DinoHajiyorgi Posted September 16, 2011 Author Share Posted September 16, 2011 Έβρεχε ακόμα όταν ξημέρωσε. Μείναμε για λίγο στο κρεβάτι να ακούμε τον καιρό, μέχρι να σηκωθούμε νωχελικά να ντυθούμε. Ήμασταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα ενός κόσμου, θα εξασκούσαμε το δικαίωμα μας στην τεμπελιά. Κατεβήκαμε στην κουζίνα, ετοιμάσαμε ένα πρωινό που περιλάμβανε τα πάντα, τα φορτώσαμε σε δύο καροτσάκια και πήγαμε στο εστιατόριο του Λέντρα. Καθίσαμε στο τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία, με θέα την Συγγρού. Όλη η Αθήνα έμοιαζε να βρίσκεται κάτω από το νερό. Το πλατύ οδόστρωμα ήταν ένα ποτάμι που κατέβαζε λάσπη, σπασμένα κλαδιά και διάφορα αντικείμενα. Είδαμε και το πάνω μισό μιας κούκλας βιτρίνας να πλέει προς το λιμάνι. Έδινε την ψευδαίσθηση ανθρώπου που πνιγόταν. Μέχρι να χαθεί από τα μάτια μας είχε την απόλυτη προσοχή μας, σαν να ήταν μέρος της παράστασης που παρακολουθούσαμε. Κατεβήκαμε στο ισόγειο και καθίζοντας την μπροστά στις οθόνες την ρώτησα αν ήξερε τον κωδικό πρόσβασης. Ήμουν υπεύθυνος της αλλαγής, το ήξερα, αλλά ψάρευα απελπισμένος. Αν είχε μπει καθόλου στον νου μου, ίσως να γνώριζε. Με κοίταξε απορημένη, δεν είχε ιδέα. Έκανα μερικές προσπάθειες ακόμα, δοκιμάζοντας διάφορες λέξεις που είχαν σημασία. Ο ήχος της οθόνης σε κάθε “non accepte” την διασκέδαζε, σα να παρακολουθούσε τηλεπαιχνίδι. «Πως έλεγαν τον πατέρα σου;» ρώτησε ξαφνικά. Μου φάνηκε τόσο γελοίο που γέλασα. «“Νικόλα;” Δεν θα το έβαζα ποτέ σαν κωδικό.» Το πληκτρολόγησα για να της κάνω το χατίρι, και είχα πάλι στον έλεγχο μου τον πλανήτη και τις επικοινωνίες. Την κοίταξα έκπληκτος, έδειχνε το ίδιο έκπληκτη. Έπρεπε όμως να τη ρωτήσω. «Πως το ήξερες;» Έσβησε το χαμόγελο της και μελαγχόλησε. «Δεν θυμάμαι τον δικό μου πατέρα. Ούτε την μητέρα μου.» Το είπε στα γερμανικά πριν μου το επαναλάβει στα αγγλικά. Την φίλησα στο μέτωπο. «Με τον καιρό θα θυμηθείς» της είπα. Ήταν κάτι που λες, δεν είχα ιδέα αν θα ήταν ποτέ εφικτό. Της έδειξα πώς να χειρίζεται τις οθόνες που έστελναν εικόνες από όλη την Β7, και την άφησα να παίζει με αυτές, ενώ έλεγξα να δω πόσα μηνύματα είχαν συσσωρευτεί στο ταχυδρομείο μου. Δεν βρήκα όσα μηνύματα νόμιζα. Τυπικές αναφορές της περιμέτρου από την Αλτρουσιανή Διοίκηση, το ίδιο και από τους μισθοφόρους μου που βρίσκονταν μόλις δύο μέρες μακριά. Δεν είχα πάψει να σκέφτομαι πως θα δικαιολογούσα την Ζόρα σ’εκείνους, μέχρι που καταστάλαξα ότι δεν τους χρωστούσα καμία εξήγηση. Ήταν η γυναίκα μου. Ήταν η βασίλισσα τους. Δικαιούμουν να έχω και μυστικά. Η βροχή δεν έδειχνε να καταλαγιάζει, θα μπορούσε να κρατήσει έτσι για μέρες, και ήταν χρόνος που δεν είχα. Έπρεπε να ξεφορτωθώ την σαρκοφάγο της Ζόρας. Όπως φαίνεται τόση ήταν η διάρκεια στο δικαίωμα τεμπελιάς που μας αναλογούσε. Τρέξαμε κάτω από την νεροποντή στο υπόστεγο, και με την βοήθεια της, δέσαμε το βαρύ φέρετρο στα δόντια του χαμ-τερέν. Φοβόμουν την διαδρομή προς την χωματερή μέσα σε αυτή την καταιγίδα, αλλά ήταν σημαντικό να νιώσω ήσυχος. Ήθελα αυτό το στοιχείο εξαφανισμένο, κι όχι να φοβάμαι μην το βρει κανείς οπουδήποτε αλλού. Δεν με καθησύχαζε ούτε να το φουντάρω στο λιμάνι. Παρατηρούσα τη Ζόρα δίπλα μου την ώρα που δέναμε τους ιμάντες, δεν είχε καμία εκδήλωση αναγνώρισης προς το δοχείο που την είχε φιλοξενήσει, ποιος ξέρει για πόσο καιρό. Μέχρι ενός σημείου στα προάστια προχωρήσαμε σχετικά εύκολα. Τα τζάμια του τανκ είχαν προστατευτικό γείσο που βοηθούσε στην καλύτερη ορατότητα. Όταν φτάσαμε σε δρόμους που είχαν χαθεί κάτω από χείμαρρους λάσπης, οι οδοντωτές ρόδες μάσησαν κάθε εμπόδιο μέχρι να βγούμε έξω από την πόλη. Εδώ η λάσπη ήταν πιο πηχτή και κολλώδης και το όχημα απέδειξε το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Το ανησυχητικό ήταν στο τομέα της χωματερής. Εδώ το έδαφος ήταν ασταθές, έβλεπες ολόκληρα κομμάτια του να διασπώνται και να ρέουν σαν ψυχρή λάβα. Το χαμ μπορούσε να παρασυρθεί ή να τουμπάρει σαν παιχνιδάκι. Και η τρύπα των σκουπιδιών ήταν τώρα μια λίμνη, μια βρομερή, καφετιά λίμνη. Δεν μπορούσα να ρισκάρω πολύ κοντά, όσο περισσότερο πλησίαζα στο χείλος, τόσο περισσότερο βουλιάζαμε. Θα μπορούσε να μας καταπιεί εύκολα. «Κάνε μια στροφή εδώ» φώναξε ξαφνικά στο αφτί μου η Ζόρα. «Τι;» Την κοίταξα σαστισμένος. «Στρίψε εδώ» μου φώναξε ξανά. Δεν περίμενε να δει αν την κατάλαβα. Έσπρωξε την καταπακτή της οροφής και σκαρφάλωσε έξω, κάτω από την νεροποντή. Έπραξα όπως μου είπε και γύρισα το όχημα, φέρνοντας την ουρά προς τον λάκκο. Την είδα από τα πίσω παράθυρα να κατεβαίνει στα δόντια του τανκ και βγάζοντας ένα από τα μακριά στρατιωτικά μαχαίρια να κόβει τους ιμάντες. Η βροχή, ο άνεμος, η γλιστερή επιφάνεια της θωράκισης δεν την πτοούσαν. Ήταν γαντζωμένη στο μέταλλο γερά, σαν βιονική αράχνη. Δεν είχε σχέση αυτό το πλάσμα με το μωρό που μου λέκιασε το χαλί. Έδωσε μια σπρωξιά στην σαρκοφάγο και την έριξε από τα δόντια. Χάθηκε το φέρετρο προς στιγμή από τα μάτια μου και μετά το είδα να πλέει με το κινούμενο έδαφος προς τη λίμνη λάσπης, όπου βούλιαξε και χάθηκε. Αμέσως είχα την αίσθηση ότι πλέαμε κι εμείς προς τα εκεί. Η Ζόρα γύρισε προς το μέρος μου και κραύγασε κάτι στα γερμανικά. Κατάλαβα μόνο το «Σνελ!» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 17, 2011 Author Share Posted September 17, 2011 Πάτησα το πετάλι στο τέρμα του και με το τιμόνι πάσχιζα να κρατήσω το τανκ σε μια ευθεία. Ήμασταν πάνω σε ένα κομμάτι λάσπης στο οποίο σκαμπανεβάζαμε σαν θαλασσοδαρμένο καράβι. Δεν έβλεπα πως θα κατάφερνα να φτάσω το στέρεο έδαφος που έβλεπα στα πέντε περίπου μέτρα, απόσταση που ολοένα μεγάλωνε. Ταυτόχρονα βυθιζόμασταν. Η Ζόρα πήδησε από την καταπακτή δίπλα μου, και ανοίγοντας ένα ραφάκι στο πάνελ ενδείξεων πάτησε το έμβολο που ήταν από κάτω. Αμέσως ένιωσα το χαμ να δονείται από κάτω μου. Το τανκ ήταν αμφίβιο και έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση ανάλογα. Ο χείμαρρος λάσπης θα έπρεπε να ήταν ικανή ένδειξη, αλλά φευ, είχα φανεί ηλίθιος, τελείως θύμα σε κατάσταση πανικού. Ρώτησα, αλλά φυσικά η Ζόρα δεν θυμόταν πως ήξερε να χειρίζεται το χαμ τερέν. Στο ξενοδοχείο κάναμε ένα ζεστό μπάνιο, μουλιάσαμε αγκαλιά μέσα σε αφρόλουτρο, και μετά φάγαμε ένα χορταστικό γεύμα. Κοιτώντας την, θυμήθηκα το όνειρο με την γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι. Δεν έδειχνε τόσο αποστεωμένη όσο την πρώτη φορά που την αντίκρισα. Το σώμα της παρέμενε μυώδης, είχε όμως γεμίσει σε όλα τα κατάλληλα σημεία, σε μια αισθησιακή τελειότητα. Μια Αφροδίτη Αμαζόνα. Ήταν και λιγότερο χλωμή. Σε δύο μέρες μόνο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν γενετικά τροποποιημένη, με κάποιες εντολές προγραμματισμένες στον οργανισμό της. Είχα ακούσει τέτοιες ιστορίες, μύθοι που ανήκαν στη σφαίρα των θεωριών συνωμοσίας, και με τους Βερμιανούς τώρα πια, ήμουν έτοιμος να τα περιμένω όλα. Είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και τα μαλλιά της. Το πρώτο χνούδι είχε κάνει την εμφάνιση του στο υπέροχο κρανίο της, και ήταν κόκκινο. Το ίδιο σκηνικό της βροχής συνεχίστηκε και όλο το απόγευμα. Βαρεθήκαμε να τη κοιτάμε, έβγαλα βιβλία, έβαλα να δούμε και μια ταινία, η Ζόρα όμως δεν έδειξε να ενθουσιάζεται τόσο με αυτά. Με μεγαλύτερο ενδιαφέρον επιδόθηκε στην φασίνα που ρίξαμε στην κουζίνα και στους άλλους χρηστικούς χώρους του Λέντρα. Τουλάχιστο διασκέδασε με την μουσική που είχα βάλει να παίζει στα ηχεία. Έλεγξα και ορόφους του ξενοδοχείου που δεν είχα δει ποτέ, για να σιγουρευτώ ότι μπορούσαν να φιλοξενήσουν κόσμο. Κουραστήκαμε αρκετά για να πλαγιάσουμε νωρίς. Νανουρισμένοι από την βροχή, μας πήρε εύκολα ο ύπνος. Ξύπνησα στα βαθιά μεσάνυχτα, μόνος στο κρεβάτι. Συνέχισα να αναρωτιέμαι γιατί είχα σταματήσει να υπνοβατώ. Η Ζόρα στεκόταν γυμνή στο πλατύ παράθυρο και κοίταζε την πόλη. Τα φώτα της Αθήνας ήταν αναμμένα, όπως είχαμε διαλέξει να τα αφήσουμε εκείνο το βράδυ. Η θέα ήταν γοητευτική έτσι, με τις χαρακιές της βροχόπτωσης ορατές ενάντια στη φωταγωγία. Χάιδεψα το κενό της δίπλα μου, ρίγησα στη ζεστασιά του σεντονιού. «Έλα στο κρεβάτι» της είπα, αλλά δεν αντέδρασε. Δεν ήμουν σίγουρος αν με άκουσε ή όχι, υπήρχε κάτι σοβαρό στο βλέμμα της. Σηκώθηκα και την πλησίασα. «Συμβαίνει τίποτα;» την ρώτησα. «Υπάρχουν άντρες εκεί έξω» είπε. Αμέσως έστρεψα την προσοχή μου στη θέα. Η Συγγρού ήταν άδεια. Δεν έβλεπα καμία κίνηση στα φωτισμένα παράθυρα και μπαλκόνια. Και απ΄όσο μπορούσα να διακρίνω, και οι ταράτσες έστεκαν αδειανές. «Που; Δεν βλέπω τίποτα» είπα. «Τους είδα. Ξέρουν να κρύβονται, αλλά είναι εκεί. Μας παρακολουθούν αυτή τη στιγμή.» Μου φάνηκε απίθανη η ιστορία, η σιγουριά όμως με την οποία έβγαιναν τα λόγια της είχαν την ικανότητα να μετατρέπουν εκείνο το σκηνικό από όμορφο σε ανατριχιαστικό. Και τι ήταν πιο παράξενο και τρομακτικό, μια ολόκληρη πόλη κενή, η μια πόλη με «κάποιους;» Δεν θα αμφισβητούσα κάποιον αν μού’λεγε ότι μπήκαν καταπατητές στο χωράφι μου, ήταν όμως ένα τεράστιο χωράφι. Από όλες τις ηπείρους και όλες τις πόλεις της Β7 γιατί εδώ; Έξω ακριβώς από την πόρτα μου. Εκτός αν έψαχναν συγκεκριμένα κάτι. «Ξέρεις τι μπορεί να θέλουν;» τη ρώτησα. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Που τους είδες; Πόσοι ήταν;» επέμεινα. «Πρέπει να είναι λόχος. Σκόρπισαν στα δρομάκια και μερικοί μπήκαν στα κτίρια. Νομίζω ότι μας κυκλώνουν.» Αν ο δορυφόρος είχε εντοπίσει κάποιο σκάφος στην τροχιά, θα είχαν ηχήσει σειρήνες σε όλη την πόλη. «Είσαι σίγουρη ότι δεν… είδες κάποιο όνειρο;» «Δεν με πιστεύεις;» «Δεν βλέπω τίποτα εκεί έξω.» «Περιμένουν.» «Και τι προτείνεις να κάνουμε γι αυτό;» «Θα περιμένουμε κι εμείς.» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 18, 2011 Author Share Posted September 18, 2011 Εκνευρίστηκα με την όλη κατάσταση αλλά δεν υπήρχε επιστροφή στο κρεβάτι πια. Θα πήγαινα με τα νερά της. Μπήκα στο κλίμα και πέταξα μια ιδέα. «Μήπως να σβήναμε τα φώτα του ξενοδοχείου; Για να μην δίνουμε στόχο;» «Θα προδίδαμε ότι τους καταλάβαμε» απάντησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Πρώτα θα ασφαλίσουμε το ισόγειο» συνέχισε. Την σταμάτησα. «Έτσι θα κατέβεις;» Κοίταξε την γύμνια της σαν να μην καταλάβαινε τον προβληματισμό μου. Παρόλα αυτά άλλαξε κατεύθυνση προς τα ρούχα της στην πολυθρόνα. «Ντύσου εσύ» είπα, «Θα κατέβω πρώτα εγώ, να ρίξω μια ματιά και στις οθόνες.» Την άφησα να ντύνεται και πήγα προς το ασανσέρ. Κατέβηκα κατευθείαν στο γκαράζ όπου σφράγισα τις πόρτες εισόδου-εξόδου, εξασφαλίζοντας το υπόγειο. Στο ισόγειο είχαμε αφήσει την είσοδο ξεκλείδωτη, όπως το είχα συνήθειο, και φρόντισα να ασφαλίσω κι εκείνες της πόρτες. Το γυαλί στις τζαμόπορτες κάθε άλλο παρά άθραυστο ήταν φυσικά. Έκανα ένα γύρω στο χολ μανταλώνοντας πόρτες λες και φρόντιζα να κρατήσω έξω την βροχή. Δεν βρισκόμουν ούτε σε οχυρό ούτε σε κάστρο. Το Λέντρα ήταν ένας χώρος υποδοχής για αναψυχή, είχε μπαλκόνια με ξαπλώστρες και ομπρέλες ήλιου, όχι πολεμίστρες. Και σίγουρα δεν έκρυβε θησαυρούς ή άλλα πλούτη που μπορούσαν να στοχοποιηθούν από τον οποιοδήποτε. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας του Β7 στο όνομα μου ήταν κατοχυρωμένοι στον Αλτρούσα. Αν η Ζόρα είχε δίκιο, αυτοί εκεί έξω δεν ήταν ούτε καταπατητές, ούτε απλοί διαρρήκτες. Αναλογιζόμουν την σοφία όσων είχα αποκρύψει από την Συμμαχία. Ίσως τώρα… Σταμάτησα τον εαυτό μου. Με νευρίαζε η λιποψυχία μου. Ο δικός μου προσωπικός στρατός ήταν καθ’οδόν, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τον πλανήτη. Μήπως το γνώριζαν κι αυτό οι άντρες εκεί έξω; Κάθισα στις οθόνες της ρεσεψιόν και ενεργοποίησα όλη την κάλυψη της Αθήνας. Πέρασα διεξοδικά εικόνες από το λιμάνι, Φάληρο, Υμηττό, Αιγάλεω, Κηφισιά, όπου υπήρχαν φωλιές αναμετάδοσης. Το ίδιο κενό, βροχερό τοπίο. Άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ και βγήκε η Ζόρα κουβαλώντας το μισό οπλοστάσιο μαζί της. «Είσαι σίγουρη;» έκανα. «Δεν νομίζω ότι έχουμε άλλες επιλογές» είπε με σοβαρό τόνο, αγνοώντας τον σαρκασμό μου. «Είναι πιθανό οι εισβολείς να σε θέλουν νεκρό.» Το είπε και βρήκε το σωστό κουμπί. Τι γινόταν με την Β7 αν πάθαινα κάτι εγώ; Ειλικρινά δεν ήξερα. Δεν είχα σκεφτεί να ρωτήσω, κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να με πληροφορήσει. Ούτε ο εντεταλμένος δικηγόρος που με εκπροσωπούσε στον Αλτρούσα, της Συμμαχίας βεβαίως. Ίσως θα έπρεπε να πάψω να χωρίζω το σύμπαν σε καλούς και Βερμιανούς. Κανείς δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης. Υπερίσχυε πάντα η πείνα του ανθρώπου για περιουσία, για γη. Η Ζόρα χαμήλωσε τα φώτα στο ισόγειο και γύρισε έναν από τους μεγάλους καναπέδες πλάτη προς την τζαμαρία. Εκεί στοίβαξε τα όπλα και άρχισε να συναρμολογεί ένα από τα ρουκετοφόρα. Κάθισα πάλι στις οθόνες, σκεπτόμενος με ποιον να επικοινωνήσω. Αυτή τη στιγμή ήταν όλοι τους απελπιστικά μακριά. Μία οθόνη έδειχνε το λιμάνι του Πειραιά. Νόμισα ότι παραλογιζόμουν αλλά σαν να είδα κάτι. Ήταν μικρό και πάφλαζε μέσα στο νερό. Ίσως κάποιο σκουπίδι που είχε παρασύρει η βροχή. Δεν ήταν όμως κάτι που ακολουθούσε τα κύματα, αλλά κάτι που τα αντιστεκόταν, ακίνητο στον παφλασμό τους. Ζούμαρα πάνω του τέσσερις φορές, περίμενα τον φακό να διορθώσει την ευκρίνεια. Μπορούσα τώρα ξεκάθαρα να δω τι ήταν, αλλά δεν είχα συναντήσει ποτέ κανένα για να είμαι σίγουρος. Σε πρώτη εκτίμηση θα έλεγα ότι ήταν η κορυφή ενός περισκοπίου. «Ζόρα, μπορείς να έρθεις ένα λεπτό εδώ;» Σήκωσα το βλέμμα μου και την είδα να τρέχει προς το μέρος μου, το πρόσωπο της μια απίστευτη μάσκα έντασης. Ξεφώνιζε κάτι αλλά δεν άκουγα λέξη. Ένα ολοένα μεγεθυσμένο σφύριγμα κάλυπτε τις φωνές της. Βούτηξε πάνω από τον πάγκο της ρεσεψιόν και έπεσε πάνω μου την στιγμή που μια τρομερή έκρηξη συγκλόνιζε το Λέντρα. Όλη η πρόσοψη του ισογείου έγινε κομμάτια, εκσφενδονίζοντας γυάλινα θραύσματα προς τα μέσα. Για μια στιγμή νόμισα ότι ένας μικρός ήλιος είχε πέσει στο πλακόστρωτο απ’έξω. Ένιωσα να καψαλίζονται τα ρουθούνια και το λαρύγγι μου στην επόμενη αναπνοή. Το σώμα της Ζόρας με κόλλησε σωτήρια στο πάτωμα, είδα το πάνω μέρος του πάγκου να διαλύεται ενάντια στον τοίχο πίσω μου. Όλο το κέντρο ελέγχου και επικοινωνιών χάθηκε σε μια έκρηξη από σπίθες. «Θα πεθάνουμε» σκέφτηκα. Η Ζόρα ανασηκώθηκε, είδε ότι εκτός από έναν φρικτό ξερόβηχα δεν είχα πάθει τίποτα, και πετάχτηκε αμέσως πάνω από τον πάγκο προς τον καπνισμένο καναπέ με τον οπλισμό της. Δεν μπορούσα με τίποτα να την σταματήσω. Ετοιμάστηκα να την ακολουθήσω. «Μείνε χαμηλά!» μου ξεφώνησε. Σύρθηκα προς ένα ηχοβόλο, ενώ εκείνη είχε ήδη αρχίσει να ρίχνει με το μυδράλιο της. «Βλέπεις κανέναν;» ρώτησα. Αντί για δική της απάντηση, το ξενοδοχείο δέχτηκε μια ομοβροντία από ρουκέτες και ριπές όπλων. Ακούγαμε τους ορόφους από πάνω μας να διαλύονται και συντρίμμια της πρόσοψης γκρεμίζονταν μπροστά μας. Η Ζόρα έριξε μερικές βολές ακόμα και μετά σταμάτησε. Σταμάτησαν κι εκείνοι. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 19, 2011 Author Share Posted September 19, 2011 Η βροχή και το τρίξιμο του ντεκόρ στις φλόγες ήταν ο μοναδικός ήχος της νύχτας. «Τι γίνεται;» ρώτησα. «Η επίθεση τους δεν έχει νόημα» είπε. «Μη μου λες.» «Δεν σημάδευαν εμάς» συνέχισε. «Και τι σημάδευαν;» Δεν απάντησε. Συνέχιζε να κοιτάζει με ένταση προς τον αθέατο εχθρό. Μετά, σαν να θυμήθηκε κάτι, γύρισε προς το μέρος μου. «Έλεγξε την πίσω πρόσβαση.» «Μην κάνεις καμιά τρέλα» της είπα και σύρθηκα πάνω από τα κομμάτια της ρεσεψιόν. Μπήκα στο χολ που οδηγούσε στον πίσω αυλόγυρο με τα εξωτερικά τραπεζάκια. Μόλις πριν λίγο είχα ασφαλίσει την πόρτα εκεί. Σηκώθηκα όρθιος και με το όπλο έτοιμο κατευθύνθηκα βιαστικά προς τα εκεί. Πριν καν πλησιάσω τις πόρτες είδα τις σκιές στα τζάμια. Έρχονταν και ήταν ήδη κοντά. Σήκωσα το ηχοβόλο και έριξα, σπάζοντας ο ίδιος τα παράθυρα μου. Ήθελα να τους δώσω να καταλάβουν ότι τους είχα δει, για να ανακόψουν την επίθεση τους. Η ζημιά δεν με ενδιέφερε πια. Όχι μετά όσων προηγήθηκαν στην πρόσοψη. Θα τους έκανα να πληρώσουν το θράσος τους. Έφτασα στην τρύπα που είχα ανοίξει και γάζωσα τραπέζια και σκοτάδι. Την ίδια στιγμή άκουσα πυροβολισμούς και από την ρεσεψιόν. Έκανα να γυρίσω και κοκάλωσα στην θέα κάποιου που στεκόταν ήδη στο χολ πίσω μου. Είχε σηκωμένη μια κάνη προς το μέρος μου. Ξεκίνησα να σχηματίζω μια σκέψη, που ολοκληρωμένη έλεγε «από πού μπήκες εσύ» όταν άκουσα την εκπυρσοκρότηση του όπλου του. Ένιωσα το κάψιμο στο στέρνο και ήταν σαν να είχα φάει μια γροθιά εκεί. Τινάχτηκα πίσω και κουλουριάστηκα μουδιασμένος στο πάτωμα. Αμέσως είδα καμιά δεκαριά ένστολους με κουκούλες να περνούν από πάνω μου και να τρέχουν προς την ρεσεψιόν. Σκέφτηκα απελπισμένος την Ζόρα, ήμουν όμως τελείως εκτός μάχης. Δεν μου είχε μείνει ζωή ούτε να με βρίσω για την ανικανότητα μου. Ο άντρας που μου έριξε ήρθε και στάθηκε από πάνω μου. Έβγαλε την κουκούλα του και είδα το πρόσωπο του, γεμάτο μίσος και απαξίωση. Είπε κάτι στα γερμανικά και μ’έφτυσε. Τον αναγνώρισα. Ήξερα ποιος ήταν αυτός. Ήξερα επίσης ότι θα έπρεπε να εκπλαγώ πολύ περισσότερο από όσο ήταν δυνατόν εκείνη την στιγμή, αλλά είχε μουδιάσει και το μυαλό μου. Γι αυτό και δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα αυτού του καθάρματος. Σήκωσε την κάνη του και με σημάδεψε άλλη μια φορά. Πρόλαβα να δω την λάμψη και μετά εξαφανίστηκαν όλα. Όχι δεν ήμουν νεκρός. Μου ήρθε σαν έκπληξη όταν συνήλθα και θυμήθηκα όσα είχαν προηγηθεί. Ήμουν σωριασμένος ανάμεσα στα εξωτερικά τραπέζια του αυλόγυρου, με πέθαινε το στήθος μου, και από πάνω φλεγόταν το Λέντρα, ενώ συνέχιζε να βρέχει. Άκουγα δοκάρια να θρυμματίζονται και τζάμια να σκάνε, αποκαΐδια χιόνιζαν γύρω μου. Ένιωθα το στήθος μου πυρακτωμένο και ο βίαιος βήχας που μου προκαλούσε έντυνε τους πόνους μου. Γύρισα με κόπο για να σηκωθώ και όταν στάθηκα επιτέλους στα γόνατα μου, το χέρι μου σκάλωσε στις δύο σαΐτες που ήταν ακόμα καρφωμένες στο στέρνο μου. Τις τράβηξα ουρλιάζοντας και τις κοίταξα. Στο φως της φωτιάς ήταν εύκολο να προσέξω ότι ήταν από γυαλί, κενά φιαλίδια τώρα. Με είχαν ναρκώσει. Ο θάνατος μου δεν ήταν στα σχέδια τους. Τι να είχε συμβεί όμως στη Ζόρα; Σηκώθηκα όρθιος με κόπο, τρέκλισα πάνω στο γρασίδι για την κάθετο της Συγγρού, και έτρεξα προς την πρόσοψη του ξενοδοχείου. Ήμουν ελάχιστα επιφυλακτικός, λες και ήμουν σίγουρος ότι οι εισβολείς είχαν τελειώσει και είχαν φύγει. Εκείνη την στιγμή η φωτιά θα πρέπει να βρήκε το οπλοστάσιο στον δεύτερο γιατί μια νέα έκρηξη έκοψε σχεδόν στα δύο το κτίριο. Σείστηκε το οδόστρωμα κάτω από τα πόδια μου και έπεσα κάτω, με την Συγγρού να εξαφανίζεται μέσα σε ένα βίαιο κουρνιαχτό. Ήταν ένας περίεργος, μοναχικός θάνατος για το κτίριο που με είχε φιλοξενήσει τόσες μέρες, το επίσημο μου καλωσόρισμα στην Β7. Στο μέσον μιας καταφώτιστης πόλης, το Λέντρα καιγόταν και κατέρρεε χωρίς πυροσβεστικά και πυροσβέστες παραταγμένα μπροστά του. Ήμουν ο μόνος που το έβλεπα και το άκουγα να πέφτει. Όλα μου τα πράγματα, είδη ανάγκης, τα τρόφιμα, τα φάρμακα μου, ήταν εκεί μέσα. Και η Ζόρα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted September 19, 2011 Share Posted September 19, 2011 πφφφφφ..... αμάν, δε μπορούσαν να ζήσουν τον έρωτά τους λιγάκιιι ακόμα??? Τέσπα, έτσι κι αλλιώς η Ζόρα δε θα πεθάνει, έτσι δεν είναι? Πρέπει να φτάσουμε στο όνειρο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 20, 2011 Author Share Posted September 20, 2011 Δεν είχε νόημα να πλησιάσω. Το ισόγειο ήταν θαμμένο κάτω από φλεγόμενα συντρίμμια. Ίσως την είχαν σκοτώσει οι εισβολείς, ίσως να την είχαν αφήσει εκεί μέσα τραυματισμένη, δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει σε εκείνη την περίπτωση. Μόνο αν διέφυγε μακριά από το ξενοδοχείο. Φώναξα το όνομα της αλλά δεν πήρα απάντηση. Έπλεε το σύμπαν γύρω μου, πονούσα και ήμουν έξω φρενών. Κοίταξα στο βάθος της Συγγρού προς το λιμάνι. Στην κατάσταση μου δεν μπορούσα να δω τίποτα στο σκοτάδι και την βροχή, παρά τον καλό φωτισμό του δρόμου. «Τι στο διάολο;!» ούρλιαξα στη νύχτα αγανακτισμένος. Προσπαθούσα μέσα στη σύγχυση μου να βγάλω ένα νόημα. Ποιοι ήταν αυτοί; Τι θέλανε; Τι πέτυχαν με αυτή την επίθεση; Που είχαν πάει τώρα; Θυμήθηκα το περισκόπιο. Έτρεξα στο υπόστεγο όπου όλα έδειχναν φαινομενικά άθικτα, όταν όμως επιχείρησα να ξεκινήσω το χαμ-τερέν αποδείχτηκε άχρηστο σαν μοντέλο σε βιτρίνα. Του είχαν αφαιρέσει τις ενεργειακές κυψέλες, τις οποίες είχαν πάρει μαζί τους. Τους έβρισα τις μάνες και τους πατέρες σαν αληθινός έλληνας, ανίκανος να καταλαγιάσω την οργή μου. Πέραν τσουχτερών επιθέτων δεν είχα τίποτα άλλο για να τους πολεμήσω. Η εργαλειοθήκη στο υπόστεγο είχε κλειδιά, σφυριά, πριόνια και κατσαβίδια, λίγα θα μπορούσα να πετύχω με αυτά ενάντια στα δικά τους πολυβόλα. Έφταιγε και εκείνο το συμμάζεμα που είχαμε κάνει με την Ζόρα, όπου κάθε όπλο είχε τοποθετηθεί στη θήκη ή το ράφι του στο οπλοστάσιο, μόλις πριν την επίθεση. Η είσοδος του υπόγειου γκαράζ του Λέντρα ήταν εκτός των ερειπίων, οι μεταλλικές του όμως θύρες ήταν κατεβασμένες και κλειδωμένες. Αν δεν είχε βουλιάξει από μέσα, είχα ακόμα το τζιπ στη διάθεση μου. Θα έπρεπε όμως να διαρρήξω τις θύρες για να το διαπιστώσω. Κλείστηκα στο χαμ-τερέν ασφαλίζοντας τις πόρτες. Χώθηκα χαμηλά στο πίσω κάθισμα για να μην φαίνομαι απ’έξω, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω από το να περιμένω το πρωί. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω. Το πρωινό ήρθε μελαγχολικό, συννεφιασμένο. Το Λέντρα είχε καταλήξει ένας αξιοθρήνητος σκελετός που κάπνιζε στο ψιλόβροχο. Άλλαξα σε μια μπλε φόρμα και γαλότσες που βρήκα στο υπόστεγο και πήρα τον δρόμο για το λιμάνι. Αν είχε γίνει απόβαση ήμουν έτοιμος να παραδοθώ στον κατακτητή. Πέρα από την περιστασιακή τυμπανοκρουσία της βροχής, η σιγή σε ολόκληρη την Αθήνα ήταν νεκρική. Ένας βουβός πλανήτης, ο κόσμος μου. Και όταν ξεσπούσε γλέντι, ήξερε πώς να κάνει χαλασμό. Σκεφτόμουν ότι όλα όσα είχα γράψει μέχρι στιγμής θα έπρεπε να καθίσω να τα γράψω ξανά από την αρχή. Ηλίθιες, βλακώδες σκέψεις που έπαιξαν με την ανία μου για μια ώρα και κάτι, όσο χρειάστηκε για να φτάσω με τα πόδια στον Πειραιά. Η ίδια σιγή κι εδώ, ο λιμένας το ίδιο έρημος όπως την τελευταία φορά που είχα έρθει. Στο νερό υπήρχαν διάφορα σκουπίδια, κανένα ίχνος ή υποψία από υποβρύχιο όμως. Ήταν σα να ατένιζα να δω το τέρας του Λοχ-Νες. Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω αν όντως είχα δει το περισκόπιο. Κάθισα σε μια μεταλλική δέστρα στην άκρη του μόλου και βυθίστηκα στην αυτολύπηση. Σπουδαίος βασιλιάς ήμουν, κοιτάξτε τον πλανητάρχη. Και ούτε το κλάμα ενός γλάρου για συντροφιά. Κάπου είχα μια λίστα με μαγαζιά και επιπλωμένα σπίτια που διέθεταν τρεχούμενο νερό, αλλά είχαν εξαφανιστεί μαζί με τους υπολογιστές μου. Την είχα διαβάσει αλλά δεν είχα αποστηθίσει τις πληροφορίες. Ποιος ο λόγος άλλωστε, ήμουν άρχοντας στο Λέντρα. Μούντζωσα τον εαυτό μου. Τώρα διψούσα, πεινούσα, και σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να κάνω. Έγλυφα την βροχή που μάζευα στις χούφτες μου και μάλλον για κάποιο διάστημα θα έπρεπα να εκμεταλλεύομαι κάθε σημείο του σκηνικού που γέμιζε βρόχινο νερό. Η μόνη μου ελπίδα ήταν η άφιξη των Οδόντες, και έλπιζα να έρθουν σύντομα. Ήμουν ξαφνικά ένας ναυαγός. Μακάρι να ήξερα πώς να πετάξω το ερ-μπακ, αν δεν το είχαν σαμποτάρει κι εκείνο. Τότε θυμήθηκα το σύστημα επικοινωνίας στο πιλοτήριο του σκάφους εκείνου. Η εμβέλεια του δεν ήταν μεγάλη, μπορούσες όμως να μιλήσεις με σταθμό σε τροχιά ή να στείλεις κωδικοποιημένο μήνυμα κινδύνου ακόμα μακρύτερα. Τουλάχιστο δεν θα καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν υπήρχε τίποτα για μένα στο λιμάνι από άποψη λύσης. Πήρα λοιπόν τον δρόμο της επιστροφής για το Λέντρα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 21, 2011 Author Share Posted September 21, 2011 Έφτασα στο ξενοδοχείο εξαντλημένος, μιάμιση ώρα μετά. Το ερ-μπακ ήταν ασφαλισμένο σε δικό του υπόστεγο, σε μια πλατεία προς τα ανατολικά, κοντά στο πάρκο των μεταναστών. Το υπόστεγο ήταν βαμμένο λευκό και από απόσταση δεν τραβούσε την προσοχή. Σε αντίθεση με την κυκλική οροφή του χακί στεγάστρου του χαμ-τερέν, το υπόστεγο ήταν τετράγωνο και έδενε καμουφλαρισμένο με τα γύρω κτίρια. Αν ήμουν τυχερός… και ήμουν, οι είσοδοι δεν ήταν παραβιασμένοι. Σκαρφάλωσα σε ένα από τα παράπλευρα παράθυρα σπάζοντας τα τζάμια με ένα μαδέρι. Το ερ-μπακ, της σειράς νόβα-4, είναι ένα πολύ εντυπωσιακό όχημα. Με ισχυρή θωράκιση και αεροδυναμικό σχεδιασμό, είναι ικανό για κάθετη απογείωση, μπορεί να διασχίζει τους αιθέρες σαν πύραυλος, και να ίπταται σχεδόν αθόρυβο ανάμεσα σε δύο αντικριστά μπαλκόνια, μόλις δέκα μέτρα πάνω από έναν στενό δρόμο. Διαθέτει και έλικες σαν κοινό ελικόπτερο, οι οποίοι έλικες είναι μαζεμένοι μέσα στην καμπούρα του πάνω από το πιλοτήριο. Δεν ήξερα το παραμικρό για τα όργανα πλοήγησης του κόκπιτ, είχα ξεφυλλίσει βιαστικά το προσπέκτους περιμένοντας να τα ακούσω ζωντανά από τον εκπαιδευτή μου. Είχα διαβάσει την πρώτη γραμμή, την «εκκίνηση πιλοτηρίου» και εκεί τα είχα παρατήσει. Αυτό και έκανα τώρα, πάτησα το σίγουρα σωστό κουμπί και το κόκπιτ φωτίστηκε σαν χριστουγεννιάτικη βιτρίνα με έναν μουσικό βόμβο. Έμενε μόνο να μαντέψω ποιο ήταν το σύστημα επικοινωνιών. Τίποτα εκεί μέσα δεν θύμιζε τα όργανα με τα οποία ήμουν εξοικειωμένος στο χαμ-τερέν ή στην ρεσεψιόν. Μου είχαν πει ότι ήταν σχετικά απλό, όλα όμως εκείνα τα κουμπάκια είχαν στήσει τρελό χορό στα μάτια μου. Πείσμωσα και κάθισα να διαβάζω τα μικρά γραμματάκια πάνω στο πάνελ. Σε ένα σημείο συνάντησα την ένδειξη «Συχνότητες Ανοιχτές» αλλά δεν υπήρχε κανένα κουμπί δίπλα του ή γύρω του. Ήταν ένα κομμάτι του πάνελ σκέτο μαύρο, λείο γυαλί με τα γράμματα σε φωτεινό πράσινο. «Όχι» μουρμούρισα, «Οι συχνότητες δεν είναι ανοιχτές. Τι μου λες τώρα;» Ξεφύσησα και εκνευρισμένος ράπισα την ένδειξη με την άκρη του δείκτη μου. Αμέσως τα γράμματα κοκκίνισαν και άλλαξαν σε «Συχνότητες Κλειστές», ενώ ταυτόχρονα τα ηχεία γέμισαν το πιλοτήριο με μια κακοφωνία από διασταυρούμενες συνομιλίες. Ο εναέριος ελληνικός χώρος έσφυζε από ασύρματες επικοινωνίες. Ακούγονταν ξεκάθαρα, σπαστές, έντονες κουβέντες, σαν διαταγές και σύντομες αναφορές. Φυσικά δεν καταλάβαινα τίποτα γιατί ήταν στα γερμανικά. Προφανώς, οι εισβολείς ήταν ακόμα εδώ. Το ερ-μπακ μπορούσε να το χειριστεί ένα μόνο άτομο, ο πιλότος του. Στο πιλοτήριο, εκτός από την θέση πλοήγησης στη μούρη του σκάφους, υπήρχε και ένα πίσω ακριανό κάθισμα, για δεύτερο πιθανό επιβάτη. Εκεί ήταν η οθόνη αφής των επικοινωνιών, που τώρα μου κατέγραφε αυτόματα όλες τις συχνότητες των συνομιλιών που άκουγα. Από κάτω ανακάλυψα ένα ραφάκι που εσώκλειε ένα πληκτρολόγιο, σαν εκείνο που χειριζόμουν στην ρεσεψιόν. Αν χτύπαγα έναν από τους αριθμούς που έβλεπα τώρα στη λίστα μπροστά μου, φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να συνομιλήσω με τον συγκεκριμένο ασύρματο. Δεν θα ήταν αυτό μια έκπληξη για τον γερμαναρά; Αυτό όμως δεν το θέλαμε, έτσι; Δεν έπρεπε να με πάρουν χαμπάρι ότι τους πήρα χαμπάρι. Χτύπησα τον κωδικό του δορυφόρου μου και η οθόνη αμέσως άλλαξε στα δεδομένα με τα οποία ήμουν απόλυτα εξοικειωμένος. Ήμουν συνδεδεμένος τώρα με το Αλτρουσιανό διαδίκτυο που μου παρείχε ο τροχιακός μου σύντροφος. Υπήρχε περίπτωση δολιοφθοράς κι εδώ; Μήπως παρακολουθούσαν τις επικοινωνίες μου; Θα μπορούσα να εκπέμψω έναν κωδικό κινδύνου, αυτόν τον θυμόμουν καλά, τον είχα προβάρει αρκετές φορές με τον Σαβανσό. Ίσως το εντόπιζαν, ίσως το μπλόκαραν, ίσως τους οδηγούσε σε μένα, πολλά ίσως. Ήμουν χωρίς επιλογές. Χτύπησα τους αριθμούς και μόλις έβαλα τελεία η οθόνη αφής άναψε το transmettre. Υπάκουσα πρόθυμα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 22, 2011 Author Share Posted September 22, 2011 Στη συνέχεια τόλμησα να μπω στο πρόγραμμα οπτικών αναμεταδόσεων και πράγματι, είχα στη διάθεση μου τέσσερις μικρές οθόνες, περιορισμένης όμως ευκρίνειας. Ήταν σίγουρα καλύτερα από το τίποτα. Ο δορυφόρος μου είχε δυνατότητα εμβέλειας από οποιοδήποτε σημείο της τροχιάς του γύρω από τον πλανήτη. Έδωσα εντολή για την κάλυψη της Αθήνας και όλες οι γνώριμες εικόνες της πόλης εμφανίστηκαν εναλλακτικά στη διάθεση μου. Τα ίδια κενά, ήρεμα σκηνικά, ενώ στα ηχεία συνέχιζαν να γαβγίζουν στα γερμανικά. Πρέπει να βρίσκονταν κοντά, τα αρχικά των κωδικών συχνοτήτων το μαρτυρούσαν. Ήταν εδώ, στην Αθήνα, κινούνταν όμως αθέατοι, μακριά από τις φωλιές παρακολούθησης. Σκέφτηκα να δοκιμάσω το τηλεσκόπιο που ήταν προσαρμοσμένο στον δορυφόρο. Σημάδευε σταθερά τον πλανήτη, και οι πληροφορίες κόμπαζαν ότι μπορούσε να δει αν κάποιος πεζός στην επιφάνεια φορούσε γραβάτα ή όχι. Για να το καταφέρω όμως αυτό χρειαζόμουν τον δορυφόρο πάνω από την Ευρώπη. Έβρισα, γιατί αυτό θα συνέβαινε σε έξι περίπου ώρες, όταν θα μας προλάβαινε η νύχτα. Είχα προσέξει ότι τα φώτα της πόλης συνέχισαν να είναι αναμμένα καθ’όλη την διάρκεια της ημέρας. Φανταζόμουν ότι θα συνέχιζαν να φωταγωγούν την πόλη μέχρι να μου φέρει κάποιος ένα νέο κοντρόλ, ή αν σκεφτόντουσαν να τινάξουν και τον Σταθμό Ενέργειας στη Σαλαμίνα. Δεν ξέρω πόσα πραγματικά μπορούσε να μου δείξει ο δορυφόρος σε τέτοιες συνθήκες, και με την οθόνη που είχα, ήμουν όμως διατεθειμένος να περιμένω. Έψαξα στα υπόλοιπα ραφάκια του κόκπιτ, ψάχνοντας με ελπίδα για κανένα μπουκαλάκι νερό, τίποτα φαγώσιμο ή κάποιο όπλο. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Ευτυχώς αυτό δεν το χρειαζόμουν ακόμα. Οι δύο πληγές από τις σαΐτες που είχα φάει έτσουζαν, αλλά δεν αποτελούσαν σοβαρό τραύμα. Απελπισμένος σαν ζώο, σκέφτηκα να επιστρέψω στο κατεστραμμένο λημέρι μου, να σκάψω στα συντρίμμια για κάτι χρήσιμο. Δεν ήταν όμως και τόσο καλή ιδέα. Δεν ξέρω γιατί με είχαν αφήσει ζωντανό, αν όμως κυκλοφορούσαν ακόμα στην Αθήνα, δεν ήταν λογικό να με είχαν παρατήσει ανεπιτήρητο. Βγήκα από το πιλοτήριο και σκαρφαλώνοντας στα τέσσερα παράθυρα που διέθετε το υπόστεγο κοίταξα την περιορισμένη θέα που μου πρόσφεραν. Υπήρχε περίπτωση να με είχαν ακολουθήσει και να με παρακολουθούσαν εκείνη την στιγμή. Το μυαλό μου έπαιρνε στροφές που ήμουν σίγουρος ότι δεν οδηγούσαν πουθενά. Το ένα λάθος πάνω στο άλλο. «Γιατί είσαι ένας βλάκας Άλκη» απάντησα στον εαυτό μου. Σαμποτάρισαν το χαμ-τερέν για να περιορίσουν τις κινήσεις μου. Άφησαν το ερ-μπακ γιατί ξέρουν ότι δεν μπορώ να το πετάξω. Αποφεύγουν τα σημεία που υπάρχουν κάμερες, και σίγουρα μπλόκαραν το σήμα κινδύνου που έστειλα. Βγήκα από το παράθυρο που είχα σπάσει για να ρουφήξω λίγο βρόχινο νερό από την επιφάνεια ενός σιδερένιου βαρελιού, δίπλα στην κλειδωμένη είσοδο. Ο συννεφιασμένος ουρανός σκούραινε σιγά-σιγά και τα αναμμένα φώτα στα γύρω παράθυρα ολοένα ζωήρευαν. Το μάτι μου πετούσε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα ψάχνοντας κάποια κίνηση, ένα κεφάλι. Με διαπέρασε ένα ρίγος και γύρισα μέσα, πίσω στο πιλοτήριο σαν κυνηγημένος. Ασφαλισμένος μέσα στο κόκπιτ, κάθισα στο πάτωμα του και περίμενα την διέλευση του δορυφόρου. Ο άνθρωπος που με είχε πυροβολήσει ήταν ο Βιλ Γιούργκενς. Ο Βερμιανός από τον οποίον είχα κερδίσει την Β7. Πολλά άστραψαν στο μυαλό μου την ώρα που μου έριχνε τις σαΐτες του, όταν νόμισα ότι με σκότωνε. Είχε έρθει για να πάρει πίσω την περιουσία του; Δύσκολο. Ακόμα και με μένα νεκρό. Θα έπεφτε πάνω του η Συμμαχία. Ήθελε εκδίκηση; Διένυσε τόση απόσταση μόνο γι αυτό; Ο Διοικητής Σοντζόν είχε ψάξει για την περίπτωση του. Αν και δεν δικαιούταν λάφυρα πολέμου ως Βερμιανός, είχε αποκτήσει την Ρεπλίκα σε δημοπρασία νόμιμα. Πιθανότατα υπήρξε συνεργάτης της Συμμαχίας, αλλά και πάλι, ο Σοντζόν είχε βρει ότι ο Γιούργκενς ήταν σε συνεχόμενη επιτήρηση, μέχρι την εξαφάνιση του στο Κουρτ-Βο. Άπειρες φορές είχα αναρωτηθεί, ποιος έχει στα χέρια του ολόκληρο πλανήτη και τον ποντάρει σε παρτίδα ποκερίνο; Θα πρέπει να είσαι ο πιο ηλίθιος γερμανός στον γαλαξία. Συνέχιζα να εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου, με την κραιπαλιασμένη μου μνήμη που δεν είχε μια καθαρή εικόνα εκείνου του παιχνιδιού. Ο άνθρωπος μου είχε αφήσει μια αντιπαθέστατη εντύπωση από όσο θυμάμαι, πολύ επαρμένος και σίγουρος με τον εαυτό του. Είχα εικόνες να χουφτώνω τα λάφυρα της νίκης μου πάνω στην τσόχα, και το πρόσωπο του, όχι τόσο επαρμένο πια, να κλαψουρίζει κάτι στη γλώσσα του. Και τώρα ήταν εδώ στην Αθήνα, και με είχε πυροβολήσει. Και δεν είχε έρθει μόνος του, μου ψιθύρισε μια μικρότερη φωνή, αλλά μέχρι να την ακούσω είχα βυθιστεί στον ύπνο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 23, 2011 Author Share Posted September 23, 2011 Η μεγάλη τέντα θρόιζε στο σπρώξιμο του ζεστού ανέμου, αλλά ακόμα πιο ανακουφιστικό ήταν ο αποκλεισμός εκείνου του έντονου φωτός της ερήμου. Παρά τις ανέσεις, το μακρύ ταξίδι με είχε ταλαιπωρήσει, και η σκιά που πρόσφερε η σκηνή ήταν ευπρόσδεκτη. Υπήρχε μια κρυστάλλινη κανάτα με καθαρό νερό πάνω στο πτυσσόμενο τραπεζάκι δίπλα στο κλιματιστικό. Πήρα ένα από τα κρυστάλλινα ποτήρια και το γέμισα με δροσερό νερό πριν το πιώ με απόλαυση. Η σκόνη που έφαγα τα τελευταία χιλιόμετρα είχε γεμίσει και το λαρύγγι μου. Τον άκουσα να καθαρίζει τον λαιμό του, για να τραβήξει την προσοχή μου. Τον άφησα να περιμένει. Ήπια αργά τρία ποτήρια πριν γυρίσω να τον αντικρίσω. Ο Βιλ Γιούργκενς, στην μελανή στολή του, με τον ερυθρό Βερμιανό σταυρό στο μπράτσο του, έτοιμος για την παρέλαση, πάντα πρώτος για μια παρέλαση. Χαμογελούσε, με πόση λατρεία με κοίταζε. «Φύρερ μου» είπε. Με πλησίασε και μου έδωσε την μικρή θήκη. «Δεν υπάρχει ανάπαυση για μας, έτσι δεν είναι χερ Βιλ» είπα και εκείνος γέλασε εγκάρδια. «Σας περιμένουν» είπε. Αναστέναξα και άνοιξα τη θήκη. Ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Τα φόρεσα και έδειξα προς το άνοιγμα της σκηνής. «Πάμε λοιπόν» είπα. Το θέαμα ήταν όντως συγκλονιστικό. Το απέραντο πλάτωμα της Νάζκα γεμάτο από τα προσγειωμένα θωρηκτά της Αυτοκρατορίας μας. Τα σαγόνια κάτω από τις μαύρες μύτες τους έχασκαν ορθάνοιχτα, αναμένοντας τους χιλιάδες φαντάρους που είχαν παραταχτεί μπροστά στα σκάφη, τα κράνη τους να γυαλίζουν σαν σκαθάρια κάτω από τον χλωμό ήλιο. Ανάμεσα τους είχαν αφήσει ένα διάστημα, έναν δρόμο αρκετά πλατύ για την ανοιχτή λιμουζίνα που μας περίμενε έξω από την τέντα. Στο πίσω κάθισμα καθόταν η Ζόρα, στη στολή της, τα κόκκινα μαλλιά της μαζεμένα σε σφιχτό κότσο κάτω από το κασκέτο της. Μου χαμογέλασε. Ο Γιούργκενς μου άνοιξε την πόρτα πριν πάρει θέση συνοδηγού. Κάθισα δίπλα στην Ζόρα και φύγαμε. Χιλιάδες κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας. Κοιτούσαν εμένα. Σηκώθηκα όρθιος στην λιμουζίνα, άρπαξα την ράχη του μπροστινού καθίσματος με το αριστερό, και σήκωσα την κόψη του δεξιού μου προς το πλήθος. «Χάιλ! Χάιλ!» ξεσηκώθηκε η βουή στην έρημο. Άνοιξα τα μάτια μου στο σκοτάδι. Ήμουν ακόμα στο κόκπιτ. Το σύστημα έσβηνε αυτόματα για εξοικονόμηση ενέργειας. Έξω είχε πέσει η νύχτα. Ανασηκώθηκα, και απλώνοντας το χέρι μου πάνω στην οθόνη αφής επανέφερα τον φωτισμό στα όργανα πλοήγησης. Με το όνειρο που είχα δει να διασπάτε και να εξαφανίζεται στο μισοκοιμισμένο μου μυαλό, κοίταξα εναγωνίως στην οθόνη μήπως είχα παρακοιμηθεί. Αντίθετα, ο δορυφόρος ήταν ακριβώς εκεί που τον ήθελα, κάπου πάνω από την Ελλάδα. Μπορούσα να το κάνω αυτό. Ένα μικρό παιδί μπορούσε να το κάνει. Το ίδιο το σύστημα θα με καθοδηγούσε να το πετύχω. Πληκτρολόγησα τις συντεταγμένες, έδωσα μέγεθος χάρτη, και περίμενα. Σε λίγο είχα μια εικόνα η οποία περισσότερο με απογοήτευσε. Χάρη στη φωταγωγία έβλεπες ότι υπήρχε μια πόλη στην άκρη ενός μαύρου κομματιού γης, και αυτό μόνο. Ζήτησα νέα μεγέθυνση και ευκρίνεια οδικού πλέγματος βάση χαρτογράφησης. Το κομπιούτερ μου έδωσε έναν συνδυασμό ζωντανής εικόνας και γραφικής αναπαράστασης δρόμων. Έτσι μπορούσα να ξέρω και τι κοιτάζω. Πλησίασα κι άλλο, χάνοντας όμως συνολική εικόνα. Θα έπρεπε να ψάχνω τους δρόμους τετράγωνο-τετράγωνο. Μπορούσα τώρα να δω ξεκάθαρα οδόστρωμα και πεζοδρόμια. Θα έπιανα εύκολα κάποιο όχημα, πως όμως θα έβλεπα τους εισβολείς; Μπορούσα να ζητήσω θερμική ανάλυση, τα φώτα όμως της πόλης θα ήταν εμπόδιο στον εντοπισμό τους. Υπήρχε τρόπος, φτάνει να έπιανα την λογική του κομπιούτερ. Ζήτησα την θερμική καταγραφή της πόλης και μετά έκανα update χρωματίζοντας το «νέες ενδείξεις» με κόκκινο. Μια λάμπα του δρόμου ή ενός μπαλκονιού δεν θα μετακινούνταν, ενώ ένας άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων αποκλείεται να έμεναν ακίνητοι για πολύ. Δεν είδα καμία αλλαγή στην οθόνη μου. Είχα την πλατεία Συντάγματος, και προφανώς δεν ήταν κανείς εκεί. Αν είχε πιάσει το κόλπο και μπορούσα να τους δω, έπρεπε να τους ψάξω. Θυμήθηκα ότι είχα κατεβάσει τελείως την ένταση στα ηχεία μου. Την ανέβασα και για λίγο άκουσα σκέτο στατικό θόρυβο. Μετά από λίγο επανήλθαν όμως, με συντομότερη συχνότητα, αλλά ήταν εκεί, συνέχιζαν να συνομιλούν μεταξύ τους. «Που στο διάολο είστε; Τι σκαρώνετε;» «Άλκη.» Τινάχτηκα τρομαγμένος. «Ζόρα.» Δεν ήταν στο πιλοτήριο. Ούτε καν στο υπόστεγο. Ήταν μέσα στο κεφάλι μου. Αναθάρρησα. Ήταν ζωντανή, δεν την είχαν σκοτώσει. Γιατί να την σκοτώσουν; Ήταν δική τους. Πως δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Η Ζόρα ήταν ολόδικη τους. Δεν είχαν λόγο να την σκοτώσουν. Είχαν έρθει στην Αθήνα για εκείνη, για να την πάρουν. Γούρλωσα τα μάτια μου. «Είσαι όντως ηλίθιος.» Πληκτρολόγησα την εντολή και φυσικά, τους βρήκα. Η οθόνη μου γέμισε κόκκινες τελίτσες, θα πρέπει να ήταν ένας ολόκληρος λόχος, ‘η ακόμα περισσότεροι, πολλοί περισσότεροι. Ήταν απασχολημένοι σαν τα μυρμήγκια, μαζεμένοι στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Και τα μυρμήγκια σχημάτιζαν μια γραμμή, ξεκινούσε από το νεκροταφείο και συνέχιζε ευθεία, κατηφόριζε εντυπωσιακά ως τον κόλπο της Ελευσίνας. Δεν χρειαζόμουν επαναπροσαρμογή της θερμικής ανάλυσης για να συμπεράνω ότι οι δύο όγκοι που έβλεπα στην ακτή ήταν υποβρύχια. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 24, 2011 Author Share Posted September 24, 2011 Αυτή τη νύχτα δεν θα μου κολλούσε ύπνος. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαπλώσω για να κοιμηθώ. Εξοργισμένος, πεινασμένος, σε πλήρη υπερδιέγερση, είχα ανάγκη να κάνω κάτι, οτιδήποτε. Καταπατούνταν η περιουσία μου και ήμουν απαράδεκτα ευάλωτος, με είχαν πιάσει κυριολεκτικά με τα βρακιά κατεβασμένα. Άφησα το υπόστεγο του ερ-μπακ πίσω μου και πήρα τον δρόμο για το ξενοδοχείο. Η βροχή είχε σταματήσει, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι νερά και λάσπη, και με τα σύννεφα σκορπισμένα, τα άστρα έλαμπαν παρήγορα στον ουρανό. Πέραν της αφύσικης ησυχίας, η πόλη έδειχνε φυσιολογική ντυμένη στα φώτα της. Βιτρίνες καταστημάτων, φωτεινές επιγραφές, λάμπες, πολυέλαιοι μέσα από παράθυρα, μου έδειχναν τον δρόμο. Έλπιζα να ήμουν σωστός στα συμπεράσματα μου, κι αν με παρακολουθούσαν, δεν είχαν σκοπό να με ενοχλήσουν. Με το κιτ του κόφτη λέιζερ, που βρήκα άθικτο στο στέγαστρο του χαμ-τερέν, επιδόθηκα στο κόψιμο των θυρών του γκαράζ στο Λέντρα. Ήταν ευκολότερο από όσο νόμιζα. Σε δέκα λεπτά, με την μέθοδο των καρτούν που έβλεπα μικρός, είχα κόψει μια πόρτα για τον εαυτό μου πάνω στο ξεδιπλωμένο σίδερο. Τα νέα γινόντουσαν όλο και καλύτερα. Το γκαράζ είχε επιζήσει και το τζιπ με περίμενε έτοιμο στη θέση του. Το κλειδί ήταν στη μίζα, οι κυψέλες του γεμάτες, στο ντουλαπάκι του είχε ένα μπουκαλάκι νερό, δύο γκοφρέτες, και κάτω από την θέση του οδηγού ένα τσοκ, που είχα αφήσει εκεί ο ίδιος πριν μέρες. Καταβρόχθισα εκστασιασμένος τις γκοφρέτες και ήπια όλο το νερό, δεν θα με τόνωνε τίποτα λιγότερο. Στη συνέχεια χρειάστηκε να μεγαλώσω το κόψιμο στη θύρα για να χωρέσει να βγει και το τζιπ. Ήθελα να κρυφτώ κάπου μέχρι να ξημερώσει, αν όμως με παρακολουθούσαν θα δοκίμαζα να με χάσουν. Πήρα θέση πίσω από το τιμόνι του τζιπ και αισθάνθηκα υπέροχα γυρνώντας τη μίζα. Σχεδόν απογειώθηκα από την είσοδο του γκαράζ και βουτώντας σε στενά δρομάκια επιδόθηκα σε μια τρελή κούρσα μέσα από γειτονιές που ούτε εγώ δεν γνώριζα τόσο καλά. Δεν πρόσεξα καμία κίνηση στους καθρέπτες μου, πιθανό να μην με παρακολουθούσε κανείς τελικά. Σε ένα στενό, γκρέμισα μια αυλόπορτα και φρέναρα μέσα στον κήπο, πίσω από ένα δέντρο. Η μονοκατοικία ήταν ξεκλείδωτη και μέσα είχε μόνο έναν στενό διάδρομο που πήγαινε περιφερειακά στο κτίριο, από παράθυρο σε παράθυρο. Με ένα μινιμαλιστικό ντεκόρ, ένα κάδρο, ένα φωτιστικό, έδινε την εντύπωση λειτουργικής κατοικίας στον εξωτερικό παρατηρητή. Εδώ κάθισα για λίγο, αναμένοντας την αυγή. Δεν αποκοιμήθηκα. Η καταιγίδα θα πρέπει να μετακινήθηκε προσωρινά βόρεια, γιατί η αυγή ήρθε με μακρινά μπουμπουνητά, αλλά με τον «Αττικό» ουρανό ξεκάθαρο. Ο ουρανός κράτησε μια θαμπάδα, με τον ήλιο κρυμμένο πίσω από ένα λεπτό πέπλο υδρατμών. Δεν μπορούσα να περιμένω καλύτερο καιρό τέτοια εποχή, μου έλειπαν όμως στ’αλήθεια τα κελαηδίσματα των πουλιών. Χωρίς μουσική, με μόνο τον άνεμο να φυσάει υγρά φύλλα στην άσφαλτο, μόνο δυσοίωνο φάνταζε το ξημέρωμα. Μπήκα στο τζιπ και με την όπισθεν βγήκα πάλι στον δρόμο. Φρόντισα να αφήσω το όχημα σε αρκετή απόσταση από το νεκροταφείο για να μην με ακούσουν να έρχομαι. Η μουλωχτή μου προσέγγιση αποδείχτηκε άνευ λόγου. Ένιωσα την αφύσικη σιγή πριν ακόμα σκαρφαλώσω τον τοίχο. Δεν ήταν δυνατό να υπήρχε μια ολόκληρη διμοιρία αντρών εκεί πέρα. Δεν ήταν κανείς. Οι τάφοι έχασκαν σπασμένοι, άδειοι. Μαυσωλεία είχαν διαλυθεί, σταυροί είχαν πέσει, αγάλματα είχαν γίνει κομμάτια. Είχαν αφαιρέσει όλες τις σαρκοφάγους. Ίχνη από τρακτέρ στη λάσπη κάλυπταν το έδαφος, μέχρι την καγκελωτή πύλη του νεκροταφείου. Γύρισα τρεχάτος στο τζιπ και πήρα την συντομότερη ευθεία για την Ελευσίνα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 25, 2011 Author Share Posted September 25, 2011 Βρέθηκα ξανά σε μονοπάτια που είχα αμελήσει πριν. Δεν γνώριζα ούτε την αυθεντική τοποθεσία, οπότε οι όποιες διαφορές πήγαιναν χαμένες στην παρατήρηση της. Ήξερα όμως ότι τα μεγέθη ήταν μικρότερα και συμπυκνωμένα. Το ύψωμα του Αιγάλεω πάντως, που έβλεπα συχνά από το καράβι στη Γη, δεν υπήρχε. Η πόλη αραίωνε νωρίς από κτίρια και το έδαφος έκλεινε αμέσως κατηφορικά προς τον Κόλπο της Ελευσίνας. Είχα μια πολύ καλή θέα της ακτής ώστε να ξέρω ότι με περίμενε απογοήτευση. Δεν υπήρχαν ούτε στρατιώτες, ούτε τρακτέρ ή υποβρύχια. Νεκρό, έρημο τοπίο. Μόνο κάποια ίχνη σε λάσπη και άμμο, που η βροχή και το κύμα θα έσβηναν σύντομα. Οι πέτρες δεν είχαν να μου αποκαλύψουν ούτε τους σκοπούς των εισβολέων. Έμεινα για λίγο στην ακτή εκείνη, αποζητώντας να ηρεμήσω. Σε αντίθεση με το έγκλειστο λιμάνι, εδώ είχε κύμα, και ο παφλασμός του ήταν ευπρόσδεκτος ήχος. Το νερό ήταν καθαρό, και τα βότσαλα που είχαν σπείρει οι κατασκευαστές ήταν πολύ ραφιναρισμένα για να ξεγελάσουν ως φυσικά, γυάλιζαν όμως όμορφα και πολύχρωμα στο βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Οδήγησα πίσω στην Αθήνα χωρίς να βιάζομαι, δεν είχα ιδέα τι θα έπρεπε να κάνω τώρα. Με το μυαλό μου στο αυτόματο βρέθηκα πάλι στην πλατεία Συντάγματος. Διάλεξα ένα από τα υπαίθρια τραπεζάκια ενός φο-ταχυφαγείου και κάθισα εκεί να λιαστώ. Ήταν τέτοιες στιγμές που μου έλειπε το κάπνισμα. Κακιά συνήθεια που διασκέδαζα στην παλιά μου ζωή, που όμως δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου στα αστρικά ταξίδια. Αν θέλεις καριέρα στο διάστημα, κόβεις το τσιγάρο μαχαίρι. Στα στομάχια των αστρόπλοιων έχει άλλου είδους δηλητήρια για να σε σκοτώνουν. Εδώ όμως, ή μάλλον, σε εκείνη την άλλη, την μακρινή πλατεία, είχα καθίσει με φίλους για καφέ και τσιγάρο, να λέμε τις χαζομάρες μας, να κλαιγόμαστε για το τίποτα. Υπάρχουν φορές που μου λείπουν πολλά από το σπίτι, μόνο όμως όταν φιλτράρω τα κακά απ’έξω. Τώρα να είχα κάτι από τότε, έστω ένα σμήνος από περιστέρια να φτερουγίζουν εδώ μπροστά μου. Υπήρχε αυτός ο ήχος, που επέμενε για ένα λεπτό περίπου μέχρι να πιάσω την σημασία του. Πετάχτηκα όρθιος να βεβαιωθώ ότι όντως άκουγα το γάβγισμα ενός σκύλου. «Σκύλος είναι αυτό;» είπα φωναχτά για να βεβαιωθώ ότι τα αφτιά μου εξακολουθούσαν να ακούν φυσιολογικά. Τι άλλο θα μπορούσε να γαβγίζει εκτός από έναν σκύλο; Ένας άνθρωπος, ένας από τους εισβολείς, θα μπορούσε να μιμείται το γάβγισμα. Και αυτή ήταν μια απίθανη απομίμηση. Βγήκα στο μέσον της Σταδίου και ατένισα προς τα Ανάκτορα προσπαθώντας να εντοπίσω την πηγή του ήχου. Ένα λαμπραντόρ ριτρίβερ πετάχτηκε από την Φιλελλήνων και όρμησε χαρούμενο προς το μέρος μου. Έμεινα άναυδος. Έπεσα στα γόνατα και μόνο δεν αγκάλιασα το ζώο που έπεσε πάνω μου λούζοντας με, με την γλώσσα του. Ο ενθουσιασμός του ζώου ήταν τέτοιος που με είχε βρει, και ο δικός μου για τον ίδιο λόγο, που προς στιγμή δεν μπορούσα ούτε καν να αναρωτηθώ από πού είχε ξεφυτρώσει αυτό το ζώο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 26, 2011 Author Share Posted September 26, 2011 Το αφεντικό του δεν άργησε να ξεμυτίσει από την ίδια ακριβώς κατεύθυνση. «Πιέρ! Πιέρ Φου!» φώναζε ο άντρας. Ήταν ένας γεροδεμένος τύπος με σουέντ σακάκι, τζιν παντελόνι και μπότες. Στο κεφάλι του φορούσε καουμπόικο καπέλο, και κρατούσε μια μακριά ράβδο που χρησιμοποιούσε σαν μπαστούνι, όχι πως είχε κάτι το περίεργο το βάδισμα του. Γεμάτο πρόσωπο, φρεσκοξυρισμένο, λευκές φαβορίτες και ένα πλατύ χαμόγελο. Ένα χρυσό δόντι γυάλιζε στο στόμα του. Άνοιξε τα χέρια του εγκάρδια μόλις με είδε. «Μεσιέ Σταργκόν!» φώναξε, «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βρήκαμε! Σχεδόν απελπιστήκαμε όλοι.» Τον κοίταζα αποσβολωμένος όπως με πλησίασε και έτεινε το χέρι του για χειραψία. «Είμαι ο Λουί Μανβουά, τιμή μου που σας γνωρίζω» είπε. «Παρομοίως» είπα, χωρίς να έχω καταλάβει ακόμα ποιον αντίκριζα. «Τι υπέροχη Ατέν που έχετε εδώ. Είναι πανέμορφη! Σχεδόν τόσο όμορφη σαν την αυθεντική. Έχω πάει στην άλλη Ατέν, για να το ξέρετε. Λατρεύω την Ελλάδα.» Συνέχιζα να τον κοιτάζω σαν ηλίθιος, κάτι που το πρόσεξε κι εκείνος. «Συγνώμη, μόλις ήρθα από το ξενοδοχείο. Είδαμε τι έγινε εκεί. Είχατε κάποιο ατύχημα; Ο Διοικητής κάνει σαν τρελός, μιλάει για ίχνη μάχης…» Τον διέκοψε ένας στατικός ήχος που έβγαλε ο μικρός ασύρματος που ο καουμπόης είχε περασμένο στο ζωνάρι του. «Αυτός είναι, μάλλον με ψάχνει. Αφού του είπα…εκνευριστικός άνθρωπος…» Ο Λουί σήκωσε την συσκευή του και πάτησε τον διακόπτη. «Μανβουά. Τον βρήκα. Βρήκα τον μεσιέ Σταργκόν.» «Που είστε;» έκρωξε η φωνή από τον ασύρματο. «Είμαστε στην πλατεία Συντάγματος. Βρίσκεται…» «Ερχόμαστε.» Έτσι απότομα διακόπηκε η συνομιλία. Ο Λουί μου χαμογέλασε απολογητικά. «Είναι δύσκολος άνθρωπος ο Διοικητής.» «Ο Διοικητής;» «Ο Κάρθαν Βέρμεχαν. Είστε καλά; Τι σας συνέβη;» «Όντως δέχτηκα επίθεση. Προχθές το βράδυ.» «Θεέ μου. Από ποιους;» «Δεν ξέρω.» Μου είχε βγει αυθόρμητα. Αφού ήξερα. Τι να έλεγα όμως εκείνη την στιγμή; Ότι μάλλον ο Μεγάλος Πόλεμος δεν είχε τελειώσει όπως νόμιζαν οι περισσότεροι; Και ήταν μερικές τρύπες από σφαίρες αρκετή απόδειξη για να γίνουν πιστευτά όλα όσα είχα να πω; Πέραν των λεγομένων μου δεν είχε μείνει πίσω κανένα στοιχείο. Όλα εξαρτιόνταν από το ποιον αυτού του Βέρμεχαν. Περπατήσαμε την Φιλελλήνων με τον Λουί, με τον Πιερ Φου να τρέχει γύρω μας, να μυρίζει τα πάντα, να κατουράει παντού. Οι Οδόντες είχαν προσγειωθεί στο Πάρκο των Μεταναστών και ο πρώτος λόχος βρισκόταν ήδη στα αποκαΐδια του Λέντρα. Είχαμε κάπου τρία λεπτά για να τα πούμε όλα αυτά, όταν εμφανίστηκε ένα τζιπ με τέσσερις ένοπλους. Δίπλα στον οδηγό καθόταν ο Κάρθαν Βέρμεχαν. Πήδησε από την θέση του πριν ακόμα φρενάρει το όχημα του. Με πλησίασε βιαστικός και με χαιρέτησε στρατιωτικά. «Κύριε Σταργκόν, φοβηθήκαμε τα χειρότερα. Είστε καλά;» Οι ουλές στο σαγόνι του άντρα φάνταζαν ακόμα πιο τρομερές από κοντά, με το δεξί του μάτι να σε κόβει φέτες. Μέσα στη σκούρα πράσινη στολή του όμως έδειχνε περιέργως γοητευτικός, σαν σταρ του σινεμά. «Είμαι μια χαρά Διοικητά Βέρμεχαν. Λίγο κλονισμένος, αλλά ως εκεί.» «Θα μου πείτε τι συνέβη εδώ;» «Θα σας πω, αλλά εν καιρώ. Σας βεβαιώνω ότι οι επιδρομείς έχουν αποχωρίσει. Έφυγαν με υποβρύχια τα χαράματα.» «Υποβρύχια;» «Θα πρέπει να βρίσκονται κάπου στα ανοιχτά του Σαρωνικού αυτή τη στιγμή…» «Θα στείλω αμέσως δύο ανιχνευτές να σαρώσουν το πέλαγος.» «Αυτό να κάνεις Διοικητά, εντωμεταξύ όμως, όπως έχεις δει… Καταστράφηκαν όλα μου τα πράγματα, όλες μου οι προμήθειες. Χρειάζομαι μια νέα λειτουργική βάση, κάπου για να συνέλθω και να ανακτήσω όλα όσα χάθηκαν.» Με χαιρέτησε στρατιωτικά και άρχισε να γαβγίζει διαταγές στον ασύρματο του. Δύο από τους στρατιώτες στο τζιπ έτρεξαν να φέρουν το δικό μου, ενώ εγώ με τον Λουί και τον σκύλο ανεβήκαμε επιβάτες στο δικό τους. Ο σοφέρ μας οδήγησε αμέσως στο Πάρκο των Μεταναστών, όπου περίμεναν τα γιγάντια μεταγωγικά των Οδόντες. Είχαν έρθει οι άντρες μου, και είχα αρχίσει να νιώθω πολύ καλύτερα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 26, 2011 Author Share Posted September 26, 2011 Μου διατέθηκε μια καμπίνα σε ένα από τα μεταγωγικά, μέχρι να στηθεί μια νέα βάση για την αφεντιά μου, που επέμενε να στεριώσει σε αυτή την Αθήνα. Είχα απορρίψει πρόταση του Βέρμεχαν να μεταφερθούμε όλοι σε ένα από τα στρατόπεδα των Οδόντες, που στήνονταν εκείνη την στιγμή σε Κάιρο και Γιοχάνεσμπουργκ. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να ξεκινήσω περιήγηση της κτήσης μου. Είχα να φροντίσω πρώτα τον εαυτό μου, από τα μέσα έξω. Έκανα ένα ζεστό ντους στα λουτρά του σκάφους και άλλαξα στην στολή των μισθοφόρων μου. Με κοίταξαν οι γιατροί του στόλου, μου έβγαλαν ακτινογραφίες και με υπέβαλαν σε εξετάσεις ούρων και αίματος. Από υγεία ήμουν μια χαρά, η τοξίνη που με είχε βγάλει εκτός δεν είχε αφήσει ίχνη στον οργανισμό μου. Στην συνέχεια μου προσφέρθηκε συσσίτιο, μια ποικιλία πρωτεϊνών σε ζελέ, το οποίο, μετά την περιπέτεια μου, βρήκα γευστικότατο. Την ίδια στιγμή ξεφόρτωναν από τα αμπάρια τους νέες προμήθειες, σε τρόφιμα κυρίως, που είχαν έρθει ειδικά για μένα. Αργά το απόγευμα ο Βέρμεχαν ζήτησε ακρόαση και του την έδωσα. «Έχουμε καλύψει τα νερά μέχρι και το πλέγμα Κάπα Δέλτα τριάντα τρία, αλλά δεν εντοπίσαμε υποβρύχια ή άλλο μεταφορικό μέσο. Θα εντείνουμε τις έρευνες στο πλέγμα Νι Σίγμα που καλύπτει και την ακτογραμμή της διπλανής χερσονήσου…» «Διοικητά» τον διέκοψα, «Συμπεραίνω ότι δεν έχεις επισκεφτεί ποτέ την Μητέρα Πατρίδα.» «Όχι κύριε, πράγματι.» «Θα το εκτιμούσα παρ’όλα αυτά αν μελετούσες λίγο τους χάρτες και προσαρτούσες τις ονομασίες στους αριθμούς του γραφικού πλέγματος. Θα διευκόλυνε μέγιστα την επικοινωνία μας.» «Θα το φροντίσω κύριε. Αν τα άτομα που σας επιτέθηκαν είναι ακόμα στον πλανήτη, θα τους βρούμε. Αυτή είναι η δουλειά μας και σας διαβεβαιώνω την κάνουμε καλά.» «Υπάρχει περίπτωση να έχουν αποχωρίσει από την Β7;» «Αν όπως μας λέτε η επίθεση έλαβε μέρος μόλις προχθές, τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην είχαμε εντοπίσει την αποχώρηση τους στην δική μας προσέγγιση. Είχα ολόκληρο τον τομέα καλυμμένο. Δεν υπάρχει μητρικό σκάφος πουθενά στην τροχιά του πλανήτη.» «Μάλιστα.» Ήμουν κι εγώ σίγουρος ότι οι Βερμιανοί ήταν ακόμα στην ρεπλίκα. «Ποιοι ήταν κύριε; Έχετε κάποια υποψία για το ποιοι σας επιτέθηκαν;» Τον κοίταξα και έπαιξα για λίγο με τα δάχτυλα μου. «Δεν μπορώ να το φανταστώ. Καταπατητές, καλά οπλισμένοι καταπατητές που θα πρέπει να πέσανε πάνω μου τυχαία. Διαρρήκτες που βρέθηκαν αντιμέτωποι με το αφεντικό του σπιτιού. Κάναμε κακή αρχή, αλλά αναμέναμε τέτοια προβλήματα, έτσι δεν είναι;» Με κοίταζε σκεπτικός. «Πείτε μου Διοικητά, τι σκέφτεστε;» «Η αλήθεια είναι πως ναι, έχουμε καταπατητές. Έχουμε εντοπίσει ήδη δύο ομάδες. Η μία βρίσκετε στο…» Πάτησε μερικά κουμπιά στο φλατ-ποντ του, διορθώνοντας δεδομένα. «Η μία ομάδα βρίσκεται στις Στέπες της Ασίας. Τους υποψιαζόμαστε ως Κοραλιανούς, νομάδες του διαστήματος, είναι μπελάδες αν μπλέξεις μαζί τους, και μια άλλη ομάδα κάπου στο νησί της Ιαπωνίας, δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι εκείνοι.» «Μένω έκπληκτος» απάντησα ειλικρινά. «Οι καταπατητές δεν χάνουν ποτέ τον καιρό τους κύριε. Όσο αργείς να τους εντοπίσεις τόσο δυσκολότερο γίνεται να τους αντιμετωπίσεις αργότερα. Αλλά ομολογώ ότι κανένας τους δεν έχει το θράσος μιας ένοπλης επίθεσης. Επιτρέψτε μου να εκφράσω την υποψία ότι ίσως διακυβεύεται κάτι σοβαρότερο, κάτι που ίσως σας θέτει σε κίνδυνο.» «Είχαν την ευκαιρία να με σκοτώσουν, αλλά δεν το έκαναν.» «Κι όμως…» «Διοικητά Βέρμεχαν, ποια είναι η τυπική διαδικασία σχετικά με την αναφορά που μου δίνετε αυτή την στιγμή. Θέλω να πω, ποιος άλλος θα την διαβάσει;» Το πρόσωπο από γρανίτη έδειξε προς στιγμή σαστισμένο. «Ένα αντίγραφο θα σταλεί στα κεντρικά του Οδόντες και ένα άλλο στην Αλτρουσιανή Συμμαχία.» «Θα υπήρχε περίπτωση να μην αναφερθεί πουθενά η επίθεση που δέχτηκα; Για τώρα;» Το καλό του μάτι με κοιτούσε τώρα εμβρόντητο. «Δεν νομίζω πως είναι δυνατό να κάνω κάτι τέτοιο. Τα κεντρικά…» «Μόνο την Συμμαχία τότε. Να μην αναφέρουμε τίποτα στους Αλτρουσιανούς.» «Ακόμα και αν το έπραττα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να διασταυρώσουν πληροφορίες με τα Κεντρικά στους Οδόντες. Δεν καταλαβαίνω. Η Συμμαχία φροντίζει την περίμετρο μας. Αν τρέχει κάτι σοβαρό θα είχαμε σίγουρα την ανάγκη της υποστήριξης τους.» «Διοικητά. Κάρθαν. Σε ποιον ανήκει η Ρεπλίκα Β7;» «Ορίστε;» «Ανήκει στην Αλτρουσιανή Συμμαχία; Έχουν δικαιώματα στην ήπειρο της Αυστραλίας για την τροχιακή μας άμυνα, ως εκεί όμως. Έτσι νομίζω. Εσύ τι λές;» «Μα ναι. Ο πλανήτης είναι δικός σας.» «Καταλαβαίνω ότι νιώθεις υπάλληλος του Οδόντες, εύχομαι όμως η Β7 να σου δώσει την αφορμή να επανεξετάσεις ορισμένες οπτικές του ζητήματος. Της έζησα στο πετσί μου τις μέρες που πέρασα εδώ μόνος μου. Δεν είμαστε σε μια συνηθισμένη αποικία, αλλά σε έναν κόσμο, έναν πλανήτη που γεννιέται μόλις τώρα. Δεν έχει καν όνομα. Μια μέρα θα το αποκτήσει. Και θα μοιράσει αυτό το όνομα στους ιθαγενείς του. Εσύ κι εγώ Διοικητά κουβαλούμε από σήμερα αυτό το άγνωστο όνομα. Το ποιος ήμουν πριν έρθω εδώ, σύντομα δεν θα έχει καμία σημασία. Περίμενε, σκέψου, και θα δεις τι εννοώ. Πολύ σύντομα θα εγερθεί ένα ζήτημα που αποκαλείται “εσωτερική υπόθεση”. Που δεν αφορά κανέναν άλλον.» Με κοίταζε σιωπηλός, ανέκφραστος. «Πες μου Κάρθαν, ποια είναι η συνηθισμένη τακτική για τους καταπατητές;» «Σύλληψη και απέλαση στη μεθόριο, συνήθως στην επιτήρηση των Αλτρουσιανών.» «Καλώς. Θέλω να συμμετάσχω σε αυτές τις επιχειρήσεις. Πριν απελάσω τον οποιοδήποτε, θα τον κρίνω πρώτος εγώ.» «Αυτό όμως αντιβαίνει το πρωτόκολλο διαδικασίας. Έχει στηθεί ολόκληρο σύστημα αξιολόγησης στα κέντρα της περιμέτρου, με δική σας έγκριση φυσικά, αλλά…» Στο βλέμμα μου πρόσεξε την σύνοψη όλη μας της κουβέντας μέχρι εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε. Να το νιώσουμε, έτσι;» είπα, «Δεν θέλω να πω τίποτα τώρα, απερίσκεπτα, που θα μετανιώσω αργότερα. Αν παραδώσουμε τόσο πολύ έλεγχο σε άλλους, ίσως να μην τον πάρουμε ποτέ πίσω.» Τον πλησίασα. Πυροβολούσα στα τυφλά, ελπίζοντας ότι χρόνια παρτίδων ποκερίνο κάτι μου είχε δείξει για την ανθρώπινη φύση. «Καταλαβαίνω ότι είσαι ένας απλός υπάλληλος του Οδόντες. Τώρα όμως προσγειώθηκες στην Ρεπλίκα Β7. Σου ανοίγονται νέες ευκαιρίες. Διοικητής τάγματος μισθοφόρων σήμερα, Διοικητής της Αφρική σύντομα, σε λίγο θα χρειαστεί να επιλέξεις σημαία στρατιώτη. Σου επιτρέπω να πάρεις αυτή την μία απόφαση τώρα. Μην με απογοητεύσεις.» «Μάλιστα κύριε.» Έδειχνε μουδιασμένος. Ήταν αλήθεια ότι του είχα φορτώσει ξαφνικά πολλά για να καταπιεί. Ευχόμουν να μην είχα σφάλει. Με χαιρέτησε στρατιωτικά και αποχώρησε. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 28, 2011 Author Share Posted September 28, 2011 Ονειρεύτηκα την Ζόρα εκείνο το βράδυ. Όχι όμως όπως τις άλλες φορές. Εκείνα τα όνειρα είχαν μια αφύσικη ζωντάνια, ήταν σαν εικόνες από μια ξεχασμένη ανάμνηση, μιαν άλλη ζωή, ήταν όνειρα που ήμουν σίγουρος ότι βλέπαμε μαζί. Δεν καταλάβαινα πως και γιατί συνέβαινε. Το όνειρο που είδα τώρα ήταν προσγειωμένο στο καθημερινό, ανθρώπινο ασυνείδητο, λειψό, ανολοκλήρωτο, μπερδεμένο. Κάναμε έρωτα, μετά περπατούσαμε στα σοκάκια της Μήλου, πηγαίναμε για μπάνιο. Το νησί μου ήταν άδειο από άλλους κατοίκους, ήμασταν μόνο εγώ κι εκείνη. Το είχα ελέγξει νωρίς, η Β7 δεν είχε το νησί της Μήλου, ήξερα ότι ονειρευόμουν την Γη. Ήθελα να της πω ότι είχα κερδίσει και την Μητέρα Πατρίδα στα χαρτιά αλλά ήμουν στενοχωρημένος, και η Ζόρα με ρωτούσε συνέχεια «Τι έχεις;» Ξύπνησα μέσα σε ερμητική σιωπή, με έναν πολύχρωμο ήλιο να αιωρείται στο σκοτάδι πάνω από την κουκέτα μου. Ήταν η αχλή του νυχτερινού φωτισμού απ’έξω. Το στρογγυλό φινιστρίνι προκαλούσε την θαμπή αντανάκλαση που κυμάτιζε σαν τρισδιάστατο καλειδοσκόπιο πάνω στον λείο τοίχο της καμπίνας. Πάτησα σε ένα κάθισμα για να φτάσω το χοντρό πρίσμα και να κοιτάξω έξω. Ήταν νύχτα ακόμα, και φυσικά έβρεχε. Στον ορίζοντα έβλεπα τα μαύρα σύννεφα που στροβιλίζονταν και άστραφταν ηλεκτρισμένα. Δεν άκουγα τίποτα γιατί η καμπίνα ήταν ηχομονωμένη από το εξωτερικό περιβάλλον. Ούτε τα μπουμπουνητά, ούτε το νανουριστικό ράπισμα της βροχής μπορούσαν να με αγγίξουν εδώ. Οι ράχες των παραταγμένων διαστημοπλοίων γυάλιζαν υγρές, χρωματισμένες από την ανταύγεια της νυχτερινής Αθήνας. Ήταν μια όμορφη εικόνα, και φανταζόμουν όχι τόσο ήσυχη όσο φάνταζε από την καμπίνα μου. Το στρατόπεδο εμφανέστατα δεν κοιμόταν. Οι καταπέλτες στα περισσότερα μεταγωγικά ήταν κατεβασμένοι. Μπορούσα να δω μέχρι μέσα στα κατάφωτα αμπάρια. Ιπτάμενο και πεζικό προσωπικό φόρτωναν νταλίκες με εκσκαφείς, εργαλεία, υδραυλικούς και αποχετευτικούς σωλήνες, υλικά οικοδομών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Τα οχήματα πηγαινοέρχονταν σε μια ατελείωτη, ολονύκτια δραστηριότητα. Ο Βέρμεχαν είχε μελετήσει καλά την πόλη της επιλογής μου. Διάλεξε, και δέχτηκα, τα Ανάκτορα, το πρώην κτίριο της Βουλής, για την νέα μου βάση. Επειδή όμως, αν και οι εσωτερικοί χώροι ήταν όλοι εκεί, έλειπε οποιαδήποτε λειτουργική εγκατάσταση, και έπιπλα, ο χώρος ήθελε εντατική δουλειά. Είχε τεθεί σχέδιο για εκτροπή και προσαρμογή δικτύου ρεύματος και νερού προς την τοποθεσία. Ο Διοικητής μου είχε τάξει ότι σε τρεις εβδομάδες θα κοιμόμουν στο Ανάκτορο μου. Παραδέχομαι ότι με είχε ενθουσιάσει η ιδέα, κυρίως γιατί θα είχα άμεση πρόσβαση στον παρακείμενο Κήπο. Είχα ήδη δώσει παραγγελία για πάπιες και χήνες. Εκείνη την στιγμή όμως, σκαρφαλωμένος στο φινιστρίνι κοιτώντας έξω, να βλέπω το ιριδίζον βροχόνερο να ρέει στις ατσάλινες ράχες των θωρηκτών του διαστήματος, δεν μπορούσα παρά να αισθάνομαι μια βαθιά μελαγχολία. Μου έλειπε η Ζόρα, και η ουσιώδης απουσία της από τα όνειρα μου σήμαινε ένα μόνο πράγμα. Όπου και να βρισκόταν, ήταν σίγουρα μακριά από μένα. Δεν μου κολλούσε άλλος ύπνος. Κατέβηκα στο τμήμα σίτισης του σκάφους και ήπια δυο κούπες από χθεσινό καφέ. Είχα παρέα μόνο τους αγουροξυπνημένους μάγειρους που ετοίμαζαν το δείπνο της νυχτερινής βάρδιας, και το πρωινό της επόμενης, που ήταν το ένα και το αυτό μενού. Οι μερίδες ήταν έτοιμες, κατεψυγμένες, έπρεπε απλά να τις χώσουν στις υποδοχές των φούρνων για να βγουν έτοιμες και αχνιστές. Ένας από το προσωπικό με ρώτησε αν ήθελα να μου φτιάξει κάτι φρέσκο, αλλά ζήτησα ένα από τα ταψιά των στρατιωτών, κυρίως από περιέργεια. Το ταψί ήταν χωρισμένο σε έξι τμήματα: Προτηγανισμένο αβγό μάτι, μπιφτέκι, πουρές πατάτας, ένα είδος ψωμιού, πουρέ φρούτου και ένα μαύρο κέικ, το οποίο τελευταίο ήταν το μόνο που βρήκα να έχει κάποια αποδεκτή γεύση. Πήρα μαζί μου ένα μικρό θερμός, από φρέσκο καφέ αυτή τη φορά, και στάθηκα στον τεράστιο καταπέλτη του σκάφους που με φιλοξενούσε, να παρακολουθήσω την ανατολή του ήλιου. Η βροχή μας είχε χαρίσει άλλο ένα μικρή ανάπαυλα. Ρουφούσα νωχελικά τον καφέ μου, με τις βάρδιες να πηγαινοέρχονται δίπλα μου και να μαζεύω περίεργα βλέμματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους άντρες δεν ήξεραν ποιος ήμουν. Εντελώς τμηματοποιημένοι, είχαν μια ειδικότητα ο καθένας, γι αυτήν ακριβώς πληρώνονταν, και για όσο διαρκούσε το συμβόλαιο τους με τους Οδόντες, αυτό θα εστίαζαν να κάνουν καλά, τίποτα περισσότερο. Κάποιος ήξερε ότι είχε έρθει εδώ να τσουβαλιάσει παράνομους μετανάστες, και άλλος για να σκάψει χαντάκια και να τοποθετήσει σωλήνες αποχέτευσης. Αυτούς τους άντρες διοικούσε ο Βέρμεχαν. Και αντιλαμβανόμουν την κενότητα των περισσότερων από αυτά που είχα απαιτήσει από εκείνον. Ήμουν ο νεόπλουτος με την αμύθητη περιουσία που την είχε ψωνίσει. Είχα όμως ακόμα και την ζωηρή ανάμνηση της επίθεσης που είχε γκρεμίσει το Λέντρα. Χιλιάδες σαρκοφάγοι οι οποίες, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω, περιείχαν Βερμιανούς των ικανοτήτων της Ζόρας. Αυτός κι αν ήταν ένας στρατός που θα έπρεπε να πάρει κανείς στα σοβαρά. Και ο σκοπός πίσω από τους κοιμώμενους Βερμιανούς; Σίγουρα τίποτα το λιγότερο ψωνισμένο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 29, 2011 Author Share Posted September 29, 2011 Εκεί στον καταπέλτη ήρθε και με βρήκε ο κύριος Μανβουά, πάντα με την συνοδεία του Πιέρ Φου. Οι μπότες του καουμπόη τσαλαβουτούσαν στις λάσπες του στρατοπέδου, τίποτα όμως δεν έδειχνε να μαυρίζει την διάθεση του. «Καλημέρα σας μεσιέ Σταργκόν» είπε εγκάρδια, «αν και υποπτεύομαι ότι αυτό δεν είναι το πραγματικό σας όνομα. Σωστά;» «Λυπάμαι κύριε Μανβουά, δεν έχω την πολυτέλεια να σας δώσω αυτό το όνομα, θα μπορούσε να διαδοθεί κατά λάθος. Είμαι, όσον αφορά εσάς και όλους τους άλλους, αυτός που ξέρετε.» «Καλώς. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Θα σας παρακαλούσα όμως να με αποκαλείτε, αν δεν σας πειράζει, Λουί. Σκέτο Λουί.» «Εντάξει Λουί, δεν έχω πρόβλημα με αυτό.» Το λαμπραντόρ μου έκανε χαρές και έσκυψα να το χαϊδέψω. «Δεν είχα ποτέ μου σκύλο ή άλλο κατοικίδιο» είπα, «Γι αυτό και δεν σκέφτηκα να φέρω κάποιο μαζί μου. Θα διορθώσω ήδη αυτή την παράλειψη. Έδωσα για αρχή μια παραγγελία για πάπιες και χρυσόψαρα, για τον Εθνικό Κήπο.» «Εξαιρετική ιδέα. Θα συνιστούσα και άλογα. Υπάρχουν πανέμορφα τοπία για ιππασία.» «Πράγματι. Θα το έχω υπόψη για την επόμενη φορά.» «Θα μπορούσα τώρα να δούμε το μωρό μας;» «Ορίστε;» «Το κοτσύφι, συγνώμη, το ερ-μπακ.» «Α, μα ναι, δεν είναι μακριά. Ακολουθείστε με. Το χαμ-τερέν, επισκευασμένο, ήταν παρκαρισμένο έξω από το υπόστεγο. Βαδίσαμε στη λάσπη, αποφεύγοντας τις νταλίκες που μούγκριζαν σχεδόν από πάνω μας, γεμάτες φορτίο για την πλατεία Συντάγματος. Η φασαρία ήταν τέτοια, που από την θέση μου τώρα δεν θα μάντευε κανείς ότι βρισκόμουν στην Ρεπλίκα. Η ψευδαίσθηση της αυθεντικής Αθήνας ήταν ευχάριστη. «Μεσιέ Σταργκόν, θα ήθελα την άδεια σας να κόψω μερικά από τα δέντρα σας.» Η φυσικότητα με την οποία μίλησε εκείνες τις λέξεις ήταν ακόμα πιο αναπάντεχη από τη σημασία τους. «Τα δέντρα μου; Ποια δέντρα μου;» «Με συγχωρείτε, να σας υπενθυμίσω ταπεινά ότι τα δάση, τα όρη και οι θάλασσες που απλώνονται γύρω μας είναι ιδιοκτησία σας, όχι; Απλά θα ήθελα να κόψω μερικά δέντρα.» Δεν ήξερα αν ειρωνευόταν ή ήταν μέρος του χιούμορ του. Δεν πρόδιδε όμως τίποτα από τα δύο. Τα γαλανά του μάτια με κοιτούσαν με απόλυτη ειλικρίνεια. Κι αν με δούλευε, ίσως το άξιζα, ειδικά μετά την συμπεριφορά μου σχετικά με το όνομα μου. «Νομίζω ότι δεν θα είχα καμία αντίρρηση, αν μου δώσετε έναν καλό λόγο.» «Θέλω να κατασκευάσω ένα καΐκι.» Είπε την λέξη «καΐκι» στα ελληνικά. Με ξάφνιασε. «Καΐκι;!» «Ναι, ένα τρεχαντήρι. Η ναυπηγική και το ψάρεμα είναι δύο αγαπημένα μου χόμπι. Όχι πως περιμένω να πιάσω ψάρια σε αυτά τα νερά, αλλά πρέπει να το παραδεχτείτε. Όποιοι και να ήταν οι αρχιτέκτονες, μας άφησαν ένα πανέμορφο Αιγαίο με ωραία νησιά και ακτές. Είναι κρίμα να μην μπορείς να πλεύσεις σε τέτοιο κύμα. Όταν καλοκαιριάσει θα δείτε τι εννοώ. Επενδύσατε σε τανκ και αεροθούμενα, αλλά τα νησιά εκεί έξω πρέπει να τα ζήσετε από κοντά.» «Εκτιμώ τον ρομαντισμό σας, αλλά το έζησα όλο αυτό στα μικράτα μου, μάλιστα μου επιβλήθηκε τόσο βάναυσα που για να ξεφύγω εκτοξεύθηκα στο διάστημα. Πήρα τη δόση μου από το αυθεντικό σκηνικό.» «Λυπάμαι που το ακούω. Συγχωρείστε με. Το έζησα κι εγώ, ίσως λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία. Στην πανέμορφη Ύδρα. Όμορφα, αξέχαστα χρόνια για μένα. Δώστε μου ένα καΐκι ανά πάσα στιγμή, χάρισμα σε όλους τα ερ-μπακ. Τυχαίνει… να μη βιάζομαι ποτέ να πάω κάπου. Ίσως φταίει αυτό.» «Εκτιμώ τη θέση σας. Έχετε στη διάθεση σας ό,τι χρειάζεστε για να ναυπηγήσετε το τρεχαντήρι σας.» Ο κύριος Μανβουά εντυπωσιάστηκε με το νέο μοντέλο ερ-μπακ που είχα εξασφαλίσει. Άσχετα με την γραφική φιλοσοφία του, ήξερε καλά το αντικείμενο του και εκτιμούσε την τεχνολογία. Μου εκθείασε ένα σωρό κατεβατά για την μηχανή και τις επιδώσεις του νόβα-4, από τα οποία, σαν άσχετος, δεν κατάλαβα ούτε τα μισά. Η δική μου φαγούρα ήταν να το πετάξω. Κατάλαβε τι σκεπτόμουν, γιατί σίγουρα δεν ήμουν ο πρώτος μαθητής του. Με κάθισε στη θέση του πιλότου και μου εξήγησε ένα-ένα τα όργανα που πλαισίωναν το κόκπιτ. Όταν ζαλίστηκα με τον αριθμό των πληροφοριών, με καθησύχασε ότι δεν χρειαζόταν να αποστηθίσω τα πάντα με την πρώτη. Το ερ-μπακ ήταν σχεδιασμένο επίτηδες απλά, για την γρηγορότερη εκπαίδευση σμηνιών σε στιγμή κρίσης. Το πεδίο των επιδόσεων του ήταν οι αστικές συρράξεις. Στις ανοιχτές μάχες αποτελούσε εύκολο στόχο, με ισχυρότερη άμυνα την ταχύτητα του. Το δικό μου μοντέλο είχε παραδοθεί χωρίς το οπλικό του σύστημα. Το πήρα φθηνότερα, ούτε είχα σκοπό να ριχτώ ποτέ σε ένοπλη σύγκρουση. Με ενδιέφερε μόνο να το πετάξω. «Θα έλεγα να πείτε στους άντρες να το περάσουν έναν τελικό έλεγχο και να το μετακινήσουν στο αεροδιάδρομο.» Δεν ήμουν προετοιμασμένος για την δική του βιασύνη. «Δεν θα κάνουμε πρώτα κάποιες ασκήσεις σε προσομοιώσεις; Το λογισμικό του νόβα έχει κάποια πολύ καλά προγράμματα.» «Άδικα σπαταλημένος χρόνος. Τίποτα δεν συγκρίνεται με το καθεαυτού κοτσύφι. Θα είναι σαν να ξεκινάς πάλι από το μηδέν. Ή θέλετε να παίξετε βιντεοπαιχνίδια, ή να δαμάσετε το αληθινό ερ-μπακ.» «Ε, εννοείται.» «Υπέροχα μεσιέ Σταργκόν. Ραντεβού στις δώδεκα το μεσημέρι, και θα συνιστούσα να μην φάτε τίποτα. Κρατήστε την όρεξη σας για μετά την πρώτη μας συνεδρία. Μην ανησυχείτε, δεν θα κρατήσει πολύ, ποτέ δεν κρατάει πολύ.» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 30, 2011 Author Share Posted September 30, 2011 Το μεσημέρι ήρθε στην ώρα του, χωρίς τον σκύλο. Με τις οδηγίες του, το ερ-μπακ είχε στηθεί στην άκρη της πίστας του πάρκου, κοντύτερα στην ακτή του Φαλήρου, παρά στην παράταξη των προσγειωμένων μεταγωγικών. Ζήτησε από τους πάντες να κρατήσουν ασφαλή απόσταση, όχι ότι οι άντρες ενδιαφερόντουσαν στο ελάχιστο γι αυτό που είχαμε να κάνουμε. Κοίταξα τα κουμπιά μπροστά μου, έσφιξα το πηδάλιο στο χέρι μου, ένιωσα το σάλιο να στεγνώνει στο στόμα μου. Είχε βγει ένας ψεύτης ήλιος που χρύσιζε περιστασιακά την υγρή πίστα από κάτω μας. Τα σκάφη έδειχναν μακριά μέσα από το κόκπιτ. «Να μαντέψω ότι δεν μ’εμπιστεύεσαι δάσκαλε;» είπα βραχνά. Άκουγα την αναπνοή του από πίσω, ήμουν σίγουρος ότι χαμογελούσε. «Θέλω να κάνετε, όπως σας έδειξα, το εξής απλό. Μια κάθετη ανύψωση των δέκα μέτρων, μια καθήλωση στο σημείο για ένα λεπτό, και μια ομαλή επαναφορά στο αρχικό παρκάρισμα. Αυτό θα είναι το σημερινό, το πρώτο μας μάθημα.» «Αυτό μόνο;» «Αυτό.» Άκουσα έναν ήχο και γύρισα να τον δω καθισμένο αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα. Ξετύλιγε μια γκοφρέτα από την οποία πήρε μια γεμάτη δαγκωνιά. Μου επέστρεψε το βλέμμα με ένα αθώο «τι περιμένεις;» ύφος. Οι κραδασμοί με ξάφνιασαν. Είχα στο ενεργητικό μου αρκετές προσγειοαπογειώσεις, ειδικά με την άκατο του Γιέλτσιν, που από άποψη τεχνολογίας ήταν ένα σαράβαλο σε φοβερές διαφωνίες με τις βαρύτητες πολλών πλανητών. Συγκριτικά, το νόβα-4 ήταν δίκυκλο σε μέγεθος, Ματσιαφέρι σε απόδοση. Κι όμως, το ένιωθα να δονείται στα αχαμνά μου και ήταν σαν να είχα καβαλήσει έναν Αλτρουσιανό καταδρομέα. «Χριστέ μου» αναφώνησα. «Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή μεσιέ Σταργκόν, συγκεντρωθείτε.» Το μινιόν θηρίο ήταν έτοιμο. Έβλεπα τα θερμικά κύματα να απλώνονται γύρω μας και να στεγνώνουν το μπετόν. Το πηδάλιο στο χέρι μου ξαφνικά ζύγιζε τόνους. Ξεροκατάπια, επιχείρησα ανεπιτυχώς να σαλιώσω τα χείλη μου, και παίρνοντας το απόφαση τράβηξα το χερούλι πάνω. Ενέδωσε ευκολότερα από ότι νόμιζα. Χάθηκε ξαφνικά το έδαφος από το παράθυρο μου, είδα τα σύννεφα του ουρανού να στροβιλίζονται περίεργα, και όταν ξαναείδα το έδαφος, όχι μόνο με κοίταζε στραβά αλλά και τα προσγειωμένα μεταγωγικά πετούσαν προς το μέρος μου. Το ερ-μπακ σφύριζε τόσο εκκωφαντικά κάτω από τα πόδια μου που νόμιζα ότι βρισκόταν σε αντίστροφη μέτρηση για να εκραγεί. Κάποια στιγμή είδα τα πρόσωπα των αντρών που δούλευαν στους καταπέλτες. Ήμασταν τόσο κοντά. «Λουί!» ούρλιαξα. Δεν ξέρω πως μέσα σε εκείνον τον πανικό βρήκα το σθένος να αφήσω τη θέα του επερχόμενου μου θανάτου και να κοιτάξω τον Μανβουά, αλλά το θυμάμαι καλά. Ήταν δεμένος με ζώνη ασφαλείας στο κάθισμα του και έπαιρνε άλλη μια δαγκωνιά από την γκοφρέτα του. «Μεσιέ Σταργόν, παρακαλώ. Εσείς έχετε τον έλεγχο. Μα το ξεχάσατε;» Γύρισα τον μοχλό αντίστροφα και το ερ-μπακ πήρε μια άκομψη βουτιά προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Ένιωσα το στομάχι μου να κάνει τούμπες και χάρηκα που δεν είχα φάει ακόμα το μεσημεριανό μου. Πάσχιζα να το σταθεροποιήσω, όπως είχα κάνει στον υπολογιστή μου εβδομάδες πριν, το αναθεματισμένο επέμενε να μας πετάει προς τη θάλασσα. «Θα πέσουμε στο νερό!» ξαναφώναξα. «Μόνο αν αυτό θέλετε» απάντησε ο άλλος. Τον άκουγα να μασάει την σοκολάτα του και ήθελα να τον βαρέσω. Άρχισα να βρίζω με το χυδαιότερο δυνατό λεξιλόγιο, φράσεις που ήξερα και φράσεις που δεν βγάζανε νόημα, περισσότερο τσατισμένος με την ανικανότητα μου. Εκείνη την στιγμή ήμασταν ακριβώς πάνω από τα κύματα. Ανάμεσα στις βίαιες ταλαντεύσεις του σκάφους διέκρινα μια λογική, πρόσεξα επιτέλους ποια σπασμωδική μου κίνηση προκαλούσε ποιο τίναγμα. Και κάπου εκεί στη μέση ήταν η χρυσή τομή, γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρη. Έδωσα λίγη μεγαλύτερη ανύψωση με το πηδάλιο του ποδιού και με το πρόσωπο μου να στάζει ιδρώτα, και οι μύες του δεξιού χεριού μου να φλέγονται, το ερ-μπακ σταθεροποιήθηκε οχτώ μέτρα πάνω από το νερό. Όχι τελείως ακίνητο, πηγαινοερχόταν ελάχιστα σε συγχρονισμό με τον καρδιακό παλμό μου. Με τα αφτιά μου να βουίζουν άκουσα τον Μανβουά να με χειροκροτεί. «Μπράβο!» φώναζε, καθώς κρατιόμουν μην τον βρίσω. Δεν άρμοζε σε έναν πλανητάρχη να χάσει την ψυχραιμία του. Αργά και άγαρμπα επιστρέψαμε στην πίστα. Αυτή τη φορά, το σημείο προσγείωσης ήταν γεμάτο από πλήθος που χειροκροτούσε και σφύριζε. Ο Λουί έσκυψε δίπλα μου και ένιωσα την παλάμη του να μου χτυπάει παρηγορητικά την πλάτη. «Μόλις ολοκληρώσαμε το πρώτο μας μάθημα μεγαλειότατε. Ίσως με μισείτε λιγάκι τώρα, περιμένετε όμως να δείτε πόσο νόστιμο θα είναι το γεύμα σας σε λίγο.» Και φυσικά είχε δίκιο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 1, 2011 Author Share Posted October 1, 2011 Τα μαθήματα συνεχίστηκαν. Ο Μανβουά ήταν άριστος εκπαιδευτής. Δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του, δεν έβαζε τις φωνές, σε άφηνε να κάνεις όσα λάθη ήθελες. Δεν έκανα πολλά, και βελτιώθηκα τάχιστα. Το ερ-μπακ ήταν απλό στον χειρισμό του. Πριν κλείσει η εβδομάδα, μου επιτράπηκε να κάνω την διαδρομή της Πατησίων στο ύψος των εκεί πολυκατοικιών. Τα πήγα μια χαρά, παρά την καταρρακτώδη βροχή, αν δεν λογαριάσεις μια σπασμένη λάμπα του δρόμου. Ένιωθα έτοιμος για στενότερους δρόμους, ανυπομονούσα και για τον ανοιχτό ορίζοντα. Ήθελα να δοκιμάσω και τις ικανότητες του σκάφους μου σε ταχύτητες τζετ. Ο Λουί με επιβεβαίωνε ότι θα γινόταν και αυτό σύντομα. Εντωμεταξύ, είχε αντικαταστήσει το καουμπόικο καπέλο με έναν ναυτικό σκούφο. Του είχα παραχωρήσει ένα στέγαστρο στα όρια του λιμανιού, όπου είχε αρχίσει να στήνει το μικρό του ναυπηγείο. Κάθε τόσο έπαιρνε άδεια για εξορμήσεις στην ύπαιθρο, σε αναζήτηση δέντρων για την απαραίτητη ξυλεία. Οι εργασίες στα Ανάκτορα κυλούσαν γρήγορα και οργανωμένα. Οι περισσότεροι χώροι είχαν ήδη γεμίσει από έπιπλα που μαζεύτηκαν από λειτουργικές κατοικίες της πόλης, ενώ υπήρχαν επιπρόσθετες παραγγελίες που αναμένονταν με τις επόμενες προμήθειες. Οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις είχαν ολοκληρωθεί, το θέμα με το τρεχούμενο νερό και την αποχέτευση προχωρούσε λίγο πιο αργά. Με τον Κάρθαν είχαμε να τα πούμε προσωπικά από τη μέρα που του είχα θέσει τις ευθύνες του. Μου έστελνε αναφορές με ταχυδρόμους και όμοια λάβαινε οδηγίες ή παραγγελίες μου. Του επέτρεπα αυτή την απόσταση, για να του δώσω χώρο να σκεφτεί. Διαισθανόμουν ότι θα τα ξαναλέγαμε σύντομα. Είχα αφιερωθεί στην εκπαίδευση μου στο ερ-μπακ, και πραγματικά απολάμβανα την συντροφιά του Λουί και στον ελεύθερο μας χρόνο. Μιλούσαμε κυρίως για την εποχή που είχε ζήσει στην Ελλάδα, στο Αιγαίο, και όλες τις ελληνίδες που είχε κατακτήσει. Σχεδόν τον ζήλευα, ήθελα να είχα ζήσει την δική του ζωή. Ένα βράδυ έλαβα ένα μήνυμα στην καμπίνα μου από τον Βέρμεχαν. Σε δύο μέρες θα ξεκινούσε η επιχείρηση κατά των καταπατητών της Σιβηρίας. Αν επιθυμούσα ακόμα να συμμετάσχω στην επιχείρηση, θα υπήρχε μια απογευματινή ανακοίνωση για τις λεπτομέρειες της αποστολής στο αμφιθέατρο του μεταγωγικού 45, και αναχώρηση το αμέσως επόμενο πρωί. Του μήνυσα ότι δεν είχα σκοπό να το χάσω. Απογειωθήκαμε εφτά η ώρα το πρωί την μεθεπομένη. Είχα μια εκτενή περιγραφή στο μυαλό μου του τι ήταν να ακολουθήσει, αλλά δεν είχα ζήσει ποτέ πριν κάτι παρόμοιο. Το στομάχι μου ήταν ένα μάτσο κόμπους και ζήτημα είναι αν είχα καταφέρει μισής ώρας ύπνο το βράδυ. Ο Βέρμεχαν, που ήταν η σειρά του να παίξει τον ρόλο του καθοδηγητή, υπήρξε αβρός στην συμπεριφορά του. «Μην ανησυχείτε κύριε Σταργκόν, έχουμε ξανα-αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, όλα θα πάνε μια χαρά. Να θυμάστε μόνο αυτά που σας είπα. Δείξτε υπομονή και θα τελειώσουμε κατ’ευχήν και βάση σχεδίου. Μετά, η σκηνή είναι δική σας.» Ο Μανβουά δεν ενέκρινε καθόλου επιχειρήσεις σαν αυτή. Πίστευε ακράδαντα στην ελεύθερη διεκδίκηση και μοιρασιά της ελεύθερης γης.» «Μα δεν είναι ελεύθερη Λουί, είναι δική μου. Εσύ ο ίδιος το είπες, όταν μου ζήτησες άδεια για να κόψεις μερικά δέντρα.» «Δεν ξέρω αν μπορείτε να μα καταλάβετε μεσιέ» μου απάντησε θλιμμένα. «Έχω γνωρίσει αυτούς τους Κοραλιανούς. Υπέροχη, υπερήφανη φυλή. Σε όλη μου τη ζωή αυτούς και τους έλληνες έχω ζηλέψει.» «Τώρα με δουλεύεις ψιλό γαζί.» «Άστε το καλύτερα. Μάλλον δεν θα καταλάβετε.» Του έδωσα μια υπόσχεση που τον ξάφνιασε. Ήρθε παρά τις αντιρρήσεις του το άλλο πρωί να με ξεπροβοδίσει. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted October 1, 2011 Share Posted October 1, 2011 Δεν το κόβουμε σ' αυτό το σημείο!!!!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 2, 2011 Author Share Posted October 2, 2011 Δέκα καταδρομικά Κομήτες είχαν μεταφορτωθεί στο αμπάρι του μεταγωγικού 45, εφαρμοσμένα στις ράγιες εναέριας εκτίναξης. Πήραμε όλοι τις προκαθορισμένες μας θέσεις και αφού ασφαλιστήκαμε, το θωρηκτό ανυψώθηκε προς την στρατόσφαιρα της Β7. Διαπεράσαμε βίαιες καιρικές συνθήκες με τρομερούς κραδασμούς μέχρι να βρεθούμε στην ήρεμη αγκαλιά των άστρων. Το γλυκό συναίσθημα κράτησε μόνο για λίγο. Το σκάφος πήρε μια απότομη κλίση και ξεκίνησε η ιλιγγιώδη πτώση προς την Σοβιετική Στέπα. Δεν ήξερα από πού είχε ξεθάψει ο Βέρμεχαν την αρχαία εκείνη ονομασία του τόπου, δεν τον διόρθωσα όμως, μου άρεσε σαν όνομα. Σκεφτόμουν εδώ και καιρό ότι αν ήταν αυτός ο πλανήτης να αποκτήσει δική του ταυτότητα, θα έπρεπε σιγά-σιγά να διαχωρίζεται από το πρωτότυπο του. Εδώ ξεκινούσε ένας νέος κόσμος, ο οποίος θα ακολουθούσε την δική του ιστορία. Τι σχέση είχε η Ρεπλίκα Β7 με τις εξελίξεις και τις ζυμώσεις που είχαν καθορίσει τις ονομασίες, τις γλώσσες, τα πολιτικά σύνορα της Μητέρας Πατρίδας; Ίσως χρειαζόμουν την Αθήνα που ήξερα, η υπόλοιπη όμως Β7 έπρεπε να αφεθεί ελεύθερη, ως έναν βαθμό, από τον ηγεμόνα της. Δεμένοι στις θέσεις μας στο αμπάρι δεν είχαμε θέα της καθόδου. Δεν πίεσα να καθίσω στο πιλοτήριο, είχα υποσχεθεί να ακολουθήσω τις οδηγίες του Κάρθαν, κυρίως για να μην του αποσπώ περαιτέρω την προσοχή. Ήδη ανησυχούσε αρκετά για την ασφάλεια μου. Ήθελα να σεβαστώ την πείρα και τον έλεγχο του στους άντρες. Εκείνον τον γνώριζαν, βρίσκονταν κάτω από την διοίκηση του για άπειρες αποστολές. Κάποια στιγμή οι κραδασμοί σταμάτησαν. Παρατηρώντας τα πρόσωπα των πιλότων γύρω μου πρόσεξα μια απάθεια, που σε κανονικές εμπόλεμες συνθήκες θα μου προκαλούσαν έναν καθησυχασμό. Είχα να κάνω με επαγγελματίες. Από την άλλη, υπήρχαν ισορροπίες που φοβόμουν ότι ο Κάρθαν δεν είχε μεταβιβάσει επαρκώς στους άντρες του. Ένα φως στην άκρη του αμπαριού άλλαξε από κόκκινο σε πράσινο και οι πιλότοι έλυσαν τις ζώνες τους. Τους μιμήθηκα και σηκώθηκα να τους ακολουθήσω. Ένιωσα ένα τράβηγμα στον ώμο. Ήταν ο Κάρθαν. «Ελάτε μαζί μου» είπε. Ανεβήκαμε στις προσαρμοσμένες σκαλωσιές στα τοιχώματα του αμπαριού, στο ύψος που κρέμονταν τα καταδρομικά. Κάθε Κομήτης είχε δύο θέσεις, η μία πίσω από την άλλη. Με ειδικό προγραμματισμό μπορούσε να το πετάξει κάποιος και μόνος του. Θα μοιραζόμασταν ένα καταδρομικό με τον Κάρθαν. Μου έδωσε την θέση μπροστά, όλος ο έλεγχος όμως ήταν πίσω, σε εκείνον. Μόλις ασφαλιστήκαμε, μετέδωσε τις τελευταίες οδηγίες του προς τα υπόλοιπα σκάφη. Ένιωθα μια περίεργη έξαψη και αγωνία μαζί, σαν να ήμουν έτοιμος να τα κάνω πάνω μου. Ήμουν ένα μικρό αγοράκι σε τρενάκι του λούνα-παρκ, που έχοντας σκαρφαλώσει στο υψηλότερο σημείο των γραμμών, ετοιμαζόταν για την κατηφορική βουτιά. Χαμήλωσαν τα φώτα στο αμπάρι και ο καταπέλτης άρχισε να κατεβαίνει. Η θέα πέρα από το στόμα του μεταγωγικού με ξάφνιασε και μου έκοψε την ανάσα. Ήμασταν ακόμα υψηλότερα από όσο νόμιζα. Μπορούσα να δω τα άστρα πέρα από τον κυρτό ορίζοντα, ενώ ο πλανήτης έλαμπε λευκός και πράσινος από κάτω μας. Αυτή ήταν η «Σοβιετική» Ασία, με σποραδικά σύννεφα από πάνω της. Οι λευκές εκτάσεις όπως μου είπαν όταν ρώτησα, ήταν χιόνια. Το δελτίο καιρού μας είχε προειδοποιήσει ότι οι βροχές στην Ελλάδα θα σταματούσαν σύντομα και θα ακολουθούσε το έντονο κρύο. Τα χιόνια εδώ πάνω είχαν έρθει λίγο πιο νωρίς. Οι Κομήτες άρχισαν να τσουλάνε πάνω στις ράγιες τους, και με τις μηχανές σβηστές άρχισαν να πέφτουν έξω ανά δύο. Για μια δεύτερη φορά πήρα μια εντυπωσιακή, ολική θέα του κόσμου μου από ψηλά. Οι κομήτες άναψαν τις τουρμπίνες τους και παρατάχτηκαν σε μια σειρά καθόδου. Ένιωσα το στομάχι μου να κολλάει στην ραχοκοκαλιά ενώ η επιφάνεια μας πλησίαζε με απίστευτη ταχύτητα. Θα πρέπει να θαύμαζα για κανένα τέταρτο την εντυπωσιακή εκείνη οροσειρά, πάνω από την οποία πετούσαμε, με τις οδοντωτές κορυφές και αβυσσαλέες χαράδρες, όταν ο Κάρθαν μου υπενθύμισε ότι αυτά που αντίκριζα δεν ήταν αποτελέσματα τεκτονικών κινήσεων που χρειάστηκαν χιλιετίες. Ήταν έργο αρχιτεκτόνων που είχε σμιλευτεί μόλις δεκαετίες πριν. Και το σύνολο των θραυσμάτων εκείνης της δουλειάς αποτελούσαν το ενοχλητικό πέπλο στην περίμετρο του πλανήτη, που δυσκόλευε τόσο στην ομαλή προσέγγιση των πλοίων. Η υπενθύμιση με ταρακούνησε και αύξησε τον θαυμασμό μου για όσα έβλεπα. Δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο που να συγκρίνεται με τον υπόλοιπο γαλαξία, όσων αφορά ανθρώπινο επίτευγμα. Στο σύνολο τους οι Ρεπλίκες ήταν έργα μοναδικά, τιτάνια σίγουρα, και για πολλούς άσκοπα και εγκληματικά ματαιόδοξα. Σε συγκριτικά μικρότερα μεγέθη, αυτή η άποψη επικρατούσε και για τις Πυραμίδες της Αιγύπτου στην Μητέρα Πατρίδα. Όταν λοιπόν κάποιος έψεγε την Β7 για την απουσία ενός Παρθενώνα, έψαχνε να βρει το δέντρο ενώ αντίκριζε ένα δάσος. Ο Κάρθαν μου υπενθύμισε την απουσία των Ιμαλαΐων στην συγκεκριμένη Ρεπλίκα. «Θα τους τελείωσε η πέτρα» είπε και δεν ήξερα αν αστειευόταν ή απλά έβγαζε ένα συμπέρασμα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 3, 2011 Author Share Posted October 3, 2011 Ειδοποιηθήκαμε από τα προπορευόμενα σκάφη και σύντομα είδαμε κι εμείς τα συντρίμμια. Μόλις αφήσαμε τους πρόποδες πίσω μας και μπήκαμε τις απαρχές της στέπας, συναντήσαμε τα κομμάτια των πλοίων των Κοραλιανών. Γυάλιζαν σκόρπια κάτω από τον χλωμό ήλιο. Τα είχαμε υπολογίσει σε τέσσερα μεταγωγικά, που φάνταζε μικρός σαν αριθμός αν υπολόγιζες ότι μιλούσαμε για περίπου δέκα χιλιάδες νομάδες. Δεν είχαν συντριβεί, είχαν διαμελιστεί από τους ίδιους τους Κοραλιανούς, έθιμο και παράδοση της τακτικής τους. Ήταν η δήλωση τους ότι είχαν έρθει για να μείνουν, με κάθε κόστος. Ό,τι από τα πλοία τους ήταν χρήσιμο το έπαιρναν μαζί τους. Το υπόλοιπο το άφηναν πίσω. Ο δορυφόρος είχε καταγράψει τρεις ομάδες, οι οποίες είχαν χωρίσει τους δρόμους τους για κανέναν μήνα τώρα. Εμείς ετοιμαζόμασταν να συναντήσουμε την μεγαλύτερη. Έπρεπε να πετύχουμε την υποταγή τους με το πρώτο χτύπημα για να κερδίσουμε τον σεβασμό τους. Αν υποχωρούσαμε, τότε κάθε διαπραγμάτευση κατόπιν θα ήταν άσκοπη. Εκείνοι θα ήταν διαθέσιμοι να το σύρουν σε μακροχρόνια σύρραξη. «Μετά θα μας μείνει μόνο μια διέξοδος» είχε πει ο Κάρθαν στην παρουσίαση της αποστολής, «Ολική εξόντωση. Έχουμε τα μέσα να το πετύχουμε, αν αυτό επιλέξουμε.» Αν χάναμε τον σεβασμό τους σε αυτό το πρώτο χτύπημα, θα έχανα και την δική μου προσέγγιση. Δεν θα με αναγνώριζαν ποτέ ως κυρίαρχο του πλανήτη. Οι Κομήτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, με σκοπό να πλευρίσουν τον καταυλισμό των νομάδων από δύο μέτωπα. Χαρακτηρισμένοι ως «τσιγγάνοι των άστρων», οι Κοραλιανοί κουβαλούσαν μαζί τους ελαφρές, πτυσσόμενες σκηνές, τις οποίες μπορούσαν να αναρτήσουν οπουδήποτε. Θα ξεγελιόταν όμως όποιος υποτιμούσε τις αμυντική τους δεινότητα. Είχαν αιώνες για να ακονίσουν τις ικανότητες τους. Έκαναν τις συναλλαγές τους με πολύτιμα μέταλλα, διάλεγαν την τεχνολογία τους ελαφριά, την διάλεγαν όμως προηγμένη και την αναβάθμιζαν συνέχεια. Ήταν ικανοί να ρίξουν κάτω πολλούς από μας. Ένας οξύς ήχος γέμισε το πιλοτήριο μας. Μας προειδοποιούσε ότι οι Κοραλιανοί μας είχαν εντοπίσει και ξέρανε ότι ερχόμαστε. Μέχρι να σχηματίσω μια σκέψη, είδα στον ορίζοντα τους λεπτούς καπνούς των πυραύλων που είχαν εξαπολύσει εναντίον μας. Ανυψώθηκαν σαν λεπτές κλωστές που ύφαιναν τον ουρανό, με τις «βδέλλες» όπως τους αποκαλούσαν να λάμπουν στις άκρες τους. Ο Κάρθαν είχε καλύτερη οπτική μέσα από τις οθόνες του, επιδόθηκε αμέσως σε μανούβρες διαφυγής ξεστομίζοντας οδηγίες προς το υπόλοιπο σμήνος. Βουτήξαμε χαμηλότερα, μπορούσα σχεδόν να μετρήσω τις βελόνες γρασίδι στο έδαφος. Κάποια στιγμή είμαι σίγουρος ότι το μάτι μου φωτογράφισε μια βδέλλα, η οποία πέρασε ξυστά από το παρατηρητήριο μας. Άκουσα απανωτές εκρήξεις, είδα κομμάτια γης να τινάζονται στον αέρα. Ακολούθησε άλλη μια λάμψη και ένα φτερό από κάποιον Κομήτη στριφογύρισε από πάνω μας. Τρανταζόμασταν τόσο που νόμιζα συνέχεια ότι μας είχαν πετύχει. Είχα χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού για το που ήταν το πάνω ή το κάτω. Σήκωσα με κόπο το κεφάλι μου και προσπαθώντας να εστιάσω μπροστά, είδα περισσότερες κλωστές με βδέλλες στις άκρες τους να απογειώνονται εναντίον μας. Έβρισα. Σχεδόν χαιρέκακα, άκουσα τα μυδράλια του καταδιωκτικού μας να ρίχνουν. Τώρα έβλεπα τον καταυλισμό τους. Ήταν μια μικρή πολιτεία από πολύχρωμα τσαντίρια που απλωνόταν σε μια τεράστια έκταση, πλαισιωμένη από δύο παραπόταμους. Τα μηχανοκίνητα κάρα τους ήταν έξω από τον κύκλο των σκηνών, από εκεί ήταν που μας έριχναν. Οι δεύτερη ομάδα από Κομήτες εστίασαν εκεί την επίθεση τους. Είδα ένα από τα κάρα να εκρήγνυται με ένα λαμπρό, φλογερό μανιτάρι. Η δική μας ομάδα είχε μια άλλη σειρά από εντολές. Ήταν μια απόφαση του Κάρθαν για να επισπεύσει τις δικές μου επιθυμίες. Έπρεπε να χυθεί αίμα, αυτό ήταν δεδομένο για κάθε περίσταση, για να γίνει το δικό μου όμως, έπρεπε να ανέβει κι άλλο ο πήχης. Με δύο ομοβροντίες, τινάξαμε στον αέρα δύο λευκές τέντες μέσα στον καταυλισμό. Μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες σκηνές, οι λευκές τέντες με το άνοιγμα στην κορυφή τους, ήταν χώροι συνεστίασης της φυλής. Εκεί μαζεύονταν, γύρω από την μεγάλη φωτιά που έκαιγε στο κέντρο τους. Εθιμοτυπικά, δεν αποτελούσαν ποτέ στόχο στις συγκρούσεις μαζί τους. Ο Κάρθαν με είχε βεβαιώσει ότι σε στιγμή που ο καταυλισμός δεχόταν επίθεση δεν θα ήταν σχεδόν κανένας εκεί μέσα. Εκείνο το «σχεδόν» μου είχε κάτσει στραβά, δεν μπορούσα όμως να κάνω αλλιώς. Βαθιά μέσα μου ήμουν με το μέρος του Μανβουά. Δεν ήθελα να τους διώξω αυτούς τους ανθρώπους από τον πλανήτη μου. Ούτε όμως μπορούσα να τους επιτρέψω να μείνουν αφήνοντας τους να νομίζουν ότι με είχαν ξεγελάσει ή ότι με είχαν νικήσει. Οι άμυνες τους καταστρέφονταν η μία μετά την άλλη, οι νομάδες όμως συνέχιζαν την λυσσαλέα τους αντίσταση. Οι πιλότοι ανέφεραν αρκετά σοβαρά χτυπήματα που δέχονταν από ελαφρά μυδράλια. Ο Κάρθαν έκανε άλλη μια ιλιγγιώδη βουτιά μέσα στον καταυλισμό. Τα φτερά μας σχεδόν έκοβαν τις μύτες των σκηνών τους. «Ή αυτό, ή τίποτα» τον άκουσα να λέει στην ενδοεπικοινωνία μας. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσε στον εαυτό του. «Εύχομαι να ξέρεις καλά τα έθιμα τους» του απάντησα. Στο κέντρο του καταυλισμού, η ψηλότερη και πιο φανταχτερή τέντα, βάση παράδοσης, ανήκε στην πρώτη σύζυγο του αρχηγού των νομάδων. Ένα λάβαρο κυμάτιζε στον κεντρικό στύλο που προεξείχε από την κορυφή της. Ο Κάρθαν έριξε μια γεμάτη ριπή, εξαφάνισε σχεδόν το πάνω μισό της τέντας. Το λάβαρο σωριάστηκε μαζί με την υπόλοιπη σκηνή. Ήταν ένα πλήγμα κύρους, μια ένδειξη ότι ήμασταν έτοιμοι για όλα. Εγγυημένα δεν θα είχε τραυματιστεί κανείς από αυτό το χτύπημα. Το σμήνος άφησε τον καταυλισμό πίσω του, τόσο όσο για να ανασυγκροτηθεί και να επιστρέψει για το δεύτερο χτύπημα. Μόλις ξαναείδαμε τις σκηνές, μια φωτοβολίδα έσκασε ψηλά από πάνω τους. «Παραδίνονται» είπε ο Κάρθαν. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 4, 2011 Author Share Posted October 4, 2011 Προσγειωθήκαμε σε ένα ύψωμα έξω από τον κύκλο των επιχειρήσεων. Θα περιμέναμε εκεί μέχρι να ετοιμαστούν οι συλληφθέντες για μένα, όπως το έθεσε ο Κάρθαν. Από τη θέση μας είχαμε μια πολύ καλή θέα όσων συνέβαιναν στον καταυλισμό. Οι Κομήτες αιωρούνταν χαμηλά και με μεγάφωνα καθοδηγούσαν τους νομάδες προς έναν νοητό κύκλο στην όχθη του ενός ποταμού. Μαντρόσκυλα και πρόβατα μαζί, ήταν εξοικειωμένοι με την διαδικασία. Είχαμε σβήσει τη μηχανή στο καταδιωκτικό μας, και παρακολουθούσαμε καθισμένοι πάνω σε υγρό χορτάρι. Μου άρεσε εκείνη η αίσθηση, μου είχε λείψει. Και ο κρύος αγέρας που μου έτσουζε τα πνευμόνια έμοιαζε καλός, υγιεινός. «Δεν έστειλα ποτέ εκείνη την αναφορά κύριε Σταργκόν» είπε ξαφνικά ο Κάρθαν. «Δεν ανέφερα τίποτα από αυτά που αποκαλέσατε ως “εσωτερική υπόθεση” της Β7. Σκέφτηκα όλα όσα μου είπατε. Θέλω να σας εμπιστευτώ, γιατί τελικά, θέλω ένα μέρος στο οποίο θα μπορώ να πω ότι ανήκω.» «Σε ευχαριστώ Διοικητά. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το μετανιώσεις. Νομίζω ότι σήμερα κάναμε μια πολύ καλή αρχή. Οι άντρες μας όμως εκεί κάτω, σε ποιο μήκος κύματος βρίσκονται;» «Υπάρχουν αρκετοί που απλά περιμένουν να γυρίσουν στα δικά τους σπίτια μια μέρα. Άλλοι που γέρνουν απ’όπου τους φυσήξει, και λιγότεροι οι δικοί μου, που είμαι σίγουρος ότι θα έρθουν με το μέρος μας. Τα ποσοστά φυσικά μπορούν να αλλάξουν περισσότερο προς όφελος μας. Είναι λίγο νωρίς ακόμα.» «Πολύ καλά. Δεν περίμενα κάτι καλύτερο. Όντως πολύ καλά νέα αυτά.» Σηκώθηκα ανυπόμονος και έκανα έναν κύκλο γύρω από το σκάφος για να ρεμβάσω το άγριο τοπίο. Τα χρώματα εδώ πάνω ήταν πιο έντονα από αλλού. Το χόρτο και τα δέντρα ήταν καταπράσινα, υπήρχαν εκτάσεις με κυματιστά στάχυα τόσο χρυσαφένια που γυάλιζαν στον ήλιο. Έκαναν μέχρι και τον ουρανό να φαντάζει πιο γαλανός από εκείνον της Αθήνας. Βρισκόμασταν κοντά στον δεύτερο ποταμό, το νερό του στροβιλιζόταν φουσκωμένο, σκούρο μπλε σε απόχρωση. Στην όχθη του είδα οργωμένη γη, μέσα από την οποία ξεπρόβαλλαν κάτι κυκλικά εξογκώματα. «Τι είναι αυτά εκεί;» ρώτησα περίεργος. Ο Κάρθαν τα κοίταξε ξαφνιασμένος. «Εκκολαπτήρια» είπε, «για δεντρίλια. Φρουτόδεντρα κυρίως. Είναι σαν μικροσκοπικά θερμοκήπια. Δεν έχω ιδέα τι γυρεύουν εδώ. Οι Κοραλιανοί δεν είναι γεωργοί, δεν ασχολούνται με αυτά.» Αγνόησα τις επιφυλάξεις του και πλησίασα το χωράφι για να δω από κοντά. Τα θερμοκήπια δεν ήταν μεγαλύτερα από σπιτάκι σκύλου, λευκά, σε σχήμα τρούλου. Ήταν παραταγμένα σε οκτώ σειρές πλάτος και είκοσι τέσσερις σειρές μήκος. Είχαν ένα παραθυράκι με σύρτη πάνω τους, και ένα πάνελ με κουμπιά για την ρύθμιση της εσωτερικής θερμοκρασίας. Έσκυψα και πήρα έναν σβώλο νωπού χώματος, ενθυμούμενος τις εκθέσεις που είχα διαβάσει. Το έδαφος είχε κατασκευαστεί, γενετικά τροποποιημένο, ειδικά για να συντηρεί αυτόν τον φυτικό κόσμο. Τα χρώματα των φύλλων και του χόρτου, οι αποχρώσεις των λουλουδιών, δεν είχαν να κάνουν με τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, ή την αλληλοεπίδραση χλωροφύλλης και φωτός. Ήταν απλά η απόχρωση που ήθελαν οι αρχιτέκτονες. Τα εκκολαπτήρια όμως ήταν μια θαρραλέα παρέμβαση, καθώς κανένας δεν είχε δοκιμάσει, στην Β7 τουλάχιστο, την φυσική γονιμότητα της γης. Έσκυψα να δω από κοντά ένα από αυτά, μήπως καταλάβω και τι είχαν φυτέψει μέσα τους, όταν άκουσα τον Κάρθαν να φωνάζει πίσω μου. Δεν κατάλαβα τι είπε, ακουγόταν όμως ανήσυχος. Μόλις ανασηκώθηκα να καταλάβω τι συμβαίνει, έφαγα τον πρώτο σβώλο λάσπης στο πρόσωπο. Ακολούθησαν κι άλλοι σβώλοι, ένας καταιγισμός οργής και μίσους. Μια γυναίκα είχε ξεπροβάλλει από μια συστάδα στάχυα στην άκρη του χωραφιού, εξαπέλυε εναντίον μου κατάρες σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, κατάρες και σβώλους λάσπης που μάζευε με ζέση από καταγής. Φορούσε μια γαλάζια φόρμα, με πολύχρωμα σχέδια κεντημένα πάνω της, και έναν μυτερό σκούφο. Είχε ανυψωμένα ζυγωματικά, σχιστά μάτια και μελαψό δέρμα. Τα μακριά μαύρα της μαλλιά ήταν δεμένα σε μια μακριά πλεξούδα που έφτανε μέχρι την μέση της. Έμεινα να την κοιτάζω σαν ηλίθιος, ξαφνιασμένος περισσότερο από την εξωτική της ομορφιά, παρά τη λάσπη που σφύριζε γύρω μου. Ο Κάρθαν πίσω μου είχε τραβήξει το όπλο του και έτρεχε προς το μέρος μας, βρίζοντας στην γλώσσα της γυναίκας. Εκείνη τον είδε και σταμάτησε, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, η οργή όμως δεν εγκατέλειψε το βλέμμα της. Έκανα νόημα στον Κάρθαν να μην του ξεφύγει καμιά ριπή. Ο Διοικητής μπήκε ανάμεσα σε μένα και την γυναίκα και αντάλλαξαν μερικές κοφτές κουβέντες. Στο τέλος της έβαλε τις φωνές σαν να την μάλωνε με τον χειρότερο τρόπο, μέχρι που την ανάγκασε να χαμηλώσει το κεφάλι της. «Πρέπει να καταλάβει τη θέση της» είπε, «έχουν ηττηθεί και το πείσμα της τους ντροπιάζει όλους.» «Θα νόμισε ότι είχα σκοπό να βλάψω τα δεντράκια.» «Μπορεί και αυτό, αλλά δεν έχει σημασία.» Της έκανε νόημα με την κάνη να προπορευτεί προς τον καταυλισμό. Εμένα μου ζήτησε να περιμένω δίπλα στο σκάφος και μετά ακολούθησε την γυναίκα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 5, 2011 Author Share Posted October 5, 2011 Μέχρι το απόγευμα είχαν προσγειωθεί στην στέπα τρία από τα μεταγωγικά μας. Ήταν όσα χρειαζόντουσαν για να τους στριμώξουμε μέσα όλους αυτούς, για μεταφορά στην Αλτρουσιανή επιτήρηση. Η θεόρατη παρουσία τους όμως είχε κυρίως εκφοβιστικό χαρακτήρα. Δεν είχαμε φορτώσει ούτε έναν νομάδα, δεν είχαμε ξηλώσει ούτε μία σκηνή. Ο Κάρθαν είχε συζήτηση με τον Κοραλιανό αρχηγό, προετοίμαζε την συνάντηση μας. Οι νομάδες είχαν νιώσει ήδη ότι κάτι διαφορετικό εξελισσόταν εδώ. Ο πλανητάρχης θα τους παραχωρούσε γη, με όρους υποτελείας. Είχαν στις αρχαίες τους ιστορίες τέτοιες περιπτώσεις, κανένας τους δεν είχε ζήσει μία σαν κι αυτή. Ο Κάρθαν ήταν κλεισμένος όλη μέρα σε μια τέντα με τον αρχηγό και τους γέροντες, ετοιμάζοντας το έδαφος για την συνάντηση μας. Εγώ εντωμεταξύ ήμουν σε μια από τις καμπίνες ενός μεταγωγικού, δοκιμάζοντας μπροστά σε έναν καθρέπτη μια στολή αξιωματικού, με πολλά και φανταχτερά κουμπιά και γαλόνια. Είχα να παίξω έναν θεατρικό ρόλο, ήταν όμως αναγκαίο. Η συνάντηση έγινε το βράδυ, κάτω από έναν ξάστερο αλλά παγωμένο ουρανό. Μαζευτήκαμε σε μια από τις λευκές τέντες, στο κέντρο της οποίας έκαιγε μια τεράστια φωτιά. Γύρω-γύρω είχαν παραταχθεί χαμηλά τραπέζια με μαξιλάρια αντί για καρέκλες. Το έδαφος ήταν καλυμμένο με πολύχρωμες, χοντρές φλοκάτες. Μου ζητήθηκε να καθίσω σταυροπόδι στην άκρη ενός μεγάλου χαλιού, με τον αρχηγό των νομάδων, επίσης σταυροπόδι, απέναντι μου. Ανάμεσα μας καθόταν ο Κάρθαν για να μεταφράζει. «Άρχοντα Σταργκόν» ξεκίνησε ο διοικητής μου, απευθυνόμενος σε μένα, «Σου παρουσιάζω τον Ηγεμόνα της Φυλής Καλάν, τον Ζόζοφα τον Ικανό.» Ο Ζόζοφας είχε ξυρισμένο κεφάλι, πυκνό μούσι και γένια, αετίσια μύτη και μαυριδερό δέρμα. Φορούσε άσπρες συνθετικές γούνες και σαλβάρια. Ήταν μόνιμα κατσουφιασμένος, το βλέμμα του σκοτεινό και καχύποπτο. Ευτυχώς δεν είχε την υπομονή για στομφώδης προσφωνήσεις. «Θα με αφήσεις να μείνω στη γη σου;» ρώτησε αμέσως. Ο Κάρθαν ευτυχώς με είχε δασκαλέψει. «Απαιτείς ή παρακαλάς;» φώναξα θυμωμένος. Σήκωσε τα χέρια του παίρνοντας μια απολογητική στάση. «Θέλω το καλό του λαού μου, Άρχοντα μου. Αποζητούμε να ξαποστάσουμε, να βρούμε ένα μέρος να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με ασφάλεια. Είμαστε ευλογία για κάθε κομμάτι γης που αγγίζουμε, δεν την καταστρέφουμε σαν κάποιους άλλους άθλιους καταπατητές. Οι ίδιοι οι θεοί μας προστάζουν να σεβόμαστε την δημιουργία τους.» Πιθανόν ο Ζόζοφας να μη γνώριζε την ιστορία των Ρεπλίκων. Δεν θα καθόμουν φυσικά να του δώσω διευκρινίσεις. «Και οι άλλοι; Το τσούρμο στα βόρεια και δυτικά από εδώ;» «Δικοί μου είναι άρχοντα μου. Υπακούν κάθε μου πρόσταγμα. Αν τους θέλεις στα πόδια σου, θα στείλω τώρα μαντατοφόρους να τους μηνύσω να’ρθουν. Θα προσκυνήσουν τη χάρη σου μαζί μου.» «Δεν χρειάζεται. Σε πιστεύω. Μπορώ και θέλω να σου δώσω γη. Σε σένα και τους άντρες σου. Δεν μπορώ όμως, και δεν θέλω, να σου χαρίσω όλον τον πλανήτη. Θα έχετε συγκεκριμένες εκτάσεις δικές σας. Πέρα από τα όρια τους δεν θα επιτρέπετε να βγείτε. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, και μόνο με την άδεια μου. Θα κανονίσουμε και τον φόρο που θα μου παρέχετε κάθε χρόνο γι αυτό το προνόμιο. Αν δέχεσαι αυτά που σου λέω, έχεις τη στέπα.» Ο Ζόζοφας γονάτισε μπροστά μου και άγγιξε το χαλί με το μέτωπο μου. Μετά σηκωθήκαμε και οι δύο και σταθήκαμε αντικριστά. Ο ηγεμόνας έβγαλε ένα γυριστό λεπίδι από το ζωνάρι του. Ο Κάρθαν μου έκανε νόημα να πλησιάσω τον τσιγγάνο. Σταθήκαμε τόσο κοντά στην φωτιά, που ένιωσα τις τρίχες στις φαβορίτες μου να καψαλίζονται. Ο Ζόζοφας σήκωσε την ελεύθερη του παλάμη και την έκοψε διαγώνια. Αίμα έσταξε και τσιτσίρισε πάνω στα τούβλα της εστίας. Στη συνέχεια έδωσε σε μένα το μαχαίρι. Είχα δει αυτή τη βάρβαρη πρακτική σε παλιές, ηρωικές ταινίες. Πάντα αναρωτιόμουν αν θα είχα το σθένος ποτέ να κόψω τον εαυτό μου. Στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων, κυρίως και γιατί το λεπίδι του ηγεμόνα ήταν ιδιαίτερα ακονισμένο. Ενώσαμε τα χέρια και το αίμα μας σε μια δυνατή χειραψία πάνω από τις φλόγες, σφραγίζοντας την αδελφοποίηση μας. Αλλά δεν είχαμε τελειώσει ακόμα. Μετά βγάλανε τα εδέσματα τους, κρέατα ψημένα στη φωτιά, ρύζι και πίτες από καλαμπόκι. Ο Κάρθαν μου εξήγησε ότι δεν είχαν ζωντανά να σφάξουν, απλά κουβαλούσαν προπαρασκευασμένα κρέατα σε ειδικές συσκευασίες συντήρησης. Είχαμε νέα από το βόρειο σκέλος της φυλής, ότι ακολουθούσαν κοπάδια βουβαλιών της στέπας. Σαν κυνηγοί ήταν φυσικό να ψάχνουν να βρουν φυσικούς πόρους για την διατροφή τους. Δεν θα με χάλαγε να δοκιμάσω μια από εκείνες τις μπριζόλες, έστω κι αν ήταν μεταλλαγμένες. Είπα στον Κάρθαν να βάλει όρο στους Κοραλιανούς ότι απαγόρευα το κυνήγι, τουλάχιστον μέχρι να γεννούσαν τα βουβάλια τα πρώτα τους μικρά. Και ότι απαγόρευα ρητώς να σκοτώνονται τα νεαρά ζώα, οποιουδήποτε είδους στην στέπα. Αυτός θα έπρεπε να ισχύσει σαν νόμος σε όλη την Β7. Μέχρι τουλάχιστο να ξεκινήσει ο πλανήτης τον κύκλο του. Μέχρι τότε θα προμηθεύαμε εμείς τους νομάδες με την αντίστοιχη διατροφή. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 6, 2011 Author Share Posted October 6, 2011 Όπως καθίσαμε πάλι οκλαδόν να φάμε, δύο γυναίκες πλαισίωσαν τον Ζόζοφα τον ικανό. Αριστερά του κάθισε η γυναίκα που μου είχε επιτεθεί με τις λάσπες στο χωράφι. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα, χυτά πάνω στους ώμους, και φορούσε ένα διάδημα διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Το σώμα της καλυπτόταν από ένα μονοκόμματο, βαθύ γαλάζιο υφαντό. Στο στήθος της γυάλιζε ένα χρυσό κόσμημα, κρεμασμένο από τον μακρύ της λαιμό. Ήμουν ξανά έκθαμβος από την ομορφιά της. Εκείνη με κοίταζε αδιάφορα σα να με έβλεπε για πρώτη φορά. «Η Σιάν Τζία, η πρώτη σύζυγος του Ζόζοφα» μου ψιθύρισε ο Κάρθαν, καταστρέφοντας τα όνειρα μου. Δεξιά του ηγεμόνα καθόταν ένα αδύνατο, νεαρό κορίτσι, όχι μεγαλύτερο των δεκαπέντε, ντυμένο στα λευκά, με ένα στεφάνι πάνω στα κορακίσια του μαλλιά. Δεν θα το έλεγε κανείς όμορφο, βρισκόταν όμως σε σχετικά άγουρη ηλικία. Το δέρμα του ήταν σκούρο, πλησιέστερο στην απόχρωση του Ζόζοφα. «Η πρώτη κόρη του ηγεμόνα» εξήγησε ο Κάρθαν. «Κόρη της Σιάν Τζίας;» έκανα έκπληκτος. Το καημένο το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα της, τίποτα από την μητέρα του. «Όχι, η πρώτη σύζυγος είναι μητριά του. Η μητέρα της μικρής δεν βρίσκεται εν ζωή.» «Ε τότε, είναι κατανοητό» είπα. Ο Κάρθαν μειδίασε. Ξαφνιάστηκα γιατί είχα δει το γρανιτένιο του πρόσωπο να παίρνει πολλές εκφράσεις, ποτέ όμως δεν τον είχα προσέξει να χαμογελάει. Με τις ουλές στο σαγόνι του έδινε μια πολύ αλλόκοτη εικόνα. Ήθελε να πει κάτι και έμοιαζε να συγκρατιέται με κόπο μην ξεσπάσει σε γέλια. «Η μικρή σας προσφέρεται ως σύζυγος. Είναι ντυμένη νύφη για σας.» Έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Κατάλαβα τότε ότι η αντίδραση μου τον διασκέδαζε. «Αρνούμαι φυσικά. Βρες τον σωστό τρόπο και μήνυσε το στην χάρη του.» «Δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Είναι μέρος του ιερού δεσμού μεταξύ σας.» «Είσαι τρελός; Πρόκειται για ανήλικο κορίτσι.» «Εκείνοι δεν το βλέπουν έτσι. Χωρίς αυτή την ένωση δεν υπάρχει συμβόλαιο. Αν θέλετε τους μαζεύουμε τώρα και τους στέλνουμε στους Αλτρουσιανούς.» Ήμουν έξω φρενών. «Το ήξερες αυτό. Το ήξερες από την αρχή και το επέτρεψες.» «Όχι κύριε Σταργκόν. Δεν το ήξερα γιατί έχει κάτι αιώνες να γίνει τέτοια συνθήκη. Εσείς την απαιτήσατε κι εκείνοι ξέθαψαν το αντίστοιχο έθιμο.» Κοίταξα σοκαρισμένος το νεαρό κορίτσι και είδα απελπισία και απέχθεια στα μικρά καχύποπτα μάτια της, τα τόσο όμοια με του πατέρα της. Έβρισα από μέσα μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα τώρα, παιζόταν μεγαλύτερο παιχνίδι. Το δείπνο έκλεισε με μια πρόποση στους νεκρούς. Ήταν μια δυσάρεστη υπενθύμιση ότι η ειρήνη είχε στοιχίσει σε είκοσι έξι δικούς τους νεκρούς, και μόλις τρεις δικούς μας. Δεν θα μου καθόταν καλά έστω μία απώλεια, πόσο μάλλον τόσοι. Είχα ζήσει μια έντονη και εκάστοτε βίαιη ζωή, τίποτα περισσότερο από καβγάδες σε καταγώγια, μετά όμως το τέλος του μεθυσιού και τα κρατητήρια, δεν μου έμενε παρά ένας πονοκέφαλος που έσβηνε κι αυτός σαν ανάμνηση. Τώρα, και για πολλές νύχτες, θα έπεφτα για ύπνο με τους ανθρώπους που χάθηκαν να βαραίνουν τα σκεπάσματα μου. «Θα το συνηθίσετε» είχε πει ο Κάρθαν. Τρομερά λόγια. Ήξερε ότι θα ακολουθούσαν κι άλλοι. Και ίσως να είχε δίκιο, ίσως να το συνήθιζα. Δεν θα ήταν εξίσου τρομερό; Θυμήθηκα όλα εκείνα τα βιβλία ιστορίας που μου άρεσε να διαβάζω για βασιλιάδες και βασίλεια που έπεφταν και γεννιόντουσαν. Μιλούσαν για αληθινά γεγονότα που όμως φάνταζαν τόσο σαν μυθιστόρημα. Ήταν τελείως διαφορετικό να την ζεις την ιστορία, γιατί ένιωθα ότι ακριβώς αυτό ήταν. Θα μπορούσα να πέσω νεκρός αύριο από εχθρικό μαχαίρι, ήδη όμως είχα γίνει μια υποσημείωση στα γαλαξιακά κιτάπια ως ο πρώτος, ή ο δεύτερος ιδιοκτήτης της Β7. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 7, 2011 Author Share Posted October 7, 2011 Μετά τα φαγητά ακολούθησε μουσική και επιδόρπιο. Μελόπιτες και καφές, τσιμπημένος με ένα ευχάριστο, γλυκόπικρο λικέρ. Πέντε οργανοπαίκτες, καθισμένοι οκλαδόν σε αντικρινό χαλί έπαιξαν παραδοσιακή τσιγγάνικη μουσική και πολλές Κοραλιανές σηκώθηκαν να χορέψουν κάτι που θύμιζε αρκετά το τσιφτετέλι. Σηκώθηκε και η Σιάν Τζία, που ακολουθώντας μια πιο αργή, αισθησιακή προσέγγιση, λικνίστηκε κυρίως για τα μάτια του συζύγου της. Το βαθύ τους δέσιμο και η αφοσίωση ήταν ολοφάνερη στο βλέμμα που αντάλλασσαν ηγεμόνας και πρώτη σύζυγος. Το ζήλεψα εκείνο το κοίταγμα, το ομολογώ. Ταυτόχρονα πρόσεξα τον τρόπο που κοίταζαν οι πιλότοι μας τις γυναίκες των νομάδων. Έσκυψα προς τον Κάρθαν. «Νομίζω ότι ο κόσμος μας χρειάζεται γυναίκες.» «Θα σας το ανέφερα» μου απάντησε, «το Καρτέλ όμως καλύπτει συνήθως αυτή την ανάγκη. Μόλις στηθεί το στρατηγείο των Οδόντες στην Αίγυπτο, θα σταλούν γυναίκες για τους άντρες. Έχουμε βέβαια και οικογενειάρχες που προτιμούν να απέχουν, αυτό συνήθως είναι δυσκολότερο για εκείνους.» «Άσε το Καρτέλ να κάνει αυτό που ξέρει. Εγώ σκέφτομαι μακρυπρόθεσμα. Την προοπτική της Β7 για νέα πατρίδα. Δεν ξέρω πως, και δεν ξέρω τι θα μου στοιχίσει, τι θα έλεγες να φέρναμε τις οικογένειες όσων θέλουν εδώ; Δίπλα τους; Έχουμε τόσα σπίτια που μπορούμε να διαμορφώσουμε σε βιώσιμα. Μια μέρα θα χτίσουμε και δικές μας πόλεις.» Ο Κάρθαν με κοίταζε έκπληκτος. Αυτό ήταν σίγουρα καινούργιο για τους μισθοφόρους. «Θα θέσω το ζήτημα στους άντρες» είπε. Το βλέμμα του πρόδιδε αισιοδοξία. Ή έφταιγε ο υπέροχος καφές που συνέχισε να ρέει στα φλιτζάνια και είχε αρχίσει να μας ζαλίζει γλυκά. Κοιτάζοντας αυτούς τους ανθρώπους, σβήνοντας νοητικά όλη την μοντέρνα τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν, έβλεπα με την φαντασία μου εικόνες από παλαιότερες, πιο αγνές, ηρωικές εποχές. Θυμήθηκα την ιδέα τον Λουί, και ρώτησα τον Ζόζοφα για άλογα. Έδειξε αμέσως μεγάλο ενδιαφέρον. Είχε αναμνήσεις του παππού του καβάλα σε άτι, είχε καθίσει μικρό παιδάκι στη σέλα μαζί του. Ήταν μια ρομαντική και ζηλευτή μνήμη για εκείνον. Τα οχήματα που διέθεταν τώρα ήταν χρήσιμα, τα άλογα όμως εξίταραν την φαντασία και τον ανδρισμό του. Το σημείωσα, μετά τις πάπιες και τις χήνες σίγουρα θα έπαιρναν σειρά και τα άλογα. Είχα και μια τελευταία έκπληξη. Μπήκε στην μεγάλη τέντα ένα παιδί, ένα μικρό αγοράκι, κρατώντας στα χέρια του μια μεγάλη πιατέλα. Την παρέδωσε στην Σιάν Τζία και εκείνη με την σειρά της ήρθε και την εναπόθεσε στα πόδια μου. Ήταν γεμάτη κατακόκκινα μήλα. Δοκίμασα έκπληκτος ένα. Ήταν σκληρό, ζουμερό και γλυκό. Η πρώτη σύζυγος με κοίταζε κατάματα, προφανώς αυτή τη φορά με έγκριση του άντρα της. «Από τον κήπο μου, προς εξάλειψη κάθε πικρού χρέους έχει εναπομείνει ανάμεσα μας» είπε. «Το δέχομαι και σε ευχαριστώ,» απάντησα. «Είσαι η ομορφότερη γυναίκα που έχω συναντήσει στην ζωή μου.» Αυτό το δεύτερο το κράτησα για τον εαυτό μου, φυσικά. Η Σίαν Τζία δεν ήταν Κοραλιανή. Η ενασχόληση με την γεωργία ήταν κομμάτι που κουβαλούσε από την παλιά της ζωή, πριν βρεθεί στην πορεία του Ζόζοφα. Τώρα είχε ολόκληρη αυλή από συντρόφισσες που την βοηθούσαν να καλλιεργεί τους κήπους της, ξεκινώντας μια νέα παράδοση για την φυλή των Καλάν. Της έδωσα όσα κομπλιμέντα μου ήταν επιτρεπτό για το ταλέντο της, και την παρακάλεσα να λαβαίνω δείγματα της προόδου των καλλιεργειών της στα Ανάκτορα των Αθηνών. Ήταν επικοινωνιακή ιδέα του Κάρθαν να αναφέρω πάνω σε συζητήσεις τα Ανάκτορα, για να τονίζω κυρίως την σημαντικότητα μου σε αυτούς τους ανθρώπους. Ένιωθα χαζός αλλά όντως, έδειχνε να έχει αποτέλεσμα. Έπρεπε να παραμείνουμε τρεις μέρες στον καταυλισμό για τον γάμο, τον δικό μου, που θα ξεκινούσε από το επόμενο πρωί. Ο Κάρθαν αποσύρθηκε στο μεταγωγικό από όπου θα κρατούσε συνεχή επικοινωνία με την Αθήνα, παραδίδοντας μου τις πιο σημαντικές αναφορές και μεταβιβάζοντας όποιες εντολές είχα να δώσω. Οι νομάδες μου είχαν ετοιμάσει μια σκηνή, όπου θα περνούσα τις επόμενες δύο νύκτες, συμπεριλαμβανομένης της γαμήλιας. Κράτησα μαζί μου δύο πιλότους, μόνο ως ένδειξη κύρους. Ο Κάρθαν με επιβεβαίωσε ότι ήμουν απόλυτα ασφαλής. Η αδελφοποίηση και οι όρκοι που είχα ανταλλάξει με αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν κούφια τελετουργικά. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 8, 2011 Author Share Posted October 8, 2011 Κοιμήθηκα πάνω σε μαλακά μαξιλάρια, φορώντας την πλεκτή ρόμπα που μου χάρισαν και είδα ευτυχισμένα όνειρα. Ήμουν στο νησί μου και ζούσα την οικογενειακή ζωή που δεν γνώρισα ποτέ. Κάπου είδα και τον πατέρα μου να χαμογελάει. Η Σιάν Τζία μου έψηνε καφέ στη χόβολη και ο Λουί πέρασε για να πάμε ψάρεμα με το καΐκι του. Με ξύπνησαν βούκινα στο ρόδισμα της αυγής. Αναμόχλευσα για λίγο το όνειρο, πασχίζοντας να το αποτυπώσω στη μνήμη μου. Ο πατέρας μου χαμογελαστός ήταν η πιο δυνατή εικόνα. Βγήκα στην είσοδο της σκηνής για να γίνω μάρτυρας μιας εκπληκτικής παρέλασης. Οι νομάδες του βορρά μόλις κατέφθαναν στον καταυλισμό μετά από ολονύκτια πορεία. Ή επιστροφή τους είχε διαταχθεί από τον Ηγεμόνα τους. Νεαροί στην πλειοψηφία, ήταν οι κυνηγοί των Καλάν. Ήταν εκπληκτικό, αλλά όλοι τους είχαν τόξα και φαρέτρες γεμάτα βέλη περασμένα στους ώμους τους. Δεν έδειχναν πολύ χαρούμενοι που έβλεπαν εμάς και τα σκάφη μας ανάμεσα τους. Είδα και μια ομάδα να κουβαλάει θηράματα, δύο νεκρά βουβάλια της στέπας. Η εντολή μου τους είχε φτάσει αργά και γι αυτό τους συγχώρεσα. Τελικά θα δοκίμαζα νωρίς εκείνες τις μπριζόλες. Μέχρι το μεσημέρι είχε φτάσει δεύτερο μεταγωγικό μας, κουβαλώντας δώρα για τον Ζόζοφα τον ικανό. Είχαμε φέρει επεξεργασμένη ξυλεία, υφάσματα, τρόφιμα και διάφορα επιχρυσωμένα διακοσμητικά που είχαμε ξηλώσει από τα σπίτια της Αθήνας. Στην Σιάν Τζία δωρίσαμε έναν ολόσωμο καθρέπτη. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο Λουί αρνήθηκε να έρθει για τον γάμο, παρά την πρόσκληση μου. Όταν επιχείρησα να επικοινωνήσω μαζί του, μου είπαν ότι ήταν εκτός Αθήνας, χαμένος στα δάση της βόρειας Αττικής. Λίγο πριν την τελετή, ο Κάρθαν ήρθε να επιβλέψει την στολή που θα φορούσα στον γάμο. Μου κάρφωσε διάφορες διακοσμητικές πινέζες και σήματα που θα με έδειχναν πιο σπουδαίο στα μάτια τους. Ένιωθα γελοίος, και ήταν οι λιγότερες από τις ανησυχίες μου. Που να το φανταζόμουν, όταν ξεκινούσαμε γι αυτή την περιπέτεια, ότι θα κατέληγα παντρεμένος. Και ότι ο γάμος μου θα ακολουθούσε μια σειρά από κηδείες. «Κάρθαν, δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Δεν μοιάζει σωστό.» Σιγά-σιγά προσαρμοζόταν στον ρόλο του ως υπασπιστής μου, αν και να μου καθησυχάζει τις ανασφάλειες τον έφερνε συχνά σε αμηχανία. Το έβλεπα στο μάτι του. Ταυτόχρονα ορκιζόμουν στον εαυτό μου να γίνω λίγο πιο χοντρόπετσος. «Καταλαβαίνω ότι είναι σωστό για εκείνους, μα η κοπέλα… το κορίτσι είναι ανήλικο. Δεν ξέρω τι ακριβώς αναμένεται από μένα, δεν πρόκειται όμως να την αγγίξω. Βρες κάτι να τους το δικαιολογήσεις.» «Δεν χρειάζεται να αποδείξετε σε κανέναν τίποτα. Αν δεν θέλετε να την αγγίξετε δικαίωμα σας σαν σύζυγος. Κανείς δεν θα σας κατηγορήσει. Εξάλλου η κοπέλα δεν είναι παρθένα.» «Δεν είναι;» «Τα κορίτσια τους δεν παντρεύονται παρθένες, και ποτέ τον πρώτο τους εραστή. Θεωρείται γουρσουζιά. Όσο περισσότερους εραστές έχει μια γυναίκα πριν τον γάμο της, τόσο μεγαλύτερη και η αξία της. Η Βρίθια είχε τρεις εραστές μέχρι σήμερα. Μου το ανέφερε ο Ζόζοφας απολογητικά, δεν είχε όμως άλλη, καλύτερη κόρη να σου προσφέρει.» Αν χθες είχα δει τον Κάρθαν να χαμογελάει για πρώτη φορά μπροστά μου, αυτή τη φορά τον είδα και να γελάει για πρώτη φορά. Δεν έφταιγε εκείνος φυσικά, τον παρέσυρα εγώ με το δικό μου ξέσπασμα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ήμασταν μόνοι μέσα στην σκηνή μου, με δύο πιλότους φρουρούς στην είσοδο της σκηνής, και ξεκαρδιστήκαμε ελεύθερα στα γέλια. Κάποια στιγμή, σοβάρεψε όσο μπορούσε και με κοίταξε διερευνητικά με το μάτι του. «Ξέρετε, έχετε το δικαίωμα να προκαλέσετε τον Ζόζοφα σε μονομαχία, αν επιθυμείτε την σύζυγο αντί την κόρη του.» Ρίγησα. Αν ήμουν κάποιος άλλος, ίσως. «Μην με βάζεις σε τέτοιους πειρασμούς Κάρθαν» είπα αστειευόμενος. «Είναι καθήκον μου να σας παρουσιάζω όλες σας τις επιλογές.» Ήμουν σίγουρος ότι ήταν απόλυτα σοβαρός στην δήλωση του. Η τελετή ήταν σχετικά λιτή και απλή. Η Βρίθια, ντυμένη όπως το προηγούμενο βράδυ στα λευκά, στάθηκε απέναντι μου με δυστυχισμένο βλέμμα. Ήμασταν πάνω σε ένα χαλί με χρωματιστά σχέδια, που είχε στρωθεί μόνο για εμάς τους δύο στο γρασίδι. Ανάμεσα μας, ο σαμάνος των Καλάν ράπισε τα μέτωπα μας με ένα βρεγμένο ματσάκι από βάγια. Η ομορφιά και το μεγαλείο του γάμου ήταν στους χιλιάδες Κοραλιανούς με τις πολύχρωμες ενδυμασίες που ήταν απλωμένοι γύρω μας, και στην εκθαμβωτική στέπα που περιέκλειε όλους εμάς. Ο ορίζοντας ήταν τόσο χαμηλά που σχεδόν δεν φαινόταν. Απίστευτος, τεράστιος ουρανός, έστω και γκρίζος, κυριαρχούσε πάνω από τα κεφάλια μας. Και μόλις μας ράπισε ο ιερέας τους, είδαμε και τις πρώτες νιφάδες. Αυτό άρεσε στους νομάδες, το θεώρησαν καλότυχο. Κυρίως για τον χειμώνα που ήταν να ακολουθήσει. Εγώ δεν ήμουν και τόσο σίγουρος τι σήμαινε αυτό, αν ήταν να το δω μοιρολατρικά, για την συμβίωση μου με αυτό το άγνωστο κορίτσι. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.