Jump to content

Η ΠΟΛΗ


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ανθόπουλος Μάριος (Malco d' Eziel)

Είδος: Επιστημονική φαντασία

Βία; ΄Οχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2524

Αυτοτελής; Ναι Καλώς ήρθες γιε μου, καλώς ήρθες στη Μηχανή, Που ήσουν; Εντάξει, ξέρουμε που ήσουν……

 

Welcome To The Machine - Pink Floyd

 

 

 

Δεν ακούσαμε κανέναν θόρυβο. Οι μηχανές του σκάφους δεν προκαλούσανκανένα ήχο, ιδιαίτερα διαφορετικό από τους ήχους που έβγαιναν από την ίδια τηνγη. Τους καταλάβαμε μόνο από την αναστάτωση που προκάλεσαν από τα λιγοστάπαιδιά που έτρεξαν όλα μαζί προς το μέρος όπου προσγειωνόταν το σκάφος, λες καιείχαν κάποια αίσθηση που είχαμε χάσει εμείς οι μεγαλύτεροι. Και από τη σκόνηπου άρχισε να σηκώνεται αργά αργά γύρωμας και να κατεβαίνει άψυχη όπως ανέβηκε. Η Λέιρα με κοίταξε σκεφτική και κάπωςστεναχωρημένη, πάντα το καταλάβαινα αυτό από τις λιγοστές ρυτίδες πουδημιουργούνταν στο μέτωπό της, μα δενείπε τίποτα απλά χαμήλωσε το βλέμμα της μαζεύοντας με ένα λαστιχάκι τα μαλλιάτης για να λερωθούν από τη σκόνη όσο το δυνατόν λιγότερο. Η μάλλινη ουρά πουδημιουργήθηκε κυμάτισε για λίγο πίσω από το κεφάλι της σαν μαύρη σημαία.Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα οι ρυτίδες παρέμεναν στο ιδρωμένο μέτωπότης. Κατάλαβε και αυτή αυτό πουκατάλαβα, αυτό που όλοι είχαμε καταλάβει αμέσως. Βγήκαμε αργά από την σπηλιάκαι τους είδαμε. Είχαν ήδη κατέβει τρία άτομα από το σκάφος και κοιτούσανπροσεκτικά και ίσως κάπως αλαζονικά το μέρος όπου ζούσαμε τον τελευταίο χρόνο.Φορούσαν γκρίζες, αστραφτερές στολές με το γνωστό σε εμάς μαύρο, ανάγλυφο αετόστον ώμο τους – σημάδι πως άνηκαν στην Πόλη της Νέας Αθήνας. Δεν κρατούσαντίποτα στα χέρια τους, ούτε όπλα ούτε κάποιο αντικείμενο που να υποδήλωνεκυριαρχία, αλλά φυσικά δεν χρειαζόταν και τίποτα τέτοιο. Ήταν καθαροί, κυριολεκτικάκαι μεταφορικά. Οι στολές τους ήταν πεντακάθαρες και εξαιρετικά λείες, όσοφυσικά μπορούσαμε να διακρίνουμε γιατί το φως του ήλιου αντανακλούσε πάνω τουςσε κάθε κίνηση τους, τυφλώνοντας κάθε μας προσπάθεια να τους κοιτάξουμε πιοεξονυχιστικά. Δεν έβγαλαν τα κράνη τους - όχι ότι περιμέναμε κάτι τέτοιο, δεν ήταν απρόσεκτοι ή επιπόλαιοι, ούτεφυσικά ηλίθιοι. Ο δικός μας αέρας ήταν πολύ επικίνδυνος για αυτούς, για αυτόπροτιμούσαν να αναπνέουν από το οξυγόνο που βρισκόταν σε εκατοντάδες μικροσκοπικέςφιάλες γύρω από τη μέση τους. Με τα κράνη τους δυσκολευόμασταν να δούμε ακόμακαι τα μάτια τους αλλά όλοι ήμασταν σίγουροι πως δεν ήταν σαν τα δικά μας. Οικόρες τους ήταν μαύρες, ολοστρόγγυλες εντελώς διαφορετικές από τις δικές μας,που αποκτούσαν σιγά σιγά το χρώμα του ήλιου και έχαναν το κυκλικό τους σχήμα.Ήταν ψηλοί και γεροδεμένοι, γεμάτοι ζωή και υγεία, με κοντά καθαρά μαλλιά,φουσκωμένοι από αλαζονεία για το ότι είχαν έρθει στην περιοχή μας, για το ότιήξεραν πως τους ζηλεύαμε, για το ότι ήταν καλύτεροι από εμάς. Ήμασταν απόλυτασίγουροι πια, πως είχαν στείλει ¨¨καθαρούς¨¨ για να μας παραλάβουν.

 

Δενμίλησαν πολύ και οι φωνές τους ακούστηκαν απόκοσμες λόγω της παραμόρφωσης τουμικροφώνου. Είπαν μόνο τα ονόματα των εκλεκτών – για την ακρίβεια μόνο το δικόμου από τη δική μου φυλή - περίμεναν μερικά λεπτά να χαιρετήσουμε αυτούς που θαέμεναν πίσω και με τοποθέτησαν μέσα στο σκάφος. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα καιαπλά, χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί ή να ρωτήσει κάτι. Ήμασταν συνηθισμένοι τόσαχρόνια σε αυτή την τελετουργία που κανείς δεν ήθελε να διαταράξει. Δεν θαξεχάσω ποτέ τα μάτια της Λέιρα καθώς με αποχαιρετούσαν. Ούτε την προσπάθεια πουέκανε να χαμογελάσει όταν άφησε τα χέρια μου και οπισθοχώρησε προς την σπηλιάμας. Θυμάμαι το άσπρο, σκονισμένο και ξεσκισμένο φόρεμά της καθώς τιναζότανπέρα δώθε από τον αέρα, τα γυμνά της πόδια που οι πατούσες είχαν σκληρύνει πάνωστην τραχιά γη. Θα πλένει προσεκτικά ταμαλλιά της γιατί σκονίστηκαν, σκέφτηκα και χαμογέλασα, και θα κλάψει στο πίσω μέρος της σπηλιάς μας εκεί που ξέρει πως δεν θατην δει κανένας. Δεν την ξαναείδααπό τότε.

 

Καθόμουνστην τέταρτη σειρά των καθισμάτων, δίπλα στο διάδρομο του μικρού σχετικά,σκάφους. Το ταξίδι μας δεν διάρκεσε πάνω από τρεις ώρες. Δεν μου είπαν τίποταως τη στιγμή που το σκάφος πέρασε μέσα από το μικρό χώρισμα του θόλου τηνΠόλης, και είδα την Νέα Αθήνα από ψηλά. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα απόμέσα και ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να βγω ποτέ ξανά έξω από αυτήν - έξωαπό τη σιγουριά που θα μου πρόσφερε.

 

Ήμουνένας από τους ¨¨εκλεκτούς¨¨.

 

 

Η ΝέαΑθήνα ήταν μία από τις 327 αυτοδιοικούμενες θολωτές Πόλεις που υπήρχαν πάνωστην γη. Από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο η Έξω Γη, απέραντη και γκρίζα και οιθάλασσες με το πρασινωπό νερό τους που ήταν επικίνδυνο για κάθε είδος ζωντανούοργανισμού πάνω στον πλανήτη. Ο μέσος όρος θερμοκρασίας είχε φτάσει τους 52βαθμούς Κελσίου, το πόσιμο νερό είχε λιγοστέψει δραματικά και ο αέρας ήτανιδιαίτερα επικίνδυνος για το ανθρώπινο είδος. Τον ένιωθες να σου καιει ελαφριάτον λαιμό κάθε φορά που εισέπνεες και σου έτσουζε τα μάτια κάθε φορά που ταάνοιγες διάπλατα. Δεν το συνήθιζες ποτέ, όσα χρόνια και αν περνούσαν, απλάπροσπαθούσες να το ξεχάσεις και να συνεχίσεις να ζεις σαν να μην υπήρχε. Όμωςυπήρχε και κάθε μέρα σου διέβρωνε τον οργανισμό. Εγώ ήμουν ένας από αυτούς πουδεν θα ξεπερνούσε τα τριάντα χρόνια ζωής. Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που μεδιάλεξαν οι Πολίτες και με έφεραν μέσα στην θολωτή Πόλη της Νέας Αθήνας όπωςγινόταν εδώ και εκατό χρόνια για πενήντα τυχερούς της Έξω Γης. Τυχερούς που θαείχαν το δικαίωμα να ζήσουν μέσα στην ασφάλεια του θόλου, να μην αναπνέουν τονθανατηφόρο αέρα της Έξω Γης, να πίνουν καθαρό πόσιμο νερό και να μπορούν ναζουν σε διαμερίσματα και όχι σε σπηλιές. Ήταν το όνειρο του καθενός μας καιήμουν πραγματικά τυχερός που διάλεξαν εμένα. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε με ποιακριτήρια μας διάλεγαν. Ίσως να μην υπήρχαν κριτήρια καν. Ίσως και αυτοί οιίδιοι να στηρίζονταν στην τύχη. Ίσως πάλι να μην έχει καμιά σημασία.

 

Ήμουνλοιπόν μέσα σε μια Πόλη. Ήμουν ένας από τους 400 εκατομμύρια τυχερούς πουζούσαν μέσα σε έναν τεράστιο θόλο. Ήξερα πως από τη στιγμή που έπεσε το βλέμματων τριών Πολιτών πάνω μου, η ζωή μου επιμηκύνθηκε κατά πολλές δεκαετίες. Μπορείνα μην έφτανα στην ηλικία των ¨¨καθαρών¨¨ - άλλωστε αυτοί δεν είχαν έρθει ποτέσε άμεση επαφή με την Έξω Γη – αλλά θα ζούσα τουλάχιστον εκατό χρόνια. Ηνοσταλγία όμως για την Λέιρα, για τον Κόρδοβα, για την Φένλα και για όλους τουςάλλους που άφησα πίσω μου, να ζουν μέσα στις σπηλιές και να τρωνε τα μικρά ζώαπου ξετρύπωναν από τις τρύπες της γης, ή από τα σκουπίδια που πετιόνταν κάθεμέρα από τις Πόλεις, δεν με άφηναν να χαρώ όσο ήθελα. Ήμουν σίγουρος όμως πωςμε τον καιρό θα συνήθιζα. Ακόμα και αν ποτέ δεν γινόμουν ολόιδιος με τους¨¨καθαρούς΄΄ - οι κόρες των ματιών μουδεν θα γίνονταν μαύρες και δεν θα ψήλωνα όσο αυτοί – θα ζούσα μια πολύ πιοαξιοπρεπής ζωή μέσα στην πόλη.

 

¨¨Καθαροί¨¨ δεν ονομάζονταν όλοι οι Πολίτες. γιατί Πολίτης ήμουν πια καιεγώ ο ίδιος, χωρίς ποτέ όμως να έχω το δικαίωμα να ονομαστώ ¨¨καθαρός¨¨.¨¨Καθαροί¨¨ ονομάζονταν αυτοί που δεν είχαν κανέναν συγγενή από την Έξω Γη, πουόλες οι γενιές τους είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στις Πόλεις. Και ήτανπάντα κάποιοι τέτοιοι αυτοί που έμπαιναν στα σκάφη μια φορά τον χρόνο καιάλλαζαν τη ζωή πενήντα ανθρώπων της Έξω Γης όπως έκαναν σε εμένα.

 

Όταν το σκάφος προσγειώθηκε κανείς μας δεν μιλούσε. Ήμασταν όλοιτρομαγμένοι και ανήσυχοι για το τι θα δούμε έξω. Είχαμε ακούσει πολλές ιστορίεςμα πώς να ξέραμε ποια από αυτές ήταν αληθινή; Κανείς δεν βγήκε από τις ΘολωτέςΠόλεις - όχι ότι απαγορευόταν να φύγεις, χωρίς φυσικά να έχεις το δικαίωμα να ξαναγυρίσεις – για να μας ταδιηγηθεί και να τον εμπιστευτούμε για τα λεγόμενά του. Νομίζω ότι τρομάξαμεπερισσότερο από τα φώτα. Άλλο να τα βλέπεις από έξω, όπου έχαναν την δύναμη τηςεντάσεώς τους από την ύπαρξη του θόλου, και άλλο από μέσα. Φώτα όλων τωνχρωμάτων και των σχημάτων να απαγορεύουν το σκοτάδι να πέσει στην πόλη. Νακινούνται δεξιά και αριστερά, να γίνονται κόκκινα, κίτρινα, πράσινα,αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα σου. Ποτέ δεν τα συνήθισα τελικά αυτά τα φώτα πουέδιναν την αίσθηση της ημέρας όποια στιγμή και να έβγαινες από το διαμέρισμάσου, ακόμα και όταν το ρολόι σου προσπαθούσε να σε πείσει πως η ημέρα είχεφύγει αφήνοντας τη θέση της στη νύχτα, όπως γινόταν εδώ και εκατομμύρια χρόνιαστη γη. Δεν θυμάμαι πολλά από αυτά που επακολούθησαν. Μόνο το ότι μου δόθηκε τοκλειδί ενός διαμερίσματος και μία διεύθυνση ενός ατόμου όπου θα πήγαινα τηνεπόμενη μέρα για να πιάσω δουλειά. Δεν ρώτησα τίποτα, δεν με ρώτησαν τίποτα κιέμεινα μόνος μου μέσα σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα να προσπαθώ να προσαρμοστώστην νέα μου ζωή. Μέσα σε ένα διαμέρισμα που δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα σεύψος και τα πέντε μέτρα σε μήκος. Τον πρώτο μήνα που έζησα εκεί μέσα ένιωθα σανφυλακισμένος, αλλά σιγά σιγά συνήθισα. Όπως συνήθισα και τη δουλειά που μουέδωσαν. Να τακτοποιώ κάτι χαρτιά που μου έδιναν από ένα διπλανό γραφείο και ναμεταβιβάζω στο επόμενο γραφείο. Δεν είδα ποτέ μου από ποιον άνθρωπο έπαιρνα ταχαρτιά και σε ποιον τα έδινα. Το μόνο που έβλεπα ήταν η εσοχή στους τοίχους πουανοιγόκλειναν σαν δαγκάνες, κάθε μέρα με τον ίδιο ρυθμό περιμένονταςυπομονετικά είτε να πάρω, είτε να δώσω κάποια χαρτιά.

 

 

 

Απότότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ακόμα θυμάμαι τους ανθρώπους που άφησα πίσω μου καιπολλές φορές τους βλέπω στα όνειρά μου να μου χαμογελούν, ανάμεσα από τα μακριάτους μαλλιά, και με τον καπνό των τσιγάρων τους να παραμορφώνει το γαλήνιοπρόσωπό τους. Είμαι σίγουρος πως έχουν πεθάνει όλοι πια. Μέσα σε φριχτούςπόνους, νιώθοντας το σώμα τους να καίγεται, λες και ο ήλιος κατάφερε επιτέλουςνα τους νικήσει, με τα χρυσαφένια μάτια τους να προσπαθούν να πιαστούν απόκάπου - μα δυστυχώς να μην μπορούν. Και όλα αυτά πριν ακόμα φτάσουν στην ηλικίατων τριάντα Ακόμα και η Λέιρα θα είναι νεκρή και τα μακριά της μαλλιά δεν θαανεμίζουν στη φορά του ανέμου, δεν θα τα ξαναμαζέψει με λαστιχάκια για να μηνλερώνονται, δεν θα θυμίζουν μαύρη σημαία. Ελπίζω να κατάφερε τελικά να αφήσειαπογόνους και ίσως κάποιος από αυτούς γίνει ένας από τους εκλεκτούς και μπειμέσα σε κάποια Πόλη. Ίσως φυσικά να είχε μπει και η ίδια μέσα σε κάποια Πόληγιατί όχι στην Πόλη της Νέας Αθήνας. Αν και στα βάθη της ψυχής μου γνώριζα πωςοι πιθανότητες να είχε συμβεί κάτι τέτοιο ήταν απειροελάχιστες.

 

Νοσταλγώτις ώρες που περνούσαμε γύρω από τη φωτιά, συζητώντας όλοι μαζί για να πάρουμεκάποιες αποφάσεις για την φυλή μας και τις σκιές μας να χορεύουν ελεύθερες μέσαστα τοιχώματα τις σπηλιάς τρομάζοντας τα μικρά παιδιά. Να παίρνουμε αποφάσειςγια το που θα μετακινηθούμε για να βρούμε καλύτερη τροφή, για το που θαεγκατασταθούμε για να αποφεύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το κρύο, για τοποιος θα είναι ο αρχηγός της φυλής για τον επόμενο χρόνο. Μέσα στις Πόλεις οιαποφάσεις δεν είναι αρμοδιότητα των Πολιτών, είτε των ¨¨καθαρών¨¨ είτε τωνάλλων. Κάποιοι άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις και εμείς απλά τις εκτελούμε. Οκαθένας μας κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί και έτσι λειτουργούν οιΠόλεις εδώ και δεκάδες χρόνια. Και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Οι Πόλεις σουπροσφέρουν τόσα πολλά που θα ήμασταν αχάριστοι αν παραπονιόμασταν. Ιδίως εμείςπου ήρθαμε από την Έξω Γη, ιδίως εμείς που μάθαμε να ζούμε με τον φόβο τηςεπόμενης μέρας, ιδίως εμείς που δυσκολευόμασταν ακόμα και πόσιμο νερό να βρούμεγια να ικανοποιήσουμε τις καθημερινές μας ανάγκες.. Όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τοπόσο καλά ένιωθα γύρω από την φωτιά, κρατώντας το χέρι της Λέιρα και λέγονταςελεύθερα την γνώμη μου για κάθε πρόβλημα που προέκυπτε. Μου έλειψαν ακόμα καιτα χρυσαφένια μάτια, αφού και τα δικά μου με τον καιρό έχασαν την λάμψη τουςκαι προσπάθησαν να αποκτήσουν σκούρο χρώμα.

 

Τώραπου το σκέφτομαι πιο πολύ μου έλειψαν οι μετακινήσεις μας στην άγονη γη. Οιμεγάλες μας σπηλιές, η άνεση χώρου που είχαμε, η αίσθηση πως μπορούσαμε να ζήσουμεσε όποιο μέρος της γης θέλαμε – εκτός βέβαια από τις Θολωτές Πόλεις. Τα βράδιαπου, αγκαλιά με την Λέιρα περπατούσαμε ώσπου να κουραστούν τα πόδια μας. Τότεξαπλώναμε στη γη και κοιτούσαμε τα αστέρια χωρίς να μας τα κρύβουν τα φώτα τηςΠόλης ή ο Θόλος. Και αυτά τα βράδια ήταν οι μόνες στιγμές που μπορούσαμε ναανοίξουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε τα μάτια μας χωρίς να δακρύσουν. Και με τιλαχτάρα διαβάζαμε τα παλιά βιβλία που βρίσκαμε πεταμένα στα σκουπίδια τωνΠόλεων, το πώς χαιρόμασταν όταν βρίσκαμε εκεί κάποια άχρηστα πράγματα για τουςΠολίτες, μα όχι για εμάς. Και φυσικά μετι λαχτάρα περιμέναμε το σκάφος κάθε χρόνο να πάρει κάποιον από εμάς μέσα στηνΠόλη. Ποτέ μου δεν συνάντησα μέσα στην Νέα Αθήνα κάποιον από την φυλή μου. Έχειτόσο κόσμο μέσα στις Πόλεις που για κάποιον που ζούσε πολύ διαφορετικά στην ΈξωΓη, είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσει στους νέους ρυθμούς - και κυρίως νασυνηθίσει σε αυτά τα φώτα που σε κατακλύζουν από οπουδήποτε. Δεν υπάρχει μέρα ήνύχτα εδώ μέσα, δεν υπάρχουν άστρα να τα κοιτάζεις ξαπλωμένος. Και τελικάαπομονώθηκα σιγά σιγά από τους άλλους ανθρώπους – ή μάλλον αυτοί απομονώθηκαναπό εμένα - και ζω όσο το δυνατόν πιο μόνος. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν είναιιδιαίτερα δύσκολο μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα. Δεν μπορώ να πω πως οιυπόλοιποι κάτοικοι της Νέας Αθήνας, μου φέρθηκαν άσχημα. Ποτέ δεν συνάντησακάποιο πρόβλημα στη δουλειά μου από τους ανώτερους μου ή στο διαμέρισμά μου απότους γείτονες. Ούτε όταν έβγαινα κάποια βόλτα – ιδίως τα πρώτα χρόνια τηςπαραμονής μου μέσα στην Πόλη με τον θόλο – δεν παρατηρούσα τους υπόλοιπους ναμε κοιτάνε περίεργα ή με δυσπιστία. Κανείς δεν μου επιτέθηκε, κανείς δεν μεέβρισε, κανείς δεν με κορόιδεψε. Τελικά όμως έμενα ολοένα και πιο συχνά μέσαστο σπίτι μου παρακολουθώντας τα προγράμματα των καναλιών προτιμώντας τελικάαυτή την μορφή της διασκέδασης από τις μοναχικές μου εξόδους. Και πάντα έψαχναστα κανάλια εκπομπές που παρουσίαζαν τη ζωή της Έξω Γης, από σκληροτράχηλουςκαι άφοβους ρεπόρτερ που με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής έκαναν ρεπορτάζστον τόσο αφιλόξενο για αυτούς περιβάλλον. Και πολύ σπάνια κατάφερα να δωγνωστά για εμένα μέρη, μέρη που είχα βρεθεί κατά τις περιπλανήσεις μας προςαναζήτηση ενός καλύτερου μέρους για διανομή. Μα όλα αυτά μου φαίνονταν τόσομακρινά πια, σαν κάποιος άλλος να μου είχε διηγηθεί κάποιες όμορφες ιστορίεςγια ανθρώπους που ζουν κάπου αλλού, για ανθρώπους που μπορούν να ξεχωρίσουν τηνημέρα από την νύχτα, για ανθρώπους που μετακινούνταν κάθε χρόνο. Και όσοπερνούσαν οι δεκαετίες η νοσταλγία και τα δάκρυα στα μάτια μου λιγόστευαν χωρίςκαν να καταλάβω πως και γιατί.

 

Πολλέςφορές σκέφτηκα να φύγω, να πάω στις πύλες και να ζητήσω από τους στρατιώτες μετις γκρι, αστραφτερές στολές να βγω έξω, γνωρίζοντας πολύ καλά πως από την μίαδεν θα με εμπόδιζαν να περάσω από την εξωτερική μεριά του θόλου, από την άλληόμως δεν πρόκειται ποτέ να με ξανάφηναν να γυρίσω πίσω. Ήθελα απλώς να γυρίσωπίσω στην Έξω Γη και να προσπαθήσω να βρω τις παλιές μου, αγαπημένες μουσυνήθειες. Μα ήξερα πολύ καλά πως δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήνόσο περνούσε ο καιρός γινόταν ακόμα και πιο δύσκολο, αφού όλοι μου οι γνωστοίκαι οι φίλοι μου δεν θα υπήρχαν πια με αποτέλεσμα πάλι μόνος να ήμουν εκεί έξω.Ίσως και από την ίδια μου την φυλή να μην υπήρχε κάποιος επιζόντας. Και κατάδεύτερον ήμουν δειλός να μην αποδεχτώ το δώρο που μου έκαναν οι Πολίτες τηςΝέας Αθήνας.

 

Όμωςδεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι. Η ζωή μου δεν τελείωσε άκαρδα στα τριάντα μουχρόνια, μέσα σε φριχτούς πόνους, ουρλιάζοντας και ελπίζοντας να πεθάνω όσο τοδυνατόν πιο γρήγορα για να ξεφύγω από την εκδίκηση της φύσης. Είμαι ογδόνταπέντε χρονών και θα ζήσω τουλάχιστον ως τα εκατό.

 

Είμαιένας από τους ΄΄εκλεκτούς΄΄ και αυτό η ιστορία δεν μπορεί να το αλλάξει.

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη ιστορία και μελαγχολική. Και καλογραμμένη. Από άποψη πρωτοτυπίας δεν έχει κάτι καινούριο να μας πει. Οι πόλεις κάτω από τους θόλους, αν και πάντα με εντυπωσιάζουν, δεν είναι καινούρια ιδέα. Από άποψη πλοκής, δεν συμβαίνει κάτι το συνταρακτικό. Αλλά πιστεύω, αυτό που έχει σημασία στη συγκεκριμένη ιστορία, βρίσκεται αλλού.

 

Θέλει να μας περάσει ένα μήνυμα. Να μας πει πως κάποια πράγματα αξίζουν περισσότερο από κάποια άλλα. Πως μερικές φορές δεν έχει σημασία πού είσαι, αλλά με ποιον είσαι. Κάτι που πρέπει όλοι να έχουμε στο μυαλό μας. Κάτι που το βρίσκω μπροστά μου αυτόν τον καιρό και είναι ζόρικο.

 

Καλή συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορια δεν ειναι κακη, κλισε οι πολεις με τους θολους και η καταστροφη της γης, αλλα εχει μια δικη της ταυτοτητα και στεκεται. Αυτο που με εκανε να συμπαθησω την ιστορια ειναι αυτη η αισθηση του ανικανοποιητου που ο συγχρονος ανθρωπος εχει "καλα ειμαι μωρε και το σπιτακι μου το εχω και το αμαξακι και την τηλεοραση και ολα λιγο πολυ τα εχω, αλλα ευτυχισμενος δεν ειμαι. Κατι μου λειπει- κατι που δεν ξερω ακριβως τι" Ειναι στην ουσια σχεδον η πυραμιδα αναγκων του μασλοου. Πως καλυπτονται οι βασικες αναγκες σιτισης, διαμονης, αισθηση ασφαλειας, αλλα ο ανθρωπος ως πολυδιαστατο ον εχει και αλλες αναγκες. Την επαφη με αλλους ανθρωπους,

που στην ιστορια απο τον ηρωα απουσιαζει εντελως, αλλα και την υπαρξη προσωπικου οραματος, ενα ονειρο να ακολουθω στην ζωη μου, εναν σκοπο για να ζω κτλ

Αλλα σαν στησιμο ιστοριας χρειαζεται την δουλιτσα του... αρχικα δεν υπαρχουν πουθενα αλλα σημεια στιξης, περα απο την τελεια. Τα κομματα ας πουμε, ξελαφρωνουν τον μεγαλο ογκο του κειμενου και χρησιμευουν στο να παιρνει ανασες ο αλλος οταν το διαβαζει. Επισης χρωματιζουν το κειμενο και "κοντενουν" τις μεγαλες φρασεις. Κατι αλλο,που ειναι καθαρα εκ παραδρομης,ειναι πως καποιες λεξεις ειναι κολλημενες μεταξυ τους. Η προσπαθεια να εμπλουτιστει το λεξιλογιο νομιζω ειναι απαραιτητη,γιατι καποιες εκφρασεις, οπως μαλλινη ουρα και μαυρη σημαια, τις θεωρησα εντελως αστοχες. Το μαλλινη ουρα δεν θυμιζει με τιποτα αλογοουρα κοριτσιου αλλα μαλλον πανινη ουρα

απο παιχνιδι και το μαυρη σημαια, εχει κατι το πενθιμο που ειναι ναι μεν ταιριαστο, αλλα μια αλογοουρα δεν μοιαζει με σημαια για να την παρομοιασεις. Μια αλλη αντιρησση που εχω, ειναι στην φραση πως η κοπελα θα πλενει προσεκτικα τα μαλλια της γιατι σκονιστηκαν. Αυτο ειναι μια κοκετικη κινηση πολυ συνηθισμενη σε κοπελες της δικης μας εποχης αλλα οχι για μια κοπελα που ζει σε σπηλια μαζι με αλλους δυσμοιρους, που με το ζορι βρισκουν ποσιμο νερο και οτι νερο υπαρχει εν αφθονια ειναι μολυσμενο και πρασινο. Πρεπει να σκεφτομαστε τα παντα η οσο αυτο ειναι δυνατον οταν σκεφτομαστε μια ιστορια, να υπαρχει λογικη εξελιξη, γιατι αν δεν το βρουμε εμεις θα το βρουν οι αλλοι και εκει η ιστορια μας θα χασει εδαφος. Πανω σε αυτη την λογικη ερχεται και η επομενη διαφωνια μου. Η ολη πλοκη της ιστοριας εχει κενα. Καποιοι καθαροι που ειναι ομως πολυ αλαζονικοι γιατι αυτοι ειναι οι τυχεροι βγαινουν ανα 100 χρονια να κανουν μια αγαθοεργια,να μαζεψουν καποιους λιγοτερο τυχερους να τους δωσουν τροφη στεγη και την τυχη να ζησουν αναμεσα τους για να κανουν μια τοσο ευκολη δουλεια να μεταφερουν χαρτια απο το ενα γραφειο στο αλλο? Και καλα αφου εχουν διαστημοπλοια και αρα και υπολογιστες και δεν ξερω ακομα τι αλλο πολυ προχωρημενο τεχνολογικα τι κουλο ειναι αυτο να μεταφερονται χαρτια απο το ενα γραφειο στο αλλο? Που να βρουν να δενδρα

να κανουν χαρτια? Αυτες ειναι οι ερωτησεις που αμεσως αρχισα να σκεφτομαι.

Με εκτιμηση laas7

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..