Jump to content

Σακάτες Άγιοι - Απόσπασμα


Nihilio

Recommended Posts

Είδος: ηρωική φαντασία

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 4300

Αυτοτελής; Οχι. Απόσπασμα από μυθιστόρημα (τρίτο κεφάλαιο είναι)

Σχόλια: Ένα δείγμα από το μυθιστόρημα που διορθώνω φέτος. Είναι ακόμα στο πρώτο του πέρασμα και ίσως έχει κάποια σημεία που θα αλλάξω πριν πάρει το δρόμο του για εκδότες.

Η ιστορία στο σημείο αυτό εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους, στον έναν στο παρόν όπου ο Αύγουστος Μπρόντλεϋ προσπαθεί να φτάσει σε ένα βιβλιοπωλείο στο Ελεύθερο Λιμάνι του Λάχαντρος για να εκτελέσει μία παραγγελία που του έχει αναθέσει ο μέντοράς του Ιερώνυμος, ενώ παράλληλα θυμάται την εκπαίδευσή του στο Τάγμα της Λόγχης, το σώμα Εξορκιστών της Ιεράς Εξέτασης.

-----

 

"Όσο σκέφτομαι πώς θα ένιωσε ο αδερφός Λουκάς όταν ο μικρός τον ρώτησε για τα Δαιμόνια,” είπε γελώντας ο Πεφωτισμένος Ιούλιος, “τόσο μετανιώνω που δεν ήμουν μπροστά να δω την έκφραση το πρόσωπό του.”

“Πραγματικά,” του απάντησε ο Πεφωτισμένος Αντώνιος. “Πρέπει να αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση. Και ποιος δε θα αιφνιδιαζόταν βέβαια;”

Οι δύο Ιεροεξεταστές κάθονταν σε ένα πάγκο στην πίσω αυλή και παρατηρούσαν τα δέντρα που άνθιζαν. Ήταν η πρώτη πραγματική ημέρα της Άνοιξης, ηλιόλουστη και ζεστή, χωρίς ούτε ένα σύννεφο να κρύβει το γαλάζιο του ουρανού.

“Ο μικρός είναι έξυπνος,” είπε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος, “και μόνο ότι έκανε αυτή τη σύνδεση το αποδεικνύει.”

“Βέβαια,” συμπλήρωσε ο άλλος άντρας, “αυτό δεν είναι πάντα καλό. Θυμήσου μόνο πόση αναστάτωση προκάλεσε ο πρώτος που έκανε αυτή τη σύνδεση και το ακανθώδες πρόβλημα της Εκκλησίας του Αίματος.”

“Το θυμάμαι,” του απάντησε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος, “όπως θυμάμαι και το πόσο δυσκολεύτηκαν οι αδερφοί μας στα Τάγματα του Σπαθιού και του Στιλέτου να εξαρθρώσουν την αίρεση αυτή. Ή το πόσο δυσκολεύτηκαν οι θεολόγοι να εξηγήσουν το γιατί η θεωρία αυτή είναι αιρετική.”

“Βέβαια,” απάντησε ο πεφωτισμένος Αντώνιος. “Από ότι θυμάμαι τελικά, κατέληξαν ότι το να λατρεύονται τα πλάσματα των Λάκκων δεν είναι το ίδιο με το να λατρεύονται οι Άγιοι και οι Μητέρες, επειδή κάτι τέτοιο δεν βρίσκεται στα γραπτά των Προφητών.”

“Όχι ακριβώς έτσι, αλλά αυτό είναι το νόημα,” του επιβεβαίωσε ο πεφωτισμένος Ιούλιος, “αν και θεωρείται μια από τις πιο αδύναμες αιτιολογίες που έδωσε ποτέ το Δογματικό Συμβούλιο.”

“Τέλος πάντων,” του είπε ο γραμματέας του Τάγματος ξεφυσώντας, “δεν είναι αυτό το θέμα μας και δε σε κάλεσα για αυτό εδώ.”

“Δε μπορώ να σκεφτώ ποιο είναι όμως,” αποκρίθηκε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος. “Τι με θες, αδερφέ;”

“Θα ήθελα να σου μιλήσω για τη θέση σου ως Κλειδοκράτορα,” του απάντησε εκείνος, “Πρόσεχε!”

“Τι εννοείς;” τον ρώτησε θιγμένος ο άλλος Ιεροεξεταστής.

“Τίποτα το συγκεκριμένο,” τον καθησύχασε ο συνομιλητής του, “απλά ξέρεις πολύ καλά ότι ο μέντοράς μου είχε την θέση αυτή πριν από εσένα και είχε επίσης και κάποιες όχι τόσο... ορθόδοξες απόψεις για την Αποστολή μας.”

“Ξέρεις, οι απόψεις του κάθε ενός δεν περνάνε απαραίτητα στον διάδοχό του,” του απάντησε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος. “Είσαι απόδειξη για αυτό.”

“Το γνωρίζω,” του απάντησε ο Πεφωτισμένος Αντώνιος, “αλλά σίγουρα όλη αυτή η απαγορευμένη γνώση είναι μεγάλος... πειρασμός για κάποιον που σκέφτεται έξω από τα... στενά όρια της... πολιτικής του Τάγματος.”

“Πράγματι,” είπε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος, “για αυτό εξάλλου και φυλάσσεται...”

“Αρκεί πάντα να φυλάσσεται και από τους φύλακες της,” του απάντησε ο συνομιλητής του και σηκώθηκε από το παγκάκι τους. “Πρέπει να πηγαίνω,” είπε, “είθε ο Δημιουργός να φωτίζει το δρόμο σου αδερφέ.”

“Και τον δικό σου, αδερφέ,” αποκρίθηκε ο Πεφωτισμένος Ιούλιος, άκεφος. Τα λόγια του αδελφού του τον είχαν προβληματίσει.

 

 

3

 

 

ΠΑΝΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΑΛΗΘΙΝΟ ΙΕΡΕΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, είπε ο Άγιος.

“Δεν είμαι ιερέας,” του αποκρίθηκε ο Αύγουστος. “Ποτέ δεν ήμουν.” Κάτι τον ενοχλούσε στη συζήτηση αυτή, το ένστικτό του του έστελνε σήματα κινδύνου.

ΞΕΡΕΙΣ ΟΜΩΣ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΤΟΥΣ, του απάντησε ο Άγιος. ΤΟ ΕΝΙΩΣΑ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΚΑΛΕΣΕΣ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ.

“Και για ποιο λόγο με τιμήσατε με την παρουσία σας;” τον ρώτησε ο Αύγουστος. Το χέρι του χαΐδευε το μαχαίρι στο εσωτερικό της φόδρας του σακακιού του.

ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟΥΣ ΜΑΓΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ,” του είπε ο Άγιος. “ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΙΜΗΣΕΙΣ. ΤΟ ΕΚΤΙΜΩ ΑΥΤΟ.

“Η άποψή σας αυτή με τιμάει αφάνταστα,” είπε ο Αύγουστος, συνεχίζοντας να έχει αυτό το πολύ άσχημο συναίσθημα.

ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΣΕ ΕΧΕΙ ΠΡΟΛΑΒΕΙ ΑΛΛΟΣ. ΘΑ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΣΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΑ ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΣ

***

Ήταν πολύ αργά τη νύχτα, κι όμως ο Αύγουστος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, δε μπορούσε να κοιμηθεί. Στο άλλο κρεβάτι του κοιτώνα του κοιμόταν ο Αντώνιος, ένας άλλος από τους μαθητευόμενους, ροχαλίζοντας σιγανά. Τον Αύγουστο όμως κάτι τον ενοχλούσε και τον κρατούσε ξύπνιο.

Όχι ότι δεν ήταν κουρασμένος, κάθε άλλο: η εκπαίδευσή τους κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν στο στάδιο αυτό. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη δοκιμασία με τις πέτρες και ήταν στο τέλος της διδασκαλίας των δέκα πρώτων από τους εξηνταέξι Ιερούς Ψαλμούς.

Η καθημερινή εντατική άσκηση, τόσο σωματική όσο και πνευματική, μαζί με τις συχνές αγρυπνίες και τις αγγαρίες που ξαφνικά είχαν αυξηθεί υπερβολικά, είχαν φέρει τα περισσότερα αγόρια στα πρόθυρα της εξάντλησης. Το μόνο που φαινόταν να τον κρατάει ακόμα στα πόδια του ήταν οι ασκήσεις διαλογισμού που έκανε τα απογεύματα με τον Πεφωτισμένο Αντώνιο. Τις πρώτες μέρες οι ασκήσεις τον κούραζαν ακόμα περισσότερο, σταδιακά όμως είχε καταφέρει να μάθει σωστά τις αναπνοές που έπρεπε να παίρνει και κατάφερνε να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε αυτό που ο Πεφωτισμένος Αντώνιος αποκαλούσε το Πηγάδι, και που ο Αύγουστος αντιλαμβανόταν ως ένα άδειο δωμάτιο, έτσι ώστε να αντλεί δύναμη από αυτό.

Ίσως και για αυτό να μην μπορούσε να κοιμηθεί, τις τελευταίες μέρες έβγαινε από το διαλογισμό του φρέσκος, σα να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο. Όμως και κάτι άλλο τον ενοχλούσε, κάτι απροσδιόριστο που δεν μπορούσε να περιγράψει με λόγια. Σαν μια αίσθηση ότι κάποιος οικείος βρισκόταν κοντά του και τον παρακολουθούσε. Ίσως αν συγκεντρωνόταν να κατάφερνε να αποκοιμηθεί.

Έκλεισε λοιπόν τα μάτια του και βυθίστηκε βαθιά μέσα του. Οι τοίχοι του θαλάμου και τα σκεπάσματά του έσβησαν και τη θέση τους πήρε το οικείο μικρό δωμάτιο. Μπορούσε να δει μόνο μια πόρτα και ένα τζάκι στο οποίο έκαιγε μια μικρή φωτιά. Ήταν η Φλόγα μέσα του. Αυτή την άφησε όπως ήταν, προσπάθησε όμως να φανταστεί ένα κρεβάτι μέσα στο νοητό χώρο. Συγκεντρώθηκε στη γωνία που ήθελε να βρίσκεται το κρεβάτι και είδε μια σκιά να αναδεύει. Τα μάτια του ήταν πιο βαριά, τα βλέφαρά του πετάριζαν και η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο αργή. Αναθάρρησε και προσπάθησε με μεγαλύτερη ένταση. Η σκιά έγινε πιο έντονη, σαν κάτι υλικό να εμφανιζόταν από τη γωνία. Δεν ήταν όμως κρεβάτι. Ήταν μια ανθρωπόμορφη σκιά που ύψωσε το χέρι της και έγνεψε στον Αύγουστο να την ακολουθήσει. Και ύστερα χάθηκε πάλι στον τοίχο με ένα κουδούνισμα.

Το αγόρι τινάχτηκε από το κρεβάτι του και δεν μπόρεσε να αποκοιμηθεί για όλο το υπόλοιπο βράδυ.

***

 

“Ο μόνος που με έχει προλάβει είναι ο Δημιουργός,” απάντησε ο Αύγουστος, αλλά χωρίς σθένος. Έχω εγκαταλείψει τους όρκους μου, σκέφτηκε, Τον έχω εγκαταλείψει.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΦΕΡΕΙΣ, αποκρίθηκε ο Άγιος, ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΙΑ, ΙΕΡΕΑ.

Με ειρωνεύεσαι, σκέφτηκε ο Αύγουστος και, ενστικτωδώς, πήρε αμυντική στάση.

“Τι συνεργασία σκεφτόσουν, Άγιε,” τον ρώτησε όμως, με όση περισσότερη ευγένεια μπορούσε. Ήξερε ότι η απάντηση δε θα του άρεσε.

***

 

“Η πρόοδός σας παιδιά μου είναι εξαιρετική,” είπε στους μαθητευόμενους ο Πεφωτισμένος Λουκάς, μπαίνοντας στην αίθουσα εκπαίδευσης. “Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που άρχισε η εκπαίδευσή σας και ήδη έχετε μάθει τα όσα ήταν να μάθετε στον Πρώτο Κύκλο. Ήρθε τώρα η ώρα να προχωρήσετε στον επόμενο, και να διδαχθείτε τους επόμενους δέκα Ψαλμούς.”

Καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε. “Δε θα σας κουράσω με κηρύγματα, θα ξεκινήσω αμέσως με τον ενδέκατο Ψαλμό.

“Οι δέκα πρώτοι είχαν σα σκοπό το να σας διδάξουν το πώς να ελέγχετε την εσωτερική Φλόγα σας και το πώς να επικοινωνείτε με πνεύματα. Οι επόμενοι δέκα είναι τα βασικότερα όπλα που διαθέτει ένας Ιεροεξεταστής για να πολεμήσει τους εχθρούς της Πίστης.

“Όπως σας είχα εξηγήσει και παλιά, κάθε άνθρωπος έχει μια Φλόγα μέσα του. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια πιο ισχυρή Φλόγα από άλλους και κάποιοι από αυτούς, όπως εσείς, επιλέγουν να κάνουν το έργο του Δημιουργού.”

Καθάρισε άλλη μια φορά το λαιμό του και παρατήρησε το ακροατήριό του. Τα παιδιά τον πρόσεχαν. Είχαν διδαχθεί την πειθαρχία που απαιτούσε το Καθήκον τους.

“Μερικοί όμως,” συνέχισε, “επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν το χάρισμα αυτό για πιο σκοτεινούς, ιδιοτελείς σκοπούς. Κάποιοι, μάλιστα, τολμούν να κάνουν απεχθείς συμφωνίες με δαίμονες παίρνοντας σαν αντάλλαγμα δύναμη. Τα άτομα αυτά τα ονομάζουμε μάγους και οι συμφωνίες τους με τους δαίμονες ονομάζονται ξόρκια.

“Για να κάνει ένας μάγος ξόρκια,” συνέχισε, “χρειάζονται να τραβήξουν ενέργεια από μέσα τους, από τη Φλόγα τους. Ο Ψαλμός που θα σας διδάξω έχει ως σκοπό να αποδυναμώσει στιγμιαία τη Φλόγα τους, αποδυναμώνοντας τα ξόρκια που ετοιμάζουν. Καταλάβατε;”

“Μάλιστα,” απάντησαν οι μαθητευόμενοι του.

“Ωραία. Ο Ψαλμός πάει ως εξής...”

***

 

Κύριε όπως έδωκες σθένος εις τον υπηρέτην σου,

Σβήσε την Φλόγα όσων σε αψήφησαν.

Ο Αύγουστος θυμόταν στην εντέλεια τον Ψαλμό, μέχρι και την πιο μικρή παύση στο ρυθμό του. Μπορούσε να τον καλέσει ως ράπισμα εναντίον του Αγίου πριν περάσει στην κυρίως επίθεση.

Αν η κατάσταση πάντα έφτανε ως εκεί.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ ΕΝΑΝ ΙΕΡΕΑ, του είπε ο Άγιος. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΣ ΕXETE ΞΕΧΑΣΕΙ ΚΑΙ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΝΑ ΣΑΣ ΘΥΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΜΑΣ.

“Καταλαβαίνω,” είπε ο Αύγουστος, καθώς στο μυαλό του έρχονταν οι συμβουλές του Ιερώνυμου σχετικά με παρόμοιες περιστάσεις: ήταν μια σειρά από πολύπλοκα διατυπωμένες εκφράσεις για να πει κανείς “κάνε ότι σου ζητήσουν”.

ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΘΑ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΤΙΜΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, συμπλήρωσε ο Άγιος.

Και τότε ο Αύγουστος άρχισε όντως να καταλαβαίνει προς τα που πήγαινε η κουβέντα. Το κακό προαίσθημα που είχε τώρα δικαιωνόταν...

***

 

Στριφογύρισε λίγο ακόμα στο κρεβάτι του και τελικά, απελπισμένος, αποφάσισε ότι δε θα μπορούσε να κοιμηθεί και ότι καλύτερα να σηκωνόταν. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά κάτι του έλεγε ότι αν περπατούσε πέρα δώθε στο δωμάτιό του ίσως και να τα κατάφερνε τελικά. Έτσι λοιπόν, σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και περπάτησε πάνω-κάτω στον κοιτώνα, όταν κάτι τον έκανε να σταματήσει. Έκανε ένα βήμα πίσω και τότε μόνο κατάλαβε τι τον ενοχλούσε όσο ήταν ξαπλωμένος. Ένα απαλό ρεύμα αέρα έβγαινε μέσα από τον τοίχο και τον χτύπαγε στο πόδι του.

Πλησίασε το χέρι του στο σημείο από το οποίο πίστευε ότι ερχόταν και έψαξε μέχρι που, μετά από αρκετή προσπάθεια, βρήκε τη χαραμάδα από την οποία έβγαινε. Φαινόταν ότι υπήρχε κενό γύρω από μία από τις πέτρες του και δοκίμασε να τη σπρώξει. Με έκπληξη την ένιωσε να υποχωρεί και μαζί της να υποχωρεί και ο τοίχος. Στο ελάχιστο φως που έμπαινε από το παράθυρο παρατήρησε ότι μια μικρή πόρτα είχε ανοίξει στον τοίχο, μια πόρτα τόσο μεγάλη ώστε να χωράει να περάσει ένας άντρας γονατιστός.

Έβαλε το κεφάλι του μέσα της και είδε ότι πίσω της εκτεινόταν ένας στενάχωρος διάδρομος. Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο μπήκε μέσα του και προχώρησε λίγο πιο πέρα σε αυτόν. Όσο προχωρούσε όμως τόσο το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο βαθύ.

Τελικά αποφάσισε να επιστρέψει πίσω και να φροντίσει να τον εξερευνήσει μια άλλη ημέρα που θα ήταν καλύτερα εξοπλισμένος. Έτσι κι έκανε, επιστρέφοντας στο δωμάτιό του και κλείνοντας την είσοδο πίσω του. Έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι του και, ήρεμος πια, βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο.

 

Η νέα εκπαίδευση ήταν ακόμα πιο κουραστική από την προηγούμενη. Κάθε νέος Ψαλμός ήταν πολύ δυσκολότερος από τον προηγούμενό του και απαιτούσε όλο και περισσότερη ενέργεια από τους μαθητευόμενους. Ο Αύγουστος, όσο κι αν είχε βελτιωθεί στο διαλογισμό, συνέχιζε να δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στην εκπαίδευση. Τα βράδια ήταν τόσο εξαντλημένος που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά μόνο να κοιμάται. Έτσι η εξερεύνηση του μυστικού διαδρόμου όλο και αναβαλλόταν.

Πέρασαν έτσι δύο ακόμα μήνες, όμως, όταν η εκπαίδευση έφτασε στον δέκατο πέμπτο Ψαλμό ο ρυθμός των ασκήσεων άρχισε να μειώνεται και η κόπωση να γίνεται όλο και μικρότερη: Η μέρα που θα έκανε την εξερεύνηση δεν άργησε να ακολουθήσει.

Είχε φροντίσει να εφοδιαστεί κατάλληλα, έχοντας κρύψει ένα κερί κάτω από το στρώμα του και κουβαλώντας μαζί του μια τσακμακόπετρα. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις σηκώθηκε ήταν να ελέγξει τον συγκάτοικό του. Κοιμόταν βαθιά και, όπως συνήθως, ροχάλιζε σιγανά. Έβαλε το χέρι του κάτω από το στρώμα και, όσο πιο ήσυχα μπορούσε, τράβηξε το κερί. Στη συνέχεια τοποθέτησε μια τυλιγμένη κουβέρτα κάτω από τα στρώματά του και την κουκούλωσε προσεχτικά, για να νομίζει ο θαλαμοφύλακας ότι κοιμάται. Έπειτα ντύθηκε βιαστικά και πίεσε την πέτρα που άνοιγε το πέρασμα.

Η είσοδος άνοιξε και ο Αύγουστος χώθηκε προσεχτικά στο στενάχωρο διάδρομο. Αφού μπήκε έκλεισε την πόρτα και χτύπησε την τσακμακόπετρα του δίπλα στο φιτίλι του κεριού. Δε χρειάστηκαν πάνω από τρεις προσπάθειες για να ανάψει. Στο φως του το αγόρι είδε ότι ο διάδρομος εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος και προς τις δύο κατευθύνσεις. Έτσι λοιπόν χάραξε με την τσακμακόπετρα τον τοίχο στο σημείο από όπου μπήκε, έτσι ώστε να το ξεχωρίσει επιστρέφοντας, και προχώρησε προς την κατεύθυνση που ήξερε ότι βρίσκονταν τα γραφεία των Πεφωτισμένων.

Με το φως του κεριού για οδηγό, σύρθηκε για πολλή ώρα, μέχρι που το πέρασμα διασταυρώθηκε με έναν κατακόρυφο διάδρομο. Στον τοίχο του διέκρινε πιασίματα και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Ήξερε ότι στον επάνω όροφο βρίσκονταν οι κοιτώνες των Πεφωτισμένων, μπροστά του αυτοί των μεγαλύτερων μαθητευόμενων, δε γνώριζε όμως τι βρισκόταν στα υπόγεια. Η περιέργειά του τον οδήγησε τελικά προς τα κάτω. Με προσοχή έπιασε το κερί με το ένα χέρι του και με το άλλο χέρι και τα πόδια άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Η κατάβαση δεν ήταν εύκολη, κόντεψε να γλιστρήσει δύο ή τρεις φορές, όμως τα κατάφερε να κρατηθεί από τα πιασίματα και τελικά να φτάσει σε ένα στενό δωματιάκι στον πάτο του φρεατίου.

Εκεί, έψαξε τον τοίχο, μέχρι που βρήκε κάτι σαν μοχλό κρυμμένο σε ένα βαθούλωμα σε μία από τις πέτρες του τοίχου. Με προσοχή την τράβηξε και είδε τον τοίχο να υποχωρεί, ανοίγοντας ένα πέρασμα προς ένα σκοτεινό δωμάτιο.

Το δωμάτιο μύρισε σκόνη και κλεισούρα, ενώ, στο φως του κεριού, ο Αύγουστος διέκρινε σειρές από ράφια βιβλιοθήκης. Δε γνώριζα ότι υπήρχε κάποια βιβλιοθήκη στο υπόγειο, σκέφτηκε, και αμέσως πήρε ένα βιβλίο από ένα κοντινό ράφι.

Το βιβλίο δεν είχε τίτλο, ήταν ένας μαύρος δερματόδετος τόμος που ο χρόνος δεν του είχε φερθεί με επιείκεια. Τα κιτρινισμένα φύλλα του ήταν γεμάτα με σειρές από μικρά πυκνογραμμένα γράμματα, γραμμένα από ένα, όπως έδειχνε, βιαστικό χέρι. Η ουσία του Χ., έγραφε ο άγνωστος συγγραφέας, κρύβεται στην Ανωτέρα Επίκλησι στο Θώτ. Τα χίλια προοσωπεία του Εγώ του Αλ. θα φανερωθούν μόνο στον προσεκτικό Παρατηρητή.

Ο Αύγουστος αδυνατούσε να καταλάβει τι ήθελε να γράψει ο συγγραφέας, για αυτό και προχώρησε μερικές σελίδες και διάβασε: την εικοστή ημέρα νηστείας μπόρεσα να αντικρίσω το προσωπείο της Σ. Ήταν ένα θέαμα μαγευτικό αλλά και τρομαχτικό. Προσπάθησε να με τραβήξει με τα κάλλι της, αλλά αντιστάθηκα στα θέλγητρά Της με το Σημάδι. Ούρλιαξε και εξαφανίστηκε στο Αλ.

Ο Αύγουστος ήταν ακόμα πιο μπερδεμένος μετά από το δεύτερο χωρίο, για αυτό και ξαναέβαλε το βιβλίο στη θέση του και τράβηξε το διπλανό του. Περί των θρησκειών της Λαμόρκ, έγραφε στο εξώφυλλό του, και από κάτω το όνομα του συγγραφέα, κάποιου Ιερώνυμου Μπρόντλεϋ. Γεμάτος περιέργεια άρχισε να το ξεφυλλίζει. Η γλώσσα ήταν το ίδιο ή και περισσότερο ακατανόητη αλλά τα όσα έγραφε ο συγγραφέας σε αυτή έμοιαζαν να βγάζουν νόημα. Το πρώτο κεφάλαιο έλεγε για τους αρχαίους χρόνους της ηπείρου που λεγόταν Λαμόρκ και, γενικά, συμφωνούσε με τα όσα τους είχαν διδάξει ως τώρα.

Μόνο όταν το κερί άρχιζε να χαμηλώνει, φτάνοντας σε ύψος που να έδειχνε ότι είχαν περάσει κοντά δύο ώρες, κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Θα επέστρεφε την επόμενη μέρα να μελετήσει το βιβλίο με την ησυχία του. Ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο επάνω πέρασμα και σύρθηκε μέχρι το δωμάτιό του. Ευτυχώς βρήκε το πέρασμα εύκολα και έτσι βρισκόταν πίσω στο κρεβάτι του αρκετά νωρίς ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί λίγη ώρα πριν σημάνει το εγερτήριο.

 

Έτσι, πέρασαν οι μέρες, με τον Αύγουστο να επισκέπτεται τα βράδια την μυστική βιβλιοθήκη και να διαβάζει τα βιβλία της. Ξεκινώντας από το βιβλίο για τις θρησκείες που είχε ανακαλύψει, δε μπορούσε παρά να προσέξει το πώς, σταδιακά, τα όσα έλεγε ο συγγραφέας διαφοροποιούνταν σε σχέση με τα όσα τους είχε διδάξει ο πατέρας Αλφρέδος.

Το βιβλίο, σε αντίθεση με τη διδασκαλία του ιερέα, δεν έλεγε πόσο λάθος ήταν τα όσα έλεγαν οι θρησκείες πριν τους Προφήτες, αν και διαβάζοντας τα κείμενα για αυτές μπορούσε να καταλάβει ότι δε διέφεραν και πολύ από τα όσα τους είχε πει ο δάσκαλός τους για αυτές. Τα πράγματα άλλαξαν όταν έφτασε στο κεφάλαιο που μίλαγε για τις εκκλησίες που δημιούργησε ο Πρώτος Προφήτης. Διαβάζοντας για τους πολέμους ανάμεσα στις διάφορες κάστες, τις αιρέσεις και τις δολοπλοκίες τους, άρχισε να βλέπει σημαντικές διαφορές από τα όσα είχε (και κυρίως δεν είχε) διδαχτεί και ήδη είχε αρχίσει να υποψιάζεται κάτι για τη φύση της βιβλιοθήκης αυτής. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν, φτάνοντας στο κεφάλαιο για τον Δεύτερο Προφήτη. Εκεί που ο Πεφωτισμένος Λουκάς υμνούσε το έργο του, το βιβλίο δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει τους πολέμους και τα κυνήγια αιρετικών που οργάνωσε ο Προφήτης και που συνέχισε η Ιερά Εξέταση αφού έφυγε. Τώρα πια ήταν σίγουρος ότι στη βιβλιοθήκη αυτή φυλάσσονταν αιρετικά βιβλία και, σκανδαλισμένος, αποφάσισε να μην την ξαναεπισκεφτεί.

 

Απόφαση που δεν κράτησε για περισσότερο από μια εβδομάδα, αφού η ανάγκη του να διαβάσει περισσότερα για τις αιρέσεις ήταν επιτακτική. Ήθελε να ξέρει τι θα αντιμετώπιζε στο μέλλον, ιδίως όταν άκουσε τον Πεφωτισμένο Λουκά να τους διδάσκει ότι “η γνώση του αντιπάλου είναι ένα σημαντικότατο όπλο για τη νίκη,” συνεχίζοντας να απαγγέλλει τις ιεραρχίες των κατοίκων των Λάκκων.

***

 

ΔΕΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙΣ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΟΥ, ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕ, του είπε ο Άγιος, ΣΕ ΕΧΕΙ ΠΡΟΛΑΒΕΙ ΑΛΛΟΣ. ΚΡΙΜΑ, ΘΑ ΜΑΘΑΙΝΕΣ ΠΟΛΛΑ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ...

Ο Αύγουστος έσφιξε τα χείλη του. Κάθε λέξη του Αγίου τον έφερνε όλο και πιο κοντά στη βεβαιότητα ότι έπρεπε να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο. Αποφάσισε λοιπόν να ρίξει το δόλωμά του

“Παρόλα αυτά, σεβαστέ Άγιε,” είπε ταπεινά, “δυστυχώς έχω χαθεί και, δεδομένου ότι είστε ο Άγιος των δρόμων θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να ξαναβρώ το δρόμο μου.”

Το χέρι του Αυγούστου έσφιξε το μαχαίρι που έκρυβε κάτω από το παλτό του. Οι επόμενες απαντήσεις του Αγίου θα έκριναν το αν έπρεπε να κάνει το καθήκον του ή όχι...

***

 

Όταν έμαθαν και τον εικοστό Ψαλμό, τον Ψαλμό που επέτρεπε στον ιεροεξεταστή να δει ίχνη από πνευματική ενέργεια στο περιβάλλον του, ο Πεφωτισμένος Λουκάς τους μάζεψε μια μέρα, μοίρασε στον κάθε ένα μια λάμα μαχαιριού, μερικά κομμάτια ξύλο, λωρίδες από δέρμα και εργαλεία και τους είπε να φτιάξουν με αυτά ένα μαχαίρι και το θηκάρι του. Ένα μαχαίρι που θα έπρεπε να κουβαλούν πάντα μαζί τους, όπως τους είπε. Στη συνέχεια τους έδειξε πώς να το κάνουν και τους επιτηρούσε, διορθώνοντας τα λάθη τους όποτε χρειαζόταν.

Όταν τελείωσαν με το καθήκον τους αυτό, ο δάσκαλός τους τους οδήγησε στην άλλη πλευρά της αίθουσας και τους ανακοίνωσε ότι τώρα είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στον επόμενο Κύκλο. “Όπως θα έχετε δει ως τώρα, η εκπαίδευσή σας ήταν μερικοί βασικοί Ψαλμοί. Πρέπει όμως να γνωρίζετε ότι ένας Ιεροεξεταστής στη διάρκεια της ενεργού του Δράσης του, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει πολλούς κινδύνους είτε από τους υπηρέτες των Δαιμονίων που πολεμάει, είτε από ανθρώπους κακόβουλους. Πρέπει να είναι σε θέση λοιπόν να χρησιμοποιεί τρία όπλα: τη λόγχη, το μαχαίρι και τα γυμνά χέρια του. Έφτασε η ώρα να διδαχθείτε το πως θα πολεμάτε αποτελεσματικότερα.

“Πριν από αυτό όμως,” συνέχισε, “τα μαχαίρια σας πρέπει να καθαγιαστούν.”

Δίχως καθυστέρηση, ο πεφωτισμένος έβαλε τα αγόρια να κάτσουν σε έναν κύκλο και, εν μέσω προσευχών, να χαράξουν με τα μαχαίρια τις αριστερές τους παλάμες και να βάψουν τις λάμες με το αίμα τους. Ο Αύγουστος το έκανε με δισταγμό, πέφτοντας σε έναν ελαφρύ λήθαργο για να μη νιώσει τον πόνο και με έκπληξη είδε το αίμα του να κυματίζει πάνω στη λεπίδα, πριν αυτή το απορροφήσει μέσα της.

***

 

Ο Άγιος κοίταξε σιωπηλός τον Αύγουστο και οι μικρές σχισμές στο ύψος των ματιών της λευκής πορσελάνινης μάσκας του σα να μίκρυναν στιγμιαία.

Πρόσεξε τι θα απαντήσεις, σκέφτηκε ο Αύγουστος και, αν έκρινε από τη σιωπή του Αγίου, το πνεύμα πραγματικά πρόσεχε.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΟΥ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΩ ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΟ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ.

Ο Αύγουστος ετοιμάστηκε να ξεφυσήξει με ανακούφιση, όταν ο Άγιος συμπλήρωσε:

ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΕΧΕΙ ΚΑΛΕΣΕΙ ΣΕ ΒΟΗΘΕΙΑ.

Ο Αύγουστος τράβηξε ελαφρά το μαχαίρι από τη θήκη του, ενώ στο μυαλό του ήρθαν αυτόματα τα λόγια του εικοστού πρώτου Ψαλμού.

***

 

“Αριστερό!” διέταξε ο Πεφωτισμένος Λουκάς και όλα τα αγόρια, σαν ένα σώμα, άλλαξαν χέρι στα μαχαίρια τους και κάρφωσαν τον αέρα εμπρός τους. Ο ιδρώτας έκανε τις λαβές να γλιστράνε από τα χέρια τους.

“Δεξί!” διέταξε ο Πεφωτισμένος Λουκάς και οι μαθητευόμενοι δίπλωσαν στο πλάι τα δεξιά τους πόδια, και, περιστρέφοντας το σώμα τους, κλότσησαν τον αέρα στο ύψος του κεφαλιού τους.

“Μπράβο,” τους είπε ο Ιεροεξεταστής, “τώρα καθίστε σε έναν κύκλο. Θα σας μάθω τον εικοστό πρώτο Ψαλμό.”

Οι πρώτες μέρες του τρίτου κύκλου ήταν κάπως έτσι: την εξάσκηση στους Ψαλμούς τη διαδέχονταν ασκήσεις φυσικής αντοχής και εξάσκησης σε όλα τα παραπάνω όπλα και ξανά από την αρχή, οδηγώντας τους νεαρούς μαθητευόμενους στα όρια της εξάντλησης. Ούτε καν οι τεχνικές διαλογισμού δε μπορούσαν να βοηθήσουν τον Αύγουστο.

Στα μαθήματα του με τον Πεφωτισμένο Αντώνιο είχαν προστεθεί και άλλα δύα αγόρια που δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα των ασκήσεων, ο Έτιγχ, ένας κοκκινομάλλης που η καταγωγή του πρέπει να ήταν από τη βόρεια Λαμόρκ, ίσως από τη Φαρν, και ο Ανδρέας, ένα από τα αγόρια που είχε έρθει από τη Μονή του Αγίου Σαμάρ, ένας ψηλός και παχουλός νεαρός δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Αύγουστο. Τα μαθήματα με αυτούς τους τέσσερις κράτησαν περίπου άλλον ενάμισι μήνα μέχρι που ο Πεφωτισμένος Αντώνιος είπε στον Αύγουστο ότι είχε προοδεύσει αρκετά και ότι θα μπορούσε να συνεχίσει μόνος του τις ασκήσεις.

Παρόλα αυτά του ήταν σχεδόν αδύνατο να αντέξει τα καθημερινά εξαντλητικά δωδεκάωρα εξάσκησης, το ίδιο και οι υπόλοιποι γύρω του. Ακόμα και ο, συνήθως υπερόπτης, Φραγκίσκος έδειχνε το πόσο δυσκολευόταν.

“Θα αναρωτιέστε,” ξεκίνησε ο Πεφωτισμένος Λουκάς, “πώς γίνεται μαχαίρια και λόγχες, όπλα φτιαγμένα από ανθρώπους, να πληγώσουν πνεύματα.”

Τα αγόρια έγνεψαν με κατανόηση. Είχαν και αυτά την ίδια απορία.

“Για αυτό,” συνέχισε ο Πεφωτισμένος Λουκάς, “υπάρχει ο εικοστός πρώτος Ψαλμός. Σκοπός του να καθαγιάσει τα όπλα που φέρετε, έτσι ώστε να κόβουν βαθιά, στη Φλόγα της κάθε ύπαρξης.”

Κοίταξε τους μαθητευόμενους και τους είδε να στέκονται σιωπηλοί. Καλό είναι αυτό, σκέφτηκε, και συνέχισε τη διδασκαλία του.

“Πάρτε τα μαχαίρια σας και στα δυο σας χέρια,” τους είπε “και ψάλλετε μαζί μου:

Η δύναμη της πίστης μου τα άρματά μου ευλογεί.

Άρματα που φέρω στο Όνομά Σου.

***

 

O Αύγουστος κοίταξε τον χώρο γύρω του. Τώρα πια ήταν σίγουρος ότι βρισκόταν στις παρυφές του υλικού κόσμου. Το Δαιμόνιο απέναντί του, γιατί όλα έδειχναν ότι ο Άγιος είχε ξεπεράσει τα όριά που του είχαν θέσει οι Νόμοι του Δημιουργού, είχε στήσει ένα κόλπο όχι πολύ διαφορετικό από αυτό των κοινών ληστών: τραβούσε ανυποψίαστους διαβάτες σε στενά έξω από την Πλάση και τους κρατούσε εκεί μέχρι να κάνουν κάποια προσευχή και να τους βγάλει από το λημέρι του. Το ίδιο είχε κάνει και για αυτόν, περνώντας τον για απλό διαβάτη, όταν όμως αντιλήφθηκε το μέγεθος της Φλόγας του και την εκπαίδευσή του δε μπόρεσε να αντισταθεί τον πειρασμό να έρθει και να του ζητήσει το κάτι παραπάνω.

“Σεβάσμιε Άγιε,” του απάντησε ο Αύγουστος, “με τιμάει το ότι κάνατε μια εξαίρεση για εμένα και ήρθατε ενώ δεν είχα προσευχηθεί για τη βοήθειά σας. Να ξέρετε ότι θα θυμάμαι την καλοσύνη σας και θα προσεύχομαι στην Έκφανσή σας.”

Έλα, άρπαξε την ευκαιρία που σου έδωσα να γλυτώσουμε και οι δύο από μια άχρηστη μάχη, σκεφτόταν. Δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να νικήσει τον Άγιο και, ακόμα κι αν τα κατάφερνε, θα έμενε παγιδευμένος ανάμεσα στους κόσμους των θνητών και των πνευμάτων και, αν και ίσως μπορούσε να επιστρέψει και μόνος του στον υλικό κόσμο, θα του έπαιρνε πολύ χρόνο και ενέργεια μέχρι να τον ανακαλύψει. Καλύτερα να έφταναν σε μια συμφωνία με τον Άγιο.

ΚΑΤΑΝΟΕΙΣ, ΙΕΡΕΑ, ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΡΜΟΖΕΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΥΤΗ ΔΙΧΩΣ ΕΣΤΩ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ. ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΜΑΣ ΤΩΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ.

Ο Αύγουστος δεν ήθελε να υποχωρήσει. Ο Άγιος μόλις του είχε αφήσει χώρο για διαπραγμάτευση. Ίσως και να θεωρούσε τα όσα είπε ως έναν έμμεσο εκβιασμό, αλλά δε θα του περνούσε έτσι εύκολα.

“Με τον τρόπο που μου το λέτε,” είπε εκείνος, “είναι σα να αρνείστε να με βοηθήσετε, αν και παρουσιαστήκατε μπροστά μου χωρίς να μου δώσατε τον χρόνο ή την ευκαιρία να προσευχηθώ ειλικρινά για τη βόηθειά σας.” Ταυτόχρονα το χέρι του χάιδεψε το μαχαίρι του, στέλνοντας ένα κύμα ενέργειας προς τη λεπίδα.

Ο Άγιος αντιλήφθηκε ξαφνικά την ύπαρξη του καθαγιασμένου μαχαιριού και συνοφρυώθηκε, σα να κατάλαβε ποιον είχε απέναντί του.

ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΡΚΕΙ, του είπε προσπαθώντας να μην χάσει το πάνω χέρι.

“Θα μπορούσα να φύγω και μόνος,” του είπε ο Αύγουστος, “δε φαντάζομαι να με κρατάτε εδώ παρά τη θέλησή μου ή να σκοπεύετε να με εμποδίσετε να φύγω.” Τα μάτια του κάρφωσαν τις άδειες κόγχες της μάσκας του Άγιου, προκαλώντας τον να απαντήσει ΟΧΙ.

Ο Άγιος έδειξε να το σκέφτεται.

ΘΑ ΔΥΣΚΟΛΕΥΤΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ, του είπε. ΜΕ ΜΙΑ ΣΩΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΣΥΝΤΟΜΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ.

Επέμενε. Η εκπαίδευση του Αύγουστου επέβαλλε πρώτα να του εξηγήσει το λάθος του και μετά να του επιτεθεί. Ή, όπως του είχε διδάξει ο Ιερώνυμος, να παζαρέψει μαζί του. Προτίμησε το δεύτερο, μέχρι στιγμής είχε δουλέψει καλύτερα από ότι μια κατά μέτωπο επίθεση.

“Μια σωστή προσευχή μου αξίζει όσο τρεις προσευχές απλών ανθρώπων,” του είπε ο Αύγουστος, “θα ήταν κρίμα να την έκανα για κάτι που θα άξιζε μια απλή προσευχή.”

Το δόλωμα είχε πέσει και ο Άγιος το σκέφτηκε.

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΔΙΚΟ, είπε. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΩ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ.

“Η πρώτη βοήθεια θα είναι να με βγάλεις από εδώ μέσα,” απάντησε επιτακτικά ο Αύγουστος, “και η δεύτερη να μη με ξαναενοχλήσεις με αυτό τον τρόπο! Η τρίτη μπορεί να περιμένει.”

ΣΥΜΦΩΝΟΙ, είπε σκεφτικός ο Άγιος, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΑΝ Η ΤΡΙΤΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΟΥ.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..