Ad Noctum Posted August 8, 2011 Share Posted August 8, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Αντώνης Κατσαρός Είδος: Τρόμος Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2826 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αρκετά... αρχίζω: Αυτή ήταν η ιστορία που ετοίμαζα για τον καλοκαιρινό διαγωνισμό με θέμα την αποχέτευση. Δυστυχώς δεν την ολοκλήρωσα ποτέ (εννοώ να κάτσω να τη διορθώσω κλπ), παρόλο που ζήτησα παράταση από τον Ντίνο, τελικά δεν πρόλαβα ούτε με αυτήν. Δυστυχώς η ζωή μπορεί να πάρει πολλές στροφές (ανάποδες ή σωστές) και να αλλάξουν πολλά πράγματα στη ζωή. Ο χρόνος μου μειώθηκε στο ελάχιστο και πλέον αναλώνεται σχεδόν όλος από την οικογένειά μου. Όμως η αγάπη μου για τη συγγραφή δεν σταματάει εδώ! Συνεχίζω κανονικά να γράφω αυτά που μου έρχονται στο μυαλό και αυτή η ιστορία είναι αποτέλεσμα αυτών των σκέψεων. Enjoy (και θάψτε με άνετα ). Νυχτοπερπατήματα Το σκοτάδι είχε απλωθεί και μόνο μία δέσμη φεγγαρόφωτου περνούσε από το καγκελοφορεμένο παράθυρο του κελιού "252" των φυλακών του Παρεμορέμο. Η νύχτα ήταν υγρή όσο ποτέ άλλοτε, τουλάχιστον όσο βρισκόταν ο Άλεξ – όπως τον φώναζαν οι αγγλόφωνοι, Αλέξης για τους Έλληνες – στην Νέα Ζηλανδία. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο για να δει εκείνο το μικρό ορατό τμήμα του ουρανού, πριν προσπαθήσει για ακόμα μία φορά να κλείσει τα μάτια του και να κοιμηθεί. Ο ύπνος στις φυλακές του Παρεμορέμο ήταν το ίδιο επικίνδυνος όσο και το να είσαι ξύπνιος. Όμως ήταν απαραίτητο συστατικό για να επιβιώσει κάποιος μέσα στις ακραίες συνθήκες που επικρατούσαν στο σωφρονιστικό αυτό ίδρυμα. Ο Άλεξ ήταν από τους παλαιότερους στις φυλακές και ήξερε πλέον όλες τις κακουχίες που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και της νύχτας. Σπάνια κοιμόταν καλά όλα αυτά τα χρόνια, καθώς μετάνιωνε κάθε φορά και περισσότερο την απόφασή του να φέρει ναρκωτικά από την Αυστραλία στην Ελλάδα, μέσω Νέας Ζηλανδίας… Ο Τζακ ήταν ο πιο κοντινός άνθρωπος στον Άλεξ. Ψηλός, γεροδεμένος, γύρω στα σαράντα πέντε, με δύο τεραστίων διαστάσεων ουλές στο δεξί του μάγουλο. Δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι ο άνθρωπος που θα ήθελες να κάνεις παρέα μαζί του. Ήταν συγκάτοικοι στο ίδιο κελί όταν ο Άλεξ μπήκε στην φυλακή πριν από έξι χρόνια. Τότε ο Τζακ μετρούσε ήδη εφτά χρόνια μέσα. Συγκατοίκησαν για δύο ολόκληρα χρόνια, πριν οι υπεύθυνοι αλλάξουν πτέρυγα στον Άλεξ. Βρίσκονταν που και που και τα έλεγαν, αλλά όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελε ο Έλληνας. Μία μέρα, ο Άλεξ και ο Τζακ συναντήθηκαν στα καταναγκαστικά έργα, έξω από τη φυλακή. Συνήθως τους πήγαιναν για αποψίλωση αγριόχορτων, στις αυλές των σπιτιών μεγάλων κεφαλών της φυλακής ή κυβερνητικών. Φυσικά ποτέ δεν τους έλεγαν σε ποιανού σπίτι βρίσκονταν κάθε φορά. Σε μια στιγμή που ο Άλεξ και ο Τζακ βρίσκονταν μακριά από αυτιά φυλάκων, ο έλληνας κοίταξε τον ήλιο, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και είπε˙ "Βαρέθηκα στη φυλακή. Πρέπει να γίνει κάτι και να φύγω…". Ο Τζακ κοίταξε τον νεαρό του φίλο και του έγνεψε να κάνει ησυχία, ενώ παράλληλα του έκλεισε το μάτι, δίνοντας το σύνθημα ότι κάτι υπήρχε στο μυαλό του. Ο Άλεξ ακολούθησε σιωπηλά τη συμβουλή του και απλά περίμενε πότε θα βρισκόταν η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουν. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε. Μόλις ένας μήνας ήταν, όταν ο Τζακ βρήκε τον έλληνα στο προαύλιο της φυλακής. Κάθισαν δίπλα – δίπλα στο γήπεδο του μπάσκετ και παρακολουθούσαν δύο ομάδες φυλακισμένων να γρονθοκοπούνται στο γήπεδο (γιατί πιο πολύ με αυτό έμοιαζε παρά να αγωνίζονται με κανόνες). Ο Τζακ χωρίς να κοιτάξει τον Άλεξ, είπε˙ "Θα σου πω κάτι που ελάχιστοι εδώ μέσα ξέρουν. Εμένα μου το είχε πει ένας ισοβίτης, τον πρώτο καιρό που είχα έρθει, αλλά δεν διασταύρωσα ποτέ εάν είναι αλήθεια ή όχι. Δεν ξέρω εάν έχεις παρατηρήσει ότι μία φορά κάθε λίγο καιρό, το πηγάδι που μας τροφοδοτεί με νερό, αδειάζει. Αυτό γίνεται όποτε γεμίζει το φεγγάρι. Λέγεται λοιπόν ότι το πηγάδι συγκοινωνεί με το αποχετευτικό σύστημα και σε κάθε πανσέληνο το νερό αδειάζει εκεί μέσα. Ίσως να είναι και παραμύθια όλα αυτά, αλλά εάν έχουν έστω και ένα ίχνος αλήθειας…" "Πίνουμε νερό από την αποχέτευση" διέκοψε γελώντας ο Άλεξ. Ο Τζακ κοίταξε με ένα παγωμένο βλέμμα τον νεαρότερό του, φανερώνοντας πως πίστευε και έπαιρνε πολύ στα σοβαρά την ιστορία αυτή. Ο "αγώνας" συνεχιζόταν, ενώ γίνονταν πολλές αλλαγές στις δύο ομάδες. Παίχτες έβγαιναν αιμόφυρτοι, με σπασμένες μύτες, δόντια, μαυρισμένα μάτια, αλλάζοντας με φρέσκους έτοιμους να ανταποδώσουν τα χτυπήματα. "Ωραία λοιπόν. Και αν υποθέσουμε ότι θα μπούμε εκεί μέσα, πως θα βρούμε την έξοδο;" είπε μετά από λίγο ο Άλεξ. "Υπάρχει ένα σχέδιο του αποχετευτικού, αλλά είναι κλειδωμένο στο γραφείο του διευθυντή. Θα χρειαστεί πολύ χρήμα για να καταφέρεις να το πάρεις. Πάντως, ξέρω τους κατάλληλους ανθρώπους που θα σε βοηθήσουν να το κάνεις" απάντησε ο Τζακ. "Χρήμα, ε; Πες μου πόσο και θα δω τι μπορώ να κανονίσω" είπε ο Άλεξ τρίβοντας τον ώμο του. "Εντάξει, μόλις βρω ευκαιρία θα ρωτήσω. Να ξέρεις όμως ότι το κόλπο είναι δύσκολο. Δεν υπάρχει κάποια εγγύηση ότι θα τα καταφέρεις να πάρεις το σχέδιο" είπε ο Τζακ ενώ σηκώθηκε από την κερκίδα. "Μιλάς πολύ στον ενικό, Τζακ. Νόμιζα ότι θα το κάναμε μαζί" ρώτησε ο Άλεξ. "Όχι Άλεξ. Θα σε βοηθήσω, με μια μικρή ανταμοιβή και για εμένα, αλλά δεν θα έρθω μαζί σου. Ίσως αν δω ότι το κόλπο πετύχει, να το κάνω και εγώ κάποια στιγμή, αλλά εδώ πλέον είναι το σπίτι μου. Δεκατρία χρόνια εδώ μέσα, δεν είναι και λίγα. Εκεί έξω δεν θα ξέρω τι μου γίνεται…" είπε μελαγχολικά ο Τζακ. Στην συνέχεια αποχαιρέτισε τον Άλεξ και απομακρύνθηκε. Τέσσερεις μέρες αργότερα, ο Άλεξ βρήκε ένα χαρτάκι στο κελί του, κάτω από το μαξιλάρι του. Ήταν σχεδιασμένο το σήμα του δολαρίου και έγραφε ένα νούμερο: 2.000. Έτριψε το κεφάλι του αρκετές φορές. Τα χρήματα τα είχε, ήταν όμως τα μοναδικά. Εάν τα έδινε, ακόμα και να πετύχαινε το κόλπο, θα έβγαινε έξω χωρίς δεκάρα τσακιστή στην τσέπη του. Το δίλλημα ήταν μεγάλο. Πέρασε αρκετός καιρός, στον οποίο ο Άλεξ έσπαγε το κεφάλι του. Θα το έκανε ή όχι το κόλπο; Θα έδινε όλα του τα χρήματα για κάτι τόσο αμφίρροπο ή θα περίμενε ακόμα έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί η ποινή του; Και αν θα έκανε τελικά το κόλπο, όταν θα έβγαινε έξω, τι θα έκανε; Ερωτήματα που δεν μπορούσε να απαντήσει. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον δικηγόρο του. Αυτός τον διαβεβαίωσε ότι θα έφερνε το ποσό, αφού είχε εξουσιοδότηση από τον πελάτη του. Θα συναντιόντουσαν σε τρεις μέρες στο επισκεπτήριο της Τετάρτης. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον Άλεξ τι τα ήθελε τα χρήματα, ο έλληνας όμως δεν του απαντούσε. Ήξερε τι απαταιωνικές διαθέσεις είχε ο δικηγόρος του. Εάν του αποκάλυπτε το σχέδιο, το λιγότερο που θα του έκανε, θα ήταν να τον εκβιάσει. Έχοντας τα χρήματα στην τσέπη του και έχοντας αποφύγει με μαεστρία όλες τις ερωτήσεις του δικηγόρου, κατευθύνθηκε προς τον Τζακ. Χωρίς να πλησιάσει αρκετά, αλλά από ικανοποιητική απόσταση, έκλεισε το μάτι στον παλιό του συγκάτοικο. Ο Τζακ έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, ενώ με το δεξί του χέρι έτριψε το αριστερό του αυτί, δείγμα ότι κατάλαβε το νόημα του Άλεξ. Ο έλληνας κατευθύνθηκε προς το κελί του, ενώ ο Τζακ σηκώθηκε και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν θέμα χρόνου πλέον να αρχίσει το κόλπο. Δύο μέρες μετά τον πλησίασε ένας φύλακας. "Εσύ, μαζί μου, τώρα!" τον διέταξε. Ο Άλεξ δεν είχε άλλη επιλογή. Τον ακολούθησε. "Άκουσε, γιατί θα τα πω μόνο μία φορά: Μου δίνεις τα χρήματα τώρα. Σε μερικές ώρες ο φίλος σου θα αρχίσει μια μεγάλη φασαρία. Κατά τη διάρκειά της, εγώ και ο συνάδελφός μου θα "ξεχάσουμε" ανοιχτή τη πόρτα απέναντι. Θα την περάσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Θα πας τελείως ευθεία στον διάδρομο και στο τέλος του θα πας αριστερά. Η μεγάλη καφέ πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, είναι αυτή που θες. Αν σε πιάσουν, δεν ξέρεις τίποτα. Αν πεις οτιδήποτε, θα σε κρεμάσουμε στο κέντρο της φυλακής!" Ο Άλεξ έγνεψε καταφατικά και στην συνέχεια έδωσε τον φάκελο με τα χρήματα στον φύλακα. Η καρδιά του Άλεξ χτυπούσε δυνατά. Δεν έπρεπε να αφήσει όμως το άγχος να τον κυριεύσει. Το κόλπο έπρεπε να πετύχει. Αλλιώς θα είχε δώσει όλα του τα χρήματα χωρίς λόγο. Μάζεψε όλα τα αποθέματα θάρρους που είχε μέσα του, περιμένοντας να αρχίσει η "διαδικασία". Την ώρα του δείπνου, ο Τζακ άρχισε να λογομαχεί με έναν κατάδικο. Είχαν πολλά προηγούμενα εδώ και χρόνια. Ο Τζακ είχε επιλέξει να εκμεταλλευτεί την φασαρία αυτή, με μία αληθινή κόντρα, ώστε να έχει μεγάλη δόση αληθοφάνειας. Σε λίγο η φασαρία επεκτάθηκε και μέσα σε μερικά λεπτά επικρατούσε πανικός σε όλη την αίθουσα. Οι δεσμοφύλακες έτρεχαν να σταματήσουν την φασαρία, ενώ ο Άλεξ παρατήρησε τον φύλακα που του είχε μιλήσει, να φεύγει από την πόρτα που του είχε υποδείξει αφήνοντάς την ανοιχτή, όπως του είχε πει. Ο Άλεξ κρατήθηκε όσο μπορούσε απαρατήρητος και πέρασε την "ξεχασμένη" πόρτα. Συνέχισε στον διάδρομο, ενώ πίσω του οι φωνές και η φασαρία χάνονταν. Στο τέλος του πήγε αριστερά και είδε την μεγάλη πόρτα. Ήταν και αυτή ανοιχτή. Μπήκε μέσα και άρχισε αμέσως να ψάχνει στα συρτάρια. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άνοιξε ένα, δύο, τρία συρτάρια, αλλά δεν είχε βρει τίποτα ακόμα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο απρόσεκτος γινόταν. Τελικά βρήκε το σχέδιο στο συρτάρι της βιβλιοθήκης που βρισκόταν πίσω από το γραφείο. Το μάτι του έπεσε στην φωτοτυπική μηχανή του γραφείου. Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να βγάλει απλά μία φωτοτυπία του σχεδίου παρά να το κλέψει και να κινήσει περαιτέρω υποψίες. Έβγαλε δύο αντίγραφα, για να δώσει και ένα του Τζακ. Καθώς έβαζε το σχέδιο στην θέση του, άκουσε έναν θόρυβο στο διάδρομο. Έτρεξε και κρύφτηκε μέσα στην ντουλάπα που βρισκόταν στο γραφείο. Ήταν ο λογιστής της φυλακής. Ο Άλεξ έβλεπε από μία εγκοπή το πρόσωπο του, μα όχι όλο. Έβλεπε την μύτη του και μέχρι το κάτω μέρος του λαιμού του. Είχε ζωγραφισμένο ένα μεγάλο χαμόγελο στο στόμα του, ενώ μονολογούσε˙ "Αν δεν σε διώξουν και τώρα, δεν ξέρω πότε θα σε διώξουν, παλιόμουτρο!". Γελούσε και ξαναγελούσε, ενώ άφηνε κάποια έγγραφα στο γραφείο του διευθυντή. Ο Άλεξ άρχισε να αγχώνεται, καθώς η φασαρία λιγόστευε από το βάθος των διαδρόμων, σημάδι ότι ερχόταν η τάξη ξανά στην φυλακή. Έπρεπε να επιστρέψει το συντομότερο πίσω. Όμως ο λογιστής δεν έλεγε να φύγει. Με το χαμόγελο ακόμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, πλησίασε την ντουλάπα. Ήταν η ευκαιρία του Άλεξ. Άνοιξε την πόρτα της απότομα, χτυπώντας στο πρόσωπο τον λογιστή, ρίχνοντάς τον κάτω αναίσθητο. Ο Άλεξ κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα τον λιπόθυμο άντρα. Ήταν ο πιο χαρούμενος λογιστής που είχε χτυπήσει ποτέ στην ζωή του, σκέφτηκε και έφυγε χαμογελώντας γρήγορα προς το κελί του. Ο Τζακ ήταν απόμακρος μετά από εκείνη την ημέρα. Είχε ολοκληρωθεί η αποστολή του. Παρά το γεγονός ότι δέχτηκε το αντίγραφο του σχεδίου από τον Άλεξ, δεν είχε πει κουβέντα. Ο Άλεξ περίμενε την πανσέληνο. Θα ήταν η βραδιά της απόδρασής του. Τρεις μέρες αργότερα η πανσέληνος είχε φτάσει επιτέλους. Η στάθμη του νερού του πηγαδιού είχε κατέβει αρκετά. Ο Άλεξ, είχε ξεγλιστρήσει από τους φύλακες και ήταν έτοιμος να μπει στο πηγάδι. Κοίταξε για μια στιγμή το κενό και στην συνέχεια πιάστηκε από το σκοινί και κατέβηκε κάτω με αργές αλλά σταθερές κινήσεις. Δεν άργησε να φτάσει στον πυθμένα του. Άνοιξε το στεγανό που οδηγούσε προς τους υπονόμους. Πέρασε μέσα από το τούνελ, αρχικά προχωρώντας στα τέσσερα, αλλά όσο πήγαινε, το άνοιγμα μεγάλωνε. Σηκώθηκε και, παρά το γεγονός ότι μπορούσε να σταθεί όρθιος, έσκυβε ελαφρά για να αποφύγει κάποιο απροσδόκητο χτύπημα του κεφαλιού του. Μετά από αρκετό περπάτημα έφτασε στο πρώτο σημείο στο οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το σχέδιο, ώστε να βρει τον δρόμο του. Ο υπόνομος έμοιαζε με λαβύρινθο. Κάθε του στροφή οδηγούσε σε τρεις με τέσσερεις διαφορετικούς διαδρόμους. Όμως με το σχέδιο στην κατοχή του, ο Άλεξ δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το μόνο που δεν άντεχε ο έλληνας αποδράσας, ήταν η βρώμα που υπήρχε σε όλο το μήκος του υπονόμου. Αλλά το υπέμενε μπροστά στο όραμα της ελευθερίας. Φτάνοντας σε μία ακόμα στροφή, ο Άλεξ είδε ένα άγαλμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι θέση είχε ένα άγαλμα μέσα σε έναν υπόνομο. Ήταν ίσως το πιο άσχημο άγαλμα που είχε δει στην ζωή του. Από μακριά έμοιαζε με κάποιο κακότεχνο άγαλμα του Βούδα, αλλά όσο πλησίαζε είδε ότι μόνο τέτοιο δεν ήταν. Στην ουσία ήταν κάποιος χοντρός άνθρωπος, του οποίου όμως το πρόσωπο θύμιζε κάποιο τέρας, με τεράστια δόντια και μάτια σαν δράκου. Το στομάχι του ήταν ανοιχτό και στα χέρια του βαστούσε έντερα και εντόσθια που προέρχονταν από το ίδιο του το στομάχι και τα κατεύθυνε προς το στόμα του. Ο Άλεξ αηδίασε και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το σημείο εκείνο. Είχε ανοίξει το βήμα του, έχοντας στο μυαλό του το άγαλμα. Έφτασε σε μία στροφή όπου την πέρασε γρήγορα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ή έτσι του φάνηκε. Τελικά το χτύπημα που άκουγε δεν ήταν η καρδιά του, καθώς όσο προχωρούσε γινόταν όλο πιο έντονο. Σαν ένας υπόκωφος χτύπος που ακουγόταν πρώτα στο έδαφος και μετά απλωνόταν σε ολόκληρο τον υπόνομο. Ο Άλεξ είχε κακό προαίσθημα για όλο αυτό, αλλά δεν σταμάτησε να προχωρά. Σταμάτησε μόνο για μια στιγμή για να συμβουλευτεί το σχέδιό του. Νόμιζε πως χάθηκε για λίγο, ώσπου τελικά βρήκε την άκρη. Στην επόμενη στροφή έπρεπε να πάρει την αριστερή διαδρομή, η οποία ήταν και η μεγαλύτερη από όλες μέχρι τώρα. Από εκεί και πέρα, θα έφτανε στην έξοδο. Ήταν πολύ κοντά στην ελευθερία του και θα απομακρυνόταν επιτέλους από αυτόν τον εφιάλτη των υπονόμων. Όσο πλησίαζε στην στροφή ο υπόκωφος ήχος δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Ο Άλεξ έστριψε με την αγωνία του να μεγαλώνει παράλληλα με τον ήχο. Ο διάδρομος αυτός ήταν ο σκοτεινότερος όλων. Στην άκρη του φαινόταν κάποιο φως να αναβοσβήνει ταυτόχρονα με τον υπόκωφο ρυθμικό ήχο. Κάθε χτύπος και ένα λαμπύρισμα. Τα παπούτσια του Άλεξ κολλούσαν στο έδαφος από ένα γλοιώδες υγρό. Ο Άλεξ περπατούσε σιγά προς το τέλος του διαδρόμου. Όσο έφτανε πιο κοντά, έβλεπε ότι το φως που δεν ήταν ένα, αλλά περισσότερα. Περπατούσε με μεγάλη προσοχή, για να μην γλιστρήσει στο υγρό. Έφτασε κοντά και αντίκρισε κάτι πράγματα που έμοιαζαν με αυγά. Ήταν αυτά που έκαναν εκείνο τον υπόκωφο χτύπο και μέσα από αυτά έβγαινε εκείνο το περίεργο πορτοκαλί φως. Ήταν καλυμμένα με αυτή τη γλίτσα που υπήρχε σε όλο το διάδρομο, ενώ παράλληλα έφραζαν την έξοδο από αυτόν. Ο Άλεξ δεν τα εξέτασε περισσότερο. Δεν τον ενδιέφερε τι μπορεί να είναι, να φύγει ήθελε. Αλλά δεν μπορούσε να τα παρακάμψει, δεν υπήρχε τρόπος. Ήταν τόσα πολλά και κάλυπταν όλη την έξοδο. Κοιτούσε το σχέδιο για να δει μήπως είχε κάνει κάποιο λάθος στρίψιμο, ή μήπως υπήρχε άλλος τρόπος να βγει από τον υπόνομο. Τότε, ακούστηκε ένας αηδιαστικός ήχος, σαν να σπάει δέρμα ενώ πετάγεται αίμα από τις ρωγμές του. Κάποια από τα αυγά άρχισαν να ανοίγουν. Ο Άλεξ τρόμαξε τόσο, που έστριψε και άρχισε να τρέχει. Γλίστρησε αρκετές φορές στη λάσπη και έπεσε άλλες τόσες. Σε κάποιο από τα πεσίματά του έχασε και το σχέδιο. Ο τρόμος του ήταν τεράστιος. Με πολύ μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να φτάσει στο στρίψιμο και από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν ευκολότερα, όσον αφορούσε το τρέξιμό του. Όμως χωρίς το σχέδιο, ήταν σχεδόν καταδικασμένος. Έτρεχε χωρίς να κοιτάζει πίσω του και διάλεγε διαδρόμους στην τύχη. Περιπλανήθηκε για πολλές ώρες, μέχρι που αισθάνθηκε εξαντλημένος. Κοιτούσε συχνά πίσω του για να δει αν τον κυνηγάει κάτι, αλλά ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε. Ο υπόκωφος ήχος είχε σταματήσει ακριβώς με το άνοιγμα των αυγών. Στον υπόνομο επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Τελικά ο Άλεξ αποφάσισε να κάτσει να ξεκουραστεί λίγο, πριν δοκιμάσει ξανά να βρει την έξοδο προς το πηγάδι. Πρέπει να κοιμήθηκε αρκετή ώρα. Όταν ξύπνησε το πρώτο πράγμα που ευχήθηκε ήταν να μην έχει ξημερώσει. Αν περνούσε η νύχτα, θα σήμαινε ότι η πανσέληνος θα είχε φύγει και το πηγάδι θα είχε γεμίσει, πράγμα που θα σφράγιζε την έξοδο προς τη φυλακή. Δεν ήθελε να παγιδευτεί εδώ μέσα μέχρι την επόμενη πανσέληνο… Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπόρεσε και συνέχισε να ψάχνει για το πηγάδι. Περιπλανιόταν στους διαδρόμους προσπαθώντας να θυμηθεί έστω κάτι από αυτούς, κάτι που θα του έδειχνε ότι είχε περάσει από εκεί. Βρέθηκε σε έναν από τους διαδρόμους που του θύμισε αυτό το κάτι που έψαχνε. Συγκεκριμένα ήταν ένα κομμάτι από το παντελόνι του, που του είχε σκιστεί στην κατάβασή του στο πηγάδι. Το είχε κόψει σε αυτό το τμήμα του διαδρόμου και το είχε πετάξει. Το είδε και σχεδόν δάκρυσε από τη χαρά του. Ήταν κοντά πλέον. Τότε άκουσε μια κραυγή. Ανθρώπινη ήταν. Πρέπει να ήταν κοντά, πίσω του. Γύρισε, ενώ το αίμα του είχε παγώσει. Κοιτούσε με αγωνία, χωρίς να αντιδρά κάπως. Απλά περίμενε. Άκουγε βήματα. Μερικά ήταν αργά και ρυθμικά, ενώ άλλα ήταν γρήγορα σαν να έτρεχαν. Η κραυγή επαναλήφθηκε. Τώρα ήταν ακόμα πιο κοντά, σχεδόν πριν την στροφή που φαινόταν στο βάθος. Μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε από εκεί ο Τζακ. Έτρεχε σαν να τον κυνηγούσε ο διάολος. "Φύγε! Φύγε Άλεξ, τρέξε όσο μπορείς πιο γρήγορα!" φώναξε. Ο Άλεξ ήθελε να υπακούσει την εντολή του Τζακ, αλλά τα πόδια του δεν υπάκουγαν. Πίσω από τον Τζακ φαίνονταν μικρές ανθρώπινες σκιές να τον κυνηγάνε. Σαν παιδιά ήταν, ανθρώπινα παιδιά. Δεν υπήρχε τίποτα το τρομακτικό πάνω τους. "Φύγε Άλεξ!" συνέχισε να διατάζει ο Τζακ. Ο Τζακ και τα παιδιά συνέχισαν να πλησιάζουν. Τότε τα μάτια του Άλεξ γούρλωσαν. Αυτό που είδε δεν μπορούσε να το πιστέψει με τίποτα. Τα παιδιά, αυτά τα παιδιά που πλησίαζαν τον Άλεξ και κυνηγούσαν τον Τζακ, αυτά τα πλάσματα, είχαν το πρόσωπο του Άλεξ! Ο Τζακ έπιασε τον Άλεξ από τη φανέλα του και τον τράβηξε. Ηλίθια κίνηση, καθώς έπεσαν και οι δύο κάτω, ο ένας πάνω στον άλλον. Τα παιδιά τούς έφτασαν και τους περικύκλωσαν. Για μια στιγμή οι δύο πρώην συγκάτοικοι στο κελί της φυλακής του Παρεμορέμο κοιτούσαν τα παιδιά με το πρόσωπο του Άλεξ που είχαν μείνει ακίνητα μπροστά τους. Αυτά άνοιξαν το στόμα και όρμισαν δίνοντας τέλος στην αποτυχημένη απόδραση τους… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 9, 2011 Share Posted August 9, 2011 Ωραία, γρήγορη και ατμοσφαιρική ιστορία. Με τις φυλακές της, τους καβγάδες και τις αποδράσεις της, τα περίεργα τέρατα και το κυνηγητό. Δεν σε αφήνει να περιμένεις. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι ρόλο έπαιξε ο λογιστής. Επίσης, κάτι που παρέλειψες να αναφέρεις είναι το πώς έβλεπε ο Άλεξ μέσα στους υπονόμους, εφόσον δεν υπήρχε κάποια πηγή φωτός. Διορθώνεται εύκολα. Ένα τελευταίο είναι ότι δεν κατάλαβα αν είχαν κάποια σχέση τα παιδάκια με τον Άλεξ. Γιατί είχαν το πρόσωπό του; Γενικά, ήταν μια αρκετά καλή ιστορία, που μου άφησε, ωστόσο, μερικές απορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Andkand Posted August 18, 2011 Share Posted August 18, 2011 Ιστορία με πολύ καλές περιγραφές και δράση που κατάφερε να μου μεταδώσει το άγχος του ήρωα μέσα στους λαβυρινθώδεις υπονόμους. Συμφωνώ με τον Mesmer για «κάποια κενά». Και εγώ αναρωτήθηκα πως έβλεπε ο πρωταγωνιστής στους υπονόμους (όντως, διορθώνεται εύκολα). Επίσης, το «άγαλμα του χοντρού ανθρώπου» έχει κάποια σχέση με την εξέλιξη της ιστορίας. Τα αυγά έχουν κάποια σχέση με τα μικρά Αλεξάκια (και πως εξηγούνται); Με λίγο μάζεμα θα μπορούσε να ένα ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ διήγημα! ΥΓ: Η φράση «όποτε γεμίζει το φεγγάρι» μου θύμισε ένα δικό μου διήγημα… J Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.