Jump to content

Ο μάγος και η αναζήτηση της μαγείας


Mesmer

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος

Είδος: Κωμικό μετα-Φάντασυ

Αριθμός Λέξεων: 4.450

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Προτιμήστε το pdf Ο μάγος και η αναζήτηση της μαγείας.pdf

 

Ο μάγος και η αναζήτηση της μαγείας

Ο μάγος Κρέλος καθόταν σκυφτός στο ξύλινο παγκάκι στην αυλή του σπιτιού του. Ο μεγάλος πλάτανος πίσω του έκρυβε τις ακτίνες του πολύ πρωινού ήλιου κι έριχνε μια δροσερή σκιά ολόγυρα. Έτριψε τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού του και αμέσως μια μικρή φλόγα φύτρωσε πάνω τους. Την κοίταξε για λίγο κι ύστερα την έσβησε μ’ ένα φύσημα, που ακούστηκε περισσότερο σαν αναστεναγμός.

 

«Έλα να φας το πρωινό σου, αλλιώς ο πατέρας σου θα σε μεταμορφώσει σε καρακάξα!», άκουσε τη γυναίκα του να σκούζει. Ένα πρωί καθόλου αλλιώτικο απ’ όλα τ’ άλλα: ο γιος τους πεισμωμένος, η σύζυγός του ωρυόμενη μαινάδα κι εκείνος αυτοεξόριστος, σε μια προσπάθεια να γλιτώσει τα αφτιά και τα νεύρα του από την κακοποίηση.

 

«Ο μπαμπάς μπορεί να μεταμορφώσει μόνο το φαΐ σε σκατά!»

 

«Δεν σου χω πει να μη λες βρισιές εδώ μέσα;»

 

«Σκα-τάααααα!»

 

Το σπιτικό μου είναι το βασίλειο της αγάπης.

 

Είμαι περήφανος γι’ αυτό. Ποτέ δεν θα ζητούσα τίποτα περισσότερο.

 

Αυτός ο βάτραχος εκεί πέρα έχει το μέγεθος γκιόσας.

 

Το πώς οι ηλίθιες σκέψεις του ξέφευγαν τόσο απότομα ήταν κάτι που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει. Έτριψε ακόμη μία φορά τα δάχτυλά του, κάνοντας τη μικρή φλόγα να αναδυθεί ξανά από το τίποτα. Φύσηξε και την έσβησε. Ήταν η τριακοστή-πρώτη φορά που επανέλαβε την ίδια αυτή πράξη.

 

«Χρόνια πολλά», ψιθύρισε στον εαυτό του.

 

Ο ήχος βημάτων που πλησίαζαν τον έβγαλε από τη μαυρίλα που βρισκόταν βυθισμένος και τον έχωσε σε μια γκριζάδα, εξίσου βαρετή και μουντή. Σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε έναν κοντό τύπο, ντυμένο με τα ρούχα της βασιλικής αυλής, να προχωρά παράλληλα με την περίφραξη και να σταματά έξω από την πόρτα. Ο κοντός τύπος ανασήκωσε το κεφάλι του –θαρρείς κι αυτό τού έδινε έξτρα μπόι– και κοίταξε τριγύρω με επίσημο βλέμμα. Όταν τα μάτια του εντόπισαν τον Κρέλος το βλέμμα του έγινε επισημότερο.

 

«Είσαι ο μάγος Κρέλος;», ρώτησε με την επίσημη φωνή του.

 

«Ναι, εγώ είμαι αυτός», μισοείπε ο Κρέλος, με τα λόγια του γιου του να τον σπαθίζουν στα πλευρά.

 

Μέσα από μια τσέπη του πλουμιστού και πολύχρωμου πανωφοριού του, ο μικροκαμωμένος αυλικός έβγαλε ένα ρολό πάπυρου και το ξετύλιξε με επισημότητα. Ο Κρέλος είχε, επισήμως, εντυπωσιαστεί από όλο αυτό το θεατριλίκι και γούσταρε αφάνταστα. Ο άντρας καθάρισε το λαιμό του κι άρχισε να διαβάζει φωναχτά, λες και ο Κρέλος ήταν κοινό τριών χιλιάδων ατόμων.

 

«Ο βασιλιάς, με όλη του την αυτού μεγαλειότητα, καλεί όλους μάγους της επικράτειάς του σε μια αναζήτηση πέρα από κάθε προηγούμενο κι επόμενο. Σε μια προσπάθεια να ξεχωρίσουν οι ικανότεροι, να αναδειχτούν οι ισχυρότεροι και να καταξιωθούν οι σοφότεροι, ο Άρχων του τόπου ορίζει τη σημερινή μέρα ως την έναρξη της “αναζήτησης της μαγείας”. Οι μάγοι, έχοντας μια πιο στενή γνώση των νόμων που διέπουν τη μαγεία, κρίθηκαν οι καταλληλότεροι να αναλάβουν το έργο του σπασίματος του γρίφου τού τι είναι και πώς ακριβώς λειτουργεί η μαγεία. Αυτοί που θα φέρουν πρώτοι ορθά αποτελέσματα θα επιβραβευτούν με δόξα και μια μόνιμη θέση στο παλάτι, με παχυλό αρχικό μισθό και περιθώρια ιεραρχικής ανόδου. Αυτοί που θα φέρουν λανθασμένα αποτελέσματα θα χλευαστούν μέχρι θανάτου. Οι υπόλοιποι είναι απλά, κότες»

 

Ο αυλικός τύλιξε τον πάπυρο με όση επισημότητα τον είχε ξετυλίξει και τον έχωσε στην τσέπη του. Κατέβασε το κεφάλι του στο φυσιολογικό του ύψος και πέταξε μια καλημέρα στον Κρέλος. Ύστερα στράφηκε προς το σημείο απ’ όπου είχε έρθει και αποχώρησε με κοφτά και γρήγορα βηματάκια, απόλυτα ταιριαστά στο παρουσιαστικό του.

 

Ο βασιλιάς και οι παλαβές ιδέες του, σκέφτηκε ο Κρέλος ενώ κοίταζε την πλάτη του αυλικού που ξεμάκραινε. Θυμήθηκε που πριν από αρκετό καιρό είχε βάλει όλους τους επιστήμονες να ψάχνουν το γιατί τα φύλλα των δέντρων και τα χόρτα είναι πράσινα. Φυσικά, το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο κι ο βασιλιάς ξέχασε ότι το είχε κάποτε θέσει.

 

Παρόλ’ αυτά, η νέα αυτή δοκιμασία τού κίνησε το ενδιαφέρον. Ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί ποτέ. Η μαγεία ήταν κομμάτι του, κάτι που υπήρχε μέσα του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, κάτι που ανακαλούσε όποτε ήθελε, κάτι που μεγάλωνε σε δύναμη όσο το εξασκούσε. Αλλά για το τι ήταν, δεν είχε την παραμικρή ιδέα.

 

Σηκώθηκε από το παγκάκι, βγήκε από την αυλή και κοιτάζοντας το έδαφος, άρχισε να προχωρά προς κάποια αμφίβολη κατεύθυνση, συλλογιζόμενος.

 

 

«Πού είναι ο μπαμπάς;», ρώτησε ο γιος του Κρέλος, με το βλέμμα του στραμμένο προς το παράθυρο.

 

«Τι;», έκανε η μητέρα του, σταματώντας απότομα το κυνηγητό.

 

«Ε;». Τα μάτια του μικρού έπεσαν πάνω στο ψωμί και το γιδοτύρι που κρατούσε η γυναίκα.

 

«Τι ρώτησες;»

 

Τα μάτια του περιστράφηκαν μέσα στις κόγχες τους με απορία.

 

«Δεν θυμάμαι», είπε τελικά και έτρεξε μακριά από το απειλητικό πρωινό γεύμα.

 

 

~*~*~*~*~*~

 

Τα βήματα του Κρέλος τον οδήγησαν στον τεράστιο κάμπο που απλωνόταν στα νότια του βασιλείου. Πυκνή και μαλακή βλάστηση, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους του, κάλυπτε όλη την περιοχή μέχρι τις βουνοπλαγιές που αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα. Ψηλά και επιβλητικά δέντρα, με μεγάλα κλαδιά και πλούσια φυλλώματα, αλλοίωναν εδώ κι εκεί το, κατά τα άλλα, επίπεδο τοπίο.

 

Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλότερα, καθώς η μέρα προχωρούσε, κι ο Κρέλος αποφάσισε να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, για να σχεδιάσει την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει στην αναζήτησή του· κάτι που έπρεπε να είχε σκεφτεί πολύ νωρίτερα. Ένιωσε λίγο βλάκας που ως τότε περπατούσε κουτουρού.

 

Προχώρησε προς το κοντινότερο δέντρο για να ξαποστάσει στη σκιά του. Όταν πλησίασε αρκετά άκουσε ένα γοερό κλάμα, που ερχόταν πίσω από τον κορμό του δέντρου. Κινήθηκε γρηγορότερα και με ανησυχία, φτάνοντας στην πηγή του ήχου. Αυτό που είδε τον έκανε να παγώσει και να χάσει προς στιγμήν τη μιλιά του.

 

Μια κοπέλα με μπερδεμένα καστανά μαλλιά βρισκόταν εκεί γονατισμένη με το πρόσωπο προς τον κορμό, κλαίγοντας με αναφιλητά που έπνιγαν την αναπνοή της. Στα δυο της χέρια βαστούσε μια μικρή λεπίδα, με την οποία χάραζε ξανά και ξανά το ξύλο, λες και ήθελε να το κάνει κομματάκια.

 

Με μια πιο προσεκτική ματιά, ο Κρέλος διαπίστωσε πως δεν επρόκειτο για μια κοπέλα πεσμένη στα γόνατα, αλλά για μία Σλογκ. Ήταν πολύ κοντή, όπως όλα τα μέλη της φυλής της, κι αυτό οφειλόταν στα μικροσκοπικά της πόδια, που τα γόνατά τους έμοιαζαν να είναι απευθείας κολλημένα στον κορμό της. Το σώμα της ήταν κι αυτό μικρότερο των ανθρώπων, ενώ τα χέρια της ήταν δυσανάλογα μακριά, που αν τα άφηνε ελεύθερα, παίζει να σέρνονταν και στο έδαφος.

 

«Εεε… γεια», είπε ο Κρέλος που πήρε λίγο θάρρος. «Εεε… είσαι καλά;»

 

Η Σλογκ δεν του έδωσε σημασία. Συνέχισε να σκίζει τον κορμό με μανία. Ο Κρέλος πήγε λίγο πιο κοντά και πρόσεξε πως αυτό που χαράκωνε η κοπέλα με μίσος ήταν δυο ονόματα που είχαν σκαλιστεί δίπλα-δίπλα πάνω στον κορμό.

 

«Α, νομίζω ότι κατάλαβα τι…»

 

Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του, όταν η Σλογκ γύρισε απότομα και τίναξε τη λεπίδα προς το μέρος του. Ο μάγος πήδηξε προς τα πίσω και έπεσε με τα πισινά του πάνω στο μαλακό χορτάρι, έχοντας ταυτόχρονα μια λαμπρή επιφοίτηση: τα αντανακλαστικά του δούλευαν άριστα όταν βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας.

 

«Συγγνώμη», απολογήθηκε με μια τσιριχτή φωνούλα η Σλογκ και έτρεξε, με τον αστείο βηματισμό της, προς το μέρος του. «Με τρόμαξες. Ευτυχώς δεν σε πλήγωσα. Δεν το έκανα, ε;»

 

Ο Κρέλος στηριζόταν με τα χέρια του στο χορτάρι και προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τις αναπνοές του. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, επειδή τη λαλιά του την βαστούσε καλά η τρομάρα που είχε πάρει.

 

Από εκείνη την κοντινή απόσταση είδε τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της κοπέλας. Μεγάλα, σκούρα και κλαμένα μάτια, χοντρή μύτη, που γύρω της διέκρινε ψιλές τρίχες, παχιά χείλη και πεταχτό σαγόνι. Ο Κρέλος σκέφτηκε πως ίσως να ήταν καλλονή για τους Σλογκ, αλλά δεν έκοβε και το λαιμό του.

 

«Είμαι η Ντεν», είπε και του χαμογέλασε.

 

«Είμαι ο μάγος Κρέλος», συστήθηκε εκείνος κι η κοπέλα φάνηκε να ξεχνά για λίγο τη θλίψη της.

 

«Και τι ζητάς εδώ, μάγε;»

 

«Ψάχνω να βρω τι είναι η μαγεία»

 

«Ω, αυτό είναι πολύ σπουδαίο», είπε εντυπωσιασμένη και τα μάτια της έλαμψαν. Μετά μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε κι οι δυο τους απλά κοιτούσαν τριγύρω αμίλητοι.

 

«Κοίτα, γι’ αυτό που έκανες, σε καταλαβαίνω», διέκοψε πρώτος τη σιωπή ο Κρέλος.

 

«Το παλιο--τόμαρο», είπε η Ντεν μ’ ένα λυγμό να κόβει τη λέξη στη μέση.

 

«Αυτά συμβαίνουν, αλλά…»

 

«Ντεν!». Η φωνή ερχόταν από μακριά. Ο Κρέλος γύρισε και είδε έναν ψηλό, γεροδεμένο άντρα να τρέχει προς το μέρος τους. Τους έφτασε γρήγορα και έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Ντεν, για να έρθει στο ύψος της. Το πρόσωπο της κοπέλας είχε σφιχτεί από την οργή.

 

Ο νεαρός άντρας ήταν όμορφος. Μελαχρινός, με πρόσωπο σκληρό, αλλά και γλυκό, και μάτια που έλαμπαν μ’ ένα βαθύ μπλε χρώμα. Ήταν από αυτούς που οι γυναίκες θα έκαιγαν τα μεσοφόρια τους για πάρτι τους.

 

«Ήξερα ότι θα σε έβρισκα εδώ», είπε τρυφερά, κοιτάζοντας την Ντεν κατάματα.

 

«Πώς τολμάς!», ούρλιαξε εκείνη και δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. «Γιατί μου το έκανες αυτό; Μου πούλησες αγάπες, λουλούδια κι έρωτες. Μ’ έκανες να σε εμπιστευτώ και να νοιαστώ για σένα. Αλλά ήταν μόνο ένα παιχνίδι σου. Μ’ εκμεταλλεύτηκες. Με δούλευες ψιλό γαζί. Είσαι ένας παλιοκακομεταχειριστής!». Ο Κρέλος εντυπωσιάστηκε που η Ντεν είπε μια τόσο μεγάλη λέξη χωρίς να τραυλίσει ούτε μια σταλιά. «Σε είδα!», συνέχισε ακάθεκτη. «Σε είδα να την αγκαλιάζεις, την είδα να χώνει το πρόσωπό της στο λαιμό σου, εκείνη την ξανθιά, εκείνη την… την τέλεια», οι δυο τελευταίες λέξεις βγήκαν άψυχα από μέσα της, σαν να την πονούσαν. «Αλλά έτσι είστε εσείς οι τέλειοι, κοιτάτε μόνο τους ομοίους σας»

 

«Ήταν η αδερφή μου», πρόλαβε να πει ο άντρας και τα μάτια της Ντεν άνοιξαν διάπλατα απ’ την έκπληξη. «Σου έχω μιλήσει γι’ αυτήν. Έφτασε σήμερα με το σύζυγό της, για να με επισκεφτεί». Άπλωσε τα χέρια του και έπιασε της Ντεν, που δεν αντιστάθηκε καθόλου. Εκείνη κοιτούσε χαμηλά, σαν να είχε ντροπιαστεί. «Άκουσέ με, Ντεν. Αν ήμασταν όλοι τέλειοι, θα ήμασταν κι όλοι ίδιοι. Η ομορφιά κρύβεται στις ατέλειες».

 

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Κρέλος. Ήθελε ξαφνικά να πάει στη στρίγκλα γυναίκα του και να της πει πως είναι το πιο όμορφο πλάσμα στο σύμπαν. Κι ας μην ήξερε τι διάλο ήταν αυτό το σύμπαν.

 

Η Ντεν σήκωσε αργά τα βουρκωμένα μάτια της και κοίταξε τον άντρα απέναντί της. Δεν μίλησε κανείς τους, αλλά φαινόταν πως αυτά που έλεγαν τα βλέμματά τους ήταν αρκετά.

 

«Θα ‘ρθεις μαζί μου; Η αδερφή θέλει πολύ να σε γνωρίσει»

 

Η Σλογκ ένευσε καταφατικά και του χαμογέλασε. Εκείνος σηκώθηκε, την έπιασε απ’ το χέρι κι άρχισαν να περπατάνε προς την πόλη. Η Ντεν στράφηκε προς τον Κρέλος.

 

«Αντίο και συγγνώμη που παραλίγο να σε σκοτώσω», του είπε.

 

«Σημασία έχει πως είμαι ζωντανός. Αντίο»

 

Έμεινε εκεί να τους παρατηρεί καθώς απομακρύνονταν. Ήταν χωρίς αμφιβολία το πιο παράταιρο ζευγάρι που είχε δει ποτέ του. Έβγαλε το μαγικό ραβδί του μέσα από το μανδύα του και πλησίασε το δέντρο. Έκανε δυο κοφτές κινήσεις και μια δέσμη μαγικής ενέργειας στροβιλίστηκε γύρω από το σημείο που η Ντεν χάραζε τον κορμό νωρίτερα. Θαρρείς κι ο χρόνος γυρνούσε πίσω, σκλήθρες ανέβαιναν από το έδαφος και ξανάσμιγαν με το δέντρο. Κι όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε, τα ονόματα που είχαν σβηστεί, βρέθηκαν και πάλι εκεί, σκαλισμένα δίπλα-δίπλα.

 

Μήπως αυτό είναι η μαγεία τελικά, αναρωτήθηκε ο Κρέλος, η δύναμη που μετατρέπει την ατέλεια σε τελειότητα;

 

 

«Ποιος ήταν αυτός;», ρώτησε ο άντρας την Ντεν, ενώ περπατούσαν.

 

«Ο μάγος Κρέλος»

 

«Και τι ήθελε;»

 

«Ψάχνει να βρει τι είναι η μαγεία»

 

«Θα πρέπει να ρωτήσει τον σοφό Γκούγκλιο»

 

 

~*~*~*~*~*~

 

Ο Κρέλος αναστέναξε συγκινημένος και σκούπισε το βρεγμένο του μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του. Τι περίεργη εμπειρία κι αυτή. Έκανε να κινήσει για τη συνέχεια της αναζήτησής του, όταν το μάτι του έπιασε μια περίεργη διάθλαση του φωτός, σ’ ένα σημείο όπου δεν υπήρχε τίποτα. Η διάθλαση χάθηκε σχεδόν αμέσως.

 

Έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτάζοντας ακριβώς μπροστά του. Ήταν σίγουρος ότι το φως είχε σκορπιστεί μ’ έναν παράξενο τρόπο εκεί, δεν ήταν ιδέα του. Έστρεψε το κεφάλι αργά του προς τα αριστερά. Ένα πολύ μικρό κομμάτι του τοπίου πίσω του θόλωσε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά, πάλι όλα έγιναν ομαλά. Έστρεψε ξανά το κεφάλι του, αλλά αυτή τη φορά προς τα δεξιά, και πολύ πιο αργά. Ναι, ήταν εκεί. Το θόλωμα, η διάθλαση του φωτός, ήταν εκεί, και μπορούσε να την δει μόνο όταν κοίταζε από εκεί που την κοίταζε.

 

Περπάτησε γύρω από το σημείο της διάθλασης. Προσπάθησε να το δει από πιο χαμηλά και από πιο ψηλά, αλλά ήταν αόρατο. Υπήρχε ένα και μοναδικό σημείο απ’ όπου γινόταν εμφανές, κι ο Κρέλος στεκόταν εκεί.

 

Μ’ ένα μικρό δισταγμό, ο μάγος πλησίασε το δάχτυλό του σ’ εκείνο το παράξενο σημείο που διέχεε το φως. Αισθάνθηκε ένα παράξενο γαργάλημα, λες και κάτι λεπτεπίλεπτο κι αιθέριο σερνόταν πάνω του, κι ύστερα η άκρη του δαχτύλου του εξαφανίστηκε. Πάει, χάθηκε, είχε περάσει από το τίποτα μέσα στο οτιδήποτε. Παρόλ’ αυτά, δεν ένιωσε κάποια δυσφορία ή πόνο· ή ακρωτηριασμό, τέλος πάντων.

 

Σαν μάγος, ο Κρέλος είχε μάθει να μην ξαφνιάζεται, ούτε να τα χάνει από το αλλόκοτο και το εξωπραγματικό. Όμως, ένα μικρό «όι» ξέφυγε από τα χείλη του. Δεν τράβηξε το δάχτυλό του, το άφησε εκεί να συνηθίσει την αίσθηση, κι όταν δεν συνέβη κάτι περίεργο, άρχισε να το κινεί κυκλικά.

 

Η γαργαλιστική αίσθηση συνέχιζε να του χαϊδεύει το δάχτυλο, αλλά φάνηκε πως εκείνο το σημείο –η τρύπα– είχε κάποιου είδους ελαστικότητα. Οι κυκλικές κινήσεις έγιναν σιγά-σιγά πιο μεγάλες κι ο Κρέλος μπόρεσε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στην άλλη πλευρά, μέσω μιας μικρής οπής που είχε δημιουργηθεί στο χώρο.

 

Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο, αλλά μια ακαθόριστη εικόνα, που για κάποιο λόγο έμοιαζε οικεία, αν και λίγο σκοτεινή. Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Τράβηξε το δάχτυλό του προς τα κάτω με μια απότομη κίνηση. Κι ο χώρος, απλά, σκίστηκε. Μια πολύ στενή σχισμή αιωρούταν μπροστά του, που ξεκινούσε κοντά απ’ το έδαφος και έφτανε σε ύψος σχεδόν ως τα μάτια του.

 

Τα πράγματα γίνονταν ολοένα και πιο παράξενα κι αυτό άρεσε στον Κρέλος. Επειδή, συνήθως, τα δικά του πράγματα ήταν συνέχεια βαρετά, φώναζαν ή τον χτυπούσαν με την παντόφλα, από καμιά φορά.

 

Με τα δυο του χέρια έπιασε τις άκρες της σχισμής και τις απομάκρυνε. Ένας νέος κόσμος εμφανίστηκε μπροστά του. Ένας κόσμος που αποτελούταν από δυο ψηλούς τοίχους μ’ ένα στενό σοκάκι ανάμεσα, και μια βοή που ερχόταν από μακριά.

 

Τράβηξε τις άκρες πιο δυνατά για να μεγαλώσει κι άλλο το άνοιγμα. Αισθανόταν πως κοιτούσε έναν άλλο κόσμο μέσα από μια κουρτίνα· ή πίσω απ’ τη σελίδα ενός βιβλίου.

 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε μέσα από το άνοιγμα.

 

Κρατούσε την αναπνοή του όσο περίμενε το σώμα του να λιώσει ή ορδές τρικέφαλων τεράτων να τον κατασπαράξουν. Όμως, τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη κι έτσι ο Κρέλος ανάσανε ευχαριστημένος. Από την άκρη του στενού η βοή έφτανε πιο έντονη στ’ αφτιά του, ενώ διέκρινε και κάποιες γρήγορες κινήσεις. Οι τοίχοι αριστερά και δεξιά του ήταν πολύ ψηλοί. Μπορούσε να δει μόνο τον ουρανό, που είχε τα χρώματα του σούρουπου.

 

Έκλεισε τη σχισμή και προσπάθησε να ενώσει τις άκρες με ένα πρόχειρο συγκολλητικό ξόρκι. Ύστερα, με σταθερά και σίγουρα βήματα που έτρεμαν, προχώρησε προς τη βοή.

 

Είχε φτάσει σ’ έναν πραγματικά παράξενο τόπο, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Λίγα μέτρα μπροστά του υπήρχε ένα φαρδύς δρόμος, όπου μεταλλικά οχήματα κινούνταν με απίστευτες ταχύτητες πάνω σε ένα σκουρόχρωμο και σκληρό υλικό. Από αυτά τα οχήματα προερχόταν κι εκείνη η βοή. Στο μπροστινό μέρος των οχημάτων έλαμπαν φώτα, κάτι που ο Κρέλος θεώρησε καλή ιδέα.

 

Στις δυο πλευρές του δρόμου υπήρχαν ειδικά, πλακόστρωτα μονοπάτια για τους πεζούς. Οι πεζοί, αυτοί κι αν ήταν παράξενοι. Στην αμφίεσή τους κυριαρχούσαν εκείνα τα μπλε, στενά παντελόνια και τα λεπτά μπλουζάκια χωρίς μανίκια, πολύ άβολα κατά τον Κρέλος. Τα χρώματα και τα σχέδια των ρούχων θα έκαναν τον αυλικό του πρωινού να σκάσει από τη ζήλεια του.

 

Κάποιες από τις γυναίκες του τόπου ήταν προκλητικά και αναίσχυντα ντυμένες. Με πολύ κοντές φούστες, χωρίς μεσοφόρι από κάτω, και μπλούζες ανοιχτές, λες και ξέχασαν πως είχαν στήθη. Το ξεδιάντροπο αυτό ντύσιμο θα έκανε τις οδαλίσκες των καπηλειών να κοκκινίσουν από ντροπή. Μπα, μάλλον όχι. Οι οδαλίσκες, το πολύ-πολύ να τις έδερναν και να τις έκλεβαν τις φορεσιές.

 

Οι πεζοί που περνούσαν από μπροστά του του έριχναν περίεργες ματιές και τον αποκαλούσαν με λέξεις που δεν καταλάβαινε, όπως φρικιό και φλώρε.

 

Στα δεξιά του, στην άλλη πλευρά του δρόμου, πρόσεξε μια συστάδα μεγάλων κτιρίων, κάτι που του φάνηκε σαν ένα μικρό χωριό. Πλησίασε σε κάτι μυστήριους στύλους, όπου πράσινες και κόκκινες λάμπες άναβαν και έσβηναν διαδοχικά, αφήνοντας πότε τους πεζούς να περάσουν το δρόμο και πότε τα αυτοκίνητα να συνεχίσουν την πορεία τους, ανάλογα με το χρώμα. Ήταν κι αυτή μια καλή ιδέα.

 

Όταν έφτασε έξω από το χώρο που φιλοξενούσε τα μεγάλα κτίρια είδε μια πινακίδα που έγραφε “Πανεπιστήμιο”. Περίεργο όνομα για χωριό, ομολογουμένως. Διέσχισε την είσοδο κι άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα στα κτίρια.

 

Δέντρα στόλιζαν τις άκρες των μονοπατιών. Μικρά πάρκα με παγκάκια υπήρχαν εδώ κι εκεί. Νέα αγόρια και κορίτσια, ως επί το πλείστον, διέμεναν σ’ εκείνο το χωριό. Του Κρέλος τού άρεσε εκεί. Ήταν ήσυχα και όμορφα, δεν του αράδιαζαν διάφορες ακατανόητες λέξεις, αλλά και πάλι τον κοιτούσαν με δυσπιστία και περιέργεια.

 

Έφτασε μπροστά σε ένα κτίριο με μπόλικα σκαλιά που έφταναν ως την κεντρική είσοδο, ενώ από πάνω της με μεγάλα γράμματα έγραφε “Σχολή Θετικών Επιστημών”. Ο Κρέλος άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά επειδή είχε θετική διάθεση.

 

Το εσωτερικό του κτιρίου ήταν σχετικά σκοτεινό, με φαρδιούς διαδρόμους, σκάλες για τα ψηλότερα πατώματα και πολλές πόρτες. Ελάχιστοι από τους νεαρούς κατοίκους βολτάριζαν νωχελικά εκεί, κρατώντας βιβλία στα χέρια και κουβεντιάζοντας ψιθυριστά. Προχώρησε κατά μήκος του μεγάλου κεντρικού διαδρόμου.

 

Πίσω από κάποιες πόρτες ακούγονταν ομιλίες. Η φράση “απειροστικός λογισμός” έφτασε στ’ αφτιά του κι έτσι υπέθεσε ότι μιλούσαν για κάτι σοβαρό για το οποίο δεν είχε καμία απολύτως ιδέα. Κι αφού δεν τον ενδιέφερε να μάθει παραπάνω, συνέχισε να προχωρά. Σταμάτησε έξω από μια μισάνοιχτη πόρτα. Φως έβγαινε από το δωμάτιο που υπήρχε πίσω της. Κοίταξε τριγύρω σαν να μην έτρεχε τίποτα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί κοντά. Έτσι, ο Κρέλος πέρασε την πόρτα, λες και έμπαινε στο σπίτι του. Τόσο άνετος και κουλ ήταν.

 

Βρέθηκε μέσα σε μία αίθουσα με πάμπολλα καθίσματα, αραδιασμένα σε σειρές πάνω σε ένα αμφιθεατρικό επίπεδο. Όλα ήταν άδεια. Απέναντι από τα καθίσματα υπήρχε ένα μεγάλο έδρανο και πάνω του ήταν αφημένη μια αγνώστου χρησιμότητας αναδιπλούμενη συσκευή, που η ανασηκωμένη της πλευρά έλαμπε, ενώ η κάτω ήταν γεμάτη από γράμματα. Πίσω από το έδρανο στεκόταν ένας παράξενος τύπος, που του είχε γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε έναν άσπρο πίνακα. Ο τύπος φορούσε χοντρό, σκουροπράσινο παντελόνι και ένα αταίριαστο μπλε, φαρδύ πουκάμισο. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και σηκωμένα ανάλαφρα προς τα πάνω με τέτοιο φυσικό τρόπο, που ο Κρέλος θα ορκιζόταν ότι ο τύπος κρεμόταν ανάποδα.

 

Ο άντρας δεν τον είχε πάρει χαμπάρι κι έτσι ο Κρέλος πήγε και κάθισε σε ένα από τα πρώτα καθίσματα. Πρόσεξε ότι πάνω στον πίνακα ήταν γραμμένα κάτι περίεργα σύμβολα, που ο άντρας τα κοίταζε επίμονα:

 

post-2199-0-61999400-1310491751_thumb.jpg

 

 

«Γεια», είπε ηχηρά ο Κρέλος, όταν βαρέθηκε να περιμένει. Ο άντρας γύρισε ξαφνιασμένος και τα μαλλιά του ανέμισαν με χάρη. Τον κοίταξε με το πιο ηλίθια χαμένο βλέμμα που είχε δει ποτέ του.

 

«Γεια σου, φίλε μου», του είπε, σαν να τον ήξερε χρόνια.

 

«Είμαι ο μάγος Κρέλος. Εσύ;»

 

Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια του και κούνησε το κεφάλι του, κάτι που ο Κρέλος θεώρησε ως δείγμα αναγνώρισης του αξιώματός του.

 

«Είμαι ο Δρ Γιάννης Παπαδόπουλος». Ήταν το πιο ασυνήθιστο όνομα που είχε ακούσει. «Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου;»

 

Για κάποιο ανύπαρκτο λόγο ο Κρέλος τον εμπιστεύτηκε και του εξομολογήθηκε το σκοπό της αναζήτησής του, ξεκινώντας από το ότι ερχόταν από έναν τόπο μακρινό, για να τραβήξει την προσοχή του.

 

«Ξέρεις τι είναι η μαγεία;», τον ρώτησε τελικά.

 

«Φυσικά!», είπε εκείνος με σιγουριά και κράτησε το δείκτη του χεριού του μπροστά στο πρόσωπό του, δείχνοντας προς τα πάνω. Ο Κρέλος έστρεψε τα μάτια του στο ταβάνι, αλλά δεν είδε τίποτα εκεί. «Μαγεία είναι η εντροπία της κβαντομηχανικής»

 

«Δηλαδή», ρώτησε ο Κρέλος με κάθε ειλικρίνεια.

 

«Η ύλη αποτελείται από μικροσκοπικά αόρατα σωματίδια. Η κβαντική εντροπία δείχνει το βαθμό τάξης των σωματιδίων αυτών. Αν κάποιος μπορεί να ελέγξει την εντροπία τους, μπορεί να ελέγξει και τον τρόπο δομής τους. Να τα οργανώσει όπως θέλει. Μπορεί να κάνει τα πάντα»

 

Οι εκφράσεις του προσώπου του, οι απότομες κινήσεις των χεριών του και πάνω απ’ όλα αυτά που έλεγε, έκαναν τον Κρέλος να πιστεύει ότι ο Γιάννης Παπαδόπουλος είναι τρελός για δέσιμο. Αλλά του άρεσαν αυτά που έλεγε. Με το μυαλό του κρατούσε σημειώσεις.

 

«Τι είναι αυτά εκεί;», ρώτησε δείχνοντας τα σύμβολα στον πίνακα.

 

«Κυματοσυναρτήσεις, φίλε μου», είπε και ύψωσε το δείκτη του προς τα πάνω. Ο Κρέλος έστρεψε τα μάτια του στο ταβάνι, αλλά δεν είδε τίποτα εκεί.

 

«Και τι σημαίνουν;»

 

«Το πού βρίσκεται κάθε αόρατο σωματίδιο ορίζεται από μια κυματοσυνάρτηση. Μας δείχνει τις πιθανές θέσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί. Κι όταν μια κυματοσυνάρτηση καταρρεύσει, μπορεί να συμβούν τα πάντα»

 

Ο Κρέλος άρχισε να έχει υποψίες πως ο τύπος είχε μια μικρή μανία με τα πάντα.

 

«Εντροπία, κυματοσυναρτήσεις… όντως, πολύ μαγικά μού ακούγονται όλα αυτά»

 

«Μα είναι!», αναφώνησε ο Γιάννης Παπαδόπουλος με το δείκτη του χεριού να δείχνει προς τα πάνω. Ο Κρέλος έστρεψε τα μάτια του… αυτό είχε καταντήσει γελοίο.

 

«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο μάγος και σηκώθηκε για να φύγει.

 

«Παρακαλώ». Ο άντρας έστρεψε την πλάτη του και βυθίστηκε πάλι στο κοίταγμα των κυματοσυναρτήσεων.

 

Έκανε να φύγει αλλά σταμάτησε. Κοίταξε την παράξενη αναδιπλούμενη συσκευή με τη φωτεινή ανασηκωμένη πλευρά και τα γράμματα στο κάτω μέρος.

 

«Μπορώ να το πάρω αυτό;», ρώτησε

 

«Φυσικά, φίλε μου», απάντησε ο άντρας, χωρίς να κινηθεί. Ο Κρέλος έκλεισε τη συσκευή, την έβαλε κάτω απ’ τη μασχάλη του κι αναχώρησε. Λίγο πριν περάσει την πόρτα κοντοστάθηκε.

 

«Μήπως ξέρεις γιατί τα δέντρα είναι πράσινα;», ρώτησε

 

«Η χλωροφύλλη, φίλε μου»

 

Ο Κρέλος κούνησε το κεφάλι του λες και είχε καταλάβει τα πάντα.

 

 

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος κοίταζε τις κυματοσυναρτήσεις για πολλή ώρα, ώσπου ανακάλυψε τι έλειπε. Στράφηκε προς το λάπτοπ, πληκτρολόγησε μερικά νέα δεδομένα και πάτησε έντερ. Περίμενε λίγο να ολοκληρωθούν οι μετρήσεις, έριξε μια γρήγορη ματιά στα αποτελέσματα κι ύστερα γύρισε και κοίταξε τον πίνακα σκεφτικός. Ανάμεσα στις μυριάδες σκέψεις που περνούσαν από μυαλό του ανά δευτερόλεπτο, υπήρχε και μία που έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το λάπτοπ.

 

 

~*~*~*~*~*~

 

Όταν ο Κρέλος πέρασε από το άνοιγμα, στο δικό του κόσμο είχε σχεδόν βραδιάσει. Φρόντισε ώστε να κλείσει καλά εκείνη τη δίοδο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αισθανόταν πως ήταν σημαντική και πως δεν θα έπρεπε κάποιος άλλος να την ανακαλύψει. Μέχρι και ένα νέο ξόρκι σκαρφίστηκε για να αποκρύψει την παραμικρή ένδειξη της ύπαρξής της. Σίγουρος, πλέον, ότι είχε κάνει καλή δουλειά, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς το παλάτι.

 

Πολλοί από τους παρευρισκόμενους στη βασιλική αυλή φάνηκαν αρκετά εντυπωσιασμένοι που ο Κρέλος είχε επιστρέψει με αποτελέσματα τόσο γρήγορα. Τα νέα διαδόθηκαν αστραπιαία και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Βασιλιάς είχε οργανώσει ένα μικρό συμπόσιο, για να υποδεχτούν το σοφό μάγο. Ο Κρέλος αναγκάστηκε να περιμένει, επειδή δεν του επιτράπηκε να πάρει μέρος στο συμπόσιο.

 

Μετά από ατέλειωτη αναμονή, τελικά τον ανήγγειλαν στον Βασιλιά. Ο Κρέλος μπήκε στην τεράστια βασιλική αίθουσα, με τις βελούδινες ταπετσαρίες, τις μεταξωτές κουρτίνες και τους δεκάδες μεθυσμένους αυλοκόλακες, που άραζαν μέσα σε μαλακές πολυθρόνες. Προχώρησε πάνω στο παχύ χαλί, ώσπου έφτασε μπροστά στο θρόνο του Βασιλιά και της Βασίλισσας.

 

«Μεγαλειότατε», είπε και γονάτισε, σκύβοντας ταυτόχρονα το κεφάλι.

 

«Καλά-καλά, να λείπουν αυτά», είπε ο Βασιλιάς με μάτια να γυαλίζουν και μύτη ροδοκόκκινη. «Πες αυτό που ήρθες να πεις»

 

Ο Κρέλος αναλογίστηκε για μια στιγμή τις δυο μικρές περιπέτειες που είχε ζήσει. Για ποια από τις δύο έπρεπε να πει; Γνωρίζοντας τον Βασιλιά του, που του άρεσαν τα παράξενα, περίπλοκα και ακατανόητα πράγματα, άρχισε να μιλάει για την εντροπία και τα αόρατα σωματίδια που αποτελούν την ύλη.

 

Ο μάγος γέμιζε το λόγο του με αμέτρητες ακόμη λεπτομέρειες και πληροφορίες, όλες τους ανύπαρκτες, για τα όσα είχε περάσει ώσπου να φτάσει σ’ αυτήν την πηγή των πολύτιμων γνώσεων. Όταν ο Bασιλιάς άκουσε τη φράση “κατάρρευση κυματοσυνάρτησης” ανατρίχιασε σύγκορμος από ευτυχία.

 

Με το πέρας της ομιλίας του Κρέλος, ο Βασιλιάς σηκώθηκε και άρχισε να χειροκροτεί. Οι μισομεθυσμένοι και μισοκοιμισμένοι του αυλοκόλακες τρόμαξαν από τον ξαφνικό θόρυβο, πετάχτηκαν όρθιοι και τον μιμήθηκαν. Ο Κρέλος, ακόμα γονατιστός, τα είχε εντελώς χαμένα. «Ευχαριστώ», έλεγε ξανά και ξανά.

 

«Μπράβο σου, μάγε. Τα όσα μας αποκάλυψες σήμερα είναι πραγματικά απίστευτα και συγκλονιστικά». Ο Κρέλος ήταν σίγουρος πως την επόμενη μέρα, ο Βασιλιάς δεν θα θυμόταν λέξη απ’ όσα είχε ακούσει. «Σε συγχαίρω. Σου αξίζουν όλες οι δόξες και οι τιμές που μπορεί να δεχτεί ένας μάγος. Και η θέση στο παλάτι, που είχα υποσχεθεί, σου ανήκει δικαιωματικά»

 

Ο μάγος παρατήρησε μια σκυφτή φιγούρα λίγο πίσω από το θρόνο του Βασιλιά. Ήταν ο αυλικός που τον είχε επισκεφτεί το πρωί. Το πρόσωπό του έδειχνε κουρασμένο και άυπνο. Τα μάτια του πήγαιναν να κλείσουν και το στήθος ανεβοκατέβαινε κάθε τόσο από βαθιές ανάσες. Αυτή η εικόνα έδειξε στον Κρέλος ότι η ζωή και η δουλειά στο παλάτι δεν θα ήταν ακριβώς όπως την περίμενε. Κι όλη αυτή η σημερινή αναζήτηση τού είχε ανοίξει την όρεξη για περισσότερο ψάξιμο. Θα άνοιγε ένα γραφείο ερευνών. Ναι, μπορούσε να το κάνει αυτό.

 

Εξάλλου, υπήρχε και η άλλη εκδοχή τού τι είναι μαγεία. Δεν την είχε ξεχάσει. Κι εκείνη η μαγεία τον περίμενε στο σπίτι του.

 

«Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια, Μεγαλειότατε», είπε ο Κρέλος. «Είναι μεγάλη μου τιμή να σας προσφέρω τις υπηρεσίες μου με όποιον τρόπο μπορώ. Σας ευχαριστώ και για τη θέση που μου προσφέρετε…», εδώ ο Κρέλος σταμάτησε για λίγο, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα το μετάνιωνε, «αλλά δεν μπορώ να την δεχτώ. Προτιμώ να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην οικογένειά μου»

 

«Δεκτή η απόφασή σου, μάγε», είπε ο Βασιλιάς, που δεν φάνηκε να σκοτίστηκε και πολύ. «Μπορείς να επιστρέψεις στην οικογένειά σου, λοιπόν»

 

Μόλις γύρισε την πλάτη του για να φύγει, ο Βασιλιάς είπε: «Περίεργο μπιχλιμπίδι αυτό που κρατάς. Το πουλάς, μάγε;»

 

Λίγη ώρα αργότερα ο Κρέλος απομακρυνόταν από το παλάτι, μετρώντας τα χρυσά νομίσματα που του είχε δώσει ο βασιλιάς. «Έχει ψωμί αυτή η δουλειά», μονολόγησε.

 

 

Γύρισε στο σπίτι και βρήκε τη γυναίκα του στο υπνοδωμάτιο του γιου τους. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και χάιδευε τα μαλλιά του μικρού που είχε βυθιστεί σ’ ένα γλυκό ύπνο. Έδειχνε τόσο ήρεμος όταν κοιμόταν. Μόνο τότε, όμως.

 

Σήκωσε τα μάτια της, τον κοίταξε τρυφερά και χαμογέλασε. Εκείνος βολεύτηκε δίπλα της και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα απαλά μαλλιά της.

 

«Μάλλον έκανα κάτι χαζό σήμερα», της είπε χαμηλόφωνα.

 

«Είμαι σίγουρη», απάντησε εκείνη στην ίδια ένταση, «αλλά ποιος νοιάζεται;». Με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη πρόσθεσε: «Εγώ, εσύ κι αυτός, αυτά έχουν σημασία»

 

«Είναι αρκετά», είπε ο Κρέλος και την φίλησε στα χείλη.

 

«Χρόνια πολλά», του ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά.

 

«Είστε και οι δυο γελοίοι», δήλωσε ο γιος τους.

 

 

ΤΕΛΟΣ

Ορεστιάδα, 12 Ιουλίου 2011

 

 

Η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί prequel ή ένα όριτζιν στόρι τού Ο μάγος και το νεκρό ξωτικό, αλλά διαβάζεται και ως αυτοτελής. Όσοι έχουν διαβάσει την προηγούμενη ιστορία του Κρέλος θα κάνουν το συσχετισμό. Επίσης, όσοι έχετε διαβάσει και τις δυο ιστορίες πείτε μου ποιο ύφος ταιριάζει καλύτερα, επειδή αυτή είναι γραμμένη λίγο διαφορετικά, αλλά διατηρεί το κωμικό στοιχείο, με διαφορετικό τρόπο. Ευχαριστώ!

 

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

ωραία η ιστορία :)

καλά κατάλαβα ότι έπαιζε κάτι περίεργο στην όλη ιστορία μιας και ο βασιλιάς δεν ήξερε για την χλωροφύλλη

αλλά δεν περίμενα να είναι και prequel(μέχρι την στιγμή που ανακαλύπτει την πύλη βεβαίως βεβαίως) :p

από τις δύο ιστορίες η πρώτη μου φάνηκε πιο αστεία γιατί είχε αυτό το καφροχιούμορ που μου αρέσει

αλλά και εδώ γέλασα αρκετά στα σημεία με τον "γκούγκλιο" και φυσικά στην συνάντηση του Κρέλος με τον Dr και το τι είναι μαγεία

 

άντερ βουρ στο σίκουελ τώρα !

Edited by joidv
Link to comment
Share on other sites

Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο και τα καλά λόγια, Γιάννη.

 

Μπορεί να 'ρθεί και το σίκουελ κάποια στιγμή :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..