Rikochet Posted August 8, 2011 Share Posted August 8, 2011 (edited) Σκόνταψε, έπεσε, έκανε να πιαστεί απ'το φόρεμα της και αν δεν τον είχα συγκρατήσει, το ρούχο θα είχε σκιστεί, και αυτός θα τσακιζόταν. “Συγγνώμη σας ζητώ συγγνώμη” ψέλλισε, κοιτάζοντας μια εμένα, μια εκείνη, ισιώνοντας τα στρογγυλά γυαλιά ηλίου του. Την κοίταξα αμήχανα. “Δεν πειράζει, είστε εντάξει;” τον ρώτησε εκείνη. Αυτός χαμογέλασε, λίγο μπερδεμένα. “Δε βλέπω καλά... και η ισορροπία μου...” Ήταν κοντός. Όχι κοντός – μαζεμένος. Ολόκληρος ήταν μια μεγάλη ρυτίδα. Μαυροντυμένος, με εκείνα τα δερμάτινα παπούτσια που φυλάγονται για τις τελευταίες ηλικίες, αλλά χωρίς μπαστούνι. Πού ήταν το μπαστούνι; Και η ισορροπία του; Τον κακόμοιρο τον παππούλη - “Να προσέχετε. Καλημέρα σας” είπα και την έπιασα απ'το χέρι, γνέφοντας της να φύγουμε. Καταφέραμε ένα βήμα μακρυά του. Ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου, ένα χέρι που έμοιαζε δυνατότερο απ'το υπόλοιπο σώμα, και άκουσα τη φωνή του, απολογητική, να εξομολογείται: “Συγγνώμη. Δεν ήμουν ειλικρινής.” Γυρίσαμε προς το μέρος του ταυτόχρονα. “Δηλαδή;” ρώτησε εκείνη. “Η αλήθεια είναι πως δεν βλέπω τίποτα.” Το ύφος της έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Αρκέστηκε να τον ρωτήσει αν χρειάζεται βοήθεια. Τον φαντάστηκα επιθετικό, χωρίς απολογητική διάθεση, να χαμογελάει σκληρά, να τη φτύνει, να λέει πως το μόνο που χρειάζεται είναι το φώς του, ας είχε το φώς του και θα μας έδειχνε. Αυτός αρκέστηκε σε ένα τυπικότερο του αναμενόμενου “Σε ευχαριστώ κορίτσι μου”. Περίμενα ότι τότε θα έφευγε αλλά έμεινε ακίνητος, στραμμένος προς το μέρος μας. Την κοίταξα ερωτηματικά. “Μήπως θέλετε να σας πάμε κάπου;” τον ρώτησε και τον φαντάστηκα να τη χτυπάει στο καλάμι με το μπαστούνι, το απαραίτητο μπαστούνι του, και να καταριέται την ανημπόρια του και το θράσος της γενιάς μας. Με διέψευσε πάλι. “Πήγαινα στον κουρέα...” Έβγαλε το καπέλο του και φανέρωσε πλούσια, κακοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά. Μικρές ασύμμετρες τούφες και ένα μεγάλο τσουλούφι που, ελλείψει καπέλου, θα του κάλυπτε το μέτωπο. Να τον πάρουμε σπίτι, να τον κουρέψουμε, είναι αξιολάτρευτος! “Εδώ είναι, εδώ κοντά... Πηγαίνετε στη δουλειά σας εσείς... θα το βρώ” λέει χωρίς να κάνει βήμα. Εκείνη του πιάνει το χέρι και του χαμογελάει το πιο πλατύ, αχρειάστο χαμόγελο που είδα ποτέ μου ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της. “Πάμε” του λέει. * Το βράδυ, κάτω απ'το σώμα της, μεταμορφώνομαι σε εκείνον. Το κορμί μου ρυτιδιάζει. Το χαμόγελο μου κρεμάει και φανερώνει τα ούλα μου. Κάθε ώθηση της πάνω μου κάνει τα πλευρά μου να τρίζουν. Η καρδιά μου τρέχει να μας προλάβει. Το πέος μου χάνεται μέσα της, καταλαμβάνει τον ελάχιστο δυνατό χώρο, δε θυμάμαι τώρα πώς είναι να προεκτείνεσαι πέρα απ'αυτόν. Η ουροδοχός κύστη απειλεί να αδειάσει με κάθε συγκίνηση: τις παλάμες μου που θυμούνται το περίγραμμα του στήθους της. Το στόμα μου που μαζεύει πάλι τον ιδρώτα που λιμνάζει στις κλείδες της. Το κακό έχει παραγίνει. Καθώς η αρμύρα της φτάνει τα ούλα μου, εκεί που φύτρωναν δόντια, δόντια που άφηναν σημάδια γύρω απ'τις ρώγες της, καθώς η λεκάνη της προσγειώνεται εκεί που κάποτε είχα γόνατα, καθώς οι αναστεναγμοί της εντείνονται, λες και δεν παρατηρεί καμιά υποχώρηση, σα να μη νιώθει τη μείωση που έλαβε χώρα στο κρεβάτι μας, το ένα μου χέρι, δυνατότερο και απ'τους δυό μας, τινάζεται στο πλάι, βρίσκει επιτέλους το μπαστούνι, το γραπώνει και το προσγειώνει στον πισινό της. “Ναι μπαμπάκα” φωνάζει, απτόητη. “Αρκετά” λαχανιάζω, “φτάνει. Χρειάζομαι κούρεμα, θα με ξεκάνεις και θα με θάψεις ακούρευτο, θα κρέμεται το τσουλούφι μπροστά στο πρόσωπο μου και στην κηδεία δε θα μπορεί να σιγουρευτεί καμιά τους ότι είμαι ΑΥΤΟΣ που τις ευχαρίστησε τόσο. Αρκετά.” Σωπαίνει, αλλά της ρίχνω άλλη μια για καλό και για κακό. * Θα με πνίξει με το μαξιλάρι, όσο είναι ακόμα καιρός, πνίξε με, όσο προλαβαίνουμε, για να μη με δείς ποτέ να σου σκίζω το φόρεμα από αδυναμία αντί για επιθυμία. Κούρεψε με, ξύρισε με και κόψε μου το λαρύγγι, να είναι η τελευταία φορά που με φροντίζεις, όσο είναι ακόμα στο χέρι σου. * “Κοιμήσου τώρα,” μου λέει, “εγώ είμαι η μεγαλύτερη εδώ, το ξέχασες;” Ξαπλώνω ξανά, φαινομενικά καθησυχασμένος, αν και ξέρω ότι, στο τέλος, τα μεταθανάτια λείψανα μου, μαλλιά, δόντια και σκουλήκια, είναι πιο δυνατά από μένα, πιο νέα από μένα, πιο νέα και απ'τους δυό μας. * Όταν έχασα και την αφή δεν ήμουν σίγουρος πια αν ήταν κοντά μου. Δεν πτοούμαι. Μια τελευταία ερώτηση. Έχουμε καιρό όμως έτσι ας μην απαντήσει ίσως να απαντήσει δεν απαντάει. Edited August 8, 2011 by Rikochet Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μάρβιν ΑΑΠ Posted August 8, 2011 Share Posted August 8, 2011 Ημιτελές μου φαίνεται, ιδίως προς το τέλος, παρότι είναι αρκετά σαφές τι γίνεται. Πολύ ενδιαφέρουσα η μεταμόρφωση και οι απανωτές αντιστροφές. Δύσκολο κείμενο και ιδέα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted August 10, 2011 Share Posted August 10, 2011 Όπως πάντα, η γραφή σου είναι παντοδύναμη και ορμητική. Μόνο που ίσως αυτή τη φορά το παράκανες με την ασάφεια και την αίσθηση του μισού που χαρακτηρίζει τα κείμενά σου. Πάντα δουλεύει υπέρ της ατμόσφαιρας που χτίζεις, αλλά εδώ ίσως παρασύρθηκες από τον αυθορμητισμό του ύφους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αιθεροβάμων Posted August 12, 2011 Share Posted August 12, 2011 Θα ήθελα να μάθω από που όλο αυτό είναι διαπνεόμενο. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που γράφεις και εκφράσεις που χρησιμοποιείς...Είναι πραγματικά σε όλο το κείμενο. Το χάρηκα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.