Jump to content

Ραβδί


Naroualis

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis)

Είδος: Cloak and Dagger, χωρίς το dagger.

Βία; Ναι, λίγη

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 2995

Αυτοτελής; Ναι, αλλά μόνο προς το παρόν. Πιθανόν να έχουμε εντός του έτους το σχεδιάγραμμα κάτι μεγαλύτερου για να την πλαισιώσει.

Σχόλια: Τα δικά σας.

 

 

Η δράκαινα ανασήκωσε το κεφάλι της από τ’ αυγά της κι αυτό έκανε τον Ιτάργκα το Ραβδί ν’ αναριγήσει. Ήταν ψηλή όσο ο Πύργος που στέκονταν με τον Ασίκη της πόλης του Σερ-Σεφέρ, χρυσαφιά κι αμείλικτη. Είχε φτερούγες τόσο μεγάλες που μπορούσες από κάτω τους να στεγάσεις ολόκληρο το πανηγύρι του Ντοκρό. Το κεφάλι της ήταν ίσα μ’ ένα άλογο και τα πιο μικρά από τα δόντια της μπορούσαν να διαπεράσουν ένα ανθρώπινο κεφάλι πέρα ως πέρα. Αυτό μάλιστα το τελευταίο, ο Ιτάργκα το είχε δει με τα ίδια του τα μάτια και το έβλεπε ακόμα. Το ξεριζωμένο κεφάλι του τελευταίου καβαλάρη της ήταν ακόμη σφηνωμένο στη μασέλα της πάνω δεξιά όπως την κοιτούσες, με το λοφίο της περικεφαλαίας να κρέμεται έξω απ’ τα χείλη.

 

Ήταν στ’ αλήθεια γιγάντια. Στο βορρά, οι δράκαινες που ήξερε ο άντρας ήταν ογκώδεις, γιατί ήταν μαλλιαρές κι είχαν πολύ λίπος. Όμως ετούτη εδώ ήταν όλο μύες, με φολίδες να την καλύπτουν. Οι ντόπιοι έλεγαν πως η φωτιά της έλειωνε το σμάλτο των δοντιών των θυμάτων της κι εφυάλωνε τον πηλό στα κανάτια. Ο δρακοκαβαλάρης -πριν καταλήξει βρωμίτσα στη μασέλα της- ισχυριζόταν πως όταν θύμωνε, οι φολίδες της κροτάλιζαν σαν αλυσωτός θώρακας σε ώρα μάχης.

 

Κι όμως τώρα, παρατήρησε ο Ιτάργκα, οι φολίδες της δεν κροτάλιζαν. Είχε φάει το καβαλάρη της και το τελευταίο Ραβδί του Σερ-Σεφέρ. Είχε ξεκοιλιάσει δύο-τρεις φρουρούς του Ασίκη, όταν εκείνοι είχαν προσπαθήσει να μπουν στο παχνί και να πάρουν τα τρία από τα πέντε αυγά, να τα βάλουν σε δράκαινες που ‘χαν χάσει τα δικά τους. Έκανε σαν παλαβή, όμως δε φαινόταν θυμωμένη.

 

«Το ζώο φοβάται, Ασίκη μου», είπε στον επιβλητικό άντρα με το τουρμπάνι και την κορώνα.

 

«Αυτό το ήξερα κι εγώ, Ραβδί», έκανε ο άλλος σκυθρωπός. «Γι’ αυτό σ’ έφερα από την άλλη άκρη του κόσμου, για να μου πεις το προφανές;»

 

Ο Ιτάργκα άρπαξε τον Ασίκη απ’ το γιακά της κελεμπίας και τον πέταξε κάτω, πίσω από το παράπετο του εξώστη. Η φλόγα από το στόμα της δράκαινας φτερούγισε σαν πορτοκαλί μετάξι πάνω από τα κεφάλια τους, μέσα σ’ ένα βροντερό βρυχηθμό. Ο ακόλουθος του Ασίκη, άτυχος, απανθρακώθηκε από το στήθος και πάνω και το καρβουνιασμένο κεφάλι του καβαλάρη της έπεσε δίπλα του. Το θηρίο έβγαλε ένα κάπως ευχαριστημένο ήχο. Την ενοχλούσε φαίνεται το λοφίο της περικεφαλαίας.

 

Με μια κίνηση ρευστή σαν του πέπλου που ξεδιπλώνεται στον άνεμο, ο Ιτάργκα τράβηξε το ραβδί από τη ζώνη του και το ακούμπησε στο μουσούδι του κτήνους μουρμουρίζοντας. Ένα αστροπελέκι μινιατούρα αναπήδησε πάνω στις χρυσαφιές φολίδες κι η δράκαινα μούγκρισε από τον πόνο. Ο άντρας ένιωσε τα δόντια του να κροταλίζουν από τη βροντή της διαμαρτυρίας της, όμως δεν αποθαρρύνθηκε, ξαναχτύπησε με το ραβδί τη μουσούδα προφέροντας χαμηλότονα το ξόρκι κατευνασμού. Το ζώο υποχώρησε.

 

Ο Ασίκης δεν είχε κάνει τον κόπο να σηκωθεί. Ανακάθησε μόνο, με την πλάτη στο παράπετο και κοιτούσε το άθικτο κάτω μέρος του ακολούθου του που είχε σωριαστεί άψυχο. Τα φρύδια του είχαν σμίξει και τα μάτια του ούτε που γύρισαν να κοιτάξουν τον Ιτάργκα. «Λοιπόν; Εκτός από το προφανές έχεις κάτι άλλο να πεις; Ή να σε πετάξω στην ταΐστρα της;»

 

Το Ραβδί δεν απάντησε στην απειλή. Έγειρε ελαφρά στο παράπετο να ξανακοιτάξει γι’ άλλη μια φορά το παχνί. Ήταν αρκετά βαθύ για άλλους δράκους, αλλά όχι για τούτη ‘δω. Περιβαλλόταν από τείχος, με έξι πύργους για τη φρουρά της, τους καβαλάρηδες και τα Ραβδιά. Ο πυθμένας του παχνιού ήταν γεμάτος ακαθαρσίες και βρώμια άχυρα. Πολύ χαμηλά στο τείχος, προς τη μεριά της πόλης, υπήρχε ένα άνοιγμα, κλεισμένο με πέτρινη σχάρα για να εκτρέπουν τα νερά του κοντινού ποταμού μια φορά στις δεκαπέντε και ν’ ανανεώνεται ο χώρος. Υπήρχε, επίσης κλεισμένο με πέτρινη σχάρα, κι ένα ακόμη άνοιγμα στο απέναντι τείχος, για τη διαφυγή των υδάτων.

 

«Πόσα είναι τα αυγά της;» ρώτησε τελικά.

 

«Πέντε. Ούτε και ξέρω με πόσους ζευγάρωσε πριν την πιάσουμε ξανά.»

 

Πέντε αυγά. Οι δράκαινες του βορρά σπάνια γεννούσαν περισσότερα από δύο. Συχνά μάλιστα κλωσούσαν με το χνώτο τους μόνο το ένα. Το δεύτερο ήταν η πρώτη τροφή του εκλεκτού τους.

 

«Και τα φυλάει και τα πέντε κι αντί να περηφανεύεται ή να θυμώνει, φοβάται» μουρμούρισε, διώχνοντας από το άτριχο κεφάλι του ένα κομμάτι στάχτης. «Ασίκη μου, νομίζω ότι το ζώο ξέρει καλύτερα από μας.»

«Τελείωνε με τις εισαγωγές, Ραβδί.»

 

«Η δράκαινά σου ξέρει ότι η ανάσα της και μόνο θα κλωσήσει σωστά ένα αυγό. Ένα αυγό. Φαίνεται όμως πως έχεις ένα απίστευτο ζώο εκεί κάτω, ένα ζώο που θέλει να κλωσήσει όλα του τα αυγά.»

 

«Αν η ζέστη της φλόγας της είναι που της λείπει, τότε…»

 

«Τότε θα μπορούσαμε να βάλουμε φωτιά στο παχνί της και τα αυγά θα έσκαγαν εύκολα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, Ασίκη μου. Η ανάσα της δράκαινας δεν έχει μόνο ζέστη. Έχει διάφορα άλλα συστατικά, που την κάνουν θρεπτική. Συστατικά που δεν τα έχουμε ακόμη αναλύσει όλα. Υπάρχει στη βιβλιοθήκη σου ένα ολόκληρο ράφι με πραγματείες σχετικές με την ανατροφή και την εκκόλαψη των δράκων. Με την άδειά σου…»

 

«Τα δικά μου Ραβδιά χρήστηκαν Ραβδιά με την προϋπόθεση ότι έμαθαν αυτές τις πραγματείες απ’ έξω» έγρουξε ο άλλος. «Ό,τι μπορούσαν να προσφέρουν αυτές οι πραγματείες το πρόσφεραν.»

 

«Στα δικά σου Ραβδιά, Ασίκη μου» έκανε ο Ιτάργκα χολωμένος. «Σε μένα θα πουν πολύ περισσότερα, γιατί εγώ δεν είμαι σαν τα Ραβδιά σου. Γι’ αυτό και με κάλεσες από την άλλη άκρη της γης. Δε φέρνω μαζί μου τη γνώση, αλλά τον τρόπο και το ήξερες αυτό εξαρχής. Δώσε μου τη γνώση κι εγώ ίσως καταφέρω από τα πέντε αυγά να σου δώσω τρεις δράκους. Πέτα με στην ταΐστρα της δράκαινας και θα ‘χεις απλά ένα νεκρό Ραβδί. Και σε τελική ανάλυση, δεν έχεις και πολλές επιλογές έτσι δεν είναι, Ασίκη μου; Είμαι το μόνο Ραβδί στην επικράτειά σου πια. Όλα τα υπόλοιπα στα έφαγε η μανούλα εκεί κάτω.»

 

Σηκώθηκε όρθιος, τίναξε τα ρούχα του και ξανακοίταξε το ζώο. Είχε κουλουριαστεί στο παχνί της, με τις φτερούγες απλωμένες πάνω από τ’ αυγά της. Πού και πού φυσούσε μια απαλή φλόγα πάνω σε κάποιο και το πλάσμα μέσα στο πιτσιλωτό λευκοκάστανο κέλυφος σάλευε. Ύστερα η μάνα κοιτούσε τον Ιτάργκα υποσχόμενη εκδίκηση.

 

«Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά» ακούστηκε η φωνή του Ασίκη από χαμηλά. «Αν δεν το πάρεις απόφαση ότι δεν είσαι παρά ένα αναλώσιμο Ραβδί, τότε θα συνεχίσεις να κολυμπάς στα σκατά. Όσες πραγματείες κι αν διαβάσεις.»

 

«Τότε με την άδειά σου προτιμώ να πάω διαβασμένος. Κι αφού διαβάσω, τότε θα κατέβω και στο παχνί. Και ξέρεις κάτι, Ασίκη μου; Αν πεθάνω θα χάσω μόνο το ραβδί μου, γιατί μόνο αυτό έχω. Αν εσύ πεθάνεις, που αυτό θα κάνει πρώτο η δράκαινα αν της πεθάνουν όλα της τ’ αυγά, ούτε που μπορώ να φανταστώ τι θα χάσεις. Με την άδειά σου.»

 

Απομακρύνθηκε προς τις σκάλες, κρατώντας αποφασιστικά το ραβδί του στο χέρι και χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στον Ασίκη, τον μισοκαμμένο ακόλουθο ή το καρβουνιασμένο κεφάλι του δρακοκαβαλάρη.

 

***

 

Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά. Ήπιε άλλη μια γουλιά μαύρη μπύρα. Με κάποιον τρόπο τη διατηρούσαν δροσερή, σχεδόν κρύα, σαν τα μπράτσα των κοριτσιών τους, που τον είχαν αρνηθεί επανειλημμένα. Φαίνεται υπήρχε κάποια σχετική δεισιδαιμονία, αλλά δε νοιάστηκε να μάθει περισσότερα. Είσαι χωμένος στα σκατά, Ραβδί. Κοίταξε το ποτήρι του, αλλά, παράξενο, δεν έβλεπε το ποτό. Έβλεπε μόνο το ραβδί του. Είσαι χωμένος στα σκατά.

 

Ήταν. Οι πραγματείες δεν έλεγαν τίποτε που να μην το ήξερε, η καρδιά είναι μεγάλη σαν άλογο, ο χώρος της φωτιάς είναι ανάμεσα στα έντερα κι οι δράκαινες έχουν οίστρο μια φορά στα δέκα χρόνια. Το μόνο νέο που είχε μάθει ήταν κάτι ασυναρτησίες σχετικές με την απαίσια οσμή από το τσόφλι του αυγού όταν έσπαγε. Τις είχε διαβάσει όλες μία προς μία, και τις πραγματείες και τις ασυναρτησίες, κι ήταν όλες πανάρχαιες και ξεπερασμένες. Οι δράκοι και η γνώση του τρόπου ζωής τους είχαν εξελιχθεί από τότε που είχαν γραφτεί τα κείμενα της βιβλιοθήκης αυτής. Ίσως γι’ αυτό τα Ραβδιά του Ασίκη να μην είχαν καταφέρει τίποτε με τη δράκαινα. Η γνώση με την οποία είχαν χρηστεί ήταν επικίνδυνα παρωχημένη.

 

Αυτό δεν τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα. Δεν είχε γίνει Ραβδί για να διαβάζει ή για να διορθώνει τους διαβασμένους. Είχε γίνει Ραβδί γιατί ήταν ό,τι κοντινότερο στο να ‘χεις ένα δράκο καταδικό σου. Να τον φροντίζεις και να τον νοιάζεσαι και τον καβαλάς, να πετάτε μαζί στα ουράνια.

 

Αφηρημένα, τράβηξε το ραβδί του από τη μέση του. Το κοίταξε, το γύρισε στα χέρια του. Οι υπόλοιποι θαμώνες της ταβέρνας έπαψαν ξαφνικά να μιλούν. Δεν το πρόσεξε, ούτε και τη νευρικότητα που έπιασε ξαφνικά τους δυο στρατιώτες που τους είχε βάλει ο Ασίκης στο πλάι του.

 

Το ραβδί. Ένα ροζιασμένο κλαρί από το δέντρο που σ’ όλες τις γλώσσες το λένε δρακομηλιά. Το σύμβολο της τέχνης του, το μόνο πράγμα που μπορούσε να πειθαρχήσει ένα δράκο, ο λόγος που άφησε πίσω οικογένεια και πατρίδα, γιατί αν ήσουν Ραβδί δε μπορούσες να ‘σαι τίποτε άλλο. Είσαι χωμένος στα σκατά. Ναι, Ασίκη μου, τώρα κάτι μας είπες. Ήμουν χωμένος στα σκατά απ’ όταν πήρα το ραβδί.

 

Σήκωσε το χέρι του, ασταθές κι αυτό, να τον δει ο κάπελας. Ο άντρας παρουσιάστηκε μπροστά του, βαρύθυμος.

 

«Έχεις πιει πολύ, Ραβδί» είπε.

 

«Δεν έχω πιει όσο θέλω. Φέρε μου μια κανάτα από τη μπύρα σου. Είναι ωραία μπύρα. Θα πάρω μαζί μου ένα-δυο βαρέλια όταν φύγω.»

 

«Ο Ασίκης λέει να μην δίνουμε μπύρα στους μεθυσμένους.»

 

«Ο Ασίκης σου να πάει να κάτσει στ’ αυγά της δράκαινάς του.»

 

Η φωνή του ήταν ήσυχη, παραιτημένη. Οι υπόλοιποι γύρω του ήταν κατάχλωμοι από την προσβολή. Οι συνοδοί του μισοσηκώθηκαν να τον προστατέψουν, όχι όμως με πολύ ζέση. Ο Ιτάργκα έμεινε ακίνητος, με το ραβδί του στο χέρι και το κεφάλι ασταθές. Ήταν ανίκανος να συλλάβει όλα όσα γίνονταν, όχι γιατί δε μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήθελε.

 

Τελικά τον άφησαν να φύγει, όχι όμως χωρίς να πληρώσει την μεγάλη του γλώσσα. Τον ξάπλωσαν ανάσκελα σ’ ένα τραπέζι, και τον πότισαν τρεις κουβάδες μαύρη μπύρα, με τους συνοδούς του να μισοσυναινούν. Ύστερα τον πέταξαν έξω, στο σοκάκι, κι όσο εκείνος πάλευε να στηριχθεί στους αγκώνες του και να ξεράσει, οι συνοδοί του στέκονταν από πάνω του και τον κοιτούσαν περιφρονητικά.

 

Κατάφερε να σηκωθεί, αφού ξέρασε τους δυο κουβάδες μπύρα. Ένιωθε τα σωθικά του πρησμένα, και την φούσκα του έτοιμη να σκάσει. Στάθηκε με κόπο σε μια μεριά και κατούρησε ώρα πολύ. Ύστερα έκανε δέκα βήματα και ξαναστάθηκε να κατουρήσει. Ραβδί, είσαι χωμένος στα σκατά. Είμαι. Και κατουρημένος στα πόδια. Είσαι χωμένος στα σκατά.

 

«Είμαι χωμένος στα σκατά» γρύλισε μέσ’ το μεθύσι του.

 

Ξαναστάθηκε να κατουρήσει κι είδε τον υπόνομο από κάτω του, να κυλάει, μια τρύπα στο έδαφος μεγάλη όσο να χωρέσει ένας άντρας και σκεπασμένη με μια μεταλλική σχάρα. Το φεγγάρι δεν έφτανε να φωτίσει τα βδελυρά του περιεχόμενα. Οι συνοδοί του έστεκαν κάπως πιο μακριά, τους βρωμούσε ο εμετός κι η κατουρλίλα. Γέλασε.

 

«Εμένα δε μου βρωμάει τίποτε» τραύλισε. «Τί-πο-τε. Ούτε τα θειάφια, ούτε τα δρακοκατουρλιά. Ούτε τα μαλλιά που καίγονται. Ούτε τα δικά μου κατουρλιά μου βρωμάνε, ναι. Τί-ποτ-τε. Και ξέρετε γιατ-τί;»

 

Είχε και λόξυγκα. Από τη μπύρα. Τους έβλεπε να παλαντζάρουν πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο, άλλα ήταν σίγουρος ότι ήταν παιχνίδι της μεθυσμένης του όρασης. Κρατούσε στο ένα χέρι το ραβδί του και στο άλλο τα παντελόνια του να μην του πέσουνε. Οι μπότες του είχαν γίνει ελεεινές.

 

«Γιατί είμ-μαι χωμ-μένος στα σκ-σκατά!» ψιθύρισε τάχα συνωμοτικά.

 

Οι συνοδοί του συνεννοήθηκαν με το βλέμμα. Ο ένας σήκωσε τη σχάρα του υπονόμου κι ο άλλος τον έδεσε από τη μέση μ’ ένα σκοινί. Ύστερα τον σήκωσαν κι οι δύο από τα μπράτσα και τον πέταξαν μέσα στον υπόνομο.

 

«Τώρα είσαι στ’ αλήθεια χωμένος στα σκατά» του είπαν καθώς τον σήκωναν και τον ξαναβουτούσαν στον οχετό, ξανά και ξανά και ξανά.

 

Τελικά τον έβγαλαν έξω, τραβώντας τον με το σκοινί. Τον παράτησαν εκεί, με το ραβδί στο χέρι, λουσμένο ολόκληρο στις ακαθαρσίες. Μάλιστα ο ένας τού πέταξε ένα χάλκινο νόμισμα για τη διασκέδαση, λες κι ήταν σαλτιμπάγκος. Ο Ιτάργκα ξέρασε πάνω του κι ύστερα το ξεδιάλεξε από την αχώνευτη τροφή και το έβαλε στην τσέπη. Έσυρε το κορμί του ως τον ανοιχτό υπόνομο, κρέμασε τα πόδια στο κενό και ξανακατούρισε. Κοίταξε το ραβδί.

 

«Είσαι χωμένος στα σκατά» μουρμούρισε.

 

Έστρεψε τη ροή των ούρων πάνω στο ροζιασμένο ξύλο κι εκείνο άστραψε και τον κατακεραύνωσε. Αναίσθητος, ξανάπεσε μέσα στο βρωμερό ποτάμι.

 

Συνήλθε από τη βία που η ροή του οχετού τον πετούσε εδώ κι εκεί. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο και η βρώμα ανυπόφορη, τον έκανε να θέλει να πεθάνει. Διάφορα πράγματα έφταναν ως το στόμα του και προσπαθούσαν να τον πνίξουν. Προσπάθησε να κολυμπήσει, αλλά τα πόδια του ήταν βαριά σα μολύβι, οι μπότες και τα κατεβασμένα του παντελόνια τον είχαν πεδικλώσει. Πού και πού περνούσε κάτω από ανοίγματα με σχάρες, αλλά ούτε έφτανε ούτε προλάβαινε ν’ αρπαχτεί και να βγει.

 

Κάποια στιγμή η ταχύτητα του νερού έκοψε κάπως και κατάφερε να πιαστεί από ένα γείσο, κοντά σ’ ένα άνοιγμα. Κρατήθηκε μ’ όση δύναμη είχε και ξέρασε, με τις βρωμιές να του φτάνουν ως το στήθος. Ευτυχώς κάποιο ένστικτο δεν τον είχε αφήσει να χάσει το ραβδί του. Το κρατούσε τόσο σφιχτά το χέρι, που τα δάχτυλά του είχαν κοκαλώσει.

 

Έμεινε λίγο έτσι, με το κεφάλι να γυρίζει και τις μυρωδιές να του γυρίζουν το στομάχι. Μπόχα, σαν τσόφλι δρακοαυγού απαίσια. Κάτι προσπάθησε να τυλιχτεί στο πόδι του, αλλά μάλλον ήταν η φαντασία του. Ποντίκια σκλήριζαν ενοχλημένα από την εμφάνισή του. Η μπόχα δυνάμωσε, έμοιαζε όλο και περισσότερο με εκείνη του τσοφλιού.

 

Προσπάθησε να σκαρφαλώσει, αλλά ήταν πολύ γλιστερά. Σε μια από τις πολλές του προσπάθειες είδε κάπου στα δεξιά του, προς το βάθος του αγωγού ένα φως. Ζέστη και φλόγα ταξίδεψαν προς το μέρος του, αλλά ήταν πολύ μακριά για να του κάνουν κακό. Ένας μυκηθμός συνόδεψε τη φλόγα και σε μια στιγμή νηφαλιότητας σκέφτηκε πως αυτό θα πρέπει να ήταν το κανάλι καθαρισμού του παχνιού. Ήταν παράλογο που συνδεόταν με τους υπονόμους της πόλης, αλλά το Σερ-Σεφέρ απείχε πολύ από το βορρά και τη λογική του.

 

Αναστέναξε κι έβαλε περισσότερη δύναμη. Μουρμούρισε και μερικές λέξεις, ένα ξόρκι που ‘χε μάθει παλιότερα, για να βγαίνει από τη δύσκολη θέση. Ας απαγορευόταν να κάνει ξόρκια άσχετα με τους δράκους, εδώ θα πνιγόταν στο σκατό ολόκληρου του Σερ-Σεφέρ. Με δάχτυλα γλιστερά από τη βρώμα, έσπρωξε πίσω τη μεταλλική σχάρα και βγήκε στο νυχτερινό αέρα της πόλης. Του μύρισε αίμα, λίπος και βρεγμένη γούνα, αλλά ήταν ευχάριστο, νανουριστικό σε σχέση μ’ όσα μύριζε νωρίτερα. Εξαντλημένος κι εντελώς αδιάφορος για τη μοίρα του, αφέθηκε να πέσει στις πέτρες του καλντεριμιού και ν’ αποκοιμηθεί.

 

Ξύπνησε το άλλο πρωί από τα γέλια των παιδιών που τον τσιγκλούσαν με ξύλινα σπαθιά. Βρωμούσε χειρότερα κι από τσόφλι δρακοαυγού και τα παντελόνια του είχαν εξαφανιστεί, μαζί με την αριστερή του μπότα. Ευτυχώς δεν είχε χάσει το ραβδί. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά η ζαλάδα ήταν πολύ δυνατή, παραπάτησε και παραλίγο να πέσει μέσα στον υπόνομο πάλι.

 

Μπόχα. Αδιαφόρησε για τους περαστικούς που τον κορόιδευαν, αλλά καλωσόρισε έναν τυχαίο κουβά νερό που έσκασε στο κεφάλι του από ψηλά. Αναστέναξε, χασμουρήθηκε, έριξε μια ματιά τριγύρω. Είχε καταλήξει στο δρόμο που περνούσε ξυστά στο τείχος του παχνιού. Οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τη ζέστη από το παχνί, κρεμώντας πλυμένα χαλιά και φρεσκογδαρμένα δέρματα στις πέτρες του τείχους να στεγνώσουν. Μπόχα βυρσοδεψείου. Όχι χειρότερη από τη μπόχα του παχνιού ή τη μπόχα του υπονόμου. Σαν τσόφλι δρακοαυγού.

 

Σαν τσόφλι δρακοαυγού.

 

Η έμπνευση έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις. Κι ο Ιτάργκα δέχτηκε εκείνη τη στιγμή την έμπνευση κι η έμπνευσή του ήταν μοναδική, μια έμπνευση που θα άλλαζε τον κόσμο για πάντα. «Για πάντα,» συλλογίστηκε, «γιατί εσύ, Ιτάργκα έτυχε κάποια στιγμή στη ζωή σου να ‘σαι χωμένος στα σκατά.» Χαμογέλασε σ’ ένα πιτσιρίκι που έστριβε τη μύτη του αηδιασμένο κι ύστερα, με υπόκρουση τις τρομαγμένες κραυγές των περαστικών, βούτηξε με τα πόδια μπροστά μέσα στον υπόνομο.

 

Οι μυρωδιές τον τύλιξαν. Ήταν όλες εκεί, όλες εκείνες οι μυρωδιές που φέρει μια πόλη στα σπλάχνα της. Φλούδια από σάπια λαχανικά και κόκαλα, ελεεινά τηγανόλαδα και λύματα βυρσοδεψείων, σπασμένα ξύλα και κεραμικά, υπόλοιπα σφαγείων και βαφείων και στάβλων και νερά σφουγγαρίσματος. Κι ακαθαρσίες, ανθρώπινες και μη, υγρές και στερεές κι αέριες, ένας υπόγειος βδελυρός ποταμός που μέσα του κολυμπούσε όλη η βρώμα των σπλάχνων της πόλης.

 

Άγρια χαρά τον πλημμύρισε καθώς στεκόταν ως το στήθος βυθισμένος μέσα σ’ όλ’ αυτά. Πάνω απ’ το κεφάλι του, ο φωτεινός κύκλος του ανοίγματος του υπονόμου, σκοτείνιαζε πού και πού από παιδιά που προσπαθούσαν να δουν αν πνίγηκε. Είσαι χωμένος στα σκατά, τραγούδησε μέσα του η γνώση. Ο μικροσκοπικός διάδρομος που έβγαζε στο κανάλι καθαρισμού του παχνιού φαινόταν καθαρά. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του και το κούνησε κυκλικά πάνω από το κεφάλι του. Κι ο σπινθηρισμός που βγήκε από την άκρη του άλλαξε την ποιότητα από τις μυρωδιές του υπόνομου. Τώρα δε μύριζε υπόνομος. Τώρα μύριζε παχνί.

 

Τα σπλάχνα της πόλης. Δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα σπλάχνα μιας δράκαινας. Ακόρεστη ήταν η πείνα των δράκων κι έτρωγαν ό,τι κι αν τους πετούσες. Κάθε παλάτι τάιζε το δράκο του με τα υπόλοιπά του, μ’ όλα όσα θα ‘πρεπε να πέφτουν στους υπονόμους. Κι η τεράστια κοιλιά φιλοξενούσε το χώρο της φωτιάς μέσα στο χώρο για τις ακαθαρσίες. Το ένα έπαιρνε μυρωδιά από το άλλο. Το ένα έπαιρνε θρέψη από το άλλο. Κι η φωτιά που κανάκευε τ’ αυγά ήταν αρωματισμένη από τα έντερα της στοργικής μανούλας. Και τ’ αρώματα στο χνώτο της ήταν εκείνα που μετέτρεπαν τον κρόκο του αυγού σε δράκο.

 

Έμπνευση. Θα έριχνε τους υπονόμους της πόλης στο παχνί της δράκαινας μέσω του καναλιού καθαρισμού. Θα την τσίγκλαγε με το ραβδί να φλογίζει τα λύματα. Και τότε όλα τα αυγά θα είχαν και θρέψη και ζέστη όση έπρεπε. Ο Ασίκης θα είχε πέντε νέους δράκοντες στο παχνί του κι ο Ιτάργκα θα έγραφε μια πρωτοποριακή πραγματεία σχετικά με την εκκόλαψη των αυγών.

 

Κούνησε πάλι το ραβδί του κι εισέπνευσε βαθιά τις καψαλισμένες ακαθαρσίες. Είχε από χρόνια μάθει πως ένα Ραβδί είναι χωμένο στα σκατά. Δεν ήξερε αν άξιζε τον κόπο, αλλά ίσως, ίσως να κατάφερνε αυτή τη φορά να κρατήσει ένα δρακάκι για τον εαυτό του.

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

Γαι τις επερχόμενες γενεές: Ο 2ος (26ος) Καλοκαιρινός Διαγωνισμός Διηγήματος ήταν ανώνυμος και στα πλάσιά του έγιναν και τα σχόλια ανώνυμα. Γαι να μην καρφωθώ, αλλά και γιατί είχε πολύ πλάκα, έγραψα σχόλιο και για το δικό μου διήγημα. Ελπίζω να μην ήταν πολύ παρμένο όπως ελπίζω και να διασκεδάσετε με την ύπαρξή του. Το μεταφέρω εδώ, σαν μια έξτρα παράγραφος που γράφτηκε σχεδόν μαζί με το Ραβδί:

 

 

 

 

Μ’ αρέσει η υποψία αραβικού εξωτισμού που διαχέεται διακριτικά στο κείμενο. Παρά που φαίνεται μια αδυναμία στους χαρακτήρες σου, -εννοώ ότι τους αγαπάς όλους και τους έχεις αδυναμία- κάποια πράγματα γι’ αυτούς είναι λίγο στον αέρα. Ο Ασίκης είναι τίτλος, όνομα ή τι άλλο; Αν κάποιος έχει τόσο ισχυρές δυνάμεις όσες ένα Ραβδί -διάολε, κοτζάμ δράκους κάνουν καλά!- τότε γιατί οι απλοί άνθρωποι και ο Ασίκης τον έχουν από κλώτσο κι από μπάτσο; Τι εμποδίζει τη δράκαινα, αν είναι ψηλότερη από το παχνί της να φλογοβολίσει όλους τους εμπόρους και τους βρυσοδέψες; Άλλα σημεία που πρόσεξα: α) το μεθύσι του Ιτάργκα, είναι κάπως λιγότερο περιγραφικό απ’ όσο ταιριάζει στην υπόλοιπη ιστορία, β) μετά το ξύπνημα από το μεθύσι τρέχεις να προλάβεις το όριο λέξεων και γ) η τελευταία παράγραφος είναι μια μάλλον αδύναμη αποφώνηση ενός πολύ δυνατού ως εκείνη τη στιγμή κειμένου. Γενικά με διασκέδασε πάρα πολύ και ίσως και να ήθελα κι εγώ μερικές περιπέτειες των Ραβδιών (όχι μόνο του Ιτάργκα) ακόμα.

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ευθυμία, το Ραβδί για 'μένα ήταν πρώτο. Μια φανταστική περιπέτεια, το καλύτερο είδος!

Το ότι έγραψες και σχόλιο είναι καλό, μόνο το μάτι σου θα ξεμπρόστιαζε έτσι κάποια πράγματα: Ο Ασίκης είναι τίτλος, όνομα ή τι άλλο; :lol:

 

Όταν με το καλό γράψεις το μεγαλύτερο που λες, θα μου το στείλεις να το διαβάσω;

 

Αυτά ήταν τα σχόλιά μου: Πολύ ωραίο διήγημα! Εντάξει, λιγάκι πιο παραστατικό από όσο αντέχω (παραλίγο να ξεράσω κι εγώ δηλαδή), αλλά χαλάλι. Κοτζάμ δρακοαπόγονοι βρίσκονται καθ' οδόν.

 

Φάνηκε όμως ότι δυσκολεύτηκες να εκμεταλευτείς σωστά τον δεδομένο χώρο και ανακάλυψες ξαφνικά ότι το όριο λέξεων πλησίαζε επικίνδυνα! Γι' αυτό, στις τελευταίες σειρές, τρεχάτε ποδαράκια μου, “λοιπόν, θα γίνει έτσι, κι αλλιώς, και τέλος”. Χτύπησε άσχημα.

 

Επίσης, καταλαβαίνω το λόγο που επαναλαμβάνεται η φράση-κλειδί, αλλά το παράκανες. Χάνει σε δύναμη όταν λες κάτι κάθε δυο γραμμές.

 

Δεν έχω άλλα να πω, η ιστορία του Ραβδιού μου άρεσε, και (λίγες φορές το λέω αυτό) θα ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω καλύτερα τον Ιτάργκα και το σινάφι του. Μια ωραία συλλογή διηγημάτων, ίσως;

 

 

 

 

Δύο πράγματα για την ανώνυμη συμμετοχή σου: Είναι περίεργο που δεν σε αναγνώρισα, μάλιστα σκεφτόμουν συνέχεια αν πήρες μέρος και ποια μπορεί να ήταν η ιστορία σου. Από το Ραβδί έλειπαν στοιχεία για να πω με σιγουριά ότι ήταν δικό σου. Το πρώτο είναι γυναίκα πρωταγωνίστρια. Δεν με έχεις συνηθίσει σε άντρες (εκτός από τον Κόμπες δεν θυμάμαι άλλον). Το δεύτερο είναι αυτή η πληθωρικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή σου, που προσωπικά δεν μου έλειψε στο Ραβδί. Τα είπες σταράτα και πολύ μου άρεσε. Αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξάντλησες την πληθωρικότητα στις περιγραφές του μεθυσμένου Ιτάργκα (ακόμα όταν τα θυμάμαι... ).

 

 

Αν ήθελες να κρυφτείς, για εμένα το πέτυχες. Αν όχι, τότε δεν έχω διαβάσει αρκετά δικά σου πράγματα και δεν ήξερα ότι γράφεις και τέτοιες περιπέτειες.

 

 

Φιλιά ρε! :wub:

 

EDIT: Τι λέω το ζώον! Μόλις πάτησα post θυμήθηκα την προηγούμενη συμμετοχή σου σε διαγωνισμό, στον fantasy με θέμα Όραση, που έγραψες εκείνη την πολύ ωραία περιπέτεια με τον μάγο. Αλλά δεν είναι τίποτα, αυτό το καλοκαίρι όσο πάω χαζεύω. Χθες βγήκα για περπάτημα (10 χιλιομετράκια, όχι σπουδαία πράγματα) στις μιάμιση το μεσημέρι. Στην παλιά εθνική Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας μιλάμε τώρα, σκιά ούτε για δείγμα. Περνάγαν αυτοκίνητα και άκουγα γέλια από 'μέσα! Αλήθεια, άκουγα γέλια...

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Αυτό ήταν το ανώνυμο σχόλιό μου για την ιστορία σου, Ευθυμία μου, και ουδέν άλλο έχω να προσθέσω.

 

"Λοιπόν, με το που ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες προτάσεις, σκέφτηκα: "Ωχ, ένας ακόμα ψευδομεσαιωνικός κόσμος με εξωτικά ονόματα τα οποία δεν μου λένε τίποτα όταν δίνονται φάτσα-κάρτα!" Η εντύπωση όμως αντιστράφηκε 180 μοίρες καθώς συνέχιζα να διαβάζω. Ξέχασα το χρόνο, απορροφήθηκα, προσπαθούσα να μη διαβάζω γρήγορα ώστε να απολαύσω την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις σχέσεις τους, τους διαλόγους, τα πάντα! Η ιστορία αυτή είναι απλά εξ-αι-ρε-τι-κή! Πήρε το θέμα και του εμφύσησε ζωή και δύναμη. Τα πάντα δένουν σ'αυτή την ιστορία. Μα, τα πάντα! Ο/Η συγγραφέας της εκμεταλεύτηκε ένα βασικό χαρακτηριστικό της ιδέας των υπονόμων, τη μυρωδιά, και στήριξε σ'αυτήν την περιγραφή όλου του κόσμου που έπλασε, μέσω της οποίας (μυρωδιάς) και τον γνωρίσαμε. Και μάλιστα με μια εξαιρετική φαντασία και κοσμοπλασία με κέντρο τις δράκαινες και τα αυγά τους. Το τέλος, δε, ήταν απρόσμενο και απλά υπέροχο. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσα να απολαύσω τόσο μια ιστορία όπου να . . . "βρομάει" τόσο πολύ! (lol)

Δεν ξέρω ποιος/α είναι ο συγγραφέας αλλά είναι ταλεντάρα! Αγαπημένη πρόταση: "Τα σπλάχνα της πόλης. Δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα σπλάχνα μιας δράκαινας."

 

 

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Αγαπητη Ευθυμία

Με απόλυτο σεβασμό στην "νονά" μου, που με εισήγαγε στο μαγικό κόσμο του sff, θα τολμήσω να αρθρώσω δυο λόγια για το διήγημά σου.

Πρώτον, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές σου δεν κατάφερες να με κάνεις να αποβάλλω το περιεχόμενο του στομάχου μου ενω κάποιοι άλλοι το κατάφεραν.

Ήταν , όπως αναμενόταν, το πιό άρτιο γλωσσικά και μάλλον τεχνικά κείμενο, με εξαίρεση τό "τρεχάτε ποδαράκια μου" του τέλους.

Η αρτιότητα αυτή ήταν και που έκανε πιό χτυπητές τις αδυναμίες του, τις οπόίες συνοψίζω στα εξής.

Η ιδέα στην κορύφωση της ήταν σχετικά αδύνατη σε σχέση με την προετοιμασία της.

Ακατανόητα υπερβολική η επανάληψη της φράσης κλισέ.

Συνολικά η ιστορία στο τέλος δεν σου άφηνε κάτι έντονο η διαφορετικό, όπως θα περίμενα.

Επίσης δεν μπορώ να μην παραδεχτώ οτι θαυμάζω την εμμονή σου, προκειμένου να κάνεις προφανώς το κέφι σου, να ανακαλύπτεις και χρησιμοποιεις ονόματα, που πολλές φορές δεν είναι υπέρ του τελικού αποτελέσματος.

Με τη δέουσα ταπεινότητα

npaps

Link to comment
Share on other sites

Όταν με το καλό γράψεις το μεγαλύτερο που λες, θα μου το στείλεις να το διαβάσω;

 

Δύο πράγματα για την ανώνυμη συμμετοχή σου: Είναι περίεργο που δεν σε αναγνώρισα, μάλιστα σκεφτόμουν συνέχεια αν πήρες μέρος και ποια μπορεί να ήταν η ιστορία σου. Από το Ραβδί έλειπαν στοιχεία για να πω με σιγουριά ότι ήταν δικό σου. Το πρώτο είναι γυναίκα πρωταγωνίστρια. Δεν με έχεις συνηθίσει σε άντρες (εκτός από τον Κόμπες δεν θυμάμαι άλλον). Το δεύτερο είναι αυτή η πληθωρικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή σου, που προσωπικά δεν μου έλειψε στο Ραβδί. Τα είπες σταράτα και πολύ μου άρεσε. Αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξάντλησες την πληθωρικότητα στις περιγραφές του μεθυσμένου Ιτάργκα (ακόμα όταν τα θυμάμαι... ).

 

 

EDIT: Τι λέω το ζώον! Μόλις πάτησα post θυμήθηκα την προηγούμενη συμμετοχή σου σε διαγωνισμό, στον fantasy με θέμα Όραση, που έγραψες εκείνη την πολύ ωραία περιπέτεια με τον μάγο. Αλλά δεν είναι τίποτα, αυτό το καλοκαίρι όσο πάω χαζεύω. Χθες βγήκα για περπάτημα (10 χιλιομετράκια, όχι σπουδαία πράγματα) στις μιάμιση το μεσημέρι. Στην παλιά εθνική Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας μιλάμε τώρα, σκιά ούτε για δείγμα. Περνάγαν αυτοκίνητα και άκουγα γέλια από 'μέσα! Αλήθεια, άκουγα γέλια...

 

Καταρχήν ευχαριστώ πολύ και δεύτερον ευχαριστώ πολύ! Και αναλυτικά: Πρώτο ευχαριστώ ("πολύ", μην το ξεχνάμε) για την αίτηση ανάγνωσης άγραφου ακόμη μυθιστοριοδιηγήματος. Αν και τώρα που το σκέφτομαι... χμμμ... Μπορώ να σε εκμεταλλευτώ για κάτι άλλο; Σε δυο-τρεις μήνες;

 

Δεύτερο ευχαριστώ (το "πολύ", μην ξεχνάς το "πολύ") που δεν αναγνώρισες τη γραφή μου. Θα πω με κίνδυνο να φανώ ψωνάρα ότι προσπάθησα με κόπο να κάνω τη γραφή λιτή, όπως θα το σκεφτόταν ένας άντρας σαν τον Ιτάργκα. Άλλωστε η οπτική γωνία είναι καθαρά δική του, οπότε ήθελα να γράψω κάτι πραγματικά αντρικό. Αυτό που λες, σε συνδιασμό με τη μαντεψιά του Διονύση (άντρας άνω των 30) μού λέει ότι ως ένα σημείο, κατάφερα να μπω στην αντρική ψυχολογία ένα βήμα περισότερο απ' ότι σε άλλες ιστορίες. Πάρτε άλλο ένα ευχαριστώ γι' αυτό.

 

Για το θέμα της ηρωίδας... ήμουν έτοιμη να σου γράψω ότι με πλήγωσες, που ξέχασες τον Ρεμπεφερές και τον Κανίτε, αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να επριμένω να θυμούνται όλοι αυτά που θυμάμαι εγώ για τις δικές μου ιστορίες. Φιλιά καλή μου και μη μου στεναχωριέσαι για το τίποτα (εκτός ίσως από τις οδοιπορικές επιλογές σου, χιχιχι... :tease: )

 

Δεν ξέρω ποιος/α είναι ο συγγραφέας αλλά είναι ταλεντάρα! Αγαπημένη πρόταση: "Τα σπλάχνα της πόλης. Δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα σπλάχνα μιας δράκαινας."

Μόνο ένα πράγμα έχω να πω γι' αυτό: όταν το πρωτοδιάβασα, ανώνυμο σχόλιο, έφερα δυο τούμπες στον αέρα απ' τη χαρά μου. Πού να 'ξερα ότι το έλεγε κι άνθρωπος που εκτιμώ βαθιά. :blush:

Link to comment
Share on other sites

Mε συγκίνησε αυτό που είπες. Σ'ευχαριστώ. Πράγματι δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο συγγραφέας. Μάλιστα, στη λίστα με τα φύλα και τις ηλικίες, έκανα λάθος στο φύλο! (Την ηλικία την πέτυχα μόνο γιατί προδώθηκε από την ωριμότητα στη γραφή, όχι για κανέναν άλλο λόγο). :friends:

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητη Ευθυμία

Με απόλυτο σεβασμό στην "νονά" μου, που με εισήγαγε στο μαγικό κόσμο του sff, θα τολμήσω να αρθρώσω δυο λόγια για το διήγημά σου.

Πρώτον, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές σου δεν κατάφερες να με κάνεις να αποβάλλω το περιεχόμενο του στομάχου μου ενω κάποιοι άλλοι το κατάφεραν.

Ήταν , όπως αναμενόταν, το πιό άρτιο γλωσσικά και μάλλον τεχνικά κείμενο, με εξαίρεση τό "τρεχάτε ποδαράκια μου" του τέλους.

Η αρτιότητα αυτή ήταν και που έκανε πιό χτυπητές τις αδυναμίες του, τις οπόίες συνοψίζω στα εξής.

Η ιδέα στην κορύφωση της ήταν σχετικά αδύνατη σε σχέση με την προετοιμασία της.

Ακατανόητα υπερβολική η επανάληψη της φράσης κλισέ.

Συνολικά η ιστορία στο τέλος δεν σου άφηνε κάτι έντονο η διαφορετικό, όπως θα περίμενα.

Επίσης δεν μπορώ να μην παραδεχτώ οτι θαυμάζω την εμμονή σου, προκειμένου να κάνεις προφανώς το κέφι σου, να ανακαλύπτεις και χρησιμοποιεις ονόματα, που πολλές φορές δεν είναι υπέρ του τελικού αποτελέσματος.

Με τη δέουσα ταπεινότητα

npaps

 

Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά κυρίως σ' ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις. Η ελλειπής κορύφωση, η μειωμένη ένταση και οι υπερβολικές επαναλήψεις της φράσης-σκάνδαλο είναι πράγματα που όσο το κοιτάω τόσο με εξοργίζουν. Έχω όμως μια απορία, σχετικά με τα ονόματα που λες. Τι ακριβώς εννοείς;

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Αγαπητη Ευθυμία

Με απόλυτο σεβασμό στην "νονά" μου, που με εισήγαγε στο μαγικό κόσμο του sff, θα τολμήσω να αρθρώσω δυο λόγια για το διήγημά σου.

Πρώτον, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές σου δεν κατάφερες να με κάνεις να αποβάλλω το περιεχόμενο του στομάχου μου ενω κάποιοι άλλοι το κατάφεραν.

Ήταν , όπως αναμενόταν, το πιό άρτιο γλωσσικά και μάλλον τεχνικά κείμενο, με εξαίρεση τό "τρεχάτε ποδαράκια μου" του τέλους.

Η αρτιότητα αυτή ήταν και που έκανε πιό χτυπητές τις αδυναμίες του, τις οπόίες συνοψίζω στα εξής.

Η ιδέα στην κορύφωση της ήταν σχετικά αδύνατη σε σχέση με την προετοιμασία της.

Ακατανόητα υπερβολική η επανάληψη της φράσης κλισέ.

Συνολικά η ιστορία στο τέλος δεν σου άφηνε κάτι έντονο η διαφορετικό, όπως θα περίμενα.

Επίσης δεν μπορώ να μην παραδεχτώ οτι θαυμάζω την εμμονή σου, προκειμένου να κάνεις προφανώς το κέφι σου, να ανακαλύπτεις και χρησιμοποιεις ονόματα, που πολλές φορές δεν είναι υπέρ του τελικού αποτελέσματος.

Με τη δέουσα ταπεινότητα

npaps

 

Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά κυρίως σ' ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις. Η ελλειπής κορύφωση, η μειωμένη ένταση και οι υπερβολικές επαναλήψεις της φράσης-σκάνδαλο είναι πράγματα που όσο το κοιτάω τόσο με εξοργίζουν. Έχω όμως μια απορία, σχετικά με τα ονόματα που λες. Τι ακριβώς εννοείς;

 

Μπορεί να κάνω και λάθος, όμως έχω την αίσθηση ότι το να "δημουργείς" ονόματα είναι μια ξεχωριστή, σε σχέση με ότι γράφεις κάθε φορά, διασκέδαση-ενασχόλησή σου. (Εδώ να σου πώ ότι στον Τέσλα έκανα Τομπρατς τον φίλο μου καθηγητή Τόμπρα, και με ρώταγαν κάτι Σέρβοι που βρήκα το όνομα, και έναν άλλο τον ονόμασα Ράντονιτς, από το όνομα ενος ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, έκανα εν ολίγοις το κέφι μου.)

Σε αυτό που ρωτάς τωρα. Οι δράκοι κλπ για παράδειγμα, παραπέμπουν νομίζω σε κεντρευρωπαικό-σκανδιναβικό χώρο, το Ασίκης υποσυνήδητα με στέλνει στην Εγγύς Ανατολή. Είχα παρόμοια αίσθηση και σε άλλα δικά σου διαβάσματα που δεν έχω όμως πρόχειρα να σου αναφέρω. Να κλείσω με μια ερώτηση , εσύ πιστεύεις ότι η ονομασίες των ηρώων σου σε απασχολούν τόσο όσο και τον μέσο όρο των συγγραφέων ? Απαντώ εγώ. Όχι η επιλογή ονομάτων είναι για σένα ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Και αν συμβαίνει αυτό παραβαίνεις τον υπέρτατο νόμο των υποψήφιων σε διαγωνισμούς multiple choice. Απαντάς το πρώτο πράγμα που σούρχεται σαν απάντηση, οι στατιστικές έδειξαν ότι οι δεύτερς σκέψεις ξεστρατίζουν το μυαλό. (Τώρα όλο αυτό μπορεί και να είναι δική μου εμμονή, οπότε μην του δίνεις και πολύ σημασία.)

Θα χαρώ να τα ξαναπούμε από κοντά

Link to comment
Share on other sites

Μπορώ να φέρω τις σχετικές μου αντιρρήσεις σ' αυτά που λες, με την έννοια ότι είναι ξεκάθαρο στο κείμενο (πιστεύω) ότι μιλάμε για κάποιον από το βορρά που βρίσκεται να εργάζεται στο νότο. Από τη μια αυτό. Από την άλλη, ο δράκος έχει πιο οικουμενική αποδοχή απ' όσο μπορούσα (εγώ) να φανταστώ όταν άρχισα ν' ασχολούμαι μαζί τους. Δράκους είχαν και στην Κίνα, δράκο είχαμε και στους Δελφούς, νο;

 

Το πιο περίεργο είναι ότι ειλικρινά έδωσα τη μίνιμουμ προσοχή στην ονοματοποιεία, ίσως λιγότερη από κάθε άλλη φορά. Όταν χρειάστηκα το όνομα του Ιτάργκα, στην πρώτη-πρώτη φράση του κειμένου, σήκωσα το κεφάλι από το word κι είδα στην επιφάνεια εργασίας μου την εικόνα μια γάτας που λέγεται Γκάριτι. Αναγραμμάτισα βιαστικά και συνέχισα το γράψιμο.

 

Άρα, χρησιμοποίησα τον κανόνα που λες (αν και σε μένα ποτέ δε δούλεψε αυτός ο ρημάδης ο κανόνας, πάντα έπρεπε να ξαναγυρίζω και να διορθώνω φρικαλέα λάθη, που τα έκανα πάνω στην πρεμούρα μου να τελειώσω.) Και παρ'όλ' αυτά, πάλι τα ονόματα μοιάζουν πολύ προσεγμένα; :hmm:

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Μπορώ να φέρω τις σχετικές μου αντιρρήσεις σ' αυτά που λες, με την έννοια ότι είναι ξεκάθαρο στο κείμενο (πιστεύω) ότι μιλάμε για κάποιον από το βορρά που βρίσκεται να εργάζεται στο νότο. Από τη μια αυτό. Από την άλλη, ο δράκος έχει πιο οικουμενική αποδοχή απ' όσο μπορούσα (εγώ) να φανταστώ όταν άρχισα ν' ασχολούμαι μαζί τους. Δράκους είχαν και στην Κίνα, δράκο είχαμε και στους Δελφούς, νο;

 

Το πιο περίεργο είναι ότι ειλικρινά έδωσα τη μίνιμουμ προσοχή στην ονοματοποιεία, ίσως λιγότερη από κάθε άλλη φορά. Όταν χρειάστηκα το όνομα του Ιτάργκα, στην πρώτη-πρώτη φράση του κειμένου, σήκωσα το κεφάλι από το word κι είδα στην επιφάνεια εργασίας μου την εικόνα μια γάτας που λέγεται Γκάριτι. Αναγραμμάτισα βιαστικά και συνέχισα το γράψιμο.

 

Άρα, χρησιμοποίησα τον κανόνα που λες (αν και σε μένα ποτέ δε δούλεψε αυτός ο ρημάδης ο κανόνας, πάντα έπρεπε να ξαναγυρίζω και να διορθώνω φρικαλέα λάθη, που τα έκανα πάνω στην πρεμούρα μου να τελειώσω.) Και παρ'όλ' αυτά, πάλι τα ονόματα μοιάζουν πολύ προσεγμένα; :hmm:

 

 

 

 

Ναι πραγματικά Δράκους έχουν σχεδόν όλες οι μυθολογίες, Ευρώπης, Ελλάδας, Εγγύς και Απω Ανατολής. Όμως το στερεότυπο του δράκου με φτερά που είναι κακός είναι δράκος της Β.Ευρώπης,και είναι αυτό που επικράτησε στη φάνταζυ λογοτεχνία. Ο δράκος της Ανατολής είναι χωρίς φτερά και συμβολίζει θετικές έννοιες.Όμως σταματάω αμετάκλητα την εκτός έδρας , για μένα, αντιπαράθεση δρακολογίας, γιατί αν συνεχιστεί θα χάσω κατά κράτος.

Όσο για τα ονόματα, αποδέχομαι αυτό που λες, θεωρώντας ότι ήταν δική μου λαθεμένη εντύπωση.

(Αλλά , ρε γαμώτο, δεν μου βγάζεις απο το μυαλό, ότι έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τη διαδικασία επιλογής ονομάτων, έστω με τον αναγραμματισμό, όπως λες).

Είναι χαρά μου να επικοινωνώ μαζί σου.

Link to comment
Share on other sites

Συγγνώμη για το ασήμαντο σχόλιο, αλλά πραγματικά δεν μπορούσα να σε βοηθήσω περισσότερο( τους λόγους τους καταλαβαίνεις):

 

"Τεχνικά όχι άσχημο, αλλά σαν θέμα δεν μου είπε απολύτως τίποτα και το ξέχασα σε 5 λεπτά. "

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ, άκρως ευρηματική η όλη ιδέα, και ας μην εξηγείται καθόλου η χρησιμότητα ενός δράκου ακριβώς (αν και για να έχει καβαλάρη κάτι...πολεμοχαρές θα είναι). Ήταν πειστικότατο κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι ο κόσμος αυτός είναι υπαρκτός με τις μίνι πληροφορίες περί βιβλιοθηκών και δρακίσιας βιολογίας. Το μόνο που δε κατάλαβα ήταν γιατί συμπεριφερόντουσαν έτσι στον Ιτάργκα τη στιγμή που κρεμόταν από αυτόν στην ουσία. Για το γράψιμό σου θεωρώ πως δε χρειάζεται να σου πω εγώ τίποτα. Μέσα στο τοπ 3 μου για το διαγωνισμό.

Link to comment
Share on other sites

Αρκετά καλά γραμμένη. Μερικές πληροφορίες δίνονται σε λάθος χρόνο, όπως η περιγραφή του παχνιού. Πολλές επαναλήψεις του "είσαι χωμένος στα σκατά". Παραπάνω απ' όσες χρειάζονται για να δοθεί έμφαση. Ωραίο χιούμορ, σε κάτι φάσεις. Νομίζω πως στο τέλος προσπαθεί να πει κάτι, αλλά δεν τα καταφέρνει. Συμπαθητική ιστορία πάντως, και ενδιαφέρον worldmaking, αν και δεν κατάλαβα τη σημασία των δράκων για την κοινωνία.

Ορίστε! Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ιστορίες που έχω σχολιάσει επώνυμα ως τώρα, δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Αυτό το σχόλιο διάβασες από εμένα στο διαγωνισμό, αυτό πάρε και τώρα, με την εξαίρεση πως εδώ θα σε συγχαρώ και για τη συμμετοχή σου. :-)

Link to comment
Share on other sites

Naroualis το σχόλιο που σου έδωσα ήταν:

 

Η ιστορία μου άρεσε αρκετά. Την απόλαυσα μέχρι τέλους. Δεν με κούρασε. Ο γραπτός λόγος είχε καλό ρυθμό και η υπόθεση κύλησε ομαλά. Υπήρχαν αρκετά στοιχεία που είχαν ενδιαφέρον. Η ιδέα ήταν καλή και το τέλος πολύ καλό και ανατρεπτικό. Ωραία ονόματα. Ήταν πολύ ευχάριστο να βλέπουμε ότι η ιστορία σου πάτησε πάνω στο θέμα, το οποίο το εκμεταλλεύτηκες στο έπακρο. Μια από τις αγαπημένες μου στο διαγωνισμό.’’

 

 

Link to comment
Share on other sites

Το σχόλιο που είχα γράψει ήταν το εξής;

"Το μοτίβο πάνω στο οποίο πατάει η ιστορία είναι μια χαρά, κλασικό και δοκιμασμένο: ήρωας πρέπει να συνειδητοποιήσει/αντιμετωπίσει/ξεπεράσει δική του αδυναμία, προκειμένου να λύσει εξωτερικό πρόβλημα. Είναι η υλοποίηση όμως που πάσχει. Ο/Η συγγραφέας πατάει σε μια αγοραία φράση που εκφράζει την κατάσταση του ήρωα και... της αλλάζει τα φώτα! Τη χρησιμοποιεί αναρίθμητες φορές, άλλοτε συμβολικά κι άλλοτε κυριολεκτικά, με πληθωρικό τρόπο. Μέχρι να φτάσω στο τέλος, είχα κυριολεκτικά μπουχτίσει."

 

Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία, βλέπω ότι τελικά χρειάζεται περιορισμένο editing προκειμένου ν' αναδειχθεί. Προσωπικά θα μου αρκούσε ο περιορισμός των επαναλήψεων. Α, όχι, μου λείπει κάτι ακόμη στην ιστορία (σε μια πιο εκτεταμένη εκδοχή της), κάτι δευτερεύον (δευτερεύουσα, συμπληρωματική πλοκή, επεισόδιο;) και ιντριγκαδόρικο, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι. Δυστυχώς δε μπορώ να σε βοηθήσω με πιο συγκεκριμένες παρατηρήσεις, καθώς στο φάντασυ έχω μαύρα (κατάμαυρα) μεσάνυχτα. Θα ήθελα πάντως να δω μια διορθωμένη εκδοχή της.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ, άκρως ευρηματική η όλη ιδέα, και ας μην εξηγείται καθόλου η χρησιμότητα ενός δράκου ακριβώς (αν και για να έχει καβαλάρη κάτι...πολεμοχαρές θα είναι). Ήταν πειστικότατο κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι ο κόσμος αυτός είναι υπαρκτός με τις μίνι πληροφορίες περί βιβλιοθηκών και δρακίσιας βιολογίας. Το μόνο που δε κατάλαβα ήταν γιατί συμπεριφερόντουσαν έτσι στον Ιτάργκα τη στιγμή που κρεμόταν από αυτόν στην ουσία. Για το γράψιμό σου θεωρώ πως δε χρειάζεται να σου πω εγώ τίποτα. Μέσα στο τοπ 3 μου για το διαγωνισμό.

 

Μερικά πράγματα είναι ασαφή ακόμη και στο μυαλό των δημιουργών τους... :p Η χρησιμότητα ενός δράκου δε μου ήταν ούτε εμένα ξεκάθαρη κι είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει πραγματικά να σκεφτώ πολύ αν θέλω να γράψω κάτι μεγαλύτερο μ' αυτούς. Από την άλλη, όταν το πήρα απόφαση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λύσω αυτό το πρόβλημα, το άφησα ως έχει, δηλαδή χρέωσα το δράκο ως ένα απόκτημα που αναδεικνύει το κοινωνικό στάτους ενός αρχηγού. Από τη μία. Από την άλλη, μάλλον θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα όταν αποφασίσω τι είναι τελικά ένας Ασίκης.^_^

 

Το ίδιο ισχύει και για τη συμπεριφορά των πολιτών προς τον Ιτάργκα. Αν και αυτό προσπάθησα να το μπαλώσω, λέγοντας ότι ίσως να υπήρχε μια κάποια δεισιδαιμονία γύρω από τα Ραβδιά.

 

Α, όχι, μου λείπει κάτι ακόμη στην ιστορία (σε μια πιο εκτεταμένη εκδοχή της), κάτι δευτερεύον (δευτερεύουσα, συμπληρωματική πλοκή, επεισόδιο;) και ιντριγκαδόρικο, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι.

 

Χμμ... Ωραία ιδέα αυτή. Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι κάποιο κορίτσι, ίσως η κόρη του Ασίκη; Ή κάποιο χανουμάκι του; Που αγαπά πολύ κι αυτή τους δράκους; Ε; Ή μήπως είναι πολύ lame η ιδέα ενός Ιτάργκα που πετάει πάνω στα φτερά του δράκου προς το ηλιοβασίλεμα, με το χανουμάκι πισωκάπουλα;:lol:

 

@anysias, Stanley, Howard: Να 'στε καλά.

 

@npaps: Η χαρά είναι αμοιβαία και το ξέρεις.

Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάλι στη δεύτερη πρόταση σε είχα καταλάβει, αν και στα μισά είχα αρχίσει να απορώ με την "αντρική" σου γραφή. Την κατέταξα ψηλά αυτή την ιστορία γιατί τη βρήκα μία από τις δύο συμμετοχές που ήταν άρτιες από άποψη γραφής και είχε και μία έξυπνη ιδέα πίσω της και ένα πετυχημένο εύρημα. Όμως θα συμφωνήσω κι εγώ με την ανάγκη να κόψεις κάτι από την "επωδό" στη μέση του κειμένου, που οι συνεχείς επαναλήψεις της καταλήγουν να είναι μάλλον κουραστικές.

Link to comment
Share on other sites

Ως μετά Χριστόν προφήτης, διαβάζοντάς το επώνυμα, η εντύπωση που μου δόθηκε ήταν πως είναι αντιπροσωπευτικότατο κείμενο Ευθυμίας, και μάλιστα σε μεγάλα κέφια. Εντάξει, κάποιες διαφοροποιήσεις υπάρχουν στο ύφος, αλλά δε γίνεται να γράφεις πανομοιότυπα κάθε φορά.

 

Εγώ που γενικά χαλιέμαι πάρα πολύ με τα κλασσικά φάντασι ονόματα, θα σου πω πως (για μία ακόμη φορά) η δουλειά που έχεις κάνει με την ονοματοποιία είναι καταπληκτική.

 

Για να μη σταθώ στα πράγματα που έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί, θα σταθώ στα εξής δύο:

α. Δεν αναρωτήθηκα ούτε στιγμή σε τι χρησιμεύει να έχεις ένα δράκο. Για όνομα, μιλάμε για κοτζάμ δράκο, ποιος δε θα ήθελε να τον έχει;

β. Στο τέλος, περισσότερο από τη βιασύνη του, με χάλασε το εξής: Γιατί ο Ραβδί, μετά από τόσο ξύλο και τόσα σκατά που έχει φάει, η πρώτη του σκέψη να είναι πως ο Ασίκης θα αποκτήσει νέους δράκους, αντί να σκεφτεί πως θα μπορούσε ίσως να τους χρησιμοποιήσει για να εκδικηθεί, ή να γίνει πιο δυνατός από εκείνον;

 

Και όσον αφορά στο σκατόμετρο, ψιλοανακατεύτηκα, αλλά σε βαθμό θεμιτό, χωρίς δόσεις άσκοπης αηδίας.

Link to comment
Share on other sites

 

Και όσον αφορά στο σκατόμετρο, ψιλοανακατεύτηκα, αλλά σε βαθμό θεμιτό, χωρίς δόσεις άσκοπης αηδίας.

 

Σκατόμετρο; :rofl: Γεια σου ρε Σκάννερ! :lol:

Link to comment
Share on other sites

β. Στο τέλος, περισσότερο από τη βιασύνη του, με χάλασε το εξής: Γιατί ο Ραβδί, μετά από τόσο ξύλο και τόσα σκατά που έχει φάει, η πρώτη του σκέψη να είναι πως ο Ασίκης θα αποκτήσει νέους δράκους, αντί να σκεφτεί πως θα μπορούσε ίσως να τους χρησιμοποιήσει για να εκδικηθεί, ή να γίνει πιο δυνατός από εκείνον;

 

Αυτό δεν το σκέφτηκα. ή μάλλον το θεωρώ δεδομένο, ως ενοχική εκ πεποιθήσεως, ότι ως ένα σημείο, ο κακομοίρης είναι υποσυνείδητα πεπεισμένος ότι του άξιζαν όλα όσα έπαθε. Στον Ασίκη σηκώνει φωνή γιατί φοβάται για την υγεία της δράκαινας -και για τη ζωή του, μιας κι η δράκαινα έχει φάει και το τελευταίο Ραβδί της πόλης. Επίσης, ίσως και γιατί συνειδητοποεί ότι τώρα ξέμεινε στην πόλη και στον Ασίκη κι αυτό τον ζορίζει λιγάκι.

Link to comment
Share on other sites

αγαπητή Ευθυμία

 

Το διήγημα σου ήταν πολύ καλό

στο τόπικ είχα γράψει

 

"Μία καλή ιστορία που δεν έχει και κάτι ιδιαίτερα αρνητικό για να κρίνω. Από τις ωραίες ιστορίες του διαγωνισμού"

 

αν και μάλλον αντί για κρίνω έπρεπε να βάλω κράξω.Γενικά ήταν και για μένα προσωπικά μία έκπληξη το πόσο καλό ήταν μιας και σε μία πρώτη ψιλοβιαστική ανάγνωση που του είχα ρίξει όταν είχε ανεβεί ομολογώ πως δεν είχα εντυπωσιαστεί.Χρειάστηκε μία δεύτερη ανάγνωση για να δω πόσο λάθος έκανα.Ελπίζω και εγώ πως στο μέλλον θα ξαναδούμε μία περιπέτεια στο σύμπαν αυτό.

 

δεν θα πω καλη συνέχεια γιατί αυτή είναι δεδομένη ;)

Edited by joidv
Link to comment
Share on other sites

Ευθυμία, η ιστορία σου μου άρεσε πολύ, την ευχαριστήθηκα και βρέθηκε μέσα στην πρώτη τριάδα μου.

 

Λίγα έχω να πω.

Πολύ καλή γραφή, όπως πάντα.

Μου άρεσε ο χαρακτήρας του Ραβδιού, που αν και όλοι τον είχαν του κλώτσου και του μπάτσου, εκείνο ήταν πάντα ετοιμόλογο και είχε εμπιστοσύνη στις γνώσεις και τις ικανότητές του, ακόμα κι όταν ήταν μεθυσμένο.

Μ' άρεσαν οι περιπέτειές του, που παρά το βρομιάρικο της όλης υπόθεσης είχαν και κάτι κωμικό.

Πολύ ευρηματικός ο τρόπος εκκόλαψης των δρακοαβγών.

Δεν μου άρεσε η πολύ συχνή επανάληψη της φράσης "χωμένος στα σκατά"

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Συμπάθησα τον ήρωα (the dragon whisperer!) , παρασύρθηκα απο τον κόσμο που δημιούργησες και η επανάληψη της φράσης περί χωσίματος στα σκατά δικαιολογήθηκε στο τέλος, γι΄ αυτό η ιστορία ήταν απο τις πέντε καλύτερες του διαγωνισμού για μένα.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο, πάρα πάρα πολύ καλογραμμένο, με έβαλε απόλυτα μέσα στον κόσμο του με τους δράκους και τα Ραβδιά. Συμφωνώ με τους άλλους ότι δε χρειαζόταν να επαναλάβεις τη φράση τόσες φορές και ότι το τέλος είναι κάπως βιαστικό και απότομο και απορώ γιατί δε σε κατάλαβαν όλοι ότι το έγραψες εσύ αυτό! Το "επάγγελμα" των Ραβδιών έχει πολύ ψωμί, γράψε κι άλλα. Τι είναι; Ραβδομάντης; Dragon whisperer; Δρακογιατρός; Δρακοϋπνωτιστής; Και γενικά είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι (σε πολλά σου κείμενα) παίρνεις μια γνωστή λέξη και της δίνεις άλλη σημασία. Πριν το διαβάσω, θέλω να πω, δεν είχα φανταστεί ότι το Ραβδί είναι άνθρωπος και μου άρεσε αυτή η έκπληξη. Από την πρώτη τριάδα, αν ψήφιζα θα έβαζα αυτό πρώτο. Keep up the good work!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..