάσεις φαντάζομαι μιας και πιθανόν να ταίριαζε σε άλλο είδος καλύτερα, αλλά με το μπάχαλο που γίνεται στους ορισμούς για εμένα παίζει και σε αυτήν την βιβλιοθήκη. Γενικώς, καλή δουλειά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.