Mesmer Posted July 31, 2011 Share Posted July 31, 2011 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος Είδος: Τρόμου Αριθμός Λέξεων: 2.691 Αυτοτελής; Ναι Μετά την 46 Ο Πίτερ βούρτσιζε τα δόντια του ενώ κοίταζε τα μούτρα του στον καθρέφτη. Οι αφροί που γέμιζαν τα χείλια του και έσταζαν απ' το πηγούνι του τον έκαναν να μοιάζει με λυσσασμένο. Αλλά και πάλι καλός ήταν. Ή αυτό έλεγε στον εαυτό του για να νιώσει καλύτερα. Ένας υγρός ήχος, που ακούστηκε από πίσω του, του τράβηξε την προσοχή και σταμάτησε το βούρτσισμα. Αφουγκράστηκε για λίγο, αλλά εκείνος ο περίεργος ήχος είχε εξαφανιστεί. Συνέχισε το πλύσιμο των δοντιών του με επιμέλεια. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν ο ήχος νερού σε ανάδευση έφτασε ξανά στα αφτιά του. Ξέπλυνε το στόμα του και στράφηκε προς τα εκεί που προερχόταν ο ήχος, τη λεκάνη της τουαλέτας. Έσκυψε από πάνω της και στο λευκό πάτο είδε τρία λεπτά, σκουρόχρωμα και μακρουλά πράματα να βγαίνουν μέσα απ' το σιφόνι. Κινούνταν ανάλαφρα, σαν σκουλήκια, μια κίνηση που ανατάρασσε την επιφάνεια του νερού. «Τι στον κόρακα;», ψιθύρισε και γονάτισε, για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά εκείνα τα παράξενα σκουληκάκια που είχαν εμφανιστεί εντελώς ανύποπτα. Έγειρε πάνω από την τουαλέτα και πλησίασε πιο κοντά. Τα τρία μικρά σκουληκάκια πετάχτηκαν απότομα προς τα πάνω, δίνοντας μορφή σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, που κρυβόταν στο σιφόνι και τα ακολουθούσε. Ένα χέρι, πρόλαβε να σκεφτεί, μέχρι να τον αρπάξει απ' το κεφάλι και να τον τραβήξει βίαια προς τα μέσα. Γλίστρησε κι έχασε την ισορροπία του, το κεφάλι του χώθηκε στην τουαλέτα, ενώ οι ώμοι κρατούσαν κόντρα στο δυνατό τράβηγμα, έχοντας σφηνώσει στο χείλος της λεκάνης. Τα πόδια του κλωτσούσαν σπασμωδικά, με τα χέρια του προσπαθούσε να ξεφύγει, σπρώχνοντας προς τα πίσω, αλλά το γράπωμα του χεριού ήταν πανίσχυρο. Ένιωθε το λαιμό του να τεντώνεται όλο και πιο πολύ. Ήθελε να φωνάξει, όμως μόνο μερικές αδύναμες κραυγές βγήκαν απ' το στόμα του. Κι ύστερα από λίγο, για κάποιο λόγο, όλα ηρέμησαν. * * * * * Η υπαστυνόμος Τζέμα Ρέιντς αισθανόταν τα πόδια της βαριά και πρησμένα απ’ την ορθοστασία, όσο εξέταζε το πτώμα. Ήταν πεσμένο πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας, σαν κάποιον που ξερνούσε, μόνο που εκείνο άδειαζε τα σωθικά του απευθείας από το λαιμό. Το κεφάλι είχε αφαιρεθεί μ' έναν αρκετά σκληρό τρόπο, κάτι που φαινόταν από τις πέτσες και τις λοιπές αηδίες που κρέμονταν. Ξεριζώθηκε, σκεφτόταν η Τζέμα, αυτή είναι η σωστή λέξη. Τα περισσότερα αίματα βρίσκονταν μέσα στη λεκάνη, αλλά υπήρχαν και μερικά που είχαν πεταχτεί τριγύρω. Κατά τα άλλα, το μπάνιο ήταν πεντακάθαρο. Και το υπόλοιπο σπίτι ανέγγιχτο. «Τόμας!», φώναξε όταν το μπάνιο άδειασε από το υπόλοιπο προσωπικό της αστυνομίας. Ένας σχετικά νεαρός αστυφύλακας εμφανίστηκε διστακτικά στην πόρτα. «Έλα, μπες μέσα, δεν δαγκώνει. Τον έχω τσεκάρει» «Ναι, Τζεμ, γελάσαμε», έκανε εκείνος, φανερά ενοχλημένος. Δεν φοβόταν, ούτε αηδίαζε, αλλά όσο και να τα είχε συνηθίσει, πάντα του προκαλούσαν δυσφορία τέτοιου είδους σκηνικά. «Πόσες πανομοιότυπες περιπτώσεις έχουμε, Τόμας;», ρώτησε με καθαρά υπηρεσιακό ενδιαφέρον. «Σαράντα-έξι μαζί μ' αυτήν» «Μέσα σε πόσες μέρες;» «Σε πέντε» «Και γιατί ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα, Τόμας; Και πού είναι τα γαμημένα τα κεφάλια;». Η ένταση και η οργή στη φωνή της Τζέμα είχαν ανέβει. Αυτό προκαλούσε ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι του Τόμας κάθε φορά που συνέβαινε, όσο καλά κι αν την ήξερε πλέον. «Μου κάνεις την ίδια ερώτηση τουλάχιστον στις είκοσι τελευταίες περιπτώσεις και παίρνεις συνέχεια την ίδια απάντηση: πού στα σκατά θέλεις να ξέρω» Τα μάτια της Τζέμα έλαμψαν. «Ακριβώς αυτό. Στα σκατά», είπε και έδειξε τον πάτο της τουαλέτας. Το πρόσωπο του Τόμας πάνιασε από έναν απρόσμενο φόβο. «Όχι... δεν θα το έκανες... με τίποτα... ούτε κι εσύ ακόμη... όχι» «Ναι, Τόμας. Εσύ κι εγώ, απόψε» Πήδηξε από τη μεταλλική σκάλα, που ήταν κολλημένη στον τοίχο, και τα πόδια της βρόντηξαν στο σκληρό, τσιμεντένιο δάπεδο του υπονόμου. Είχαν επιλέξει μια είσοδο κοντά στο σπίτι που είχε γίνει ο τελευταίος φόνος. Με το φακό σάρωσε το θεοσκότεινο χώρο γύρω της, περιμένοντας τον Τόμας να κατεβεί. Η στοά του υπονόμου είχε πλάτος σχεδόν τέσσερα μέτρα. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δυο πεζούλια, το πολύ ένα μέτρο φαρδιά, ενώ ανάμεσα κυλούσε ο οχετός που μετέφερε τα λύματα. Στους πλαϊνούς τοίχους, σε αραιά αλλά τακτά διαστήματα, κατέληγαν διάφοροι άλλοι σωλήνες. Πυκνή δυσωδία μπούκωνε τη μύτη της. Μπιχλιάρικη υγρασία έρεε και έσταζε από παντού. «Πφφ, βρομάει», έκανε ο Τόμας αηδιασμένος, μόλις κατέβηκε. «Έκλασα», δήλωσε η Τζέμα απερίφραστα και προχώρησε, στην τύχη, ευθεία μπροστά τους. Ο Τόμας την ακολούθησε κατά πόδας, με το φόβο μη μείνει έστω και για μια στιγμή μόνος του εκεί μέσα. «Γιατί έπρεπε να έρθουμε εμείς, Τζεμ; Γιατί να μην πούμε και σε κάποιον άλλον να μας βοηθήσει;». Η δέσμη φωτός από το φακό του Τόμας κινούταν ανήσυχα στα τοιχώματα, ψάχνοντας για όσα δεν υπήρχαν. «Επειδή, αν κι όλοι το σκέφτηκαν, κανένας δεν θα είχε τ' αρχίδια να παραδεχτεί ότι έχουμε δίκιο» Ο Τόμας δεν μίλησε αμέσως. «Τζεμ, ξέρεις ότι δεν μου αρέσει όταν βρίζεις», είπε τελικά. «Ναι, το ξέρω, Τόμας. Μου το έχεις στείλει μήνυμα στο κινητό, μου το έχεις κολλήσει με ποστ-ιτ στο γραφείο και μου το έχεις κάνει ποστ στο φέισμπουκ. Κι αν δεν ήσουν τόσο φλώρος, μπορεί και να με είχες πηδήξει κιόλας» Δεν της είπε τίποτα. Μάλλον επειδή σκεφτόταν πόσο μαλάκας ήταν. Έτσι συνέχισαν να περπατάνε και οι δυο αμίλητοι, προσπαθώντας να βρουν με το φως από τους φακούς τους, κάτι που από μια πρώτη άποψη θα ήταν εντελώς παράλογο. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά διαφορετικά εκεί κάτω. Μπορεί να είχαν περάσει πέντε λεπτά απ' την ώρα που είχαν κατεβεί, μπορεί και τρεις ώρες. Κι ήταν κάπου ανάμεσα σ' εκείνο το αβέβαιο χρονικό διάστημα που η Τζέμα είπε: «Κοίτα εκεί». Με το φακό της έφεγγε ένα σημείο του οχετού. Μια σκουροκόκκινη γραμμή κυλούσε μέσα στα υπόλοιπα απόβλητα. «Αίμα;», στη φωνή του Τόμας υπήρχε ανησυχία. «Κρασί ημίγλυκο», είπε η Τζέμα και η πλησίασε. Ένας γδούπος ακούστηκε κι ύστερα ο Τόμας να την καλεί με απόγνωση. «Τζεμ!» Γύρισε και τον είδε να παλεύει μ' ένα μυστήριο πλοκάμι που είχε πεταχτεί μέσα από ένα σωλήνα στον τοίχο και είχε τυλιχτεί γύρω απ' το κεφάλι του. Τον τραβούσε προς το στόμιο του σωλήνα, κι εκείνος στηριζόταν στον τοίχο με τα χέρια. Η Τζέμα έτρεξε και τον άρπαξε από τη μέση. Πίεσε με το ένα πόδι τον τοίχο, αλλά δεν μπορούσε να τον απελευθερώσει. «Σπρώξε, Τόμας, σπρώξε», φώναζε και σκουντούσε τον τοίχο, χωρίς να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Άφησε τον Τόμας και έβγαλε το πιστόλι από τη θήκη του. Ακούμπησε την κάννη στο πλοκάμι και πυροβόλησε εξ επαφής. Το αηδιαστικό άκρο ξετυλίχτηκε γρήγορα και χώθηκε στο σωλήνα απ' τον οποίο είχε βγει. Η Τζέμα έφεξε μέσα με το φακό. Αυτό που είδε την ανατρίχιασε. Ένα κεφάλι βρισκόταν εκεί μέσα. Ένα κεφάλι που του έλλειπαν πολλές τρίχες, με πολλές βαθιές εκδορές, πολλά σπασμένα κόκαλα και σχεδόν ξεκολλημένη μύτη, σίγουρα νεκρό· αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της –Με κοιτάζει. Αποτραβήχτηκε κι εκείνο αργά και χάθηκε στο σκοτάδι. Έστρεψε την προσοχή της στον Τόμας, που είχε πέσει στο έδαφος και έτρεμε. «Σύνελθε, Τόμας», του φώναξε, «Έχουμε μια πολύ σοβαρή κατάσταση εδώ πέρα». Τον έπιασε από το γιακά και τον ταρακούνησε, αλλά όταν ούτε κι αυτό δούλεψε, τον χαστούκισε με δύναμη. Αυτό φάνηκε να τον συνεφέρει κάπως. «Σήκω», του είπε, «τα πράγματα αγρίεψαν» «Εγώ φεύγω», δήλωσε εκείνος χωρίς να το σκεφτεί πολύ και το 'κανε. Σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση απ' την οποία είχαν έρθει. «Αδερφούλα!», του πέταξε στην πλάτη. Αυτό που είχε δει την είχε ταράξει για τα καλά, αλλά δεν ήθελε να τα παρατήσει. Όχι τη στιγμή που πίστευε ότι έφτανε σε μια άκρη, όσο τρομακτική κι αλλόκοτη κι αν ήταν. Περπατούσε αργά τώρα, με το όπλο προτεταμένο και το φακό να φέγγει στο σημείο που σημάδευε το όπλο. Τα μάτια της έλεγχαν κάθε λεπτομέρεια του γύρω χώρου, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στις καταλήξεις των σωλήνων στους τοίχους. Οι ήχοι από σταλαματιές έμοιαζαν πιο επικίνδυνοι και δυσοίωνοι πλέον. Το σκοτάδι, απόκοσμο κι εφιαλτικό –Φοβάμαι. Το φως του φακού αποκάλυψε ένα μεγάλο όγκο που επέπλεε μέσα στα λύματα. Δεν βιάστηκε να πλησιάσει. Η προσοχή της δεν έπρεπε να ελαττωθεί. Η πιο κοντινή ματιά τής έδειξε αυτό που είχε υποπτευθεί. Επρόκειτο για το –ακέφαλο– πτώμα ενός άντρα. Τα παλιά και σκισμένα ρούχα του έδειχναν πως ήταν κάποιος άστεγος, που έπεσε στα πλοκάμια του ό,τι-ήταν-αυτό. Ένα σούρσιμο ακούστηκε από την απέναντι μεριά του οχετού. Η Τζέμα έστρεψε αμέσως φακό και όπλο προς τα εκεί. Με λίγο ψάξιμο, είδε ένα νεκρό, παραμορφωμένο απ' τις πληγές, κεφάλι να την κοιτάζει μέσα από ένα σωλήνα. Έμεινε για λίγο εκεί κι ύστερα κρύφτηκε στο εσωτερικό, χωρίς βιασύνη. Η καρδιά της Τζέμα βροντοχτυπούσε στο στήθος της. Κάτι την παρακολουθούσε. Συνέχισε να περπατά και μετά από λίγο έφτασε στη διασταύρωση δύο στοών ίδιου μεγέθους. Στο κέντρο των δύο οχετών που ενώνονταν υπήρχε μια μικρή στοίβα από ακέφαλα πτώματα, όλα ρακένδυτα. Πέντε ή έξι μπόρεσε να μετρήσει η Τζέμα. Έστριψε δεξιά, επειδή προς τα εκεί την κατεύθυνε το πεζούλι της. Προσπαθούσε ώστε τα βήματά της να είναι όσο το δυνατό πιο αθόρυβα, για να ακούει τον παραμικρό ήχο. Πού και πού γυρνούσε κι έριχνε μια ματιά προς τα πίσω. Ήταν μόνη, έπρεπε να φυλάει και τα νώτα της –Αδερφούλα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από τη διασταύρωση των στοών. Με το ζόρι την διέκρινε πλέον μέσα στο φως του φακού. Εκείνη ήταν κι η στιγμή που κατάλαβε ότι τα συρσίματα, που πριν από λίγο ήταν ανύπαρκτα, τώρα ακούγονταν από παντού. Μπροστά και πίσω και δίπλα της. Ξαφνικά είχε βρεθεί περικυκλωμένη. Ο φόβος είχε φουντώσει μέσα της, κάνοντάς την να μετανιώσει για τις αποφάσεις που είχε πάρει. Περιστράφηκε γύρω από τον εαυτό της ρίχνοντας φως σε καθετί που θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο. Μερικές μεγάλες σκιές κινούνταν στις γωνίες των πεζουλιών, κάποιες άλλες σέρνονταν στην υγρή οροφή· αλλά εκεί που σταμάτησε ο φακός ήταν σ’ εκείνα τα τρία παραμορφωμένα κεφάλια που είχαν στριμωχτεί δίπλα-δίπλα στο στόμιο ενός σωλήνα, ούτε μισό μέτρο πίσω της. Αν ανέπνεαν θα ένιωθε τις ανάσες τους στο πρόσωπό της. Δεν κρύφτηκαν, δεν έκαναν κάποια άλλη κίνηση, μόνο στέκονταν εκεί και την κοιτούσαν με τα νεκρά τους μάτια, στραμμένα προς το μέρος της. Το δάχτυλό της πίεσε την σκανδάλη, αλλά δεν πυροβόλησε. Ήθελε να κρατήσει τις σφαίρες για κάτι πιο επικίνδυνο. Περπάτησε με αργά βήματα προς τα πίσω, σημαδεύοντας τα κεφάλια. Μόλις πίστεψε πως ήταν σε απόσταση ασφαλείας, γύρισε από την άλλη μεριά κι άρχισε να προχωρά πιο γρήγορα. Ήθελε να φύγει από εκεί. Το φως από το φακό έπεσε πάνω σε άλλα δύο κεφάλια που προεξείχαν από ένα σωλήνα στον απέναντι τοίχο. Την ακολουθούσαν με τα μάτια καθώς προχωρούσε, σαν να την κορόιδευαν, σαν να ήξεραν προς τα πού πήγαινε. Και τότε την είδε. Μια τεράστια, σκοτεινή και άμορφη μάζα έφραζε το δρόμο της. Η Τζέμα έριξε φως παντού πάνω της, για να δει με τι είχε να κάνει. Είχε σκούρο καφετί χρώμα και μια παχύρευστη, λιπαρή σύνθεση. Αραιά και πού ξεφύτρωναν πράσινοι όγκοι, σαν κακάδια πληγών που κάλυπταν τη μάζα εδώ κι εκεί. Σκατά και λειχήνες, έτσι θα την χαρακτήριζε. Ακριβώς στο κέντρο της υπήρχαν σφηνωμένα καμιά δεκαριά κεφάλια, που την κοιτούσαν με στόματα που έχασκαν. Από τις άκρες της μάζας πετάγονταν χοντρά πλοκάμια, που άλλα κατέληγαν σε λεπτές αποφύσεις, ενώ άλλα είχαν κεφάλια στις άκρες τους, κι όλα λικνίζονταν αργά. Είδε και κάποια να χώνονται μέσα σε κοντινούς σωλήνες. «Μα τη μεταλλαγμένη κουράδα του Ξαβιέ», μονολόγησε. Πάνω σ’ ένα από τα πλοκάμια τής φάνηκε ότι είδε το κεφάλι του Τόμας να την κοιτά πεθαμένο. Αλλά ήταν μόνο σε κάποιο γρήγορο πέρασμα του φακού –Ας μην είναι αλήθεια. Δεν πέρασε πολύ από την αρχική έκπληξη για να καταλάβει ότι είχε πανικοβληθεί. Τα χέρια της έτρεμαν, μετά βίας έσφιγγε το όπλο και το φακό. Το πόδια της είχαν μπερδευτεί, ήθελε να τρέξει, αλλά εκείνα πείσμωσαν κι έμεναν ακίνητα. Η αναπνοή της είχε σταματήσει και μόνο όταν κόντεψε να σκάσει κατάλαβε ότι έπρεπε επιτέλους να κάνει κάτι. Στράφηκε προς τα πίσω, έτοιμη να το βάλει στα πόδια, αλλά αρκετά πλοκάμια, κάποια με κεφάλια πάνω τους, κάποια όχι, της έκλειναν τη διέξοδο. Ξαναγύρισε προς την άμορφη μάζα, έφεξε το κέντρο της κι άρχισε να πυροβολεί τα κεφάλια που βρίσκονταν εκεί. Ήταν η μόνη έξυπνη λύση που μπόρεσε να σκεφτεί, μέσα σ’ εκείνον τον κυκεώνα τρόμου, πανικού και φρίκης. Οι σφαίρες πετύχαιναν τα κεφάλια κι έσπαζαν κομμάτια από πάνω τους, αλλά δεν επέφεραν κάποιο φανερό πλήγμα στο αηδιαστικό πλάσμα. Συνέχισε να πατάει τη σκανδάλη ακόμα κι όταν ο γεμιστήρας είχε αδειάσει. Δεν το είχε καταλάβει, δεν την ένοιαζε, το μόνο που ήθελε ήταν εκείνο να τα τινάξει. Ένιωσε κάτι να τυλίγετε στα πόδια της κι όταν πήγε να πηδήξει μακριά του εκείνο σφίχτηκε γύρω τους και την τράβηξε απότομα, ρίχνοντάς την με δύναμη στο σκληρό δάπεδο. Ο φακός και το πιστόλι έφυγαν από τα χέρια της. Το μάγουλό της σκίστηκε και το κεφάλι της άρχισε να γυρνά από το χτύπημα. Έσυρε τα χέρια της στο τσιμέντο προσπαθώντας να τραβηχτεί, κλώτσησε με τα πόδια της για να ξεφύγει, αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να χαλαρώσει το σφίξιμο του πλοκαμιού, που είχε αρχίσει να συστρέφεται και να ανεβαίνει προς τα γόνατά της. Κι όταν ήταν βέβαιο πως δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει, κατέφυγε στο μόνο που της είχε απομείνει. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε, όπως ποτέ ξανά. Τις κραυγές της έπνιξε ένα πλοκάμι που τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της κι έκοψε την αναπνοή της. Η υγρή, αλλά σκληρή ουσία του πλάσματος γλιστρούσε πάνω στο δέρμα της και την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Προσπάθησε να βάλει τα δάχτυλα των χεριών της ανάμεσα σ’ αυτήν και το πλοκάμι για να χαλαρώσει το σφίξιμο, ήταν όμως αδύνατο. Τα πλοκάμια που έσφιγγαν τα πόδια και το λαιμό της άρχισαν να την τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν εμφανές, το ήξερε –Μη. Έσφιξε το κορμί της, τράβηξε το λαιμό κοντά στο σώμα της· κινήσεις άνευ σημασίας, αλλά δεν ήθελε να φύγει χωρίς μάχη. Μια λάμψη άστραψε μέσα στη σκοτεινή στοά, που έμεινε ζωντανή κι έριξε φως παντού. Κι ύστερα ακούστηκε ο λυτρωτικός ήχος των πυροβολισμών. Πολλών πυροβολισμών. Τα πλοκάμια που ήθελαν να χωρίσουν το κεφάλι απ’ το κορμί της ξετυλίχτηκαν απότομα και απομακρύνθηκαν από κοντά της. Έμεινε ξαπλωμένη στο πάτωμα, με τα χέρια δεμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, για να προστατευτεί από τους πυροβολισμούς. Σήκωσε τα μάτια της και είδε τα κεφάλια στο κέντρο του πλάσματος να θρυμματίζονται με τη σειρά. Ακολούθησαν τα νεκρά κεφάλια στα άκρα των πλοκαμιών, ώσπου δεν έμεινε κανένα ζωντανό. Μόνο όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και όλα τα πλοκάμια απλώνονταν ακίνητα, η Τζέμα έστρεψε το κορμί και ανακάθισε στο πεζούλι του υπονόμου. Πίσω της υπήρχε ένα ολόκληρο τσούρμο από αστυνομικούς που κρατούσαν αυτόματα πυροβόλα όπλα και ισχυρούς προβολείς. Στο κέντρο αυτών ο Τόμας, με το υπηρεσιακό πιστόλι στα χέρια, που μάλλον προκάλεσε την ελαχίστη των ζημιών στο πλάσμα. Χάρηκε που είδε το κεφάλι του κολλημένο στους ώμους του. Του χαμογέλασε, όσο κι αν αυτό της φαινόταν απίστευτο. «Έφερα ενισχύσεις», της εξήγησε, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Κάποιος από τους δυο μας έπρεπε να φανεί λογικός» «Άντε γαμήσου, Τόμας, και ευχαριστώ» «Ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει όταν βρίζεις, Τζεμ» Της γύρισε την πλάτη κι άρχισε να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση, ακολουθώντας τους υπόλοιπους αστυνομικούς που ήδη είχαν ξεμακρύνει. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να ξεκουμπιστεί από εκεί. Έβαλε δύναμη στα χέρια της για να σηκωθεί, αλλά μια περίεργη ζαλάδα πλημμύρισε το μυαλό της. Τα μάτια της θόλωσαν. Τα χέρια της γλίστρησαν. «Τόμας, βοήθησέ με», φώναξε, αλλά εκείνος συνέχισε να περπατά μαζί με τους άλλους αστυνομικούς. Γιατί κανείς δεν με βοηθά; Έκλεισε τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά μετά από λίγο, μήπως κι έτσι διώξει το θόλωμα. Ο Τόμας και οι αστυνομικοί είχαν εξαφανιστεί από μπροστά της. Υπήρχε μόνο ένα ακίνητο, ακέφαλο πτώμα, ξαπλωμένο στο δάπεδο. Τρόμος. Τρόμος παντού. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και τα άνοιξε ξανά. Οι αστυνομικοί, με τον Τόμας τελευταίο, είχαν απομακρυνθεί ακόμη πιο πολύ. Δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια της, αλλά εκείνα έκλεισαν από μόνα τους. Κι όταν άνοιξαν πάλι, είδε εκείνο το ακέφαλο πτώμα –Όχι. Η όρασή της άλλαξε οπτική γωνία, σαν κινούταν πέρα-δώθε μ’ έναν αδιευκρίνιστο τρόπο. Δεν υπήρχε αρκετό φως για να διακρίνει πολλά, μόνο αυτό που έβγαινε από έναν πεσμένο, ξεχασμένο φακό. Είδε, όμως, αρκετά πλοκάμια να λικνίζονται γύρω από μια άμορφη μάζα. Πάνω σ’ ένα από τα πλοκάμια τής φάνηκε ότι είδε το κεφάλι του Τόμας να την κοιτά πεθαμένο. ΤΕΛΟΣ Edited July 31, 2011 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted July 31, 2011 Share Posted July 31, 2011 για μένα η μεγαλύτερη έκπληξη του διαγωνισμού ήταν αυτή η ιστορία πάντως δεν περίμενα με την καμμία να κρύβεσαι Άγγελε εσύ πίσω από αυτήν είχα συνηθίσει να διαβάζω από σένα πιο χιουμοριστικές ιστορίες και έμεινα με το στόμα ανοιχτο. Συγχαρητήρια για την πολύ καλή θέση αλλά όπως είπα και στο σχόλειο μου στο θρεντ θα ήθελα κάτι πιο προσωπικό-κάτι πιο Mesmerικο "από τα πιο σκοτεινά κείμενα του διαγωνισμού παρόλο που δεν τρόμαξα,το τερατάκι που έφτιαξες μου άρεσε . Όμως το κείμενο έχει ένα τεράστιο αρνητικό που εν τέλει δεν το κάνει να ξεχωρίζει:ακολουθεί μία στάνταρ πλοκή και δεν δοκιμάζει κάτι που θα το κάνει να ξεχωρίζει από τα διάφορα όμοια κείμενα που υπάρχουν κρίμα γιατί έχεις ωραίο τρόπο γραφής και νομίζω πως εάν έκανες κάτι πιο προσωπικό το αποτέλεσμα θα ήταν άριστο.¨ περίμενω να διαβάσω την επόμενη ιστορία τρόμου που θα ανεβάσεις και είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ πιο δουλεμένη Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted July 31, 2011 Share Posted July 31, 2011 (edited) Πάρα πολύ καλογραμμένο και μπράβο! Πειστική ατμόσφαιρα, σαν ταινία ή σαν βιβλίο του Stephen King. Αλλά... τι έγινε τελικά; Τι ήταν το τέρας; Σαν να το κόβεις πριν τελειώσει. Ξαναρίξ' του μια ματιά χωρίς όριο λέξεων και βρες κάτι εντυπωσιακό να βάλεις σαν εξήγηση. Θα μου πείτε, βέβαια, και πάλι οι τερατογράφοι ότι δε χρειάζεται στον τρόμο εξήγηση, αλλά εγώ λέω πως, έστω και αν δε χρειάζεται, θα το έκανε καλύτερο. Τέλος πάντων, ακόμα και αν δε βάλεις εξήγηση, θα μπορούσε να γίνει πιο εντυπωσιακό - να τραβάει την προσοχή όχι μόνο από το καλό του γράψιμο. Συγχαρητήρια! Και ο τίτλος! Τι είναι ο τίτλος; Τι σημαίνει; Το αναφέρεις κάπου και δεν το πρόσεξα; Edited July 31, 2011 by wordsmith Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted July 31, 2011 Author Share Posted July 31, 2011 Και ο τίτλος! Τι είναι ο τίτλος; Τι σημαίνει; Το αναφέρεις κάπου και δεν το πρόσεξα; «Πόσες πανομοιότυπες περιπτώσεις έχουμε, Τόμας;», ρώτησε με καθαρά υπηρεσιακό ενδιαφέρον. «Σαράντα-έξι μαζί μ' αυτήν» Σ' ευχαριστώ για τα καλά λόγια και το σχόλιο, Κέλλυ. Ο τίτλος σημαίνει αυτά που έγιναν μετά την υπόθεση σαράντα-έξι. Κάποια στιγμή θα κάτσω να γράψω και μερικές περισσότερες επεξηγήσεις για την ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Εγώ πάλι θεωρώ ότι έχεις πολύ καλύτερες ιστορίες μέσα σου. Ετούτη δεν είναι ανάμεσα στις ιστορίες σου που μου έχουν μείνει, όπως η Άρετ. Έχεις πολλή δουλειά μπροστά σου για να τη φέρεις στα επίπεδα των άλλων σου κειμένων. Το σχόλιό μου: Γιατί η κατάβαση στους υπονόμους πρέπει να γίνει «απόψε»; Γιατί να μη γίνει τώρα; Χρησιμοποιείς την αθυροστομία της Τζέμα σαν characterization αλλά δεν πετυχαίνει εντελώς. Έχω μια αντίρρηση σχετικά με το αν χωράει μέσα από το σιφώνι (όχι την τρύπα της λεκάνης, αλλά το ίδιο το σιφώνι που έχει διάμετρο 5-6 εκατοστά, ένα κεφάλι να περάσει χωρίς να γίνει τουλάχιστον πίτα. Και το τέλος είναι τουλάχιστον ξεκάρφωτο, δηλαδή εκείνη λιποθύμησε και η μάζα έφαγε όλους τους άλλους; Ε, και; Τι έγινε δηλαδή; Ξεκινάει καλούτσικα, η πλοκή εξελίσσεται γοργά, αλλά το τέλος; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Άγγελε, δεν θα μπορούσα ποτέ να μαντέψω ότι αυτό το διήγημα είναι δικό σου, γιατί έχει ελλείψεις που δεν μας έχεις συνηθίσει. Σου είχα γράψει: "Θα ξεκινήσω ανάποδα, θα πω για το τέλος. Δεν το κατάλαβα. Διάβασα την ιστορία με την πρέπουσα προσοχή, και όμως αυτό το twist στο τέλος μου φάνηκε αδικαιολόγητο όσο και ασαφές. Σαν να μην είχε ξεκαθαρίσει και ο ίδιος ο συγγραφέας του περί τίνος πρόκειται. Γενικά το διήγημα είναι κάπως απρόσεχτα γραμμένο. Όλο αλλάζουμε οπτική γωνία, τόσο ενοχλητικά, που όταν η Τζεμα έμεινε μόνη της αναρωτήθηκα για ποιον από τους δύο διαβάζουμε, αυτήν ή τον Τόμας. Και στην επόμενη παράγραφο αναρωτήθηκα ξανά! Επίσης, η σκηνή της μάχης είναι μεγαλύτερη από όσο θα ήταν καλό για το κείμενο. Καταλαβαίνω ότι η ατμόσφαιρα είναι πάνω από το μισό σε μια τέτοια ιστορία, όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα δράση. Άλλο ένα σχόλιο που έχω να κάνω είναι για την προσωπικότητα της Τζεμ. Είναι αδικαιολόγητα χοντροκομμένη, σε σημείο που μοιάζει ψεύτικη, σαν προσπάθεια εντυπωσιασμού του αναγνώστη. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα την ιστορία, τα πράγματα θα γίνονταν με τον ίδιο τρόπο αν είχαμε μία τυπική και συγκρατημένη υπαστυνόμο. Αν έσπαγε κάποια στιγμή, θα έλεγε κάτι, αλλά η τύπισσα ακόμα και όταν λέει “ευχαριστώ” μετά από την πιο έντονη σκηνή, το διανθίζει πρώτα με ένα “άντε γαμήσου”. Αυτό μου χτύπησε πολύ άσχημα, κάνοντάς την καρικατούρα." Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Το ανώνυμο σχόλιό μου για την ιστορία σου: "H ιστορία αυτή θυμίζει πάρα πολύ μεταφορά τηλεοπτικού επεισοδίου αστυνομικής σειράς μυστηρίου και τρόμου. Αυτό καθαυτό δεν είναι κακό. Αυτό που είναι κακό είναι η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε πρωτοτυπίας και ενδιαφέροντος που να κρατήσει τον αναγνώστη. Πλοκάμια που βγαίνουν από ένα τέρας των υπονόμων που τρώει ανθρώπους; Ο ορισμός του χιλιοτετριμμένου στερεότυπου. Η γραφή δεν ήταν κακή όμως και ο ρυθμός, τα δευτερεύοντα σημεία της πλοκής και οι χαρακτήρες είναι αξιοπρεπείς. Μία συμβουλή: Όταν γράφετε διαλόγους, με επεξηματικές προτάσεις, γράφτε τες σε διπλά διαστήματα, και όχι σε παραγράφους των 30 σειρών η κάθε μία. Κουράζει, και το μάτι προσπαθεί να προσπεράσει γρήγορα τις φράσεις για να τελειώνει την παράγραφο. Η επίγευση που μου άφησε δεν ήταν αρνητική μεν, αλλά μια αίσθηση πως είχα ξαναδιαβάσει/δει αυτή την "υπόθεση" χίλιες φορές στο παρελθόν." Προσωπικά δεν μπερδεύτηκα ούτε από τον τίλο, ούτε με ενόχλησε η . . . "μαγκιά" της υπαστυνόμου. Είδα το χαρακτήρα της απλά σαν . . . το χαρακτήρα της και που μάλιστα μου φάνηκε πιστευτός. Ένα ακόμα καλό στοιχείο είναι πως μέσα σε μια σύντομη ιστορία έγραψες περιεκτικά ένα ολόκληρο σενάριο, με πλοκή, characterization, κλπ χωρίς ούτε να χωλαίνει κάπου, ούτε να κάνει κοιλιά. Τα υπόλοιπα τα έγραψα στο σχόλιό μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 1, 2011 Author Share Posted August 1, 2011 Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις. Είναι πάντα πολύτιμα. Να πω κι εγώ δυο λόγια για την ιστορία μου. Όταν ξεκίνησα να την γράφω ήθελα να είναι μια ιστορία με μπόλικο μαύρο χιούμορ, σχετικά ευχάριστη, παρά τα όσα συμβαίνουν. Αυτό ίσως φαίνεται λιγάκι στην αρχή. Γι' αυτό υπάρχουν και αρκετά χτυπητά κλισέ, όπως η σκληροτράχυλη, αθυρόστομη μπατσίνα, ο δειλός μπατσούλης, το πλάσμα με τα πλοκάμια (!). Στην πορεία, όμως, η ιστορία έγινε πιο σκοτεινή και «τρομακτική» απ' όσο ήθελα αρχικά. Κι επειδή είχα καταλάβει ότι δεν στέκεται πολύ καλά έτσι, σκέφτηκα αρκετές φορές να την μετατρέψω σε πρώτο πρόσωπο για να κερδίσει λίγο παραπάνω σε ατμόσφαιρα και συναίσθημα, αλλά την περίοδο που έγραφα την ιστορία είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου και βαρέθηκα να το κάνω. Να απαντήσω και σε κάποια σχόλια. Για το τέλος, που κάποιοι δεν το κατάλαβαν ή δεν το κατάλαβαν σωστά. Η Τζέμα είχε μια παραίσθηση πως ήρθαν οι μπάτσοι να την σώσουν, όσο το πλάσμα της αφαιρούσε το κεφάλι. Αυτό (ίσως να) ήταν μια ικανότητα του πλάσματος για να καθυσηχάζει τα θύματά του. Μετά την αφαίρεση το κεφάλι παρέμενε εν μέρει ζωντανό. Το πλάσμα έπαιρνε μόνο τα κεφάλια, επειδή τα χρησιμοποιούσε για να βλέπει. Το πλάσμα ήταν μια παράξενη μετάλλαξη που δημιουργήθηκε από τις ακαθαρσίες και τα απόβλητα που μαζεύονται στους υπονόμους. Κάτι που φαίνεται έμμεσα από το σχόλιο της Τζέμα όταν το είδε. Δεν ήθελα να αναφερθώ περισσότερο σ' αυτό. Ένα σχόλιο, που δεν ξέρω ποιανού ήταν και έλεγε πως ο υπόνομος δεν συμμετέχει αρκετά στην ιστορία, δεν το κατάλαβα. Ήταν ένα μέρος που δημιούργησε ένα τέρας και εκεί μέσα εκτυλίσσεται σχεδόν όλη η πλοκή της ιστορίας. Πόσο παραπάνω να συμμετέχει; Πόσο παραπάνω συμμετείχαν οι υπόνομοι στις υπόλοιπες ιστορίες; Αυτό για το μέγεθος του σιφωνιού και των κεφαλιών, έχετε δίκιο. Το είχα στο νου μου και προσπάθησα να το καλύψω παρουσιάζοντας τα κεφάλια παραμορφωμένα. Ναι, εντάξει δεν σώζεται και πολύ, το ξέρω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Άγγελε, συγγνώμη για το πολύ συνοπτικό σχόλιο, αλλά δεν μπορούσα να σε βοηθήσω παραπάνω. Όπως είπα στο σχόλιό μου: "Καλογραμμένη, κι αυτό είναι σημαντικό σε αυτόν τον διαγωνισμό.Στην αρχή ήταν καλύτερο, μετά έγινε κλισέ και αναλώθηκε σε κοινοτοπίες. Επίσης, παρά την καλή σχετικά γραφή, ο τρόμος και η ατμόσφαιρα που ήθελε να περάσει δεν έφτασαν σε μένα, αφού αποδιδόταν με λέξεις του τύπου "φρίκη" "τρόμος" κλπ. " Σε έβαλα αρκετά ψηλά, από όσο θυμάμαι, γιατί ήταν καλογραμμένη η ιστορία, αλλά από εκεί και πέρα δεν μπορώ να πω πολλά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Ήταν όντως σαν κάποιο επισόδειο αστυνομικής σειράς/σειράς μυστηρίου. Η Τζέμα ήταν μια πρέζα παραπάνω "μάγκας" απ ότι θα φαινόταν απλά ρεαλιστικό ως κομμάτι του χαρακτήρα της. Ανατρίχιασα με το πλάσμα, μα φτάνοντας στο τέλος και διαβάζοντάς το αρκετές φορές, ομολογώ πως δε κατάλαβα τι συνέβει. Το πιό πιθανό μου φαίνεται ότι την είχε σκοτώσει ήδη και την είχε κάνει κομμάτι του, και για λίγο αυτή νόμισε πως σώθηκε; Σώθηκε όντως και το πλάσμα τους σκότωσε όλους; Νομίζω πως έχεις βάλει κάποιες επεξηγήσεις παραπάνω οπότε σπεύδω να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
anysias Posted August 1, 2011 Share Posted August 1, 2011 Μεσμερ το σχόλιο που σου έδωσα ήταν: ‘’Υπήρχαν κάποια τρανταχτά ερωτήματα που τα έσερνα μαζί μου μέχρι το τέλος της ιστορίας. Πώς χωρούσαν τα κεφάλια μέσα από τις λεκάνες; Γιατί το τέρας έπαιρνε μόνο τα κεφάλια; Υπήρχαν κάποια στοιχεία που μου άρεσαν, το ότι διαβάζονταν εύκολα και το ότι οι διάλογοι δεν με κούρασαν αλλά το τέλος με μπέρδεψε γιατί δεν το κατάλαβα. Πέθανε η πρωταγωνίστρια και στο τέλος το κεφάλι της παρακολουθεί το σώμα της στο πάτωμα ή απλά πέθαναν όλοι οι υπόλοιποι και τους βλέπει να χάνονται όταν έχουν γίνει ένα με το τέρας; ‘’ ‘’ Να απαντήσω και σε κάποια σχόλια. Για το τέλος, που κάποιοι δεν το κατάλαβαν ή δεν το κατάλαβαν σωστά. Η Τζέμα είχε μια παραίσθηση πως ήρθαν οι μπάτσοι να την σώσουν, όσο το πλάσμα της αφαιρούσε το κεφάλι. Αυτό (ίσως να) ήταν μια ικανότητα του πλάσματος για να καθυσηχάζει τα θύματά του. Μετά την αφαίρεση το κεφάλι παρέμενε εν μέρει ζωντανό.’’ Χαίρομαι που έδωσες την εξήγηση αυτή γιατί αυτό κατάλαβα αλλά αν ήθελες να είναι λίγο πιο κατανοητό, αφού σε εκείνο το σημείο η διήγηση περνάει στο τέρας θα μπορούσες να μας περιγράψεις κάτι που ίσως να νιώθει το τέρας ή να σκέφτεται, μια ψευδαίσθηση της μπατσίνας που πλέον έχει ενσωματωθεί στον οργανισμό του τέρατος( πχ. Ένιωσα τον εαυτό μου να γλιστρά ικανοποιημένη, χορτασμένη στους σκοτεινούς υπονόμους, βλέποντας τα πράγματα από άλλη οπτική ή καλύτερα άλλες οπτικές Παρακολουθούσα αυτάρεσκα μέσα από άλλα μάτια, δεκάδες ζεύγη ματιών … Αισθήματα παράταιρα με τον προηγούμενο τρόμο μου… Σαν ξένο ρούχο... ) Είχες κάμποσο περιθώριο λέξεων πιστεύω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cyrano Posted August 2, 2011 Share Posted August 2, 2011 (edited) Ένα σχόλιο, που δεν ξέρω ποιανού ήταν και έλεγε πως ο υπόνομος δεν συμμετέχει αρκετά στην ιστορία, δεν το κατάλαβα. Ήταν ένα μέρος που δημιούργησε ένα τέρας και εκεί μέσα εκτυλίσσεται σχεδόν όλη η πλοκή της ιστορίας. Πόσο παραπάνω να συμμετέχει; Πόσο παραπάνω συμμετείχαν οι υπόνομοι στις υπόλοιπες ιστορίες; Α, ναι, αυτό το σχόλιο ήταν το δικό μου. "Ο υπόνομος δεν παίζει κανένα καθοριστικό ρόλο, είναι απλό ντεκόρ, η ιστορία θα μπορούσε να εξελιχθεί οπουδήποτε (στο δάσος, σε μια σπηλιά, σε ένα υπόγειο). Κατά τα άλλα η ιστορία ακολουθεί με συνέπεια όλους τους (ίσως όχι και τόσο) σύγχρονους αμερικάνικους κανόνες των μπεστ σέλερ πάνω στα αστυνομικά και τον τρόμο, με όσα θετικά κι αρνητικά μπορεί να βρει κανείς σε αυτό. Δυστυχώς η ιδέα της είναι χιλιοειπωμένη, οπότε δε μου τράβηξε το ενδιαφέρον." Και δεν έχεις άδικο ότι οι περισσότερες ιστορίες (συμπεριλαμβανομένης της δικής μου) μόνο προσχηματικά χρησιμοποίησαν την αποχέτευση ως θέμα. Για να το διατυπώσω όμως καλύτερα, από την ιστορία σου μου έλειψε μια κάποια ταυτότητα του πλάσματος. Το ενδιαφέρον σε αυτού του είδους τις ιστορίες, δεν είναι τόσο η ίδια η απειλή, όσο η προέλευσή της κι ο τρόπος με τον οποίο ενσαρκώνει καινοφανείς (ή αντίθετα σε κλασικά υπαρξιακά μοτίβα, ή ακόμη και συμβολικούς, υποσυνείδητους τρόμους) προβληματισμούς των ηρώων. Η αδυναμία μου να εντοπίσω κάτι από τα παραπάνω ήταν που η ιστορία δε μου άφησε κάτι (αν και παραδόξως, τη θυμάμαι καθαρότερα από πολλές άλλες του διαγωνισμού. Τι να σημαίνει αυτό άραγε;...). Edited August 2, 2011 by Cyrano Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
hombre Posted August 4, 2011 Share Posted August 4, 2011 Το τερατώδες βδέλυγμα και το είδος του ανείπωτου τρόμου μου θύμισαν Dean Koontz και λιγάκι το Thing του Κάρπεντερ. Ζοφερότατη η ατμόσφαιρα όπως ήταν το επιδιωκόμενο, μου άρεσε και η βρωμόστομη μπάτσος (η οποία είχε κάποια απωθημένα...). Δίκαιη η υψηλή θέση στα αποτελέσματα του διαγωνισμού και ακόμη δικαιότερη λίγο υψηλότερη... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ροη Posted August 4, 2011 Share Posted August 4, 2011 Μα τη μεταλλαγμένη κουράδα του Ξαβιέ, άλλη μια ιστορία που μου άρεσε πολύ απο αυτόν τον διαγωνισμό! Κάποιος έγραψε πως μοιάζει με επεισόδιο αστυνομικής σειράς, στο οποίο συμφωνώ. Καλογραμμένη και όσο πρέπει αστεία για το στυλ που αντιπροσωπεύει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.