Jump to content

Ρεπλίκα


Recommended Posts

Ακολούθησε ένα διήμερο γλέντι με χορούς, άσματα, αγώνες τοξοβολίας, οινοποσία, με το παράξενο κρασί που κατασκεύαζε η φυλή από γογγύλια, και φαγητό. Με τον Ζόζοφα, μεταξύ κρασιού και φιλέτου, επιδοθήκαμε σε αγώνες μπρα-ντε-φερ, όπου με νίκησε σε όλους. Ο Κάρθαν είπε ότι αυτό ήταν καλό, ότι δηλαδή ανέβαζε τον ηγεμόνα στα μάτια του λαού του, χωρίς όμως να μειώνει το κύρος του γενναιόδωρου πλανητάρχη. Στο τέλος των πανηγυρισμών περίμενε το ξημέρωμα που θα παίρναμε τον δρόμο του γυρισμού. Όχι όμως πριν την κρίσιμη νύχτα για το νεόνυμφο ζευγάρι. Μας συνόδευσε ολόκληρη κουστωδία μέχρι την σκηνή μου, την οποία είχαν κυκλώσει με αναμμένους πυρσούς καρφωμένους στο έδαφος. Η αντανάκλαση της φλόγας τους από τη στενή είσοδο, και η ανταύγεια από τον λάκκο με τα αναμμένα κάρβουνα στο κέντρο της σκηνής, ήταν ο μόνος φωτισμός που είχαμε στη διάθεση μας. Το μικρό άνοιγμα ψηλά στην τέντα επέτρεπε στην φυγή των αναθυμιάσεων και επέτρεπε μια φευγαλέα ματιά στον έναστρο ουρανό. Τα σύννεφα είχαν σκορπιστεί πριν προλάβει να στρώσει το χιόνι, αλλά το κρύο ήταν έντονο.

 

Η νύφη μου φάνταζε εξωπραγματική τώρα που ήμασταν μόνοι, το σκούρο πρόσωπο της σχεδόν αόρατο στις σκιές, το βλέμμα της καυτό πάνω μου. Θα πρέπει να με μισούσε. Το νυφικό και το στεφάνι της έμοιαζαν να αιωρούνται γύρω από τα μάτια της.

«Κοίτα» της είπα, «Ξέρω ότι δεν με καταλαβαίνεις, αλλά δεν χρειάζεται να με φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε πειράξω. Όλα αυτά ήταν για τα δικά τους μάτια. Για το καλό της συνθήκης. Θα φροντίσω για την άνεση σου, δεν πρόκειται να σου λείψει τίποτα. Όσον αφορά εμένα, είσαι ελεύθερη. Μπορείς να ξαπλώσεις σ’αυτή την άκρη. Εγώ θα πάρω την άλλη πλευρά της σκηνής. Να εκεί. Εντάξει;»

Κοιταχτήκαμε για λίγο. Δεν είχε ιδέα τι της έλεγα, πιθανό να μην την ενδιέφερε καν. Πισωπάτησε και στάθηκε ακριβώς δίπλα στη θράκα. Με μια κίνηση που με ξάφνιασε, έριξε από πάνω της το νυφικό και έμεινε ολόγυμνη. Το δέρμα της, αψεγάδιαστα λείο, φωτίστηκε κεχριμπαρένιο. Είχε μικρό στήθος, με μεγάλες, μελαψές αρεόλες και μυτερές θηλές. Η ηβική της χώρα ήταν πλούσια σε ανέγγιχτη τριχοφυΐα. Αμέσως ένιωσα να ασφυκτιώ επώδυνα στο παντελόνι, ήταν λες και το σώμα μου είχε δική του θέληση. Η Βρίθια διάλεξε μαξιλάρια δίπλα στη φωτιά και ξάπλωσε εκεί τελείως προκλητικά, με τα πόδια της ανοιγμένα. Με περίμενε. Το επικριτικό της βλέμμα θα λύγιζε και ατσάλινο δόρυ, όχι όμως το δικό μου. Έβρισα μέσα από τα δόντια τον εαυτό μου, αλλά εκείνη την στιγμή, με κρασί ακόμα να κυλάει στο αίμα μου, ο πόθος με είχε συνεπάρει πρόστυχα.

«Δεν κατάλαβες…» ψέλλισα.

Σηκώθηκε απηυδισμένη και με πλησίασε άφοβα, χωρίς ντροπή. Είπε κάτι στη γλώσσα της και μου χούφτωσε θυμωμένη τον καβάλο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι ήμουν ήδη έτοιμος, γέλασε και είπε κάτι άλλο, που επίσης δεν κατάλαβα. Με έσφιξε στη χούφτα της και με τράβηξε μαζί της μέχρι τα μαξιλάρια.

 

Το παιχνίδι ήταν τελείως στα χέρια της. Μου έβαλε τρικλοποδιά και με έριξε κάτω. Χίμηξε αμέσως πάνω μου. Δεν είχε ιδέα πως ήταν κουμπωμένη η στολή μου αλλά αυτό δεν την πτόησε. Βγάζοντας κραυγές σαν αγρίμι, πάσχιζε να σχίσει τα ρούχα από πάνω μου. Προσπαθούσα όσο προλάβαινα να την βοηθήσω με τα κουμπιά, στην πορεία έτρωγα και μερικά χαστούκια. Όταν πια είχε ακάλυπτα όσα την ενδιέφεραν έπεσε πάνω μου και άφησα μια έκπληκτη κραυγή. Ένιωσα τα δόντια της και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι είχε σκοπό να με ευνουχίσει. Αντ’αυτού κάθισε πάνω μου και γέλασε με την τρομάρα μου. Σίγουρα θα παρουσίαζα μια αστεία εικόνα για εκείνη, ένας γυμνός αυτοκράτορας, τόσο κοινός στην εμφάνιση χωρίς τα γαλόνια και τα μετάλλια του. Και ίσως είχε δίκιο, ίσως αυτό το κορίτσι με έβλεπε πιο ξεκάθαρα από ολάκερη την φυλή της. Από τους πάντες. Πάλεψα με αυτό το αγρίμι όλη νύχτα, και δεν θα ντραπώ να παραδεχτώ ότι ήταν υπέροχα. Ολοκλήρωσα τρεις φορές, την τρίτη αφού δέχτηκα θερμότατη παραίνεση και αρκετό ξύλο. Το πρωί με βρήκε σε πλήρη ικανοποίηση και με μώλωπες σε όλο μου το κορμί.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 86
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • DinoHajiyorgi

    73

  • Mindtwisted

    6

  • Nienor

    4

  • niceguy0973

    1

Ο Κάρθαν έφερε μια στολή των Οδόντες ειδικά για την Βρίθια. Αντιστάθηκε, αλλά τις έβαλα τις φωνές, και αν και δεν κατάλαβε τα λόγια, ήξερε ότι έπρεπε να με υπακούσει. Της έδειξα πώς να τη φορέσει, και πως δουλεύουν τα φερμουάρ και τα κουμπιά της. Σαν αποτέλεσμα όντως έδειχνε γελοίο πάνω της, ήταν αναγκαίο όμως μόνο για την πτήση και το ψύχος που επικρατούσε στην κοιλιά του θωρηκτού. Υποσχέθηκα να της βρω πολλά ωραία φουστάνια στην Αθήνα. Οι Κοραλιανοί παρατάχθηκαν στη σειρά για να μας ξεπροβοδίσουν στα σκάφη μας. Μια ομάδα σμηνιτών θα έμενε πίσω στον καταυλισμό, και αντίστοιχος αριθμός Καλάν κυνηγών θα έρχονταν μαζί μας. Ήταν ένα δείγμα αλληλοεκτίμησης και διαφύλαξης της εμπιστοσύνης ανάμεσα μας, όπως μου εξήγησε ο Κάρθαν. Εμένα περισσότερο με έφερνε προς την δυσπιστία, αλλά μάλλον ήταν αναγκαίο γιατί, αρχικά τουλάχιστον, θα στηνόταν μια γέφυρα μεταξύ της Σοβιετικής Στέπας και την πρωτεύουσα των Αθηνών. Αυτό ήταν μόνο ένα δείγμα του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ένας κρίσιμος και πολυάσχολος χειμώνας. Πέρα από το κυνήγι των καταπατητών, ήταν καιρός να ανοίξουν οι πόρτες και στους νόμιμους μετανάστες που αιτούσαν πρόσβαση στην επικράτεια μας. Θα χρειαζόμασταν μεγάλο αριθμό υπαλλήλων για να σηκώσουμε τον φόρτο αυτό, και σίγουρα μια στρατιά λογιστών, οικονομολόγων και νομοθετών για να στήσουμε έναν πλανήτη.

«Μιλάμε για υπουργεία» είπα στον Κάρθαν, αρκετά μουδιασμένος με την προοπτική όσων μας περίμεναν. «Πρέπει να ιδρύσουμε υπουργεία και να χρήσουμε υπουργούς.»

«Και ένα θησαυροφυλάκιο» μου υπενθύμισε ο υπασπιστής μου.

Σωστά. Πώς να ετοιμάσεις μια αυτοκρατορία χωρίς τράπεζες;

 

Οι εργασίες στα Ανάκτορα των Αθηνών δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Τα κεντρικά δώματα όμως ήταν έτοιμα, είχαμε ρεύμα, θέρμανση και τρεχούμενο νερό. Η Αττική δεν είχε δει χιόνι, οι βροχές όμως είχαν σταματήσει και έκανε τσουχτερό κρύο. Στο Πάρκο των Μεταναστών επιβιβαστήκαμε σε ένα χαμ-τερέν που μας έφερε κατευθείαν στην πλατεία Συντάγματος. Είχε στηθεί ολόκληρο στρατόπεδο γύρω από το εργοτάξιο και την σκαμμένη γη, όπου διαμορφωνόταν ένα ολόκληρο αρδευτικό δίκτυο για το κέντρο της πόλης.

 

Και η ονομασία «Ανάκτορα» φαίνεται ότι είχε επηρεάσει τον Κάρθαν και όσους τον βοήθησαν, γιατί πρόσθεσαν αρκετή φαντασία και δημιουργικότητα στο να φτιάξουν έναν βιώσιμο χώρο. Τα έπιπλα που διάλεξαν για να γεμίσουν τις αίθουσες βοήθησαν στο αισθητικό αποτέλεσμα. Χαλιά, κουρτίνες, καναπέδες, μια φρέσκια στρώση βάψιμο και ένα τεράστιο τζάκι στο καθιστικό ζέσταιναν με το παραπάνω την ατμόσφαιρα. Τα φωτιστικά γέμιζαν με φως την κάθε γωνία, δεν άφηναν περιθώρια για σκιές πρωί ή βράδυ, αποτέλεσμα που είχα συχνά ανάγκη στις εκρήξεις μελαγχολίας που μου τύχαιναν συχνά. Το μεγάλο διπλό κρεβάτι ήταν μια επιστροφή στις ανέσεις του Λέντρα, και σίγουρα μια βελτίωση στην κουκέτα που κοιμόμουν το τελευταίο καιρό. Είχα ολόκληρη τραπεζαρία στη διάθεση μου, και χώρο δεξιώσεων ή ακροάσεων ανάλογα με την περίσταση. Μια κουζίνα στην οποία είχαν ανατεθεί μάγειρες των Οδόντες, και αποθήκες με τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, και ξυλεία για τα τρία τζάκια που είχα στη διάθεση μου. Το ένα από αυτά ήταν στην κρεβατοκάμαρα, και η χρησιμότητα τους ήταν κυρίως διακοσμητική γιατί τα Ανάκτορα θερμαίνονταν με κλιματιστικούς αεραγωγούς. Οι τοίχοι ήταν λίγο γυμνοί από διακόσμηση, ήταν όμως στη λίστα παραγγελιών να φέρουμε πίνακες ή καλλιτέχνες που θα μας αναδείκνυαν τους χώρους. Είχε εγκατασταθεί και σύστημα ηχείων και υπολογιστή που περιείχε κατά παραγγελία πολλά μουσικά κομμάτια της επιλογής μου από τον παλιό κόσμο. Θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος για να ανακτήσω όλα όσα είχα χάσει στη φωτιά του ξενοδοχείου. Με τον Κάρθαν περπατήσαμε το Πρώτο Νεκροταφείο και συζητήσαμε την καταστροφή που είχε συντελεστεί εκεί από τους επιδρομείς. Ήταν φανερό ότι είχαν ξεθάψει κάτι, αλλά δεν του είπα για την Ζόρα ή τις σαρκοφάγους. Διάλεξα αρκετά αγάλματα, και την Κοιμωμένη του Χαλεπά για να διακοσμήσουμε τα ανάκτορα και τον Κήπο τους.

 

Η Βρίθια δεν έδειξε και πολύ εντυπωσιασμένη από την Αθήνα. Ίσως την είχα υποτιμήσει εγώ, γιατί μπορεί να ήταν νομάδας και να συμπεριφερόταν σαν αγρίμι, τα μάτια της όμως είχαν προλάβει να δουν πολλά, πόλεις μεγαλύτερες και πιο υπέρλαμπρες από την δική μας. Δεν έδειχνε να εκτιμάει ούτε το ταπεινό σπιτικό του συζύγου της. Δεν μπορούσε να περιμένει για το πότε θα έβγαζε επιτέλους την στολή που είχε αναγκαστεί να φορέσει και που την έπνιγε. Ευτυχώς διέθετε αρκετά προικιά τα οποία είχαμε φέρει μαζί μας. Τα ρούχα που τις είχαμε παραγγείλει από τα εξώτερα συστήματα θα αργούσαν λίγο. Ο Κάρθαν την είχε φωτογραφίσει και είχε αφομοιώσει την εικόνα της σε ένα πρόγραμμα μόδας που βρήκε στο γαλαξιακό δίκτυο. Πέρασε τα αποτελέσματα σε ένα φλατ-ποντ και της τα έδειξε. Από τις σπάνιες φορές που την είδα να γουρλώνει τα μάτια της. Η άλλη ήταν όταν δοκίμασε σοκολάτα. Η αυτοκράτειρα θα ήθελε πολλά από τα ρούχα που είδε, και περισσότερες σοκολάτες σαν αυτές που δοκίμασε. Θα προσθέτονταν στην μακριά λίστα παραγγελιών, και ευτυχώς αρκετές από τις οικογένειες των Οδόντες ήταν ήδη καθ’οδόν, γιατί η Βρίθια θα είχε ανάγκη και από φιλενάδες. Όσο για τις πρώτες μέρες του έγγαμου βίου μου, λάβαινα πρωί-βράδυ γκρίνια και βρισίδι σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, με διαλείμματα για φαγητό και βραδινό σεξ. Το τελευταίο το ήθελε κάθε βράδυ ανελλιπώς, κόντευα να καταντήσω σακάτης στα χέρια της. Όχι πως χρειαζόμουν μεγάλη πειθώ, για να είμαι δίκαιος.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Κατέβηκα στο λιμάνι και βρήκα τον Λουί στο ναυπηγείο του. Ήμουν τσατισμένος μαζί του, αλλά ο άτιμος είχε εμπροσθοφυλακή τον Πιέρ Φου. Με την τρελή υποδοχή του λαμπραντόρ, όλο χαρές και παιχνίδια, κάθε μου εκνευρισμός ξεφούσκωνε σαν κάτι ασήμαντο. Τον κοίταξα στα μάτια καθώς έβαζε την ξυλεία του σε τάξη, και ήξερε αμέσως το παράπτωμα του.

«Σας ήθελα για κουμπάρο μου» του είπα.

«Τα συγχαρητήρια μου μεσιέ» είπε χαμογελώντας. «Και καλούς απογόνους.»

Τον κοίταξα στραβά.

«Τι, σε ποιον θα αφήσετε όλα αυτά;» έκανε απλώνοντας τα χέρια του προς τη θάλασσα.

«Γιατί αγνοήσατε την πρόσκληση μου;» επέμενα.

«Ω, μεσιέ Σταργκόν» είπε κοιτάζοντας για λίγο τις μπότες του, «Τους ξέρω καλά αυτούς τους ανθρώπους, τους Κοραλιανούς. Δεν θα μου ήταν καθόλου δύσκολο να τους ερωτευτώ τρελά. Και όσο θαυμάσια και να εξελίχτηκαν τα πράγματα για όλους στο τέλος, είμαι σίγουρος ότι θα έβλεπα πολλά πράγματα που θα με ενοχλούσαν, που θα μου στερούσαν κάθε χαρά. Ίσως μικροπράγματα για εσάς. Έμαθα ότι δεν είχατε μόνο γάμους αλλά και κηδείες. Νομίζω ότι θα κολλούσα στις κηδείες.»

«Η απώλεια ζωών δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται εύκολα. Δεν θέλω να με περάσετε για αναίσθητο» είπα θιγμένος.

Με πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου.

«Φίλτατε, μην με παρεξηγείται. Εσείς κι εγώ δεν είμαστε το ίδιο. Και έτσι πρέπει. Εσείς είστε ο ηγέτης ενός κόσμου. Έχετε να πάρετε σκληρές αποφάσεις, αναγκαίες αποφάσεις, και πιστέψτε με, αυτή τη στιγμή ζείτε μόνο την αρχή. Έχετε δρόμο μπροστά σας και πολλές δοκιμασίες να περάσετε. Πρέπει να το κάνετε, και χαίρομαι που δεν είμαι στη θέση σας. Δεν σας επικρίνω, σας καταλαβαίνω απόλυτα.»

 

Ήταν τόσα αυτά που ήθελα να του πω εκείνη την στιγμή. Ανάθεμα στον πληθυντικό με τον οποίο μιλούσαμε ο ένας στον άλλο, στον πληθυντικό στον οποίο είχα επιμείνει εγώ. Ποιος ήμουν εγώ παρά ένας αμπαρογλύφτης, ένας ανεπρόκοπος για τον πατέρα του, ένα ρεμάλι των καταγωγίων του γαλαξία, που ξαφνικά είχα βρεθεί χωρίς έναν φίλο, και με έναν ολόκληρο πλανήτη στους ώμους του.

«Αποδέχομαι την εξήγηση σας. Δεν χρειάζεται να την πασπαλίζετε με τόσα καρυκεύματα» είπα.

Γέλασε. Κοίταξα τους κορμούς, τα εργαλεία και τα ηλεκτρικά πριόνια που γέμιζαν το στέγαστρο του.

«Είναι όλες οι ανάγκες σας εκπληρωμένες;» ρώτησα.

«Α, βεβαίως μεγαλειότατε, δεν έχω παράπονα.»

«Και θερμάστρες; Πως θα δουλεύετε εδώ με τον χειμώνα που μας έρχεται;»

«Έχω κανονίσει κάτι με τον μεσιέ Βέρμεχαν. Δεν χρειάζομαι πολλά. Με την εργασία ζεσταίνομαι από μόνος μου.»

«Θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη.»

«Πείτε μου.»

«Προσωρινά εννοείται. Τώρα που μας έρχονται οικογένειες έχουμε δρομολογήσει δασκάλους και θα ανοίξουμε σχολεία.»

«Υπέροχα νέα.»

«Η σύζυγος μου δεν ξέρει γραφή ή ανάγνωση. Και δεν έχω ιδέα τι μου λέει. Θα ήθελα κάποιον να της μάθει αγγλικά.»

Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν είναι ακριβώς η γλώσσα μου» είπε.

«Δεν χρειάζεται να πάρει πτυχίο. Τα βασικά κυρίως. Για να λέμε καμιά κουβέντα, και να διαβάζει κανένα βιβλίο για να με αφήνει ήσυχο. Μιλάτε τη γλώσσα της, έτσι δεν είναι;»

«Ναι φυσικά. Θα κάνω ότι μπορώ μεσιέ Σταργκόν.»

Σφίξαμε τα χέρια και τον άφησα στην ενασχόληση του.

«Αύριο το μεσημέρι στο αεροδρόμιο» φώναξε από πίσω μου, υπενθυμίζοντας μου τα δικά μας μαθήματα.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Το χιόνι δεν άργησε να έρθει στην Αθήνα. Μας πρόλαβε μία εβδομάδα από την επιστροφή μας στην πόλη. Χιόνιζε τρεις μέρες πριν ενταθεί σε χιονοθύελλα. Μας ανάγκασε να αναβάλλουμε όλες τις εργασίες πλην των επικοινωνιών με τα εξώτερα συστήματα. Αναβλήθηκε προσωρινά και η αποστολή που ετοιμάζαμε κατά των καταπατητών στη Νήσο της Ιαπωνίας. Μαζευτήκαμε μέσα, ανεβάσαμε θερμοστάτες, ανάψαμε τζάκια και ζεστάναμε σαμοβάρια ρεμβάζοντας τον χαλασμό από τα παράθυρα μας. Δεν ήταν τόσο τρομερό για αρχή, όλα λειτουργούσαν κανονικά, δεν είχαμε σοβαρές ελλείψεις και όλοι εκτιμούσαμε την αναπάντεχη αυτή ανάπαυλα. Την είχαμε ανάγκη. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να μετατρέψω τη μεγάλη σάλα σε χώρο συγκέντρωσης για τους άντρες, για ποτά, παρέα, μουσική και κουβέντα. Ήταν ένα είδος γιορτής και το μόνο που έλειπε ήταν οι γυναίκες. Κρατούσα την Βρίθια κλεισμένη στα άνω δώματα για να μην εξάπτει τα πνεύματα των αντρών, κάτι στο οποίο ήταν άκρως ικανή. Υπήρχαν βέβαια και τα θηλυκά μέλη των Οδόντες, η συναδελφικότητα όμως που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα τους σχεδόν τις ουδετεροποιούσε στα αντρικά βλέμματα. Οι πρώτες αφήξεις οικογενειών και επαγγελματιών κυριών αναμένονταν μέρα με τη μέρα, ήταν πια το μοναδικό θέμα συζήτησης που παρηγορούσε όλους.

 

Όταν καταλάγιασε η θύελλα, το αποτέλεσμα ήταν εκθαμβωτικής ομορφιάς. Πότε είχε δει τελευταία φορά χιόνι η αληθινή Αθήνα; Εγγυημένα όχι για έναν αιώνα τώρα. Δρόμοι, σκεπές, λόφοι, κάτω από μια βελούδινη κουβέρτα. Σχεδόν λυπόμουν να βγω έξω, να λερώσω εκείνο το λευκό με τις γαλότσες μου. Έπρεπε όμως να συνεχιστούν κάποιες δουλειές, έπρεπε να μπουν μπρος τα τρακτέρ και οι νταλίκες.

 

Η Βρίθια μου κρατούσε μούτρα που την κράτησα απομονωμένη από τις μαζώξεις, σκέφτηκα να εξιλεωθώ με μια μικρή έξοδο στο χιόνι. Οι μηχανισμοί του κράτους θα λειτουργούσαν και χωρίς την επίβλεψη μου. Ξεκινήσαμε από τον Εθνικό Κήπο που έδειχνε πανέμορφος στα λευκά του. Μέχρι και η λιμνούλα είχε παγώσει, προσθέτοντας στην χειμερινή μαγεία. Ήταν μια σπάνια ευκαιρία να δω την σύζυγο μου να μετατρέπεται στο κορίτσι που ήταν. Ενθουσιάστηκε με το όλο σκηνικό, και ξεχύθηκε να απολαύσει το τοπίο αφήνοντας τσιρίδες και επιφωνήματα. Επιδόθηκε με ζέση στον χιονοπόλεμο, με μοναδικό της στόχο και θύμα, εμένα φυσικά. Δεν ξέρω με ποια σκέψη ή πόση δύναμη μου πετούσε εκείνο το χιόνι, κάθε φορά όμως που με πετύχαινε στο κεφάλι ήμουν ευγνώμον που δεν ήταν πέτρες. Θα περνούσε αρκετός καιρός για να μάθω από τον Λουί ότι είχε χάσει έναν αγαπητικό στην επίθεση μας στον καταυλισμό. Ήταν ένα αγρίμι, χαρακτηριστικό των γυναικών Καλάν, και εκείνες οι μπαλιές μου θύμισαν την γνωριμία μου με την μητριά της.

 

Στην συνέχεια πήραμε το χαμ-τερέν και κάναμε βόλτα στα περίχωρα της Αθήνας. Πρόσεξα ότι περισσότερο μελετούσε το πώς χειριζόμουν το όχημα, παρά την γύρω φύση. Κάποια στιγμή της παρέδωσα το τιμόνι και την άφησα να οδηγήσει. Ενθουσιάστηκε, και με εξέπληξε με τις ικανότητες της. Δεν γνώριζε τα βασικά, είχε όμως καταγράψει στο μυαλό της όλα όσα με είχε παρατηρήσει να κάνω και τα εφάρμοσε πετυχημένα. Με ελάχιστα μαθήματα θα γινόταν καλύτερη οδηγός από μένα. Με παρηγόρησε που της χάρισα μια καλή μέρα, κατάλαβα όμως από το βλέμμα της ότι αυτός ο αόρατος τοίχος που είχε υψώσει ανάμεσα μας δεν θα έπεφτε ποτέ.

 

Δεν ήμουν έτοιμος, σε αυτή τη φάση της ιστορίας της Β7, να γίνω πατέρας, και αντιλήφθηκα νωρίς ότι η Βρίθια δεν επρόκειτο να μείνει έγκυος. Ούτε εγώ ήμουν στείρος, ούτε εκείνη. Οι τσιγγάνες όμως, όπως έμαθα, γνώριζαν πολλές μεθόδους για το πώς να αποτρέπουν ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες.

«Είναι ένας τρόπος να εκδηλώνουν την … αποστροφή τους προς τον σύζυγο τους, όταν υπάρχει “κακό αίμα” ανάμεσα τους» μου είπε ο Λουί.

Όπως είπα, δεν ήθελα παιδί, ούτε αγαπούσα τόσο την Βρίθια. Ένιωσα όμως πληγωμένος για τον τρόπο που με έβλεπε. Κάποια στιγμή μου κόπηκε και η διάθεση να της κάνω έρωτα. Έβαλα και της ετοίμασαν δική της, ξέχωρη κρεβατοκάμαρα στα Ανάκτορα. Με αποκάλεσε κάτι στη γλώσσα της και δεν έκανε άλλη φασαρία. Την άφησα να κυκλοφορεί ελεύθερη, αλλά αντίθετα με αυτό που φαντάστηκα, έκαμνε παρέα με τους άντρες και τις γυναίκες της νέας αυλής, δεν είχε όμως ερωτικές περιπέτειες με κανέναν. Το μόνο άτομο που συμπαθούσε, όσο μπορούσε να συμπαθήσει κάποιον εκτός της φυλής της, ήταν ο Λουί, ο οποίος ερχόταν τακτικά για να της κάνει μαθήματα γραφής και ανάγνωσης. Τα πρώτα αγγλικά που είχε αρπάξει φυσικά ήταν βρισιές και αισχρά ερωτόλογα. Ο Λουί της έμαθε και κάποια ελληνικά, από τα οποία το «Άντε χάσου» ήταν το ηπιότερο που μου φώναζε.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Εντωμεταξύ, η Αθήνα άρχισε να αποκτάει ένα καινούργιο πρόσωπο. Είχαμε να μαζεύουμε αυτό που αποκαλούσα «μετοίκους». Δεν ανήκαν στην λίστα όσων περίμεναν βίζα για να μεταναστεύσουν στην Β7. Παρά τις δύσκολες χειμερινές συνθήκες, σχεδόν καθημερινά κατέφθαναν σκάφη που γέμιζαν την πόλη με κατοίκους. Έρχονταν οι οικογένειες των αντρών μας, απαραίτητοι υπάλληλοι και επιχειρήσεις που άνοιγαν αληθινά καταστήματα. Δεν μπορούσα να παρέχω στους πάντες επιβαρύνοντας μόνο την δική μου τσέπη, χρειαζόμασταν μαγαζιά. Τα σπίτια στο κέντρο, γύρω από τα ανάκτορα, κατά μήκος της οδού Συγγρού, στο Φάληρο και τον Πειραιά είχαν πλέον πραγματικούς νοικοκυραίους. Άνοιξαν ταβέρνες, μπιραρίες, μπουτίκ ρουχισμού, μπακάλικα και είδη πρώτης ανάγκης. Δεν χόρταινα να οδηγώ στο χιόνι και να βλέπω κεφάλια μέσα στα φωτισμένα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Είχαμε κάποια σκόρπια ιατρεία που προσπαθούσαμε να οργανώσουμε σε ένα κεντρικό νοσοκομείο. Είχαμε έλλειψη επιστημόνων και η άφιξη των καλλιτεχνών είχε προγραμματιστεί για την Άνοιξη.

 

Τον καιρό που ήμουν μαθητής, αγαπημένο μου μάθημα ήταν η Ιστορία. Τα κεφάλαια όμως που μου άρεσε να διαβάζω ήταν φυσικά οι εκστρατείες και οι μάχες. Τα σημεία που μου προκαλούσαν αφόρητη πλήξη ήταν οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές πτυχές που μας έδιναν τις αιτίες και τις αφορμές για τις συγκρούσεις που θα ακολουθούσαν. Ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν φυσικά φορτωμένος με «εξελίξεις». Και ο λόγος που βάζω το «εξελίξεις» σε εισαγωγικά έχει να κάνει με την πλήξη που μου προκαλούσαν. Στην μεγάλη σάλα των ανακτόρων είχαμε τοποθετήσει ένα μακρόστενο τραπέζι, όπου σχεδόν καθημερινά έπρεπε να παρευρίσκομαι, να ακούω, να μαθαίνω, να ζητώ συμβουλές και να πετάω καμιά γνώμη, σε ένα πλήθος δικηγόρων, συμβολαιογράφων, νομοθετών, λογιστών και επιχειρηματιών. Σιγά-σιγά, μέσα από συμβόλαια, συμβάσεις και άλλες εμπορικές συναλλαγές γεννιόντουσαν οι νόμοι της Β7. Δεν θα παραθέσω λεπτομέρειες αυτών των διαδικασιών, γιατί αν είστε το είδος του αναγνώστη στο οποίο ανήκω εγώ, κάπου εδώ θα έκλεινα και θα παρατούσα αυτό το βιβλίο. Να πω μόνο στα γρήγορα, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους υπαλλήλους ήταν στην δούλεψη μου, όχι ακριβώς με κανονικό μισθό. Πάσχιζαν να εξυπηρετήσουν την αυτοκρατορία μου, γιατί σύντομα θα άρχισα να μοιράζω στους αξιότερους υπουργεία και φέουδα.

 

Εντωμεταξύ, εκτονωνόμουν από τις καθημερινές διαδικασίες με τις πτήσεις στο ερ-μπακ, τον χειρισμό του οποίου είχα πια κατακτήσει. Είχα συμπληρώσει όλες τις ώρες εκπαίδευσης που απαιτούνταν, επέμενα όμως στην παρουσία του Λουί για την παρέα του, που εκτιμούσα πολύ. Σαν αντάλλαγμα, τον βοηθούσα σε κάθε ευκαιρία στο ναυπηγείο του. Ήταν μια χειρονακτική εργασία, που μαζί με τις κουβέντες που κάναμε, με χαλάρωνε αντί να με κουράζει. Ήταν φορές που με βοηθούσε να μην σκέπτομαι, και άλλες, που μου προσέφερε το αντίθετο, βοηθώντας με σε δύσκολες αποφάσεις. Τώρα είχαμε και στέκι στο λιμάνι, μετά το ξυλουργείο πηγαίναμε σε ταβέρνα για κρασί και ζεστή σούπα.

 

Έβλεπα σπάνια τον Κάρθαν Βέρμεχαν, χαμένος ανάμεσα στις επιχειρήσεις στην Ιαπωνία και την ίδρυση της Βάσης Οδόντες στην Αίγυπτο. Οι καταπατητές στην Ιαπωνία δεν ήταν τσιγγάνοι, είχαν αποδειχτεί άρτια εξοπλισμένοι μισθοφόροι κάποιου μεγαλομανούς ιδιώτη που ήθελε να ιδρύσει το δικό του βασίλειο. Δεν είχε καμία πρόθεση να διαπραγματευτεί τη θέση του μαζί μου, και ήμουν διατεθειμένος να του χαρίσω τον πόλεμο που γούσταρε. Οι Οδόντες είχαν την στήριξη και της Αλτρουσιανής Συμμαχίας, που είχε αρχίσει να εγκαθίσταται στην ήπειρο της Αυστραλίας. Προσγειώνονταν κι εκεί καθημερινά τα δικά τους θωρηκτά, πιο εξελιγμένα στο να αντεπεξέρχονται τον σκληρό χειμώνα. Σε χρόνο εντυπωσιακά σύντομο είχαν στήσει ολόκληρες, νέες πόλεις για τον στρατό τους.

 

Οι εκατό και κάτι τοξότες Καλάν που είχαμε φέρει μαζί μας στην Αθήνα υπήρξαν η αφορμή για την δημιουργία της πρώτης αστυνομίας, και των πρώτων κρατητηρίων στην ιστορία της πόλης. Ήταν μια μαύρη στιγμή για μένα που ξαφνικά βρέθηκα να φορώ τα παπούτσια της άλλης πλευράς. Θα μπορούσα να ταυτιστώ σε πολλά σημεία με εκείνους τους νεαρούς που ξαφνικά αποδείχτηκαν σε μάστιγα φασαριών. Περιορισμένοι, μακριά από τους δικούς τους και τη ζωή στην οποία ήταν μαθημένοι, σε έναν τόπο που δεν είχε να τους δώσει τίποτα παρά διαφυγή στο μεθύσι, ρήμαζαν κάθε βράδυ ταβέρνες και μπυραρίες, κατέστρεφαν σπίτια, είχαμε και τραυματισμούς πολιτών από αψιμαχίες. Στην αρχή δέχτηκαν τις προειδοποιήσεις μας, στη συνέχεια ορισμένοι Οδόντες ανέλαβαν την αστυνόμευση των ευπαθών περιοχών, το κακό όμως δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Στο τέλος στήσαμε βιαστικά ένα κρατητήριο που θα μπορούσε να τους χωρέσει και τους μαντρώσαμε εκεί παροπλισμένους.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Η Βρίθια ήταν έξω φρενών μαζί μου. Είχε περάσει ένα μακρύ διάστημα όπου ο ένας αγνοούσε τον άλλον, στο οποίο εκείνη το είχε ρίξει στο φαγητό και τα γλυκά, με αποτέλεσμα να έχει παχύνει σε βαθμό μη αναγνωρίσεως. Η φυλάκιση των δικών της τερμάτισε την άτυπη μας ανακωχή, και ήρθε εναντίον μου κυριολεκτικά με νύχια και δόντια. Όλα τα ανάκτορα μπορούσαν να ακούσουν τις φωνές της. Στο τέλος κατέληξα να συμπληρώσω κι εγώ την χορωδία. Όταν εξαντλήθηκε η οργή της, το γύρισε στο κλάμα. Έπεσε στα πόδια μου να με παρακαλάει. Έλεγε και ξανάλεγε την λέξη «free» κι εγώ της απαντούσα ότι δεν μπορούσα να τους αφήσω ελεύθερους. Σπάραξε το μέσα μου αντιμέτωπος με την απελπισία της. Έφερα τον Λουί να της μιλήσει. Συνεννοήθηκε μαζί της στη γλώσσα της και μετά ήρθε να με βρει.

«Λέει να τους αφήσετε ελεύθερους να φύγουν. Στην ύπαιθρο, μακριά από την πόλη. Αφήστε τους να βρουν τον δικό τους δρόμο.»

Σε αυτό συμφώνησα. Οι τοξότες απελευθερώθηκαν, πήραν τα όπλα τους, κοπέλες με τις οποίες είχαν φτιάξει σχέσεις στην πόλη, προμήθειες και ερπυστριοφόρα κάρα, και έφυγαν βόρεια. Η Βρίθια ήρθε στο γραφείο μου, γονάτισε και μου φίλησε το χέρι. Προσπάθησα να τη σηκώσω, να τη δώσω να καταλάβει πόσο στραβά είχε δει την συμβίωση μας, αλλά δεν την ενδιέφερε τίποτα από αυτά. Μετά τη δήλωση του σεβασμού της αποχώρησε, συνεχίζοντας την μεταξύ μας ανακωχή ως είχε.

 

Η σύγκρουση στην Ιαπωνία αποδείχτηκε τρομερή. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για τις απώλειες που είχαμε σε ζωές. Κανείς μας δεν ήταν προετοιμασμένος για το πείσμα και την τεχνολογική υπεροχή του αντιπάλου. Η επιχείρηση των λίγων ημερών έσυρε έναν μήνα, και δεν έβλεπε κανείς να ολοκληρώνεται σύντομα. Οι αναφορές του Κάρθαν ήταν τραγικές, παρά τις ενισχύσεις της Συμμαχίας. Δεν μπορούσα να παραμένω μακριά από το κέντρο αυτού του πολέμου, να διατάζω νέες επιθέσεις από απόσταση και να στέλνω νέες ζωές στον χαμό τους. Επιβιβάστηκα στο επόμενο θωρηκτό με προορισμό τη Νήσο. Είχε προηγηθεί μια από τις κλασσικές διαφωνίες μου με τον Λουί.

«Ξέρω, μη μου δίνεις αυτό το ύφος» του φώναξα, «Η γη λες ότι είναι εδώ για όλους, το ίδιο το κενό που περιβάλλει όλους αυτούς τους σπάνιους κόσμους, ικανούς να στηρίξουν ζωή για τον άνθρωπο, το αποδεικνύει…»

«Κάπου πρέπει να ζήσουμε όλοι. Φαντάζεστε μια ομάδα ανθρώπων να αποκλειστούν από παντού, διωγμένοι από κάθε δικαίωμα σε έναν γαλανό ουρανό και οξυγόνο; Με ποια λογική;»

«Δεν είναι το ίδιο. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τους αγαπημένους σας νομάδες. Έχουμε να κάνουμε με διαρρήκτες. Θρασείς πλιατσικολόγους που θα έδιωχναν αυτοί άλλους, που πιθανόν να ζούσαν στον διάβα τους.»

«Μιλάμε για διεκδικητές, όχι τόσο διαφορετικούς από εμάς τους ίδιους, no;»

Έγινα έξω φρενών.

«Αυτά τα καθάρματα όχι μόνο μπήκαν σε ξένο χωράφι, στο δικό μου χωράφι, έχουν σκοτώσει τόσους δικούς μας που προσπάθησαν να προστατέψουν τα νόμιμα, και θέλεις τι, να κάνω πίσω; Να τους αφήσω ατιμώρητους; Ξέρεις τι μήνυμα θα διαδώσει αυτό;!»

«Όχι μεσιέ Ζαργκόν, φυσικά δεν μπορείτε να κάνετε πίσω τώρα. Τα πράγματα γίνονται μονόδρομος από την στιγμή που χύνεται αίμα. Αν είχατε κερδίσει αυτή την Ρεπλίκα μετά από σκληρή αιματοχυσία, όπως προσπαθούν τώρα αυτοί να κερδίσουν την Ιαπωνία, τότε θα ήσασταν ακόμα πιο πεισμωμένος και ανυποχώρητος στον αγώνα σας. Και ο αντίπαλος έχει υποστεί βαριές απώλειες, έτσι δεν είναι; Τώρα καμία πλευρά δεν θα κάνει πίσω. Εσείς όμως κερδίσατε αυτόν τον πλανήτη σε μια παρτίδα ποκερίνο. Με κάθε νέο νεκρό αυτό το γεγονός τείνει να ξεχαστεί τελείως. Τώρα πια γίνεται θέμα τιμής και όπλων. Η θεά της Τύχης σπάνια έως καθόλου έχει χαμογελάσει ποτέ παρόμοια σε άλλο άνθρωπο. Είχατε την ευκαιρία στο χέρι σας να φανείτε εξίσου γενναιόδωρος από την αρχή.»

«Τώρα είναι αργά για τέτοιες σκέψεις» είπα εκνευρισμένος.

«Ναι, είναι» συμφώνησε μαζί μου.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Η πτώση προς τον Ειρηνικό Ωκεανό μας επιφύλασσε κάτι περισσότερο από ατμοσφαιρικές αναταράξεις. Δεχτήκαμε επίθεση από το έδαφος με νάρκες αέρος. Οι άμυνες του σκάφους ανταπέδωσαν σε πλήρη ισχύ, χάσαμε όμως τρεις από τους οχτώ μας κινητήρες. Κάναμε αναγκαστική προθαλάσσωση όσο πιο κοντά στην ακτή μπορούσαμε. Το θωρηκτό είχε ικανότητες πλεύσης, όχι όμως στο καθεστώς των κυμάτων που επικρατούσαν εκείνη την στιγμή. Τσουλήσαμε στα αβαθή και με την βοήθεια αμφιβίων από το στρατόπεδο μας, σώσαμε ζωές και όσες προμήθειες προλάβαμε. Τα κύματα είχαν την νίκη τους ανατρέποντας το μεταγωγικό, που γέμισε νερό από τον ανοιχτό καταπέλτη. Τριάντα καταδιωκτικά Κομήτης παρασύρθηκαν μαζί του πίσω στη θάλασσα. Έφτασα στην ασφάλεια του στρατηγείου μας, τίποτα περισσότερο από μια τέντα τσίρκου, μουσκεμένος και παγωμένος μέχρι το κόκαλο. Ο Κάρθαν, που με υποδέχτηκε αλαφιασμένος, δεν είχε να μου παρουσιάσει καλύτερη εικόνα. Είχε αφήσει πίσω του ένα μέτωπο με πολλούς νεκρούς, και έσταζε ολόκληρος λάσπη. Είχαμε ξεπέσει σε μάχες χαρακωμάτων με την τεχνολογία ως ανελέητη κρεατομηχανή.

 

Αλλάξαμε μουδιασμένοι σε στεγνές στολές, δίπλα σε δύο φορητές θερμάστρες. Ακούγαμε από έξω τον άνεμο να λυσσομανάει, και περιοδικές εκρήξεις από ακόμα μακρύτερα. Σχεδόν δεν ήθελα να ξέρω, έπρεπε όμως να μάθω τα τελευταία νέα. Μας έφεραν ζεστό τσάι και στη συζήτηση προστέθηκε ο Περφερόν, αξιωματικός των Συμμαχικών δυνάμεων.

«Πρόκειται για τον Κρουξ Κούλχουν. Το επιβεβαιώσαμε χθες.»

Το είχα ακουστά το όνομα.

«Ο μεγιστάνας;»

«Ναι αυτός.»

Ένας μεγαλομανής πλούσιος με αμύθητη περιουσία. Ήταν μέσα σε όλα, επιχειρήσεις, τεχνολογίες, επικοινωνίες, μεταφορές, οπλικά συστήματα, ψυχαγωγίες. Από μόνος του ήταν ένας έτοιμος, πάνοπλος πλανητάρχης σε οποιοδήποτε πλανήτη του γαλαξία. Και είχε διαλέξει τον δικό μου πλανήτη για τον τελευταίο του ρόλο. Δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα αρέσκονταν μόνο στη Νήσο της Ιαπωνίας. Ήμασταν όλοι ευάλωτοι στην εξαγορά του μηχανισμού που μας στήριζε εναντίον του.

«Αυτή τη στιγμή στον Αλτρούσα ξεκινάει φραγή και πάγωμα σε όλους τους οικονομικούς του πόρους» εξήγησε ο Περφερόν. «Μπορούμε όμως να δράσουμε μόνο ενάντια στους φανερούς αυτούς πόρους. Ένας άντρας με την δική του δύναμη σίγουρα θα έχει πολλούς κρυμμένους άσους στο μανίκι του.»

«Θα πρέπει να πληρώνει απίστευτα καλά, γιατί δεν έχω ξαναδεί μισθοφόρους να πολεμούν με τέτοια λύσσα» συμπλήρωσε ο Κάρθαν.

«Ξέρουμε που είναι, που έχει το στρατηγείο του» είπε ο αξιωματικός κοιτώντας εμένα. «Προκαλούν παρεμβολές στα όργανα παρακολούθησης μας, έχουμε όμως λάβει πληροφορίες ότι βρίσκετε στο Τόκιο. Μπορούμε να τους χτυπήσουμε από την τροχιά, να ισοπεδώσουμε ολόκληρη την πόλη.»

«Γιατί δεν το κάνετε;» ρώτησα.

«Αν μας δώσετε την έγκριση σας, αυτό θα κάνουμε» απάντησε με έναν ψυχρό τόνο.

«Έχει γεμίσει την πόλη με οικογένειες» είπε ο Κάρθαν, «Γυναικόπαιδα, όχι μόνο την δική του και των αντρών του, αλλά και άμαχο προσωπικό και μετανάστες που έφερε μαζί του. Βρήκαμε διαφημίσεις του που κυκλοφορούσαν για μήνες, υποσχόταν σε όλους μια νέα Εδέμ. Είχαν δρομολογηθεί και νέες αφήξεις, τις οποίες φυσικά μπλοκάραμε. Η παρουσία των αμάχων είναι ο μεγαλύτερος ανατρεπτικός παράγοντας στην αποτελεσματικότητα μας.»

Μαύρισε η ψυχή μου.

«Δώστε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ» είπα, «Θα ήθελα να ξαπλώσω για λίγο.»

Σηκώθηκα νιώθοντας το βάρος της Β7 στους ώμους μου. Πριν βγω από την τέντα έδωσα την διαταγή να οπισθοχωρήσουν όλες μας οι δυνάμεις, και να αναμένουν διαταγές, διατηρώντας απόσταση από τον εχθρό.

 

Ήξερα εξαρχής ποια θα ήταν η επόμενη διαταγή μου. Είχα νιώσει τι ήθελα να συμβεί με το που τους άκουγα να εξιστορούν την κατάσταση. Απλά δεν ήθελα να βιαστώ, ήθελα να σιγουρευτώ ότι ήταν μια απόφαση με την οποία μπορούσα να ζήσω. Στη διαδρομή μου μέσα στο χιόνι, προς μια κουκέτα στο πλησιέστερο μεταγωγικό, είδα αρκετά για να ενισχύσουν τη θέση μου. Είδα εξαντλημένους άντρες με το θάνατο στο βλέμμα τους, να κάθονται μέσα στις σκηνές τους, να με κοιτούν μέσα από τα πλαστικά τους παράθυρα. Δεν ξέρω αν με αναγνώριζαν, ή αν μου έριχναν φταίξιμο. Ήμουν άλλο ένα συμβόλαιο για εκείνους, αυτή ήταν η ζωή του μισθοφόρου, δεν είχε περιθώρια για παράπονα. Ήταν όμως η πρώτη φορά που υπήρξα αφεντικό τόσο πολλών ανθρώπων, δεν μπορούσα να μην νιώσω υπεύθυνος. Έπρεπε να αντεπεξέλθω αλλιώς θα συνθλιβόμουν σαν κατσαρίδα. Οι μακρινές εκρήξεις σταμάτησαν, σε λίγο είδαμε τα καταδιωκτικά και τα άρματα εδάφους να επιστρέφουν στη βάση.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Παρά την ένταση, με πήρε ο ύπνος. Κοιμήθηκα τρεις ώρες, χωρίς να θυμάμαι τι ονειρεύτηκα. Δεν με ξύπνησε κανείς, σηκώθηκα μόνος μου και η ησυχία που επικρατούσε με τάραξε. Βγήκα στον καταπέλτη για να δω έναν ήρεμο, ειρηνικό κόσμο. Χιόνιζε και οι νιφάδες γλιστρούσαν βουβά πάνω στις σκηνές που άχνιζαν ζεστές στο κρύο. Εκτός από μία περίπολο, και κάποιους που δούλευαν σε ένα τανκ μέσα στο αμπάρι, δεν είδα άλλη δραστηριότητα. Δεν υπήρχε κάτι το καχύποπτο. Απλά οι συγκρούσεις είχαν σταματήσει. Οι καταπατητές προφανώς θα τα είχαν χαμένα, ενώ η δική μου πλευρά περίμενε τις δικές μου διαταγές. Ένας πόλεμος ανέμενε την απόφαση μου. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής για το στρατηγείο, χέρια στις τσέπες, βήμα αργό, μπορούσα να παρατείνω αυτό το κλίμα λίγο παραπάνω.

 

Ο Κάρθαν και ο Περφερόν ήταν όπως τους άφησα, με περίμεναν.

«Είχαμε συντάξει για τον Κούλχουν κάποια εναλλακτική πρόταση, κάποια προσφορά για να του επιτραπεί η παραμονή εδώ κάτω;» ρώτησα.

«Όχι. Δεν είχε νόημα» απάντησε ο Κάρθαν, «Το ξεκαθάρισε νωρίς ότι ήρθε να κατακτήσει το δικαίωμα παραμονής του.»

«Θέλω να ετοιμαστεί ένα τέτοιο έγγραφο. Να γίνει ξεκάθαρο ότι η Νήσος της Ιαπωνίας δεν πρόκειται να παραχωρηθεί φθηνά. Να το γεμίσετε με όρους που θα κάνει ξεκάθαρη τη θηλιά που αποδέχονται να φορέσουν αν συνεχίσουν να θεωρούνται “ιάπωνες”.»

Ο Κάρθαν ανασήκωσε τους ώμους του.

«Και μετά;»

«Μετά θα το βάλεις σε μια άκρη μέχρι να το χρειαστούμε» είπα. «Έναν τρόπο μπορώ να φανταστώ για να τελειώσει αυτή η αιματοχυσία. Θα σκοτώσουμε τον Κρουξ Κούλχουν, και μόνο αυτόν. Θα στείλουμε την πρόταση μας με τους όρους στον οποιονδήποτε αναλάβει τη θέση του, αν υπάρξει τέτοιο άτομο. Αν ακολουθήσει την τακτική του Κούλχουν, θα επαναλάβουμε το χτύπημα. Αν όχι, τότε θα έχουν τελειώσει όλα.»

Με κοίταξαν βουβά, δεν είχα ιδέα τι σκεφτόντουσαν. Θα ήταν δύσκολοι αντίπαλοι στο ποκερίνο.

«Έχουμε να στείλουμε κανέναν στο Τόκιο;» συνέχισα. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να στέλναμε δύο. Το δεύτερο χτύπημα πρέπει να τους πιάσει στον ύπνο το ίδιο αναπάντεχα με το πρώτο.»

«Ξέρω έναν ή δύο που θα μπορούσαν να περάσουν τις γραμμές τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί» είπε τελικά ο Κάρθαν.

«Είναι ρίσκο, μικρό όμως το κακό αν δεν πετύχει, μεγάλο το καλό αν πετύχει» είπε ο Περφερόν κάνοντας πρόποση με το τσάι του.

«Αυτή είναι η διαταγή μου, φροντίστε να πραγματοποιηθεί το συντομότερο.»

 

Ζήτησα να μου στήσουν κι εμένα μια θερμαινόμενη σκηνή, δίπλα στις άλλες των αντρών. Δεν άντεχα άλλο την απομόνωση της κουκέτας, με έπνιγε. Αυτές οι σκηνές ήταν άνετες, έρχονταν έτοιμες με προκάτ επίπλωση και κομφόρ που είχαν κάτι το καθησυχαστικό. Ήταν έτοιμες σε πακέτο, σε διάφορα μεγέθη, και σε μία ώρα μου είχαν μια διπλή έτοιμη. Παρήγγειλα για δείπνο το συσσίτιο των αντρών, με έξτρα μπόνους ένα σαμοβάρι τσάι που είχα κουβαλήσει μαζί μου από την Αθήνα. Είχε διασωθεί από την προθαλάσσωση. Το ίδιο βράδυ περίμενα την επίσκεψη των Κάρθαν και Περφερόν, με νέα της προετοιμασίας της αποστολής. Προς έκπληξη μου εμφανίστηκε μόνο ο Περφερόν για να με πληροφορήσει ότι οι δύο κομάντος ήταν ήδη καθ’οδόν. Ο Κάρθαν ήταν ο ένας τους. Δεν μου κάθισε καθόλου καλά και έβαλα τις φωνές ρίχνοντας σε εκείνον το φταίξιμο.

«Το ξέρετε ότι ήταν δική του ιδέα. Ήξερε ότι δεν θα σας αρέσει, αλλά με παρακάλεσε να μην πω τίποτα» εξήγησε ο αξιωματικός.

Αυτό το υποπτευόμουν ήδη. Ήταν μια επιχείρηση την οποία ο Κάρθαν δεν θα εμπιστευόταν σε κάποιον άλλο. Εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε μια αναμονή που θα διαρκούσε δέκα μέρες. Ήταν ένας ψυχοβγάλτης που θα μου στερούσε τον ήσυχο ύπνο, και μαζί μου έμοιαζε να κρατάει την αναπνοή της ολόκληρη η μεραρχία των Οδόντες.

 

Συνεχίζεται αύριο

Link to comment
Share on other sites

Ήταν μια απόφαση που δεν είχα μετανιώσει. Ήθελα τον άνθρωπο που τα είχε προκαλέσει όλα αυτά νεκρό. Αν όμως αποτύχαινε η αποστολή; Αν σκοτωνόταν ο Κάρθαν; Μπορούσα να ζήσω με αυτή την απώλεια στη συνείδηση μου; Φυσικά δεν άκουσα και δεν ένιωσα κανέναν να μου ρίχνει το φταίξιμο. Μακριά από τις συγκρούσεις, μετά από έναν πολύ δύσκολο μήνα, όλοι οι άντρες ήταν ανακουφισμένοι με την ανάπαυλα. Και ο Κάρθαν Βέρμεχαν ήταν πλέον ο ήρωας τους. Είχαμε κάποιες αψιμαχίες με επίλεκτες μονάδες του Κούλχουν, που επιχείρησαν με τη σειρά τους να διαπεράσουν τις δικές μας γραμμές. Μάλλον τους έτρωγε η περιέργεια στο γιατί είχαμε σταματήσει τις επιθέσεις. Θα μπορούσαμε βέβαια να τους δώσουμε κάποιον αντιπερισπασμό, ήμουν όμως διατεθειμένος να το ρισκάρω, για να μην χαθούν πάλι ζωές. Σκεφτόμουν σοβαρά να συνθηκολογήσω με τον αντίπαλο μου, να του αφήσω την Ιαπωνία και να φύγω, έτσι και αποτυγχάναμε.

 

Ήρθαν στη σκηνή μου και με ξύπνησαν αργά μετά τα μεσάνυχτα της δέκατης μέρας. Έτρεξα στο στρατηγείο, όπου έμαθα ότι είχαμε μόλις λάβει το κωδικό στίγμα που θα έστελνε ο Κάρθαν μόλις διεκπεραίωνε την αποστολή του. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Ο Κρουξ Κούλχουν ήταν νεκρός.

«Στείλτε την πρόταση συνθηκολόγησης» διέταξα.

Θα δεχόντουσαν; Ή διπλά πεισμωμένοι θα συνέχιζαν τον αγώνα τους, για την τιμή του δικτάτορα τους;

«Από εδώ και μετά είναι οικονομικό το θέμα» είπε ο Περφερόν.

Δεν είχαμε καμία απάντηση για εικοσιτέσσερις ώρες. Μέχρι που μας ήρθε μια ηλεκτρονική επιστολή που μας πληροφορούσε ότι η χήρα του Κρουξ Κουλχούν δεν επιθυμούσε να συνεχίσει τις τρέλες του μακαρίτη συζύγου της. Από την στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου του μεγιστάνα, ένα νέο που μεταδόθηκε παντού, πρώην σύζυγοι, πρώην συνεταίροι, νόθα παιδιά και ερωμένες, αρμάδες δικηγόρων και εφοριακών, άρχισαν να ξεπηδούν από όλες τις γωνιές του γαλαξία σαν όρνεα με στόχο το ψαχνό. Φανεροί και αφανέρωτοι τραπεζικοί λογαριασμοί, και μια ντουζίνα αμφισβητούμενα έγγραφα κληρονομιάς, θα δεσμεύονταν δικαστικά και θα διεκδικούνταν στα δικαστήρια για δεκαετίες. Από τους καταπατητές της Ιαπωνίας, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θέλανε να μείνουν, με τις δικές τους δυνατότητες και τους δυσβάσταχτους όρους που είχα θέσει. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα τους και πολλοί άνεργοι πιστολάδες, παραδίδονταν στους μηχανισμούς απέλασης της Αλτρουσιανής Συμμαχίας.

 

Είχα νικήσει, ήταν όντως μια μεγάλη στιγμή για μένα. Το νέο της συνθηκολόγησης διαδόθηκε γρήγορα στο στρατόπεδο και ξέσπασε ένας απίστευτος εορτασμός.

«Πήρατε μια πολύ καλή απόφαση» είπε ο Περφερόν σφίγγοντας μου το χέρι.

Εκείνες τις μέρες, περπατούσα ανάμεσα στις σκηνές και έβλεπα κάτι καινούργιο στο βλέμμα των αντρών πάνω μου. Μου ξύπνησαν μνήμες από ξεχασμένα όνειρα. Η διαφορά ήταν ότι δεν φορούσα μελανή στολή, ούτε είχα τον Βερμιανό σταυρό στο μπράτσο. Τους άκουγα όμως να λένε «Σταργκόν», και δεν έβγαινε πλέον σαν επίθετο, αλλά σαν τίτλος. Δύο μέρες μετά την συνθηκολόγηση, επέστρεψαν στο στρατόπεδο και οι δύο μας κομάντο. Νίελ Σέπτεκ έλεγαν τον εφεδρικό ασασίνο που είχε πάρει μαζί του ο Κάρθαν.

 

Όσο και αν τον παρακάλεσα, και να τον διέταξα, ο Κάρθαν δεν ήθελε να φύγει από την Ιαπωνία αν δεν επέβλεπε ο ίδιος τις διαδικασίες απέλασης και τήρησης των όρων παράδοσης. Οι εργασίες στην Αίγυπτο είχαν παγώσει κυριολεκτικά, και δεν υπήρχε κάτι άλλο που να απαιτούσε την φροντίδα του. Η επιθυμία μου ήταν να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την πράξη του. Υπήρχε όμως κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο σε εκείνο το γρανιτένιο πρόσωπο. Θα μπορούσε να το διακρίνει κάποιος σαν ράγισμα.

«Όλα έγιναν όπως θα έπρεπε κύριε Σταργκόν» είπε, «Αλλά θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας δώσω αυτή την αναφορά όταν θα είμαι έτοιμος. Όχι τώρα. Αργότερα.»

Τον είχα καλέσει στην σκηνή μου για ένα ποτό. Έδειχνε εξαντλημένος και δεν είχε διάθεση για πολλά λόγια.

«Μην σκοτίζεσαι Κάρθαν. Όποτε μπορείς» του είπα.

 

Αύριο το τέλος του πρώτου μέρους

Link to comment
Share on other sites

Στην Αθήνα είχα υποδοχή ήρωα. Από το Πάρκο στο οποίο προσγειωθήκαμε, μέχρι τα Ανάκτορα, παρά το κρύο, είχε μαζευτεί κόσμος και με επευφημούσε. Δεν ήταν η μοναδική έκπληξη που με περίμενε. Την επιστροφή μου ανέμενε και ένας αναπάντεχος μουσαφίρης. Ο Ζαντιάρ Σοντζόν, πρώην Διοικητής της Αλτρουσιανής Μεραρχίας και νυν Κυβερνήτης της Νέας Ζηλανδίας. Πόσο ανεστραμμένοι έδειχναν οι ρόλοι μας από την τελευταία φορά που είχαμε δει ο ένας τον άλλον. Τώρα εγώ φορούσα την στρατιωτική στολή, εκείνος ήταν ντυμένος στα πολιτικά. Έδειχνε βέβαια άψογος στο γκρίζο κοστούμι και την γραβάτα. Δώσαμε χειραψία στη μεγάλη σάλα, μπροστά στο αναμμένο τζάκι.

«Κύριε Σοντζόν, τι μεταμόρφωση!» είπε με θαυμασμό, «Μπορώ να σας λέω “κύριε”; Τα έχω χάσει. Πολύ εντυπωσιασμένος!»

Τον ευχαρίστησα και βολευτήκαμε στους δύο αντικριστούς καναπέδες. Απολαμβάναμε λικέρ, κι εκείνος κάπνιζε κάτι λεπτά, μαύρα πουράκια. Μου προσέφερε ένα αλλά αρνήθηκα.

«Έφτασα λίγο ξαφνικά, αλλά έτσι το έφεραν οι κατάλληλες συγκυρίες» εξήγησε, «και ήμουν εδώ μια εβδομάδα και σας περίμενα. Εντωμεταξύ άκουγα, και έβλεπα, καθημερινά τα κατορθώματα σας. Η Ιαπωνία ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης στην πόλη. Και η υποδοχή, ε; Ήμουν μάρτυρας των προετοιμασιών της υποδοχής σας. Είστε ένας ηγέτης Σταργκόν.»

«Εγώ το βρήκα λίγο υπερβολικό όλο αυτό. Μόνο σημαιάκια δεν είχαν να μου κουνήσουν» απάντησα.

«Ίσως απλά εκδήλωσαν αυτό που είχαν ανάγκη. Νομίζω ότι σας αγαπάνε. Από αυτά που είδα και άκουσα, για τους Αθηναίους δεν είστε ο κύριος Σταργκόν, αλλά ο Σταργκόν. Σκέτο.»

«Δεν νιώθω ότι έχω κάνει κάτι γι αυτούς τους ανθρώπους για να αξίζω όσα λέτε.»

«Μα ελάτε τώρα. Τους δίνετε μια ταυτότητα. Και καλά θα κάνετε να τους δώσετε μια σημαία για να την έχουν να σας την κουνάνε.»

Αυτές τις σκέψεις τις είχα κάνει κι εγώ. Ίσως αυτή η πόλη χρειαζόταν επίσης ένα νέο όνομα. Όπως και ο ίδιος ο πλανήτης. Μέχρι στιγμής δεν είχαν τραβηχτεί σύνορα στις διάφορες επικράτειες που ήταν έτοιμες να ξεπηδήσουν μέσα από τις διάφορες συμφωνίες. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να σβήσουμε όλα όσα θυμόμασταν από την παλιά Γη, και να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε έναν καινούργιο χάρτη.

 

Ο Σοντζόν δεν ήταν πλέον στρατιωτικός. Είχε αποσυρθεί από την ένοπλη καριέρα και ετοιμαζόταν για την εγκατάσταση του στο κομμάτι γης που μιμούταν την Νέα Ζηλανδία. Ο τίτλος “Άρχοντας” δεν ήταν απλά ένα νικ. Τον ακολουθούσε μια αρμάδα μετανάστες, και άλλοι πρώην στρατιωτικοί, οι οποίοι θα αποτελούσαν τους πρώτους αποίκους του νησιού, υπό την διακυβέρνηση του. Ήταν η πρώτη μου συναλλαγή και του είχα παραδώσει, απερίσκεπτα, πλήρη ιδιοκτησία του νησιού. Η γη του ήταν πέρα κάθε παρέμβασης στον έλεγχο μου. Το ίδιο πίστευαν και οι Αλτρουσιανοί για την Αυστραλία, δεν θα το έκανα όμως θέμα τώρα, εκείνους τους είχα ανάγκη. Ο Σοντζόν όμως ήταν ο «μπάτσος» που αντίκρισα μετά το κρατητήριο, όταν αυτό που είχα στα χέρια μου ξεπερνούσε την κάθε φαντασία μου. Ίσως χωρίς τον Σοντζόν να μην μπορούσα να κάνω την αρχή, ίσως και να μπορούσα. Τώρα δεν είχε σημασία, η συμφωνία είχε κλείσει. Αν δεν το είχα προσέξει τότε γιατί μου φαινόταν λογικό, η έπαρση του άντρα, και με πολιτικά ρούχα μάλιστα, ήταν ενοχλητική. Η άφιξη του όμως συνέπεσε με τον άγριο χειμώνα, και η Νέα Ζηλανδία ήταν σκέτη άγρια γη. Δεν είχε πόλεις, ούτε δρόμους, καμία ανθρώπινη εγκατάσταση. Και οι άποικοι δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να παίξουν με τα στοιχεία, με κίνδυνο της ζωής τους.

«Δεν είμαστε τόσο πολλοί. Είμαι σίγουρος ότι η Αθήνα μας χωράει. Μόνο για λίγο, μέχρι την Άνοιξη» είπε.

Χαμογέλασα. Ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να έρθουμε σε μια συμφωνία.

«Μόλις επιστρέψει ο Υπασπιστής μου από την Ιαπωνία, θα του πω να ετοιμάσει τις βίζες σας.»

 

Η σχέση μου με την Βρίθια είχε εξελιχτεί σε μια αβρή τυπικότητα. Ήταν έξυπνη, διέθετε μια έμφυτη περιέργεια για τα πάντα, και τα μαθήματα του Λουί έπιαναν τόπο. Από την στιγμή που έμαθε να διαβάζει είχε ανοίξει ένας νέος κόσμος στα μάτια της. Της καταλάγιασε τα ξεσπάσματα και ήταν πιο συγκρατημένη στην παρουσία μου. Το είχα κάνει συνήθεια να τρώμε πότε-πότε μεσημεριανό μαζί, όπου εξέταζα την πρόοδο της στα μαθήματα. Τώρα είχε ολόκληρη αυλή από φίλες και κανόνιζαν συγκεντρώσεις και δραστηριότητες μέσα ή έξω από το παλάτι, ανάλογα πως το επέτρεπε ο καιρός. Έδειχνε πολύ πιο χαρούμενη από τις μέρες της μαζί μου. Μάθαινα και πολλά που υποτίθεται ότι κρατούσαν μυστικά από μένα. Όπως ότι εκτός από γραφή και ανάγνωση, ο Λουί της μάθαινε οδήγηση. Τον παρακαλούσε και για το ερ-μπακ, αυτό όμως, όπως της εξηγούσε, θα ήταν δύσκολο να το κρατήσουν κρυφό. Ο πληροφοριοδότης μου για όλα αυτά ήταν ο ίδιος ο Λουί. Τα λέγαμε όποτε βρισκόμασταν στο στέκι μας για την καθιερωμένη μας οινοποσία. Αυτό που έμαθα τυχαία από άλλη πηγή στα μαγειρεία, ήταν η αγωνία της Βρίθιας να χάσει τα κιλά που είχε πάρει. Ήταν όντως αγνώριστη στην όψη, καμία σχέση με το κορίτσι που είχα περάσει την πρώτη νύχτα του γάμου μου. Η επαφή της με τον ξένο περιοδικό τύπο, και τα διαφημιστικά μόδας, την είχαν κάνει να προσέξει ότι δεν είχε την εικόνα που θα επιθυμούσε για τον καλό της. Το ήξερα ότι ήταν ερωτευμένη, και όχι, δεν ήμουν εγώ ο καλός της. Την πρόδιδε ο τρόπος που κοιτούσε εκείνον τον καουμπόη όποτε ερχόταν για το μάθημα. Ο ίδιος δεν έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτα, ή απλά ήξερε πώς να κρύβεται καλά. Χαμογελούσα από μέσα μου και περίμενα τις εξελίξεις.

 

Τέλος Α' Μέρους

 

Το οποίο «Τέλος Α’ Μέρους» είναι ένα ψέμα. Η αλήθεια λέει: «Τόσα έγραψε ο συγγραφέας». Αυτό ήταν το περσινό μου NaNoWriMo, στις 50.058 λέξεις. Και γιατί δεν συνέχισε ο συγγραφέας; Θα ρωτήσετε.

 

Όταν συμπλήρωσα αυτές τις λέξεις, η συνέχεια απαιτούσε σκέψη. Το σχέδιο πίσω από τα ερωτηματικά που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της γραφής, οι απαντήσεις δηλαδή του μυστηρίου των Ρεπλίκων έπρεπε να μπουν σε μια τάξη πριν συνεχίσω. Και δεν μπήκα σε αυτή τη διαδικασία γιατί εκκρεμούσαν άλλα: Η επιμέλεια ενός τελειωμένου έργου που προηγούνταν, ένα άλλο βιβλίο που έστεκε μισό και προ-προηγούνταν του προηγούμενου, και διάφορα προσωπικά προβλήματα που μου στερούσαν την διάθεση.

 

Και κάτι αστείο: Δεν κράτησα ούτε μία σημείωση, και ο μισός μύθος των Ρεπλίκων που είχα σκαρφιστεί, προς έκπληξη μου… ξεχάστηκε. Κάποια στιγμή στην ιστορία, η Ζόρα αποκαλεί τις Ρεπλίκες «Στέρνεμαουερ» και δεν θυμόμουν γιατί το κάνει αυτό. Ψάχνοντας, κατάφερα να ανασηκώσω μερικώς το “γιατί” των Ρεπλίκων.

 

Θέλω να ευχαριστήσω τους ελάχιστους αναγνώστες που ακολούθησαν το έργο μέχρι αυτό το σημείο της δημιουργίας του. Εντωμεταξύ η επιμέλεια και η συμπλήρωση των δύο άλλων έργων συνεχίζει να εκκρεμεί, και η διάθεση μου είναι σε ακόμα χειρότερη διάθεση στο να έχω διάθεση να συνεχίσω. Θα γίνει όμως, δεν ξέρω πότε, αλλά θα γίνει. Σίγουρα δεν πρόκειται να ξεκινήσω άλλο μεγάλο βιβλίο, εκεί πια κατεβάζω τα ρολά. Δεν γράφω αυτά τα έργα για τα ράφια του σπιτιού μου. Και μέχρι στιγμή εκεί βλέπω να παραμένουν τα πέντε-έξι παιδιά μου, «στο ράφι». Ποιος ο λόγος να φέρνω νέα παιδιά στον κόσμο;

 

Και μην ανησυχείτε για μεγάλες αλλαγές σε όλα όσα διαβάσατε μέχρι τώρα. Πέραν συντακτικού και ορθογραφίας, σε αντίθεση με αξιότιμους συναδέλφους, όταν ξεκινήσω να γράφω κάτι – στην δική μου περίπτωση, το έργο είναι ήδη σκαλισμένο σε γρανίτη. Αυτό είναι και αυτό θα παραμείνει. Έχω ξαναπεράσει τέτοιες περιόδους στη ζωή μου και δεν μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση. Την αγαπώ την «Ρεπλίκα» και θα την τελειώσω. Ευχαριστώ για την υπομονή σας.

Link to comment
Share on other sites

Δηλαδή γιοκ Ρεπλίκα από δω και πέρα;

 

Εμένα μου άρεσε πολύ πάντως, θα την αγόραζα και θα την έδινα και στον πατέρα μου, (που πωρώνεται με κάτι τέτοια, αλλά δεν κάθεται ποτέ να ψάξει να τα βρει:book:)

 

Νομίζω οτι θέλω να πάρεις μέρος στο φετινό Νάνο - ώριμο.

 

Ναι:good::tease::rofl:

Edited by Mindtwisted
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσαν πολύ οι Ρελπίκες σαν ιδέα. Κρίμα που τελικά δεν μάθαμε τα μυστικά τους. Αλλά ελπίζω πως κάποια στιγμή θα τα μάθουμε κι αυτά, και θα το προτιμούσα αν ήταν από ένα βιβλίο που θα κρατούσα στα χέρια μου.

 

Καλή συνέχεια με τη Ρελπίκα, Ντίνο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..