DinoHajiyorgi Posted August 31, 2011 Author Share Posted August 31, 2011 Νυσταγμένος, έσερνα τα βήματα μου όλη μέρα. Βλαστήμησα γιατί είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να κρατηθώ δραστήριος. Είχα ανάγκη από άσκηση, σωματική και νοητική. Δεν θα ενέδιδα στην κούραση, πιθανόν ο οργανισμός μου να είχε ανάγκη από λίγη πίεση. Ίσως έτσι, αν το βράδυ έπεφτα στο κρεβάτι ξερός, θα έμενα και στο κρεβάτι. Λόγω βροχής είπα να βγάλω έξω το χαμ-τερέν, να βάλω σε εφαρμογή μέρος της εκπαίδευσης μου. Είχε κατασκευαστεί ένα ειδικό στέγαστρο για το όχημα, στην είσοδο του γκαράζ του Λέντρα. Πήρε μπρος με την πρώτη και παρά τον όγκο του, σήκωσε λιγότερη φασαρία απ’ότι περίμενα. Η μηχανή γουργούριζε απαλά και ο μόνος μπελάς ήταν να συνηθίσω να χειρίζομαι τα κάτω πηδάλια με τα πόδια μου. Καβάλησα παρτέρια και πεζοδρόμια, ευτυχώς δεν υπήρχαν άλλα εμπόδια να με δυσκολέψουν. Ο όγκος του οχήματος απαιτούσε εγρήγορση και ετοιμότητα, σε δρόμους όμως χωρίς άλλη κυκλοφορία αυτό δεν ήταν ακριβώς πρόβλημα. Στρατιωτικό όχημα πριν γίνει της μόδας στην υψηλή κοινωνία, πέραν της θωράκισης του, που εδώ διατηρούσε το κίτρινο της ερήμου, Οι διάφανοι κρύσταλλοι που είχε για παράθυρα γύρω-γύρω έδιναν καλή οπτική, και έκαναν την οδήγηση ξεκούραστη. Ένιωθα ασφαλής μέσα στο κέλυφος του, με την τυμπανοκρουσία της βροχής στην οροφή του ανακουφιστική. Οι δυνατοί άνεμοι είχαν ρίξει δέντρα, είχαν σπάσει βιτρίνες και παράθυρα, είχαν σχίσει τέντες και ρίξει πινακίδες. Κλαδιά και κομμάτια πλαστικού σπρώχνονταν από αέρα και βροχή πάνω στην άσφαλτο. Είδα κήπους, ημιυπόγεια και οδικά περάσματα πλημμυρισμένα. Η πόλη γέμιζε σιγά-σιγά με σκουπίδια και εγκατάλειψη. Η αψεγάδιαστη μακέτα γινόταν λιγότερο άψογη. Δυστυχώς δεν υπήρχαν τζαμάδες ή η δυνατότητα παροχής ανταλλακτικών για επισκευές. Όχι ακόμα, όπως θα ήθελα να πιστεύω. Μια μέρα θα φρόντιζα γι αυτό. Πολλές και θαυμαστές οι πόλεις του πλανήτη μου, θα παρείχα όμως ειδικά προνόμια στους κατοίκους αυτής εδώ, δελεάζοντας τους καλύτερους των μετοίκων. Η Νέα Αθήνα, πρωτεύουσα όλης ετούτης της Γης. Ωραίο ακουγόταν. Θα έπρεπε να τα γράψω αυτά για να τα θυμάμαι, για την μέρα που θα έπρεπε να γίνουν νόμος. Συνειδητά και ασυνείδητα, μνήμες από τη ζωή μου στην Αθήνα ξυπνούσαν πάνω στο αντίγραφο. Έπαιρνα δρόμους που τους είχα περπατήσει σε μια άλλη ζωή, και όσο και αν φαίνεται περίεργο, έψαχνα αφελέστατα να βρω δικά μου ίχνη πάνω στα εδώ μονοπάτια. Αναγνώρισα έναν πεζόδρομο εκεί κοντά όπου θα έπρεπε να ορθώνονται οι Στήλες, και σταμάτησα το όχημα για να κατέβω. Με το τουφέκι πάνω από το αδιάβροχο, και το Αλτρουσιανό κράνος να με προφυλάσσει από τη βροχή, μπήκα στο σοκάκι ψάχνοντας ένα παλιό στέκι. Η μπυραρία ήταν όντως εκεί, και ήταν ένα ακριβές αντίτυπο. Από τα πράσινα γράμματα πάνω στην βιτρίνα, που έλεγαν «Βύνη», μέχρι τα τραπέζια, τις καρέκλες, το μπαρ και τα μπουκάλια στον τοίχο. Έσπρωξα την τζαμένια πόρτα και μπήκα μέσα. Σχεδόν ήθελα να δω όλη την παρέα εκεί, καθισμένους στην συνηθισμένη γωνία, να με περιμένουν. Έσυρα το δάχτυλο μου πάνω σε ένα τραπέζι για να διαπιστώσω ότι το στρώμα σκόνης ήταν ισχνό. Στον τοίχο είχε ένα κουτί με ασφάλειες, τα περισσότερα μαγαζιά ή πολυκατοικίες διέθεταν από ένα. Σήκωσα τους διακόπτες και άναψαν τα φώτα του μαγαζιού. Η ψευδαίσθηση έγινε ακόμα δυνατότερη. Μπήκα πίσω από την πόρτα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα της κουζίνας. Ο χώρος από πίσω, πολύ μικρός για να χωρέσει πραγματική κουζίνα, ήταν άδειος. Όλα τα μπουκάλια ήταν άδεια. Οι σκάλες που υποτίθεται ανέβαιναν στις τουαλέτες κατέληγαν σε τοίχο. Κάθισα στο τραπέζι μας και θυμήθηκα τα ονόματα που συντρόφεψαν την πρώτη μου ζωή μακριά από το νησί και τον πατέρα μου. Εις υγεία τους όπου και να βρίσκονταν εκείνη την στιγμή. Ένιωθα πραγματικά ωραία εκεί, έτσι καθισμένος, θα κοίταζα αν μπορούσα να κάνω αυτό το στέκι λειτουργικό μια μέρα. Σηκώθηκα για να φύγω όταν είδα την γυναίκα που με κοίταζε μέσα από τον καθρέπτη του μπαρ. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 1, 2011 Author Share Posted September 1, 2011 Τσίριξα. Θα ήθελα να γράψω ότι ούρλιαξα ή ότι κραύγασα, μια ετοιμοπόλεμη κραυγή ίσως, αλλά όχι, τσίριξα, φτάνοντας στο όριο να εκκενώσω την κύστη μου. Ήταν το πρόσωπο μιας αληθινής γυναίκας, όμορφης, το πλούσιο κόκκινο μαλλί της και τα γεμάτα χείλη της αποτυπώθηκαν πρώτα στο μυαλό μου. Και μετά, σε ένα βλεφάρισμα, δεν ήταν πια εκεί. Νόμισα ότι η καρδιά μου θα εκραγεί. Έσφιγγα στα πανιασμένα μου χέρια το ηχοβόλο, ικανό να γκρεμίσει το μισό μαγαζί έτσι και πατούσα την σκανδάλη. Από τη θέση μου, με την γωνία στην πλάτη, είχα όλο το μαγαζί μπροστά μου. Από πού είχε έρθει εκείνη η αντανάκλαση; Τώρα έβλεπα μόνο το δικό μου ξέφρενο βλέμμα πάνω στο γυαλί. Πήρα μια εισπνοή και προσπάθησα να ηρεμίσω. Χίλια δύο πράγματα στριφογύρναγαν στο κεφάλι μου, όλα τους η μια κακοφωνία πάνω στην άλλη. Δεν ήμουν και ο τελευταίος άνθρωπος στο σύμπαν. Υπήρχε η πιθανότητα, και η τεχνολογία, να προσγειωθεί ένα σκάφος αθέατο εδώ ή οπουδήποτε σε αυτόν τον πλανήτη. Πονηροί καταπατητές, που γνώριζαν τα συστήματα ασφαλείας και πώς να τα αποφεύγουν, θα μπορούσαν να αλωνίζουν ελεύθερα, είχαν έναν ολόκληρο πλανήτη στη διάθεση τους. Εκτός από μένα δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Βγήκα έξω, ένιωσα την βροχή να σκάει πάνω στο κράνος μου και ηρέμισα κάπως. Η εικόνα της γυναίκας ήταν ακόμα ζωντανή στον νου μου. Δεν ήταν ένα πρόσωπο που θυμόμουν από άλλοτε. Δεν μπορούσα να φανταστώ από πού μπορεί να είχε ξεπηδήσει. Όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο έκανα άλλον ένα διεξοδικό έλεγχο των πάντων. Δεν υπήρχε καν η υποψία εξωγενούς παράγοντα εντός των τειχών της Β7. Ξάπλωσα για ύπνο με το μυαλό μου σε φουρτούνες. Ήμουν εξουθενωμένος αλλά πίστευα ότι η ένταση που με διακατείχε θα με εμπόδιζε να κοιμηθώ. Ξύπνησα πάνω σε υγρό μάρμαρο. Γύρω μου επικρατούσε σκοτάδι, και από πάνω μου ο νυχτερινός ουρανός. Τα σύννεφα είχαν σκορπίσει και ο Αστερισμός του Ταξιδιώτη μου έκλεινε το μάτι από έτη φωτός μακριά. Χωρίς τα φεγγάρια, χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να συνηθίσει το μάτι μου. Φορούσα τις πιτζάμες που είχα όταν ξάπλωσα, με την διαφορά ότι κολλούσαν πάνω μου μουλιασμένες. Στην λάμψη των άστρων αναδύθηκαν γύρω μου οι λευκοί σταυροί. Βρισκόμουν στο Πρώτο Νεκροταφείο, και όλη η Αθήνα είχε τα φώτα της σβηστά. Κάπως έτσι θα ήταν οι νύχτες για τον προϊστορικό άνθρωπο. Δεν γνώριζα αν τουρτούριζα επειδή κρύωνα ή επειδή με είχε κατακλύσει ο τρόμος. Ο φόβος της απώλειας ελέγχου του εαυτού μου, έθρεψε τον πανικό που φούντωσε μέσα μου εκείνη την στιγμή, που με χέρια απλωμένα πάσχιζα να βρω την έξοδο του νεκροταφείου. Και όταν τελικά έφτασα στην καγκελόπορτα, με τον προσανατολισμό μου σε χάος, ήταν άλλος ένας αγώνας για να βρω την κατεύθυνση για το Λέντρα. Δεν είδα πουθενά το τζιπ, θα πρέπει να υπνοβάτησα ως εδώ με τα πόδια. Μέσα από φαράγγια σκοτεινών προσόψεων και με οδηγό τις στενές λουρίδες των άστρων πάνω από το κεφάλι μου, βρέθηκα σε έναν εφιαλτικό λαβύρινθο που ξεκινούσε πρώτα από τις πιο αραχνιασμένες γωνίες του μυαλού μου. Η νυχτερινή αύρα κυμάτιζε κάποια σχισμένη τέντα, τίναζε κάποιο απόμακρο παντζούρι, κυλούσε σακούλες ή κάποιον πλαστικό κουβά σε ένα σοκάκι παραδίπλα, η νύχτα ήταν στοιχειωμένη και ανείπωτοι τρόμοι βρίσκονταν μιαν ανάσα μακριά στο κατόπι μου. Κάπου σε όλα αυτά υπήρχε και το λογικό εγώ, που ούρλιαζε να με συνεφέρει. Δεν μου ήταν χρήσιμο όμως, ο παράλογος φόβος μού έκαιγε τα πόδια και έτρεχα πλέον για να επιστρέψω στην ασφάλεια μου. Κάπως, δεν ξέρω κι εγώ πως, έφτασα στο ξενοδοχείο, το οποίο ήταν επίσης βυθισμένο στο σκοτάδι. Με δύο κλικ στα πλήκτρα μου, το Λέντρα, η πόλη, ο κόσμος μου, φωτίστηκαν πάλι καθησυχαστικά. Οι ασφάλειες δεν είχαν κάποια ζημιά, δεν παρουσίαζαν ίχνη δολιοφθοράς, καμία ένδειξη ότι είχαν πέσει από μόνες τους. Ο υπολογιστής με πληροφορούσε ότι το σύστημα είχε κλείσει μόλις δύο ώρες πριν, από την ρεσεψιόν. Εγώ είχα κλείσει τα φώτα. Αφού φόρεσα κάτι στεγνό, έφτιαξα ένα τσάι που νοστίμισα με κονιάκ, και κάθισα στο μπαλκόνι της σουίτας μου να ρεμβάσω την πόλη. Ντρεπόμουν για τον πανικό μου. Ανησυχούσα και γι αυτό που μου συνέβαινε. Ευχόμουν πραγματικά να μην είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά μου. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 2, 2011 Author Share Posted September 2, 2011 Η Ρεπλίκα Β7 ανήκει σε ένα ηλιακό σύστημα δεκαπέντε πλανητών, από τους οποίους οι τέσσερις είναι γίγαντες αερίων. Κανένας από τους υπόλοιπους δεκατέσσερις δεν μπορεί να διατηρήσει ανθρώπινη ζωή, και ως πρόσφατα, δεν έχουν ανακαλυφθεί εξωγήινες μορφές ζωής, ούτε καν μικρο-οργανισμοί. Εξαιρούνται όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι κοινώς γνωστά, από την μια γνωστή άκρη του σύμπαντος στην άλλη. Η Β7 έχει δύο φεγγάρια, μια περιστροφή γύρω από τον άξονα της τρεις ώρες συντομότερη της αυθεντικής Γης, και μια περιστροφή γύρω από τον ήλιο της μικρότερη κατά 56 μέρες. Τα καλοκαίρια της είναι τροπικά, και οι χειμώνες της πολικοί, αν και ο ίδιος ο πλανήτης δεν διαθέτει πάγους στους πόλους του. Στην κορυφή του κόσμου μου υπάρχει ο Βόρειος Πολικός Ωκεανός, και στον «πάτο» ένα βραχώδες και άγονο νησί, λιγότερου του μισού σε μέγεθος από εκείνο της Ανταρκτικής. Το ντεμπούτο μου ως πλανητάρχης έλαχε Φθινοπωρινό, σε περίοδο βαριών μουσώνων. Αποφάσισα το πρωινό μετά τα πανικόβλητα νυχτοπερπατήματα μου, να εκμεταλλευτώ την προσωρινή λιακάδα που βρήκε την Αθήνα. Φόρτωσα στο χαμ-τερέν όσα εργαλεία θεώρησα ότι χρειαζόμουν, ανάμεσα τους και ένα φτυάρι, πήρα και το τουφέκι, και πήγα εκδρομή στο Πρώτο Νεκροταφείο. Η εκκλησία στα μνήματα ήταν σκέτο καλούπι. Μέσα ήταν άδεια, με λείους, γυμνούς τοίχους. Το ίδιο ίσχυε με όλους τους ναούς στην πόλη. Σήκωσα στους ώμους μου ένα σκάνερ, έτοιμος να διαπιστώσω κι αν όλοι αυτοί οι τάφοι ήταν σκέτες ταφόπλακες. Μια φορά μόνο είχα παρευρεθεί σε κηδεία στον αυθεντικό χώρο, και όπως το έβλεπα τώρα, δεν πρόσεχα καμιά σημαντική διαφορά. Το μέρος ήταν μεγάλο όπως το θυμόμουν, δαιδαλώδες και με χιλιάδες τάφους. Πάνω στα μάρμαρα υπήρχαν ονόματα, ελληνικά, ημερομηνίες, μέχρι και φωτογραφίες, από εκείνες τις οβάλ, τις ασπρόμαυρες, όπου οι ζωντανοί είχαν ποζάρει αμήχανα, σαν να ήξεραν που θα κατέληγε εκείνο το ανφάς. Τότε, στην κηδεία, δεν είχα καμία διάθεση να ρεμβάσω τους τάφους. Εδώ περιεργαζόμουν τα μικρά μαυσωλεία και τα γλυπτά που κοσμούσαν ορισμένα μνήματα, θαυμάζοντας την επιμέλεια που τους είχαν δώσει οι Βερμιανοί σχεδιαστές. Σε αντίθεση με τα απόντα αρχαία και τα κενά μουσεία, εδώ είχαν δουλέψει καλλιτέχνες, με στόχο μια αψυχολόγητη επιλογή στην πιστότητα. Την έψαξα αυτή τη φορά, και την βρήκα. Το σκάνερ επιβεβαίωσε ότι το υλικό ήταν αυθεντικό μάρμαρο. Και η γλυπτική του ήταν εξαίσια, χωρίς να μπορώ να πω ότι κοίταξα το πρωτότυπο από τόσο κοντά. Η Κοιμωμένη του Χαλεπά ήταν εδώ, στο δικό μου νεκροταφείο. Πάνω στον τάφο ήταν σκαλισμένο το όνομα «Σοφία Αφεντάκη», με τις ημερομηνίες «1855 – 1873». Αγνοούσα παντελώς την ιστορία της Κοιμωμένης και έτσι δεν υπήρχε τρόπος να ξέρω αν οι Βερμιανοί είχαν φανεί τόσο διεξοδικοί. Μετά από τις μητροπόλεις που είδα, και το επίτευγμα που ήταν το αντίγραφο της Αθήνας, σε αυτό το πάρκο των νεκρών αισθανόμουν μια τελείως άλλη τεχνοτροπία. Σαν να είχε πέσει μια άλλου είδους φροντίδα εδώ. Τα βουνά, οι θάλασσες και οι πολυκατοικίες δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την ζωντάνια αυτού του σκηνικού. Θαρρείς και το χέρι των κατασκευαστών του να ήταν ορατό γύρω μου όσο πουθενά αλλού. Μόνο η λογική του βυθιζόταν στο μαύρο μυστήριο. Δεν ήταν το μοναδικό νεκροταφείο στη Β7, ήταν το μοναδικό νεκροταφείο σε όλες τις Ρεπλίκες. Αυτές που δεν είχαν καταστραφεί τουλάχιστον. Η σάρωση με το σκάνερ μεγάλωσε το μυστήριο. Αδυνατούσε να διαπεράσει το μάρμαρο. Αναμφισβήτητα το υπέδαφος του νεκροταφείο ήταν χώμα. Το περιεχόμενο των τάφων όμως, οτιδήποτε και να ήταν αυτό, δεν καταγραφόταν στα μηχανήματα μου. Σε περίπτωση που ήταν συμπαγές τσιμέντο, μάρμαρο, πέτρα ή άλλο υλικό, θα έπρεπε να μου δώσει τουλάχιστο ένα βάθος όγκου. Οι ακτίνες σκιαγραφούσαν το λεπτό φύλλο που σχημάτιζε το όμορφο πρόσωπο της Κοιμωμένης και δεν διάβαζε τίποτα απολύτως από πίσω. «Χωρίς Δεδομένα» αναγραφόταν στην οθόνη. Δεν ξέρω τι ιδιαίτερο είχε αυτό το μάρμαρο που το καθιστούσε αδιαπέραστο, δεν ήμουν όμως ακόμα έτοιμος να αρχίσω να σπάω μνήματα. Δοκίμασα πρώτα μερικά μαυσωλεία. Τα δύο πρώτα αποδείχτηκαν κενοτάφια. Τα υπόλοιπα είχαν από μέσα δεύτερη είσοδο, σφραγισμένη από το ίδιο μάρμαρο, χωρίς τρόπο πρόσβασης. Κάθισα σε ένα παγκάκι να φάω μερικά σάντουιτς που είχα ετοιμάσει και αναλογίστηκα την μοναδική μου επιλογή. «Δεν γίνεται αλλιώς η ομελέτα» μονολόγησα. Δεν είχα ιδέα όμως πώς να το κάνω. Αν υπήρχε μια επαγγελματική προσέγγιση στη διάρρηξη τάφου δεν τον γνώριζα. Θα ήταν ερασιτεχνικό και άγαρμπο. Στάθηκα στο κατώφλι του ενός τάφου, σημαδεύοντας την εσωτερική είσοδο με το ηχοβόλο. Πίεσα την σκανδάλη και η έκρηξη που ακολούθησε ήταν τέτοια που με τίναξε πίσω στο πλακόστρωτο. Ανασηκώθηκα ζαλισμένος, μέσα σε ένα σύννεφο από κονίαμα, με το μέτωπο μου ματωμένο. Κομμάτια του μαυσωλείου είχαν σκορπιστεί γύρω μου, και το ίδιο το κτίσμα είχε βουλιάξει στα συντρίμμια του. Προφανώς δεν είχα τελειώσει ακόμα, τώρα θα ακολουθούσε το σκάψιμο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 3, 2011 Author Share Posted September 3, 2011 Η καλή ζωή, μέσα σε έναν μήνα μου είχε κλέψει την φόρμα που είχα χτίσει ως συντηρητής στα αμπάρια πλοίων. Μου πήρε όλο το απόγευμα να καθαρίσω τα ερείπια του μαυσωλείου και να αποκαλύψω αυτό που έκρυβε ο εσωτερικός τάφος. Το οποίο ήταν χώμα. Ο ιδρώτας μετέτρεπε την σκόνη που κολλούσε πάνω μου σε λάσπη, είχα λαχανιάσει και ήμουν εξαντλημένος. Αν τα παρατούσα όμως τώρα, φοβόμουν ότι θα ανέβαλλα επ’αόριστον την επιστροφή μου σ’αυτή την αγγαρεία. Έπρεπε να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε τίποτα το μυστήριο εδώ. Πήρα το φτυάρι και άρχισα να σκάβω. Στην τέταρτη φτυαριά έφτασα σε αυτό που κατευθυνόμουν. Ήταν εκεί, ήταν μεταλλικό, ήταν μεγάλο. Καθάρισα την επιφάνεια του από το χώμα. Είχε μέγεθος ψυγείου, ξαπλωμένο, από γκρίζο μέταλλο. Ήταν λείο και ζεστό στην αφή. Στην μία άκρη της επιφανείας του είχε ένα μικρό, στρογγυλό φινιστρίνι. Δεν μπορούσα να δω τίποτα μέσα από το γυαλί, το περιεχόμενο του ήταν σκοτεινό. Έσκαψα όσο μπορούσα γύρω του χωρίς να βρίσκω κάποια πτυχή που να μαρτυράει το κάλυμμα του. Ήταν ολόκληρο, φαινομενικά συμπαγές. Τοποθέτησα στη συνέχεια την μύτη του σκάνερ στο φινιστρίνι, και παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή πάτησα το κουμπί του. Διάβασα το αποτέλεσμα εκπνέοντας ταραγμένος. Ένιωσα αυτόματα το στόμα μου να στεγνώνει τελείως. Πάνω στο ηλεκτρονικό πλέγμα της οθόνης διαγράφηκε ένα πρόσωπο. Η νεκρική μάσκα ενός άγνωστου νεκρού. Σίγουρα δεν ήταν ο Κωνσταντίνος Βεργής που έγραφε στην πρόσοψη του μαυσωλείου. Θα μάντευα λοιπόν ότι ο πεθαμένος ήταν Βερμιανός. Θα τολμούσα να μαντέψω περαιτέρω ότι όλο το νεκροταφείο ήταν γεμάτο από νεκρούς. Πρέπει να ήταν Βερμιανοί. Ποιοι όμως; Γιατί εδώ; Και γιατί όχι, είπε μια άλλη φωνή μέσα μου. Δικός τους ήταν ο πλανήτης. Πολύ πιθανό να είχαν σχέση με την δημιουργία των Ρεπλίκων. Το φως της ημέρας άρχισε να φεύγει γοργά καθώς επέστρεφαν πάλι τα μαύρα σύννεφα. Άκουσα βροντές να σκάνε σε απόσταση και σχεδόν μύρισα την βροχή που ερχόταν. Αισθανόμουν όμως ικανοποιημένος. Παρά το όλο περίεργο των ενταφιασμών αυτών, είχα απαντήσει ένα ερώτημα που με τυραννούσε. Τώρα ήξερα, και περιέργως αυτό με ανακούφιζε σε κάποιο βαθμό. Συμπέρασμα: Μοιραζόμουν τον πλανήτη με χίλιους πεθαμένους. Το βράδυ με βρήκε στην κουζίνα του Λέντρα σε μεγάλα κέφια. Η κούραση της ημέρας είχε αποδώσει, ένιωθα ελαφρύς και ήταν ωραίο να είσαι ζωντανός. Έγραψα την αναφορά της ημέρας, παραλείποντας όσα ανακάλυψα και τα έστειλα στην Αλτρουσιανή Διοίκηση. Είχα βάλει στα εγκατεστημένα ηχεία ένα ποτ-πουρί από τα αγαπημένα μου τραγούδια, γεμίζοντας το ξενοδοχείο με ένα νοσταλγικό ταξίδι στην άλλη Αθήνα. Έψησα στη φωτιά δύο τεράστιες μπριζόλες, τηγάνισα πατάτες, απόλαυσα μαζί παγωμένη κόκκινη μπύρα. «I tell by the way that you switch your walk, I can see by the way that you baby talk, I can know by the way that you treat your man, I can love you baby as a crime… Cause its gone daddy gone, the love is gone, gone daddy gone, the love is gone…» Ένα oldie but goodie από τους Violent Femmes, η έμπνευση για το αστρικό μου ψευδώνυμο. «Yea its gone daddy gone, the love is gone, yea its gone daddy gone, the love is gone away…» Σταμάτησα να χορεύω, ζαλισμένος και χαζός, και ατένισα την απελπιστικά άδεια οδό Συγγρού από τα παράθυρα μου. «Fuck» είπα στον εαυτό μου. Ήταν ωραίο να είσαι ζωντανός, αλλά είχα ανάγκη από μια γυναίκα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 4, 2011 Author Share Posted September 4, 2011 Η γυμνή γυναίκα κοιμόταν μπρούμυτα, ξεσκέπαστη, με τα σεντόνια τραβηγμένα στην άκρη. Στο πρωινό φως, η υπέροχη πλάτη και τα γυμνασμένα της οπίσθια σχημάτιζαν έναν λαχταριστό, ζωντανό πίνακα. Δεν χόρταινα να την κοιτάζω, κι ας είχα την χάρη της, όλη δική μου, το προηγούμενο βράδυ. Ένας χείμαρρος από κόκκινα μαλλιά, χυνόταν σαν αίμα πάνω στους ώμους της. Ήθελα να γδυθώ ξανά, να επιστρέψω στο ζεστό κρεβάτι, να χώσω τα δόντια μου στο χλωμό της δέρμα. Παγερή στο βλέμμα, αλμυρή στη γεύση. Η αναστάτωση που μου προξενούσε ήταν επώδυνα παγιδευμένη μέσα στη σφιχτή, μαύρη στολή μου. Τα χρυσά κουμπιά λαμπύριζαν σαν άστρα πάνω στο μελανό ύφασμα, και το κόκκινο του Βερμιανού Σταυρού έκαιγε στο μπράτσο μου. Άκουσα μια βροντή από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Ο ήλιος ανέτειλε ζεστός στον ορίζοντα. Τράβηξα τις άκρες του σακακιού μου, ίσιωσα τις τσαλακωμένες πτυχές και βγήκα στο μπαλκόνι. Άκουσα έναν τεράστιο αναστεναγμό. Για μια στιγμή δεν θυμόμουν που ήμουν. Η πλατεία από κάτω μου θύμιζε εκείνη του Αθηναϊκού Συντάγματος, μόνο που ήταν μεγαλύτερη. Στοιχισμένοι εκεί, στις δικές τους μελανές στολές, ήταν χιλιάδες δικοί μου άνθρωποι, το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω μου. Βρόντηξαν τις μπότες τους και μου έτειναν το δεξί τους χέρι. «Χάιλ!» κραύγασαν με μια φωνή. Ξύπνησα όρθιος στο ψιλόβροχο, στο μπαλκόνι της σουίτας μου. Θα πρέπει να ήταν περίπου τρεις η ώρα το πρωί. Η πόλη ήταν ακόμα φωταγωγημένη, με τις σταγόνες να ρέουν ορατές ενάντια στις λάμπες του δρόμου. Η υπνοβασία μου είχε παλιώσει για να με εκπλήσσει. Δεν μπορούσα όμως να ξεπεράσω το σοκ αυτού που είχα ονειρευτεί. Τι ήθελε να πει εκεί ο ποιητής; «Άλκη!» Η φωνή είχε έρθει μέσα από την κρεβατοκάμαρα. Ή ίσως το φαντάστηκα. Τα φώτα στην σουίτα ήταν σβηστά. Δεν υπήρχε περίπτωση να με φωνάζει κάποιος. Όχι με το αληθινό μου, όχι με το ελληνικό μου όνομα. Κάποιο μέρος του νου μου θα συνέχιζε να κοιμάται. «Άλκη!» Ένιωθα τις σταγόνες στο πρόσωπο. Το υγρό μπετόν κάτω από τις πατούσες. Η φωνή ερχόταν από το κατώφλι της μπαλκονόπορτας, ακριβώς πίσω από το λεπτό όριο της σκιάς. Αν πίεζα την φαντασία μου θα διέκρινα την σιλουέτα που με περίμενε εκεί. Μόνο που δεν ήταν κανείς. Θα το αποδείκνυα στον εαυτό μου. Επέστρεψα στην σουίτα, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα για να αποδειχτώ σωστός. Ήμουν όμως σίγουρος ότι πρόλαβα να δω μια φιγούρα να χάνεται έξω από την ανοιχτή πόρτα, στον διάδρομο. «Άλκη» φώναξε η φωνή από τις σκάλες. Ανήκε σε μια γυναίκα. Έτρεξα από πίσω της. Ήταν πάντα ένα βήμα εμπρός, μόλις στις σκιές, αμέσως πίσω από γωνίες, όσο γρήγορα και να έτρεχα, εκείνη γλιστρούσε γρηγορότερα. Και ήξερε το όνομα μου, εκείνο με το οποίο με γνώριζαν μόνο στη Γη. «Στάσου» της φώναξα, κι ας ήμουν σίγουρος ότι συνέχιζα να ονειρεύομαι. Κάποια στιγμή το ίδιο το ξενοδοχείο δεν έβγαζε νόημα. Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες, διέσχιζα διαδρόμους που δεν είχα ξαναπεράσει ποτέ μου. Δεν κατάλαβα πότε και πως έφτασα στο εστιατόριο του δεύτερου ορόφου. Τα παράθυρα γύρω-γύρω ήταν ασφαλισμένα. Οι λευκές κουρτίνες κρέμονταν κλειστές και ακίνητες, λάμποντας από την ανταύγεια του δρόμου. Τα φώτα μέσα ήταν κλειστά, η σιλουέτα όμως της γυναίκας ήταν ξεκάθαρα ορατή. Στεκόταν μπροστά στην κουρτίνα της γωνίας και με περίμενε. Ήταν η ίδια που είχα δει και στην μπυραρία. Με θάρρος που μόνο ένα όνειρο θα μου δάνειζε, την πλησίασα. Το βλέμμα της γυάλιζε στο σκοτάδι. «Ποια είσαι; Πως ήρθες εδώ; Τι θέλεις;» ρώτησα. «Η αλήθεια για τις Ρεπλίκες είναι στο μυστικό των τάφων» απάντησε. Και σαν δραματικό κρεσέντο, βρόντηξε ο ουρανός στα λόγια της. Η βροχή απ’έξω άλλαξε σε νεροποντή και το νερό στα τζάμια έπαιξε σαν θέατρο σκιών στις κουρτίνες. Ήταν ανεπαίσθητος ο αποπροσανατολισμός, χάθηκε όμως εκείνη και στεκόμουν μόνος ανάμεσα στα τραπέζια. Ή μόλις είχα πραγματικά ξυπνήσει. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 5, 2011 Author Share Posted September 5, 2011 Τα πρακτικά των δικών μετά το τέλος του πολέμου, καθώς και οι λίστες όσων καταζητούνταν ακόμα, αποτελούσαν κοινή κτίση. Ο καθένας είχε δικαίωμα σε όλα τα σχετικά αρχεία. Έχοντας σχηματίσει ένα ηλεκτρονικό προφίλ για τον νεκρό Βερμιανό που ξέθαψα, ξεκίνησα μια αναζήτηση στην τράπεζα δεδομένων του Μεγάλου Πολέμου, ψάχνοντας μια πιθανή ταύτιση με Βερμιανούς στρατιωτικούς και πολιτικούς, καταζητούμενους, αγνοούμενους ή και φυλακισμένους. Το πρόγραμμα μου είχε απάντηση απογοητευτικά γρήγορα. Η ταυτότητα του νεκρού μου ήταν άγνωστη. Κοιτάζοντας την αψεγάδιαστη, ψηφιακή εικόνα του, ομολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί από το αγέρωχο εκείνο πρόσωπο. Ήταν ακριβώς όπως φανταζόμουν τους αρχαίους Ρωμαίους αυτοκράτορες, βάση των εξιδανικευμένων τους προτομών. Στην συνέχεια σκέφτηκα να διαβάσω για τις νεκρώσιμες συνήθειες των Βερμιανών, για τις οποίες δεν είχα ιδέα. Κατά κανόνα, προτιμούσαν την αποτέφρωση. Δεν συνάντησα πουθενά κάποια αναφορά στο είδος του περίεργου φέρετρου που περιείχε τον δικό μου. Και το τζαμάκι από πάνω; Ποια η χρησιμότητα του; Ξεφύσησα, συμπεραίνοντας ότι τώρα θα έπρεπε να κάνω το επόμενο βήμα. Να ανοίξω το πακέτο. «Κάτσε στα αβγά σου» είπε μια φωνή. Η δική μου. Μου είχε βγει εκνευρισμένα. Ούτε ιατροδικαστής ήμουν, ούτε ικανός να μελετήσω την τεχνολογία της περίεργης εκείνης σαρκοφάγου. Τι συμπεράσματα μπορούσα να βγάλω εγώ; Αυτά ήταν για άλλους, για τους ειδικούς. Υπήρχε όμως και μια άλλη φωνή μέσα μου. Πόσους ειδικούς θα έμπαζα στην Ρεπλίκα πριν χάσω τελείως τον έλεγχο; Έχανα τον πλανήτη μου κομμάτι το κομμάτι. Κι αυτό με τρόμαζε λίγο περισσότερο. Αποφάσισα να αφήσω στην άκρη τα παιχνίδια για λίγες μέρες και να ασχοληθώ με σημαντικές δουλειές. Η βάση μου χρειαζόταν καθαριότητα και φροντίδα. Λάσπη είχε αρχίσει να συσσωρεύεται στην είσοδο του ξενοδοχείου και στις πίσω εισόδους του γκαράζ. Κάποια καλώδια που συγκρατούσαν το δορυφορικό πιάτο είχαν λασκάρει και ένα από τα δύο αλεξικέραυνα είχαν πέσει. Ακολουθώντας τις οδηγίες που μου είχαν αφήσει τα κατάφερα μια χαρά, καθώς όμως ήμουν μόνος, χρειαζόμουν τριπλό χρόνο για να διεκπεραιώσω τις εργασίες. Η κουζίνα και πολλοί από τους χώρους που χρησιμοποιούσα απαιτούσαν φασίνα. Για τρεις μέρες ξυπνούσα νωρίς, εργαζόμουν εντατικά, άδειαζα το μυαλό μου από ασυναρτησίες, διέκοπτα για ένα απλό κολατσιό το απόγευμα, και μετά δούλευα μέχρι να σκοτεινιάσει. Έπαιρνα το δείπνο μου βλέποντας κάποια ταινία, και τα βράδια έπεφτα κουρασμένος για ύπνο. Είχα ατάραχο ύπνο, ξυπνούσα ξεκούραστος, και ούτε καν θυμόμουν τι είχα ονειρευτεί. Πολύ πιθανό να είχα ανακαλύψει την ρουτίνα που με ταίριαζε. Ο παλιός αμπαρογλύφτης είχε επιστρέψει, και ετούτος ο πλανητάρχης δεν είχε κανέναν λόγο να ντρέπεται για το παρελθόν του. Έκανα και ένα ταξίδι προς την χωματερή, αν και ο κάδος δεν είχε γεμίσει αρκετά. Το χαμ-τερέν διέθετε ειδική προέκταση με δόντια από πίσω, για ανύψωση υλικών και αυτό χρησιμοποίησα για την δουλειά. Ήταν μια αγγαρεία που διασκέδασα, έχοντας την ευκαιρία να βγω για λίγο από την πόλη, να δω τα περίχωρα. Η εδώ εικόνα δεν ήταν πιστά αντιγραμμένη, η φύση όμως ήταν όμορφη. Συνάντησα αρκετά δέντρα που είχαν καταστραφεί από κεραυνό, με το μικρό καρβουνιασμένο ξέφωτο γύρω τους να μαρτυρά την πυρκαγιά που πήγε να ξεκινήσει. Η ίδια η βροχή είχε φροντίσει στην κατάσβεση της φωτιάς. Αυτό με έκανε να αντιληφθώ άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα που θα είχα να αντιμετωπίσω σχετικά με την φθορά αυτής της γης. Το πρόβλημα θα ήταν σοβαρότερο το καλοκαίρι. Η χωματερή ήταν ένας αρκετά μεγάλος λάκκος, στον οποίο έριξα τα πρώτα επίσημα σκουπίδια του πλανήτη. Δεν ήταν όσο μεγάλος τον θυμόμουν, από την μέρα που τον σκάψαμε, αυτό όμως οφειλόταν στις βροχές και στις κατολισθήσεις λάσπης. Σε λάσπη είχε μετατραπεί και το βουνό από χώμα που είχαμε ξεθάψει, το οποίο θα χρησίμευε για να σκεπάζουμε αυτά που θα ρίχναμε μέσα. Φτυάρισα όση λάσπη μπορούσα από πάνω, ελπίζοντας η βροχή να φροντίσει το υπόλοιπο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξανάρθω εδώ αν δεν γεμίσει πρώτα τελείως ο κάδος. Ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησα ότι ο πλανήτης δεν είχε μύγες, ή άλλα έντομα. Ένα μεσημέρι, την ώρα του γεύματος, είχα μια ευχάριστη έκπληξη. Ένα κοπάδι γαζέλες εμφανίστηκαν σε μια όχθη ποταμού κάπου στην Αφρική. Βρίσκονταν στην εμβέλεια μιας φωλιάς οπτικής μετάδοσης, και έμεινα εκστασιασμένος να παρακολουθώ τα υπέροχα εκείνα πλάσματα. Ήταν ένα είδος μετάλλαξης, γαζέλας που είχε εκλείψει στη Γη, διπλάσιες σε μέγεθος από τις πρωτότυπες. Ήταν μεγάλες και δυνατές σαν άλογα, γκρίζες στο τρίχωμα, με δύο μαύρες ρίγες που ξεκινούσαν από το στήθος και συνέχιζαν διαγώνια προς τα καπούλια. Τα κέρατα τους ήταν ίσια, μακριά, με μια κλίση προς τα πίσω. Με την απουσία αρπακτικών στην Β7, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν κανέναν φυσικό εχθρό. Δεν μπορούσα να μην προσέξω ότι σε αυτό το κοπάδι των περίπου είκοσι, δεν υπήρχαν μικρά ανάμεσα τους. Υπέθεσα ότι αυτό οφειλόταν στο ότι η Εδέμ ήταν ακόμα σχετικά πρόσφατη. Στις άλλες ρεπλίκες τα ζώα ζευγάρωναν φυσιολογικά και είχαν γεννηθεί αρκετά μικρά. Κανένας όμως δεν είχε μπει στον κόπο να καταγράψει τις ηλικίες των ζωντανών στην Β7. Έλαβα και ένα μήνυμα από τον Λοχία Σαβανσό, περισσότερο μια τυπική αναφορά, ότι σε πλανήτες της εξωτερικής μεθορίου, είχαν σταματήσει τρεις αρμάδες μεταναστών, ανάμεσα τους και τσιγγάνων, που είχαν προορισμό την Β7. Η ιστορία μου, και εκείνη του πλανήτη, κυκλοφορούσε ήδη στον γαλαξία. Κάτι τέτοιο ήταν φυσικά αναμενόμενο. Η τάση του ανθρώπου να αποκτά γη παλιά όσο και η δημιουργία. Ήταν ανησυχητικό, η ανησυχία όμως δεν θα βοηθούσε σε τίποτα. Ήταν κάτι που είχα ακούσει να λέει ο πατέρας μου. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 6, 2011 Author Share Posted September 6, 2011 Αφήσαμε την φρουρά στους πρόποδες και ανεβήκαμε μόνοι τις σκάλες της Ακρόπολης. Το βλέμμα μου ήταν προσηλωμένο χαμηλά, στις μαύρες μου μπότες, αλλά και στις δικές της. Θαύμαζα τον βηματισμό της, γεμάτο δύναμη και χάρη, το πώς πάσχιζε να με μιμηθεί, και πόσο καλά τα κατάφερνε. Περπατούσε ακριβώς δίπλα μου. Κρατούσαμε φανούς για να μην κουτουλήσουμε στις σκαλωσιές. Οι εργασίες των Νέων Προπυλαίων και του Παρθενώνα προχωρούσαν τάχιστα, η πρόοδος ήταν εμφανής και εντυπωσιακή. Σταθήκαμε στο κέντρο του βράχου, δίπλα στα ακατέργαστα μάρμαρα και κοιτάξαμε τον νυχτερινό ουρανό. Το στερέωμα λαμπύριζε πανέμορφο, υπήρχε όμως κάτι το δυσοίωνο στη λάμψη των άστρων. Σαν να κάλυπταν ένα τρομερό μυστικό. «Θα έρθουν. Μια μέρα θα έρθουν» είπε εκείνη. Την κοίταξα. Ήταν όμορφη. Ακόμα και με τα μαλλιά της κότσο, με την μελανή στολή της, και την άλικη κηλίδα του Βερμιανού σταυρού, ήταν όμορφη. «Εμείς θα το κάνουμε σωστά» της απάντησα. Το ήξερα το όνομα της, το είχα στην άκρη της γλώσσας μου. Ήταν σύντροφος, ερωμένη, συναγωνίστρια. Γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ πως την έλεγαν; Άνοιξα τα μάτια μου με παράπονο και ξαφνιάστηκα με το αίμα. Είχα κόψει το δεξί χέρι μου, σε μια συνεχόμενη, βαθιά τομή, από την παλάμη ως τον αγκώνα. Παράπαια στο ιατρείο που είχαμε φτιάξει στο ξενοδοχείο και προσπαθούσα με τζελ και γάζες να σταματήσω την αιμορραγία. Ήμουν ξυπόλητος, φορούσα μόνο το παντελόνι της πιτζάμας και ήμουν καλυμμένος με λάσπες. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα που ήταν εκείνη, γιατί με είχε εγκαταλείψει; Ήξερα ταυτόχρονα ότι παραλογιζόμουν, χωρίς να μπορώ να σταματήσω τα δάκρυα. Το κόψιμο έδειχνε σοβαρό και έπρεπε να το φροντίσω αμέσως, ήταν μια από τις περιπτώσεις για τις οποίες είχα εκπαιδευτεί. Όταν κατάφερα να δέσω το χέρι και να σταματήσω το αίμα, εμβολιάστηκα με αντιλοιμωξικό ορό για κάθε ενδεχόμενο. Δεν είχα ιδέα που και πως είχα τραυματιστεί. Ακολούθησα τα ίχνη λάσπης και αίματος ως το ισόγειο. Τα φώτα ήταν αναμμένα και μόλις εκείνη την στιγμή ξημέρωνε. Τα ίχνη οδηγούσαν έξω από την είσοδο και δυστυχώς έβρεχε πάλι. Το πλακόστρωτο μπροστά στο Λέντρα είχε ξεπλυθεί διεξοδικά. Ούτε το τζιπ, ούτε το χαμ-τερέν ήταν παρκαρισμένα κάπου εκεί. Θα έψαχνα στοιχεία όταν θα σταματούσε να βρέχει. Ανέβηκα στην σουίτα για να καθαριστώ. Ήμουν ταραγμένος γιατί η υπνοβασία μου είχε πάρει μια σοβαρότερη, πιο επικίνδυνη τροπή. Είχε απειλήσει την ζωή μου. Κάθισα στο σαλόνι άκεφος, δεν ήθελα ούτε να βγω έξω, ούτε να κάνω καμιά δουλειά. Ένιωθα εξαντλημένος αλλά φοβόμουν και να κοιμηθώ. Έφτιαξα καφέ στον οποίο πρόσθεσα μπράντι και κατάπια δύο διεγερτικά. Κάθισα για λίγο στη ρεσεψιόν αλλά δεν είχα μηνύματα. Είδα διάφορα σημεία της Αθήνας κάτω από την νεροποντή, δεν ήταν και τόσο ενδιαφέροντα. Είδα την ανατολή του ήλιου από την Νέα Υόρκη, τα πράγματα ήταν κάπως νεκρά σε Παρίσι και Λονδίνο, και είχε λίγο κύμα σήμερα στο Ρίο. Η φύση έδειχνε απλά όμορφη και άδεια από ζωή. Ήταν καταθλιπτικό να κάθομαι όλη μέρα μπροστά σε εκείνες τις οθόνες. Προσπάθησα να συνεχίσω το ημερολόγιο που είχα ξεκινήσει, δεν μου έβγαινε όμως ούτε παράγραφος. Το μεσημέρι δεν είχα διάθεση να μαγειρέψω. Άνοιξα κουτιά με κράκερς, γαριδάκια και πατατάκια, τα οποία κατέβασα με συνοδεία μπύρας. Κάποια στιγμή χωρίς να το αντιληφθώ με πήρε ο ύπνος στον καναπέ της ρεσεψιόν. Τινάχτηκα πανικόβλητος για να γλιτώσω από πιθανό κίνδυνο, για να αντιληφθώ ότι κοιμόμουν ήδη δύο ώρες. Πονούσε το τραύμα μου, αλλά αισθανόμουν ότι και το κεφάλι μου ετοιμαζόταν να ανοίξει στα δύο. Τότε την άκουσα ξανά να με καλεί. «Άλκη» είπε. Έχασα την ψυχραιμία μου και άρχισα να ουρλιάζω. «Βούλωσε το! Σκάσε! Άσε με ήσυχο!» Άρπαξα ένα σκαμπό και το εκσφενδόνισα στην τζαμαρία της εισόδου. Ευτυχώς δεν έσπασε. Στην κουζίνα με περίμενε ένα χάος από σακουλάκια και άδεια μπουκάλια. Τα μάζεψα σε μια σακούλα και πήρα το ασανσέρ για το γκαράζ. Εκεί με περίμενε άλλη δυσάρεστη έκπληξη. Όλο το υπόγειο είχε πλημμυρίσει. Ευτυχώς η βροχή είχε σταματήσει και η αποχέτευση αργά αλλά σταθερά κατέβαζε την στάθμη. Όταν βγήκα από το ασανσέρ, το νερό έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο μου. Πάνω στον τοίχο μπορούσα να δω ίχνη λάσπης στο μισό μέτρο. Πρόσεξα αμέσως τα φώτα. Το χαμ-τερέν ήταν στην είσοδο του υπόγειου γκαράζ με τα φώτα αναμμένα. Η πόρτα από την πλευρά του οδηγού έχασκε ανοικτή. Υπήρχαν ίχνη από αίμα στο χερούλι της. Πλατσούρισα προς το όχημα με έναν τεράστιο κόμπο στο στομάχι. Ήταν εκείνη η αβεβαιότητα στο πρόσωπο του αγνώστου, που μακάρι να έμενε έτσι, αβεβαιότητα. Μόλις όμως έφτασα στην πόρτα είδα την σαρκοφάγο. Ήταν δεμένη με ιμάντες πάνω στα δόντια του τερέν από πίσω. Το αίμα μου είχε σβολιάσει πάνω στη γωνία του φέρετρου. Δεν πίστευα ότι το είχα κατορθώσει αυτό. Ασυνείδητα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 7, 2011 Author Share Posted September 7, 2011 Το τανκ είχε ξύσει την οροφή της εισόδου, αδύνατο να συνεχίσει προς τα μέσα. Μπήκα στη θέση του οδηγού και ανέβηκα στον δρόμο με την όπισθεν. Βούιζαν τα μηνίγγια μου και δεν μπορούσα να σκεφτώ ψύχραιμα. Μόνο σε ένα μέρος όμως μπορούσα να βάλω την σαρκοφάγο. Στο υπόστεγο που είχαν σηκώσει στο παραπλήσιο πάρκινγκ οι στρατιώτες, όπου στεγάζονταν το χαμ-τερέν και το ερ-μπακ. Εκεί υπήρχε ένας πλήρης εξοπλισμός συνεργείου στη διάθεση μου. Οι τελευταίες καταιγίδες είχαν ταλαιπωρήσει την οροφή και έσταζε όποτε έβρεχε, μόνο εκεί όμως θα έβρισκα μια λύση στην περιέργεια μου. Παρά τον όγκο και το δέος που αποπνέει το χαμ-τερέν, είναι εύκολο στην οδήγηση. Για μερικούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνιδάκι για μεγάλα παιδιά. Κατάφερα να το μανουβράρω και να το παρκάρω στη θέση του μόνο με το αριστερό μου χέρι. Το δεξί πονούσε και είχα ανάγκη από αναλγητικά, αλλά μπορούσαν να περιμένουν. Κατέβασα τον μοχλό και τα πίσω δόντια του τερέν ακούμπησαν το μεταλλικό παραλληλόγραμμο καταγής. Κάτω από τα φώτα του υπόστεγου μπορούσα τώρα να έχω μια καλύτερη εικόνα του φέρετρου. Στην πρώτη μου εκτίμηση στο νεκροταφείο είχα δει την απόχρωση του μετάλλου ως γκρίζα. Κάτω από τα φώτα του υπόστεγου όμως η λεία επιφάνεια γυάλιζε σχεδόν γαλάζια. Πλην του μικρού φινιστρινιού επάνω, δεν είχε πτυχώσεις ή κάτι χαρακτηριστικό στον σχεδιασμό του. Ούτε καν χερούλια ή κρίκους για την μετακίνηση του. Ήταν ζεστό στην αφή όπως το θυμόμουν και ήταν φυσικά βαρύ. Χρειάστηκε αρκετό ξεφύσημα για να το σπρώξω ένα μέτρο. Οι γωνίες του ήταν ομαλές και στρογγυλεμένες, αρκετά μυτερές όμως να σε κόψουν αν δεν πρόσεχες. Αν έπαιρνα συνειδητά την απόφαση να φέρω το φέρετρο εδώ, δεν με φανταζόμουν να το σχεδίαζα και να το εκτελούσα όπως το κατόρθωσα έτσι, υπνοβατώντας. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Στα νεανικά μου χρόνια στη Γη, θυμάμαι έναν φίλο, Στάθη τον έλεγαν, κάναμε τότε παρέα και περνούσαμε τον χρόνο μας στη γνωστή μπυραρία, όπου κυρίως εξέφραζα τα παράπονα μου για την ζωή. Μου έφταιγαν τα πάντα και οι πάντες με τις αποτυχίες μου, και είχα ένα σωρό δικαιολογίες γιατί δεν μπορούσα να πιάσω την καλή. «Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα κατόρθωνες αν πίστευες στον εαυτό σου. Έχεις άλλον έναν Άλκη μέσα σου, τον κρατάς δέσμιο και δεν τον αφήνεις να εκφραστεί. Θα σε εξέπλησσε εκείνος σου ο εαυτός.» Κάτι τέτοια μου έλεγε ο φίλος μου και θυμάμαι πόσο εκνευριζόμουν μαζί του. «Είδες ο Άλκης;» είπα στον εαυτό μου με θαυμαστικό. Τι να τον κάνω όμως αν κυκλοφορεί όταν εγώ κοιμάμαι; Για να δω τώρα πόσα ψάρια θα έπιανα στο άνοιγμα αυτού του πακέτου. Ο κόφτης λέιζερ ήταν η πρώτη, πιο απλή και πιο λογική επιλογή. Το γαλάζιο μέταλλο αντέδρασε σαν καθρέπτης διαθλώντας την ακτίνα στο ένα πλάι. Έσωσα το τραυματισμένο μου χέρι αλλά έχασα το πόδι ενός πάγκου. Είδα με την φαντασία μου τον Κόστια, καθισμένο στην σκαλωσιά, ψηλά στο αμπάρι του Γιέλτσιν. Με το προστατευτικό κασκέτο στραβά και το λέιζερ στο χέρι με κοίταζε ειρωνικά. «Αν δεν κόβεται, τότε δεν είναι μέταλλο που ξέρουμε» μου έλεγε κάνοντας ως συνήθως τον έξυπνο. Το βλέμμα μου πήγε αμέσως στο ηχοβόλο τουφέκι που είχα κρεμασμένο στο ράφι με τα πριόνια. Αναλογίστηκα το μέγεθος της ζημιάς που μπορούσε να κάνει χωρίς να καταστρέψει το περιεχόμενο της σαρκοφάγου. Σε περίπτωση που μπορούσε να τη διαπεράσει φυσικά. Γιατί αν έκανε κι αυτό γκελ… Γιατί οι Βερμιανοί είχαν θάψει αυτούς τους νεκρούς με αυτόν τον τρόπο; Όταν η νεκρώσιμη τους συνήθεια ήταν το κάψιμο; Και γιατί όχι ένα απλό φέρετρο; Επρόκειτο για σημαντικούς νεκρούς, απάντησα στον εαυτό μου. Και είχαν οι νεκροί ανάγκη προστασίας; Πάγωσα ακούγοντας την επόμενη απάντηση που σκέφτηκα. Έτρεξα στο ξενοδοχείο να φέρω το σκάνερ. Δεν είχα σαρώσει το περιεχόμενο της σαρκοφάγου διεξοδικά. Κι αυτό γιατί δεν είχα σκεφτεί να ελέγξω εφαρμογές που δεν τις θεωρούσα απαραίτητες. Το φως την ημέρας είχε αρχίσει να χάνεται και εκτός από το Λέντρα, η πόλη βρισκόταν στο σκοτάδι. Δεν είχα καιρό να ασχοληθώ με αυτό. Σταμάτησα μόνο στο ιατρείο να πάρω κάτι για τον πόνο πριν κουβαλήσω το σκάνερ πίσω στο υπόστεγο. Σάρωσα το πρόσωπο πίσω από το στρογγυλό γυαλί, ακτινογραφώντας το ταυτόχρονα για ενδείξεις ζωτικότητας. Όλα τα δεδομένα φορτίστηκαν στην οθόνη και ενώ περίμενα μια αποτυχία στην προσέγγιση μου, το μυστήριο άνοιξε άλλη μια πορτούλα για μένα. Υπήρχε εγκεφαλική δραστηριότητα. Το άτομο μέσα στην σαρκοφάγο ήταν ζωντανό. Αυτό τα άλλαζε όλα. Οι ενδείξεις δεν ήταν συμβατές με άνθρωπο που κοιμάται, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες που μου έδινε ο υπολογιστής, ο Βερμιανός βρισκόταν σε βαριά νάρκη. Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική έκπληξη που μου επιφύλασσε η ανακάλυψη μου. Έγινε φανερή μόλις ο υπολογιστής σχημάτισε το προσωπείο του Βερμιανού στην οθόνη του σκάνερ. Αγέρωχα, αρχοντικά χαρακτηριστικά, δεν ήταν όμως το ίδιο πρόσωπο από το μαυσωλείο που είχα τινάξει τρεις μέρες πριν. Υπνοβατώντας είχα συλήσει έναν από τους άλλους τάφους. Το κεφάλι ήταν ξυρισμένο αλλά το πρόσωπο ανήκε σε γυναίκα. Την ήξερα, την είχα ξαναδεί. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 7, 2011 Share Posted September 7, 2011 Αυτό είναι πολύ ωραίο! Άιντε να ξημερώσει αύριο η μέρα να δούμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 7, 2011 Author Share Posted September 7, 2011 (edited) Αυτό είναι πολύ ωραίο! Άιντε να ξημερώσει αύριο η μέρα να δούμε. Πότε το διάβασες όλο βρε θηρίο... wait a minute... ... ... Διαβάζαμε Ρεπλίκα αντι να γράφουμε Ερινύες;!!! Κιάραααααααα Edited September 7, 2011 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 7, 2011 Share Posted September 7, 2011 Μην ανησυχείς Καλά πάνε οι ερινύες μου, μια σκηνή μου έχει μείνει και διορθώσεις. Απλά είναι ένα κείμενο το οποίο με έχει δυσκολέψει αφάνταστα και σήμερα ήθελα έναν ξέγνοιαστο καφέ. Και η ρεπλίκα μου τον προσέφερε με το παραπάνω Υ.Γ. Γιατί είναι ρεπλίκα και όχι ρέπλικα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 7, 2011 Author Share Posted September 7, 2011 Γιατί είναι ρεπλίκα και όχι ρέπλικα? Μου αρέσει καλύτερα ως εύηχο. Έχω το άλλοθι να το προφέρουν έτσι εκεί στο μακρινό διάστημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 7, 2011 Share Posted September 7, 2011 (edited) Αααα, πριν πάει στον πλανήτη δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν, αλλά μετά πήρε φόρα κι έγινε πολύ ωραίο. Άντε να δούμε τι θα γίνει αύριο!.... Edited September 7, 2011 by Mindtwisted Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 8, 2011 Author Share Posted September 8, 2011 Άφησα πίσω μου το υπόστεγο και περπάτησα ως τη μέση της οδού Συγγρού, μακριά από τα φώτα του ξενοδοχείου. Ξαφνικά, το σκοτάδι της πόλης αντί να με τρομάζει με ανακούφιζε, με έκανε να νιώθω προστατευμένος. Ήθελα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, να οργανώσω τα λογικά μου. Γύρισα και κοίταξα το Λέντρα, τόσο φωταγωγημένο και εκτεθειμένο, ένας τέλειος στόχος. Από κάπου, κάποιοι, μπορεί να με παρακολουθούσαν εκείνη τη στιγμή. Σκεπτόμουν ότι οι αρχιτέκτονες της Ρεπλίκας πιθανό να είχαν σκοπό μια μέρα να επιστρέψουν για τις σαρκοφάγους. Η Αλτρουσιανή Συμμαχία έπρεπε να πληροφορηθεί γι αυτή την νέα εξέλιξη. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ μόνος μου αυτή την κατάσταση. Χιλιάδες Βερμιανοί σε κατάσταση νάρκης, σε αναμονή; Ήμουν σίγουρος ότι η Συμμαχία θα έσπευδε αμέσως να γυρίσει στην Β7. Ήρθε απαλή σαν αύρα μέσα στο σκοτάδι, την ένιωσα να μου χαϊδεύει τον σβέρκο, μια υποψία από γεμάτα, βελούδινα χείλη. «Άλκη.» Κι όμως, όσο διάφανη και να ήταν σαν αίσθηση, τόσο πιο δυνατό ήταν το τύλιγμα της. «Μην με προδώσεις.» Δεν ήταν προσταγή, ήταν μια παράκληση, ένας λυγμός του ανέμου. Έσυρα τα βήματα μου ως την ρεσεψιόν και κάθισα μπροστά στις οθόνες μου αναποφάσιστος. Εκείνη την στιγμή δεν σκεφτόμουν ούτε ότι έπρεπε να κάνω το σωστό, ούτε το πόσο παράλογο ήταν να μου υπαγορεύουν «φωνές» τις πράξεις μου. Δεν αναρωτιόμουν καν από πού έρχονταν οι φωνές. Γιατί το γνώριζα. Και πως ήταν δυνατόν να συμβαίνει; Ούτε αυτό με απασχολούσε. Ήταν τόσο παράλογο στο σύνολο του που έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός τι θα συμπεριλάμβανα στην αναφορά μου. Θα νόμιζαν ότι τα είχα παίξει τελείως. Άπλωσα το χέρι μου να ξεκινήσω το πρόγραμμα επικοινωνίας, όταν άρχισε να βουίζει το τσιπάκι κλήσεων που είχα καρφιτσωμένο στο πέτο. Με καλούσαν εκείνη την στιγμή και ήμουν ήδη έτοιμος στη θέση μου. Η κεντρική οθόνη άναψε μόνη της. Αντίκρισα την εικόνα ενός προσώπου σμιλεμένου σε γρανίτη. Κοντοκουρεμένος, με μια καλύπτρα στο αριστερό μάτι, βλέμμα σκληρό, παγωμένο στο δεξί. Παλιές ουλές διέτρεχαν το σαγόνι του, σα να είχε εκραγεί κάποτε και να το ξανασυναρμολόγησαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Με κοίταξε για λίγο σα να περίμενε να πω κάτι πρώτος. Μάλλον με αξιολογούσε, κι εγώ έχασα πόντους μέσα στην σαστιμάρα μου. «Ο κύριος Γκον Στάργκον;» ρώτησε. Ένιωσα αμήχανα. «Ναι…» «Είναι ‘Στάργκον’ ή ‘Σταργκόν’ κύριε;» «Ε, το έχω ακούσει και στις δυο εκδοχές… ‘Στάργκον’ είναι μια χαρά.» «Είμαι ο Διοικητής Κάρθαν Βέρμεχαν, των Δράκων ‘Οδόντες’!» Ήμουν αφεντικό και βασιλιάς εκείνου του μισθοφόρου, εκείνη την στιγμή όμως είχα πιαστεί τόσο απροετίμαστος, που μπορώ μόνο να φανταστώ την εντύπωση που μπορεί να του έδωσα. Ήμουν άλλος ένας ηλίθιος, μαλθακός νεόπλουτος που μπορούσα να τον προσλάβω και τίποτα περισσότερο. Θα πρέπει να απώλεσα κάθε ελπίδα σεβασμού που ήλπιζα να έχω από τον στρατό μου. «Χαίρομαι που σε βλέπω Διοικητά Κάρθαν» κατάφερα να πω, «Δεν είχα φανταστεί ότι θα φτάνατε τόσο σύντομα.» «Θα είμαστε εκεί σε πέντε μέρες περίπου. Συναντήσαμε αρκετή ‘κίνηση’ εδώ έξω κύριε. Η Ρεπλίκα Β7 πολιορκείται ήδη από επίδοξους καταπατητές. Έχω εξαπολύσει ένα σμήνος από τους καλύτερους μου πιλότους προς σάρωση της περιμέτρου καθ’οδόν. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε από το τωρινό μας στίγμα. Θα έχουμε μια πολύ πιο αποδοτική ασπίδα μόλις στήσουμε βάση. Έλαβα ήδη την έκθεση της ολικής κατάστασης από τον Αλτρούσα. Η λίστα για τις βίζες είναι χαώδεις.» «Ναι, το γνωρίζω Διοικητά. Έχω λάβει την ίδια αναφορά.» Είχα βαρεθεί βέβαια να τη διαβάσω ολόκληρη. «Ανυπομονώ για την άφιξη σας λοιπόν» συμπλήρωσα μη ξέροντας τι άλλο έπρεπε να πω. «Έχουμε μαζί μας και έναν επιβάτη, τον Λουί Μανβουά, τον αναμένετε φαντάζομαι.» Μου πήρε άλλα δέκα ατελείωτα δευτερόλεπτα να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός. Ο εκπαιδευτής πτήσης που περίμενα για το ερ-μπακ. «Ναι ακριβώς» είπα καθαρίζοντας τον λαιμό μου, «Καιρός ήταν. Χαίρομαι που είναι μαζί σας. Φαντάζομαι Διοικητά θα τα ξαναπούμε μόλις φτάσετε σε τροχιά.» Και κάπως έτσι, ηλίθια, τέλειωσε η πρώτη μου ακρόαση με τους υποτακτικούς μου. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 8, 2011 Share Posted September 8, 2011 Αργκ! Ένα ένα είναι πάρα πολύ μικράαααα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 8, 2011 Share Posted September 8, 2011 Αργκ! Ένα ένα είναι πάρα πολύ μικράαααα Συμφωνώ!!! μου φαίνεται θα διαβάζω και τα τρία παραπάνω κάθε φορά για να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 9, 2011 Author Share Posted September 9, 2011 Παίρνοντας το ασανσέρ για την ταράτσα του Λέντρα, το σκέφτηκα και κατέληξα ότι δεν μετάνιωνα που δεν είπα στον αρχηγό ασφαλείας μου για τους κοιμώμενους Βερμιανούς. Αυτούς ας τους παίρνανε από τα χέρια μου οι Αλτρουσιανοί, ας γινόταν δικό τους πρόβλημα. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να το θεωρήσω εσωτερικό ζήτημα της Β7. Μειδίασα. Μήπως ο πλανήτης μου είχε ανάγκη από επίσημη σημαία, ένα δικό του λάβαρο; Κι έναν θυρεό για τον οίκο μου; Από την άλλη, ως αμπαρογλύφτης είχα πάντα ένα πρόβλημα εξουσίας κατά των Αλτρουσιανών, στο πρόσωπο κυρίως των αστυνομικών που μας τσουβάλιαζαν στα μπεκροπωλεία των κόσμων τους. Λίγο χρόνο μόνο ζητούσα, να το σκεφτώ πριν πράξω. Σύννεφα υπήρχαν αλλά ήταν σκόρπια. Βρήκα το χειριστήριο στη τσέπη και πάτησα το κουμπί, όχι για να φωταγωγήσω την πόλη, αλλά για να σβήσω τα φώτα του ξενοδοχείου. Ήθελα να σταθώ στο σκοτάδι του κόσμου μου, μόνος, και να ατενίσω τα άστρα. Το διάστημα λαμπύριζε υπέροχο πάνω από το κεφάλι μου. Διάλεξα μια από τις ξαπλώστρες της ταράτσας να ξεκουράσω την πλάτη μου και βύθισα το βλέμμα μου στο σύμπαν. Θυμήθηκα την παλιά εκείνη ερώτηση, σχετικά με το αν ρίχνει ζάρια ο Θεός. Κέρδισα έναν πλανήτη σε ένα χέρι ποκερίνο. Είναι θέμα τέχνης, ποιος όμως μπορεί να αμφισβητήσει την τύχη στην εξίσωση; Από όλες τις Ρεπλίκες μού’λαχε η Β7. Από όλες τις πόλεις της Β7 διάλεξα την Αθήνα, γιατί τυχαία ήμουν έλληνας. Το μοναδικό σημείο στον Βερμιανό γαλαξία που οι φασίστες του διαστήματος είχαν θαμμένο ένα μυστικό. Τύχη ή ατυχία, ποιες ήταν οι πιθανότητες για έναν ανεπρόκοπο σαν κι εμένα; Είχα μια αίσθηση ότι η παρτίδα ποκερίνο συνεχιζόταν κατά έναν τρόπο, και το πώς έπαιζα τα χαρτιά μου ήταν ζωτικό στο να κρατήσω τα περισσότερα κέρδη μου. Ανά πάσα στιγμή το όλο πράγμα θα μπορούσε εύκολα να γυρίσει εναντίον μου. Είχα κάνει ήδη λάθη. Ο Διοικητής Σοντζόν είχε ολική κτήση της Νέας Ζηλανδίας. Το πρώτο μου σφάλμα. Η Συμμαχία είχε δικαιώματα στην Αυστραλία, οι Οδόντες στην Αφρική, και κάποιες Σκανδιναβικές χώρες σε άλλους πιστωτές μου. Ευτυχώς οι εμπεριστατωμένες μελέτες είχαν βγάλει πόρισμα ότι η Β7 δεν είχε απολύτως κανενός είδους ορυκτό ή άλλο πλούτο, προς εκμετάλλευση. Προσέφερε μόνο έδαφος και γόνιμη γη. Αναμφισβήτητα, καταλάβαινα ότι δεν θα σπαταλούσα τις μέρες μου σε αυτή τη γη να διώχνω καταπατητές. Ο πλανήτης χρειαζόταν ανθρώπους. Εκείνοι θα έφερναν μαζί τους τον απαραίτητο πλούτο, εκείνοι θα αποτελούσαν το μελλοντικό δυναμικό του, και εκείνοι, προστατεύοντας το κομμάτι που τους αναλογούσε, όλοι μαζί θα προστάτευαν το δικό μου συμφέρον. Φτάνει να με αναγνώριζαν. Το παιχνίδι ανέβαζε το στοίχημα και άρα ήθελε επιπρόσθετη επιφύλαξη. Ούτε που κατάλάβα για πότε με πήρε ο ύπνος. Μας είχαν καθηλώσει στους πρόποδες του βράχου, στα χαλάσματα του Ηρωδείου. Από εκεί είδαμε την τρομερή έκρηξη. Το αρχηγείο, εκεί που κάποτε στεκόταν το ξενοδοχείο Λέντρα, τινάχτηκε στον αέρα σηκώνοντας μαζί του κομμάτια γης που γέμισαν τον ουρανό της πόλης με κόκκινη σκόνη. Με τα κτίρια από την Ακρόπολη ως το Φάληρο ισοπεδωμένα, δεν ήταν δύσκολο να εκτιμήσουμε την ζημιά. Η αποβατική τους δύναμη σάρωνε τα πάντα στην ορμή της, η ελπίδα όμως δεν είχε χαθεί τελείως. Βλέπαμε τα τεθωρακισμένα του Γκογκ να κατεβαίνουν από την Καισαριανή και να σφυροκοπούν την εμπροσθοφυλακή τους στη Νέα Σμύρνη. Τα Λεπιδόπτερα του Ζίγκμαρκ δονούσαν τον ουρανό της Νίκαιας πλευρίζοντας τους εισβολείς στο λιμάνι. Το πλεονέκτημα τους ήταν η από τροχιάς υποστήριξη. Σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές, δίναμε κι εκεί τρομερή αντίσταση, χωρίς όμως ακριβώς να υπερτερούμε. Η αγωνία μου ήταν εντονότερη προς τη Ζόρα, που στεκόταν κουλουριασμένη δίπλα μου. Το τραύμα της δεν έδειχνε πάνω στη μελανή της στολή, και το πρόσωπο της, σκληρό και τραγικό ταυτόχρονα, δεν φανέρωνε τον πόνο της. Κρατούσε το μυδράλιο στα χέρια της και ατένιζε τα ερείπια για τον εχθρό. Ακούγαμε τα τανκ τους που σκαρφάλωναν το ύψωμα, δεν είχε ξεμυτίσει όμως κανένας τους ακόμα. Ως ένα βαθμό είχαμε παίξει καλά την μπλόφα μας. Δεν ξέρανε την οπλική μας ικανότητα και η προσέγγιση τους γινόταν επιφυλακτικά. Είχα είδα στείλει σήμα στον Ζίγκμαρκ να στείλει μεταγωγικά για τον λόχο της Ακρόπολης. «Θα έρθουν» της είπα καθησυχαστικά. «Είμαι έτοιμη για το τομάρι τους» είπε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Αναφερόμουν στους δικούς μας» είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω. Με κοίταξε. Πόσο όμορφη ήταν. Είχα κάνει έρωτα σε αυτή τη γυναίκα. Το ήξερα. Απλά έβλεπα το λάθος αναθεματισμένο όνειρο. «Δεν φοβάμαι να πεθάνω» μου είπε. «Το ξέρω. Αλλά δεν την χάσαμε την Αθήνα ακόμα. Δεν θα νικήσουν.» «Δεν ξέρεις για τι είναι ικανοί. Κανείς δεν ξέρει.» Βλήματα άρχισαν να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Το πρώτο τανκ έκανε την εμφάνιση του και έριξε κατά των χαρακωμάτων του βράχου. Είχαν στεγνώσει πια τα δάκρυα μου για τον Παρθενώνα. Τώρα τους φύλαγα μόνο οργή. Σηκώσαμε τα όπλα μας και επιστρέψαμε πυρ. Ήταν η στιγμή που έκαναν την εμφάνιση τους τα μεταγωγικά μας. Λαμπάδιασαν την πλαγιά εξασφαλίζοντας μας αρκετό χρόνο για να επιβιβαστούμε στα σκάφη. Αγνόησα τις διαμαρτυρίες της Ζόρας και σηκώνοντας τη στα μπράτσα μου έτρεξα στο πλησιέστερο μεταγωγικό. Πέντε στον αριθμό, με τα πυροβόλα τους να καλύπτουν την απόδραση μας, σηκώθηκαν με κατεύθυνση τα μετόπισθεν στη Σαλαμίνα. Γύρισα το βλέμμα μου έξω από την πόρτα του μεταγωγικού και κοίταξα το πεδίο της μάχης. Τότε συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Μια μοβ κάψα έφαγε την άκρη του ματιού μου, σαν να άνοιξε το παραπέτασμα του ουρανού στα δύο. Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που έβλεπα. Τρεμούλιασε το οπτικό μου πεδίο, σαν ότι έβλεπα να ανήκε σε πανί οθόνης που τρεμούλιαζε στον άνεμο. Αυτό που ακολούθησε ήταν φρικτό. Άνοιξε η γη κάτω από Αθήνα και Πειραιά, καταπίνοντας τα πάντα σα να ήταν σκέτη μακέτα σε τραπέζι που κατέρρεε. Ούρλιαξα στη θέα του Σαρωνικού που από θάλασσα μετατράπηκε σε καταρράκτη που όρμησε να γεμίσει τον απύθμενο λάκκο που ήταν κάποτε μια πόλη. «Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό!» κραύγασα με μίσος. «Στο είπα» φώναξε η Ζόρα. Είδα το αίμα στα χείλη της. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 10, 2011 Author Share Posted September 10, 2011 Τινάχτηκα ξύπνιος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και ήμουν βυθισμένος στο σκοτάδι. Δεν ήμουν στην ταράτσα του ξενοδοχείου, αλλά μέσα στο χαμ-τερέν. Πλησίασα ένα από τα τζάμια και κοίταξα έξω. Ήταν ακόμα παρκαρισμένο στο υπόστεγο όπως το είχα αφήσει. Θυμήθηκα ότι είχα κλείσει όλα τα φώτα και ήταν ακόμα νύχτα. Έψαξα στις τσέπες μου αλλά δεν είχα το χειριστήριο πάνω μου. Ψηλαφώντας στο σκοτάδι για να βρω το χερούλι της πόρτας, διαπίστωσα ότι είχα κλείσει όλες τις ασφάλειες του οχήματος. Είχα κλειστεί εδώ για ασφάλεια και φυσικά δεν είχα ιδέα το γιατί. Δεν είχα κανένα όπλο μαζί μου. Βγαίνοντας έξω δεν βρήκα ούτε το ηχοβόλο δίπλα στο ράφι με τα πριόνια. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρος για όσα έβλεπα ή δεν έβλεπα. Στην ανταύγεια των άστρων, από την ανοιχτή πρόσοψη και μόνο, το υπόστεγο ήταν θεοσκότεινο. Πριν επιχειρήσω να επιστρέψω στο Λέντρα, πλησίασα να δω αν η σαρκοφάγος ήταν εκεί που την είχα αφήσει. Ήταν. Και το άνω μισό της έχασκε ανοιχτό σαν ροδοπέταλα σε τριαντάφυλλο. Ένιωσα τις τρίχες μου να σηκώνονται. Τελικά δεν ήταν σκέτο σχήμα λόγου. Συμβαίνει, σε κάτι στιγμές σαν κι αυτή. Δεν μπορούσα να δω τίποτα μέσα στο μαύρο εσωτερικό του φέρετρου, κάπου όμως διαισθανόμουν ότι ήταν κενό. Όσο για το περιεχόμενο του, θα μπορούσα να υποθέσω οτιδήποτε. Έπεσα πανικόβλητος στην εργαλειοθήκη στον πάγκο και ψηλαφώντας εξασφάλισα ένα μονοπολικό κλειδί. Μπορούσα να ανοίξω το κεφάλι ανθρώπου με αυτό. Είχα εκπαιδευτεί σε πολυάριθμους μπυροκαβγάδες στα χειρότερα καταγώγια του γαλαξία. Γύρισα τρεχάτος στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Το κέντρο επικοινωνίας στη ρεσεψιόν ήταν κατεβασμένο. Η αχνή λάμψη από τις οθόνες και το ανεπαίσθητο γουργούρισμα του εξαερισμού είχαν αντικατασταθεί από το σκοτάδι και την σιωπή. Το εσωτερικό του Λέντρα έδινε την αίσθηση τάφου, τα έπιπλα και μπιμπελό κτερίσματα. Βρήκα και το χειριστήριο πάνω στον πάγκο υποδοχής, δεν ανταποκρίθηκε στην λειτουργία του. Στο κουτί με τις ασφάλειες όλοι οι διακόπτες ήταν πεσμένοι. Τους σήκωσα, και προς μερική μου ανακούφιση τα φώτα στο κτίριο επανήλθαν σωτήρια. Κάθισα στις οθόνες μου περιμένοντας ανυπόμονα την επαναφορά του συστήματος. Με είχε πιάσει μια φαγούρα στις παλάμες, ήθελα να επικοινωνήσω με κάποιον, αλλά δεν ήμουν σίγουρος με ποιον. Δεν είχα ξεκαθαρίσει και τι ακριβώς θα έλεγα. Μου ζητήθηκε κωδικός πρόσβασης και όταν τον πληκτρολόγησα η οθόνη αποκρίθηκε Non Accepte. Νόμισα ότι είχα κάνει κάποιο λάθος και δοκίμασα αρκετές φορές μέχρι να συμπεράνω ότι ο κώδικας πρόσβασης είχε αλλάξει. Έβρισα. Μόνο εγώ θα μπορούσα να τον αλλάξω. Δοκίμασα μερικούς νέους συνδυασμούς πριν τα παρατήσω. Δοκίμασα και το «Ζόρα». Βρισκόμουν σε τραγική θέση. Αποκομμένος από τους πάντες μέχρι την άφιξη των μισθοφόρων μου. Κλείδωσα την τζαμόπορτα της εισόδου, ασφάλισα κάθε άλλη πόρτα που οδηγούσε στον κήπο ή το γκαράζ, και με τα μηνίγγια μου να βαράνε τα τύμπανα της οργής, πήγα κατευθείαν στο οπλοστάσιο. Φόρεσα μια ζώνη, με το τσοκ βαρύ στη θήκη του. Οι Αλτρουσιανοί μπάτσοι το αποκαλούσαν και «φλερτάκια». Είχα δεχτεί το δαγκωτό φιλί του όχι λίγες φορές. Με έναν καταστολέα επ’ώμου ένιωσα πλήρης αρκετά για να ξεκινήσω μια έρευνα του ξενοδοχείου. Θα ξεκινούσα από πάνω, από την σουίτα μου. Το πρώτο που πρόσεξα από την ανταύγεια του χολ πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού μου ήταν οι λυχνίες. Όλες οι λυχνίες της σουίτας ήταν στοιβαγμένες εκεί. Δεν υπήρχε νόημα να βαράω διακόπτες. Και σαν ηλίθιος δεν είχα φέρει μαζί μου έναν φωτιστικό φακό. Με την κάνη του καταστολέα προτεταμένη έκανα ένα ακόμα βήμα μέσα. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξα και ένιωσα κι άλλο ηλίθιος. Το σκοτάδι επέμενε στη νεκρική του σιωπή. Το φως από τα γράμματα του Λέντρα στην ταράτσα βοηθούσαν ώστε να μην σκοντάφτω στα έπιπλα. Στο σύνολο τους οι τοίχοι ήταν αρκετά γυμνοί για να μπορώ να εντοπίσω έγκαιρα πιθανή κίνηση προς το μέρος μου. Στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας μου σκάλωσα. Οι κουρτίνες εκεί μέσα ήταν κλειστές και το σκοτάδι πηχτό. Τόλμησα να χώσω μόνο την μύτη του καταστολέα. «Ποιος είναι;» ρώτησα. Σαν απόκριση άκουσα έναν αναστεναγμό, ήταν τόσο χαμηλός που μπορεί και να τον φαντάστηκα. Κράτησα την αναπνοή μου και αφουγκράστηκα πιο προσεκτικά. Ήμουν σίγουρος ότι άκουγα κάποιον να αναπνέει εκεί μέσα. Μετά άκουσα το σούρσιμο των σεντονιών, το είδος του ήχου που κάνει κάποιος όταν αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι. Τινάχτηκα πίσω σα να με χτύπησε ρεύμα. Ήμουν έτοιμος να γυρίσω στην αποθήκη, να βρω έναν φακό, όταν θυμήθηκα την μέρα που έριξα για πρώτη φορά με τον καταστολέα. Ήμασταν στη χωματερή με τον Λοχία Σαβανσό και παρακολουθούσαμε το σκάψιμο. Ο Λοχίας πήρε την ευκαιρία να με εξοικειώσει με το βαρύ όπλο. Μου έδειξε πως γεμίζει, πως ασφαλίζει και απασφαλίζει, κι όταν τον ρώτησα για ένα συγκεκριμένο κουμπάκι στο κέντρο της κάνης μου είχε πει ότι ήταν για τον φακό του. Ψηλάφισα και το βρήκα τώρα, το πάτησα και στην αρχή νόμισα ότι δεν έγινε τίποτα. Η λυχνία του ήταν λεπτή σαν στυλό, το σκοτάδι έμοιαζε να ρουφάει την ακτίνα που εξέπεμπε. Έψαξα για να βρω τον μικρό, αχνό κύκλο φωτός στην απέναντι γωνία. Κατέβασα την κάνη στο χαλί μπροστά στα πόδια μου και η κατάσταση βελτιώθηκε. Φώτιζε καλύτερα από κοντά. Σήκωσα το στόχαστρο μου ξανά, αυτή τη φορά σημάδεψα το κρεβάτι. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 11, 2011 Author Share Posted September 11, 2011 Ήταν εκεί, ξαπλωμένη, κάτω από τα σεντόνια. Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως απειλητικό στη στάση της, τίποτα που να δικαιολογεί την επιφυλακή μου. Θάρρεψα γρήγορα και πλησίασα, φώτισα το μαξιλάρι. Ήταν εκείνη, η Ζόρα. Το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο γουλί αλλά μπορούσα να την αναγνωρίσω. Κοιμόταν. Τα πλούσια της χείλη τρεμόπαιζαν, σα να μιλούσε στον ύπνο της. Έδειχνε ταλαιπωρημένη. Ευάλωτη. Ήταν ακριβώς όπως την θυμόμουν στο τελευταίο μου όνειρο, σαν τραυματισμένη. Το χέρι της ανοιγόκλεινε, άρπαζε το σεντόνι και το τραβούσε προς το σαγόνι της. Έμοιαζε να κρυώνει. Η κουβέρτα, που δεν την είχα χρειαστεί, ήταν ξεδίπλωτη στη βάση του μεγάλου κρεβατιού. Ισορρόπησα το βαρύ όπλο στο αριστερό, και με το πονεμένο χέρι τράβηξα την κουβέρτα ως τον ώμο της. Αυτό έδειξε να την ηρεμεί κάπως. Κρέμασα τον καταστολέα στον ώμο μου. Ήμουν σίγουρος ότι δεν το είχα ανάγκη. Οπισθοχώρησα ως το χολ και κλείδωσα την πόρτα της σουίτας μου. Κατέβηκα στην κουζίνα όπου ζέστανα τον χθεσινό καφέ και κατέβασα τρεις κούπες με αρκετή ζάχαρη. Δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ. Μέχρι να φτάσω στο ισόγειο το φως της αυγής διαπερνούσε γαλάζιο τις τζαμόπορτες. Επέστρεψα τροχάδην στο υπόστεγο και μελέτησα την μυστήρια σαρκοφάγο. Ανοιγμένη σαν λουλούδι όπως ήταν, δεν πρόδιδε πάλι καμία πτυχή ή μηχανισμό που να εξηγούσε πως άνοιγε ή κλείδωνε. Το μέταλλο φάνταζε μονοκόμματο, συμπαγές στο νέο του σχήμα. Δεν ήταν καμία ανθρώπινη τεχνολογία που εγώ γνώριζα τουλάχιστον. Ίσως ο μύθος για την επαφή των Βερμιανών με εξωγήινους να μην ήταν τόσο μύθος τελικά. Υπήρχαν κάποια λεία εξογκώματα στις εσωτερικές επιφάνειες της σαρκοφάγου, δεν μπορούσαν όμως να δικαιολογήσουν κάποιον μηχανισμό συντήρησης του σώματος που περιείχε. Έξω από το φέρετρο, χυμένο σχεδόν στο τσιμέντο, ήταν κάτι που έμοιαζε με τσαλακωμένη μπλε φόρμα. Πήγα να τη σηκώσω, αλλά αποδείχτηκε λεπτή σαν πέτσα και το ίδιο εύθραυστη. Διαλύθηκε στα χέρια μου και έσταξε καταγής σαν υγρή μπογιά. Μπήκα στο χαμ-τερέν και έβαλα μπρος, ο καταστολέας πάντα στο διπλανό κάθισμα. Έπρεπε να ρίξω μια ματιά στο νεκροταφείο. Η σαρκοφάγος που είχα ξεθάψει εγώ ήταν ακόμα στη θέση της, σχεδόν ολόκληρη βυθισμένη ακόμα στη λάσπη. Η βροχή είχε πλημμυρίσει και τα δρομάκια του νεκροταφείου, αφήνοντας πίσω της ένα μαύρο ίζημα που κάλυπτε τα πάντα σαν κατακάθι. Στην καγκελόπορτα ξεκινούσαν τα ίχνη από τις ρόδες του χαμ-τερέν, που ο ασυνείδητος εαυτός μου είχε οδηγήσει μέσα στα μνήματα χωρίς ενδοιασμούς. Σε πολλές γωνίες έβλεπα τις σπασμένες μαρμάρινες στήλες που σαφώς το τανκ είχε πάρει σβάρνα. Ακολούθησα τα στοιχεία για να βρω τον τάφο της Ζόρας. Είχα κουραστεί πια να εκπλήσσομαι. Ήταν στο πιο διαολεμένα συμπτωματικό, φανερό σημείο που θα μπορούσε να είναι. Στην Κοιμωμένη του Χαλεπά. Το γλυπτό ευτυχώς είχε μείνει ανέπαφο, με μόνο λίγη από την βάση του σπασμένη. Η τρύπα είχε ανοιχτεί ακριβώς από κάτω, στην κάτω αριστερή γωνία του μνήματος. Για την επόμενη ώρα έλεγξα το υπόλοιπο νεκροταφείο για να βεβαιωθώ ότι δεν είχε πειραχτεί άλλος τάφος. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ περισσότερους από έναν νεκραναστημένο τη φορά. Σε όλη την διαδρομή πίσω σκεφτόμουν πως θα χειριζόμουν την κατάσταση. Είχα μια γυναίκα στο κρεβάτι μου. Όχι ακριβώς η περίπτωση που ονειρευόμουν. Ήταν ένα σκέτο όνομα. Δεν ήξερα ποια ήταν. Δεν ήμουν σίγουρος ούτε τι ήταν. Τότε που οι ιστορίες με τους Βερμιανούς και τους εξωγήινους ήταν καλαμπούρι, κυκλοφορούσαν και ένα σωρό σαχλαμάρες, στις οποίες έπαυες να δίνεις βάση. Ικανότητες του μυαλού, τηλεπάθεια, τηλεκίνηση και άλλα τέτοια. Με όλα τα άλματα του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτή η πτυχή της εξέλιξης δεν βγήκε ποτέ από τις ατέρμονες απόπειρες της παραψυχολογίας. Οπότε, και σαν ανίδεος, από την μία μεριά δεν ήξερα τι αντιμετώπιζα, και από την άλλη, αισθανόμουν σαν άγριος που είχε να κάνει με ημίθεους. Στάθηκα μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα της σουίτας μου για πέντε ατελείωτα λεπτά μέχρι να βρω τη θέληση να την ανοίξω. Ο ήλιος είχε ανατείλει σε έναν λιγότερο μουντό ουρανό σήμερα, και το φως του έδινε μια τελείως άλλη αίσθηση στα διαμερίσματα μου. Πλην του τσοκ στη ζώνη μου, είχα τα χέρια μου ελεύθερα. Οι κουρτίνες στην κρεβατοκάμαρα μου ήταν ακόμα κλειστές. Από την ανοιχτή πόρτα μπορούσα να δω ότι δεν ήταν κανείς στο κρεβάτι. Τόλμησα να σταθώ στο κατώφλι και είδα την σκιά της στο πάτωμα, ενάντια στον πίσω τοίχο. Δεν ήμουν σίγουρος τι έκανε εκεί, διέκρινα όμως το βλέμμα της. Είχε τα μάτια της ανοιχτά και με κοίταζε. Η στάση της εξακολουθούσε να είναι ευάλωτη. «Μην φοβάσαι» είπα, και αμέσως δεν πίστευα που με άκουσα να το λέω. Κανείς δεν μπορούσε να είναι πιο τρομαγμένος από μένα εκείνη την στιγμή. «Θα ανοίξω τις κουρτίνες, να μπει λίγο φως, εντάξει;» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 11, 2011 Share Posted September 11, 2011 Ααααα!!!! Γιατί κόβεται πάντα πάνω στο καλύτερο; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 12, 2011 Author Share Posted September 12, 2011 Προσπαθώντας να μην της γυρίσω την πλάτη, άρχισα να κάνω τον κύκλο του δωματίου, τραβώντας μία-μία τις κουρτίνες. «Να ανοίξω για λίγο και την μπαλκονόπορτα. Μας χρειάζεται λίγο φρέσκος αέρας» συνέχισα. Εκείνη, χαμηλά στο στενό κομμάτι ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο, με κοίταζε με τα τεράστια μάτια της χωρίς να λέει κάτι, χωρίς να εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα. «Μας τάραξε στις καταιγίδες όλη την εβδομάδα, σήμερα όμως ο καιρός στην Αθήνα χαμογελάει. Έχουμε Κυριακή για φαντάσου.» Ορκίζομαι ότι δεν εκφράζομαι συνήθως έτσι, δηλαδή ποτέ. Την πλησίασα επιφυλακτικά, νιώθοντας περισσότερο ότι ήθελα να προστατέψω εκείνη. Με κοίταζε μπερδεμένη, σαν να μην καταλάβαινε σε τι γλώσσα της μιλούσα. Ήταν γυμνή και είχε μαζέψει σεντόνι και κουβέρτα πάνω της, περισσότερο για ζεστασιά παρά γιατί ντρεπόταν. Πρώτα μύρισα την έντονη εκείνη οσμή, και μετά είδα τον λεκέ στα σκεπάσματα και το χαλί. Μην ανησυχείς γι αυτό» είπα. Άφησε το σεντόνι από τα χέρια της και με αρκετή προσπάθεια, στηριζόμενη στον τοίχο, σηκώθηκε όρθια. Ήταν αποστεωμένη, με σχεδόν καθόλου λίπος, αλλά το σώμα της είχε αφύσικες γραμμώσεις από ενδυναμωμένους μύες. Το στήθος της ήταν σχετικά μικρό, και δεν είχε καθόλου τριχοφυΐα στην ηβική της χώρα. Δεν έδειχνε να τη νοιάζει καθόλου η γύμνια της. Ανοιγόκλεινε βουβά το στόμα και ρυτίδες χάραζαν το μέτωπο της σαν να προσπαθούσε σκληρά να μιλήσει. Ή να θυμηθεί τι ήθελε να πει. Άπλωσε τα χέρια της και τρέκλισε προς το μέρος μου. Τα πόδια της σκάλωσαν στις κουβέρτες και πήγε να πέσει αλλά την πρόλαβα στη στιγμή. Το σώμα της ήταν ζεστό και σκληρό. Έβγαλε έναν περίεργο ήχο από το στόμα της. Μπορώ να πω ότι είχα σοκαριστεί. Έμοιαζε να μην ξέρει να περπατήσει, ούτε να ξέρει να μιλάει. Η τεχνολογία της βιολογικής στάσης είχε επιτευχθεί εδώ και εκατό χρόνια. Δεν μπορούσα να φανταστώ τους Βερμιανούς να αποτυγχάνουν σε κάτι τέτοιο. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα ατυχήματος, που άφηνε τον παθόντα νοητικά καθυστερημένο, αλλά με τα όσα είχαν επιτύχει αυτοί οι φασίστες, αρνιόμουν να πιστέψω ότι είχα εδώ τέτοια περίπτωση. «Ζόρα» μου ξέφυγε όπως την άρπαζα, και το είδα στο βλέμμα της. Είχε καταλάβει ότι είπα το όνομα της. Δεν με φοβόταν. Ένιωθε ασφάλεια στην αγκαλιά μου. «Ακριβώς. Έτσι σε λένε. Είσαι η Ζόρα.» Επανέλαβε το όνομα της με άτεχνους ήχους, σαν μωρό που πασχίζει να μιμηθεί αυτό που ακούει. Άλλος ένας ήχος ξεπήδησε από το στομάχι της. «Πεινάς έτσι; Θα το φροντίσουμε και αυτό» είπα, αντιμέτωπος με μια τελείως διαφορετική και αναπάντεχη περίπτωση στα χέρια μου. Άλλο περίμενα επιστρέφοντας στην σουίτα μου, μόλις δέκα λεπτά πριν, και με κάτι τελείως άλλο είχα να κάνω. Στηρίζοντας τη, πήγαμε μαζί στο μπάνιο όπου την έπλυνα όσο πιο καλά μπορούσα. Δεν υπήρχε τίποτα το ερωτικό σε εκείνη την επαφή. Είχε αφεθεί στην φροντίδα μου και παρατηρούσε την κάθε μου κίνηση με αθώα εμπιστοσύνη. Την κάθισα στο κρεβάτι και έψαξα στην ντουλάπα και τα ράφια μου για ρούχα. Πουθενά στο ξενοδοχείο δεν υπήρχε γυναικεία ενδυμασία. Ακόμα και στις βιτρίνες των μπουτίκ στην Αθήνα, οι κούκλες πόζαραν γυμνές. Ό,τι της φόρεσα, από εσώρουχα, κάλτσες, μέχρι παντελόνι και φούτερ, ήταν δικά μου. Και μπορώ να πω ότι της έκαναν γάντι. Ήταν ψηλή, και με πλησίαζε αρκετά στον σωματότυπο. Την στιγμή που τις φορούσα την φανέλα, όπως της άγγιξα το στέρνο, αντέδρασε περίεργα. Αντανακλαστικά, μου έσπρωξε τα χέρια και άγγιξε τα πλευρά της, ψηλαφώντας να βρει κάτι. Όταν είχαμε τελειώσει το ντύσιμο κατάλαβα τι είχε συμβεί. Έψαχνε να βρει το σημείο του τραυματισμού της, εκεί που είχε χτυπηθεί στο όνειρο. «Τι τρέχει με σένα γαμώτο μου;» την ρώτησα, μένοντας με την απορία. Δεν θα αργούσε να αρχίσει να περπατάει μόνη της, αλλά για τώρα χρειαζόταν την στήριξη μου. Βγήκαμε στον διάδρομο και κατευθυνθήκαμε προς το ασανσέρ. Εκεί με σταμάτησε για να κοιτάξει την πόλη από τα παράθυρα του χολ. Κοίταζε τα πάντα σαν πρωτόγνωρα, με μάτια γουρλωμένα. Την τράβηξα προς το ασανσέρ λέγοντας κάτι που μόνο ένας ανυπόμονος «μπαμπάς» θα έλεγε στο παιδί του. Όποτε της μιλούσα με κοιτούσε στο στόμα αντί στα μάτια. Στην κουζίνα της έδωσα ένα μπουκαλάκι με χυμό φρούτων μέχρι να ετοιμάσω μια ομελέτα με τηγανιτές πατάτες. Ο χυμός της άρεσε πολύ, ζήτησε και δεύτερο μπουκάλι. Της έφτιαξα και φρυγανιές που βουτύρωσα πριν τις βάλω στο γκριλ, όπως ακριβώς μου άρεσε να τις κάνω για μένα. Μαγείρεψα για δύο και κάθισα μαζί της εκεί, στον πάγκο της κουζίνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα με τα μαχαιροπίρουνα. Μιμούταν την κάθε μου κίνηση, και ίσως σιγά-σιγά επέστρεφαν κάποιες μνήμες στο μυαλό της. Στο τέλος είχαμε και προφιτερόλ. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 12, 2011 Share Posted September 12, 2011 Και λέω εγω τώρα, μήπως την έχουνε κλωνοποιήσει; Πολύ τους κλώνους της Alice μου θύμησε, Άντε βρήκαμε και pet. Για να δούμε, για να δούμε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 13, 2011 Author Share Posted September 13, 2011 Εκείνο, το πρώτο μας πρωί, περπατήσαμε, έμαθε να λέει το όνομα της και το όνομα μου. Της εμπιστεύτηκα το «Άλκης», μια και ήμουν σίγουρος ότι το ήξερε ήδη. Μετά της σύστησα τα θαύματα του μπάνιου, όπως η τουαλέτα, το καζανάκι, ο νεροχύτης και το ντους. Μάθαινε φυσικά εύκολα και δεν χρειαζόταν πια να της κρατώ το χέρι. Μετά ετοίμασα ένα καλάθι του πικ-νικ και βγήκαμε βόλτα με το τζιπ για να της δείξω την πόλη μου. Ήταν ενθουσιασμένη με ό,τι έβλεπε. Και ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα να χαμογελάει. Το ξυρισμένο της κεφάλι μεγιστοποιούσε την παιδικότητα της, και το χαμόγελο της, τόσο αθώο, πραγματικά την ομόρφαινε. Δεν το είχα σχεδιάσει, αλλά σκέφτηκα την τελευταία στιγμή να δοκιμάσω κάτι λίγο πιο δραστικό. Διάλεξα το σημείο του πικ-νικ και πάρκαρα το τζιπ μπροστά στα σκαλοπάτια της Ακρόπολης. Η ένταση στο πρόσωπο της ήταν άμεση. Σοβάρεψε, πάγωσαν τα χαρακτηριστικά της. Γύρισε και με κοίταξε αναστατωμένη αυτή τη φορά. «Άλκη» είπε δείχνοντας μου τα Προπύλαια. «Ναι ξέρω» της απάντησα, «Το θυμάσαι. Δεν τα ονειρεύτηκα μόνος μου. Ήσουν κι εσύ εκεί.» Δεν φοβόταν, δεν είχε κανέναν δισταγμό. Με ακολούθησε πάνω στον βράχο, κάποια στιγμή με προσπέρασε κιόλας. Σταθήκαμε εκεί, στο νότιο άκρο και ατενίσαμε προς το πέλαγος. Κάλυψε το στόμα της, με μνήμες να κοχλάζουν στο βλέμμα και ήξερα τις εικόνες που ζούσε. Ό,τι και να σήμαιναν εκείνες οι οπτασίες, έπρεπε κάπως να τις εξορκίσουμε. Θα είχαμε καιρό να εξερευνήσουμε την σημασία τους αργότερα. Έτσι πίστευα εκείνη την στιγμή τουλάχιστον. Έστρωσα πάνω στις πέτρες και καθίσαμε να φάμε. Τα εδέσματα αποδείχτηκαν ευχάριστοι αποπροσανατολισμοί καθώς έδειχνε να απολαμβάνει την πρωτόγνωρη εμπειρία τους. Όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο έδειχνε κάπως πιο κατασταλαγμένη. Η ενθουσιώδης παιδικότητα είχε αντικατασταθεί με μια ώριμη θα την έλεγα ηρεμία. Ήμασταν ένα κανονικό ζευγάρι που γυρνούσε από εκδρομή εξαντλημένο. Ήταν νωρίς το απόγευμα και νύσταζα φοβερά. Σκέφτηκα όμως να δοκιμάσω κάτι ακόμα. Ήμουν περίεργος. Την οδήγησα στο υπόστεγο και της έδειξα την ανοιχτή σαρκοφάγο. Έλπιζα να μου δείξει πως λειτουργεί. Δεν έμοιαζε να την θυμάται ή να ξέρει τι είναι. Αδιαφόρησε τελείως στις ερωτήσεις μου, αλλά κάτι άλλο έπιασε το μάτι της. Είδε το ηχοβόλο τουφέκι που κρεμόταν στο ράφι με τα εργαλεία. Έτρεξε και το άρπαξε στα χέρια της πριν καν καταλάβω τι συμβαίνει. Έμεινα να την κοιτάζω όπως το ζύγισε στα χέρια της, όπως το περιέστρεψε εξετάζοντας το, τόσο έμπειρα. Ξαφνικά δεν ήμουν εκεί για εκείνη, ήμουν ανύπαρκτος. Έτρεξε έξω από το υπόστεγο με το όπλο και την ακολούθησα απορημένος. Στάθηκε στη μέση του δρόμου, σήκωσε το τουφέκι, σημάδεψε και έριξε τρεις συνεχόμενες βολές. Είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο της Συγγρού, τριάντα μέτρα περίπου από εκεί που στεκόμασταν, τρία παρκόμετρα να χάνουν τα κεφάλια τους. Είδε την επιτυχία της στοχαστικά, το πρόσωπο της σοβαρό, και ένιωσα αρκετά αμήχανα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι σκεφτόταν εκείνη την στιγμή. Με κοίταξε και ένιωσα μικρός μπροστά της. «Θυμάσαι πράγματα;» τη ρώτησα. Συνοφρυώθηκε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά, ή να μην καταλάβαινε τι της έλεγα. Ξαφνικά ήμουν ο τουρίστας που ενοχλούσα την εντόπια. Επανέλαβα την ερώτηση στα αγγλικά αυτή τη φορά και χάθηκαν οι ρυτίδες από το μέτωπο της. «Θυμάμαι» απάντησε στα αγγλικά. Ή απλώς επανέλαβε αυτό που της είπα εγώ. Μείναμε έτσι αμήχανα για λίγο, αντικριστά, ώσπου πρότεινε τα χέρια της προς εμένα, μου έδωσε πίσω το ηχοβόλο. Η κούραση μου ήταν τέτοια που στη σουίτα έβγαλα μόνο τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Δεν μπορούσα να πολεμήσω άλλο την νύστα μου. Είχα σκεφτεί κάποια στιγμή να κλειδώσω την Ζόρα σε κάποιο δωμάτιο, αλλά μάλλον δεν θα είχε νόημα. Θα υπνοβατούσα ξανά και θα την ξεκλείδωνα. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί τώρα; Ξάπλωσε κι εκείνη με τα ρούχα της δίπλα μου, και βρεθήκαμε να κοιταζόμαστε από τα μαξιλάρια μας σαν ερωτευμένοι εραστές. Χαμογέλασε, σαν να με ευχαριστούσε με το βλέμμα της. Άπλωσε το χέρι της και μου χτένισε ονειρικά τα μαλλιά με τα δάχτυλα της. Ήμουν αναίσθητος πριν το καταλάβω. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 14, 2011 Author Share Posted September 14, 2011 Ξύπνησα ακριβώς εκεί που ξάπλωσα. Δεν θυμόμουν να ονειρεύτηκα. Έξω είχε ακόμα φως, και η Ζόρα δεν ήταν δίπλα μου. Δεν ήταν πουθενά στη σουίτα. Δεν ήξερα από πού θα έπρεπε να αρχίσω να την ψάχνω, ντυμένος όπως ήμουν πήρα το ασανσέρ και κατέβηκα στο ισόγειο. Με το που άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ άκουσα τις εκρήξεις. Θαρρείς και είχε ξεκινήσει πόλεμος έξω. Η ρεσεψιόν μαρτυρούσε ότι η Ζόρα είχε λεηλατήσει την κουζίνα. Κουτιά μπύρες, συσκευασίες σαλαμικών και σακούλες από τυρογαριδάκια ήταν σκόρπια στο χαλί, στα τραπεζάκια, στις γλάστρες. Πετάχτηκα στον δρόμο για να διαπιστώσω ότι δεν είχε λεηλατήσει μόνο την κουζίνα. Είχε κατεβάσει το μισό οπλοστάσιο στο πεζοδρόμιο και το δοκίμαζε ενάντια στα αντικρινά κτίρια. Ηχοβόλα, μυδράλια, ρουκετοφόρα, όλα ήταν στα πόδια της και τα χειριζόταν σαν επαγγελματίας. Η απέναντι σειρά από κτίρια ήταν ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Είχαν πέσει τοίχοι, είχαν εξαφανιστεί παράθυρα. Δεν πίστευα ότι είχα κοιμηθεί μέσα από όλον αυτόν τον σαματά. Την πλησίασα επιφυλακτικά. Με κατάλαβε έγκαιρα και έστρεψε την προσοχή της πάνω μου. Ο απογευματινός ήλιος την έβρισκε στο πρόσωπο και έκλεισε το ένα της μάτι. Μου χαμογέλασε. Αυτή δεν ήταν η γυναίκα που βοήθησα να σταθεί στα πόδια της εκείνο το πρωί. Έβλεπα μια δυνατή γυναίκα, γεμάτη αυτοπεποίθηση, άνετη στην κορμοστασιά της, σε απόλυτη αρμονία με το όπλο στο χέρι. «Άλκη» είπε, και ήταν η μόνη λέξη που κατάλαβα. Ακολούθησε μια ολόκληρη λογοδιάρροια στα γερμανικά, που ιδέα δεν είχα του νοήματος της. Αυτό ήταν λοιπόν. Είχε θυμηθεί ποια ήταν. Της έκανα ένα νεύμα να σταματήσει και της μίλησα στα αγγλικά. «Δεν καταλαβαίνω τι λες. Δεν μιλώ γερμανικά. Μίλα μου στα αγγλικά.» «Συγνώμη Άλκη. Έχεις καλά όπλα εδώ. Κάνουν την δουλειά τους. Έχουμε όμως πολλές ελλείψεις.» Με την γλώσσα της να πηγαίνει πολυβόλο μου απαρίθμησε μια ολόκληρη λίστα όπλων προηγμένης τεχνολογίας που άκουγα για πρώτη φορά. Σταμάτησε όταν πρόσεξε ότι δεν ενδιαφερόμουν. Της έδειξα τις χτυπημένες προσόψεις. «Αυτή είναι η περιουσία μου. Και την καταστρέφεις» της είπα. Με κοίταξε απορημένη. «Έχεις θυμώσει μαζί μου Άλκη;» Μάλλον είχα κατσουφιάσει, και μάλλον δεν είχε να κάνει με την κατεστραμμένη περιουσία μου. Ένιωθα αδύναμος, ότι είχα χάσει τον έλεγχο. Άλλαξα ύφος. «Αυτή είναι η πόλη μας. Η δική μας πόλη.» Κοίταξε και εκείνη το έργο της με νέο βλέμμα, έγινε πάλι το μικρό κοριτσάκι. «Έχεις δίκιο. Δεν το σκέφτηκα. Είναι όμως τόσο άδεια. Που είναι όλοι οι άλλοι; Που είναι οι άνθρωποι;» Έξυσα το κεφάλι μου προσπαθώντας να σκεφτώ από πού να αρχίσω. Με σταμάτησε με μια νέα ερώτηση. «Ποια είμαι εγώ Άλκη;» Σάστισα. «Είσαι η Ζόρα.» «Από πού ήρθα; Πως ήρθα εδώ;» «Τι εννοείς; Δεν θυμάσαι;» Συνοφρυώθηκε σα να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Δεν ξέρω Άλκη. Δεν ξέρω ποια είμαι.» «Πως έμαθες να χειρίζεσαι τα όπλα;» Κοίταξε το πολυβόλο στα χέρια της περίεργη. «Τι εννοείς; Όπως έμαθες κι εσύ…» «Δεν ξέρω πολλά για μισά από αυτά. Και έχω πολύ λίγη πείρα στα υπόλοιπα. Κάποιος πρέπει να σε εκπαίδευσε εσένα.» Αντιλαμβανόμενη το κενό στο μυαλό της, η έκφραση της έγινε τραγικά απελπισμένη. Της πρότεινα να μπούμε μέσα και να το συζητήσουμε. «Θα βρούμε την άκρη» της υποσχέθηκα. Πέρα από το όνομα της, η Ζόρα δεν ήξερε πως γνώριζε γερμανικά, ή τα λίγα αγγλικά, δεν είχε ακουστά για το Βερμιανό Ράιχ ή την Αλτρουσιανή συμμαχία. Ο Μεγάλος Πόλεμος δεν της ήταν τίποτα. Οτιδήποτε της έδινε ενήλικη υπόσταση εκείνη την στιγμή ήταν αυτόματο, σαν ένστικτο. Γιατρός δεν ήμουν, μπορούσα όμως να υποθέσω ότι είχε τελικά υποστεί κάποια εγκεφαλική βλάβη με επακόλουθο την μερική αμνησία. Τουλάχιστο ένιωσα να κερδίζω κάποιο πλεονέκτημα απέναντι της. Δεν είχα σκοπό να της αναφέρω τους «συντρόφους» της στο νεκροταφείο. Όχι πριν σιγουρευτώ με τι είχα να κάνω εδώ. Όχι πριν ενισχύσω την θέση μου. «Ίσως χρειάζεσαι κάποια ιατρική φροντίδα» της είπα. «Σε λίγες μέρες θα έρθουν κι άλλοι…» Αντέδρασε πανικόβλητη. «Άλλοι; Ποιοι άλλοι; Δεν πρέπει να έρθουν άλλοι εδώ!» Την καθησύχασα, μην καταλαβαίνοντας την στάση της. «Μην ανησυχείς. Αυτοί είναι δικοί μας άνθρωποι. Δικοί μου. Είναι με το μέρος μας.» «Μεγάλος κίνδυνος κρύβεται πίσω από τα άστρα Άλκη. Όταν έρθουν οι άλλοι, αυτή η γη θα καταστραφεί. Κι αυτό θα είναι μόνο η αρχή. Μετά θα πέσουν και οι υπόλοιποι κόσμοι, ένας-ένας. Τίποτα δεν θα μπορέσει να τους σταματήσει.» «Τι εννοείς; Για ποιους μιλάς;» Της ήρθαν τα κλάματα. «Δεν ξέρω. Και συνάμα από πάντα το ήξερα. Η μόνη ελπίδα είναι εδώ, στα Στέρνεμαουερ.» «Στα ποια;» «Στις Ρεπλίκες.» Δεν γνώριζε να μου πει περισσότερα. Της υποσχέθηκα ότι η ομάδα που ερχόταν δεν ήταν σίγουρα ο μεγάλος κίνδυνος που την φόβιζε. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 15, 2011 Author Share Posted September 15, 2011 Την πήρα από το χέρι και ανεβήκαμε στην ταράτσα να ρεμβάσουμε την πόλη. Άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και της έδειξα πώς να το απολαμβάνει με μικρές γουλιές. Της άρεσαν πολύ και τα σάντουιτς με γαλοπούλα που είχα φτιάξει. Της έδειξα την Αθήνα και της μίλησα για την άλλη, την αυθεντική. Της εξήγησα ότι αυτή και όλες η άλλες πόλεις του πλανήτη θα γέμιζαν σύντομα με ανθρώπους, και ότι ένας νέος πολιτισμός ή πολιτισμοί θα δημιουργούνταν εδώ, και όλη αυτή η εγκατάλειψη θα έδινε τη θέση της στη ζωή. Αυτό θα γινόταν το κοινό μας σπίτι, για το οποίο θα νοιάζονταν όλοι εξίσου. «Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κοινή καταγωγή» είπε, ξαφνιάζοντας με, «Πρέπει να έχουν το ίδιο αίμα, έναν πολιτισμό. Μόνο έτσι, με την ανάδειξη της αμόλυντης φυλής μπορεί να υπάρξει δύναμη και επικράτηση. Πρέπει να προσέξεις ποιους θα αφήσεις να ζήσουν εδώ μαζί μας.» Το είπε ανάμεσα σε γουλιές, έτσι απερίσκεπτα, σίγουρη ότι συμφωνούσα μαζί της. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία για την καταγωγή της. Με το που χαμήλωσε ο ήλιος στον ορίζοντα, χασμουρήθηκε κουρασμένη. Την συνόδεψα στην κρεβατοκάμαρα και την ξάπλωσα για ύπνο. Είχε χαθεί στα όνειρα της σε ένα λεπτό. Το Λέντρα ήταν γεμάτο λειτουργικά δωμάτια, δεν πέρασε από τον νου μου να της προσφέρω ένα, ή να διαλέξω ιπποτικά κάποιο άλλο για μένα. Σχεδόν αδιόρατα, νιώθαμε σαν ζευγάρι. Ή έτσι ένιωθα εγώ. Ή μήπως το έλπιζα; Έτρεξα στο γκαράζ και, παίρνοντας μαζί μου ένα φτυάρι, οδήγησα σαν τρελός στο νεκροταφείο. Ο ήλιος έδυε γρήγορα και στο βάθος του ορίζοντα είχαμε προσέξει τα σύννεφα που πλησίαζαν. Άκουγα ήδη τα πρώτα μπουμπουνητά. Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ την βροχή και την λάσπη να κάνουν την δουλειά για μένα. Φρέναρα δίπλα στο μαυσωλείο που είχα καταστρέψει και φρόντισα να καλύψω όσο καλύτερα μπορούσα την σαρκοφάγο που είχα ξεθάψει. Κοιμόταν ακόμα όταν επέστρεψα και ενώ ήμουν σίγουρος για την άνεση μου, την τελευταία στιγμή ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού. Με ξύπνησαν βροντές, ή έτσι νόμισα. Μέσα στον χαλασμό της νυχτερινής καταιγίδας την άκουσα να με φωνάζει από την κρεβατοκάμαρα. Είχε τρομοκρατηθεί από τους κεραυνούς και τις αστραπές. Έξω θα πρέπει να συντελούνταν κατακλυσμός. Η κουρτίνα της βροχόπτωσης κάλυπτε τα πάντα πέρα των δέκα μέτρων και τα τζάμια έτριζαν με την κάθε ομοβροντία. Έτρεξα δίπλα της και με τράβηξε μέσα στα σκεπάσματα μαζί της. Με αγκάλιασε σφιχτά , βύθισε το πρόσωπο της στο στήθος μου. Ήταν γυμνή, ζεστή, οικεία, είχαμε κατασταλάξει ως ζευγάρι από τα όνειρα μας. Ήθελα να το συζητήσω μαζί της, αλλά ήξερα ότι δεν θα μπορούσε ούτε εκείνη να μου διαφωτίσει αυτό το μυστήριο. Θα πρέπει να ήταν το ίδιο μπερδεμένο και στο δικό της μυαλό. Ξαφνικά, το χέρι της κατέβηκε χαμηλά και ανακάλυψε την πλήρη ερωτική μου αναστάτωση. Αμέσως χώθηκε κάτω από το σεντόνι, μου έβγαλε το παντελόνι και με πήρε στο στόμα της. Μου ξέφυγε μια κραυγή και έκλεισα τα μάτια μου εκστασιασμένος. Αυτό σίγουρο το είχε ξανακάνει, δεν είχε πείρα μόνο στα οπλικά συστήματα. Κι εκεί που νόμισα ότι θα με ολοκλήρωνε ανάμεσα στα χείλη της, ανέβηκε πάλι πάνω και με φίλησε στο στόμα καθώς σκαρφάλωνε στο στομάχι μου. Ούτε που κατάλαβα για πότε με είχε πάρει μέσα της. Η κάψα της με συγκλόνισε. Και για μένα που είχε περάσει αρκετός καιρός, ήταν απίστευτη ηδονή ο πόνος στους όρχεις μόλις έριξα την δική μου ομοβροντία. Συνέχισε να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού μέχρι να ανακτήσω δυνάμεις για δεύτερο γύρω. Εξορκίσαμε την καταιγίδα μέχρι να μας πάρει πάλι ο ύπνος, αγκαλιασμένους. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.