Jump to content

EXMAGON - the Beginning


Martin Ocelotl

Recommended Posts

EXMAGON

 

Οι ιστορίες του Ακρογωνιαίου Λίθου του Σύμπαντος Κόσμου.

 

 

 

«Σημείωση του Συγγραφέα»

 

 

 

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο στο μάτι του αναγνώστη, τούτες οιιστορίες ανέτειλαν όταν διάβαζα τις νέες υποθέσεις της κοσμολογίας για το σύμπαν.Τότε γεννήθηκε ο κόσμος του Εχμαγών.

 

Είχα μείνει έκθαμβος από την δύναμη κατανόησης του ανθρώπινουμυαλού, ειδικά όταν είναι ελεύθερο από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Ακόμα μου κάνειεντύπωση ο τρόπος που οι επιστήμες των ανθρώπων ξεπερνάνε και τη γονιμότερη φαντασίατων θρησκειών και των μύθων τους.

 

 

 

Η πλημμυρίδα της αυτοσυνείδησης των ανθρώπων με συναρπάζει καινοιώθω να πλέω σε πελάγη ευτυχίας στην ιδέα του απίστευτου μεγέθους του κόσμου μας.

 

Με συγκλονίζει η ταχύτητα αύξησης των παρατηρούμενων μεγεθώντου σύμπαντος και εκστασιάζομαι πραγματικά, τόσο από τις απαντήσεις όσο και απότα καινούργια ερωτηματικά που εγείρονται.

 

Κάθε μία απάντηση που κατακτάμε, κρύβει πίσω της τουλάχιστονδύο ολοκαίνουργιες απορίες κι αυτό το αίσθημα του ατελείωτου ταξιδιού της γνώσηςείναι Η συναρπαστικότερη περιπέτεια στην ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου.

 

«Τι παράξενος κόσμος για να ζει κανείς κύριε Γουώλκερ!»

 

Πήρα λοιπόν τις επιστημονικές γνώσεις και τους αραχνιασμένουςμύθους που έχουμε στον κορβανά των πολιτισμών μας κι ανακάτεψα καλά για κάμποσαχρόνια. Η Χύτρα, κάποτε έπιασε να βράζει και το περιεχόμενό της φούσκωσε και ξεχύθηκεασυγκράτητο.

 

Από αυτό το μυστήριο αμάλγαμα της φαντασίας και της πραγματικότηταςξεπήδησε η Υποθήκη[1].

 

Μια μεγάλη ιστορία για το Σύμπαν και τα πάντα, που στον αργαλειότης μυθοπλασίας της μπλέκονται τα νήματα της σύγχρονης κοινωνίας και των μελλοντολογικώνπροβλέψεων για τον άνθρωπο και τις θαυμαστές για τη παραξενιά τους αντιλήψεις του.

 

 

 

Αν η Υποθήκη είναι το τέλος των συλλογισμών, ο Κύβος Εχμαγώνκαι ο Άτυχος φύλακάς του είναι οι απαρχές τους.

 

Οι παράλληλοι κόσμοι που μέσα τους ξετυλίγεται το κουβάρι αυτώντων γεγονότων, δεν ανήκουν σε κάποια μακρινή άκρη ενός άγνωστου γαλαξία.

 

Συμβαίνουν όλα εδώ, στον κοσμικό χώρο που καταλαμβάνει η ίδιαη ύπαρξη του δικού μας Σύμπαντος.

 

Οι ήρωες δεν είναι αλλόκοτες συλλήψεις του νου μου, μα άνθρωποι,σαν κι αυτούς που μας περιτριγυρίζουν κάθε μέρα. Κανονικοί και απόλυτα πραγματικοί,μέχρι τη στιγμή που καλούνται να πάρουν την τύχη των κόσμων στα χέρια τους. Μέχριπου αποφασίζουν να αψηφήσουν την απατηλή μοίρα τους και να πάρουν το ρίσκο του αγνώστου.

 

Τότε οι απλοί άνθρωποι μεταστρέφονται σε αυτό το κράμα μαγείαςκαι θαυμάτων που κρύβουμε όλοι κάτω από τα επίχριστα πέπλα του πολιτισμού μας. Γίνονταιφορείς της τρομακτικής δύναμης της γνώσης και αποκαλύπτουν τον θεό μέσα τους.

 

Κατανικούν τον φόβο που τους επέβαλε η μισανθρωπία των προαιώνιωνΜυστών[2] και ορθώνουν το ανάστημάτους ενάντια στην κόλαση όσο και στον παράδεισο. Στέκονται όρθιοι, αντιμέτωποι τωναγγέλων και των θαυμάτων τους. Αντιμέτωποι με τον θεό του Σύμπαντος που η ύπαρξήτου θρέφεται από την Νοέργεια[3] των απελπισμένων.

 

Οι δώδεκα ιστορίες του Εχμαγών, είναι η πυξίδα για τον ΘεμέλιοΛίθο του Σύμπαντος Κόσμου, αυτόν που πολλοί ονομάζουν Θεό.

 

Είναι η απαρχή κάθε ατραπού σκέψης και ιδεών που καταλήγουν στοοριστικό τέλος της πίστης. Ο θεός για τους ήρωες του Εχμαγών, είναι μια κυματοσυνάρτησηπου καταρρέει στον εαυτό της.

 

 

 

Θα πρόδιδα άκομψα την δυσαποκτημένη(sic) φήμη μου αν ξαφνικάαποφάσιζα να κάνω κάτι σωστά. Έτσι η πρώτη ιστορία του Εχμαγών, του Κύβου των κόσμων,δεν ξεκινάει από την αρχή αλλά κάπου από την μέση της. Το γιατί δεν το ξέρω ακόμα.

 

Αλλά κάθε απάντηση χρειάζεται την ερώτησή της… έτσι δεν είναικύριε Γουώλκερ;

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

Ενότητα 1

 

Το ενδιάμεσο Σύμπαν

 

 

 

Ο Άτυχος του Κύβου

 

 

 

Δεν θυμάμαι πότε είδα το φως του ήλιου τελευταία φορά μιας καισυνήθως ζούσα κρυμμένος μέσα στο σκοτάδι σαν τα τρωκτικά.

 

Προσπαθούσα όλη μου τη ζωή να αποφύγω τους κυνηγούς του προαιώνιουΕχμαγών που κουβάλαγα σαν υποζύγιο, και μέχρι τώρα τα είχα καταφέρει καλά, αφούείμαι ακόμα ζωντανός.

 

Μέχρι τούτο το βράδυ ξέφευγα, άλλοτε τρέχοντας, σχεδόν αόρατοςμέσα στα δάση, ή μένοντας κρυμμένος σε βαθιά λαγούμια ή κάνοντας αρχαία ξόρκια μετη βοήθεια της συμπαντικής Νοέργειας που ανάβλυζε από τον αρχαίο Κύβο. Τις μέρεςχανόμουνα μέσα στους κόσμους του Εχμαγών και την ανυπέρβλητη μαγεία του, αλλά κάθενύχτα έπρεπε να τρέξω για να σώσω το τομάρι μου από τους Έρεχθους.

 

Δεν με φώναζαν Άτυχο χωρίς λόγο… και κείνη τη νύχτα, ο θάνατόςμου έμοιαζε πιο σίγουρος από κάθε άλλη φορά.

 

 

 

Το κρύο ήταν τραχύ και ανυπόφορο, όπως ήταν πάντα πριν χαράξειο μεγάλος κόκκινος στην ανατολή. Ένοιωθα τους κρυστάλλους του πάγου να σχηματίζονταιπάνω μου και να χώνονται στη σάρκα μου σαν αιχμηρές λεπίδες και πονούσα.

 

Δεν είναι ότι δεν αντέχω στον πόνο, μα ήμουν διπλωμένος και σφηνωμένοςεκεί μέσα σχεδόν από τα μεσάνυχτα. Κυνηγημένος από τους αλλόκοσμους Έρεχθους, είχαυποφέρει πολύ περισσότερη καταπόνηση από όση θα άντεχε οποιοσδήποτε κανονικός άνθρωποςμε κόκαλα και μυς στο κορμί του.

 

Το αριστερό μου χέρι αγκάλιαζε σφιχτά το δερμάτινο δισάκι μουμε τον Εχμαγών και με το δεξί κρατούσα τα φυλλωμένα κλαριά ενός θάμνου μπροστά στοστενάχωρο άνοιγμα του βράχου. Ήμουν χωμένος στην τρύπα που τσιγκούνικα και δύσθυμαμου έδωσε καταφύγιο.

 

Τα δάχτυλά μου είχαν γίνει σα ξερά, παγωμένα ραβδιά, μα δε μεπείραζε όσο ο πόνος στην πλάτη μου. Μια κοφτερή πέτρα καρφωνόταν ανελέητα στα πλευράμου και ένοιωθα το αίμα να κυλάει ζεστό και να μουλιάζει τα κουρέλια που είχα γιαρούχα. Αλλά κι αυτό μπορούσα να το αντέξω αν ήταν να σώσω το τομάρι μου.

 

Από τη μέρα που γεννήθηκα, εικοσιοκτώ χρόνια πριν, με παίδευανγια ‘κείνο που προοριζόμουν από τη γενιά και την καταγωγή μου να γίνω… και δεν ήτανκαθόλου εύκολο να είσαι ο φύλακας του Κύβου Εχμαγών. Ειδικά αν το παρατσούκλι σουήταν «ο Άτυχος».

 

Κάθε τι που ήξερα ή σκεφτόμουν, είχε να κάνει με την απάνθρωπαδύσκολη αποστολή που μου κληροδότησε η μοίρα. Ήμουν λοιπόν ο Άτυχος, ο φορέας τουΚύβου των κόσμων, το υποζύγιο του μοναδικού πραγματικού θεού όπως μου έλεγαν οιιερείς. Ήμουν εγώ που θα κουβάλαγα τον θεμέλιο λίθο Εχμαγών μέχρι που τα πόδια μουνα μην κρατούν άλλο το βάρος της ψυχής μου.

 

Θα τον κουβάλαγα και θα τον φύλαγα κρυφό από τους Έρεχθους, ωςπου ξεζουμι­σμένος να σωριαστώ στο μαύρο χώμα. Ανήμπορος σαν τη γριά που δεν μπορείνα φορτωθεί ούτε ένα δεμάτι στάχυα... έτσι μου λέγανε κι εγώ ακολουθούσα τις προσταγέςτης μοίρας μου.

 

Κι αυτή ήταν μόνο η ευχάριστη πλευρά της ιστορίας μου.

 

Η πραγματικά δυσάρεστη, ήταν θαμμένη στα λόγια της παλιάς προφητείαςτης Έλευσης. Έλεγε ότι ο τελευταίος φύλακας θα σήκωνε το φορτίο της τελικής μάχηςμε τους Έρεχθους. Θα τους κυνηγούσε πίσω στο σκοτεινό κόσμο τους και θα πολεμούσεεναντίων του αλγεινού αρχηγού τους. Από όσα ήξερα, κανένας άνθρωπος δεν μπορούσενα τα βάλει με τους αερικούς Έρεχθους χωρίς να γίνει κονιορτός και λειωμένη σάρκα.

 

Το χειρότερο ήταν, πως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αυτός οτελευταίος δύσμοιρος φύλακας ήμουν εγώ.

 

Έτσι με ονόμασαν Άτυχο.

 

Ήμουν ταγμένος να προστατέψω το προαιώνιο φύλαγμα με κάθε τρόπο.Έστω κι αν κόστιζε την ζωή μου. Δεν ήξερα να κάνω τίποτα άλλο, δεν σκεφτόμουν τίποτεάλλο, δεν υπήρχα για τίποτε άλλο.

 

Αυτός ήμουν κι ακόμα και τώρα που ξαναζώ την ιστορία μου, δενθυμάμαι τίποτα πιο ουσιαστικό να πω για τον εαυτό μου, τις σκέψεις και τα όνειράμου. Ούτε το ίδιο το όνομά μου δεν μπορώ να σας πληροφορήσω με σιγουριά.

 

Δεν εννοώ το πώς με φωνάζουνε, γιατί από παρατσούκλια έχω μπόλικα.Σε κάθε τόπο που περπάτησα κι ονείρεμα που έζησα, οι άνθρωποι βρήκαν κάτι να μουκολλήσουν, έτσι σαν μια λιγνή ουρά, που για λίγο μ’ ακολουθούσε τριγύρω.

 

Σας λέω για το πραγματικό μου όνομα, μ’ αυτό που θα με καλέσουνενα παρουσιαστώ μπροστά στον υπέρκοσμο θεό μου σαν έρθει κείνη η ώρα. Αν κι όπωςτο σκέφτομαι τούτες τις μέρες, δεν βιάζομαι καθόλου.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

Ο αρχαίος Εχμαγών της θεμελίωσης του σύμπαντος του θεού, το φορτίοπου ήμουν διορισμένος να προστατεύω, ήταν πολύ ελαφρύς για αυτό το τιτάνιο πράγμαπου οι θρύλοι έλεγαν ότι περιέχει.

 

 

 

Είναι δύσκολο πράγμα να κουβαλάς τον ακρογωνιαίο λίθο του σύμπαντοςγια όλη σου τη ζωή αλλά είχε και τα ανταλλάγματά του. Μπορούσα να χρησιμοποιώ τηνΝοέργεια του Κύβου για να φτιάχνω ξόρκια και μαγείες. Μπορούσα να ταξιδεύω από μέροςσε μέρος με την μαγεία που ξεχείλιζε το ιερό σκεύος χωρίς όμως να ξέρω που θα βρεθώκάθε φορά.

 

Τουλάχιστον εξασφάλιζα μια προπληρωμένη θέση στον παράδεισο γιατην αιώνια ψυχή μου.

 

Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ετούτη την αυγή θα εξαργύρωνα το χρέος.

 

Κατά πάσα πιθανότητα, θα άφηνα το θνητό μου σαρκίο βορά στουςΈρεχθους...

 

Συγυρίστηκα όσο μπορούσακαλύτερα μέσα στη στενή σχισμή του βράχου, προσέχοντας να μην κάνω θόρυβο. Ο παραμικρόςήχος, ακόμα και η ελάχιστη κίνηση μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τους διώκτες μουκαι τότε θα αποχαιρετούσα τον κόσμο και τις λιγοστές χαρές του για πάντα.

 

Η ησυχία του βουνού ήταν σχεδόν απόλυτη και θα με πρόδινε αμέσωςαν δεν πρόσεχα. Μήτε πουλί δεν έκρωζε πάνω σε τούτα τα παγωμένα ξερικά ψηλώματα,έστω και για αντιπερισπασμό.

 

Βολεύτηκα και περίμενα.

 

Ήξερα πως δεν φαινόμουν απ’ το δρόμο. Ακόμα κι αν κάποιος άνθρωποςπλησίαζε πολύ, δεν θα έβλεπε παρά βράχους και θάμνους. Αλλά οι Έρεχθοι δεν είναιάνθρωποι έστω κι αν κάνουν ό,τι μπορούν για να μοιάζουν. Έστω κι αν μπορούσα νακρύψω τον εαυτό μου δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο για την Νοέργεια του Εχμαγών, τουλάχιστονόχι για πολύ.

 

Το παλιό ξόρκι της Αφάνειας που είχα δέσει αποβραδίς θα με προστάτευεγια λίγο ακόμα.

 

 

 

«Αλλά πάλι κανείς δεν ξέρει…» είπα μέσα μου κι έσπρωξα το κοκαλιασμένοσώμα μου ακόμα πιο βαθιά στην στενή τρύπα.

 

 

 

«καθόλου θόρυβο» σκέφτηκα.

 

 

 

«ΚΑΘΟΛΟΥ» κι επέβαλα στο κορμί τη σκέψη μου, έτσι όπως μου ’χανδείξει κάποτε οι Ιερείς του Κύβου κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

 

-*-

 

 

 

Τους άκουσα, ή καλύτερα τους αισθάνθηκα να σέρνονται στο χώμα,πριν ακόμα στρίψουν στη στροφή του μεγάλου βράχου που απρόθυμα με έκρυβε στα σπλάχνατου. Υπολόγισα από τους αχνούς ήχους και την ανατριχίλα στο σβέρκο μου ότι ήταντουλάχιστον μισή ντουζίνα από δαύτους. Κράτησα την ανάσα μου γιατί η ζέστη από τασωθικά μου θα ξέφευγε με την εκπνοή και θα με πρόδιδε.

 

Οι Έρεχθοι έβλεπαν τη ζέστη, μύριζαν τη Νοέργεια, ήταν ελαφροπάτητοικαι κινιόντουσαν κυματιστά σαν να επέπλεαν σε ένα στρώμα νερού. Κάτι που μερικέςφορές μπορούσες να το πεις αισθησιακό έτσι όπως κουνιόνταν τα λαγόνια τους.

 

Πολλοί άντρες και γυναίκες είχαν πέσει στα δίχτυα τους και υπέφερανφριχτό θάνατο. Ξέρω ότι κάποτε τούτα τα σαν από ζελέ κουφάρια ήταν άνθρωποι… κανονικοίάνθρωποι σαν εμένα και σένα και όλους μας. Αλλά είχαν την ατυχία να πέσουν πάνωσε κάποιον αερικό Έρεχθο κι έχασαν το σώμα και την ψυχή τους από αυτούς τους νεφελώδειςσφετεριστές κορμιών.

 

 

 

«Κάλυμμα» μας αποκαλούσαν εκείνοι και μόνο σαν τέτοιο τους χρησιμεύαμε.Είχαν μόνο πέντε λεπτά να βρουν και να αποικήσουν ένα κάλυμμα. Αν κάποιος από αυτούςδεν προλάβαινε να χωθεί σε κάποιο σώμα, τότε χάνονταν σαν ατμός και γύριζε πίσωστον κόσμο του.

 

Όταν τρύπωναν σε κάποιο κορμί έμοιαζαν πολύ με κανονικούς ανθρώπους.Ακόμα κι όταν ο Έρεχθος ήταν πολύ μεγάλος και στριμώχνονταν για να βολευτεί μέσαστο κάλυμμα που είχε αρπάξει. Κάποιες φορές μπορούσες να δεις το δέρμα του θύματοςνα τσιτώνει σαν τύμπανο και να παλεύει με άγνωστα πράματα και σχήματα που στριφογύρναγανκι ανασυντάσσονταν στο εσωτερικό του.

 

Εκεί μέσα πάντως, δεν απόμενε τίποτα ανθρώπινο και τούτο το λέωαπό μακάβρια πείρα.

 

Ο Έρεχθος, αφού εισχωρούσε στο κάλυμμά του, αφόδευε τα αχρείασταπεριεχόμενα του ανθρώπινου σώματος σαν ματωμένο πολτό και κρατούσε μόνο το δέρμα,τους μυς και μερικά μεγάλα κόκαλα. Περίβλημα και σκελετό της τρομακτικής αιθέριαςουσίας του.

 

Δεν μίλαγαν ο ένας στον άλλο.

 

Δεν ήξερα κανέναν να ισχυρίζεται ότι είχε ακούσει Έρεχθους νασυζητάνε μεταξύ τους. Όμως, είχα διαπιστώσει ότι με κάποιο μυστήριο τρόπο, ήξεραντι έπρεπε να κάνουν σε κάθε περίσταση· και το κάνανε συντονισμένα σαν να ήταν ένας,σα να είχανε ένα μυαλό που το μοιράζονταν.

 

Ο πατέρας μου έλεγε ότι τα κουβεντιάζουνε με το νου τους αλλάδε ξέρω αν είναι έτσι, γιατί έχω ακούσει κι άλλες εκδοχές που μου φαίνονται το ίδιοπιθανές.

 

Όπως και αν είχε όμως, ήξερα καλά, τι θα μου έκαναν αν με έβρισκανζωντανό.

 

Ήμουν άτυχος, όχι ηλίθιος.

 

Ήταν τόσο κοντά τώρα που αισθανόμουν την λερή αύρα τους να αγγίζειτο πρόσωπο μου. Δε μπορούσα να προετοιμάσω το ξόρκι του ασύλου χωρίς τον κίνδυνονα προδώσω τη θέση μου και τη Νοέργεια του Κύβου. έπρεπε να αρκεστώ στην αμφίβοληασφάλεια της καταβόθρας που ήμουν κρυμμένος.

 

Πιασμένος κι ακίνητος σαν άψυχη πέτρα.

 

Άκουσα το φυρό κρυσταλλιασμένο χορτάρι να λυγίζει από κάτω τουςκαι σταμάτησα ακόμα και να σκέφτομαι. Οι Έρεχθοι μπορούσαν να ακούσουν τις σκέψειςσου αν ήταν πολύ κοντά σου.

 

Θεέ μου, είχαν σταθείσχεδόν από πάνω μου και έπιασαν να τραγουδούν αυτό το μακρόσυρτο το τραγούδι τουχαμού. Χώθηκα βαθύτερα μέσα στην κρυψώνα μου και προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άσχετοκι όσο το δυνατόν ευχάριστο.

 

Εκείνο το παράξενο διαπεραστικό σφύριγμα που έβγαινε από τα λαρύγγιατους, έκανε την ύλη να δονείται και να συντονίζεται και τα μέσα να θέλουν να βγουνέξω. Μετά έμεναν ακούνητοι και περίμεναν να ακούσουν την ηχώ, σα τις νυχτερίδεςπου βλέπουν με τα αυτιά τους.

 

Ήξεραν ότι ο Εχμαγών είναι εκεί… κάπου κοντά τους και τον έψαχναν,αλλιώς δεν θα τραγουδούσαν. Όταν ένας Έρεχθος πιάνει το τραγούδι, το κάλυμμά τουαρχίζει να συντονίζεται στον απόκοσμο ήχο και φθείρεται γρήγορα. Αν έμενε γυμνόςστις ερημιές, χωρίς ανθρώπους τριγύρω για να μπορέσει να κλέψει κάποιο κορμί, θααποκαλύπτονταν η πραγματική ουσία του και τότε είχε μόνο λίγα λεπτά μέχρι να υποχρεωθείνα γυρίσει στον κόσμο του.

 

Δεν είχε νόημα το να κρύβομαι πια. Έπρεπε να βρω τρόπο να φύγωαπό κει πέρα όσο συντομότερα γινόταν.

 

Ένα βουνίσιο ζαρκάδι ξεπήδησε ξαφνικά μέσα από μια φουντωτή λόχμηκαι στάθηκε ακίνητο και αποπροσανατολισμένο μπροστά στους Έρεχθους. Ένας θεός ξέρειποιον κίνδυνο προσπαθούσε να αποφύγει το έρμο το ζωντανό και κατέληξε στην αγκαλιάτου θανάτου.

 

Αυτοί σάστισαν για λίγο - αν μπορεί κανείς να πει ότι συμβαίνειτέτοιο πράγμα στους Έρεχθους - κι αμέσως μετά πέσανε να τραγουδάνε πάνω στο ζώομε ήχους που κρύβανε μια αγριότητα ανείπωτη.

 

Τα σπλάχνα του πετάχτηκαν έξω από την κοιλιά του και το αίματου έβρασε ακαριαία κάτω από το δέρμα που σχιζόταν. Οι Έρεχθοι το τραγουδούσαν καιη ύλη ακολουθούσε τις μακάβριες φωνές τους κάνοντας το ζαρκάδι να χύνεται από τοφουσκωμένο δέρμα του σαν τον αφρό της μπύρας έξω από το ποτήρι.

 

Αν δεν ήθελα να πεθάνω ακόμα πιο φριχτό θάνατο απ’ αυτόν, ήτανη στιγμή να κάνω κάτι. Μόνο που δεν ήξερα τίποτα άλλο που θα μπορούσε να με σώσει,εκτός από τη μαύρη μαγεία του Ασύλου.

 

Σε άλλη περίπτωση θα ήταν σα να σήκωνα σημαία και να τους τηνκουνούσα κατάμουτρα, μα το κακόμοιρο το ζωντανό μου έδωσε μια απρόσμενη ευκαιρίακαι την εκμεταλλεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα.

 

Έπιασα να φτιάχνω το ξόρκι για μένα και τον Κύβο και δεν ήμουνβέβαιος ότι θα προλάβω να χτίσω τη λογοδεσιά, αλλά δεν ερχόταν τίποτα άλλο στο μυαλόμου. Και ήμουν σίγουρος πως αν καθυστερούσα λίγο ακόμα, δεν θα είχα καν μυαλό γιανα ανησυχώ. Θα χυνόταν έξω από τα αυτιά μου σα ζεστός χυλός.

 

 

 

Μπόλιασα τα σχήματα βαθιά στο ξόρκι με τη Νοέργεια του Κύβου.Ένα προς ένα τα αέρινα σύμβολα του παλιού κόσμου έπαιρναν τη θέση τους γύρω στοκεφάλι μου και στροβιλίζονταν σα μεθυσμένες παρθένες στους ναούς των αρχαίων.

 

Η μελωδία τους γεννιόταν και πέθαινε συνέχεια, σαν κυκλικός χορός,αφήνοντας πίσω του άυλες νότες, σκόρπιες και άμουσες.

 

Τα κορμιά που χρησιμοποιούσαν για καλύμματα οι Έρεχθοι τρεμούλια­σανσαν πηχτός ζελές που τον χτυπάς με δύναμη. Τους τραβούσε η Νοέργεια όπως το μέλιτραβάει τις μέλισσες και παράτησαν το πτώμα του δύσμοιρου ζαρκαδιού. Δεν είχα άλληεπιλογή πλέον από το να συντομέψω την απόδρασή μου και κάνοντάς το, να προδώσω τηθέση μου.

 

«Θεέ μου βοήθησέ με» σκέφτηκα και χάραξα βιαστικά τα τελευταίαμεγάλα Ροϋγκράμ στη Νοέργεια, που τώρα φρυαγμένη ανάβλυζε σαν υγρό μετάξι από τονΚύβο στην αγκαλιά μου.

 

Η μουσική ολοκληρώθηκε και οι νότες σταμάτησαν να βολοδέρ­νουνάσκοπα. Μπήκαν στη σειρά που τις ήθελε το ξόρκι του Ασύλου και η αρμονία του ήχουγέννησε φώς. Οι ρούνοι έκαναν τη δουλειά τους και για λίγο έχασα τις αισθήσεις μου.

 

Θα ξυπνούσα το επόμενο βράδυ σε κάποιο άγνωστο τόπο, ίσως σεκάποιο άλλο κόσμο αλλά χωρίς τους Έρεχθους στο κατόπι μου.

 

Εγώ, ο Άτυχος, ο φύλακας του Εχμαγών, είχα σωθεί από τύχη τηντελευταία στιγμή.

 

Ακόμα δεν ήξερα ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο στη Ζωή μου.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ξύπνημα

 

 

 

Τέντωσα τα πόδια μου στα μαλακά σεντόνια και τα ρουθούνια μουγέμισαν από το άρωμα του γιασεμιού και του πεύκου. Ήμουν τελείως ξύπνιος και ένοιωθανα κρυώνω μέχρι μέσα στα πονεμένα κόκαλά μου.

 

Δεν θυμάμαι πόσες φορές στη ζωή μου έχω δει τέτοια όνειρα, αλλάόταν ανοίγω τα μάτια μου, πάντα μυρίζει γιασεμί και πεύκο και κρυώνω σαν να έχωβουτήξει σε παγωμένο νερό.

 

Είχα από παιδί αυτά τα περίεργα όνειρα και η ψυχοσωματική επίδρασηπου είχαν επάνω μου ήταν σχεδόν μεταφυσική.

 

Πολλές φορές ξυπνούσα με αφόρητους πόνους και τραύματα σε όλομου το κορμί. Τραύματα που είχα υποστεί στον ανήσυχο ύπνο μου και πόνους που προκαλούσεη μυϊκή κόπωση που υπέβαλα το σώμα μου στα τρομακτικά όνειρά μου. Δεν είχα αθληθείποτέ στη ζωή μου, αλλά κοιτώντας τους κοιλιακούς μου στον καθρέφτη τείνω να πιστεύωπως έφτιαχνα μυς όσο κοιμόμουν.

 

Τυχερός μπάσταρδος, αν σκεφτεί κανείς ότι άλλοι έχυναν αμέτρητακιλά ιδρώτα για να αποκτήσουν έστω και τους μισούς δικεφάλους από μένα.

 

Αυτή η περίεργη σχέση με τον ύπνο ήταν κληρονομική. Την είχεκι ο πατέρας μου, ο Δρ. Ράιαν Γουώλκερ κι ο Κόλλιν Γουώλκερ ο παππούς μου, που είχαπάρει το όνομά του, και όλοι οι πρόγονοί μου από τη μεριά του πατέρα μου.

 

«Η κληρονομικότητα είναι παντοδύναμη αγόρι μου» έλεγε ο παππούςμου, «σε κάνει να πιστεύεις ότι τα πράγματα έχουν μια συνέχεια. Είναι σαν να είσαικατά κάποιο τρόπο αθάνατος… Βλέποντας εσένα να μεγαλώνεις, είμαι σίγουρος ότι ένακομμάτι μου ζει μέσα σου…»

 

 

 

Αν έκρινε κανείς από το ότι όλα τα αρσενικά της οικογένειας είχαμετην τάση να γίνουμε γιατροί κι ότι όλοι βλέπαμε παρόμοια όνειρα, ο παππούς είχεδίκιο. Ακόμα κι αν αγνοούσες την μεταξύ μας έντονη φυσική ομοιότητα, υπήρχαν κιάλλα πράγματα που μοιραζόμασταν, πολύ βαθύτερα και μυστηριώδη από τα φαρδιά κούτελακαι τις χοντροκομμένες μύτες μας.

 

 

 

Έπρεπε να πάω στο Νοσοκομείο για τη βάρδια κι έτσι σηκώθηκα απρόθυμααπ’ το κρεβάτι. Ο πρωινός ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και μου έκαιγε τα μάτια,αλλά ζέσταινε γλυκά τα μουδιασμένα μέλη μου.

 

Αν προλάβαινα σήμερα, θα έπαιρνα τα ρούχα απ’ το καθαριστήριο,τα είχα ξεχάσει πάλι και δεν θα είχα καθαρά να ντυθώ.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

Η Γέννα του Μωρού Τζό

 

 

 

Είχε τεντωθεί σαν παρατραβηγμένο τόξο. Τα χέρια της είχαν γραπωθείστους αποστεωμένους μηρούς της και ούρλιαζε λες κι έβλεπε το διάολο μπροστά της.Εδώ που τα λέμε, καλά έκανε με αυτό το πράγμα που κοιλοπόναγε να γεννήσει.

 

Εννιά οδυνηροί μήνες εγκυμοσύνης είχαν αφήσει τα βάρβαρα σημάδιατους στο λεπτεπίλεπτο κορμί της. Σφάδαζε πάνω στο κρεβάτι του χειρουργείου και ηκοιλιά της δέσποζε στο ισχνό σώμα της τεράστια. Σαν μια μπάλα του μπάσκετ φορτωμένηπάνω σ’ ένα ινδικό χοιρίδιο.

 

Το θέαμα προκαλούσε οίκτο μαζί με μια αδιόρατη αίσθηση απέχθειας.

 

Από λεπτό σε λεπτό το κορμί του μωρού της θα ξεπρόβαλε στον ξεσκισμένοκόλπο της και θα έπαιρνε την πρώτη του ανάσα από το μολυσμένο αέρα του δημόσιουνοσοκομείου. Η Άνν Μπρεζίνσκυ θα γινόταν μητέρα.

 

 

 

Ο πατέρας του αγέννητου περίμενε στον προθάλαμο του χειρουρ­γείου.Ήταν ωχρός και ιδρωμένος. Αγαπούσε περισσότερο τη γυναίκα του από το κολόπραμα πουκουβάλαγε στη κοιλιά της, και έτρεμε στην ιδέα ότι μπορούσε να της συμβεί κάτι.

 

«δεν το θέλω το μπάσταρδο» σκέφτηκε αδικώντας την Άνν, γιατίτο μωρό Τζό ήταν δικό του παιδί. Τουλάχιστον όσο αφορούσε στη βιολογική του υπόσταση.

 

Ήταν σίγουρος ότι η Άνν δεν θα μπορούσε ποτέ να πάει με άλλονάντρα για λόγους που δεν ήθελε να σκέπτεται. Όχι τώρα, όχι εδώ...

 

Αλλά όπως κι αν ήταν, ο Σάμιουελ δεν ήθελε το μωρό Τζό. Το γλυκόκοριτσάκι του που είχε ορκιστεί να προστατεύει έως τον θάνατο του, ήταν τώρα μέσαστο χειρουργείο και κινδύνευε να πεθάνει εξ αιτίας του σπόρου που φύτεψε ο ίδιοςμέσα της. Είχε τύψεις και καταριόταν τον εαυτό του για το βδέλυγμα αυτής της αμαρτωλήςγέννας.

 

Δεν είχε ξεχάσει τους τρομακτικούς εφιάλτες της εγκυμοσύνης πουξύπναγαν την Άνν σχεδόν κάθε βράδυ, ούτε είχε ξεχάσει τον όρκο που τον έβαλε ναδώσει όταν ερχόντουσαν στο νοσοκομείο.

 

Μύριζε στον αέρα του προθάλαμου εκείνο το περίεργο άρωμα τουγιασεμιού και του πεύκου που γέμιζε το δωμάτιό και το σπίτι τους. Η ίδια μυρωδιάπου πλημύρισε το αυτοκίνητο όταν έσπασαν τα νερά της. Μόνο που δεν ήταν πια έναευχάριστο άρωμα. Θεέ μου, δεν ήταν καθόλου άρωμα… μια απαίσια όξινη βρώμα ήταν πουτου έκαιγε τα ρουθούνια.

 

 

 

«Σάμιουελ, πρέπει να μου υποσχεθείς πως ότι και να γίνει θα τοαγαπάς και θα το προσέχεις το παιδί μας» του είχε πει η Άνν. Τα μεγάλα αμυγδαλωτάμάτια της ήταν θολά από τον πόνο και τα δάκρυα.

 

«Ορκίσου το σε παρακαλώορκίσου το στο θεό» είχε επιμείνει η Άνν.

 

«Αγάπη μου αγάπη μου… στ’ ορκίζομαι» της είπε ψέματα κι αυτήξέσπασε σε ένα βαθύ και σιωπηλό κλάμα. Η ανάμνηση της μοναδικής φοράς που είχανκάνει έρωτα ήταν οδυνηρή και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ο Σάμιουελ σιχαινόταντον εαυτό του όσο και το μωρό που θα ερχόταν απρόσκλητο στην ζωή του.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο μικρός Τζό ήταν έτοιμος να βγει σε ένα κόσμο που δεν τον ήθελεκαθόλου μα καθόλου. Ήταν ο πρώτος του είδους του που ερχόταν στη γη χωρίς να μπορείνα ξέρει κανείς αν θα ήταν κι ο τελευταίος. Αλλά ο σκοπός του μωρού Τζό ήταν αυτόςακριβώς, να βρει τον Εχμαγών και να ανοίξει το δρόμο ανάμεσα στα σύμπαντα. Τότεθα μπορούσαν να έρθουν όλοι.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο Σάμιουελ που οι φίλοι του φώναζαν Σάμι, είχε πει στους γιατρούςνα το βγάλουν και να το πετάξουν από μέσα της αν είναι να κινδυνέψει η ίδια. Δενήθελε να πάρει κανένα ρίσκο με τη ζωή της Άνν.

 

Μόνο που η Άνν θα πέθαινε αν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο τη δεδομένηστιγμή είχε πει ο Δρ. Γουώλκερ κι έτσι ο Σάμι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάθεταιεκεί και να περιμένει τον καρπό της αμαρτίας του να γεννηθεί. Άθελά του εκπλήρωνετον ψεύτικο όρκο που είχε δώσει στην Άνν.

 

Το μωρό Τζό θα γεννιόταν έστω και αν ήταν το τελευταίο πράγμαπου ευχόταν ο Σάμι. Φυσικά δεν μπορούσε να ξέρει ότι τα γεννητούρια ήταν κάτι πουθα έπρεπε να απεύχονται κι όλα τα ζωντανά πλάσματα που ζουν σε αυτό το Σύμπαν.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο πρωτογέννητος είχε βαρεθεί το παιχνίδι με τον ομφάλιο λώροπου είχε ξεριζώσει απ τον πλακούντα και κούνησε τα πόδια του με απάνθρωπη δύναμηξεσκίζοντας τον αμνιακό ασκό και τα σωθικά της μάνας του. Είχε βαρεθεί τον υγρόβάλτο της μήτρας και τώρα ήθελε να δει αυτόν τον υπέροχο καινούργιο και μεγάλο κόσμοπου τον περίμενε ανυποψίαστος.

 

 

 

-*-

 

 

 

Όλοι παρακολουθούσαν ανήμποροι την κοιλιά της λεπτοκαμωμένηςκοπέλας να συσπάται και το δέρμα να ανασηκώνεται λες και είχε μέσα της ένα τέραςπου την έσκιζε. Έπρεπε να το πάρουν με καισαρική αλλά η οικογένεια Μπρεζίνσκυ είχεμόνο την μίζερη ασφάλεια της πρόνοιας. Η ακριβή επέμβαση της καισαρικής τομής δενσυμπεριλαμβάνονταν στην λίστα των ελάχιστων επιχορηγούμενων ιατρικών πράξεων, κιο νεαρός κύριος Μπρεζίνσκυ δεν είχε τα λεφτά να πληρώσει. Το σύστημα υγείας τωνανθρώπων είναι εντελώς απάνθρωπο.

 

Η μαμή, κυρία Άντελεϊν, δεν άντεχε να βλέπει τον οδυνηρό καιπροδιαγεγραμμένο θάνατο της Άνν. Ένοιωθε απαίσια που δεν μπορούσε να κάνει κάτιπερισσότερο για να βοηθήσει την κοπέλα και αργότερα ήξερε ότι θα είχε τύψεις πουθα την βασάνιζαν για καιρό.

 

Ήταν έμπειρη στη δουλειά της μα ποτέ στη ζωή της δεν είχε δειτέτοιο πράγμα. Ακόμα και ο γιατρός ο Δρ. Κόλλιν Γουώλκερ, είχε παραιτηθεί από τηνπροσπάθεια να σώσει τη γυναίκα που της ξέσκιζε τα σωθικά το ίδιο το αγέννητο παιδίτης.

 

Έτσι η γλυκιά Άνν Λουίζ Μπρεζίνσκυ έγινε μητέρα μετά το θάνατότης και ταυτόχρονα το πρώτο θύμα του μωρού Τζό σε αυτό το υπέροχο καινούργιο σύμπαν.

 

 

 

«Ξεκινάς τη ζωή σου με τους καλύτερους οιωνούς…» σκέφτηκε θυμωμένηη μαμή τραβώντας βάναυσα τα ματωμένα πόδια του μωρού Τζό που έβγαινε στον κόσμοανάποδα. Τραβούσε σα να ήθελε να τον ξεριζώσει από τη μήτρα της άτυχης μάνας του.

 

«Σκατόπαιδο, τη σκότωσες την κοπέλα» σφύριξε ανάμεσα στα δόντιατης, την ίδια ακριβώς στιγμή που ο γιός της πάθαινε ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο,στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών.

 

Το μοναχοπαίδι της κυρίας Άντελεϊν Μπόσγουορθ της μαμής, σωριάστηκεπάνω στο θρανίο του με τα μάτια να ατενίζουν το κενό κι έμεινε εκεί ακίνητο μέχριτο διάλειμμα που τον είδε η δασκάλα του αναίσθητο.

 

Η τελευταία λέξη που πρόλαβε να πει ο μικρός Μπράουν Μπόσγουορθπριν καταρρεύσει, ήταν «θεούλη μου» αλλά εκτός του ότι δεν άκουσε κανείς την επίκλησήτου, ο θεός δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό που του συνέβαινε. Η μάνα του ανυποψίαστηγια τα δεινά του γιού της, συνέχιζε να τραβάει τα πόδια του μωρού Τζό με όση δύναμημπορούσε.

 

Δεν είχε σημασία τώρα πια. Ακόμα και αν η μητέρα του σταματούσενα τραβάει τα πόδια του μωρού Τζό, το μυαλό του νεαρού Μπράουν Μπόσγουορθ ήταν ήδημια ματωμένη λίμνη. Ήταν βυθισμένος σε ένα περίεργο φωτεινό σκοτάδι, και θα έμενεεκεί για πάντα. Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως, εκτός από την γλυκιά ζεστασιά που είχεκαταλάβει το μυαλό του.

 

Αργότερα ο πρωτογέννητος θα του έκανε μια τυπική επίσκεψη ρουτίναςαλλά ο Μπράουν το αγνοούσε, γιατί αν το ήξερε θα προτιμούσε να είχε πεθάνει εκεί,επάνω στο θρανίο του λερώνοντας το όμορφο τετράδιο των μαθηματικών με μύξες καισάλια.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ένα τελευταίο βίαιο τράβηγμα και το μωρό Τζό είδε το εκτυφλωτικόλευκό φώς του χειρουργικού προβολέα πάνω από τη μάνα του.

 

Γλίστρησε ολόκληρος έξω από τον κόλπο της και μαζί του έφερεολόκληρα κομμάτια από τη μήτρα της Άνν Λουίζ, που κείτονταν νεκρή στα ματωμένα σεντόνια.

 

Το μωρό Τζό αποφάσισε ότι δεν του άρεσε το πολύ φώς και η μεγάληλάμπα του προβολέα κάηκε με έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο.

 

Η Άντελεϊν Μπόσγουορθ τον σήκωσε από τα πόδια στον αέρα με τονομφάλιο λώρο να κρέμεται. Δεν ήταν άσχημο μωρό αλλά γεννούσε μέσα της μια καλπάζουσααπέχθεια.

 

Μίσος θα ήταν μια καλύτερη λέξη για να περιγράψει το συναίσθημάτης αν δεν ντρεπόταν. Ποιος λογικός άνθρωπος θα μισούσε ένα νεογέννητο βρέφος… μέσατης όμως ένοιωθε ακριβώς αυτό. Ένα ανεξήγητο, δυνατό μίσος να γιγαντώνεται και νατην γεμίζει θυμό και μανία κατά του μωρού που σκεφτόταν τον εαυτό του σαν Τζό.

 

Πέταξε το νεογνό στη νοσοκόμα να το πλύνει, λες να ήταν σακούλαμε βρωμερά σκουπίδια και κρυφοκοίταξε πάνω απ τον ώμο της μήπως την είδε ο Δρ. Γουώλκερ.Η νοσοκόμα Δωροθέα Μπίλικς, άρπαξε το μωρό σχεδόν στον αέρα. Κάτι που αργότερα θααποδεικνυόταν μεγάλη δυστυχία για τον κόσμο.

 

Το ενδεχόμενο να έσπαγε το κεφάλι του μωρού Τζό στο αποστειρωμένοπάτωμα του μαιευτηρίου, ίσως να ήταν η μοναδική ευκαιρία σωτηρίας που υπήρχε γιατην ανθρωπότητα. Μπορεί και για το Σύμπαν ολόκληρο. Αλλά οι καλές ευχές, έχουν τηνανυπόφορη τάση να μην πραγματοποιούνται.

 

 

 

-*-

 

 

 

«Του μωρού Τζό του άρεσε η ανθρωπότητα, Ω ναι ναι, του άρεσεπραγματικά. Τόσο πολύ του άρεσε που όταν δυνάμωνε αρκετά, θα την σκότωνε όλη. Ναι,το μωρό Τζό θα σκότωνε ολόκληρη την ανθρωπότητα κι ότι άλλο του άρεσε τόσο πολύσ’ αυτόν τον κόσμο με το πολύ φώς. Μπορεί αν ήθελε κάποτε να σκότωνε τα πάντα! Ναι,κάποτε θα ήταν αρκετά δυνατός και θα έφερνε τους άλλους. Τότε θα τον βοηθούσαν νασκοτώσει τα πάντα παντού. Όπως σκότωσε το κάλυμμα που τον φιλοξενούσε για εννιάμήνες! Ωραία …»

 

 

 

-*-

 

 

 

Η τριανταπεντάχρονη νοσοκόμα που την έλεγαν Δωροθέα και δεν είχεπαντρευτεί ποτέ, έπλενε τρυφερά το βρέφος που της χαμογελούσε ευτυχισμένα. Ήτανπραγματικά πανέμορφο και ξυπνούσε μέσα της πρωτόγνωρα συναισθήματα.

 

Δυο υπέροχα λακκάκια είχαν σχηματιστή στα μαγουλάκια του καιη γυναίκα ένοιωσε μέσα της να φουσκώνει η μητρική ηδονή. Ήταν περίεργο να νοιώθειέτσι για ένα μωρό η Δωροθέα, η ηδονή δεν ήταν μέσα στα όρια οποιουδήποτε μητρικούενστίκτου εκτός κι αν μιλάμε για πραγματικά άρρωστα πράματα, αλλά ξεπερνούσε τιςδυνάμεις της ακόμα και η ιδέα να ελέγξει το σώμα της.

 

Έσφιξε το μωρό Τζό στα στήθια της και οι ρώγες της φούσκωσανσημαίνοντας το συναγερμό ενός επερχόμενου οργασμού. Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσετο υπέροχο δέος που καταλάμβανε το κορμί της. Το γεγονός ότι τα μωρά δεν χαμογελάνεαξιαγάπητα τόσο νωρίς δεν φαίνεται να την παραξένεψε διόλου. Ούτε το ότι η κυλόττατης ήταν μούσκεμα από μια ανείπωτη αίσθηση σεξουαλικής ευχαρίστησης συγκίνησε ιδιαίτερατην λογική της. Ήταν απόλυτα παραδομένη στην επιρροή του μικρού τέρατος.

 

Το μωρό Τζό θα φρόντιζε για όλα και από ότι φαίνεται είχε αρχίσειήδη να το κάνει.

 

 

 

Η ώριμη δεσποινίς και νοσοκόμα Δωροθέα Μπίλικς, είχε τους έξισυγκλονιστικότερους οργασμούς της ζωής της μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά καιθα είχε περισσότερους αν δεν άφηνε εξαντλημένη το μωρό Τζό στη ζυγαριά. Ποτέ κανέναςάντρας δεν είχε καταφέρει να την κάνει να νοιώσει έναν πραγματικό οργασμό. Η έντασηήταν μοναδική όσο και η απόλυτη ευτυχία που την πλημύριζε.

 

Τη στιγμή που άρχισε να σκέφτεται ότι κάτι περίεργο συνέβαινεμε το μωρό, ήρθε η ολοκληρωτικά συγκλονιστικότερη σεξουαλική εμπειρία της ζωής τηςκαι με δυσκολία κατάφερε να σταθεί όρθια.

 

«Αυτό το μωρό είναι ένας άγγελος από τον παράδεισο» σκέφτηκεη Δωροθέα ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τον επόμενο αδιαμφισβήτητα συγκλονιστικό οργασμότης.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο Δρ Κόλλιν Γουώλκερ περνούσε άσχημες στιγμές. Έπρεπε να πληροφορήσειτον κύριο Μπρεζίνσκυ, για τον θάνατο της γυναίκας του πάνω στη γέννα και θα προτιμούσενα κολυμπήσει σε μια πισίνα γεμάτη πεινασμένους καρχαρίες, προκειμένου να γλυτώσειαπ’ αυτόν το μπελά.

 

Κι ήταν κι αυτό το περίεργο άρωμα που μύριζε δεύτερη φορά σήμερα…Γιασεμί και πεύκο είχαν γεμίσει το χειρουργείο. Ήταν ακριβώς η μυρωδιά που συνόδευετα παράξενα όνειρά του. Του φάνηκε απίστευτο.

 

Σκέφτηκε πως ίσως το μυαλό του τού έπαιζε κάποιο περίεργο παιχνίδιαλλά ήταν σίγουρος ότι το βαρύ άρωμα ερχόταν από τον κόλπο της νεκρής πια Άνν Μπρεζίνσκυ.

 

Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη και κατέληξεστα πόδια του που ξαφνικά βάρυναν. Μακάρι να ήταν στο όνειρό του και να έφτιαχνεένα μαγικό άσυλο τώρα δα κι ας τον κυνηγούσαν όλοι οι Έρεχθοι του κόσμου. Τα μάτιατου έπεσαν στη Δωροθέα που κρατιόταν με δυσκολία από το τραπέζι των εργαλείων. Τοπρόσωπό της έκανε περίεργες συσπάσεις και σάλιο γυάλιζε στις άκρες των χειλιών της.

 

Κάτι της συνέβαινε.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κος και Κα Μπρεζίνσκυ.

 

 

 

Η Δωροθέα με διαβεβαίωσε ότι ήταν καλύτερα από ποτέ κι έτσι άρχισανα σκέπτομαι τα λόγια που θα έπρεπε να πω στον πατέρα του νεογέννητου μωρού καισύζυγο της νεκρής κοπέλας.

 

«Δεν υπάρχει καλός τρόπος για να πεις κακά νέα» έλεγε ο πατέραςμου κι αυτό είναι σίγουρο.

 

Όταν του είπα ότι η γυναίκα του πέθανε, ένοιωσα ότι θα ήταν καλύτεραγι’ αυτόν αν τον σκότωνα επί τόπου. Ίσως έτσι να τον γλύτωνα από το μαρτύριο πουείδα να γεννιέται μέσα του. Ο Σάμιουελ Μπρεζίνσκυ, εικοσιτεσσάρων ετών και άνεργος,λύγισε κυριολεκτικά εκεί, μπροστά στα μάτια μου. Το στόμα του κρέμασε και το πρόσωπότου παραμορφώθηκε λες και οι μυς του χαλάρωσαν όλοι με μιας.

 

Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε μια καρικατούρα του εαυτού του καιμετά έσβησε και χάθηκε βουλιάζοντας σε έναν ανείπωτο πόνο. Ο κύριος Μπρεζίνσκυ έφυγεκι άφησε πίσω του ένα άδειο καβούκι που δεν ήταν παρά η οικοσκευή της αιώνιας ψυχήςτου. Σαν κάτι να ρούφηξε όλη τη ζωή από μέσα του σε δυο δευτερόλεπτα.

 

Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω, κανένας δεν θα μπορούσε. Η κυρίαΜπρεζίνσκυ είχε πεθάνει όσο περισσότερο γινόταν κι αυτό ήταν ανεπίστρεπτο.

 

Ο θάνατος ήταν μονόδρομος που κατέληγε σε έναν χοντρό τοίχο,φτιαγμένο από ατόφιο άγνωστο. Αδιερεύνητο και απρόσιτο σε όλους που ήταν ζωντανοί.Έτσι ήταν και έτσι θα εξακολουθούσε να είναι.

 

 

 

-*-

 

 

 

Περίμενα εκεί σιωπηλός το ξέσπασμα που ήξερα ότι θα ερχόταν σαντυφώνας και θα γκρέμιζε ότι είχε απομείνει όρθιο από αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν σανένα τσουνάμι που τραβάει πίσω τα νερά πριν το κύμα έρθει για να σαρώσει τα πάντα.Κανένας δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα του τέτοιο φορτίο για πολύ. Ο Σάμιουελ πουοι φίλοι του τον φώναζαν Σάμι, θα θρυμματιζόταν σαν καθρέφτης από την πίεση σε χίλιακομμάτια και δεν υπήρχε τρόπος να ξανασυναρμολογηθεί ποτέ στην πρότερη μορφή του.Θα έπρεπε να μάθει να ζει τη ζωή του έτσι, μισερός και διαλυμένος από την μοίρα.Μια ελάχιστη παρηγοριά ήταν ότι το μωρό ζούσε και ήταν καλά παρ όλη την ταλαιπωρίατου άσχημου τοκετού. Έτσι νόμιζα και του το είπα.

 

Κατάλαβα αμέσως ότι κάτι ήταν λάθος.

 

Το θολό και απλανές βλέμμα του Μπρεζίνσκυ ξαφνικά έγινε μια οργισμένημαύρη λίμνη και μίσος ξεχείλισε από κάθε πόρο του σώματός του.

 

«Τη σκοτώσατε» είπε με φωνή που μόλις ακουγότανε ανάμεσα σε ρηχές,κοφτές ανάσες απελπισίας.

 

«Καργιόληδες… σας την έφερα εδώ και σεις μου τη σκοτώσατε…»

 

«Κύριε Μπρεζίνσκυ κάναμε ότι μπορούσαμε για τη μητέρα αλλά…»είπα μαλακά.

 

«Αλλά μου τη σκοτώσατε για να σώσετε το μούλικο.» τα γόνατά τουέτρεμαν και τα χείλια του ήταν μια λεπτή λευκή γραμμή πάνω στο παραμορφωμένο απότον πόνο πρόσωπό του.

 

«Δεν πρέπει να μιλάτε έτσι για το παιδί σας. Ελάτε να κάτσουμεκάπου…»

 

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρόταση μου και ο Σάμιουελ Μπρεζίνσκυχλόμιασε και σωριάστηκε λιπόθυμος στο πάτωμα.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

Ο Εφιάλτης της Αμαρτίας

 

 

 

Μέσα από το απόλυτο σκοτάδι πρόβαλε μια γνώριμη εικόνα, έναςαπωθημένος παιδικός εφιάλτης πήρε στην αγκαλιά του τον αναίσθητο Σάμιουελ Μπρεζίνσκυ.

 

Ήταν στο δωμάτιο τους, κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι που μοιραζότανμε την μικρή αδερφή του. Παρατηρούσε προσηλωμένος τους ιστούς από τις αράχνες πουείχαν μαζέψει σκόνες και τρίχες και μικρές μαλλιαρές μπαλίτσες από ίνες βαμβακιού.Αν ήταν αρκετά μικρός θα μπορούσε να παίξει με τις μπαλίτσες, θα μπορούσε να χοροπηδάειπάνω στον ιστό της αράχνης σα να ήταν τραμπολίνο. Και αν ήταν λίγο μικρότερος Θαμπορούσε να κρυφτεί ανάμεσα στις σανίδες του πατώματος και θα ζούσε στον κόσμο πουήταν από κάτω και δεν θα χρειαζόταν τίποτε άλλο.

 

 

 

Όταν ήταν η μαμά εδώ, οι αράχνες ήταν άνεργες, σκέφτηκε. Όπωςκαι τα σκουλήκια στο νεροχύτη και τα αγριόχορτα στον κήπο. Όταν ήταν η μαμά εδώο μπαμπάς ήταν καλός μαζί τους και τα ποντίκια έμεναν έξω στους υπονόμους και δενερχόντουσαν ποτέ μέσα στο σπίτι. Ούτε οι μύγες ούτε τίποτα.

 

Ήθελε να έρθει κάποιος και να τους πάρει από δω ή ακόμα καλύτερα,ήθελε να γυρνούσε η μαμά του.

 

Η μαμά ήταν νεκρή όμως κι ο Σάμι ήξερε ότι δεν θα γύριζε. Δενθα τη ξαναέβλεπε παρά μόνο όταν θα πήγανε να την βρει στον κόσμο με τα λουλούδιακαι τους αγγέλους. Ο Σάμι ήθελε να πάρει την αδερφή του και να φύγουν μακριά αλλάφοβόταν ότι ο πατέρας του θα τους έβρισκε. Θα τους έβρισκε όπου κι αν κρυβόταν εκτόςκι αν προλάβαιναν να συναντήσουν τη μαμά. Θεέ μου ας ερχόταν κάποιος να τους πάρειαπό δω.

 

Μια κατσαρίδα πέρασε μπροστά του και κράτησε την ανάσα του.

 

Η κυρία κατσαρίδα πάει βόλτα σιγοτραγούδησε μέσα του. Πάει βόλταστο φεγγάρι. Ναι … ώ θεέ μου, αν πήγαιναν στο φεγγάρι κανείς δεν θα μπορούσε νατους βρει, ούτε ο μπαμπάς του ούτε κανένας. Θα ήταν ολομόναχοι κι ευτυχισμένοι παρέαμε την κυρία κατσαρίδα που έπλενε συνέχεια τις αγκαθωτές κεραίες της. Ήταν μια καθαρήκυρία κατσαρίδα που δεν θα τους πείραζε ποτέ αν και ο Σάμιουελ θα φρόντιζε να μείνειμακριά από την μικρή αδερφή του που φοβόταν τις κυρίες κατσαρίδες όσο συχνά κι ανέπλεναν τις αγκαθωτές κεραίες τους.

 

 

 

Έκλαιγε βουβά καθώς άκουγε τον πατέρα του να βαριανασαίνει πάνωστο λεπτοκαμωμένο παιδικό κορμί της αδερφής του στο στρώμα από πάνω του. Η Άνν ήτανακίνητη κι αμίλητη, δεν παραπονιόταν ποτέ για τις επισκέψεις του μπαμπά, άλλωστεδεν είχε μιλήσει από τότε που πέθανε η μητέρα τους.

 

Το κρεβάτι έτριζε ρυθμικά και έπεφταν σκόνες επάνω του αλλά κατάτα άλλα ήταν ησυχία. Ο μπαμπάς βόγκαγε μόνο και έκανε θορύβους με το στόμα του καθώςέσπρωχνε την γυμνή αδερφή του πάνω στο στρώμα. Η Άνν δεν μιλούσε καθόλου αλλά οΣάμι ήξερε ότι δεν της άρεσε να είναι γυμνή και να την ακουμπάει ο Μπαμπάς… Ήθελενα σταματήσει να τρίζει το κρεβάτι …

 

Ήθελε να πει στον μπαμπά να σταματήσει αυτό που έκανε στην ΆννΛουίζ γιατί την πονούσε. Ο Σάμι φοβόταν, Η κυρία κατσαρίδα είχε φύγει για το φεγγάρικαι δεν υπήρχε κανείς άλλος για να του δώσει κουράγιο. Ήταν ολομόναχος, κρυμμένοςεκεί κάτω απ το κρεβάτι που έτριζε όλο και πιο δυνατά. Ήθελε να φωνάξει στο μπαμπάτου να σταματήσει να τρίζει το κρεβάτι.

 

Βυθίστηκε στο φόβο και το σκοτάδι κι έμεινε εκεί για καιρό, κρυμμένοςκάτω από το παιδικό κρεβάτι που έτριζε ρυθμικά.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

Η μικρούλα.

 

 

 

Ξύπνησα με ένα δυνατό πονοκέφαλο και τη γνώριμη μυρουδιά τουγιασεμιού και του πεύκου να αναδεύεται γύρω μου. Έμεινα ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστάμέχρι που άκουσα έναν ήχο σαν ανάλαφρο σούρσιμο στο χορτάρι που με ανησύχησε. Ήξεραότι το ξόρκι με έφερνε πάντα σε ασφαλές μέρος, αλλά ποτέ δεν είχα δει κανέναν ναμε περιμένει να ξυπνήσω.

 

Ήταν γύρω στα δώδεκα αν έκρινα από την κοψιά της και είχε μακριάμαλλιά που σχεδόν άγγιζαν το χορτάρι. Στεκόταν όρθια μπροστά σε ένα πεσμένο δέντροστη μέση του ξέφωτου που με είχε ρίξει ο Εχμαγών.

 

Το δάσος γύρω έκλεινε σκοτεινό και ένα μεγάλο φεγγάρι έριχνετο φώς του φτιάχνοντας περίεργες σκιές και κηλίδες φωτός πάνω στη γη. Φορούσε έναναραχνοΰφαντο πράσινο μανδύα που έφτανε μέχρι στη μέση τις γάμπες της και με κοίταζεατάραχη με ένα ζευγάρι φωτεινά μάτια στο χρώμα του ανθόμελου...

 

«Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα» σκέφτηκα.

 

 

 

 

 

«Είσαι ο ταξιδευτής» είπε το κοριτσάκι με μια φωνή που ήταν απαλήκαι τελείως γυναικεία.

 

«Με λένε κι έτσι…»

 

«Ο φύλακας του Κύβου των κόσμων;…»

 

«Κάποιοι με ξέρουν και μ’ αυτό τον τίτλο» είπα.

 

«Είσαι ο Άτυχος λοιπόν…»

 

«Για αυτό μπορείς να είσαι σίγουρη» απάντησα κοιτώντας την απογοητευμένοςπου την συναντούσα δέκα χρόνια νωρίτερα από ότι έπρεπε.

 

«τότε πρέπει να με ακολουθήσεις στη σπηλιά… ο Κύριος θέλει νασε δει» δήλωσε με στόμφο και γύρισε προς το πυκνόφυλλο δάσος.

 

Δεν με πειράζει να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που δεν γνωρίζω.Αλλά με ενοχλεί κάπως το να μου λένε τι να κάνω χωρίς να μου εξηγούν το γιατί.

 

«Έ! Για περίμενε λίγο… Ποιος είναι ο Κύριος και γιατί θέλει ναμε δει … ποιος είναι αυτός ο τόπος και για να χουμε καλό ρώτημα ποια είσαι εσύ πουμε διατάζεις μικρούλα;»

 

Όταν άκουσε τη λέξη μικρούλα σταμάτησε απότομα και με το βήματης μετέωρο στον αέρα έστριψε πάλι προς το μέρος μου. Είχε μια αέρινη κίνηση πουμου θύμισε το κυματιστό βήμα των Έρεχθων. Το λεπτό ύφασμα που φορούσε, στροβιλίστηκεγύρω από το σώμα της κι άλλαξε χρώμα στο μισόφωτο του χορταριασμένου ξέφωτου. Μουφάνηκε κάπως στρουμπουλή είναι η αλήθεια, αν και το απατηλό φεγγαρόφωτο μπορούσενα παίξει πολλά παιχνίδια με τις σκιές και τα σχήματα.

 

 

 

«Αν είπες εμένα μικρούλα εννοώντας την ηλικία μου, μάθε ότι γεννήθηκαχίλια χρόνια πριν από σένα. Κι αυτό σε κάνει νιάνιαρο μπροστά μου.» είπε με ένανευδιάκριτο σαρκασμό στη φωνή της.

 

«Αν πάλι εννοούσες το σώμα μου, μάθε ότι εγώ είμαι φυσιολογική…σε αντίθεση με σένα που είσαι ένα ανοικονόμητο βουνό από κόκαλα και κρέας… Ακολούθησέμε τώρα αγαθέ γίγαντα του Κύβου και μη σκέφτεσαι τίποτα που δεν μπορείς να καταλάβεις.»Αυτό το τελευταίο είχε μια δυνατή δόση κοροϊδίας και εκείνου του υποτιμητικού ύφουςπου μόνο οι γυναίκες ξέρουν να χρησιμοποιούν. Ωστόσο δεν μου είπε ποια είναι.

 

Γύρισε πάλι προς το σκοτεινόδάσος κι άρχισε να περπατάει με ένα γρήγορο κοφτό βήμα που φανέρωνε το θυμό της.

 

Σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να την ακολουθώ μιας και δεν είχα τίποτεκαλύτερο να κάνω σε τούτο το άγνωστο μέρος που με έφερε το Ξόρκι. Δεν την θεώρησαεπικίνδυνη την μικρούλα έστω κι αν το βάδισμά και οι κινήσεις της έμοιαζαν σαν ναείχε μέσα της έναν Έρεχθο. Οι Έρεχθοι όμως δεν μιλούσαν και σίγουρα δεν χωρούσανσε τόσο μικρά κορμιά.

 

Φυσικά και δεν ήταν στρουμπουλή όπως μου φάνηκε στην αρχή, είχεστήθια που ήταν ανεπτυγμένα ίσως περισσότερο από ότι δικαιολογούσε η διάπλασή τηςαλλά σίγουρα δεν ήταν μια απλά στρουμπουλή παιδούλα. Ήταν η μινιατούρα μιας απόλυταθελκτικής και επιθυμητής γυναίκας.

 

«Χίλια χρόνια μεγαλύτερή μου!» είπα με κάποια έκπληξη, «δεν σουφαίνονται με τίποτα μικρούλα…»

 

Δεν μου απάντησε και τάχυνε κι άλλο το βήμα της.

 

Τα Μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της κι ο νυχτερινός αέρας τραβούσετο λεπτό ύφασμα γύρω από το σώμα της. Είχε τους ωραιότερους γλουτούς που είχα δειποτέ έστω κι αν ήταν σε μέγεθος παιδιού. Ντράπηκα λίγο γιατί τις σκέψεις μου γιατίδεν χωρούσε εύκολα στο μυαλό μου πως τούτο δω το αιθέριο παιδόμορφο πλάσμα ήτανμια κανονική, ενήλικη γυναίκα.

 

Περπατήσαμε περισσότερο από μια ώρα κι ένοιωθα το στομάχι μουνα διαμαρτύρεται έντονα. Είχα να βάλω φαί στο στόμα μου εδώ και τρείς μέρες καιτώρα λίμαζα στην πείνα σαν Λέγκουρο της στέπας.

 

«Είναι μακριά ακόμα η σπηλιά σου;» είπα.

 

Έλπιζα ότι αυτή και οι δικοί της θα είχαν την ευγένεια να προσφέρουνένα πιάτο φαί στον πεινασμένο ταξιδιώτη.

 

«αν τα πιάτα τους είναι στα μέτρα τους, θα χρειαστώ πολύ περισσότερααπό ένα για να χορτάσω» σκέφτηκα.

 

«Θα φας μέχρι να σκάσεις, αν αυτό είναι που θέλεις» είπε χωρίςνα γυρίσει να με κοιτάξει και πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν συνειδητοποιήσω ότιαπάντησε στις σκέψεις μου.

 

«Αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό μικρούλα» είπα λίγο ενοχλημένοςπου έμπαινε στο κεφάλι μου χωρίς την άδειά μου.

 

Δεν μου απάντησε και συνέχισε να περπατάει σαν να μην υπήρχα,μα για κακή μας τύχη δεν ήμουν ο μόνος πεινασμένος στο σκοτεινό δάσος.

 

Έμοιαζε πολύ με γορίλα που διασταυρώθηκε τρέχοντας με αρκούδα,αν μπορεί κανείς να φανταστεί τέτοιο τερατώδες πράγμα· και πήδηξε πάνω στη μικρούλααπό ένα δέντρο. Ξαφνιάστηκα και για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα άπραγος κοιτώνταςτο τεράστιο κτήνος που ετοιμαζόταν να ξεσκίσει την παράξενη συντροφιά μου.

 

Με συνέφερε από την έκπληξη η απελπισμένη κραυγή της που ζητούσεβοήθεια. Το μακρύ μαχαίρι βρέθηκε στο χέρι μου σχεδόν αυτόματα και με δύο βήματαείχα φτάσει πάνω από το αποκρουστικό πλάσμα. Η μικρούλα είχε σχεδόν χαθεί κάτω απότον όγκο του τέρατος που ετοιμαζόταν να την ξεσκίσει. Το τεράστιο βάρος από μόνοτου θα μπορούσε εύκολα να της σπάσει όλα τα κόκαλα.

 

Το άρπαξα από το άσχημο κεφάλι του και χτύπησα με όλη μου τηδύναμη στα αφύλαχτα πλευρά του. Το χτύπησα πάλι και πάλι στην περιοχή που θα έπρεπενα είναι τα νεφρά του και ένοιωσα τη λεπίδα να ταξιδεύει ανάμεσα σε σκληρές σάρκες.

 

Με μια γρήγορη κίνηση του κάρφωσα το λαιμό και προσπάθησα νατου κόψω το λαρύγγι, αλλά πριν καταφέρω οτιδήποτε σημαντικό με πέταξε πάνω στονκορμό ενός δέντρου. Πόνεσα καθώς η πλάτη μου δίπλωσε γύρω απ’ το σκληρό ξύλο καιμου κόπηκε η ανάσα αλλά δεν άφησα τη λάμα από το χέρι μου.

 

Το τέρας ερχόταν τώρα προς το μέρος μου με τα τεράστια νύχιατου να σημαδεύουν το στέρνο μου και τα σαγόνια του ορθάνοιχτα. Η μικρούλα είχε σηκωθείόρθια και από όσο μπορούσα να δω δεν είχε πάθει ζημιά.

 

«Φύγε από δω» της φώναξα με όλη μου τη δύναμη όταν το τέρας έπεφτεεπάνω μου.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ένοιωσα τα δόντια του να καρφώνονται στον αριστερό ώμο μου καιένα οδυνηρό κάψιμο μούδιασε όλο το κορμί μου. Με τραβούσε και με τίναζε σαν πάνινηκούκλα και ένοιωθα το χέρι μου έτοιμο να ξεριζωθεί απ’ τη ρίζα. Αν δεν έκανα κάτιγρήγορα το τέρας θα με σκότωνε σαν ανυπεράσπιστο κουνέλι του αγρού.

 

Ποτέ δεν τα είχα καλά με την ιδέα της αυτοθυσίας και του άκρατουαλτρουισμού αλλά μέσα στον πόνο μου χάρηκα όταν είδα ότι η χιλιόχρονη μικρούλα μεείχε ακούσει και είχε φύγει.

 

Δεν μου άρεσε να ασκώ τη μαγεία όταν είχα κοινό αλλά τώρα ήμουνμόνος μου στην θανατηφόρα αγκαλιά του κτήνους κι έπρεπε να κάνω ότι μπορούσα γιανα σώσω το τομάρι μου. Με το δεξί μου χέρι που ήταν ακόμα ελεύθερο, σχημάτισα αδέξιαστον αέρα το μεγάλο σύμβολο της Αφανέϊα[4] και φώναξα το κατάλληλοξόρκι. Αν και η φωνή μου έσπαγε από τα τραντάγματα, το τέρας χάθηκε από πάνω μουκαι το είδα τρία μέτρα μακρύτερα, πεσμένο πάνω στον κορμό που μια στιγμή πρωτύτεραήμουν εγώ. Ήταν σαστισμένο γιατί είχα εξαφανιστεί κυριολεκτικά μέσα απ’ τα δόντιατου.

 

Με δυο βήματα βρέθηκα πάνω του και έχωσα το μαχαίρι μου στα πλευράτου. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έμπηξα τη λάμα στα σωθικά του αλλά κάποια στιγμή πρέπεινα χτύπησα ένα ζωτικό όργανο γιατί αφού σπαρτάρισε για λίγο, σωριάστηκε άψυχο στοχορτάρι. Αίμα έτρεχε από τον ώμο μου ποτάμι και ένοιωθα το χέρι μου σαν ξένο αντικείμενοπου απλά κρεμόταν από πάνω μου. Δεν μπορούσα καν να σταθώ όρθιος στα πόδια μου.Το δάσος γύρω μου χάθηκε μέσα σε μια δίνη πόνου κι έπεσα σαν κούτσουρο στο χώμα,αναίσθητος.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

Άλλο ένα Τραύμα.

 

 

 

Πετάχτηκα από το κρεβάτι μούσκεμα στον ιδρώτα και η γνωστή μυρουδιάτου γιασεμιού και του πεύκου ήταν δυνατότερη από κάθε άλλη φορά. Έπιασα ασυναίσθητατον αριστερό μου ώμο κι ένοιωσα έναν οξύ πόνο να με διαπερνάει σαν να με είχε χτυπήσειρεύμα.

 

Σηκώθηκα με κόπο και πήγα στον καθρέφτη. Άναψα το φώς και τοθέαμα που είδα μου έδωσε την εξήγηση. Μια ελλειπτική σειρά από κατακόκκινα βαθιάσημάδια είχε εμφανιστεί ξαφνικά από το πουθενά. Γιατί ήμουν σίγουρος ότι όταν ξάπλωσαο ώμος μου ήταν μια χαρά και δεν πονούσα ούτε εκεί ούτε αλλού. Ήταν σαν να με είχεδαγκώσει κάποιο μεγάλο ζώο και η πληγή μόλις είχε θρέψει.

 

Κοίταξα καλύτερα και είδα την βαθιά ουλή να δείχνει σημάδια επούλωσης.Είχε αρχίσει ήδη να αναπτύσσεται καινούργιος συνδετικός ιστός και σε λίγο τα ίχνηαπό τα δόντια θα εξαφανίζονταν. Πήγα στο γραφείο και πήρα από το συρτάρι την παλιάΠολαρόϊντ μου.

 

Σημάδεψα τον αριστερό ώμο μου και τράβηξα μια φωτογραφία. Περίμεναμερικά δευτερόλεπτα να εμφανιστεί η εικόνα στο χαρτί και την εξέτασα προσεκτικά.Η εικόνα ήταν καθαρή και είδα το ευδιάκριτο δάγκωμα από κάποιο άγριο ζώο, αγκάλιαζεσχεδόν όλη την περιοχή του ώμου και της κλείδας.

 

Το τραύμα έφτανε μέχρι το στέρνο και ήταν αρκετά βαθύ για νασκοτώσει άνθρωπο. Θα μπορούσε εύκολα να έχει σπάσει το θωρακικό κλωβό σε χίλια κομμάτιακαι αυτό θα ήταν αμετάκλητα θανατηφόρο. Όμως σε λίγες μέρες θα εξαφανιζόταν όπωςσυνέβαινε κάθε φορά, αφήνοντας πίσω του μια αμυδρή αλλοίωση στο χρώμα του δέρματος.Θα έπρεπε να είναι πολύ παρατηρητικός κανείς για να την προσέξει. Αλλά προς το παρόντο τραύμα ήταν εκεί και με πονούσε σα δαιμονισμένο.

 

Πήγα στην ντουλάπα και άνοιξα διάπλατα τα πορτόφυλλα. Έψαξα κάμποσηώρα για να βρω μια κενή θέση ανάμεσα στις εκατοντάδες φωτογραφίες που είχα κολλήσειόλα αυτά τα χρόνια και την καρφίτσωσα εκεί πέρα. Έγραψα από κάτω την ημερομηνίακι έκλεισα πάλι τις πόρτες.

 

Η ώρα ήταν μια και μισή μετά τα μεσάνυχτα και νύσταζα. Πήρα έναισχυρό παυσίπονο και ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι μου. Σκέφτηκα ότι η αυριανή μέρα στονοσοκομείο θα ήταν πολύ δύσκολη χωρίς την καημένη την Άντελεϊν Μπόσγουορθ. Το παιδίτης είχε πάθει εγκεφαλικό κι ήταν μόλις δώδεκα ετών. Το είχαν μεταφέρει στην εντατικήαλλά η ζημιά είχε γίνει και ήταν μεγάλη.

 

Ο μικρός θα έμενε φυτό χωρίς την παραμικρή πιθανότητα ανάνηψης.Ήταν ζωντανός μόνο και μόνο εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του. Την λυπόμουν τηνΆντελεϊν γιατί ήξερα ότι αυτό το παιδί ήταν όλη η ζωή της. Μετά από πέντε λεπτάμε είχε πάρει ο ύπνος.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Ρυθμοποιός του χρόνου

 

 

 

Όταν συνήλθα ένοιωσα ένα δυνατό πόνο που έτρωγε τον ώμο και τοστήθος μου. Δεν κατάλαβα αμέσως που ήμουν και το μόνο που θυμόμουν ήταν τα δόντιατου τέρατος καρφωμένα πάνω μου.

 

Ήμουν γυμνός κάτω απόμια μαλακιά μάλλινη κουβέρτα και μια μικρή φωτιά έκαιγε στη μέση της ψηλοτάβανηςσπηλιάς. Το τραύμα ήταν δεμένο με ένα καθαρό άσπρο πανί και το σώμα μου ήταν πλυμένοαπό τα χώματα και το αίμα. Δίπλα μου ήταν το δισάκι μου με τον Εχμαγών και τα υπόλοιπαπράγματά μου, απείραχτα καταπώς φαινόταν. Τουλάχιστον δεν ήμουν ανάμεσα σε εχθρούςή κλέφτες. Είδα το μαχαίρι μου να εξέχει από τη θήκη του και με το καλό μου χέριτο μάζεψα και το έκρυψα κάτω από το σκέπασμα.

 

Δεν ήξερα πως είχα φτάσει εκεί πέρα αλλά ήμουν σίγουρος ότι δενείχα πάει με τα πόδια μου ή με κάποιο ξόρκι μου. Ανασηκώθηκα ανήσυχος κι ένα λεπτοκαμωμένοχέρι με άγγιξε στο μέτωπο σπρώχνοντας απαλά το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι.

 

«Δεν μπορείς ακόμα να σηκωθείς» είπε μια φωνή.

 

«Ούτε το χρειάζεσαι το μαχαίρι σου... Εδώ είσαι ασφαλής.»

 

«Μικρούλα;… Είσαι καλά;»

 

«Ναι, αγαθέ γίγαντα του Κύβου, χάρις σε σένα είμαι καλά. Σ’ ευχαριστώ»είπε και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου.

 

«Μπα… μην το σκέφτεσαι. Δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το κτήνοςνα κατασπαράξει ένα αβοήθητο μικρό κοριτσάκι»

 

«Μπάλε το λένε…»

 

«Τι λένε Μπάλε;»

 

«Το κτήνος που σκότωσες το λένε Μπάλε… και ποτέ κανείς δεν έχεικαταφέρει να σκοτώσει ένα τέτοιο ζώο με γυμνά χέρια… Θα γίνεις θρύλος ανάμεσα στουςΓνώμους»

 

«Η Τύχη του πρωτάρη ήταν… μην το σκέφτεσαι μικρούλα»

 

«με λένε Λανιλάϊ … και είμαι σίγουρη ότι δεν είσαι πρωτάρης.Τώρα που σου συστήθηκα και ξέρεις το όνομά μου, δεν έχεις πια λόγο να με λες μικρούλαΆτυχε.» η φωνή της δεν έκρυβε θυμό, θα έλεγα ότι διέκρινα μια μικρή νότα θαυμασμού.

 

«Άλλωστε για τα δικά σου μέτρα είμαι γριά όσο καμιά άλλη γυναίκαπου ξέρεις.»

 

«ώριμη μάλλον…» είπα και την άκουσα να γελάει με ένα γάργαροήχο γεμάτο ζωή και φρεσκάδα.

 

«Ξεκουράσου τώρα γιατί σε λίγο θα σε δει ο Κύριος»

 

«Και ποιος είναι αυτός ο Κύριος … μικρούλα Λανιλάϊ;»

 

«Θα σου πει ο ίδιος όλα όσα πρέπει να μάθεις… και σταμάτα ναμε λες μικρούλα.»

 

Σηκώθηκε και την είδα όρθια από πάνω μου. Φορούσε ένα αραχνοΰφαντοφόρεμα και το σώμα της φαινόταν σε κάθε του θαυμαστή λεπτομέρεια. Αν αγνοούσες τομέγεθός της, ήταν το απόλυτο όνειρο κάθε άντρα. Αν και εξακολουθούσε να είναι μικρούλαέστω και με τα μάλλον χαλαρά κριτήριά μου.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ήταν ελάχιστα ψηλότερος από την Λανιλάϊ κι ήταν ντυμένος με έναλευκό πανί που είχε τυλίξει γύρω απ’ το ισχνό σώμα του. Η ηλικία του ήταν ακαθόριστηαν και ήμουν σίγουρος ότι ήταν πολύ μεγαλύτερος από την χιλιόχρονη μικρούλα.

 

Με κοίταξε για πολύ ώρα πριν μου μιλήσει και άρχισα να ανησυχώ.Ήμουν ξαπλωμένος και δεν είχα δυνάμεις να σηκωθώ, αυτό με έφερνε σε μειονεκτικήθέση απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο. Έστω κι αν είχε τη σωματική διάπλαση ενόςδωδεκάχρονου παιδιού.

 

«Εσύ είσαι ο τελευταίος φύλακας λοιπόν…» η φωνή του ήταν απαλήκαι ήρεμη αλλά μέσα της υπήρχε έντονη η πατίνα και το γρέζι του χρόνου.

 

«Ναι… είμαι πολύ γέρος.» είπε λες και διάβασε τις σκέψεις μου.Ήταν κληρονομικό τους ελάττωμα φαίνεται το να μπαίνουν στο μυαλό των φιλοξενούμενώντους απρόσκλητοι.

 

«Περισσότερο γέρος από όσο μπορείς να φανταστείς. Περισσότεροαπό μερικούς νεότευκτους κόσμους. Περισσότερο από πολλά αστέρια στο στερέωμα. Είμαιο γηραιότερος σε όλα τα σύμπαντα του Εχμαγών που φυλάς στο δισάκι σου.» είπε κιέδειξε με το κεφάλι του τα πράγματά μου.

 

Δεν τον πίστεψα και δεν θα μπορούσα να τον πιστέψω γιατί καμιάεμπειρία ή γνώση μου δεν υποστήριζε ανθρώπους που έλεγαν πως ήταν μεγαλύτερης ηλικίαςαπό ένα αστέρι. Μου φάνηκε περίεργο και μ’ ανησύχησε το ότι ήξερε τον Εχμαγών μετ’ όνομά του, αλλά αν μπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου αυτό δεν ήταν δύσκολο νατο βρει και να μου το ξεφουρνίσει.

 

Κλείδωσα τις σκέψεις μου έτσι όπως έκανα όταν προσπαθούσα νααποφύγω τους Έρεχθους και μπήκα σε εγρήγορση. Όχι ότι μπορούσα να κάνω και πολλάέτσι όπως ήμουν τραυματισμένος αλλά έναν κοντοπίθαρο γέρο πιθανόν να τον κατάφερνακαι με το ένα μου χέρι... Ή τουλάχιστον ήμουν έτοιμος να προσπαθήσω αν χρειαζόταν.

 

Τράβηξε ένα ξύλινο σκαμνάκι κι έκατσε μπροστά από το χαμηλό κρεβάτιμου. Από κοντά το πρόσωπό του έμοιαζε σαν οργωμένο χωράφι. Δεν υπήρχε ούτε χιλιοστότης επιδερμίδας του που να μην είναι γεμάτο από βαθιές ρυτίδες.

 

«Έχεις απορίες κι αμφιβολίες φαντάζομαι. Έχεις ερωτήσεις καιπράγματα που σε βασανίζουν εδώ και χρόνια. Και μάλλον εγώ έχω τις απαντήσεις πουαναζητάς.» ο μικροκαμωμένος άνθρωπος με κοιτούσε σαν να περίμενε να συνεχίσω εγώτη συζήτηση και πραγματικά μου είχε κινήσει την περιέργεια.

 

«Είναι αλήθεια ότι πολλά πράγματα μου ξεφεύγουν κύριε…» είπαπροσεκτικά.

 

Τον είδα να παίρνει μια βαθιά ανάσα κι έβαλε τις παλάμες τουανοιχτές πάνω στα γόνατά του. Φάνηκε σαν να σκέφτεται τι θα μου πει και το στήθοςτου ανασηκώθηκε από έναν αναστεναγμό.

 

«Είμαι ο Ρυθμοποιός παιδί μου. Αυτός που φυλάει το νήμα του χρόνουκαι δένει τους κόσμους στους ρυθμούς. Αυτός που διαβάζει το απέραντο υφαντό τωνγεγονότων και ρυθμίζει τους καιρούς. Και συ είσαι ο φύλακας του απόλυτου σημείου.Είσαι αυτός που κρατάς στον κόρφο σου τον Εχμαγών, την αρχή και την βαθύτερη έννοιατων πάντων.» με κοίταξε για να δει αν καταλαβαίνω και προσπάθησε να διαβάσει τομυαλό μου, αλλά ήμουν κλειδωμένος μέσα μου και ούτε Έρεχθος δεν θα μπορούσε να μεδιαβάσει.

 

«Μπορείς να σώσεις ή να καταστρέψεις κόσμους και σύμπαντα ανχρησιμοποιήσεις την αρχετυπική μαγεία που αναβλύζει από τον Κύβο... μπορείς να μαςσώσεις ή να αφήσεις τους Έρεχθους να κατακλύσουν τους κόσμους και να καταλύσουντην ίδια τη γενεσιουργό αιτία της ζωής…» είπε ο άνθρωπος που αποκαλούσε τον εαυτότου Ρυθμοποιό. Δεν καλοκατάλαβα τι εννοούσε με όλα αυτά, αλλά ένοιωσα άβολα γιατίδεν ήξερα αν ήταν ένας ονειροπαρμένος γέρος ή κάποιος που τον τρέλανε η σκέψη τουαπέραντου κόσμου.

 

«Κύριε Ρυθμοαποτέτοιε μου… εγώ με δυσκολία μπορώ να ξεγλιστράωαπό τους κυνηγούς μου. Αν μπορούσα να σώσω κάποιον, θα ξεκινούσα πρώτα από τον εαυτόμου ξέρεις…» του είπα.

 

Δεν ήμουν αγενής από τη φύση μου αλλά με ενοχλεί να με δουλεύουνξεδιάντροπα. Όσο ηλίθιος κι αν δείχνω, έχω μια αξιοπρέπεια.

 

«Μέσα στην ατυχία μου είμαι τυχερός που ζω ακόμα,» είπα «αλλάμόνο μέχρι εκεί με πάει η τύχη. Δεν γνωρίζω κανέναν που να τα έχει βάλει με ένανΈρεχθο και να ζει για να διηγηθεί την ιστορία του.

 

Ασκώ τη μαγεία όπως μου την έχουν δείξει οι παλιοί, μα δεν ξέρωκανένα ξόρκι που να μπορεί έστω και να γαργαλήσει έναν απ’ αυτούς. Το μόνο που κάνωμε κάποια επιτυχία είναι το να κρύβομαι σαν τον αρουραίο των αγρών.

 

Έχω βρεθεί στην κρύα αγκαλιά του θανάτου περισσότερες φορές απ’αυτές που θέλω να θυμάμαι και ποτέ δεν κατάφερα να νοιώσω σωτήρας του κόσμου. Είμαισίγουρος ότι στο επόμενο λάθος μου, θα με φάει το μαύρο χώμα και κάποιος Έρεχθοςθα τριγυρνάει φορώντας το τομάρι μου κύριε Ρυθμοτέτοιε μου…» Ο πόνος με σούβλισεδυνατά στον τραυματισμένο ώμο μου σαν να επιβεβαίωνε τα λόγια μου.

 

«Έχεις δίκιο Άτυχε…» είπε κοιτώντας τις άδειες παλάμες του πουήταν στραμμένες προς τα πάνω. «είναι πολλά αυτά που σου ξεφεύγουν»

 

Είδα ένα μικρό φώς να βγαίνει από τα χέρια του. Ήταν κάτι σανμικρές πράσινες φλόγες που δυνάμωναν ολοένα. Το δισάκι μου με τον Εχμαγών ήταν δίπλαστα πόδια του και είδα μια κίνηση που μου τράβηξε την προσοχή. Η φωτιά στις παλάμεςτου έμοιαζε να δυναμώνει και ταυτόχρονα το δερμάτινο σακί που κρατούσε τον Κύβοέμοιαζε να τσιτώνεται λες και είχε μέσα του έναν ανήσυχο Έρεχθο.

 

«Θα σου δείξω λοιπόν όσα δεν μπορώ να σου πω…» είπε ο γέρος καιτότε ο Εχμαγών κύλισε έξω από το δισάκι λες και είχε μετατραπεί σε ολοστρόγγυλημπάλα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να σιγουρευτώ ότι έβλεπα καλά γιατί πολλέςφορές ο πυρετός κάνει τα μάτια του ανθρώπου να βλέπουν ανύπαρκτα θαύματα κι οράματα.

 

Το ιερό αντικείμενο είχε αποκτήσει ζωή από μόνο του κι έκανεακροβασίες που δεν είχα ξαναδεί. Περιπλανήθηκε για λίγο στον αέρα και μετά πήγεκαι στάθηκε λίγα εκατοστά πάνω από τις ανοιχτές παλάμες του Ρυθμοποιού.

 

Δεν είχα συναντήσει ποτέ τέτοια μαγεία, δεν ήξερα να υπάρχεικανένα ξόρκι που να νικάει το βάρος των αντικειμένων. Εκτός φυσικά από διάφορουςτσαρλατανισμούς και μπαγαμπόντικες ταχυδακτυλουργίες μερικών που με αόρατα σχοινιάέκαναν αντικείμενα να πετάνε στον αέρα και απομυζούσαν τα λεφτά των ανύποπτων θεατώντους.

 

Μπορεί να ήμουν πολλά πράματα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούσατον εαυτό μου ανύποπτο θύμα κανενός.

 

Ο Κύβος κουνιόταν τώρα πάνω από τις ανοιχτές παλάμες του γέρουχωρίς να αγγίζει πουθενά.

 

Ανησύχησα και προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ο πόνος με καθήλωσε πάλιπίσω στο αχυρένιο στρώμα. Δεν μου άρεσαν τα παιχνίδια με τον Κύβο γιατί ήξερα ότιήταν επικίνδυνα και μπορούσαν να έχουν εντελώς άγνωστες συνέπειες.

 

Ο γέρος μου έριξε μια καθησυχαστική ματιά και τότε ο Εχμαγώνάρχισε να περιστρέφεται με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Γύριζε απαλάγύρω από τον κάθετο άξονά του και κάθε τόσο έκανε μια περιστροφή γύρω από τον οριζόντιο.Μετά γύριζε περί της μιας διαγωνίου του για να επιστρέψει πάλι στο αρχικό μοτίβοκαι να τελειώσει τον ίδιο κύκλο κινήσεων με την αντίθετη διαγώνιο. Περιδινούντανόλο και πιο γρήγορα μέχρι που το σχήμα του θόλωσε κι ακουγόταν ένας ήχος σαν τονακατάπαυστο ψίθυρο της Νοέργειας. Ο Ρυθμοποιός στεκόταν ακίνητος, με τα μάτια τουκλειστά κι ο αιωρούμενος Κύβος μπροστά του, επιτάχυνε συνεχώς τις παράξενες περιστροφέςτου.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

Ο Εχμαγών

 

 

 

Ο Κύβος φαινόταν τώρα περισσότερο σαν μια μπάλα που ξέρναγε απίστευτεςποσότητες Νοέργειας. Ήταν τόσο πυκνή που νόμιζα ότι θα μπορούσα να πιάσω μια χούφτακαι να την περιεργαστώ μπροστά στα μάτια μου.

 

Έστω κι αν έβαζα όλα τα ξόρκια μου μαζί δεν θα μπορούσα καν ναπλησιάσω τις ποσότητες μαγείας που εκμαίευε ο Ρυθμοποιός.

 

Το συμπαγές φως της Νοέργειας ήταν τόσο έντονο που με τύφλωνε.Κυλούσε σαν ποτάμι από τον περιδινούμενο Κύβο και φούσκωνε κάθε δευτερόλεπτο πουπερνούσε. Το πάτωμα της σπηλιάς είχε γεμίσει από το υγρό φως και η στάθμη ανέβαινεσυνέχεια. Ο Εχμαγών έμοιαζε να γυρίζει τα μέσα έξω και κάθε προσπάθειά μου να τονκοιτάξω κατ ευθείαν κατάληγε σε μια έντονη ναυτία.

 

Ένας ανεπαίσθητος συριγμός αναδύθηκε μέσα από τον στρόβιλο τηςλάμψης και με τρόμαξε. Ήταν ακριβώς ο απαίσιος ήχος του τραγουδιού των Ερέχθων.

 

Ολόκληρη η σπηλιά κολυμπούσε στο μαγικό φως της Νοέργειας καιο Ρυθμοποιός ήταν εντελώς ακίνητος. Φοβόμουν, δεν είχα δει τίποτα παρόμοιο σε όλητη ζωή μου και φοβόμουν τι μπορούσε να κάνει ο Εχμαγών κάτω από τέτοιες συνθήκες.

 

Ο γέρος σηκώθηκε κρατώντας τις παλάμες του στραμμένες προς τονουρανό και τον περιδινούμενο Κύβο μερικά εκατοστά πάνω τους. Έκανε προσεκτικά ταδύο βήματα που μας χώριζαν και στάθηκε με τα χέρια του απλωμένα να κρατάει τον Εχμαγώνίσια πάνω από το στήθος μου.

 

«Μη φοβάσαι» μου είπε κι η φωνή του μόλις που ακούστηκε πάνωαπό τον τρομαχτικό ήχο του ιερού αντικειμένου που στροβιλίζονταν στον αέρα. Ξαφνικάο Ρυθμοποιός τράβηξε τα χέρια του κι ο Κύβος βούτηξε προς τα κάτω.

 

Ήμουν ξαπλωμένος κι ανήμπορος να αντιδράσω στην ξέφρενη δύναμηπου ανάβλυζε ο Κύβος. Κράτησα την ανάσα μου και πονούσα από τον φόβο αλλά δεν τόλμησανα κλείσω τα μάτια μου. Πήρε κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι κάτι άλλαξεστην συμπεριφορά του Εχμαγών όταν ήρθε και στάθηκε λίγους μόνο πόντους πάνω απότο στήθος μου...

 

 

 

-*-

 

 

 

Δεν είχα καμιά αμφιβολίαότι η Νοέργεια που εκλυόταν από το εσωτερικό του θα μπορούσε να με διαλύσει σε μιαστιγμή. Αλλά δεν συνέβη τίποτα τέτοιο.

 

Αντί για το θάνατο που περίμενα, ο Κύβος μου έδωσε ζωή. Το τεράστιοτραύμα στον ώμο μου σταμάτησε να πονάει και ένοιωσα τους ιστούς να αναγεννιούνταικάτω από το δέρμα μου. Στην πραγματικότητα είχα τόσα χτυπήματα επάνω μου που ο πόνοςείχε γίνει αχώριστος σύντροφός μου εδώ και πολλά χρόνια και μου φάνηκε κάπως περίεργοτο να μην πονάω πουθενά.

 

Αλλά αυτή ήταν μόνο μία από τις δραστηριότητες του Εχμαγών στοσώμα μου και σίγουρα όχι η σημαντικότερη.

 

Από την κάτω μεριά του φάνηκε μια λεπτή στήλη από πηχτό φώς πουκατευθύνονταν προς το στέρνο μου. Η καρδιά μου ήθελε να βγει από το στήθος μου καιδεν θα κρύψω ότι φοβήθηκα όσο γινόταν να φοβηθεί άνθρωπος. Όταν το φώς με άγγιξε,ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια μου. Η αίσθηση του κορμιού μου έπαψε να υπάρχει καιτο μυαλό μου πετούσε ελεύθερο απ’ τα δεσμά της σάρκας.

 

 

 

Η σπηλιά δεν υπήρχε πια και γω κολυμπούσα μέσα σε ένα πάλλευκοφώς που περιείχε ένα ζωντανό αντίγραφο των κόσμων.

 

Όλων των Κόσμων.

 

 

 

Η απαγωγή του Μωρού Τζό.

 

 

 

Η Δωροθέα είχε πάρει στην αγκαλιά της το μωρό και την ίδια στιγμήαποφάσισε τι θα κάνει. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι η κάθε σκέψη της επηρεάζονταν απότο πλάσμα που είχε ενσαρκωθεί στο παιδί της μακαρίτισσας Άνν Μπρεζίνσκυ. Και τοπιο πιθανό ήταν ότι δεν θα το μάθαινε ποτέ. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν η διάσωσητου αγγέλου από τους ανθρώπους που ήθελαν το κακό του.

 

Οι άνθρωποι ήταν κακοί, πραγματικά τέρατα που θα έσπαγαν το κεφάλιτου μωρού σαν καρύδι αν τους άφηνε. Θα το χτυπούσαν μέχρι να σβήσει η φλόγα τηςζωής από τα μάτια του. Αλλά το μωρό δεν ήταν σαν τα άλλα μωρά, αν η Δωροθέα βοηθούσελίγο τότε όλα θα πήγαιναν καλά και θα ήταν ασφαλείς και ευτυχισμένοι μαζί. Για πάντα,αρκεί να μην τους χώριζαν οι φαρισαίοι.

 

Η Άντελεϊν πήρε ήδη αυτό που της άξιζε, αλλά υπήρχαν πολλοί άλλοιπου θα ήθελαν να βλάψουν το μωρό Τζό και η Δωροθέα έπρεπε να το προστατέψει με κάθεθυσία. Και βαθιά μέσα της ήξερε ότι δεν υπήρχε θυσία αρκετά μεγάλη για το υπέροχοπλάσμα που κρατούσε τρυφερά στα μπράτσα της. Ήταν ήδη αποφασισμένη να κάνει τα πάνταγια αυτό το μωρό. Κυριολεκτικά τα πάντα…

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο Σάμιουελ Μπρεζίνσκυ είχε μεταφερθεί στο ψυγείο, την αίθουσαπου το νοσοκομείο φιλοξενούσε αυτούς που ήταν σε κώμα. Οι ζωτικές του λειτουργίεςέμοιαζαν καλές, μα το μυαλό του αρνιόταν να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Το μωρόΤζό είχε μείνει στα αζήτητα με τη μητέρα του νεκρή και τον πατέρα του σε μια κατάστασηπου κανείς δεν ήξερε πότε θα συνερχόταν.

 

Βαθιά μέσα της η Δωροθέα Μπίλικς ήξερε ότι έπρεπε να πάρει τοπαιδία από κει μέσα. Φυσικά ήξερε επίσης ότι αυτό ήταν παράνομο και ισοδυναμούσεμε απαγωγή. Αλλά δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί πως θα γινόταν να αποχωριστεί απότο μωρό Τζό. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα της το έπαιρναν και θα το πήγαιναν σε κάποιοβρεφοκομείο που θα το παραπετούσαν από δω κι από κει, όπως έκανε αυτή η πουτάναη Άντελεϊν με το νεογέννητο.

 

Οι άνθρωποι θα μισούσαν το μωρό, γιατί απλά μισούσαν κάθε τιτο διαφορετικό, κάθε τι που δεν χώραγε στο μικρό μυαλό τους.

 

Ήταν ανόητοι όλοι τους κι ανίκανοι να δουν ένα θαύμα ακόμα κιαν το έτριβες στη μούρη τους.

 

Δεν δίστασαν να σταυρώσουντο χριστό που ήταν ολόκληρος άντρας και είχε και δώδεκα αποστόλους να τον αγαπάνεκαι να φυλάνε τα νότα του. Εκτός από κείνο το μίασμα τον Ιούδα τον Ισκαριώτη φυσικά.

 

Η Δωροθέα δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι θα έκαναν στο μωρό ανέπεφτε στα χέρια τους και αποφάσισε ότι θα γινόταν η πρώτη και μοναδική απόστολοςτου θείου πλάσματος. Δεν θα έκανε τα λάθη που έκανε η προηγούμενη βάρδια κι ούτεθα τον πρόδιδε ποτέ.

 

Είχε το μωρό στην αγκαλιά της και περπατούσε στο διάδρομο τηςγυναικολογικής κλινικής. Απόμεναν μερικά μέτρα μέχρι να φτάσει στο ασανσέρ και θακατέβαινε στο ισόγειο. Από κει και πέρα ήταν εύκολο, καθώς κανείς δεν θα αναρωτιότανπου πάει ή τι κάνει. Δεν θα έπεφτε λόγος σε κανέναν αν κατάφερνε να βγει απαρατήρητηαπό δω μέσα.

 

Η Δωροθέα δεν είχε συγγενείς ή γνωστούς που να έκαναν δύσκολεςερωτήσεις και ήταν σίγουρη ότι σε λίγο καιρό η απαγωγή θα είχε ξεχαστεί, κι αυτήθα μπορούσε να δηλώσει το μωρό σαν δικό της παιδί. Ήξερε τους κατάλληλους ανθρώπουςγια να την βοηθήσουν και είχε μερικά χρήματα στην άκρη που θα την διευκόλυναν σημαντικά.Φυσικά πάντα υπολόγιζε στην επιρροή που ασκούσαν οι πλούσιες καμπύλες της στουςπερισσότερους άντρες, όπως και σε μερικές γυναίκες.

 

Περπατούσε βιαστικά τώρα και το ασανσέρ δεν απείχε παρά μερικάβήματα.

 

Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν και από μέσα βγήκε η κοντόσωμηκαι ξιπασμένη ξανθιά προϊσταμένη του τμήματος. Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο απ’ αυτήτην κακότυχη συνάντηση και η καρδιά της Δωροθέας κόντεψε να σπάσει από την αγωνία.Η μέγαιρα θα την σταματούσε οπωσδήποτε και θα άρχιζε τις ερωτήσεις για τις οποίεςη ίδια δεν είχε να δώσει καμιά πειστική απάντηση.

 

Δυο μόλις βήματα χώριζαν τώρα τις δυο γυναίκες και η προϊσταμένηθα έπεφτε κυριολεκτικά πάνω στην Δωροθέα που κρατούσε το μωρό Τζό σφιχτά στην αγκαλιάτης. Ήταν σαν να μην την έβλεπε μπροστά της αν και η Δωροθέα βρέθηκε να την κοιτάεικατά πρόσωπο. Έκανε στην άκρη την τελευταία στιγμή αποφεύγοντας την σύγκρουση καιέμεινε με την πλάτη ακουμπισμένη πάνω στην ανοιχτή πόρτα του ανελκυστήρα. Η ανάσατης ήταν γρήγορη και ρηχή και ο πανικός είχε καταλάβει τα μέλη της καθώς κοιτούσετην προϊσταμένη να κατευθύνεται αγέρωχη προς το γραφείο του προσωπικού.

 

Προσπάθησε να συνέλθει από το σοκ και χώθηκε γρήγορα πισωπατώνταςστο θάλαμο που περίμενε. Η πόρτα έκλεισε πίσω της και η Δωροθέα πήρε μια βαθιά ανάσα.

 

Θεέ μου» σκέφτηκε. «αυτό κι αν ήταν παρά τρίχα». Πάτησε το κουμπίγια το ισόγειο και έκλεισε τα μάτια της εξαντλημένη από τον πανικό και τον φόβο.Ένοιωθε ένα παράξενο συναίσθημα και δεν μπορούσε να εξηγήσει την αλλόκοτη συμπεριφοράτης προϊσταμένης. Ήξερε από εμπειρία ότι η μέγαιρα θα έκανε ολόκληρη σκηνή αν τηνέβλεπε να κουβαλάει ένα μωρό στα χέρια γιατί ο κανονισμός του νοσοκομείου το απαγόρευερητά.

 

Αργά ή γρήγορα θα καλούσε τον Δρ. Γουώλκερ για να μάθει τι συμβαίνεικαι θα ανακάλυπτε ότι η Δωροθέα δεν είχε καμιά εντολή να πάρει το μωρό από το βρεφικόσταθμό. Μετά θα ακολουθούσε η κόλαση και το πιο πιθανό ήταν ότι θα κατέληγε στηφυλακή κατηγορούμενη για απαγωγή βρέφους, κάτι που θα την στιγμάτιζε για πάντα.Θα μπορούσε να είναι το τέλος της καριέρας και της ελευθερίας της και κυρίως, τηςυπέροχης ζωής που την περίμενε με το μωρό Τζό.

 

Αλλά δεν την είδε! Η προϊσταμένηέπεσε σχεδόν επάνω της και δεν την είδε. Θα έπαιρνε όρκο ότι τα μάτια της κοίταξανολόισια πάνω στο μωρό αλλά ούτε που κοντοστάθηκε. Περπατούσε λες και ήθελε να περάσειακάθεκτη από μέσα τους, σαν να μην υπήρχαν.

 

-*-

 

 

 

Ακουμπούσε με την πλάτη πάνω στον καθρέφτη του ανελκυστήρα καιέβλεπε τους ορόφους να περνούν γρήγορα στην φωτεινή ένδειξη του καντράν. Το μωρότην κοιτούσε χαμογελώντας ευτυχισμένο και η Δωροθέα ένοιωσε για άλλη μια φορά τηνπαντοδύναμη επιρροή που ασκούσε πάνω της. Σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερη με το μωρόνα της ανήκει για πάντα. Φυσικά το πάντα είναι ένα πολύ σχετικό πράγμα, αλλά αποτελείίδιον των ανθρώπων να θεωρούν τη σχετικότητα απόλυτο μέγεθος.

 

 

 

-*-

 

 

 

Μόλις έφτασε στο λόμπι του νοσοκομείου, η πόρτα του ανελκυστήραάνοιξε διάπλατα κι ένα πολύχρωμο σμάρι από ανθρώπους εισέβαλε μέσα. Η Δωροθέα προσπάθησενα αποφύγει την επαφή και τα σπρωξίματα αλλά για άλλη μια φορά οι άλλοι την αντιμετώπιζανσαν να ήταν αόρατη. Σήκωσε το μωρό ψηλά στα μπράτσα της και προσπάθησε να ελιχτείμέσα στο πλήθος για να βγει έξω. Όσο περισσότερο έμενε μέσα στο νοσοκομείο τόσοπερισσότερο κινδύνευε να την ανακαλύψουν.

 

«Ανάθεμά σε πόρνη» είπε χαμηλόφωνα κι όρμησε τρέχοντας μπροστά.Η έξοδος ήταν μερικά μέτρα μόνο και κανείς δεν θα την σταματούσε τώρα. Ήταν αποφασισμένηνα τα παίξει όλα για όλα.

 

 

 

-*-

 

 

 

Η Άντελεϊν Μπόσγουορθ μπήκε στο ασανσέρ σπρώχνοντας ανάμεσα στονκόσμο για να ανοίξει δρόμο όταν ένοιωσε ένα βίαιο τράνταγμα στον ώμο της. Σαν νατην είχε σκουντήξει κάποιος δυνατά, μα όταν κοίταξε δεν είδε καμιά κίνηση εκτόςαπό μια κυρία που κοιτούσε κι αυτή παραξενεμένη το κενό ανάμεσά τους.

 

Δεν έδωσε περισσότερη σημασία, σήμερα θα δήλωνε την παραίτησήτης και θα γυρνούσε στην εντατική που νοσηλευόταν το παιδί της. Έτσι κι αλλιώς ηκαταρρακωμένη ψυχολογία της δεν της επέτρεπε να εξακολουθεί να είναι μαία, ήτανκαιρός να ασχοληθεί με το να είναι μάνα, έστω κι αν ήταν αργά.

 

Ο ανελκυστήρας ξεκίνησε το ταξίδι του για τους πάνω ορόφους φορτωμένοςμε το ανθρώπινο φορτίο του. Κανείς από αυτούς δεν θα ήταν ζωντανός αύριο.

 

 

 

-*-

 

 

 

Μόλις βγήκε στον ανοιχτό χώρο άρχισε να τρέχει πανικόβλητη καινα κοιτάει πίσω της σε κάθε δεύτερο βήμα. Είχε πέσει πάνω στην Άντελεϊν καθώς έβγαινεαπό τον ανελκυστήρα κι αυτή δεν της είχε δώσει την παραμικρή σημασία.

 

Η Δωροθέα ήταν πραγματικά φοβισμένη γιατί πρώτη φορά στη ζωήτης ένοιωθε πως ήταν να είναι αόρατη. Το μωρό είχε πιάσει μια μπούκλα από τα μαλλιάτης και την χάιδευε πάνω στα χειλάκια του. Θεέ μου είναι τόσο όμορφος σκέφτηκε καιξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου της.

 

 

 

-*-

 

 

 

Ο Βέρτζιλ Τζάκσον ήταν φύλακας στη πύλη του συγκεκριμένου νοσοκομείουπερισσότερα από είκοσι χρόνια. Ορκιζόταν στο όνομα του Ιησού Χριστού ότι ποτέ μέχρισήμερα δεν είχε αναγκαστεί να σηκώσει την μπάρα σε ένα αυτοκίνητο που δεν το οδηγούσεκανείς. Το όχημα βγήκε από την πύλη του νοσοκομείου και ανέβηκε την οδό Χαφγουέιμέχρι που έστριψε στην Πίλγκριμ.

 

 

 

Η τρομάρα του ήταν τέτοια που δεν σκέφτηκε να κρατήσει τον αριθμόκυκλοφορίας, αλλά ακόμα και αν ήταν τέρας ψυχραιμίας, δεν θα τολμούσε ποτέ να πειπουθενά αυτό που του συνέβη. Είχε δει ανθρώπους να καταλήγουν στην ψυχιατρική γιαπολύ λιγότερα πράγματα από ένα μικρό Χόντα χωρίς οδηγό.

 

Μόλις τελείωσε η βάρδιά του πήγε στο μπαρ του Μπάιρον απέναντικαι ήπιε μέχρι τα μεσάνυχτα.

 

«Σήμερα κάποιος μου είπε ότι είδε ένα αυτοκίνητο να κυκλοφορείχωρίς να το οδηγεί κανείς» είπε στον Μπάιρον ο μεθυσμένος Βέρτζιλ.

 

«Μη δίνεις σημασία… απλά κλειδώστε τον κάπου και πετάξτε το κλειδί.»απάντησε γελώντας ο γιγαντόσωμος μαύρος με το αριστοκρατικό όνομα.

 

Ο Βέρτζιλ πλήρωσε το λογαριασμό κι έφυγε από κει πέρα. Γύρισεστο σπίτι του και κλείδωσε όλες τις πόρτες πριν πέσει να κοιμηθεί. Λίγο μετά τιςτέσσερις το πρωί ξύπνησε ιδρωμένος από μια εφιαλτική ζέστη που έκαιγε το δέρμα του.

 

 

 

-*-

 

 

 

Δυο μέρες μετά τον βρήκε ο καλύτερός του φίλος ξαπλωμένο στοκρεβάτι του και νεκρό.

 

Ο Βέρτζιλ Τζάκσον είχε πεθάνει επειδή για κάποιον άγνωστο λόγοτο αίμα είχε βράσει στις φλέβες του. Το πτώμα ήταν σαν σταφιδιασμένο πρέτσελ καιτο σπίτι μύριζε καλοψημένο κρέας.

 

 

 

Ένας από τους αστυνομικούς που τριγύριζαν στα δωμάτια ψάχνονταςγια ίχνη επίθεσης και περίεργες ουσίες, μιλούσε για κάποιο είδος αυτανάφλεξης τουανθρώπινου σώματος. Είχε δει στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ τις ειδήσεις. Ήτανλέει κάτι σαν επιδημία ανεξήγητων θανάτων που ξέσπασε από προχθές.

 

 

 

-*-

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Συνεχίζεται[5]

 

<br clear="all">[1] ΣΤΜ.Τριλογία του Ιδίου Συγγραφέως με κεντρικό τίτλο The Mortgage. (Ο πρώτος τόμος του έργου θα κυκλοφορήσεισύντομα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ETRA).

 

[2] Mystifers – Μύστες: Όντα τουκόσμου της Υποθήκης – Mortgage που αναφέρονται για πρώτη φορά στον πρώτο τόμο του έργου.Αποτελούν την φυσική προέκταση του Θεού του Σύμπαντος και δρουν κάτω από έναιδιόρρυθμο καθεστώς προσωπικού συμφέροντος και κοινοπραξίας. Μια αναφορά σεαυτούς και στις δραστηριότητες τους γίνεται και στην τρίτη ιστορία του Εχμαγών,αν και δεν αποτελούν σημαντικό μέρος της δράσης.

 

[3] ΣΤΜ. Knowergy - Νοέργεια: Ηετυμολογία του όρου κατάγεται από τη σύντμηση των Αγγλικών λέξεων Know (ξέρω– γνωρίζω) και energy(ενέργεια). Ο συγγραφέας έχει αναφέρει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται γιαμια συνύφανση των ελληνικών λέξεων Νοώκαι Ενέργεια. Κατά τον ίδιο επίσης, ηΝοέργεια είναι ένα δυναμικό ενεργειακό πεδίο που παράγει ηικανότητα της συγκροτημένης λογικής και των αιτιώμενων συναισθημάτων.

 

[4] ΣΤΜ: Afanae είναι η λέξη πουχρησιμοποιεί ο συγγραφέας και πιθανόν έχει την ρίζα της στο ελληνικό λύμα Αφάνεια.

 

[5] Περίληψητων επομένων:

 

Ένας άνθρωπος ενάντια σε ολόκληρο το Σύμπαν.

 

Ο Εχμαγών αποκαλύπτει το εσωτερικό του στον Άτυχοφύλακά του κι αυτός πρέπει να βρει τον τρόπο να αποσοβήσει το κακό που ετοιμάζουνοι Έρεχθοι για τον κόσμο των ανθρώπων.

 

Πρέπει να συναντήσει τον άλλο του εαυτό και να τονενημερώσει για την καταστροφή που αντιπροσωπεύει το μωρό Τζό. Πρέπει ναπρολάβει τις εξελίξεις πριν να είναι αργά.

 

Η κλωστή που συνδέει τους κόσμους πρέπει να σπάσει γιαπάντα κι ο Εχμαγών να κρυφτεί από τους Έρεχθους.

 

Αν μόνο μπορούσε να κάνει σωστά αυτό το ξόρκι…

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..