Asgaroth Posted July 18, 2011 Share Posted July 18, 2011 Όνομα Συγγραφέα :Σπύρος Λέξεις: 1160 Βία: όχι Σέξ: όχι Κάποιο χρυσό δαχτυλίδι. Αγουροξυπνημένος αφήνεις την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείσει μόνη της. Κάνει έναν μουντό ήχο. Χωρίς να καταλαβαίνεις το πως ακριβώς, με μηχανικές κινήσεις, γέρνεις, την ανοίγεις ξανά, την κλείνεις με δύναμη και βάζεις μπρος. Και εκεί προσέχεις το χτυπητά κόκκινα γράμματα πάνω στο έντονο κίτρινο φόντο του φυλλαδίου που είναι σφηνωμένο στο παμπρίζ. Είναι τόσο ενοχλητικό που αποφασίζεις να βγεις ο μισός έξω από το παράθυρο για να το μαζέψεις, αλλιώς είναι πολύ πιθανό να καταλήξεις πάνω σε κάποιον άλλο αγουροξυπνημένο, χρωστώντας το στην ακαλαισθησία...ποιών αλήθεια; Κοιτάς. ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΧΡΥΣΟ.ΜΕΤΡΗΤΑ.ΑΜΕΣΑ. Το τσαλακώνεις και το σπρώχνεις στην τσέπη, στον χώρο που περισεύει ανάμεσα σε αυτήν και το πορτοφόλι σου. Ξεκινάς. Μετά τη γέφυρα προσέχεις και μια ταμπέλα πάνω σε ένα μπαλκόνι. ΑΓΟΡΑΖΩ ΧΡΥΣΟ. Μα πραγματικά πότε μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί, αναρωτιέσαι. Δηλαδή που βρίσκουν τόσα μετρητά; Και αυτό δεν είναι άραγε τοκογλυφία; Στην εποχή των Καισάρων θα ήταν οι τελώνες και τοκογλύφοι. Και ποιός έχει χρυσό όπως και να έχει; Δηλαδή θυμάσαι μικρός είχες μια χρυσή λίρα. Την κρατούσαν για το γάμο σου. Πρέπει να ήταν τότε που είχες μείνει ένα χρόνο χωρίς δουλειά που την “σκοτώσαν”. Δεν ανακατεύτηκες εσύ. Ήταν ένα έργο που είχες δει μικρός, παρόλο που δε σου άρεσαν οι ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες. Ήταν ένα με μια λίρα...Η κάλπικη λίρα; Κάπως έτσι... Στρίβεις στο στενό για τη δουλειά. Παρκάρεις. Σε χρόνο μηδέν είσαι μπροστά από μια οθόνη του '94 και σε ένα ντουλάπι που ξεχειλίζει από χαρτιά. Τακτοποιείς μερικά μα αναρωτιέσαι τι να κάνει αυτή. Είναι παράξενο το γεγονός πως ξέρεις τόσα λίγα για αυτή και παρόλα αυτά νιώθεις έτσι. Το αφεντικό έχει βγάλει τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης από τα γραφεία με πύρινα τείχη προστασίας που φυλάνε την αποδοτικότητα των εργαζομένων σα χερουβίμ. Δεν έχει άδικο. Αν είχες πρόσβαση θα έμπαινες να δεις τι κάνει. Κοιτάς τον κέρσορα που αναβοσβήνει. Πληκτρολογείς το όνομα της πόλης της. Το σβήνεις. Το πληκτρολογείς ξανά. Πατάς enter. Υπολογίζεις την απόσταση...Μακριά...Δε σου περισσεύουν..600 χιλιόμετρα ή κάτι τέτοιο; Κοιτάς για λεωφορεία. Πανάκριβα. Κρίση στα καύσιμα. Όταν ήσουν μικρός διασχίζατε τη μισή χώρα για να απλώσει ο πατέρας σου τα κουβαδάκια σου στην άλλη άκρη της χώρας. Τώρα κανένας δε πάει πουθενά. Σπίτι-Δουλειά. Καφές το Σάββατο. Μεγάλες στιγμές. Βγάζεις από την τσέπη το χαρτί. Το κοιτάς για λίγο και το τσαλακώνεις. Το πετάς στον κάδο και κάνει γκελ μένοντας φυσικά απ έξω. Σκύβεις να το μαζέψεις. Θα μπορούσες... Ίσως ναι... Το δαχτυλίδι. Θα χαιρόταν να σε έβλεπε. Μιλάτε καιρό τώρα. Γιατί όχι; Δε σου χρησίμευσε και ποτέ. Γυρνάς στο σπίτι, πετάς τα κλειδιά και πας στην κρεβατοκάμαρα σου. Ανοίγεις το συρτάρι στο γραφείο σου και ανασαλεύεις τον ωκεανό των αναμνηστικών και αχρήστων πραγμάτων. Βρίσκεις το μικρό κουτάκι και το ανοίγεις. Είναι ακόμα εκεί. Θυμάσαι ακόμα που στο έδωσε η μάνα σου να το δώσεις στη “Εκλεκτή!”. Ακόμα γελάς. “Δεν είμαστε στο πενήντα ρε μάνα!” “Πάρτο εσύ..” Ξαπλώνεις βαρύς στο κρεβάτι. Πόσα τέτοια αντικείμενα θα χάθηκαν στις ανάγκες των εποχών. Το '40 ήταν για ένα κομμάτι κρέας, λίγο τυρί...τώρα για ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Βγάζεις το χαρτί, παίρνεις τηλέφωνο. “Ναι , τι ώρες είσαστε εκεί;” , “Είμαστε ανοιχτοί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.” “Καλά” “Καλά”. Κλείνεις. Τι κάνουν όλη μέρα άραγε; Μπας και πάει το βράδυ κανένας επιχειρηματίας με τη θηλιά στο λαιμό, κουβαλώντας τα κοσμήματα της γυναίκας του που της χάρισε σε πάλαι ποτέ εποχές των παχιών αγελάδων του Νείλου. Πλαστικό το χρήμα και η ευμάρεια βέβαια, βγήκαν από τα βρωμόνερα πλαστικές κάτισχνες αγελάδες με barcode στα οπίσθια και τις πετσοκόψανε, καταβροχθήσαν τις σάρκες τους, και ξεπήδησε μέσα από τις παχουλές κοιλιές τους σαπίλα, χύθηκε στο εύφορο χώμα του Νείλου και το έκαψε, το έκανε καταραμένο. Οδηγείς μέχρι εκεί. Καταγώγι. Τσιμέντα παντού. Ανεβαίνεις γυριστά σκαλοπάτια. Λείπουν κάγκελα. Τσιμέντα, λερωμένα τσιμέντα και μωσαϊκό. Λερωμένο μωσαϊκό και ξεφτισμένα κουφώματα. Μια καγκελόπορτα. Σα πόρτα κελιού. Χτυπάς. “Τι θέλετε;” “Να δείτε ένα δαχτυλίδι.” Σιωπή... ΜΠΖΖ...Τινάζεσαι σα να σου επιτίθεται μελίσσι. Σπρώχνεις την καγκελόπορτα. Είναι ένας φουσκωτός μέσα. Απο δω, κάνει με τα χέρια του. Ένα γραφείο, ένας τύπος με πουκάμισο φανταχτερό, πονηρά μάτια και μαλλί προς τα πίσω. Σα να πέρασε από καστινγκ για ταινία με νονούς και τοκογλύφους. Είναι μάλλον στο job description σκεφτεσαι χαμογελώντας. “Τι έχεις λοιπόν;” σε διακόπτει από τα inside jokes. Του το δίνεις. Το χαζεύει λίγο. Βάζει ένα από αυτά τα μονόκλ. Πέρνει μια έκφραση ξινίλας, σα να λέει πως δεν είναι και κάτι σπουδαίο. “Πόσο μου δίνετε;” “Τόσο” “Τόσο;” Το σκέφτεσαι. Κοροϊδία. Το είχες πάρει απόφαση να το δώσεις όσο και να σου δώσει, τι το θες ένα άχρηστο χρυσό δαχτυλίδι; Για τα μπουζούκια; Κοιτάς τη φάτσα του. Κοιτάς το δαχτυλίδι. Θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί σε ένα χρυσοχωϊο στο Λονδίνο. Το έφτιαξε ένας χοντρός έμπορος,ντυμένος με γούνα ερμίνας για να το δώσει στη μικρή κόρη του φτωχού κακομοίρη που θα παντρευόταν μετά από το συμφέρον παζάρι που έκανε ο πατέρας-προαγωγός μαζί του. Η μικρή δε τον ήθελε, βρωμούσε, ήταν άσχημος, τον σιχαινόταν. Θα στρώσει σκέφτηκαν πατέρας και έμπορας-πελάτης. Δεν έστρωσε. Πήδησε στο ποτάμι. Το πουλήσε σε έναν Εβραίο. Το είχε στη βιτρίνα. Μια νύχτα του έσπασαν το μαγαζί. Τα πήραν όλα. Εκεί που έκλαιγε το χαμένο βιός του, βλέπει το δαχτυλίδι να έχει κυλήσει κάτω από τον πάγκο. Το πήρε για σημάδι. Πήγε στην κόρη του, είχε χρόνια να τη δεί. Είχε παντρευτεί έναν ξένο. Της το έδωσε για δώρο γάμου. Μετά από λίγα χρόνια το ζευγάρι έφυγε. Πήγε στη γερμανία. Το δαχτυλίδι της το παρέδωσε μαζί με τη στίβα με τα παλιά της ρούχα στους στρατιώτες σε εκείνο το στρατόπεδο. Η κοπέλα δεν ξαναείδε το φως του ήλιου. Ένας σοβιετικός στρατιώτης περιπλανιώταν στους άδειους, στοιχειωμένους τοίχους του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι ψυχές των χαμμένων εκεί ήταν σα να ούρλιαζαν και να τους κατηγορούσαν... “Αργήσατε...” Ο στρατιώτης δάκρυσε. Το δάκρυ έπεσε βαρύ στο χώμα και ανασήκωσε τη στάχτη. Κάτι έλαμψε. Έσκυψε. Ένα δαχτυλίδι. Το μάζεψε. Μια γυναίκα στην Ουκρανία παρέλαβε τα αντικείμενα του νεκρού άντρα της σε έναν φάκελο. Μαζί ένα δαχτυλίδι. Το έδωσε στην κόρη της. Η κόρη της παντρεύτηκε και δούλευε ως δασκάλα πιάνου. Το τείχος έπεσε, ο κόσμος άλλαξε, τον άντρα της τον πήρε αρρώστεια και αυτή πέρασε τα σύνορα προς το νότο για μια χώρα που δεν είχε πρόβλημα να έχει για καθαρίστρια πατωμάτων και κλιμακοστασίων μια δασκάλα του πιάνο...Εκεί κατέληξε το δαχτυλίδι. Σε κάποιο μαγαζί μάζευε σκόνη, μέχρι που έφτασε στα χέρια της μάνας σου και στα δικά σου. “Τα θες ή όχι;” Κοιτάς τον μαφιόζο. Όχι, δεν είναι για τα μούτρα του. “Ευχαριστώ, μα όχι.” Κάτι μουρμουρά αυτός περί χαμένου χρόνου μα εσύ είσαι ήδη στην καγκελόπορτα. Βγαίνεις έξω. Δεν έχεις βενζίνη, ούτε μετρητά. Παλιά....παλιά τα πράγματα ήταν αλλιώς...Θα μπορούσες να της πεις όλη την εικασία σου. Για την ιστορία αυτού του δαχτυλιδιού. Θα της αρέσει σίγουρα. Οδηγείς μέχρι να τελειώσει η βενζίνη σου...Αφήνεις το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και σηκώνεις το χέρι σου. Περνάνε πολλοί...Κάποιος θα σταματήσει. Κάποιος θα σε ρωτήσει. “Πατριώτη για που;” “Προς τα πάνω.” Καλό σου ταξίδι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheSea IsBurned Posted July 21, 2011 Share Posted July 21, 2011 Πολύ ωραία ιστορία. Σα γραφή είναι πολύ ευχάριστη και ευκολοδιάβαστη ενώ χρησιμοποιείς με πολυ επιτυχημένο τρόπο το β' ενικό πρόσωπο στην αφήγηση. Σαν περιεχόμενο είναι πολύ όμορφη και συγκινητική, αφήνει μια όμορφη αίσθηση στο τέλος - κάπως γλυκόπικρη. Μου άρεσε ιδιαίτερα το σημείο όπου διατυπώθηκαν οι συνειρμικές του σκέψεις σχετικά με την πορεία του δαχτυλιδιού. Πανέμορφη ιστορία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted July 22, 2011 Author Share Posted July 22, 2011 Ευχαριστώ πολύ που την διάβασες.Το όλο θέμα με τους συνειρμούς είναι μια κατάσταση στην οποία και εγώ βρίσκομαι πολύ συχνά.Είναι αστείο μερικές φορές να βλέπεις από που έχεις ξεκινήσει να σκέφτεσαι κάτι και που καταλήγεις... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted July 23, 2011 Share Posted July 23, 2011 Όμορφη ιστορία. Γλυκιά, αλλά και μελαγχολική. Πολύ καλό το β΄ πρόσωπο. Μου άρεσε πολύ η ιστορία του δαχτυλιδιού και ο τρόπος που επηρεάζει τον ήρωα στην απόφασή του. Καλή συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted December 25, 2011 Share Posted December 25, 2011 Διαχειρίστηκες πολύ καλά το β'πρόσωπο. Την βρήκα πιο επίκαιρη από ποτέ. Τη συγκεκριμένη σκέψη για τους "επιχειρηματίες χρυσού" την έκανα και γω όταν δυο τέτοιοι χώροι ξεφύτρωσαν στην περιοχή μου... Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν οι ήχοι. Κατάφερες να τους εντάξεις με επιτυχία, η ιστορία "ακουγόταν" κι αυτό της έδινε άλλη πνοή. Μελαγχολικό πολύ... Αλλά πολύ όμορφο. Νομίζω αυτή τη φορά θα θυμάμαι πρόσωπο και ιστορία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 25, 2011 Share Posted December 25, 2011 Εμένα, σε αυτό το κείμενο, μου θύμισες τον αγαπημένο μου Χάινριχ Μπελ. (Και λίγο τον Χέσε). Πραγματικά, μεγάλη ομοιότητα (με τον Μπελ), αλλά χωρίς τη μιζέρια των μεταπολεμικών συγγραφέων. αυτό με τους συνειρμούς μου αρέσει όταν βγαίνει έτσι καλά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted December 31, 2011 Share Posted December 31, 2011 Έλα, ρε συ...Πολύ ωραίο, πραγματικά. Με άγγιξε βαθύτατα. Από την αρχή μέχρι το τέλος -ειδικά το τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted December 31, 2011 Share Posted December 31, 2011 Πολύ ωραίο, Σπύρο! Μου άρεσε η χρήση του δευτέρου προσώπου, καθώς και η μελαγχολία που ξεχυνόταν από τις περιγραφές, από την ίδια την ιστορία του δαχτυλιδιού... Να'σαι καλά και καλές γιορτές! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted December 31, 2011 Share Posted December 31, 2011 Πάρα πολύ ωραία ιστορία, πώς μου είχε ξεφύγει; Μου άρεσε όλος ο συνειρμός κι ειδικά το τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted December 31, 2011 Author Share Posted December 31, 2011 Να είστε καλά niggas μου.Αφού σας άγγιξε, εγώ είμαι χαρούμενος. Cassandra με έψησες να ψάξω τους συγγραφείς που αναφέρεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Esteldor Posted January 9, 2012 Share Posted January 9, 2012 Πολύ ενδιαφέρον κείμενο Σπύρο. Μου άρεσε ιδιαίτερα η ιστορία του δαχτυλιδιού, μοιάζει να βγήκε από την πραγματικότητα του παρελθόντος. Ωραίο στυλ επίσης, ανάλαφρο και δηκτικό. Αν μη τι άλλο, πολύ επίκαιρη ιστορία... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.