Jump to content

Παρίσι 1941


Asgaroth

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Σπύρος

Είδος: προς τρόμο πλησίαζε οπότε λέω να το αφήσω εκεί.

Βία; Πολύ λίγη

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; Ναι,αφήνοντας ένα κάρο ερωτήματα.

Σχόλια: Την τελείωσα στις διακοπές στην παραλία τη μέρα που τελείωνε η αρχική προθεσμία. Είχα σκοπό να κάνω κάτι καλύτερο και να τη σουλουπώσω αλλά αγχώθηκα κάπως για να την καταθέσω έγκαιρα. Ευχαριστώ πολύ όλους τους συφορουμίτες για τα σχόλιά τους τα οποία πραγματικά με βοήθησαν.

Παρίσι 1941 (1.694 λέξεις)

 

Το φαγητό ήταν εξαίσιο και είχαμε αποσυρθεί στο σαλόνι για τσιγάρο. Συζητούσαμε για διάφορα θέματα ώσπου η συζήτηση έφτασε με κάποιον τρόπο στον πόλεμο. Οπότε εκείνη τη στιγμή πετάγεται ο δραστήριος εξάδελφος Αντουάν διακόπτοντας κάποιες εικασίες μου για μια ενδεχόμενη νίκη της Γερμανίας και ζητά από τον παππού να μας πει κάποια προσωπική του ιστορία από τον πόλεμο.

 

Ο παππούς, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος στα περασμένα του ογδόντα με σκαμμένα μάγουλα, πάντα καλοντυμμένος, με γιλέκο, γραβάτα και καπέλο, ένας άνθρωπος ήρεμος που δε λέει περιττές κουβέντες. Ο παππούς λοιπόν αρνείται, μα η αδελφή μου η Μάργκαρετ και ο Αντουάν επιμένουν. Ο Αντουάν μάλιστα κάνει ένα χοντροειδές αστειάκι πως ο παππούς θα πάρει όλες αυτές τις ιστορίες μαζί του.

“Θα σας πω λοιπόν κάτι, το οποίο δεν έχω πει ποτέ σε κανέναν και η θύμισή του με έχει κρατήσει πολλά βράδια ξύπνιο.” είπε ο παππούς, βγάζοντας το ρολόι του από την τσέπη, ρίχνοντάς του μια ματιά.

“Ήταν λοιπόν τις μέρες της αντίστασης, το Μάρτιο του '41. Είχαμε αποτύχει με την ομάδα μου να ανατινάξουμε μια αποθήκη, μάλλον οι Γερμανοί είχαν κάποιο πληροφοριοδότη. Μας κυνηγάνε λοιπόν οι ναζιστές και εμείς σπάμε και τρέχουμε προς διαφορετικές μεριές. Εγώ τρέχω μαζί με το σύντροφό μου τον Φιλίπ. Μας έχουν στο κατόπι τέσσερις-πέντε και εμείς στρίβουμε πίσω από ένα καφέ. Καφέ Ντιζόν λεγόταν τότε. Έσκαγαν σφαίρες τριγύρω μας και εμείς βλέπουμε ότι ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. Ακούγαμε τις φωνές τους να πλησιάζουν ολοένα και η μόνη διέξοδος που εντόπισα ήταν το μεταλλικό καπάκι για τον υπόνομο.”

 

Η Μάρκαρετ απόρησε: “Και τότε; Μπήκατε μέσα..στους υπονόμους;” Ο παππούς έγνεψε καταφατικά και πρόσθεσε “ Σηκώσαμε με κόπο το καπάκι και πηδήσαμε μέσα χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τη σκάλα. Πρέπει να ήταν δύο με δύομιση μέτρα βάθος και με το που πέφτουμε τα βρωμόνερα μας φτάνουν μέχρι το γόνατο.

“Και η μυρωδιά;” ρώτησε ο εξάδελφος με μια έκφραση αποστροφής.

“Μας χτύπησε σα γροθιά στο πρόσωπο. Το αίμμα μας όμως έτρεχε τόσο γρήγορα και η επιθυμία μας να σωθούμε ήταν τόσο μεγάλη που δε μας ένοιαζε κάτι άλλο.” Ο παππούς πήρε το κονιάκ που είχε μπροστά του και κατέβασε μια γουλιά.

“Οι Γερμανοί έφτασαν στο άνοιγμα και εμείς τρέχαμε με όλη μας τη δύναμη προς τα σκοτάδια. Το νερό ήταν λες και κρατούσε τα πόδια μας, τραβώντας μας προς τα πίσω. Ακούσα πίσω μου τον ήχο των χειροβομβίδων που έπεσαν στο νερό και μέτρησα σιωπηλά μέσα μου καθώς έτρεχα στα τυφλά. 1..2..3..4..5..Μια δύναμη μας πέταξε τότε σαν άχυρα δύο μέτρα μπροστά μέσα στα βρωμόνερα. Συγχωρέστε με μα δε θα σας περιγράψω την αηδία που ένιωσα, χαλώντας τη διάθεσή σας.” Η Μάργκαρετ ξεροκατάπιε με μια γκριμάτσα αηδίας.

 

“Το φώς που έμπαινε από το άνοιγμα τότε χάθηκε, καθώς οι γερμανοί έκλεισαν την καταπακτή πίσω μας. Μας κατάπιε απόλυτο σκοτάδι. Ευτυχώς είχα λοιπόν μαζί μου έναν αναπτήρα που μου είχε χαρίσει ένας βρετανός στον πόλεμο. Είναι καμιά φορά που το κάπνισμα σώζει ζωές..” Είπε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο ο παππούς.

“Το σκοτάδι τριγύρω λοιπόν ήταν λες και αντιδρούσε, λες και ήθελε να μας αποβάλει, να πνίξει το φως του αναπτήρα που προσπαθούσε να το διαλύσει. Ένιωθα αηδία και αναγούλα και παρόλα αυτά ευγνωμωσύνη για τη σωτηρία μου. Με το λιγοστό φως του αναπτήρα, είδαμε πως υπήρχε στο πλάι μας μια πλατφόρμα η οποία ξεχώριζε από τις ακαθαρσίες του παρισιού, δίπλα στα καλυμένα από μούχλα τοιχώματα. Ανεβήκαμε σε αυτή δίχως να φοβόμαστε πια πως θα βυθιστούμε σε κάποιον δύσοσμο υγρό τάφο.”

 

Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο η Μαγδαληνή, με γλυκό, μα της έκανα νόημα να κάνει ησυχία και αυτή το άφησε στο τραπέζι και έφυγε. Μόνο ο Αντουάν έβαλε στο πιάτο του και γλύφοντας το σιρόπι από το κουτάλι προέτρεψε τον παππού να συνεχίσει.

“Προχωρούσαμε λοιπόν με τον Φιλίπ, αγγίζοντας με το ένα μας χέρι τις υγρές, λειαμένες από τα χρόνια υγρασίας πέτρες του τοίχου. Ανάμεσα στον ήχο του νερού που στάζει και του απόμακρου παφλασμού καθώς κατακρημνιζόταν σε άγνωστα βάθη, μου φάνηκε πως άκουσα γρήγορα βήματα και γρυλίσματα τριγύρω μας.”

“Αρουραίοι!” Αναφώνησε η Μάργκαρετ.

Ο παππούς δεν είπε τίποτα μα συνέχισε.

“Φτάσαμε τελικά μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα. Την έσπρωξα και βρεθήκαμε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Φαινόταν σα κάποιο παλίο δωμάτιο συντήρησης ή κάτι τέτοιο. Υπήρχε ένα παλιό γραφείο, μια λάμπα λαδιού και ένα στρώμα. Αποφασίσαμε λοιπόν με τον Φιλίπ να μείνουμε για λίγο εκεί.

 

Ο Φιλίπ είχε αποκοιμηθεί, εγώ δε μπορούσα λόγω της βρώμας μας, όταν τότε άκουσα έναν ήχο σα νύχια που σέρνονται από την πόρτα. Ξύπνησα το Φιλίπ και έβγαλα από τη ζώνη μου το περίστροφό μου-τρεις σφαίρες είχα μονάχα. Κρατώντας τη λάμπα, η οποία είχε αρκετό λάδι και την ανάψαμε, στο ένα χέρι και το περίστροφο στο άλλο, πλησιάσαμε την πόρτα. Ο ήχος ξυσίματος σταμάτησε. Έκανα νόημα στον Φιλίπ και την άνοιξε απότομα. Είδα τρεις σιλουέτες στο μέγεθος σκύλου να χάνονται στα σκοτάδια.. Μια από αυτές στα όρια που έφτανε το φως της λάμπας γύρισε προς το μέρος μας και γρύλισε. Τα χαρακτηριστικά της δε φαινόταν αλλά το γρύλισμά της έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν.”

“Τι ήταν λοιπόν;” ρώτησε ο Αντουάν.

 

“Υπομονή.” είπε ο παππούς και συνέχισε: “Προχωρήσαμε προς άγνωστη κατεύθυνση και γύρω μας ακούγαμε συνεχώς βήματα, σα κάτι να μας ακολουθούσε, από τις παρυφές του σκοταδιού. Σκιές κινούταν γύρω μας και ο Φιλίπ συνεχώς σταυροκοπιόταν και με ρωτούσε τι είναι αυτά. Φτάσαμε μπροστά σε μια σκάλα και ο Φιλίπ όρμησε μπροστά γλιστρώντας από την ταραχή του στα γλοιώδη σκαλοπάτια. Άνοιξε λίγο το καπάκι και γυρνώντας προς το μέρος μου μου είπε ότι είμαστε έξω από το δημαρχείο. Του φώναξα πως έχει φυλάκια και περίπολα εκεί αλλά αυτός είχε ήδη πετάξει το καπάκι και έβγαινε έξω. Στιγμές αργότερα άκουσα μια ριπή πυροβόλου. Σήκωσα τη λάμπα με τρεμάμενα χέρια και έτρεξα. Πριν προλάβω να κάνω μερικά βήματα ένα από τα πλάσματα που μας στοιχειώναν όρμησε από τα σκοτάδια και γραπώθηκε στο χέρι μου. Πρόλαβα να δω τα τεράστια, απολύτως σκοτεινά μάτια του και το αρρωστημένο του, γδαρμένο λευκό δέρμα. Μου άρπαξε τη λάμπα με ένα στόμα γεμάτο δόντια και την έριξε κάτω κάνοντάς την κομμάτια. Ένιωσα κι άλλα να πέφτουν πάνω μου και τα νύχια τους να μπήγονται στο δέρμα και έντρομος έβγαλα το περίστροφο και έριξα δυό φορές στα τυφλά. Αυτά σαστίσαν και χωρίς να χάσω χρόνο έτρεξα με όλη μου τη δύναμη προσπαθώντας να ανάψω τον αναπτήρα μου. Άκουσα τότε μια απόκοσμη κραυγή και γύρισα πίσω, όπου στο φως του λαδιού που είχε πάρει φωτιά είδα ένα τεράστιο λευκό πλάσμα, ψηλότερο από εμένα να βρυχάται και να με κοιτά με τα κενά μαύρα του μάτια.”

 

Ο Αντουάν φαινόταν σαστισμένος, μη ξέροντας αν θα έπρεπε να τα πάρει σοβαρά αυτά ή όχι, και η Μάργκαρετ αποσβολωμένη. Δεν άντεξα και είπα στον παππού : “Λοιπόν; Πως ξέφυγες;”

 

“Έτρεξα σα τρελός βλέποντας που πηγαίνω στο μικρό διάστημα που άναβε ο αναπτήρας. Δε γύρισα στιγμή πίσω να δω αλλά άκουγα τα βήματα που με ακολουθούσαν. Ώσπου φτάνοντας σε ένα σημείο, γλύστρισα και έπεσα σε ένα άνοιγμα. Το χτύπημα μου έκοψε τη χολή και για λίγο νόμισα πως έμεινα ανάπηρος. Ο αναπτήρας μου έπεσε σε κάποιο άγνωστο σημείο και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ψαχουλεύω. Με τα χέρια μου να ψάχνουν στα τυφλά και με εμένα να σέρνομαι στα τέσσερα ένιωθα από κάτω μου στερεό πάτωμα. Κάποια στιγμή με πλημμύρισε μια δυσωδία και μου ήρθε αναγούλα, καθώς τα χέρια μου βυθίστηκαν σε κάτι κολλώδες και υγρό. Κάπου μέσα στο σκοτάδι είδα ένα μακρινό φως , και κατευθύνθηκα προς τα εκεί, φοβούμενος συνέχεια πως θα πέσω σε κάποιο απύθμενο άνοιγμα. Ήταν μια λάμπα που έφεγγε αδύναμα, με έντομα να βουτάν αυτοκτονικά πάνω της. Δίπλα βρισκόταν μια πόρτα, από καρφωμένες οριζόντιες σανίδες. Άκουσα τότε έναν κλαψούρισμα. Έφτασα μπροστά στην πόρτα και στη χαραμάδα πλησίασε μια μορφή σερνάμενη. Μου ζητούσε βοήθεια. Το πρόσωπό του τότε αποκαλύφθηκε στο φως...Ήταν παραμορφωμένο, οι σάρκες του κρεμόταν και το κρανίο του ήταν ανοιγμένο. Το δέρμα του είχε μια αρρωστημένη λευκή απόχρωση και αποφύσεις με κιτρινωπό υγρό. “Βοήθεια..” ψέλιζε. Άκουσα τον ήχο ανθρώπινης συνομιλίας που έφτανε προς το μέρος μου. Αποσύρθηκα στα σκοτάδια και είδα δύο φιγούρες ντυμμένες με μαύρους μανδύες, που μιλούσαν μια ακατάλυπτη γλώσσα, να πλησιάζουν το κελί και να βγάζουν με τη βία το άτυχο πλάσμα. Ένας απο αυτούς γύρισε προς το μέρος μου και έβγαλε έναν ήχο σα συριγμό. Δε ξέρω πως αλλά ένιωσα μέχρι τα μύχια της καρδιάς μου πως ήξερε πως ήμουν εκεί...Μέσα σε πλήρη παραφροσύνη λοιπόν άρχισα να τρέχω στα τυφλα. Με απλωμένα τα χέρια μου μπροστά και ξέροντας πως στο σκοτάδι γύρω μου, υπήρχε μια παρουσία, κάτι που με ακολουθούσε. Στο βάθος διέκρινα μια μικρή πηγή φωτός. Έτρεξα προς τα εκεί χωρίς να ξέρω αν θα έπεφτα σε περισσότερα από αυτά τα πλάσματα ή αν θα έφτανα στο πολύτιμο φως της ημέρας. Σκόνταψα αρκετές φορές και περίμενα κάθε φορά πως κάτι θα έπεφτε πάνω μου και πως όλα θα τελειώναν.. Το φως έγινε πιο δυνατό και κατάλαβα πως έφτασα σε μια μεγάλη σχάρα, από αυτές που χύνουν νερά στον Σηκουάνα. Γύρισα πίσω μου έντρομος και δίεκρινα μια σκιά να πλησιάζει. Τότε άρχισα να κλωτσάω απεγνωσμένα τα κάγκελα...Μια...Δύο...Άρχισε να υποχωρεί ένα από αυτά....Άρχισε να υποχωρεί ένα δεύτερο. Πιάστηκα από την άκρη και πέρασα το κορμί μου από έξω. Κρεμόμουν από την έξω μεριά πλέον και δευτερόλεπτα πρωτού αφεθώ και πέσω στον Σηκουάνα είδα το μαυροντυμένο άντρα να ξεπροβάλει από τις σκιές και να με κοιτά κατάματα...Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό του το βλέμμα...Σύριξε και μου είπε “Μη μιλήσεις.” αφέθηκα και έπεσα στα παγωμένα νερά.”

 

Ο παππούς τότε σηκώθηκε λέγοντάς μας: “Αυτή ήταν λοιπόν η ιστορία μου, είτε την πιστεύετε είτε όχι. Συγχωρέστε με τώρα μα θα αποσυρθώ...”

Ο Αντουάν τον ρώτησε τότε : “Και γιατί διάλεξες αυτή τη στιγμή για να την πεις;”

Ο παππούς περπάτησε προς την πόρτα και πριν βγει του είπε: “Και να την πάρω μαζί μου; Ποιό είναι το νόημα;”

Το ίδιο βράδυ ο παππούς πέθανε στον ύπνο του, αφήνοντας μας με την απορία, αν όλη αυτή η ιστορία ήταν μια ευφάνταστη μυθοπλασία του ή η πραγματικότητα. Ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών με ρώτησε κάποια στιγμή αν ήξερα από τι είχαν προκληθεί οι ουλές που είχε ο παππούς στην πλάτη. “Παράξενο” σχολίασε ο χλωμός κύριος του γραφείου “ Πρέπει να απολάμβανε το κυνήγι ο παππούς σας...”

Link to comment
Share on other sites

Εμ, εδώ νιώθω μάλλον λίγο ανήσυχη. Περίμενα κάτι λιγο καλύτερο από σένα, τώρα που ξέρω ότι είσαι ο συγγραφεάς. Τουλάχιστον μπορώ να βασιστώ στο ότι την έγραψες βιαστικά, οπότε ξέρω ότιθα μπορούσες να την κάνεις καλύτερη από μόνος σου. Πάντως έχει πάαααρα πολύ ψωμί, να τη γεμίσεις εκεί που χάσκει και να την κάνεις πραγματικά ενδιαφέρουσα. Το σχόλιό μου:

 

 

Η αντίσταση του παππού κάμπτεται πολύ εύκολα νομίζω. Η γλώσσα δεν είναι και τέλεια, αλλά ωστόσο είναι αρκετά ικανοποιητική κι η αφήγηση είναι επίσης ικανοποιητική. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν το νόημα του όλου θέματος. Η περιπέτεια δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Αντίθετα είναι σπασμένη σε δύο κομμάτια, ένα όσο ζει ο Φιλίπ κι ένα με τον παππού που ανακαλύπτει… τι; Τι ήταν τελικά αυτό με τον φυλακισμένο και τους ανθρώπους με τους μανδύες; Πολλά ερωτηματικά για τόσο μικρό κείμενο.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

"η ιστορία φίλε/φίλη διαδρατιζόμενη στο 1941

 

σημαίνει πως κατά πάσα πιθανότατα τα τέρατα αυτά που κατοικούσαν

 

είναι στην πραγματικότητα κάποια από τα πειράματα που εικάζεται πως έκαναν οι Ναζί,εάν όντως έχω δίκαιο θα μπορούσες να παίξεις με την ιδέα αυτή πολύ περισσότερο από το τυπικό ''τέρατα στους υπονόμους''

 

επίσης κάτι άλλο που δεν δεν μου άρεσε ήταν η τελευταία παράγραφος που λίγο πολύ ο νεκροθάφτης επιβεβαιώνει την ιστορία που ακούσαμε (ως βετεράνος άλλωστε ο παππούς θα μπορούσε να έχει σημάδια από βασανιστήρια),θα ήθελα το μυστήριο να παραμένει και η ιστορία να τελείωνε απλά με τον θάνατο του παππού."

 

στο σχόλειο μου να προσθέσω κάτι για την αφήγηση που όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο μου αρέσει.

Θα ήθελα τον παππού στο κρεββάτι του να αρχίζει να ιδρώνει,να ξεροβήχει και γενικά να καταλαβαίνει πως το τέλος του είναι κοντά.

Και να σκέφτεται αυτή την περιπέτεια.Νομιζω πως και ο Oberon είχε εκφράσει κάτι ανάλογο.

Edited by joidv
Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου Γιάννη ήταν και η αγαπημενη μου του διαγωνισμου. Αποψη μου είναι οτι δημιουργησες το πιο ατμοσφαιρικο διηγημα του διαγωνισμου. Ιδου και ο σχολιασμος μου:

"Ένα παρα πολυ ωραιο διήγημα. Φανταζεσαι τον βετεράνο να κάθεται στην πολυθρόνα του και να τα διηγείται όλα αυτά και δεν μπορείς παρά να τα πιστέψεις..Μου άρεσε πάρα πολύ το όλο στόρι τοποθετημένο στον Β παγκόσμιο Πόλεμο και το τυφλό κυνηγητό στους υπονόμους. Σκοτεινή ιστορία βαλμενη με ωραίο τρόπο.. "

 

Σορυ οχι Γιαννη αλλα Σπύρο=Asgaroth..Λόγω κεκτημένης ταχύτητας γίνονται και λαθακια

Link to comment
Share on other sites

Σε αυτό το διήγημα ένα είναι το πρόβλημα: η απόφαση του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει αφήγηση μέσα στην αφήγηση. Το πρώτο πρόσωπο είναι από μόνο του αποδυναμωτικό, αν προσθέσουμε και αυτό το εγχείρημα τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ. Για να δουλέψει υπέρ της ατμόσφαιρας η αφήγηση του παππού, θα έπρεπε να υπάρχει μια μυστήρια ατμόσφαιρα και στο παρόν, μια υποψία κινδύνου που όλο μεγαλώνει, μια σύνδεση με το παρελθόν. Όμως έτσι που γίνεται δεν έχει νόημα αυτό το τέχνασμα και το κείμενο έχει χάσει την όποια ζωηράδα θα είχε αλλιώς. Το σκέφτηκα σε τρίτο πρόσωπο και θα ήταν σίγουρα πολύ καλύτερο. Γι' αυτό το λόγο, (έλλειψη ατμόσφαιρας), δεν μπορώ να πω και ότι είναι τρόμου (το μόνο από τα τρία είδη του διαγωνισμού που πλησίασε).

 

 

Link to comment
Share on other sites

παιδιά σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας :book: και τις κριτικές σας. Θα κάτσω κάποια στιγμή να την φτιάξω πιο "σουλουπωμένη" να γεμίσω τα όποια κενά και διορθώσω τα λάθη.

Link to comment
Share on other sites

To ανώνυμο σχόλιό μου για την ιστορία σου:

 

"Καλό θα είναι ο/η συγγραφέας της ιστορίας αυτής να ξαναδιαβάζει τι γράφει ώστε να αποφεύγει κάποια βασικά λάθη. Κυρίως την αλλαγή στο χρόνο διήγησης από ενεστώτα σε αόριστο. Από το παρόν στο παρελθόν. Σαν ιστορία ήταν . . . γλυκούλα, σίγουρα όχι τρομακτική, αλλά με κάμποσα ελαττώματα όπως την έλλειψη εξήγησης για κάποια πράγματα όπως την παρουσία του μαυροντυμένου. Στημένο επίσης έδειχνε το γεγονός πως ο παπούς πέθανε στον ύπνο του την ίδια μέρα. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό και δραματικό αν η ιστορία είχε ξεκινήσει με τον παπού να προαισθάνεται το τέλος του και να είχε αποφασίσει να βγάλει από μέσα του αυτό το μυστικό που κρατούσε τόσα χρόνια. Έτσι όπως είναι δοσμένο, ακούγεται σαν μια τυχαία βραδιά μιας οικογένειας, χωρίς κανέναν σασπένς. Θα μπορούσε κιόλας η τελευταία φράση να αναφέρεται σε μερικά χρόνια στο μέλλον όταν πέθανε ο παπούς.

Η τοποθέτηση μέρους της ιστορίας στον πόλεμο στη Γαλλία ήταν ευρηματική και καλά δοσμένη, αν και η ιδέα των παραμορφωμένων πλασμάτων των υπονόμων δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη. Πάντως η επίγευση που μου άφησε ήταν καλή."

 

Ναι, είχε τα ελαττώματά της αλλά, όπως είπα, η επίγευση που μου άφησε ήταν καλή. Νομίζω πως με ένα γερό σουλούπωμα, όπως πρότειναν κι άλλοι, θα έχεις μια πολύ καλή ιστορία και, μάλιστα, σε σύγκριση με άλλες του διαγωνισμού, πρωτότυπη επίσης.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Συγγνώμη για το ασήμαντο συνοπτικό σχόλιο:

 

"Ενδιαφέρουσα, στρωτή ιστορία. Δεν μπορώ να πω ότι με χάλασε κάτι ιδιαίτερο, ήταν καλή, όχι εξαιρετική, και την διάβασα εύκολα και ικανοποιητικά. "

Καλή συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

Φίλε μου, από εμένα μόνο καλά θα ακούσεις. Μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία σου, για τον εξής λόγο: ήταν απλή. Απλή και όμορφη. Ωραία ατμόσφαιρα, ωραία γραφή, ωραίος χειρισμός της κοινότοπης, αλλά ενδιαφέρουσας βασικής ιδέας. Σε σχέση με τις υπόλοιπες του διαγωνισμού, η πλειοψηφία των οποίων με απογοήτευσε οικτρά, λάτρεψα την ιστορία του Παριζιάνου παππού!

Link to comment
Share on other sites

Asgaroth το σχόλιο που σου έδωσα ήταν:

 

‘’Η ιδέα και η χρονολογική τοποθέτηση είχε ενδιαφέρον, αν και δεν τη θεωρώ πρωτότυπη. Η αφήγηση σε κάποια σημεία με μπέρδεψε. Πάνω που έπαιρνε να δούμε τα καλύτερα σημεία της ιστορίας, σταμάτησε και δε λέω μου άρεσε που τελικά ο παππούς επειδή μίλησε πεθαίνει. Ήθελα λίγο περισσότερα για το τι έγινε στους υπονόμους και την μυστηριώδη σκιά, ώστε να δικαιολογήσω τον τρόμο του παππού που δεν μίλησε τόσα χρόνια και φυσικά το τέλος.’’

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά και με κάνει να νιώθω όμορφα το γεγονός πως σας άρεσε ή πως κατάφερα να δημιουργήσω μια κάποια ατμόσφαιρα. Τα σχόλιά σας είναι πολύ χρήσιμα για να εντοπίσω τα λάθη μου που έχουν να κάνουν κυρίως με τη βιασύνη και το "παρπάκωμα". Σας ευχαριστώ πραγματικά για το χρόνο που της δώσατε για να τη διαβάσετε μα κυρίως για να τη σχολιάσετε.

Link to comment
Share on other sites

Το σχόλιό μου πάνω στην ιστορία:

"Ατμοσφαιρικό, παλιομοδίτικο διήγημα τρόμου, που θυμίζει στυλ 19ου αιώνα. Η ατμόσφαιρα του συμβάντος που διηγείται ο παππούς είναι πειστική κι υποβλητική, σε αντίθεση με εκείνη του περίγυρου των ακροατών του, οι οποίοι έχουν μπει κάπως σχηματικά κι άτεχνα. Περίμενα κάτι παραπάνω σχετικά με τον μαυροντυμένο άντρα. Αξιοπρεπής ιστορία."

 

Πιστεύω κι εγώ ότι με λίγη περισσότερη δουλειά, θα προκύψει μια πολύ καλή ιστορία.

Edited by Cyrano
Link to comment
Share on other sites

Το σχόλιο μου για την ιστορία σου

 

 

 

 

Πολύ παραστατικές οι περιγραφές σου αλλά έχω κάποιες παρατηρήσεις.

 

Καταρχάς είναι αφήγηση οπότε ξέρεις ότι ο παππούς δεν θα πεθάνει και δεν πολύ χολοσκάς για το τι θα πάθει στον υπόνομο. Επίσης που διηγείται μια ιστορία για την οποία δεν έχει μιλήσει ποτέ σε κανέναν και μετά το άλλο πρωί πεθάνει, είναι πολύ προβλεπόμενο, όχι όταν διαβάζεις το διήγημα, αλλά όταν το αποκαλύπτεις στο αναγνωστικό σου κοινό

 

 

 

 

 

Ίσως άμα δεν έγραφες την ιστορία του παππού σε μορφή αφήγησης, να είχες ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..