DinoHajiyorgi Posted August 9, 2011 Share Posted August 9, 2011 Θέλω να γράψω μια ιστορία. Είναι μια απίστευτη ιστορία, πέρα για πέρα όμως αληθινή. Με κίνδυνο να παρεξηγηθώ ως αλαζόνας και ματαιόδοξος, πρόκειται για μια βιογραφία. Της δικής μου. Δεν είμαι συγγραφέας, οπότε, πως ξεκινάει κανείς να γράφει κάτι τέτοιο; Κλασσικά από την αρχή; Την πολύ αρχή; Γεννήθηκα στη Γη, από ταπεινή καταγωγή. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Αδυνατώντας να ακολουθήσω τα χνάρια του, το μυαλό μου κολλημένο στα άστρα, ήταν από πάντα της άποψης ότι δεν θα προκόψω στη ζωή μου. Μέχρι να φτάσω στα είκοσι, το άκουσα από πολλούς. Μήπως όμως αυτή η αρχή προϊδεάσει τον αναγνώστη ότι ακολουθεί μάλλον ένα μακρόσυρτο και ανιαρό ανάγνωσμα; Θα μπορούσα μεν να ξεκινήσω παραπλανητικά, αλλά με περισσότερη ατμόσφαιρα. Κάθομαι μπροστά στη λευκή σελίδα του φορητού μου φλατ-ποντ και αναμοχλεύω τις πρώτες μου λέξεις. Στάζω από ιδρώτα ενώ έξω βρέχει καταρρακτωδώς. Πως συνδυάζονται αυτά τα δύο; Μόνο σε έναν τόπο σαν κι αυτόν, εκπληκτικό αλλά και καταραμένο ταυτόχρονα. Η μπαλκονόπορτα μου είναι ανοιχτή, αλλά οι κουρτίνες κρέμονται άψυχες, απ’έξω δεν έρχεται ούτε μια ανάσα να τις ζωηρέψει. Και βρέχει. Τρεις μέρες τώρα. Είμαστε στα μέσα του καλοκαιριού και πρωί-βράδυ η ζέστη εξακολουθεί να είναι αποπνικτική. Η ίδια η βροχή είναι ζεστή, συνεισφέρει ελάχιστα στο να δροσίσει την σκοτεινή πόλη που απλώνεται έξω από το πλατύ μου μπαλκόνι. Μόνο οι δρόμοι είναι φωταγωγημένοι. Βλέπω τα φανάρια να καθρεπτίζονται πάνω στους χείμαρρους που ακολουθούν τις κατηφόρες προς το λιμάνι του Πειραιά. Στέκομαι στο κατώφλι, φοβάμαι να βγω, να εκτεθώ στις σταγόνες. Η αβεβαιότητα έχει κολλήσει πάνω μου από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα ήρωας σε αυτή την απίστευτη κατάσταση. Αυτή η ιστορία δεν έχει ακόμα φινάλε, γι αυτό και δυσκολεύομαι να την ξεκινήσω. Αν τελειώσουν όλα άσχημα, ποιος θα γράψει το τελικό κεφάλαιο; Μήπως θα έπρεπε να ξεκινήσω από την στιγμή που άρχισαν πραγματικά όλα; Την μια καθοριστική στιγμή που εκτροχιάστηκα για να βρεθώ σε τούτη την περίεργη περιπέτεια; Τότε ίσως θα έπρεπε να αρχίσω με εκείνη την παρτίδα ποκερίνο στο Κουρτ-Βο. Αν και το πιοτό αλλοίωσε σε τραγικό βαθμό το μνημονικό μου σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, μπορώ να θυμηθώ τους παίκτες στο τραπέζι όταν μπήκα στη μικρή αίθουσα που διεξαγόταν το παιχνίδι. Εκτός από μένα, υπήρχαν άλλα πέντε χαρτόμουτρα εκεί, και πιο σημαντικός όλων εκείνος που μου στιγμάτισε την μοίρα. Τους συναντούσα όλους για πρώτη φορά. Και η στιγμή που ο Βερμιανός, αν όντως ήταν Βερμιανός, μου έσπρωξε εκείνη την πλακέτα, σίγουρος για το σκορ στο χέρι του, παρέμεινε μια σκέτη θολούρα στο μυαλό μου. Το πρόσωπο του, να μου κλαψουρίζει κάτι ακατανόητο στη γλώσσα του, κολυμπάει σαν αντανάκλαση σε ταραγμένο νερό. Θυμάμαι όμως να βάζουμε και οι δύο τα αποτυπώματα του αντίχειρα μας πάνω στην πλακέτα σφραγίζοντας την συναλλαγή. Μετά, το σκοτάδι. Νομίζω ότι τελικά, το πιο ταιριαστό ξεκίνημα σε μια βιογραφία του Γκον Στάργκον, είναι η λάσπη του Κουρτ-Βο. Ο πατέρας μου, για όσο τον θυμάμαι, έλεγε πάντα ότι δεν θα προκόψω ποτέ. Μια μέρα όμως κατάφερα, κάπως, και βρέθηκα ανάμεσα στα άστρα. Και να που κατέληξα αναίσθητος στον βούρκο ενός ξένου πλανήτη. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted August 9, 2011 Share Posted August 9, 2011 Για πες... Για πες... Ακούγεται καλοοοοοοο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 10, 2011 Author Share Posted August 10, 2011 Η βροχή στο Κουρτ-Βο είναι γαλάζια. Λένε ότι κάποτε, όταν ο πλανήτης ήταν ένας τεράστιος ωκεανός, τα σύννεφα του, φορτωμένα με ιριδίζοντα πλαγκτόν, τροφοδοτούσαν με ζωή τα νερά του. Τώρα ο κόσμος του, διάσπαρτος με μικρές θάλασσες και λίμνες, θεωρείται ότι διαθέτει την πιο γόνιμη γη στον γαλαξία, αν και δεν κατάφερε ακόμα κανείς να φυτέψει κάτι εύγευστο σε αυτήν. Ήμουν πεσμένος αναίσθητος σε εκείνον τον νερόλακκο, στην άκρη του δρόμου, με τα χέρια μου απλωμένα σαν εσταυρωμένος. Τα μουλιασμένα μου ρούχα κολλούσαν πάνω μου σαν άθλια πέτσα, μαυρισμένα από τη βροχή, και το στόμα μου έχασκε ορθάνοιχτο στις γαλάζιες της στάλες. Η πρώτη μου αίσθηση όταν συνήλθα ήταν ευχάριστη. Η λάσπη ήταν μαλακιά και ζεστή. Ο δρόμος ήταν ένα ζεστό κρεβάτι, πολύ πιο άνετο από τις κουκέτες στις οποίες συνήθως πλάγιαζα. Το κεφάλι μου δεν πονούσε, ίσα-ίσα θυμάμαι ότι ένιωθα ξεκούραστος. Το παράξενο ποτό στο οποίο είχα μεθύσι χθες άφηνε σίγουρα αναπάντεχα συμπτώματα. Το ανησυχητικό ήταν ότι δεν είχα ιδέα του πως είχα βρεθεί σε εκείνη την κατάσταση. Ξαφνικά με συνεπήρε μια περίεργη αναγούλα και γύρισα στα τέσσερα για να εκκενώσω το στομάχι μου. Κατάφερα κάπως να σηκωθώ όρθιος, για να ανακαλύψω πόσο παραπλανητική ήταν η ελαφρότητα που ένιωθα στο κεφάλι. Ήμουν κυριολεκτικά ένα πούπουλο στον άνεμο. Ή, σε καλύτερη παρομοίωση, τα πάντα άρχισαν να γυρίζουν γύρω μου, σα να βρισκόμουν πάνω σε αφηνιασμένα αλογάκια του λούνα-παρκ. Τρέκλισα όσο βιαστικά μπορούσα για να στηρίξω την πλάτη μου στον κοντινότερο τοίχο. Ήταν νωρίς το πρωί και η κίνηση στους δρόμους ήταν ακόμα ελάχιστη, ευτυχώς. Οι άποικοι εδώ χρησιμοποιούν τρακτέρ και οι κεντρικοί δρόμοι είναι αρκετά πλατιοί, για να μπορούν να κουβαλήσουν την βαριά κίνηση που φτάνει στην κορύφωση της τις απογευματινές κυρίως ώρες. Σαν αποτέλεσμα, τα κεντρικά κτίρια απέχουν αρκετά μεταξύ τους και η πόλη απλώνεται σε πολλά χιλιόμετρα. Οι αγρότες που ζουν στα μακρινά περίχωρα κατεβαίνουν στο κέντρο τουλάχιστο μια φορά τον μήνα, για να παραλάβουν παραγγελίες από το διαστημοδρόμιο, ή να επισκεφτούν τα πορνεία και τα τυχερά παιχνίδια, για τα οποία φημίζεται παντού ο πλανήτης. Τα υπόλοιπα φορτηγά που συνωστίζονται στην κυκλοφορία ανήκουν στην παραπλήσια στρατιωτική βάση, που έχει αναλάβει την διατήρηση και εφαρμογή του νόμου σε ολόκληρη την κατοικημένη περιοχή του Κούρτ-Βο. Η χλομάδα της αυγής με είχε βρει ξαπλωμένο στο ένα χαντάκι μιας κεντρικής λεωφόρου, αρκετά εκτός του περιοδικού περάσματος φορτηγών και εκσκαφέων. Τέτοιες ώρες τα περισσότερα επέστρεφαν από τις ολονύκτιες βάρδιες στα νταμάρια της λάσπης. Νυσταγμένοι οδηγοί, ψηλά στους πύργους των κολοσσιαίων οχημάτων τους, χωρίς αμφιβολία δεν θα πρόσεχαν τον μεθύστακα που είχε γίνει ένα με το χώμα στο διάβα τους. Ίσως τον ανακάλυπταν μήνες μετά, όταν θα καθάριζαν τις κρούστες λάσπης που θα είχε πετρώσει πάνω στους γιγάντιους εκείνους τροχούς. Αυτό θα ήταν εντυπωσιακή ιστορία, μόνο που θα την έγραφε κάποιος άλλος. Τίποτα περισσότερο από ένα μονόστηλο στη δέκατη σελίδα μιας εφημερίδας, κομμάτι όμως φολκλορικής συζήτησης στα μπαρ, με μπύρες και γαριδάκια. Ακούμπησα στον τοίχο με την πλάτη, σκυφτός, στηριζόμενος με τα χέρια στα γόνατα. Ρεύτηκα και ένιωσα την ξινή οσμή αχώνευτου αλκοόλ στα ρουθούνια. Το στομάχι μου ήταν άδειο, δεν είχε να δώσει άλλο. Άκουσα φωνές και σήκωσα το κεφάλι μου περίεργος. Ήταν πολύ νωρίς για να κυκλοφορούν εργάτες ή άλλοι πεζοί στους δρόμους. Βλαστήμησα. Ήταν μια στρατιωτική περίπολος. Με είχαν δει και σουλάτσαραν προς το μέρος μου. Ήξερα τι θα ακολουθούσε. Έχωσα τα χέρια στις τσέπες για να ανακαλύψω ότι είχα χάσει το πορτοφόλι μου. Δεν είχα ούτε απόδειξη ταυτότητας αλλά ούτε και χρήματα να τους δωροδοκήσω. Οι περίπολοι ήταν ξακουστοί για το δεύτερο. Κι αυτοί δεν ήταν πρωινοί, έδειχναν να γυρνούν στη βάση μετά από νύχτα κραιπάλης και χασούρας. Θα ήταν λαίμαργοι για ένα λαδωματάκι, να τους βγει η βραδιά. Φαίνεται ότι ήταν ένα άτυχο πρωινό για όλους μας. Που να είχα χάσει το πορτοφόλι μου; Το χθεσινό βράδυ ήταν σκόρπια θραύσματα. Είχα όμως εικόνες τσόχας και χρημάτων στα χέρια μου. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω ότι είχα κατέβει στην πόλη για παιχνίδι. Και μάλλον, σε μια σπάνια αλλαγή της τύχης μου, τα είχα πάει πολύ καλά. Και μετά; Τελικά με χαντάκωσε το ποτό και την πάτησα σαν ηλίθιος. Προφανώς με είχαν ληστέψει. Βλαστήμησα ξανά. «Ταυτότητα!» Η γλώσσα στο Κούρτ-Βο ήταν ένα υβρίδιο γαλλικών με αγγλικά, με έμφαση στα γαλλικά, αλλά τα μόνα που μπορούσα να καταφέρω κάπως ήταν τα αγγλικά. Η ανικανότητα μου να τους λαδώσω ήξερα ότι θα τους τσάτιζε περισσότερο. «Με λήστεψαν» τους εξήγησα, «ήμουν σε μια παρτίδα ποκερίνο όλο το βράδυ στο…» Που ήταν να δεις, σε ποιο μαγαζί; Είχα μια εικόνα μου να μπαίνω στον «Άσωτο Ραζ», εκεί σύχναζα συνήθως για την ρουλέτα, ήμουν όμως εκεί χθες; Θυμήθηκα το τσιπάκι των διακοσίων μονάδων. Είχα ξεκινήσει με εκείνο. Θυμήθηκα να το χουφτώνω βαθιά στη τσέπη της φόρμας μου στην κάθοδο με την άκατο. Κάποιος μου το είχε δώσει. «Το εικοσιπέντε μαύρο» είχα πει στον κρουπιέρη και… Το είχα σχεδόν, ήταν μπροστά στο μυαλό μου, μόνο μια κουρτίνα λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο μου έκρυβε τα χρώματα. Δεν ήθελα πολύ για να θυμηθώ τις λεπτομέρειες. Το τραβολόγημα και ο κρίκος ασφαλείας που μου φόρεσε η περίπολος στον λαιμό σίγουρα δεν βοήθησαν την μνήμη μου. «Είμαι απολυμαντής στο Μπόρις Γιέλτσιν» τους φώναξα χωρίς να τους συγκινήσω. Θα με έχωναν σε ένα κελί και θα μου έπαιρναν γενετικό δείγμα για εξακρίβωση στοιχείων. Χωρίς μπαχτσίσι το σύστημα ηλεκτρονικής επικοινωνίας στον πλανήτη ήταν το πιο αργό σε όλον τον γαλαξία. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ροη Posted August 10, 2011 Share Posted August 10, 2011 Ωραία αρχή και ενδιαφέρουσα η συνέχεια, περιμένω να δω πώς δικαιολογείται ο τίτλος που με τράβηξε εξαρχής. Καλή συνέχεια, θα παρακολουθώ το τοπικ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 11, 2011 Author Share Posted August 11, 2011 Η συνέχεια... Ήξερα την διαδικασία. Με είχαν μαζέψει για χειρότερα παραπτώματα σε άλλα λιμάνια με ακόμα πιο διεφθαρμένη αστυνόμευση. Στο τέλος το Μπόρις Γιέλτσιν μάζευε πάντα τα παιδιά του. Υπήρχε ειδικό ταμείο για καβγατζήδες σαν και του λόγου μου. Τώρα δεν ήμουν καν ένοχος παραπτώματος, είχαν κλέψει εμένα. Στο τμήμα προσαγωγών ένας νυσταγμένος φαντάρος με σάρωσε με το σκάνερ του. Η πλατιά κάνη τιτίβισε ένοχα εναντίον μου. Σημάδευε μια τσέπη με φερμουάρ χαμηλά στο μπατζάκι μου. Αυτό ήταν έκπληξη για μένα. «Τι έχεις εκεί;»με ρώτησε. «Δεν έχω ιδέα» απάντησα και έλεγα την αλήθεια. Το παντελόνι ήταν εξίσου μουλιασμένο με την υπόλοιπη φόρμα και το φερμουάρ δεν άνοιξε εύκολα. Δεν είχα ιδέα τι θα έβρισκα εκεί, κανένα μικρό νόμισμα, έναν αναπτήρα. Το χέρι μου χώθηκε στην υγρή πτυχή και τράβηξε έξω μια πλακέτα προσωπικών δεδομένων. Δεν ήταν δική μου, ποτέ δεν κατείχα μια από αυτές. Ήταν αυτή που είχε ποντάρει ο Βερμιανός. Φαίνεται ότι τελικά δεν είχα χάσει όλα όσα είχα κερδίσει στην χθεσινή παρτίδα. Χωρίς όμως έναν υπολογιστή ή ένα κομ-ποντ δεν μπορούσα να ξέρω τι περιείχε μέσα. Θα μπορούσα να ήμουν ο ιδιοκτήτης ενός καφασιού μπανάνες. Από όσο θυμόμουν όμως, μέσα στο μεθύσι είχα δεχτεί το στοίχημα ως αποδεκτό και δίκαιο. Το χλωμό φως της ημέρας γέμισε την λεία επιφάνεια της πλακέτας, αποκαλύπτοντας, προς δυσαρέσκεια μου, την ιριδίζουσα αντανάκλαση ενός γνώριμου θυρεού. Τη σήκωσα προς το μικρό παράθυρο για να βεβαιωθώ. Ήταν όντως ο μισητός σταυρός του Βερμιανού Ράιχ. «Τι στο διάολο…» πρόλαβα να πω. Ο φαντάρος την άρπαξε από το χέρι μου και την πέταξε στο ράφι των στοιχείων. «Αυτό θα σου επιστραφεί μετά» είπε άκεφα. Ευχήθηκα να μην είχα βρεθεί μπλεγμένος σε κάτι άσχημο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε τα μισά. Μου πέρασε από τον νου να εκμεταλλευτώ τον εγκλεισμό μου, για να βάλω τα χθεσινοβραδινά γεγονότα σε μια κατανοητή σειρά, το κελί όμως που φαντάστηκα ήταν μια αφελής φαντασίωση. Το τμήμα ξεχείλιζε από μέθυσους, ληστές και λωποδύτες, συγκομιδή της ίδιας βραδιάς όλοι, και ήμασταν στοιβαγμένοι μαζί σαν γελάδια σε μαντριά αρμέγματος. Αναγκάστηκα να παραμείνω όρθιος και στριμωγμένος ενάντια στα μπροστινά κάγκελα του κελιού μου. Ήταν προνομιούχα η θέση μου, τουλάχιστο ανέπνεα καλύτερο αέρα από τους πίσω. Η μπόχα που αναδυόταν από το μπουλούκι που με συντρόφευε ήταν απίστευτη. Είχα φιλήσει αρκετούς κώλους για να προσληφθώ σε συνεργείο συντήρησης, σε ένα από τα αστρόπλοια που έκαναν διαδρομές προς τα εξώτερα ηλιακά συστήματα. Ήταν κάτι καινούργιο για μένα, το να κατορθώσω δηλαδή κάτι τέτοιο από μόνος μου. Η πρώτη νίκη της ζωής μου. Θα ήμουν ο πρώτος από την οικογένεια, αλλά και από τον τόπο μου, που θα πετούσε προς τα άστρα. Δεν είχα εντυπωσιάσει όμως κανέναν, ούτε καν τον πατέρα μου. Η απροθυμία μου να αναλάβω το καΐκι του ήταν το ένα, το ολοκληρωτικό μου ατόπημα και αυτό που θα με συνόδευε ως τον τάφο. Στον δικό του τάφο θα έπαιρνε την πίκρα που του τάισε το μοναχοπαίδι του. Με αυτά τα δραματικά λόγια με έδιωξε την μέρα που τον αποχαιρέτησα. Ήταν η εποχή του Μεγάλου Πολέμου και οι πιο κατάλληλοι αστροναύτες είχαν στρατολογηθεί ήδη και συμμετείχαν στα μακρινά πεδία των συγκρούσεων. Θέσεις εργασίας στο διάστημα ήταν ξαφνικά διαθέσιμες και στον τελευταίο τυχοδιώκτη που ήθελε να γίνει μούτσος στο διάστημα. Βέβαια μέχρι να λάβω τα χαρτιά πορείας και να βρεθώ για πρώτη φορά στο κενό του διαστήματος, ο πόλεμος, που είχε σύρει δέκα χρόνια, ήταν τελειωμένος. Το όνομα μου δεν είναι στ’αλήθεια Γκον Στάργκον. Σε κάποια από τα στάδια μεταβιβάσεων για να βρεθώ στο διάστημα, στο μυριοστό έγγραφο στο οποίο έπρεπε να δηλώσω το όνομα μου, αντιλήφθηκα ότι πλέον μπορούσα να γράψω ό,τι ήθελα χωρίς να με ενοχλήσει κανένας. Ένα νέο όνομα για ένα νέο ξεκίνημα. Το έγραψα σαν καλαμπούρι, και την πρώτη φορά που με κάλεσαν με αυτό, το αστείο είχε τελειώσει. Ήμουν, είμαι, ο Γκον Στάργκον. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 12, 2011 Author Share Posted August 12, 2011 Το πόστο μου ήταν συντήρηση και επισκευές στους εσωτερικούς αγωγούς καυσίμων και αποβλήτων του Μπόρις Γιέλτσιν. Ήταν επικίνδυνη εργασία, είχαμε απώλειες σε πυρκαγιές ή ραδιενεργά ατυχήματα, κάπως όμως, κατάφερα να κλείσω ένα έτος αρτιμελής, αλλά άφραγκος. Ήταν δύσκολο να κρατάς τον μισθό σου στη τσέπη, πόσο μάλλον να βάλεις κάτι στην άκρη. Μέρα πληρωμής ξεχυνόμασταν στα μπαρ του πλοίου ή στα μπορντέλα της εκάστοτε αποικίας που συναντούσαμε. Με το δέρμα μας να μουλιάζει σε φριχτές αναθυμιάσεις και τα πνευμόνια μας να καίνε σαν καύτρες τσιγάρου, είχαμε ανάγκη να ξεδώσουμε, να κραιπαλιάσουμε, να βγάλουμε το άχτι μας, για να νιώσουμε ζωντανοί. Μετά, με τις τσέπες άδειες, σαν δαρμένοι, επιστρέφαμε στη μαύρη μας τη μοίρα, στα εντόσθια του Μπόρις. Δεν ήταν αυτό το μερίδιο στο οποίο προσδοκούσα φυσικά. Αδυνατώντας να συμβιβαστώ με τον μόχθο, και την μιζέρια που περιέκλειε εκείνος ο μόχθος, της ζωής του πατέρα μου και του τόπου που μας συντηρούσε, ήταν φυσικό να στρέψω το βλέμμα μου στους ουρανούς. Από την στιγμή που η ανθρωπότητα απλώθηκε στο σύμπαν και στρώθηκαν οι διαστημόδρομοι, ποιος νέος δεν πόθησε το ίδιο όνειρο; Οι πόροι στη Γη ήταν σχεδόν ανεπανόρθωτα εξαντλημένοι, και σε μια πανανθρώπινη προσπάθεια εξυγίανσης της terra-firma, είχαν καθιερωθεί νόμοι που είχαν κάνει την αλιεία σχεδόν μη-βιώσιμη. Δεν είχε μείνει αρκετός υγρός ορίζοντας που να μην ήταν ήδη δηλητηριασμένος. Ο πατέρας μου ανήκε σε εκείνους τους λίγους, που αρνήθηκαν κάθε εναλλακτική κατεύθυνση που τους προσφέρθηκε. Προσκολλημένος σε μια παράδοση ψαράδων την οποία γνώριζε μόνο εκείνος, επέμεινε στην μοναδική ζωή που ήξερε, επιβάλλοντας την φτώχεια στον ίδιο και τους δικούς του. Από παιδάκι, καθισμένος με την πετονιά στην πλώρη του καϊκιού μας, έβλεπα τις πύρινες βελόνες που άφηναν στον απογευματινό ορίζοντα τα σκάφη που απογειώνονταν στην ενδοχώρα. Η φαντασία μου ταξίδευε μαζί τους και ονειρευόμουν την μέρα που ένα από αυτά θα με έπαιρνε μαζί του. Δεν έδωσα ποτέ βάση στον γήινο μόχθο του πατέρα μου, δεν μου έδωσε ποτέ το έναυσμα να ασπαστώ μια πτυχή της ζωής του. Ένας πικραμένος, απογοητευμένος άνθρωπος γεμάτος χολή ήταν, με σκέψεις δηλητηριασμένες σαν τα νερά που όργωνε. Και ήθελε να μου τα κληροδοτήσει όλα αυτά. Αρνήθηκα, πείσμωσα – και είχα το δικό του πείσμα – και ναι, είχε δίκιο, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να προκόψει πουθενά. Αυτό μου στοίχισε φυσικά και τον δρόμο προς τα άστρα. Ήμουν αμόρφωτος και απροσάρμοστος. Δεν μπορούσα να μπω σε μία καλή σχολή, ή να γίνω δεκτός σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ήταν τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, όταν μόνο η ελίτ των Γήινων ανυψωνόταν στα ουράνια. Μετά οι νέοι άρχισαν να φεύγουν κατά μυριάδες για το μέτωπο, εθελοντικά στην αρχή, με κατάταξη αργότερα. Και όταν τα άστρα κατέβασαν τον πήχη, ήρθε η ευκαιρία μου. Όχι, δεν πήγαινα γυρεύοντας να σκοτωθώ. Κάποιος μου το σφύριξε ότι ο πόλεμος κόντευε στο τέλος του. Το Βερμιανό Ράιχ είχε ηττηθεί κατά κράτος. Τότε έκανα την αίτηση μου. Διακινδύνεψα την προοπτική να δω λίγη δράση, στον φόβο μη και κλείσουν ξανά οι πόρτες στην περίοδο ειρήνης που θα ακολουθούσε. Το σχέδιο ήταν να δω νέους κόσμους, να γνωρίσω τις μακρινές μας αποικίες και να εντρυφήσω στις νέες κουλτούρες. Είχα δει φωτογραφίες από πανέμορφα νεφελώματα, πλανήτες με απερίγραπτα χρώματα, φυσικά φαινόμενα μακρινών άστρων και τεχνικά επιτεύγματα πρωτόγνωρα στον Γήινο άνθρωπο, που μου τροφοδοτούσαν τους πόθους απ’όσο θυμάμαι. Και τώρα θα πετούσα εκεί, θα περνούσα από δίπλα τους. Δεν με είχα φανταστεί όμως σαν μαμούνι, κολλημένο σε πίσσα και ακαθαρσίες, μέσα στο μεταλλικό άντερο ενός ιπτάμενου κήτους. Το σύμπαν μας προσπερνούσε αθέατο, και έκλεβα πότε-πότε ένα κομμάτι του από τα μικρά φινιστρίνια στις αίθουσες συσσιτίου ή στις ακάτους που μας κατέβαζαν στα κακόφημα λιμάνια. Όπως και πολλοί άλλοι σαν κι εμένα, ο γρήγορος πλουτισμός ήταν η μοναδική ελπίδα που είχα να ξεκολλήσω από εκείνη την τρύπα και να βρω κάτι καλύτερο. Το πρόβλημα με τον τζόγο το κουβαλούσα βέβαια από παλαιότερα, από την Γήινη ζωή μου. Ό,τι λίγο κατάφερνα να βγάζω από σκόρπιες δουλειές, στα χαρτιά και τις γυναίκες τα ξόδευα. Ήταν μερική αφύπνιση να δω τον τρόπο με το οποίο το σύστημα εκμεταλλευόταν την αρρώστια. Μόνο κουλοχέρηδες δεν είχε εγκαταστήσει το Μπόρις Γιέλτσιν στο μηχανοστάσιο. Ήξερε όμως σε ποια λιμάνια να κάνει στάση. Οι κωπηλάτες θα επέστρεφαν πάντα στα αμπάρια του, άποροι και πειθήνιοι, για άλλο ένα ταξίδι, για άλλο ένα μεροκάματο του τρόμου. Η μερική εκείνη αφύπνιση δεν με γιάτρεψε ούτε στο ελάχιστο. Δεν θεωρώ ότι ήμουν εθισμένος, απλά δεν υπήρχε εναλλακτικά τίποτα καλύτερο. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 13, 2011 Author Share Posted August 13, 2011 Έχει ακούσει ποτέ κανείς για τον αμπαρογλύφτη που χτύπησε το τζακ-ποτ και έφυγε από καζίνο με το δικό του θωρηκτό; Δεν υπάρχει τέτοια ιστορία. Η ρουλέτα ή ο Τυχερός Τζακ ή το ποκερίνο ευνοεί πότε-πότε αρκετούς από εμάς τους δύστυχους. Κανείς δεν σηκώνεται να φύγει με τις τσέπες του γεμάτες. Έρχεται μια στιγμή που είσαι κυριολεκτικά ένας αμπαρογλύφτης, είναι η μόνη ζωή που ξέρεις, η μόνη ύπαρξη στην οποία νιώθεις ασφαλής. Η ελευθερία, η αληθινή ελευθερία, όσο απομακρύνεται τόσο πιο τρομακτική γίνεται. Όνειρο, ελπίδα και τρόμος μαζί. Ένιωθα κι εγώ σιγά-σιγά την σαγήνη εκείνης της ασφάλειας. Τα σκοτεινά αμπάρια με τις αναθυμιάσεις με φλέρταραν και με κέρδιζαν μέρα με τη μέρα. Η ρουλέτα που γυρίζει μεθυστικά, το ψεύτικο χάδι της πόρνης, δεν ήταν τα μικρά κομμάτια ευτυχίας που αντιστοιχούσαν σε κάθε θνητό; Στο πρώτο χαμόγελο της τύχης, αλλάζαμε τραπέζι με τα κέρδη μας για να τα σκορπίσουμε εκεί, κι αν οι αριθμοί δεν μας ρουφούσαν την τύχη υπήρχαν πάντοτε τα μπαρ και τα μπορντέλα. Ήταν ένας μήνας κόλαση για δύο με τρεις μέρες ζωής σαν βασιλιάδες. Αυτοί ήμασταν, οι αμπαρογλύφτες του Μπορίς Γιέλτσιν. Ήμασταν αραγμένοι για εβδομάδες στο Κουρτ-Βο, έναν πλανήτη σκέτο τουριστική απάτη, που τους καλούς μήνες απομυζούσε τους φαντασμένους παραλήδες του γαλαξία. Αυτή ήταν περίοδος μουσώνων, τα ξενοδοχεία και τα καζίνα τους έχασκαν άδεια. Δίνονταν άδειες στα πληρώματα εμπορικών και θωρηκτών που σταματούσαν για επισκευές και συντήρηση, μια ευκαιρία και στους άθλιους του σύμπαντος να τινάξουν τους μισθούς τους στα τυχερά παιχνίδια. Πότε και που ξανά θα είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε κάτω από κρυστάλλινους πολυελαίους, να βαδίσουμε πάνω σε κατακόκκινα βελούδινα χαλιά, να δούμε γυναίκες που τις βλέπαμε μόνο σε φωτογραφίες να μας χαμογελούν με νόημα; Ποτά ξακουστά και απαγορευμένα, εδέσματα ονειρεμένα, ναοί που κάλυπταν όλες τις αισθήσεις και η θεά τύχη να μας κλείνει το μάτι παραπλανητικά. Χρωστούσα κάποιες βάρδιες, γι αυτό και δεν ήμουν στο πρώτο κύμα που είχε κατέβει στον πλανήτη. Δεν με πείραξε, η δεύτερη έξοδος είναι αυτή που κερδίζει πάντα σε πειράγματα κατά εκείνων των πρώτων που επιστρέφουν ταπί από την επιφάνεια. Επωμιζόμαστε μόνο το άγριο βλέμμα της τοπικής αστυνόμευσης, ανάλογα με την συμπεριφορά όσων προηγήθηκαν από το σκάφος μας. Ενώ ντυνόμουν στην καμπίνα μου και ετοιμαζόμουν για την άκατο, είχαμε ένα ατύχημα στα αμπάρια. Μια έκρηξη είχε στοιχίσει τη ζωή σε πέντε δικούς μας και τραυμάτισε καμιά δεκαριά. Κληθήκαμε όλοι στην καταστολή της πυρκαγιάς που ακολούθησε και αναβλήθηκαν οι άδειες επαόριστον. Δεν ήταν η πρώτη μου φορά σε τέτοια καταστροφή, ήταν ένας εφιάλτης με τον οποίον ήμουν εξοικειωμένος. Από όλες τις φριχτές μυρωδιές που μπορούν να σου στοιχειώσουν την αίσθηση, δεν υπάρχει παρόμοια σαν εκείνη της καμένης ανθρώπινης σάρκας. Σέρνοντας επ’ώμου τους εκτοξευτήρες του πυροσβεστικού αφρού, σπρώχνεις έναν τοίχο από φωτιά περνώντας πάνω από κομμάτια πρώην γνωστών συναδέλφων και φίλων. Ανά πάσα στιγμή εκείνο το πύρινο κύμα μπορεί να φυσήξει πάνω σου αφήνοντας στάχτες στη θέση σου. Μετά ακούς το άνοιγμα των αγωγών από ψηλά και το σφύριγμα του οξυγόνου προς τις εξόδους στο διάστημα. Είναι το έσχατο βοηθητικό σύστημα πυρόσβεσης, που χρησιμοποιείται αυθαίρετα, με το αμπάρι γεμάτο πλήρωμα στο οποίο κανείς δεν έχει διαθέσει ειδικές στολές. Νιώθεις το κεφάλι σου έτοιμο να εκραγεί, και χάνεις μια μέρα στον σαραβαλιασμένο πνεύμονα για να ανακτήσεις την φυσική σου ισορροπία, χωρίς όμως να χάνεις τελείως τον πονοκέφαλο. Πιο άτυχοι βέβαια αποδεικνύονται οι τραυματίες της έκρηξης που βρίσκονται παγιδευμένοι στο βάθος του αμπαριού, πίσω από το τείχος της φωτιάς. Εκτοξεύονται στις εξόδους και διαμελίζονται αθέατοι στο μαύρο διάστημα. Αν και ο πονοκέφαλος μου ήταν από τους χειρότερους, μετά την αποσυμπίεση δεν είχα καμία διάθεση να λουφάξω στην καμπίνα μου σαν τους άλλους. Θα έπαιρνα την άκατο για την επιφάνεια. Τότε με πληροφόρησαν ότι ένας από τους επιζώντες του ατυχήματος ήταν ο Κόστια. Τον είχαν στο αναρρωτήριο, θύμα φρικτών εγκαυμάτων. Είναι φυσιολογικά τα αδελφικά συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα στους αμπαρογλύφτες. Απόλυτα αναμενόμενο να δεθείς και με κάποιον συγκεκριμένο, αυτός τον οποίο βαφτίζεις μεταφορικά «αληθινό αδελφό» σου, συμπαίχτη, συμπότη, το άτομο που εμπιστεύεσαι για να μοιραστείτε την ακριβή πόρνη. Ο Κόστια ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τα αμπάρια, μοιραζόμασταν την ίδια καμπίνα για εφτά μήνες. Μετά μας άλλαξαν πόστα, χώρισαν οι ομάδες μας, ο δεσμός όμως διατηρήθηκε. Μου σύστησε την βότκα, αστρικής απόσταξης όπως την έλεγε, του ανταπέδωσα με ελληνικό ούζο, που με έβρισκε πότε-πότε με το ταχυδρομείο. Λόγω του δικού μου κολλήματος, ο Κόστια είχε κατέβει στο Κουρτ-Βο με την πρώτη έξοδο. Ετοιμαζόμουν για την δική μου, τη δεύτερη στη σειρά κατάβαση, όταν ξεκινώντας οι προηγούμενοι την βάρδια τους, εκδηλώθηκε η έκρηξη στο μηχανοστάσιο. Γλίτωσε το οστικό κύμα αλλά όχι τις φλόγες. Βρήκα τον φίλο μου σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ήταν συνδεδεμένος με τεχνητό πνεύμονα, είχαν φασκιώσει όλο του το σώμα μέσα σε ένα κοκτέιλ από ζελέ, και σωλήνες τον τροφοδοτούσαν με ορούς. Είχε χάσει τα χείλη του και με δυσκολία κατανοούσα τα μισά από όσα μου έλεγε. «Ξέρουμε πως πάει» είπε, «είμαι καμένη περίπτωση.» Γέλασε πρώτος. Μέσα σε εκείνο το κακάδι ήταν ακόμα ο Κόστια που γνώριζα. Η φράση του εξηγούσε με ειλικρίνεια αυτό που σκεφτόμουν αλλά φοβόμουν να αποδεχτώ. Την ξέραμε την ιστορία. Το σκάφος δεν ήταν νοσοκομειακή φορτηγίδα. Ούτε η διοίκηση φιλανθρωπικός οργανισμός. Δεν θα ντάντευαν εσαεί τελειωμένες περιπτώσεις που μπορούσαν άνετα να αντικαταστήσουν. Θα τον έσβηναν με παυσίπονους ορούς ή θα τον μετάθεταν ξεχασμένο στο πλησιέστερο αναρρωτήριο του πλανήτη που θα τον δεχόταν. Αυτό πάντα κανονιζόταν με ένα μικρό αντίτιμο. Υπήρχαν ιστορίες για το που κατέληγαν τέτοιες περιπτώσεις. «Δεν ήταν της τύχης μου» σφύριξε αρρωστημένα με την εκπνοή του. Χωρίς να το καταλάβω, αφηρημένος όπως ήμουν σκεπτόμενος κάτι παρηγορητικό για να πω, έβγαλε το κοκκινισμένο χέρι του κάτω από το λερωμένο σεντόνι και το άπλωσε προς το μέρος μου. Άπλωσα και το δικό μου στα παραμορφωμένα του δάχτυλα, νομίζοντας ότι επιχειρεί χειραψία. Ένιωσα όμως να αφήνει κάτι σκληρό μέσα στη χούφτα μου. Κοίταξα κάτω έκπληκτος και είδα ένα τσιπάκι ρουλέτας των διακοσίων μονάδων από τον Άσωτο Ραζ. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το είχε φέρει μαζί του στο σκάφος χωρίς να το εξαργυρώσει, ή χωρίς να το σπαταλήσει. Τον κοίταξα απορημένος περιμένοντας μια εξήγηση. Μίλησε με κόπο, ξέπνοα. «Εικοσιπέντε μαύρο» είπε και δεν μίλησε άλλο. Έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε σε μαστουρωμένα όνειρα. Στο στενόχωρο κουβούκλιο ίασης, πίσω από ένα δάσος καλώδια και σωλήνες, ο τεχνητός πνεύμονας συνέχισε να τρομπάρει οξυγόνο στον φίλο μου. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα τον ξανάβλεπα. «Εικοσιπέντε μαύρο» επανέλαβα φωναχτά, σε περίπτωση που με άκουγε. Η ευχή του θα γινόταν εντολή μου. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 14, 2011 Author Share Posted August 14, 2011 Διέσχισα την υπέρλαμπρη είσοδο του Άσωτου Ραζ με το τσιπάκι του Κόστια στη τσέπη, κάποια πενιχρά κατάλοιπα του μισθού μου και τίποτα άλλο. Ο λόγος ήταν η Σαλίνα, η προηγούμενη στάση του Μπόρις, ενός ακόμη κόσμου ξακουστού για τις χρηματιζόμενες ιέρειες του. «Γιατί το εικοσιπέντε μαύρο;» σκέφτηκα βάζοντας το στοίχημα. Ο Κόστια δεν είχε προκαταλήψεις, ούτε εμμονές με συγκεκριμένους αριθμούς, όπως άλλοι τζογαδόροι που ξέραμε. Πότε τον είχε σκεφτεί; Έκτοτε, εκείνη η ερώτηση ήταν να με βασανίσει για πολλές άυπνες νύχτες. Το ίδιο βασανιστική και η αλληλουχία των γεγονότων που ήταν να ακολουθήσουν τον τροχό της τύχης. Πόσο ανυποψίαστα κοίταζα σαν υπνωτισμένος την ρουλέτα καθώς ξεκινούσε τη σβούρα της. Το μυαλό μου άδειασε κάθε σκέψης μόλις η επίχρυση εκείνη μπαλίτσα προσγειώθηκε στο εικοσιπέντε μαύρο, και έμεινε γαντζωμένη εκεί όπως κατέληγε ο τροχός σε στάση. Αν θυμάμαι καλά ούρλιαζα και χοροπηδούσα σαν πίθηκος, μαζεύοντας την προσοχή όλου του καζίνου. Όχι, δεν ήμουν της ψυχραιμίας και της αξιοπρέπειας. Αγκάλιασα και φίλησα κρουπιέρισσες, παρήγγειλα σαμπάνιες, σήκωσα στον κόρφο μου το βουνό από τσιπάκια που έσπρωξαν προς το μέρος μου. Τουλάχιστο σε μένα έδειχνε βουνό. Ετοιμάστηκα να μετατεθώ με την τύχη και το πλιάτσικο μου στα διπλανά τραπέζια, όταν κάποιος μου σφύριξε για το βιπ παιχνίδι ποκερίνο που διεξαγόταν σε ιδιωτική αίθουσα του καζίνου. Τέτοια παιχνίδια ήταν ασυνήθη σε εποχή μουσώνων, ελλείψει των βιπς, και δεν μου είχε περάσει ποτέ η σκέψη να συμμετάσχω. Ήμουν καλός, πολύ καλός στο παιχνίδι, αλλά δεν κρατούσα πριν στα χέρια μου παρόμοιο ποσό. Ξαφνικά ήμουν συμβατός να καθίσω με τους υποτιθέμενους μάστορες. Πώς να αντισταθώ σε τέτοια ευκαιρία; Στο τραπέζι καθόντουσαν άλλοι πέντε. Δεν με ξεγέλασαν ούτε τα κοστούμια τους, ούτε τα δαχτυλίδια και τα χρυσά ρολόγια τους, ούτε το τζελ που γυάλιζε στα μαλλιά τους. Χαρτόμουτρα σαν όλα τα άλλα που έχω συναντήσει σε αμπάρια και καταγώγια ήταν. Η πείνα, η απληστία, το αρπακτικό ήταν εκεί, στο μελανό τους βλέμμα. Τα ακριβά υφάσματα που κοσμούσαν τον χώρο ήταν βυθισμένα πίσω από την κλασσική αχλή κάπνας που αναδύονταν από τα τσιγάρα και τα πούρα τους. Οι δύο ρουφούσαν ναργιλέ, το μάτι τους σαν γυάλινο, αδύνατο να διακρίνεις τις μπλόφες τους. Διάφανοι σερβιτόροι ήταν απασχολημένοι να γεμίζουν τα ποτήρια των παιχτών μόλις άδειαζαν, ή να ανάβουν το αμέσως επόμενο τσιγάρο. Ζήτησα βότκα με πάγο και κάθισα ανάμεσα τους έτοιμος για παιχνίδι. Η αληθινή πολυτέλεια για μένα ήταν ο αληθινός, καθαρός πάγος, ο κομμένους σε ισομεγέθεις κύβους. Μετά από κάθε γουλιά ακουμπούσα το ποτήρι στο μάγουλο μου και τον άκουγα να κουδουνίζει μεθυστικά πάνω στο παγωμένο κρύσταλλο. Ήταν μια μικρή, ελάχιστη προειδοποίηση για τη θέση στην οποία βρισκόμουν. Ήμουν ισάξιος και υπολογίσιμος στους συμπαίκτες μου για όσο θα κρατούσαν τα τσιπάκια που κρατούσα. Και ήμουν καλός όσο ο καθένας τους, αν όχι ο καλύτερος. Μέσα σε δύο ώρες είχα βγάλει τους τρεις εκτός. Η κόντρα συνεχίστηκε με τον τύπο που μιλούσε γερμανικά, κι αυτό στα δικά μου κιτάπια τον έκαμνε Βερμιανό καθίκι. Αναρωτήθηκα αν είχε λάβει μέρος στον πόλεμο. Ο άλλος, ο ψηλόλιγνος με τα μακριά δάχτυλα και τα περιποιημένα νύχια, που έμοιαζε και με κοιτούσε σαν φίδι, εκείνος δεν ήξερα τι ήταν. Τα ποτά συνέχισαν να έρχονται και κάποια στιγμή πρόσεξα ότι η βότκα μου ήταν γαλάζια. «Το νερό του πλανήτη» είπε το φίδι χαμογελώντας, «δίνει μια ονειρική χροιά στα οινοπνεύματα.» Υπήρχε όντως μια γλυκιά και ταυτόχρονα πιπεράτη γεύση στη βότκα μου όπως έλιωναν τα παγάκια. Ήμουν αρκετά σουρωμένος για να ανησυχήσω για τα πλαγκτόν που θα κολυμπούσαν στο στομάχι μου. Κρατούσα ένα καλό χαρτί. Ανέβασα το στοίχημα μου και έσπρωξα τα τσιπάκια μου στο κέντρο της τσόχας. Κοίταξα τους συμπαίκτες μου έναν-έναν, τους έδωσα αυτό που νόμιζα ότι ήταν το πιο σίγουρο μου χαμόγελο, και κάπου εκεί χάνεται το μονοπάτι της μνήμης. Σαν από ξεχασμένο όνειρο βλέπω σε κομμάτια τον Βερμιανό να σπρώχνει το τελικό του στοίχημα και μετά να κλαψουρίζει κάτι. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι άλλο. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Αιθεροβάμων Posted August 14, 2011 Share Posted August 14, 2011 Άντε να έρθει το αύριο... Πρωινός καφες και "Ρεπλίκα" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 15, 2011 Author Share Posted August 15, 2011 Με το ξεκίνημα της μέρας άρχισαν να αδειάζουν τα κελιά. Όταν έστειλαν και τον τελευταίο μεθύστακα σπίτι του είχα μείνει τελευταίος και μόνος, κλειδωμένος πίσω από τα σίδερα. Η φόρμα είχε στεγνώσει πάνω μου, βρωμούσε και η λάσπη που ήταν πλέον χώμα, μου προκαλούσε απίστευτη φαγούρα στα πιο ανήλεα σημεία. Διαμαρτυρήθηκα, φώναξα, έβρισα, τράνταξα τα κάγκελα του κελιού μου. Με αγνόησαν μαθημένοι στο είδος μου. Κάποια στιγμή μου έφεραν γαλέτες και νερό, γαλάζιο νερό. Γέλασα με το γεύμα μου αλλά δεν άφησα ψίχουλο. Πεινούσα και εκείνες οι άνοστες γαλέτες κατέβηκαν σαν αφράτο κέικ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν εμφανίστηκε επιτέλους φύλακας να με ξεκλειδώσει. Τελικά το Μπόρις είχε διαπεράσει τις εκβιαστικές τακτικές του ντόπιου συστήματος και διεκδικούσε ένα από τα παιδιά του. Έριξα μερικά μπινελίκια ακόμα και άρχισα να μετράω τα λεπτά μέχρι το ζεστό ντους στο μπάνιο προσωπικού του σκάφους μας. Ο φαντάρος δεν με πήγε στο γραφείο της διοίκησης για το δελτίο απαλλαγής, όπως είχα συνηθίσει. Βγήκαμε κατευθείαν έξω από το υπόστεγο προσαγωγών όπου μας περίμενε ένα ερπυστριοφόρο. «Ανέβα» με διέταξε. Από το ύφος του πήρα αμέσως την αίσθηση ότι μάλλον δεν είχα απαλλαχθεί. Μαζί και ο οδηγός του ερπυστριοφόρου, με κοίταζαν σα να ήμουν σκουλήκι. Ανέβηκα στο πίσω κλουβί όπου με κλείδωσαν για άλλη μια φορά. Το όχημα, με ένα κόκκινο φανάρι να αναβοσβήνει στην οροφή του, μπήκε σε μια από τις κεντρικές λεωφόρους ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα από τροχοφόρα μεγαθήρια που σταματούσαν για να μας αφήσουν να περάσουμε. Αντιλήφθηκα νωρίς ότι δεν κατευθυνόμασταν προς το διαστημοδρόμιο. Ίσως για πρώτη φορά στην διαστημική μου θητεία μελαγχόλησα που δεν θα έβλεπα την άκατο του Μπόρις Γιέλτσιν να με περιμένει για παραλαβή. «Ε! Που πάμε;» φώναξα στον οδηγό. «Βούλωσε το!» μου απάντησε στα γαλλικά, που ακουγόταν πιο αγενές από την αγγλική του εκδοχή. Είχε αρχίσει να νυχτώνει όπως αφήναμε τα κτίρια του κέντρου με κατεύθυνση για τα προάστια. Έβλεπα μια εικόνα της πόλης του Κουρτ-Βο που δεν είχα συναντήσει ποτέ, και τις τρεις προηγούμενες επισκέψεις στον λιμένα του. Ακολουθούσαμε στενότερους χωματόδρομους περνώντας αποθήκες και μαντριά γεμάτα γελάδια. Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Ψέματα, φοβόμουν, στα πρόθυρα του να τρομοκρατηθώ. Τι είχε πάει στραβά; Μόνο μία εξήγηση έσκαγε ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου. Η πλακέτα προσωπικών δεδομένων με τον σταυρό του Βερμιανού Ράιχ. Ήταν το μοναδικό διαφορετικό στοιχείο σε αυτή τη σύλληψη. Ο Κουρτ-Βο απείχε αρκετά από το πεδίο του πολέμου, η Αλτρουσιανή όμως Συμμαχία διοικούσε όλα αυτά τα συστήματα. Ίσως είχα βρει όντως τον μπελά μου, τον είχα βρει χοντρά. Είκοσι λεπτά μετά την αποφυλάκιση μου αντίκρισα τον προορισμό της μεταγωγής μου. Ήταν ένα στρατόπεδο στα όρια της πόλης, μακριά από τα βλέμματα των τουριστών. Βλέπαμε τους στρατιώτες έξω από τα καζίνα και στο κέντρο προσαγωγών, το μυαλό μας όμως δεν φανταζόταν εκείνη την εικόνα που έβλεπα όπως περνούσαμε την είσοδο της βάσης. Τα υπόστεγα εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι, πλαισιώνοντας έναν τεράστιο αεροδιάδρομο στον οποίο ήταν παρκαρισμένα μεταγωγικά, αλλά και τα τρομερά Νύχια, που είχαν ανατρέψει την μοίρα του πολέμου. Έτσι ένιωσα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν αιχμάλωτος πολέμου, ένα καθίκι συνεργάτης της καταραμένης φάρας των Βερμιανών. Ήμουν όμως αθώος και έλπιζα να συναντούσα αφτιά πρόθυμα να με ακούσουν. Τον Διοικητή τον έλεγαν Σοντζόν. Έδειχνε ήπιος άνθρωπος και ήταν πρόθυμος να με ακούσει. Οι στρατιώτες δεν ήξεραν ποια ήταν η περίπτωση μου. Με φέρθηκαν σαν ύποπτο ως άρμοζε στη θέση του. Ο Σοντζόν έτεινε το χέρι του σε μια φιλική χειραψία και μου ζήτησε να καθίσω απέναντι του. Ήμασταν μόνοι, και πάνω στο γραφείο του, ανάμεσα μας, ήταν η Βερμιανή πλακέτα. Με ρώτησε αν ήθελα να πιω κάτι και ζήτησα νερό. Ο υπασπιστής του μας έφερε έναν δίσκο με δύο κούπες τσάι. «Είναι εισαγόμενο» μου εξήγησε, «βοηθάει στην κάλυψη της γεύσης που έχει το νερό μας. Δεν τη σηκώνουν πολλοί ξένοι.» Τον ευχαρίστησα και ρούφηξα μια γουλιά. Ήταν άνοστο αλλά ζεστό. Η ζεστασιά στο στομάχι, αλλά και στο βλέμμα εκείνου του ανθρώπου, μου αναπτέρωσαν το ηθικό. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 16, 2011 Author Share Posted August 16, 2011 «Ξέρεις τι είναι αυτό;» με ρώτησε δείχνοντας μου την πλακέτα. «Μια κάρτα προσωπικών δεδομένων» απάντησα, «αλλά σας ορκίζομαι δεν έχω ιδέα τι περιέχει.» «Δεν ξέρεις;» έκανε έκπληκτος. Πήρε την πλακέτα και την έχωσε στην σχισμή του υπολογιστή του πάνω στο γραφείο. Ένα δαχτυλικό αποτύπωμα εμφανίστηκε στην οθόνη. «Είναι αυτό δικό σου;» με ξαναρώτησε. Άστραψε στο κεφάλι μου η ανταλλαγή πάνω στην τσόχα. «Νομίζω πως ναι.» «Νομίζεις; Για έλα να δούμε.» Σηκώθηκα και πλησιάζοντας την οθόνη ακούμπησα πάνω της τον αντίχειρα μου. Τιτίβισε ο υπολογιστής και ο σταυρός του Βερμιανού Ράιχ άναψε πάνω στο γυαλί. «Γαμώτο!» μου ξέφυγε. Μια σειρά από Βερμιανά γράμματα και αρχεία απλώθηκαν πάνω από τον σταυρό. Γύρισα πανικόβλητος προς τον Διοικητή. «Δεν έχω ιδέα τι είναι όλα αυτά! Κέρδισα την κάρτα σε μια παρτίδα ποκερίνο. Ο τύπος μιλούσε γερμανικά. Ίσως ήταν Βερμιανός.» «Σε παρτίδα πόκερ ε; Τι ιστορία! Δεν μπορώ να πω ότι βλέπουμε πολλούς Βερμιανούς στον Κουρτ Βο. Θα πρέπει να ελέγξω τα αρχεία εισόδου-εξόδου στο τελωνείο. Πως τον έλεγαν τον τύπο;» Ένιωσα σαν τιποτένιος ψεύτης. «Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Μέθυσα άγρια χθες και… Αλήθεια δεν θυμάμαι τίποτα.» Άνοιξε ένα δεύτερο παράθυρο στην οθόνη του υπολογιστή του και εμφανίστηκε η φάτσα μου με όλα τα προσωπικά μου δεδομένα από δίπλα. Δεν ήταν πολλά. Ήταν το προφίλ μου κατεβασμένο από το αρχείο προσωπικού του Μπορίς Γιέλτσιν. «Είσαι ένας απλός απολυμαντής λοιπόν» είπε ο Σοντζόν χαμογελώντας. «Ακριβώς. Ούτε συνεργάτης των Βερμιανών, ούτε κατάσκοπος, ούτε εγκληματίας πολέμου. Βγήκα στο διάστημα όταν είχε τελειώσει ο πόλεμος!» «Είσαι Γήινος λοιπόν; Γέννημα θρέμμα;» «Ακριβώς.» «Γη. Η μάνα πατρίδα όλων των αποικιών.» Η διατύπωση ήταν μελό, κατά έναν τρόπο όμως διατύπωνε μια παλιά αλήθεια. Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω με την σειρά μου. «Γκον Σταργκόν» είπε διαβάζοντας τον φάκελο μου, «θα σου χαρίσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και, για τώρα, θα πιστέψω στην ειλικρίνεια σου.» «Σας ευχαριστώ.» «Θα σε πληροφορήσω επίσης ότι είχαμε πρόσβαση στην Βερμιανή κάρτα από σήμερα το πρωί. Δεν περιμέναμε δηλαδή την άφιξη του αντίχειρα σου για να μελετήσουμε το περιεχόμενο της. Οι κωδικοί και οι δικλείδες ασφαλείας ήταν το λιγότερο γελοίες. Με την λήξη του πολέμου η Αλτρουσιανή Συμμαχία έχει στην κατοχή της κάθε Βερμιανό δεδομένο. Βάση του περιεχομένου λοιπόν, μπορώ να σου πω να ησυχάσεις, δεν κατηγορείσαι για κάτι. Η κάρτα είναι καθ’όλα νομότυπη και ανήκει σε σένα. Αυτή και το εκπληκτικό της περιεχόμενο.» «Αλήθεια;» Αν θυμάμαι καλά είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα, και ακόμα δεν είχα ακούσει τι περιείχε η πλακέτα. «Κάθε στοιχείο του προηγούμενου ιδιοκτήτη είναι δυστυχώς σβησμένο, θα χρειαστεί πιο εκτενής έρευνα γι αυτό, αν το απαιτήσουν φυσικά οι περιστάσεις.» Το βλέμμα μου επέστρεψε στην οθόνη, στα περισσότερο από εκατό αρχεία που περιλαμβάνονταν μέσα στην κάρτα προσωπικών δεδομένων. «Δεν ξέρω καθόλου Βερμιανά» μονολόγησα. «Έχουν μετάφραση. Μην αγχώνεστε» είπε ο Σοντζόν μειδιώντας. «Τι είναι όμως;» «Είναι κυρίως έγγραφα ιδιοκτησίας.» «Δηλαδή;» είπα και ένιωσα να στεγνώνει το στόμα μου. Θαρρείς και το ένστικτο μου είχε διαβάσει το βλέμμα του. «Είστε ο κάτοχος ενός πλανήτη κύριε Γκον Σταργκον. Και όχι όποιου κι όποιου. Είστε κάτοχος και ιδιοκτήτης ενός πλανήτη Ρεπλίκα.» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 17, 2011 Author Share Posted August 17, 2011 Από όλα τα ανθρώπινα φύλα που απλώθηκαν στα έσχατα του γνωστού μας γαλαξία, το πιο αμφιλεγόμενο ήταν το γερμανόφωνο Βερμιανό. Μια ασήμαντη, απομονωμένη κοινότητα αποίκων στο ξεκίνημα της, μυστικοπαθής και ξενόφοβη μέχρι το τέλος, έχτισε γύρω της ένα τείχος από μύθους και προκαταλήψεις. Για όλους τους σωστούς ή λάθος λόγους πολλοί θαύμαζαν τους Βερμιανούς, και πολλοί τους μισούσαν, επίσης για σωστούς ή λάθος λόγους. Πέραν της υπεροψίας να θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους όλων, δεν είχαν βλάψει ποτέ κανέναν πριν την έκρηξη του πολέμου. Παρά τον χαρακτήρα της κοινότητας τους, συναλλάσσονταν με πολλούς κόσμους. Επένδυσαν στο εμπόριο, στις σπουδές και τις μελέτες, αναπτύσσοντας έναν πολιτισμό απαράμιλλο σε πλούτο, τεχνογνωσία και φυσικά δύναμη. Δεν μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την Βερμιανή φερεγγυότητα και τεχνολογία. Το Βερμιανό μάρκο ήταν βασιλιάς. Υπήρξαν και φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν ενάντια σε αυτή την νέα αυτοκρατορία, που με την σαγήνη της είχε θαρρείς υπνωτίσει τους πάντες. Η απαξίωση των Βερμιανών κατά των υπόλοιπων φυλών με την ταυτόχρονη ανάπτυξη τεχνολογίας και ένοπλης δύναμης, θορύβησε μόνο ελάχιστους. Όταν ξεκίνησε η πρώτη εισβολή στο Ρατμαγιάτ, οι αποικίες πιάστηκαν στον ύπνο και ήταν σχεδόν πολύ αργά. Όσα ήξερα για εκείνους ήταν επιφανειακά, τα οποία λίγο-πολλή ήταν όσα γνώριζαν όλοι. Οι Βερμιανοί ήταν οι κακοί του γαλαξία, οι φασίστες της διαστημικής εποχής, οι ρατσιστές, τα τέρατα, ταγμένοι να κάνουν όλον τον γαλαξία κτήση τους, αφανίζοντας κάθε μη Βερμιανό, ή μη γερμανόφωνο. Η κορωνίδα της διεκδίκησης τους ήταν η ίδια η Γη, η μητέρα πατρίδα όλης της ανθρωπότητας. Αμέτοχοι και αδιάφοροι μέχρι τότε οι Γήινοι, σε οτιδήποτε αφορούσε τις αποικίες, ήταν η πρώτη φορά που πήραν τόσο ζεστά μια κατάσταση τόσο μακρινή. Οι αποικίες συσπειρώθηκαν κατά του Βερμιανού Ράιχ σχηματίζοντας την Αλτρουσιανή Συμμαχία. Η Συμμαχία εγγυήθηκε ότι ο πόλεμος δεν θα έφτανε ποτέ στο ηλιακό σύστημα της Γης, αυτό όμως δεν πτόησε Γήινους, και Αριανούς, να στρατολογούνται κατά χιλιάδες για να δώσουν τον εαυτό τους στον δίκαιο αγώνα. Ήταν ένας σκληρός πόλεμος που κράτησε δέκα χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους σε αμφότερα στρατόπεδα, αποικίες ολόκληρες καταστράφηκαν, πλανήτες αφανίστηκαν, θριάμβεψε όμως το καλό με την συντριβή της φασιστικής αυτοκρατορίας. Από το θράσος των καταπατητών, και πολλά σημεία και τέρατα που είδαν πολλοί στα πεδία των συγκρούσεων, γεννήθηκαν θεωρίες και συμπεράσματα που μιλούσαν για μια εξωγήινη τεχνολογία. Στην άσβεστη τους λαιμαργία για έρευνα, ανάπτυξη, και δύναμη, οι θεωρίες έλεγαν ότι οι Βερμιανοί είχαν βρει και είχαν ξεκλειδώσει τα μυστικά μιας ξένης, μη ανθρώπινης τεχνογνωσίας. Αυτό ήταν και το έναυσμα που περίμεναν για να εκδηλώσουν όλα εκείνα τα σχέδια που κυοφορούσαν για δεκαετίες στην μυστικοπαθή κουλτούρα τους. Στο τέλος του πολέμου, πολιτικοί, στρατιωτικοί και επιστήμονες του Ράιχ κατέστρεψαν αρχεία, σημαντικά στοιχεία, και πολλοί από αυτούς που γνώριζαν την αλήθεια αυτοκτόνησαν. Οι θεωρίες έμειναν θεωρίες με μυθικές διαστάσεις, και οι έρευνες των Συμμάχων συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 18, 2011 Author Share Posted August 18, 2011 Με ξύπνησε το προειδοποιητικό κουδούνι της καμπίνας. Θα ακολουθούσαν αναταράξεις. Πιθανόν να περνούσαμε μια ζώνη αστεροειδών, ή πιθανό και να είχαμε φτάσει. Άναψα το ρολόι μου χωρίς να σηκωθώ. Είχα κοιμηθεί έξι ώρες. Όσες ώρες κοιμόμουν και στο Μπόρις πριν την βάρδια μου. Αναρωτήθηκα σε πόσο καιρό θα απέβαλα εκείνη τη ζωή από τον οργανισμό μου. Ίσως και ποτέ. Σώμα και ψυχή κολυμπούσαν ακόμα στην αμφιβολία, σαν να ήμασταν οι δέκτες μιας κοσμικής, καλοστημένης φάρσας. Δεν ήμουν σίγουρος κι αν ο νους μου είχε πιστέψει όλα όσα μου συνέβαιναν μέχρι εκείνη την στιγμή. Θετικό κατάλοιπο της θητείας στο Μπόρις ήταν η ικανότητα μου να κοιμάμαι βαθιά, αναίσθητος σαν κούτσουρο, και μέσα από τις χειρότερες διαστημικές αναταράξεις. Και το Γιέλτσιν ίσως ήταν μεγαθήριο από τα λίγα, είχε δει όμως το μερίδιο του στο φαινόμενο. Δεν αναφέρομαι φυσικά στην προσέγγιση της ατμόσφαιρας ενός πλανήτη, αλλά τα «φαντάσματα» του μεσοδιαστήματος. Έτσι τα λένε οι παλιοί αμπαρογλύφτες, δεν συνομίλησα ποτέ με επιστήμονες για πιο τεκμηριωμένη ενημέρωση. Δύο φορές το πέτυχα ξύπνιος, σε ώρα βάρδιας, και νόμισα ότι ανά πάσα στιγμή το κήτος θα άνοιγε στα δύο σαν φραντζόλα, με όλους εμάς τα ψίχουλα να σκορπάμε στη σούπα των άστρων. Άκουσα το μέταλλο να βογκάει και να φτύνει σπίθες, τις συνδέσεις και τα λιωμένα μπουλόνια να κροταλίζουν και να σπάνε, είδα πυρακτωμένες σφαίρες ηλεκτρισμού να καρβουνιάζουν αιφνιδιασμένους συνάδελφους. Δεν ξέρουμε ακόμα τα πάντα γι αυτόν τον ατελείωτο ωκεανό που αποκαλούμε διάστημα. Η τελευταία εβδομάδα ήταν μια αρκετά θολή εμπειρία. Ήμουν νηφάλιος, αν και ζαλισμένος από τις εξελίξεις που τρέχανε γρηγορότερα από όσο μπορούσα να προλάβω, οι φλέβες μου γεμάτες άγχος. Δεν είμαι σίγουρος αλλά νομίζω ότι τα πήγα σχετικά καλά, αναγκασμένος όπως ήμουν να εμπιστευτώ πολλούς, τους οποίους δεν γνώριζα καθόλου. Κι εκείνοι, φυσικά, χαίρονταν πολύ να γνωρίσουν εμένα. «Υπάρχει ένα τάγμα της Αλτρουσιανής Συμμαχίας εγκατεστημένο στην Ρεπλίκα Β7, την Ρεπλίκα σας, σε μια μικρή βάση στην επιφάνεια, και στον σταθμό επιτήρησης στη τροχιά του πλανήτη.» Ο Σοντζόν είχε φανεί δεόντως εξυπηρετικός. «Η τελευταία αποστολή ανεφοδιασμού φεύγει για εκεί σε μία εβδομάδα. Μπορώ να κανονίσω την μεταφορά σας εγκρίνοντας σας κωδικό πληρώματος. Επόμενος ανεφοδιασμός δεν θα υπάρξει. Οι Αλτρουσιανές δυνάμεις θα αποχωρήσουν από εκείνο το σύστημα σε δύο μήνες, κατ’απόφαση των συνθηκών ειρήνης. Η Ρεπλίκα Β7 θα ανήκει πλέον στην επιμέλεια και ευθύνη του ιδιοκτήτη της. Αυτό είναι απλά μια προσωρινή προσφορά, δεν είστε υποχρεωμένος να την δεχτείτε. Μπορείτε να κανονίσετε μεταβίβαση στο κτήμα σας με όποιο μέσο επιθυμείτε εσείς.» Δεν πίστευα ακόμα ότι κάμναμε αυτή τη συζήτηση. Ο μισός μου οργανισμός επαναστατούσε και με έλουζε με ηλεκτρικές εκκενώσεις, υπενθυμίζοντας μου ότι είχα χάσει την βάρδια μου. «Δεν θα είχα αντίρρηση» θυμάμαι να ψέλλισα, «αλλά, πως; Δεν έχω μία πάνω μου.» «Ελάτε κύριε Στάργκον» είπε με καλή διάθεση ο Σοντζόν. «Είστε ιδιοκτήτης ολόκληρου πλανήτη. Κάτι θα κανονίσουμε.» Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 19, 2011 Author Share Posted August 19, 2011 Το Σκαθάρι Τζεμ-Κατ είναι ένα μεταγωγικό σεβαστού μεγέθους. Όταν άρχισαν να κροταλίζουν τα ελάσματα που το συνέθεταν σηκώθηκα από την κουκέτα μου. Αν είχαμε φτάσει, ήθελα να δω την κατάβαση από το πιλοτήριο. Βγήκα στον διάδρομο και πήρα την σκάλα που διέσχιζε την οροφή του τεράστιου αμπαριού του σκάφους. Σχεδόν τα μισά δέματα από κάτω μου ήταν για μένα, ανάμεσα τους και ένα χαμ-τερέν, όχημα εδάφους-εδάφους με αμφίβιες προσαρμογές, και ένα ερ-μπακ, όχημα εδάφους-αέρος. Το πρώτο είχα τις ικανότητες να το κουμαντάρω, για το δεύτερο χρειαζόμουν εκπαίδευση. Μέσα στη ζάλη των προετοιμασιών είχαμε καλύψει, πιστεύαμε, τις κυριότερες μου ανάγκες. Είχα περίπου ενάμιση μήνα να εγκλιματιστώ και να αναθεωρήσω τις όποιες ελλείψεις στα σχέδια μου. Μετά, θα έμενα μόνος υπ’ευθύνη μου. Το μυαλό μου επαναστατούσε και αρνιόταν να πεταχτεί τόσο μπροστά στο μέλλον. Είχα εξασφαλίσει τα απαραίτητα, μετά από μια βιαστική μελέτη των αρχείων ιδιοκτησίας μου. Ίσως έκανα λάθη, ένα καμπανάκι όμως που το αποδίδω σε κατάλοιπα του πατέρα μου, με επανέφερε γρήγορα στην τάξη. Ο Διοικητής Σοντζόν ήταν ο μόνος στον οποίο παραχωρήθηκε ιδιοκτησία ενός ολόκληρου κράτους. Ήταν η συναλλαγή που κατήργησε τον αμήχανο πληθυντικό ευγενείας που επικρατούσε ως τότε μεταξύ μας. Οι υπόλοιποι πιστωτές μου κέρδισαν μόνο δικαιώματα ενοικίασης νησιών ή άλλων επίγειων εκτάσεων. Δυσανάλογο με το μέγεθος του μεταγωγικού, το πιλοτήριο του Τζεμ-Κατ ήταν στενό, δηλαδή στενάχωρο. Το πλήρωμα πλοήγησης ήταν τέσσερις, και εγώ ο πέμπτος στριμώχθηκα μάλλον άβολα ανάμεσα τους. Είχα γνωριστεί αρκετά καλά με τα παιδιά, με πολλά μπουκάλια κερασμένης βότκας από την αφεντιά μου, και με καλωσόρισαν ανοιχτόκαρδα ανάμεσα τους. Τα φινιστρίνια του πιλοτηρίου ήταν μια απογοήτευση. Μόλις και μετά βίας μπορούσα να δω κάτι όπως καθόμουν πίσω από τους πλοηγούς. Εκείνοι δεν είχαν ανάγκη να κοιτάζουν έξω για να πετάξουν το σκάφος στον προορισμό του. Το βλέμμα τους ήταν προσηλωμένο στις προσωπικές τους οθόνες, οι οποίες ήταν, για μένα, ένα μπερδεμένο συνονθύλευμα γραφικών και δεδομένων. Δεν είχα ιδέα τι έβλεπαν εκεί μέσα. Από το ένα φινιστρίνι έβλεπα μέρος του πλανήτη που πλησιάζαμε, ήταν κάπως θολός και γκρίζος σε χρώμα, το οποίο βρήκα λίγο απογοητευτικό. Εκτίμησα επίσης ότι βρισκόμασταν αρκετά μακριά του για να βρισκόμαστε σε φάση εισόδου. «Λίγο νωρίς δεν είναι για αναταράξεις;» ρώτησα. «Όλη η περίμετρος του Β7 είναι διάσπαρτη με θραύσματα» μου εξήγησε ο καπετάνιος Γοκίν, «Τα μεγαλύτερα κομμάτια δεν υπερβαίνουν το μέγεθος της γροθιάς μου, αλλά σίγουρα είναι επικίνδυνα. Κάνουν υπολογίσιμες ζημιές στην θωράκιση μας. Και φορές είναι αρκετά μαζεμένα για να προκαλούν μαγνητικές παρεμβολές στα συστήματα πλοήγησης.» Έδειξε προς τον πλανήτη. «Νομίζουμε ότι είναι σκουπίδια που προέρχονται από εκεί.» «Τα άφησαν πίσω οι Βερμιανοί» συμπλήρωσε ο Νίσιρ. Τέντωσα τον λαιμό μου προς το φινιστρίνι μήπως και έβλεπα κάποια από τα κομμάτια του πλανήτη. «Αν θέλεις να απολαύσεις την κατάβαση, και έχεις τα κότσια δηλαδή» έκανε ο Γοκίν χαμογελώντας στους άλλους, «τι κάθεσαι εδώ μαζί μας; Εδώ δεν βλέπεις τίποτα.» «Και που να πάω;» «Στο παρατηρητήριο, στη μύτη του σκάφους. Είναι κάπως άβολα, η θέα όμως είναι μοναδική!» «Από εκεί θα τα δεις όλα» συμπλήρωσε ο Νίσιρ. «Το έχουμε για τις περιπτώσεις που κάνουμε ρίψεις φορτίου, σήμερα όμως είναι ελεύθερο.» «Μπορούμε να τα λέμε από την ενδοεπικοινωνία. Θα σου δώσουμε μια πρώτης τάξεως ξενάγηση.» Ο χώρος παρατηρήσεων ήταν μια μικρή εσοχή, κάτω μπροστά στη μύτη του Σκαθαριού. Ο παρατηρητής μπορούσε μόνο να συρθεί μέσα, ξαπλωμένος στο στομάχι του. Στο τέρμα του, από το στήθος και πάνω ακουμπούσες πάνω σε μια επιφάνεια διάφανου κρυστάλλου και είχες μια μοναδικά προνομιακή οπτική. Ξεχνιόσουν εύκολα, και με το υπόλοιπο σκάφος εκτός βλέμματος, νόμιζες ότι πετούσες ο ίδιος. Από εδώ έβλεπα ολόκληρη την Ρεπλίκα όπως την πλησιάζαμε. Άκουγα τα θραύσματα που μας χτυπούσαν αλλά αδυνατούσα να τα δω. Το Τζεμ-Κατ συνέχισε όμως να αναταράσσεται βίαια και έπρεπε να προσέχω μη σπάσω το κούτελο μου πάνω στο κρύσταλλο παρατηρήσεων. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 20, 2011 Author Share Posted August 20, 2011 Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Βερμιανής Αυτοκρατορίας ανακαλύφθηκαν μετά την λήξη του πολέμου. Οι Βερμιανοί, για κάποιον άγνωστο λόγο, είχαν μετατρέψει έναν αριθμό πλανητών, έξι από αυτούς είχαν ανακαλυφθεί, σε αντίγραφα του πλανήτη Γη. Το κατόρθωμα από μόνο του ήταν εκπληκτικό. Δεν υπήρχαν στοιχεία για την αρχική μορφή αυτών των κόσμων. Οι ήπειροι δεν ήταν ακριβώς γεωγραφικά σωστοί, ούτε σε σχήμα, ούτε σε μέγεθος, έμοιαζαν όμως όπως θα ζωγράφιζε ένα παιδάκι με καλή μνήμη έναν χάρτη της Γης. Η τεχνολογία της ατμοσφαιρικής μορφοποίησης πλανητών για ανθρώπινη κατοίκηση ήταν στα σπάργανα στον Συμμαχικό κόσμο. Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα όμως δεν είχε να κάνει με μια απλή μετατροπή σε κόσμους βιώσιμους για τον άνθρωπο. Ήταν μια εμμονή στην κατασκευή αντιγράφων της μητέρας πατρίδας. Όλοι όσοι ήταν υπεύθυνοι, όλοι όσοι γνώριζαν λόγους και αιτίες, ήταν ή νεκροί, ή εξαφανισμένοι. Δεν βρήκε κανείς κανένα ίχνος της τεχνολογίας που έκανε δυνατό αυτό το πελέκημα της επιφάνειας αυτών των πλανητών, του γεμίσματος των ωκεανών με νερό και της δημιουργίας μιας κάποιας χλωρίδας και πανίδας. Στο τελευταίο στοιχείο υπήρχαν σαφείς διαφοροποιήσεις από την πηγή. Εικαζόταν ότι Βερμιανοί κατάσκοποι είχαν κλέψει γενετικό υλικό από οργανισμούς στη Γη, δεν κατασκεύασαν όμως ακριβή αντίγραφα αυτών, πολύ περισσότερο έμοιαζε να πειραματίστηκαν σε νέες κατευθύνσεις. Τα φυτά και τα ζώα που γέμιζαν τις Γαίες αυτές, και τους ωκεανούς τους, λίγη σχέση είχαν με αυτά που ήξερε ο άνθρωπος μέχρι τότε. Από τις έξι Ρεπλίκες, οι δύο είχαν ανατιναχτεί από τους Βερμιανούς πριν την παράδοση στη Συμμαχία. Και από τις υπόλοιπες τέσσερις που πέρασαν στην κατοχή των Αλτρουσιανών δυνάμεων, μετά από μακρόχρονη εκτίμηση, οι δύο είχαν παραδοθεί σε πλειστηριασμό για διάθεση σε ιδιώτες. Η Β7 ήταν η μικρότερη των έξι. Ελάχιστα μικρότερη σε μέγεθος από την Γη, ήταν η μοναδική Ρεπλίκα που δεν διέθετε την οροσειρά των Ιμαλαΐων. Παρατηρώντας την τώρα από την προνομιακή μου θέση, αντιλήφθηκα ότι είχα κάνει λάθος στην αρχική μου εκτίμηση. Το απογοητευτικό χρώμα της οφειλόταν κυρίως στην ποιότητα του φωτός που της παρείχε το άστρο που έπαιζε τον ρόλο του ήλιου για εκείνη. Ένα κεντρικό, τροφοδοτικό αστέρι και συνοδευτικοί πλανήτες σε κατάλληλο αριθμό, μέγεθος και απόσταση μεταξύ τους, έδιναν στην κάθε ρεπλίκα τις καταλληλότερες δυνατές συνθήκες που να εξασφαλίζουν μια αποδεκτή εικόνα Γης. Και η Β7 ήταν μια όμορφη, γαλάζια σφαίρα με πινελιές λευκού και πράσινο, ο ήλιος όμως δεν της έβγαζε την χρωματική μαγεία του πρωτότυπου. Σε λίγο είδα να αναδύεται μπροστά μου το μέγεθος του στρατιωτικού σταθμού που βρισκόταν στην τροχιά του πλανήτη. Μαζί του, στην υπόλοιπη τροχιά υπήρχαν δορυφόροι που παρατηρούσαν και κατέγραφαν κάθε κίνηση κάτω την επιφάνεια. Ήταν μια καχύποπτη εφαρμογή που θα τελείωνε με την λήξη της Αλτρουσιανής επιτήρησης. Ο σταθμός- διαστημόπλοιο την καθορισμένη μέρα θα μάζευε τους δορυφόρους του σαν καΐκι που μαζεύει τις σημαδούρες του και θα έφευγε γι αλλού, να πιάσει άλλα ψάρια. Θα μάζευε όλους τους δορυφόρους πλην ενός, ο οποίος ανήκε τώρα σε μένα. Ζωτική σημαδούρα, μου είχε στοιχίσει την «Νορβηγία». Άκουσα τον Γοκίν στην ενδοεπικοινωνία να με πληροφορεί ότι θα κάναμε πρώτα μια δίωρη στάση στον σταθμό για παράδοση διαταγών, αλληλογραφίας και προμηθειών. Ήταν και μια ευκαιρία και για να ξεμουδιάσουμε. Ήμουν ήδη διάσημος στον σταθμό. Η υποδοχή ήταν ζεστή και τα κασόνια με τις βότκες που κουβαλούσαμε με ανήγαγε ήδη σε άρχοντα στα μάτια τους. Ήταν ακόμα ένας ρόλος που έπαιζα, που μου ήταν αδύνατο να πιστέψω. Τα φινιστρίνια στο χολ σίτισης του σταθμού ήταν τετράγωνα και μεγαλύτερα. Πίσω από τα κοκκινισμένα πρόσωπα και τα υψωμένα ποτήρια, πέρα από τα τζάμια, μπορούσα να δω τον όγκο του πλανήτη καθώς γυρνούσε στη σκιά του, σκούρος και τρομακτικός. Η Ρεπλίκα Β7 ήταν ένας άδειος πλανήτης. Είχε κάποια ζώα στα δάση και τις σαβάνες της, αδιευκρίνιστο αριθμό κτηνών στους βυθούς της, αλλά πέρα του τάγματος του Αλτρουσιανού στρατού στην Ιβηρική Χερσόνησο, ήταν άδεια από ανθρώπους. Είχε ολόκληρες της μεγαλύτερες πόλης του πλανήτη, Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο, Τεχεράνη, Σίδνεϋ και άλλες, κάποιες μικρότερες πόλεις και χωριά, δεν υπήρχαν όμως κάτοικοι. Και όλο αυτό ήταν τώρα δικό μου, και ήταν αρκετό επ’αόριστης πίστωσης να μου χαρίζει έναν μανδύα κύρους. Τσούγκρισα το ποτήρι μου μαζί τους και κατάπια ηδονικά εκείνη την γλυκιά κάψα. Αν άφηνα εκείνον τον μανδύα να με τυλίξει υπήρχε κίνδυνος να με πνίξει. Η συνέχεια αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 21, 2011 Author Share Posted August 21, 2011 Ο Διοικητής Σοντζόν με είχε συνοδέψει σε ένα δωμάτιο επιχειρήσεων που διέθετε μια οριζόντια οθόνη στρατηγικής και παρακολούθησης. Φόρτωσε σε αυτή την κάρτα προσωπικών δεδομένων. «Ο ιδιοκτήτης της κάρτας είναι κατοχυρωμένος από το Κατοχικό Ταμείο Δημοπρασιών ως κάποιος Βιλ Γιούργκενς, Βερμιανός όπως συμπέρανες κι εσύ. Φυσικά η νομοθεσία, βάση Συνθηκών, απαγορεύουν απόκτηση κατασχεμένης Βερμιανής περιουσίας πίσω στους ίδιους. Για να πέρασε όμως νόμιμα η πλειοδοσία του, συμπεραίνω ότι ο ίδιος θα ήταν απαλλαγμένος του νόμου ως συνεργάτης της Συμμαχίας.» «Συνεργάτης;» «Ναι, είχαμε και μερικούς τέτοιους. Τον βρήκαμε, αυτόν τον Γιούργκενς στις λίστες εισόδου του λιμένα μας, όχι όμως στις εξόδου. Πρέπει να βρίσκεται ακόμα εδώ. Είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να τον τσακώσουμε.» «Δεν τον έκλεψα. Δεν θυμάμαι πολλά, αλλά ξέρω ότι παίζω τίμια παιχνίδια.» «Σε πιστεύω» με καθησύχασε. «Είναι τυπικό το θέμα. Χρειαζόμαστε κάποιες περαιτέρω διευκρινήσεις για να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της συναλλαγής. Συμφέρει και σένα, πίστεψε με.» Δεν τον βρήκαν ποτέ. Οι τυπικότητες ξεχάστηκαν γρήγορα. Στην οθόνη ανάμεσα μας άναψε ένας παγκόσμιος χάρτης της Β7. Η ομοιότητα των ηπείρων με των αντίστοιχων τους στη Γη ήταν εντυπωσιακή. Κάναμε μια γρήγορη περιήγηση σε μεγεθυσμένη εικόνα. Ο Σοντζόν μου έδειξε που κυκλοφορούσαν τα περισσότερα είδη ζώων στον πλανήτη. «Υπάρχουν ορισμένα κήτη στα βαθιά νερά, το ίδιο μεταλλαγμένα με αυτά της ξηράς. Πτηνά, κάθε είδους πετούμενα, δεν βρέθηκαν πουθενά. Μάλλον δεν πρόλαβαν να τα προσθέσουν. Εδώ υπάρχει ένα πιο λεπτομερές αρχείο από τις μελέτες που διεξήγαγαν δικοί μας επιστήμονες. Ένα είδος εγκυκλοπαίδειας που μπορείς να μελετήσεις στον ιδιωτικό σου χρόνο. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σε απασχολούν ιδιαίτερα, όχι τώρα. Όλα τους ζουν και κινούνται σε ζώνες απομακρυσμένες από τις πόλεις. Τα είδη στο Β7 δεν είναι ακριβώς πρωτότυπα, όλα τους έχουν αντίστοιχα όμοια και στις υπόλοιπες ρεπλίκες.» «Υπάρχουν κι άλλα; Στις υπόλοιπες;» «Ναι, η ποικιλία στις υπόλοιπες είναι μεγαλύτερη.» «Θα δημοπρατηθούν κι εκείνες;» Χαμογέλασε με την αφέλεια μου. «Δεν το νομίζω.» Μεγέθυνε κι άλλο τον χάρτη, μου έδειξε τις πόλεις. «Οι πόλεις δεν είναι ακριβή αντίγραφα, όχι ανά τετραγωνικό μέτρο τουλάχιστο. Ένας πεζός όμως που θα τις διέσχιζε, εκτός κι αν είχε περπατήσει τις πρωτότυπες, δεν θα καταλάβαινε την διαφορά. Δεν υπάρχουν οχήματα κανενός είδους σε όλον τον πλανήτη. Υπάρχουν αεροδρόμια αλλά όχι αεροπλάνα, λιμάνια χωρίς πλοία, ολόκληρο δίκτυο σιδηροδρομικών γραμμών χωρίς ένα τρένο. Ούτε αυτοκίνητα εννοείται, παρά τους ασφαλτοστρωμένους αυτοκινητοδρόμους. Και οι πόλεις… Παρά το εντυπωσιακό τους μέγεθος, περισσότερο θυμίζουν σκηνικό θεατρικής παράστασης. Το πενήντα τις εκατό των κτιρίων είναι κούφιες προσόψεις, τα υπόλοιπα έχουν εσωτερικά διαμερίσματα χωρίς όμως παροχές. Έχουμε ότι ένα δέκα τα εκατό να είναι επιπλωμένα και βιώσιμα.» «Σε κάνει και αναρωτιέσαι, έτσι δεν είναι; Ποιο το νόημα της κατασκευής τους;» «Είναι μια από τις σημαντικότερες ερωτήσεις του Μεγάλου Πολέμου» απάντησε ο Σοντζόν, επισημαίνοντας το αυτονόητο της δήλωσης μου. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 22, 2011 Author Share Posted August 22, 2011 Ξεκινήσαμε την κατάβαση μας στην Β7 από την νυχτερινή πλευρά. Ο πλανήτης ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Παρ’όλα αυτά, ξάπλωσα ξανά στο παρατηρητήριο, το βλέμμα μου πάνω στο κρύσταλλο, τα χέρια μου μαξιλάρια στο μέτωπο, να προφυλάσσουν το κεφάλι μου από τις ατμοσφαιρικές αναταράξεις. Κοίταζα απογοητευμένος την μαυρίλα, επιμένοντας να διακρίνω κάτι, οτιδήποτε. Άκουσα τον Γοκίν πάλι στην επικοινωνία. «Αφεντικό, κανονίσαμε μια έκπληξη για σένα με τα παιδιά στον σταθμό. Νομίζουμε ότι θα σου αρέσει. Είσαι έτοιμος; Από μας για σένα, με εκτίμηση.» Ξαφνικά, σα να είχε βάλει κάποιος στην πρίζα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, άναψε ο πλανήτης. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα επιφώνημα. Σαν ένα παιδικό παιχνίδι γεμάτο μικρά λαμπιόνια, πόλεις και δίκτυα της Ρεπλίκας άρχισαν να λάμπουν μέσα στη νύχτα. «Πως το κάνετε αυτό;» αναφώνησα. «Υπάρχουν λειτουργικοί σταθμοί ενέργειας στην επιφάνεια, μόνο που η παρούσα ενέργεια ανήκει στην Αλτρουσιανή Συμμαχία. Μόνο ο σταθμός επιτήρησης έχει το δάχτυλο στον διακόπτη. Απόλαυσε το αφεντικό, δεν θα το ξαναδείς αυτό σύντομα.» Εκείνη την στιγμή ήμουν σαν παιδί που ξετύλιγε το δώρο του. «Αυτή η πόλη εκεί κάτω, δεξιά, ποια είναι;» Ο Γοκίν καθάρισε τον λαιμό του ψάχνοντας να διαβάσει τον χάρτη στην οθόνη του. «Κατοχυρωμένο ως… Τόκυο!» Υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι πολύ πιθανό κανένας από όσους είχα συναντήσει εδώ είχαν επισκεφτεί ποτέ, ή γνώριζαν το ελάχιστο για την Γη. Η κατάβαση συνεχίστηκε γρήγορα μέσα από βίαιους τριγμούς και τραντάγματα. Όταν περνούσαμε την Νέα Υόρκη ήμασταν αρκετά κοντά για να απολαύσω τους φωταγωγημένους ουρανοξύστες. Εντυπωσιάστηκα πραγματικά από την εικόνα της πόλης, θα μπορούσε άνετα να περάσει ως το γνήσιο πρωτότυπο. Μόνο ως υποψιασμένος μπορούσα να προσέξω του έρημους δρόμους ανάμεσα στα πανύψηλα κτίρια. Μόνο ένας στους πέντε ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης είχαν πραγματικά διαμερίσματα εντός τους, κι από αυτά μόνο τα μισά ήταν κατοικήσιμα. Τράβηξα το τηλεσκόπιο ρήψης στο μάτι μου και έδωσα μια κοντινότερη ματιά στην πόλη. Δυσκολευόμουν να πιστέψω το μέγεθος της απάτης, το ότι αυτοί οι γυάλινοι πύργοι με τα φωταγωγημένα παράθυρα ήταν στην πραγματικότητα κούφιοι. Εστίασα ώστε να προλάβω να δω το Άγαλμα της Ελευθερίας πριν χαθούν όλα στο σκοτάδι του Ατλαντικού. Ήταν η συναλλαγή που κατήργησε τον αμήχανο πληθυντικό ευγενείας που επικρατούσε ως τότε μεταξύ μας. «Λοιπόν;» είπε ο Σοντζόν κοιτάζοντας με στα μάτια. «Τι λοιπόν;» έκανα μουδιασμένος. «Που θέλεις να εγκατασταθείς; Δικός σου ο πλανήτης, δικές σου και όλες οι πόλεις του. Διαλέγεις όποια γουστάρεις.» Θα μπορούσα να είχα διαλέξει την Νέα Υόρκη, ή το Παρίσι. Είχα εκεί και ένα Λούβρο, αλλά σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Ρεπλίκες που περιείχαν αντίγραφα τέχνης απαράμιλλης πιστότητας, το δικό μου μουσείο έστεκε άδειο. Πολύ πιθανό να είχε πλιατσικολογηθεί πριν διατεθεί για πλειστηριασμό. Ήταν η ευκαιρία μου να διαλέξω μέρη εξωτικά που μου γαργάλαγαν τις φαντασιώσεις στην Γήινη μου ζωή, να στρωθώ σε μια κατάσταση ονειρεμένη. Είχα δει τα σχέδια αλλά και τις φωτογραφίες. Ήταν όλα καταγεγραμμένα και αρχειοθετημένα στην κάρτα δεδομένων. Το αντίγραφο του Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν ένα κουκλί, με τον βράχο της φραντζόλας, το άγαλμα του Ιησού και την διαμαντένια ακτή της Κοπακαμπάνας στο ενδιάμεσο. Οι φωτογραφίες όμως έδειχναν άδεια σκηνικά, κενά από ανθρώπους. Μέχρι να μάθω να πετώ το ερ-μπακ, θα ήμουν για άγνωστο διάστημα καθηλωμένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Θα κόλλαγα δηλαδή για πολύ καιρό στη μία μου επιλογή. Και εκεί είχα ανάγκη από κάτι γνώριμο και καθησυχαστικό. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 23, 2011 Author Share Posted August 23, 2011 Η Β7 διέθετε και Αθήνα. Οι φωτογραφίες της πόλης ήταν εντυπωσιακές στην ανακατασκευή που είχε επιτευχθεί. Ήταν μια πιστή απόδοση του αστικού αλαλούμ με το οποίο ήμουν αρκετά εξοικειωμένος. Προς απογοήτευση μου, ο βράχος της ακρόπολης έστεκε γυμνός από τον Παρθενώνα. Και σε μια πιο αφελή σμίκρυνση, η Αχαρνών συνδεόταν απευθείας με την Συγγρού, που κατηφόριζε ευθεία προς το λιμάνι του Πειραιά. Διάλεξα λοιπόν Αθήνα και κανόνισα να εγκατασταθώ σε μια σουίτα στο ξενοδοχείο Λέντρα ψηλά στη Συγγρού. Είχα μια καλή θέα της Ακρόπολης αλλά και του λιμανιού. Πετάξαμε πάνω από την πόλη στο φως της αυγής, ήταν μια ζωηρή ψευδαίσθηση επιστροφής σπίτι. Προσγειωθήκαμε στο Πάρκο των Μεταναστών δίπλα στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις του Φαλήρου. Εκεί μας περίμενε ένα κόνβοϊ από φορτηγά και νταλίκες για να με συνοδέψει στην κατοικία μου. Μια μονάδα είχε αποσπαστεί από την Ισπανία στην γειτονιά μου, για να φροντίσει τις ανάγκες μου μέχρι την μέρα της αποχώρησης τους. Υπεύθυνος της μονάδας, και εμού, ήταν ο λοχίας Σαβανσό, ένας ψηλός και αριστοκρατικός άντρας με έντονα γαλάζια μάτια. Με χαιρέτησε στρατιωτικά και η διμοιρία του συντάχτηκε μπροστά μου στρατιωτικά. Μου επιφυλάχθηκε υποδοχή επισήμου. Στην διάρκεια εκείνης της πομπής, καθισμένος στην ανοιχτή οροφή της στρατιωτικής νταλίκας που μετέφερε το ερ-μπακ, με φορτηγά εμπρός και πίσω, ένιωσα για πρώτη φορά σαν ένας Φαραώ. Ατένισα προς την ακτή, στον απέραντο γαλανό ορίζοντα, αν και όχι τόσο γαλανό, ένιωσα το νότιο αεράκι στο πρόσωπο μου, μύρισα την νωπή ατμόσφαιρα. Όλα όσα έβλεπα, άκουγα, οσφραινόμουν και ανέπνεα μου ανήκαν. Έπρεπε να το αποδεχτώ, να το αγκαλιάσω, αλλιώς θα με έπαιρνε από κάτω. Λίγη αλαζονεία ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μου. Ήμουν με κάθε έννοια της λέξης ένας πλανητάρχης. Το Λέντρα ήταν από τα λίγα κτίρια που ήταν πλήρες εξοπλισμένο και λειτουργικό, σε όλους τους ορόφους του. Είχε υπόγειο γκαράζ, μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, μια τεράστια κουζίνα, ηλεκτρική πρόσβαση, αίθουσα με γεννήτρια, υδραυλικές εγκαταστάσεις και σύνδεση με το δορυφορικό δίκτυο. Οι Αλτρουσιανή μονάδα είχε μετατρέψει την περιοχή γύρω από το ξενοδοχείο σε στρατόπεδο. Φρουρές είχαν ακροβολιστεί σε παραπλήσιες ταράτσες και διαμερίσματα. Βρήκα να με περιμένει, εκτός από ζεστό νερό, ένα μπάνιο εξοπλισμένο με σαμπουάν, σαπούνια, αφρόλουτρα, μυρωδικά και κρέμες ξυρίσματος, όλα μέρος του Βερμιανού ντεκόρ για το πολυτελές ξενοδοχείο. Ήταν ένα σημείο του πλανήτη που πιθανό είχε ξεφύγει της προσοχής των μερακλήδων συλλεκτών. Βρέθηκαν μέχρι και κασόνια με σαμπάνιες στην αποθήκη της κουζίνας. Με πληροφόρησαν ότι θα με περίμενε ένα γεύμα στο εστιατόριο του Λέντρα, αμέσως μετά το λουτρό μου. Προσκάλεσα όλη την μονάδα να συμμετάσχει αλλά δέχτηκα την ευγενή αντίρρηση του Σαβανσό. Όταν παρακάλεσα τουλάχιστο την παρουσία του λοχία, χάριν συντροφιάς, υποσχέθηκε να έρθει για καφέ αργότερα. Την αστρόσκονη, ή την αίσθηση αυτής, κυριολεκτική ή πλασματική, την αισθάνεσαι να μαζεύεται στο πετσί σου όταν δουλεύεις στα διαστημόπλοια, ακόμα κι αν δεν χρειαστεί ποτέ να κάνεις κάποιον περίπατο στο κενό. Όλοι πιστεύουν ότι κάπως, σιγά-σιγά, το υλικό του διαστήματος διεισδύει στα εσωτερικά τμήματα των διαστημοπλοίων και κολλάει, μαζεύεται αόρατο πάνω σου. Το νιώθεις να σε βαραίνει σαν δεύτερο δέρμα, σαν πιτυρίδα στα μαλλιά σου. Είναι μια φαγούρα που βασανίζει όλους τους διαστημάνθρωπους, από τον πρώτο αστροναύτη ως τον τελευταίο αμπαρογλύφτη. Είναι μια πραγματικότητα που τα παλπ ηρωικής φαντασίας σχετικά με το διάστημα επιμελώς αγνοούν ή παραλείπουν. Δεν νοείτε εργάτης της κατώτερης δουλειάς σε αστρικό πλοίο να αμελήσει το τζετ-ντους μεταξύ βάρδιας και συσσιτίου, πριν πέσει για ύπνο. Το καυτό, συμπιεσμένο εκείνο νερό μας άλλαζε πέτσα, έσβηνε την μαύρη μέρα που είχε προηγηθεί, έβγαζε θαρρείς έναν νέο εργάτη και άνθρωπο. Δεν ξέχασα το σοκ που είχα νιώσει την πρώτη φορά που έζησα την εμπειρία στα λουτρά του Μπόρις Γιέλτσιν. Ήταν σαν επιπρόσθετο βασανιστήριο στην τυραννία της βάρδιας, αλλά με τον καιρό άρχισα όχι μόνο να το εκτιμάω, αλλά και να το απολαμβάνω. Η λεκάνη στην οποία καθόμουν μικρός στο σπίτι μου στη Μήλο, το σφουγγάρι με το σαπούνι, αυτό ήταν ένα ξεχασμένο και αστείο όνειρο. Τα αμπάρια του Γιέλτσιν ήταν δύο και κάτι εβδομάδες πίσω μου όταν βυθίστηκα στο ευωδιαστό αφρόλουτρο του Λέντρα. Εκείνο το υγρό χάδι με χτύπησε σαν αστροπελέκι, και αν σας εξηγήσω ότι δεν με έχει χτυπήσει ποτέ αστροπελέκι για να ξέρω, δικαιολογείστε με διότι ούτε την αίσθηση εκείνου του μπάνιου την είχα βιώσει ποτέ πριν. Κι όταν κάποια στιγμή, μουλιασμένος ως το κόκαλο, σηκώθηκα όρθιος μέσα στη μπανιέρα από μαύρο μάρμαρο και γύρισα την στρόφιγγα, ρυθμισμένη στην ένδειξη «μασάζ» αναρωτήθηκα αν υπήρχε στο σύμπαν απόλαυση ανώτερη από εκείνης της στιγμής. Δύο αντικριστές υδροκεφαλές με ζεστό νερό, εστιασμένο σε πολλαπλές ροές βελόνας, διέτρεξαν ερωτικά πάνω-κάτω το σώμα μου. Στην κρεβατοκάμαρα με περίμεναν οι αποσκευές με τα ρούχα μου. Μου είχαν στοιχίσει πρόσβαση για εκδρομές στην ήπειρο της Αφρικής, σε προέδρους οίκων μόδας. Στάθηκα μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη ντυμένος όπως δεν υπήρξα ποτέ ντυμένος, ούτε σαν Γήινος. «Για κοίτα με τώρα» μονολόγησα, απευθυνόμενος στο φάντασμα του πατέρα μου. Τέτοιες στιγμές ένιωθα μια μικρή πικρία, γιατί ίσως η μεγαλύτερη νίκη της ζωής μου, η παρτίδα ποκερίνο που μου εξασφάλισε αυτή την περιουσία, ήταν μνήμη θαμμένη από ένα χαζό μεθύσι. Δεν είχα να μοιραστώ και πολλά, αφηγούμενος μια ιστορία που θα έκανε πολλά χαρτόμουτρα να με μακαρίζουν και να με ζηλεύουν. Με τι χαρτί είχα νικήσει, τι είχε ο αντίπαλος στο χέρι του; Σβησμένες στιγμές. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 24, 2011 Author Share Posted August 24, 2011 Είχα το γεύμα μου, μπριζόλα, πουρέ πατάτας, βραστά καρότα και κόκκινο κρασί, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Το τραπέζι ήταν δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία με θέα το λιμάνι και τα κάπως σκούρα του νερά. Το φως του ήλιου αν και χλωμό, λαμπίριζε παιχνιδιάρικα στο κύμα. Όλες μου οι αισθήσεις με βεβαίωναν ότι βρισκόμουν στην Αθήνα που ξέρω. Μετά το γλυκό, ο Σαβανσό με συντρόφεψε στον καφέ. Βλέπαμε στην απέναντι ταράτσα το συνεργείο της μονάδας να αναρτά το δορυφορικό πιάτο που θα με συνέδεε με τον δορυφόρο μου. Με τον λοχία είχα μια συζήτηση, επανάληψη εκείνης που είχε προηγηθεί με τον Σοντζόν, κάτι που ομολογώ ότι δεν με κούραζε. Με διακατείχε ένα άγχος για την επικείμενη αποχώρηση της Αλτρουσιανής επιτήρησης από την Β7. Της εγκατάλειψης μου, όπως το έβλεπα. Κάποια πράγματα τα είχα ανάγκη σαν καθησυχασμό. Καλά ήταν τα λόγια, καλύτεροι και οι πύραυλοι ικανοί να πλήξουν στόχους στο διάστημα, ένα οπλικό σύστημα το οποίο θα κατείχα στα ακροδάχτυλα μου, σαν θεός της Ρεπλίκας. Είχα παίξει την προσομοίωση στο φλατ-ποντ μου αρκετές φορές καθ’οδόν από τον Κουρτ-Βο. Ήταν πιο απλό και από παιχνίδι σιμίλ-τεκ ενός οκτάχρονου. Η αυτοματοποιημένη βάση ήταν εγκατεστημένη στην ήπειρο της Αυστραλίας και η αγορά μού είχε κοστίσει την ίδια την ήπειρο. Η Αλτρουσιανή Συμμαχία θα είχε δικαίωμα εγκατάστασης εκεί, όταν το έκριναν εφικτό και πολιτικά πρέπον να επιστρέψουν εδώ. «Δεν έχετε λόγο να ανησυχείτε τόσο» είπε ο Σαβανσό, «Όλη η εξώτερη περίμετρος θα εξακολουθήσει να ανήκει στην επικράτεια μας. Ο οποιοσδήποτε ‘εισβολέας’ θα ήθελε να πλησιάσει εδώ, δεν θα διέφευγε της προσοχής μας. Χάρη στην γενναιοδωρία σας, η Αλτρουσιανή Συμμαχία έχει συμφέροντα στην Β7. Δεν θα αφήναμε τον κάθε παρείσακτο να σας ενοχλήσει αν δεν είχε την άδεια σας.» «Αυτό όντως με παρηγορεί αρκετά» είπα, λίγο ανακουφισμένος. «Θα μπορούσα φυσικά να σας προτείνω αρκετά καρτέλ με έγκυρες αποδώσεις σε προστασία ευρείας κλίμακας.» «Ο Διοικητής Σοντζόν μου έδωσε ήδη μια λίστα. Θα σας ανακοινώσω την απόφαση μου πριν την αποχώρηση σας.» Για άντρας με στρατιωτική περιβολή, και σκέτος Λοχίας, δεν μπορούσα να μην προσέξω και να μην εκτιμήσω την αριστοκρατική διάθεση που έβγαζε με την ομιλία και τις κινήσεις του. Τα πάντα πάνω του ήταν χαμηλών τόνων. «Λοχία…κύριε Σαβανσό…» Με κοίταξε, περιμένοντας υπομονετικά να συνεχίσω. «Πόσο από τον πλανήτη έχετε δει; Προσέξατε τίποτα ασυνήθιστο;» Ανασήκωσε τους ώμους του και νόμισα ότι αυτή θα ήταν όλη κι όλη η απάντηση του. Σκεφτόταν όμως την ερώτηση μου. «Είναι ένας πολύ όμορφος κόσμος. Σε αυτό ειδικά φανήκατε τυχερός. Έριξα μια ματιά στις εγκαταστάσεις στην Αυστραλία, κάναμε μια περιπολία γύρω από τη βάση μας στην Ισπανία, Αγγλία, Γαλλία, αυτά τα μέρη… Δεν είδαμε τίποτα το ασυνήθιστο. Δεν έχω πάει φυσικά ποτέ στον αυθεντικό πλανήτη, οπότε δεν θα ήξερα και τι να κοιτάξω. Το μέρος δείχνει φυσιολογικό, όσο σηκώνει να το χαρακτηρίσει έτσι κανείς, έναν τόπο σαν κι αυτόν. Θα ήθελα πολύ να ήμουν εδώ όταν την κατασκεύαζαν. Ή όταν γέμιζαν τους ωκεανούς της.» «Εσείς και όλοι εμείς οι υπόλοιποι.» «Είδαμε φάλαινες στον Ατλαντικό μια φορά. Τουλάχιστο νομίζω ότι ήταν φάλαινες. Είχαν μακρύς λαιμούς που τους έβγαζαν έξω από το νερό.» Είχα αυτά τα κήτη καταγεγραμμένα και εικονογραφημένα στα αρχεία πανίδας της Ρεπλίκα. «Είπατε ότι στάθηκα τυχερός στην απόκτηση ενός όμορφου πλανήτη. Που νομίζετε ότι ατύχησα;» «Αυτό δεν μπορώ να το πω. Μόνο ο χρόνος θα το αποκαλύψει.» Σφράγισε τη δήλωση του με άλλη μια γουλιά καφέ και δεν είπε τίποτα άλλο. Ήμουν ανυπόμονος να γυρίσω την πόλη μου, να δω αυτό το μέρος που αντίθετα με το πρωτότυπο του, ήταν ολόκληρο ένα αξιοθέατο. Το χαμ-τερέν που είχα φέρει προς χρήση μου, όχι μόνο ήταν ακόμα «πακεταρισμένο», ήταν επίσης κάπως άβολο για απλές μετακινήσεις. Ήταν ένα μικρό τανκ, τέλειο για την εξοχή, υπερβολικό για τους δρόμους της Αθήνας. Μου παραχωρήθηκε ένα τζιπ με σοφέρ και συνοδεία δύο ενόπλων, την σημασία των οποίων δεν κατάλαβα. Η πόλη είχε ελεγχθεί, ήταν τελείως άδεια από κάθε είδους ζωή. «Με κάνει να νιώθω ήσυχος» έκανε ο Σαβανσό ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Μέχρι να φύγουμε, είστε στην ευθύνη μου.» Έδωσα κατεύθυνση προς το λιμάνι, ήθελα να περπατήσω πρώτα τον Πειραιά. Καθ’οδόν αντιλήφθηκα πόσο μου άρεσε το ευέλικτο τζιπ που χρησιμοποιούσαμε. Λειτουργούσε με ράβδους ενέργειας και ήταν απλούστατο στον χειρισμό του. Με μερικά κασόνια σαμπάνιες, και μπύρες, μπορούσε να κανονιστεί ώστε να ξεχαστεί το όχημα στο γκαράζ του ξενοδοχείου. Ήταν μια συμφέρουσα ανταλλαγή. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 25, 2011 Author Share Posted August 25, 2011 Εάν υπήρχε η ελάχιστη αίσθηση του ψεύτικου στην αρχιτεκτονική που με κύκλωνε αυτό δεν οφειλόταν στην υφή των υλικών. Πέτρα, σίδερο, τσιμέντο, γυαλί, πλαστικό, όλα έδειχναν αυθεντικά. Το ίδιο και η κάθε ταμπέλα και πινακίδα που έδινε «ζωή» στην πόλη. Μέχρι και οι ονομασίες των δρόμων ήταν σωστές. Το σφάλμα βρισκόταν στην παντελή απουσία φθοράς. Δεν υπήρχε ίχνος από σκουπίδια, ή κατάλοιπα καυσαερίων. Περπάτησα το λιμάνι και έμεινα έκθαμβος στο μέγεθος του πράγματος, διπλά και τριπλά γιγαντωμένο στο βλέμμα, εξαιτίας της ερημιάς του. Η απουσία των πλοίων έδινε μια τελείως περίεργη εικόνα. Στάθηκα στην κόψη της προβλήτας και έφαγα ένα μήλο. Μετά το πέταξα στη θάλασσα για να δω κάτι να επιπλέει. Το νερό ήταν σκούρο από εκεί που στεκόμουν μέχρι τον μακρινό ορίζοντα. Η θάλασσα παρέμενε άσχετη της γαλάζιας χλομάδας του ουρανού. Ο ήλιος έλαμπε λευκός και αρρωστημένος. Εστίασα το βλέμμα μου αλλά δεν μπορούσα να δω τον πάτο του νερού μπροστά μου. Με είχαν πληροφορήσει ότι προς τη μεριά του Φαλήρου υπήρχε πλαζ και ότι επιστήμονες της Συμμαχίας είχαν κρίνει ότι τα νερά ήταν ζεστά και ασφαλή. Μπορούσα δηλαδή να βουτήξω για κολύμπι αν το επιθυμούσα. Για αρχή, η προοπτική μου προκαλούσε μια μικρή ανατριχίλα. Μέχρι να μεσημεριάσει και να πεινάσω, μπόρεσα στο βιαστικό να διαβώ όλους τους κεντρικούς δρόμους. Μια Αθήνα κενή από πεζούς και αυτοκίνητα, είναι σχετικά μικρή αν είσαι ο μόνος με τέσσερις τροχούς. Είχα μια περιέργεια να δω αν είχαν το διαμέρισμα μου στους Αμπελόκηπους. Ένα δυάρι ήταν στα Μπλόκα των Ανέργων, όπως τα αποκαλούσαν, μια σειρά από άσχημα, γκρίζα κτίρια, πνιγμένα σε ένα απεριποίητο πάρκο που ήταν περισσότερο άντρο ναρκομανών. Η περιθωριοποίηση βόλευε τότε για τα χαμηλά νοίκια. Βρήκαμε τα μπλόκα αλλά δεν είχαν καμία σχέση με την δική μου εμπειρία. Τα τριώροφα κτίρια ήταν φρεσκοβαμμένα με ζωηρά, ευχάριστα χρώματα. Επικρατούσε το κίτρινο και το πορτοκαλί. Υπήρχε γρασίδι αλλά απουσίαζε το άλσος, και στην κεντρική πλατεία του συγκροτήματος ήταν αναρτημένη μια λειτουργική, παιδική χαρά. Όχι το στεγνό και βρομερό σιντριβάνι που είχα γνωρίσει εγώ. Η αλλαγμένη όμως εικόνα δεν μου ήταν ξένη. Κάποτε την είχα δει σε γραφική παράσταση, σε κάποιο ηλεκτρονικό περιοδικό. Απεικόνιζε τα μπλόκα όπως ήταν σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν, όταν ήταν καινούργια και αποτελούσαν μέρος της Συνοικίας των Επαναπατριζόμενων. Ή πιο σύντομα, της Γλυκιάς Πατρίδας. Όλα τα κτίρια είχαν εσωτερικές σκάλες και μια σειρά από ψεύτικες πόρτες σε ανύπαρκτα διαμερίσματα. Οι σαρωτές είχαν επιβεβαιώσει ότι ο κύριος όγκος τους ήταν συμπαγή τσιμέντο. Περπάτησα τον στενό δρόμο τον οποίο ακολουθούσα κάθε πρωί και απόγευμα για δύο χρόνια, για το ταχυφαγείο στο οποίο δούλευα. Δεν ήταν τα μαγαζιά που θυμόμουν, οι βιτρίνες και οι πινακίδες ήταν εκεί, μέσα όμως ήταν άδεια. Η παλιά ταβέρνα ήταν στη γωνία της, γεμάτη τραπέζια και τραπεζομάντιλα, η κουζίνα όμως έστεκε μια γυμνή τρύπα. Το οδόστρωμα ήταν φυσικά σε άψογη κατάσταση, καμία σχέση με το χάλι που είχα ζήσει, με το ραγισμένο πεζοδρόμιο και τις λακκούβες στην άσφαλτο. Συνάντησα και το σινεμά στο οποίο σύχναζα. Είχε απ’έξω αναρτημένα αφίσα και φωτογραφίες από το «Ατσάλινος Ξιφομάχος», μια από τις αγαπημένες μου περιπέτειες, κλασσική, είκοσι χρονών ταινία. Μετά την είσοδο και το μπαρ δεν υπήρχε υπόλοιπος χώρος. Ούτε καν ψεύτικες πόρτες για την υποτιθέμενη αίθουσα. Το βράδυ μαζευτήκαμε στην ταράτσα του Λέντρα και ατενίσαμε την σκοτεινή πόλη. Από πάνω, ο ουρανός μας επιδείκνυε δύο απόμακρα φεγγάρια και άγνωστους αστερισμούς, η ζωηρότερη υπενθύμιση ότι δεν βρισκόμουν στη Γη. Με τον πλανήτη όμως γύρω μας θεοσκότεινο, ο έναστρος αυτός τρούλος φάνταζε πανέμορφος. Το διάστημα γυμνό και διάφανο, μπορούσα θαρρείς να απλώσω το χέρι μου και να αγγίξω τα άστρα. Μετά, μου έδωσαν ένα τηλεχειριστήριο και μου ζήτησαν να έχω την τιμή. Με το πάτημα ενός κουμπιού ξαφνικά φωταγωγήθηκε ολόκληρη η πόλη. Τα πάντα έδειχναν σχεδόν φυσιολογικά. Υπήρχε όμως εκείνο το κάτι το οποίο με ενοχλούσε όλη μέρα, και τώρα ήταν σχεδόν δυσβάσταχτο. Ήταν η εκκωφαντική σιωπή που κάλυπτε τα πάντα. Τώρα που είχαν σταματήσει οι εργασίες στην απέναντι ταράτσα, που τα στρατιωτικά οχήματα κρύωναν στα υπόστεγα τους, και οι περισσότεροι φαντάροι κοιμούνταν στις τέντες τους, μια ψιλοκουβέντα ανάμεσα σε δύο φρουρούς, δύο τετράγωνα μακριά ήταν σχεδόν εύηχη στα αφτιά μας. Ο Σαβανσό, άνθρωπος που είχε γνωρίσει το πεδίο της μάχης στον Μεγάλο Πόλεμο, συμφώνησε μαζί μου. Και με διαβεβαίωσε ότι ήταν το ίδιο παντού, από το ένα ημισφαίριο στο άλλο. «Υπάρχουν όμως και ευχάριστες εκπλήξεις» συμπλήρωσε. Η υπόσχεση του θα πραγματοποιούταν λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 26, 2011 Author Share Posted August 26, 2011 Ξύπνησα μετά από ένα ταραγμένο όνειρο. Έτρεχα μόνος μου στην άδεια πόλη, προσπαθούσα να βρω απεγνωσμένα τους φίλους μου από τα αμπάρια του Μπόρις Γιέλτσιν, το οποίο είχε μόλις αράξει στην τροχιά της Ρεπλίκας. Ήμουν σίγουρος ότι κάπου στην πόλη υπήρχε ένα καζίνο και όλοι θα ήταν μαζεμένοι εκεί. Ήξερα τον δρόμο, η πόλη όμως άλλαζε συνέχεια μετακινώντας δρόμους και κτίρια. Λαχανιασμένος, σχημάτισα την εξής σκέψη στο μυαλό μου: μεταλλαγμένος χάρτης. Ήταν αδύνατον να τον νικήσεις. Τότε κάτι με αφύπνισε. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και από μακριά ακούγονταν μπουμπουνητά. Είχε σηκωθεί ένας άνεμος που φούσκωνε τις κουρτίνες δίνοντας τους όψη φαντασμάτων. Βγήκα ξυπόλητος στο πλατύ μπαλκόνι και κοίταξα νότια, προς τη γραμμή της θάλασσας. Στη λάμψη των κεραυνών έβλεπα σταχτιά σύννεφα να στροβιλίζονται εκεί μακριά, να απλώνονται και να καταπίνουν τα άστρα. Ήταν μια περαστική καταιγίδα και λόγω απόστασης οι βροντές αργούσαν να φτάσουν ως εμάς. Η αύρα όμως που χόρευε τις κουρτίνες μου ήταν δροσερή και σφύριζε στα αφτιά μου. Ήταν όντως όμορφο, και ταυτόχρονα ανακουφιστικό να χαλάει η αφύσικη ησυχία με συνηθισμένους ήχους της φύσης. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που είχαν υπολογίσει οι επιστήμονες που είχαν προηγηθεί, κατά προσέγγιση διανύαμε Φθινόπωρο. Και μια μουντή Φθινοπωρινή μέρα σηκώθηκαν κι έφυγαν όλοι, αφήνοντας με μόνο στον πλανήτη. Τις τελευταίες μέρες υπήρξε ένας πυρετός δραστηριοτήτων, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και εκκένωση των βάσεων στην Ιβηρική Χερσόνησο. Μαζεύτηκαν μερικές μονάδες ακόμα στην Αθήνα και το ξενοδοχείο γέμισε με περισσότερο κόσμο. Το Σκαθάρι του Γοκίν ανεβοκατέβαινε από τον σταθμό κουβαλώντας υλικά που έφευγαν και προσθήκες αποθεμάτων ανάγκης που έρχονταν. Είχα την ευκαιρία να ξαναδώ τους ιπτάμενους φίλους μου, και μετά από θερμή παράκληση ο Σαβανσό επέτρεψε τους άντρες του να σιτίζονται στους χώρους του Λέντρα. Για μέρες διεξαγόταν μια συνεχόμενη γιορτή αποχωρισμού. Ο καλός λοχίας μάλλον είχε καταλάβει την απελπισία που βίωνα και δέχτηκε να μου γλυκάνει την εγκατάλειψη. Σε συνεχή επικοινωνία μαθαίναμε και για τις ετοιμασίες αποκόλλησης που συντελούνταν και στην τροχιά. Δεν ήταν εύκολη η συγκομιδή τόσων δορυφόρων, συν με τις τελευταίες εργασίες συντήρησης στον ένα, τον δικό μου. Τιμητικά, οι άντρες μου χάρισαν μια στολή του Αλτρουσιανού στρατού, την οποία φόρεσα με χαρά, παύοντας επιτέλους να ξεχωρίζω μέσα στο πλήθος των εμπόλεμων χρωμάτων. Με τον Σαμανσό πέρασα τρεις φορές όλα όσα θα έπρεπε να γνωρίζω και να χειρίζομαι μόνος, σαν μαθητούδι που μελετάει για τις εξεταστικές. Ήμουν έτοιμος, και μια εκπαιδευμένη μαϊμού θα τα είχε μάθει τώρα, τίποτα όμως δεν μπορούσε να μειώσει το άγχος μου. Ένα από τα πιο σημαντικά, ήταν το ιατρείο στον πρώτο όροφο του Λέντρα. Ήμουν καλυμμένος από τον απλό πονοκέφαλο, στην περίπτωση ενός πονόδοντου, στην ανάγκη μετάγγισης αίματος, ή άλλου σοβαρότερου περιστατικού, στην κατά δύναμη προσέγγιση. Ο Διοικητής Σοντζόν ήδη με είχε υποχρεώσει σε έκτακτη επέμβαση σκωληκοειδίτιδας πριν με στείλει στη Β7, ήταν μέσα στους κανονισμούς. Το βράδυ πριν την αποχώρηση το γλέντι οργανώθηκε στην μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου, για όλο το προσωπικό. Ο Σαβανσό συναίνεσε με την προϋπόθεση να λήξει η γιορτή νωρίς. Θα έβαζε τους άντρες του μετά να συμμαζέψουν τα πάντα, να πλύνουν τα πιάτα, να μην αφήσουν πίσω ούτε σκουπίδι. Θα μου παρέδιδε τον πλανήτη όπως τον βρήκε, μου είπε. Κατά έναν περίεργο τρόπο, το πάρτι των τελευταίων ωρών είχε την λιγότερη φασαρία, συγκινησιακά όμως ήταν πιο έντονα φορτισμένο. Οι άντρες τραγούδησαν, χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, ήπιαν κρασί στο όνομα μου. Κάποια στιγμή είδα τον Σαβανσό να αποχωρεί στην βεράντα του πρώτου ορόφου, έδειχνε ενοχλημένος. Τον ακολούθησα για να δω τι συμβαίνει και προς έκπληξη μου συνάντησα δύο μάτια υγρά από δάκρυα. Με ισοπέδωσε με την ευγένεια του. «Είναι καλοί στρατιώτες» είπε, «με καρδιά και ψυχή αντρίκεια. Μπορεί να βλέπετε τα νιάτα τους, πολλοί όμως από αυτούς πρόλαβαν τον Μεγάλο Πόλεμο. Πολέμησαν στο πλευρό μου στα πεδία των μαχών και γνώρισαν τρομερές καταστάσεις. Έχασαν αγαπητούς συντρόφους. Αύριο ξεκινούν για άλλη μια αποστολή, πάντα στην γραμμή του καθήκοντος. Είναι η μοίρα του στρατιώτη, δεν έχει ανάπαυση. Θα υπηρετήσουν αυτό το καθήκον κι ας μην τους δώσει η πατρίδα ποτέ ούτε ένα κομμάτι γης.» Με χαιρέτισε και με άφησε στο μπαλκόνι μόνο, επέστρεψε στη σκηνή του στο στρατόπεδο. Είχα καταλάβει πάρα πολύ καλά τι μου είχε πει. Εγώ τι είχα κάνει για να μου αξίζει αυτή η περιουσία; Ένα χαρτόμουτρο ήμουν, ο ανεπρόκοπος που πίστευε από πάντα για μένα ο πατέρας μου. Γύρισα στην αίθουσα να πιώ σαμπάνια στο όνομα των αντρών εκείνων, δεν ένιωσα όμως καμία παρηγοριά. Ήμουν άλλος ένας φαντασμένος νεόπλουτος, με τον πιο χυδαίο, συμπαντικά χυδαίο, τρόπο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 27, 2011 Author Share Posted August 27, 2011 Μετά από μια ανήσυχη νύχτα, με εφιάλτες που δεν θυμόμουν, ξύπνησα από την φασαρία του δρόμου. Τα οχήματα είχαν πάρει μπροστά, οι τέντες είχαν μαζευτεί, και οι στρατιώτες σκαρφάλωναν στις καρότσες. Ντύθηκα βιαστικά και έτρεξα στη ρεσεψιόν, όπου ο Λοχίας Σαβανσό επέβλεπε τις διαδικασίες. «Δεν χρειαζόταν να κατεβείτε» μου είπε, «Θα ερχόμουν να σας αποχαιρετήσω.» Ένιωσα θιγμένος και δεν πρόλαβα να το καλύψω. «Μα θα σας συνοδέψω» φώναξα. Δεν έφερε αντίρρηση. Ανέβηκα σε ένα από τα φορτηγά με τους άντρες, κουβαλώντας μαζί μου ένα ποδήλατο που θα χρησιμοποιούσα για την επιστροφή. Επικρατούσε συννεφιά, με μια αίσθηση επερχόμενης μπόρας, έμενε όμως μόνο στην υπόσχεση. Είχε σηκωθεί ένα αεράκι που έσπρωχνε κιτρινισμένα φύλλα από κλαδιά δέντρων στις άκρες του δρόμου. Ίσως ζωγράφιζε μια μελαγχολική νότα, εκείνη τη στιγμή όμως με παρηγόρησε εκείνη η πινελιά. Στην αληθινή Γη είχαμε δεκαετίες να δούμε αληθινό Φθινόπωρο, μια οποιαδήποτε φυσιολογική εποχή. Αυτή η φωτοτυπία πρέπει να είχε βγει σε καλύτερες μέρες του αυθεντικού πρωτοτύπου. Οι στρατιώτες έδειχναν ευδιάθετοι, αισιόδοξοι στην προοπτική της αλλαγής. Δεν ήξεραν που πήγαιναν, ούτε τους ένοιαζε. Ίσως ένα μέρος τους να χαιρόταν που έφευγαν από αυτό το περίεργο κομμάτι του γαλαξία. «Είχα από πάντα την περιέργεια, το όνειρο, να πάω μια μέρα στη Μητέρα Πατρίδα, να δω τη Γη των παππούδων μου» είχε πει μεταξύ ποτού και χωρατού ένας φαντάρος στο χθεσινό γλέντι. «Αν ολοκλήρωνα ποτέ την θητεία μου ζωντανός, θα εκμεταλλευόμουν την σύνταξη μου να πάω εκεί. Ίσως έπαιρνα την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μαζί. Μου το χάλασαν οι ρεπλίκες από δω. Ένας χρόνος στην Α6 και άλλος ένας σε τούτη εδώ, ήταν αρκετό για τον οργανισμό μου.» Κάποια στιγμή θα έμπαινα τόσο μέσα σε αυτή τη λογική, που εγώ ο ίδιος θα φοβόμουν να επιστρέψω μια μέρα στο σπίτι, στο πραγματικό μου σπίτι. Το Τζεμ-Κατ του Γοκίν ήταν ήδη προσγειωμένο στο Πάρκο των Μεταναστών και μας περίμενε. Φόρτωνε τα υλικά που είχαν μεταφερθεί εκεί από τα χαράματα. Δεν μπορούσα να μην προσέξω μια αλλιώτικη προσέγγιση των φαντάρων προς το άτομο μου. Ήταν πιο απόμακροι, απέφευγαν να με κοιτούν στα μάτια, δεν υπήρχε διάθεση για χωρατά. Ρώτησα τον Σαβανσό σχετικά και μου απάντησε, με τον αναμενόμενο ευγενικό τόνο του, ότι μάλλον το είχα παρεξηγήσει. Λόγω αποχώρησης για άλλα καθήκοντα, οι στρατιώτες επέστρεφαν στο πετσί τους μετά από μια περίοδο σχετικής χαλαρότητας. Δεν με καθησύχασε, και επανέλαβα την παρατήρηση μου στον Γοκίν. Είδα στο βλέμμα του ότι συμφωνούσε μαζί μου αλλά δεν ήθελε να μου πει την γνώμη του. Τον πίεσα στην «φιλία» μας. «Μην το παίρνεις προσωπικά, δεν έχουν κάτι μαζί σου, όχι ακριβώς.» «Τότε τι;» Ξερόβηξε. «Είναι ο τρόπος τους, συνήθεια που συσσωρεύεται στον βετεράνο στο πεδίο των μαχών. Όταν συναντούν έναν αμούστακο στρατιώτη που δεν έχει γνωρίσει μάχη, και που οι μέρες του είναι μετρημένες λόγω απειρίας, δεν έχουν καμία διάθεση να πιάσουν φιλίες μαζί του. Ακόμα και συμπολεμιστής τους που επιλέγεται για αποστολή αυτοκτονίας, θα δεχτεί έναν ζεστό αποχωρισμό όσο πιο νωρίς γίνεται, μετά… είναι ήδη νεκρός στα μάτια τους. Απομονώνεται απ’όλους σαν να είναι ανύπαρκτος.» «Δηλαδή, με βλέπουν…τελειωμένο;» «Μην το παίρνεις στραβά Γκον. Τα παιδιά σε σέβονται. Αλλά αυτό το μέρος…κι εσύ εδώ μόνος…Εγώ δεν θα την ήθελα τέτοια τύχη.» «Πιστεύεις ότι εκεί έξω… καραδοκούν καταπατητές;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Και αυτό.» «Και αυτό;! Δηλαδή τι άλλο;» Σήκωσε το χέρι του και το άπλωσε στους ώμους μου. «Φίλε μου, μην αφήνεις να σε πάρει από κάτω. Αλλά αυτός ο πλανήτης μου κάνει την τρίχα να στέκεται κάγκελο. Εσένα τουλάχιστο σου θυμίζει την πατρίδα. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Έχεις μπύρες, πίνε με το μέτρο και θα σου φτάσουν μέχρι την επόμενη αποστολή.» Η επόμενη αποστολή με προμήθειες κατέφθανε σε έναν μήνα, με το τάγμα μισθοφόρων που περίμενα. Συμπεριλάμβανε πολεμιστές, καταδρομικά κάθε επιφανείας και πλήρες δορυφορικό πλέγμα. Ήταν το πλήρες πακέτο από το καρτέλ Οδόντες. Είχα κερδίσει απεριόριστη χρονική προστασία με αντάλλαγμα την ήπειρο της Αφρικής. Δεν είχα ενδώσει εύκολα στη συναλλαγή, που αποδείχτηκε πραγματικά σκληρή, αλλά στο τέλος και ο Σοντζόν παραδέχτηκε πως δεν είχα άλλα περιθώρια. Η φήμη του καρτέλ ήταν μεγάλη, και μόνο το όνομα του ενέπνεε φόβο και σεβασμό στους εχθρούς του. Η Β7 δεν θα είχε μόνο εγγυημένη κάλυψη, αλλά και ισχύ. Λένε ότι αυτός που πνίγεται πιάνεται από τα μαλλιά του. Ρητό που δεν μπορούσε να με περιγράψει καλύτερα όπως απογειωνόταν το Τζεμ-Κατ πάνω από το κεφάλι μου. Όλη μέρα από το πρωί, είχα χουχουλιάσει τις ανασφάλειες μου μέσα στη φασαρία των εργασιών και τις φωνές των αντρών. Και τώρα, ήθελα να απλώσω τα χέρια μου και να αρπάξω την βροντή του Σκαθαριού όπως απομακρυνόταν και μίκραινε, να κρατήσω τον κρότο του. Οτιδήποτε για να σταματήσω αυτό που θα ακολουθούσε. Το πάρκο με κατάλαβε και με παρηγόρησε με το θρόισμα των δέντρων, με το σούρσιμο των ξερών φύλλων στο οδόστρωμα. Πήρα το ποδήλατο και ξεκίνησα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 28, 2011 Author Share Posted August 28, 2011 Προσπάθησα να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο με όσα είχαν προηγηθεί και όσα ήταν να ακολουθήσουν, τις καθημερινές αγγαρείες που θα προέκυπταν, αλλά ήταν δύσκολο να συγκεντρωθώ. Είχε σταματήσει να φυσάει. Η σιωπή ήταν τρομερή. Μου κραύγαζε, ή είναι σωστότερο να πω μου έγνεφε, από παντού; Κάθε τόσο νόμιζα ότι έβλεπα μια κίνηση στα δεξιά ή στα αριστερά μου, σταματούσα να δω, αλλά φυσικά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Μόνο παράθυρα και μπαλκονόπορτες. Αμέτρητα, κενά παράθυρα. Δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί. Δεν υπήρχε τίποτα. Βλαστήμησα την επιλογή του ποδηλάτου. Ήταν τόσο αργό. Και τόσο διαολεμένα ήσυχο. Και η καρδιά μου ολοένα χτυπούσε σαν τρελή. Νόμιζα ότι θα ρέμβαζα την επιστροφή στη Λέντρα, εγκαινιάζοντας μια μοναξιά που είχα θεωρήσει ανώδυνη. Εγώ που είχα συνηθίσει την συντροφική μιζέρια, σωστός αμπαρογλύφτης, ξαφνικά δεν μπορούσα να αντέξω τον θρόνο που μού’λαχε. Μούσκεμα στον ιδρώτα, έφτασα με την ψυχή στο στόμα στο Λέντρα και έτρεξα να κρυφτώ στην σουίτα μου. Έκανα ένα ντους και μετά χώθηκα στα σεντόνια του τεράστιου κρεβατιού μου ελπίζοντας στην παρηγοριά ενός ύπνου. Η ένταση που βίωσα όλο το πρωί με διεκδίκησε σε ύπνο βαθύ, που ίσως δεν ήταν και η καλύτερη μου επιλογή. Γιατί έχασα όλο το φως της ημέρας στη σαγήνη του Μορφέα και όταν ξύπνησα έξω επικρατούσε το σκοτάδι. Το φωταγωγημένο ξενοδοχείο από μόνο του μου προκαλούσε μια περίεργη νευρικότητα. Σαν να έδινε στόχο. Σε ποιον άραγε; Σήκωσα το τηλεκοντρόλ και άναψα όλα τα φώτα της πόλης. Κατέβηκα στην κουζίνα και ετοίμασα ένα βραδινό σνακ με τσάι. Η μικρή τελετουργία στην κατασκευή ενός απλού σάντουιτς παρείχε μια θεραπευτική ανακούφιση στο άγχος μου. Και η αίσθηση του ζεστού, γλυκού τσαγιού στο στομάχι ήταν κάτι παραπάνω από τονωτική. Είχαμε εγκαταστήσει στη ρεσεψιόν του ισογείου ένα κέντρο πληροφοριών και ελέγχου, που θύμιζε αρκετά γέφυρα διαστημοπλοίου σε σειρά επιστημονικής φαντασίας. Πήρα την θέση του ρεσεψιονίστα πίσω από τον γκισέ και άναψα τις οθόνες μου. Πάνω από τον πίνακα έβλεπα την τζαμένια είσοδο του Λέντρα με θέα την οδό Συγγρού. «Δεν έχει κίνηση σήμερα» μονολόγησα μειδιώντας. Είχα την ευκαιρία να δώσω μια γενική κατάθεση στον Λοχία Σαβανσό και να ανταλλάξω μερικά πειράγματα με τον Γοκίν. Το διαστημόπλοιο επιτήρησης θα αναχωρούσε τα χαράματα της επόμενης ημέρας και για τρεις μέρες θα βρίσκονταν σε άμεση επικοινωνιακή εμβέλεια με τον Κόστια, όπως είχα βαφτίσει τον δορυφόρο μου. Μετά, η αποστολή ήταν υποχρεωμένη να σιγήσει τους αναμεταδότες της για λόγους στρατιωτικής ασφαλείας. Από εκείνη τη στιγμή θα έστελνα τα μηνύματα μου κατευθείαν στην Αλτρουσιανή Διοίκηση στον Αλτρούσα. Το γεμάτο στομάχι και η ψιλοκουβέντα, έστω και μέσω ασυρμάτου, μου έκανε κάπως καλό. Ο Σαβανσό μου υπενθύμισε την συμβουλή του ότι δεν θα έπρεπε να παραμελώ να εξασκούμαι. Η γυμναστική θα βοηθούσε και το μυαλό μου στο να βρίσκεται σε εγρήγορση. Υποσχέθηκα ότι αυτό θα κάνω, αν και για τις επόμενες πέντε μέρες λούφαξα κρυμμένος στο ξενοδοχείο. Η πόλη, ο ίδιος ο πλανήτης, όλο το έξω φάνταζε τρομακτικό. Κοιμόμουν σε ακανόνιστες ώρες και κοιμόμουν πολύ. Έβλεπα στα όνειρα μου το αμπάρι του Μπορίς Γιέλτσιν και ήταν ευτυχισμένα εκείνα τα όνειρα. Τριγυρνούσα με ρόμπα και παντόφλες τους ορόφους του ξενοδοχείου και μετρούσα πόρτες και παράθυρα. Είχα στοκ από αμέτρητες ταινίες και βιβλία και βυθιζόμουν σε αυτά, κουρκούτιαζα το μυαλό μου για να ξεχνώ που βρίσκομαι. Και έτρωγα, έτρωγα πολύ, και όταν δεν πεινούσα, με συνοδεία πάντα από μπύρες. Δεν άργησα να δω το στομάχι μου να πετάγεται έξω, αλλά χειρότερα, ένιωθα μουδιασμένος και βραδυκίνητος. Σερνόμουν χωρίς διάθεση για ζωή. Μια συνηθισμένη μέρα με συννεφιά, με ξάφνιασαν μπουμπουνητά κατευθείαν πάνω από το κεφάλι μου. Έτρεξα έξω στο μπαλκόνι και είδα έκπληκτος αστραπές να ασπρίζουν τον μουντό ουρανό. Και όταν ένιωσα τις πρώτες σταγόνες της βροχής στο πρόσωπο μου ζητοκραύγασα σαν μικρό παιδί. Έκλαψα και σαν μικρό παιδί. Τι υπέροχη αίσθηση ζωής ήταν εκείνη. Ένας κεραυνός έσκασε πάνω σε αλεξικέραυνο, τρεις ταράτσες πιο εκεί και δεν με ένοιαξε. Παρέμεινα στη θέση μου, βαφτίστηκα κάτω από την βροχή της Ρεπλίκας. Και ο δορυφορικός δίσκος απέναντι ήταν προστατευμένος κατά των ηλεκτρισμένων καταιγίδων, οπότε ούτε για εκείνο το ενδεχόμενο είχα κάποια ανησυχία. Η Αθήνα μου διέθετε μονάδα παραγωγής ενέργειας, μονάδες εκμετάλλευσης φυσικών πόρων για υδροδότηση, και το Λέντρα ήταν από τα λίγα κτίρια της πόλης που είχαν πραγματική αποχέτευση με κατάληξη στη θάλασσα. Ήμουν ένας μόνο άνθρωπος σε έναν ολόκληρο πλανήτη, κι όμως ένιωθα ήδη ένοχος κάθε φορά που τραβούσα το καζανάκι. Ήμουν το ρυπογόνο πλασματάκι που ξεκινούσε να ρυπαίνει έναν ατόφιο, αμόλυντο κόσμο. Και σύντομα θα έφερνα κι άλλους στο παιχνίδι. Η Αθήνα μου δεν διέθετε χωματερή. Ήταν βέβαια νωρίς, αλλά είχαμε προνοήσει και η μονάδα είχε σκάψει έναν λάκκο έξω από την πόλη. Για τώρα, είχα έναν κάδο να γεμίσω πρώτα, κάτω στο γκαράζ. Το πρωινό μετά την βροχή, με τον ουρανό να επιμένει στις φθινοπωρινές του διαθέσεις, με βρήκε σε αφύσικα καλή διάθεση. Δεν είχα σχεδιάσει κάτι, δεν ήξερα τι θα κάνω, πως θα περάσω την ημέρα μου, δεν θα περιφερόμουν όμως σαν φάντασμα μέσα στο ξενοδοχείο. Λούστηκα, ξυρίστηκα και ετοίμασα ένα πλούσιο πρωινό, από εκείνα που πάντα φαντασιωνόμουν. Έκανα δύο ειδών αβγά, μάτια και χτυπημένα, τραγανό μπέϊκον, λουκανικάκια, φρυγανιές, βούτυρο, μαρμελάδα, κέικ, χυμό πορτοκάλι και καφέ. Μετά μάζεψα τα σκουπίδια μου και κατέβηκα με το ασανσέρ στο γκαράζ. Μόλις άνοιξαν οι συρόμενες πόρτες, η πρώτη θέα που αντίκρισα ήταν το «ξεχασμένο» τζιπ της μονάδας. Τα παιδιά είχαν εκπληρώσει την υπόσχεση τους. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 29, 2011 Author Share Posted August 29, 2011 Γέμισα ένα καλάθι του πικ-νικ με διάφορα καλούδια και σταμάτησα στο οπλοστάσιο για να μελετήσω τις επιλογές μου. Είχα ανάγκη από όπλο; Λογικά όχι. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω. Απολύτως τίποτα. Κανένας κίνδυνος. Κι αυτό από μόνο του ήταν πιο τρομακτικό όλων. Στο όνομα της ανθρώπινης μου παράνοιας λοιπόν, χρειαζόμουν προστασία ενάντια στο τίποτα. Διάλεξα ένα ηχοβόλο μικρής διαμέτρου και ξεκίνησα για την αυθόρμητή μου, ανήλεη εκδρομή. Ανέβηκα στην Ακρόπολη. Εκτός από τις σκάλες των Προπυλαίων ο υπόλοιπος βράχος ήταν γυμνός και ακατέργαστος. Ούτε Ηρώδειο, ούτε θέατρο του Διονύσου, καμία απομίμηση αρχαίων μνημείων. Το ίδιο φαινόμενο παντού. Πήγα ως το μουσείο στην Πατησίων για να βρω ένα τέλειο αντίγραφο του κτιρίου, τίποτα περισσότερου από ένα κούφιο σκηνικό. Απογοητεύτηκα αλλά δεν το πήρα και προσωπικά. Στην Αίγυπτο και το Μεξικό απουσίαζαν οι πυραμίδες, στην Βρετανία το Στόουνχετζ και στην Κίνα το Μεγάλο Τείχος. Η παράλειψη ήταν γενικευμένη σε όλη την Β7. Μόλις μεσημέριασε, ήμουν έτοιμος να κάτσω οπουδήποτε βολικά για το πικ-νικ, όταν ξαφνικά σκόρπισαν τα σύννεφα. Ζεστό, κίτρινο φως απλώθηκε στην πόλη χρωματίζοντας τη αισιόδοξα. Καβάλησα το τζιπ και πατώντας τέρμα το γκάζι κατευθύνθηκα προς τα πρώην ανάκτορα. Μπορεί να μην είχα Παρθενώνα, είχα όμως Εθνικό Κήπο. Με το φως να πρασινίζει στα αειθαλή φύλλα των δένδρων, διάλεξα ένα παγκάκι με θέα τη λιμνούλα με τις πάπιες χωρίς πάπιες. Είχα ήλιο, είχα φως, είχα θρόισμα στα δένδρα ολόγυρα. Τι καλύτερο μπορούσα να ζητήσω; Άνοιξα το καλάθι και απόλαυσα κρύα γαλοπούλα, πατατάκια και κρασί. Τα κατεψυγμένα μου αποθέματα είχαν σφραγίδα προέλευσης τον Φοντενεμπλό, τον αποκαλούμενο και σταυροδρόμι των κόσμων. Ήταν από τα λίγα μέρη στον γαλαξία που κινούσαν πρώτες ύλες βοτανικής και κτηνοτροφίας, από την Γη, προς όλες τις γνωστές γωνίες του γαλαξία. Η σφραγίδα του συνήθως σήμαινε ότι το προϊόν δεν ήταν τρίτης ή τέταρτης γενιάς, κατοπινής μετάλλαξης, αλλά πιθανό να ήταν καλλιεργημένο και θρεμμένο εκεί, ανόθευτο. Έτσι ή αλλιώς, το γεύμα μου ήταν νοστιμότατο, και το λευκό κρασί που το συνόδεψε μου έφτιαξε αληθινά την διάθεση. Κάθισα εκεί μετά, τελειώνοντας αργά το μπουκάλι, αφήνοντας τον ήλιο να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Ήμουν ένας βασιλιάς στον κήπο του. Μια μικρή πηγή έτρεχε από μικρό ύψος στη λιμνούλα, ξεσηκώνοντας έναν γαργαριστό ψίθυρο, σαν να σιγοτραγουδούσε έναν σκοπό. Δεν είχα ιδέα πόσο θα κρατούσε αυτή η ευδαιμονία, εκείνη όμως την στιγμή ένιωθα λίγο δυνατός. Σκέφτηκα ότι πέρα από τις βασικές αγγαρείες καθαριότητας και συντήρησης των χώρων που ζούσα, θα έπρεπε να φτιάξω ένα καθημερινό πρόγραμμα που θα με κρατούσε απασχολημένο μέχρι την άφιξη των μισθοφόρων μου. Κυρίως για να καταπολεμήσω την μαλθακότητα που έλεγε να με πάρει από κάτω, και την ανία που κουβαλούσε μύρια άλλα κακά. Όχι ότι ήταν κακό να το δει κανείς αυτό σαν διακοπές. Με τους μισθοφόρους θα ήμουν ένας βασιλιάς με στρατό, και όταν θα εμφανίζονταν οι πιστωτές μου να διεκδικήσουν την γη τους, θα είχα και υπηκόους. Θα ερχόντουσαν μέρες που θα αναπολούσα στιγμές σαν κι αυτή, με ένα ποτήρι γλυκό κρασί και έναν πλανήτη όλο δικό μου. Μακάρι να ήξερα να χειριστώ το ερ-μπακ σήμερα κιόλας. Ο εκπαιδευτής μου όμως ήταν καθοδόν, μέλος κι αυτός των Οδόντες. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, έκανα έναν μικρό κύκλο διαλέγοντας μικρότερους δρόμους, για να ρίξω μια ματιά σε άγνωστες γωνίες της κτήσης μου. Πρόσεξα λόφους που είχαν κατεβάσει λάσπη στα πεζοδρόμια και τους δρόμους από την βροχή. Κάπου ο άνεμος είχε σχίσει την τέντα ενός ζαχαροπλαστείου. Σκόνη κάλυπτε βιτρίνες και παράθυρα. Αναπόφευκτα, χωρίς ιδιοκτήτες, η φθορά του χρόνου θα κατέστρεφε όλο αυτό το σκηνικό. Ήταν κάτι που θα έπρεπε να με απασχολήσει. Το πρόβλημα θα ήταν παγκόσμιο. Σε έναν από τους δρόμους ανατολικά του Λέντρα πάτησα φρένο. Δεν ήμουν σίγουρος αν είχα δει σωστά. Έκανα όπισθεν και κατευθύνθηκα στην καγκελωτή πύλη που είχε τραβήξει την προσοχή μου. Αντίκριζα το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, και χωρίς αμφισβήτηση, τα τετραγωνικά από πίσω ήταν σωστά, και ήταν γεμάτα από τάφους. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τάφοι; Ακόμα και ως σκέτο ντεκόρ ήταν μια ιδέα αρρωστημένη στη σύλληψη της. Ποιο το νόημα; Τι είχαν κατά νου τελικά αυτά τα μυαλά που έχτισαν τις Ρεπλίκες; Από την μέρα που διαβάσαμε το περιεχόμενο της κάρτας δεδομένων που κέρδισα στο Κουρτ-Βο, νόμιζα ότι μαζί με την πρακτική διαχείριση της κατάστασης, είχαμε καλύψει και όλες τις αναπάντητες πτυχές αυτού του μυστηρίου. Κανείς ποτέ δεν μου ανέφερε νεκροταφεία, ούτε μου πέρασε η ιδέα να ρωτήσω. Θέλω να πω, αυτοί ήταν καινούργιοι πλανήτες. Δεν είχε πεθάνει ακόμα κανένας εδώ. Κι αν οι τάφοι ήταν γεμάτοι, δεν θα το είχαν διαπιστώσει οι επιτηρητές; Περπάτησα ανάμεσα σε τάφους απλούς και μαυσωλεία, όλοι είχαν ονόματα και ημερομηνίες πάνω τους. Η πιο τελευταία χρονολογία που πρόσεξα, σύμφωνα με το Γήινο ημερολόγιο, ήταν μιας εικοσαετίας. Στεκόμουν στο ένα μέρος στην πόλη που η σιωπή ήταν δικαιολογημένη, και μου είχε σηκωθεί η ίδια η πέτσα. Υπήρχε ένας τρόπος να μάθω αν όντως οι τάφοι ήταν κενοί ή όχι, και δεν είχα καμία διάθεση να το εξακριβώσω. Δεν θα ήταν αστείο; Να μην ήμουν τελικά μόνος στον πλανήτη; Να είχα παρέα και όλους αυτούς τους νεκρούς; Γέλασα, ή μάλλον προσπάθησα να γελάσω με τα συμπεράσματα μου. Θα έλεγχα ξανά τα αρχεία μου. Δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό. Παραλογιζόμουν. Παράξενο, ναι, ήταν όμως άλλο ένα σκηνικό όπως και τα άλλα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 30, 2011 Author Share Posted August 30, 2011 Έλεγξα διεξοδικά κάθε αρχείο και ψηφίο πληροφορίας που είχα στην κατοχή μου. Από τα περιεχόμενα των περιουσιακών μου δεδομένων, λίστες, κατηγορίες και υπο-κατηγορίες, μέχρι κάθε επίσημο και επιστημονικό έγγραφο που μου είχε δοθεί από την Συμμαχία με εκθέσεις, περιγραφές και συμπεράσματα που αφορούσαν όλες τις Ρεπλίκες. Δύο φορές μόνο υπήρχε ξεκάθαρα η δήλωση «δεν υπάρχουν νεκροταφεία», κι αυτό αφορούσε άλλες, μεγαλύτερες και πληρέστερες ρεπλίκες. Καμία άλλη αναφορά για τάφους. Ούτε λόγος φυσικά και στην επίσημη έκθεση για την Β7. Από αυτά που διάβασα, πήρα την εντύπωση ότι δεν μπήκαν καν στον κόπο να το ψάξουν. Αυτός ο πλανήτης, βάση αρίθμησης πρωτοκόλλων και ημερομηνιών, θα πρέπει να ήταν ο τελευταίος που ερεύνησαν. Καθώς έδειχνε και ο λιγότερο ενδιαφέρον, οι έρευνες θα υπήρξαν συντομότερες και βιαστικότερες. Η Αθήνα καταγράφηκε τυπικά, αλλά όπως έγραφαν και κάπου στην έκθεση, το σκανάρισμα των παραλίων της Μεσογείου έγινε δια δορυφόρου. Στον χάρτη μου, η περιοχή του Πρώτου Νεκροταφείου ήταν ζωγραφισμένη σαν πάρκο, με τα μονοπάτια ανάμεσα στους τάφους ευδιάκριτα, αδιαχώριστα όμως από τους εξωτερικούς δρόμους. Πριν την μονάδα υποδοχής, δεν είχε πατήσει κανείς το πόδι του εδώ κάτω. Το συμπέρασμα το λιγότερο με άφησε έκπληκτο. Δεν είχα ιδέα τι είχα ανακαλύψει. Ή ήταν κάτι, ή ήταν το απόλυτο τίποτα. Και τι είχα σκοπό να κάνω γι αυτό; Ήδη είχα πάρει την απόφαση να ξεκινήσω να κρατώ ένα ημερολόγιο, που σαν βιβλίο θα μπορούσα να το εκδώσω μια μέρα. Με τι θα γέμιζα τα πρώτα κεφάλαια; Την ενασχόληση μου με την τυμβωρυχία; Δεν είχα στόχο την αγορά βιβλίων τρόμου. Είχα ήδη άλλα να με απασχολούν, πολύ σοβαρότερα. Ο καιρός σιγά-σιγά επιδεινωνόταν, με συχνότερες βροχές και καταιγίδες. Με είχαν προειδοποιήσει για σκληρούς χειμώνες, και οι δορυφορικές εικόνες μου έδειχναν ένα τεράστιο σπιράλ κάπου στο Γιβραλτάρ, με κατεύθυνση προς την Μάλτα. Πρώτο μου μέλημα να φροντίζω το δορυφορικό πιάτο στην απέναντι ταράτσα, και οι ενεργειακές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τυχόν ζημιές στην υπόλοιπη πόλη. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τις ζημιές και στον υπόλοιπο πλανήτη. Όσο αστείο και να ακούγεται, αισθανόμουν υπεύθυνος για ολόκληρο μου το σπίτι. Υπήρχαν φωλιές οπτικών αναμεταδόσεων στα πιο απίθανα σημεία του πλανήτη. Μπορούσα να λαμβάνω ζωντανές εικόνες από το Times Square της Νέας Υόρκης, την πλατεία της Παναγίας των Παρισίων με τον Σηκουάνα, την παραλία της Κόπακαμπάνα, αλλά και από τις σαβάνες της Αφρικής μέχρι της τούντρες της Σιβηρίας. Στην Β7 οι εποχές ήταν όμοιες και στα δύο ημισφαίρια. Έβλεπα τεράστια κύματα να σκάνε πάνω στις ακτές του Ρίο και του Μαϊάμι, να προκαλούν ζημιές, και αυτό ήταν κάτι που με αφορούσε. Ντρέπομαι που το αναφέρω, ίσως σβήσω αυτό το σημείο αργότερα, εκείνο το βράδυ κλείδωσα την είσοδο του ξενοδοχείου και κοιμήθηκα με τα φώτα, της πόλης, αναμμένα. Ξύπνησα αργά μετά τα μεσάνυχτα από βροντές και αστραπές. Στεκόμουν στο εξωτερικό χολ του πρώτου ορόφου, με μποξεράκι, ξυπόλητος πάνω στο μακρύ χαλί, και κοίταζα απορημένος τις κουρτίνες που έσπρωχνε ο άνεμος από τα ανοιχτά παράθυρα της πρόσοψης. Πως και είχα ξεχάσει να ασφαλίσω αυτά τα παράθυρα, ήταν η πρώτη σκέψη στο μυαλό μου. Εκεί στεκόμουν σα να έπρεπε να θυμηθώ και κάτι άλλο, μέχρι που μου ήρθε. Δεν είχα ιδέα πως είχα φτάσει ως εδώ. Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να ξαπλώνω στο κρεβάτι και να σκεπάζομαι με το σεντόνι. Παρά τις βίαιες καιρικές συνθήκες, δεν έκανε ακόμα κρύο. Όταν πλησίασα το πρώτο παράθυρο για να το κλείσω, αντιλήφθηκα ότι έβρεχε έξω. Κι εγώ ήμουν ήδη βρεγμένος. Έσταζα πάνω στο χαλί και τα γυμνά πόδια μου ήταν λασπωμένα. Κάτω στον δρόμο, παρκαρισμένο στραβά ενάντια στο παρτέρι της εισόδου, ήταν το τζιπ με τα φώτα του αναμμένα. Τα φλας ασφαλείας είχαν επίσης ξεχαστεί να αναβοσβήνουν. Για μια στιγμή κοίταξα πίσω μου στον διάδρομο, για να δω αν έρχεται κανείς. Ήμουν σίγουρος ότι ανά πάσα στιγμή ο οδηγός του τζιπ θα γυρνούσε τη γωνία και θα με πλησίαζε. Σταγόνες βροχής χτύπησαν στο πρόσωπο μου και ξεμούδιασαν λίγο ακόμα αυτή την νοητική παράλυση στην οποία είχα ξυπνήσει. Βγήκα όπως ήμουν στην εξελισσόμενη μπόρα και παίρνοντας το τιμόνι, οδήγησα το τζιπ πίσω στο γκαράζ. Πήρα το ασανσέρ για την σουίτα μου και αφού στέγνωσα τον εαυτό μου και άλλαξα, κατέβηκα στην ρεσεψιόν. Κάθισα με ένα φλιτζάνι καφέ στις οθόνες μου και δεν σηκώθηκα από εκεί μέχρι που ξημέρωσε. Σύμφωνα με την επιτήρηση που είχα στον έλεγχο μου, όλα ήταν φυσιολογικά, όλα ήταν ήσυχα. Στις τυπικές αναφορές της περιμέτρου, που έστελναν με μικρή καθυστέρηση οι Αλτρουσιανές περίπολοι, στη σάρωση της τροχιάς, αλλά και στην επιτήρηση επιφανείας, δεν έτρεχε τίποτα το ασυνήθιστο. Ο ένοχος ήταν πολύ πιο κοντινός και αναπάντεχος. Αν έτσι είναι η υπνοβασία, αυτή ήταν η πρώτη μου φορά. Με είδα με γένι και πίπα στο στόμα να με κοιτάζω με κατανόηση. «Είναι το στρες. Πρωτόγνωρα όσα σας συμβαίνουν, ποιος μπορεί να ξέρει τι άγνωστες πόρτες στο υποσυνείδητο σας θα ξεκλειδώσουν;» είπα στον εαυτό μου ως χερ ντόκτορ. Δεν με παρηγορούσε καθόλου να το ξέρω. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.