Jump to content

Βασιλικοί Λωτοί


Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Νικήτρια ιστορία στο Πλοτς! #2

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Σπύρος

Είδος: Νομίζω Ε.Φ.

Βία; Λίγη

Σεξ; Κάποιες αναφορές.

Αριθμός Λέξεων:3250 (έκανα πάρα πολλές περικοπές...δε μπορούσα να κάνω άλλες...)

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Ξέρω πως η ιστορία δεν είναι καλή. Αλλιώς την είχα στο μυαλό μου και αλλιώς βγήκε. Ο Μηλίτης είναι δικός μου μοναχά!

 

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΛΩΤΟΙ

Τα βήματά της την έφεραν μέχρι τη γωνία του δωματίου. Στο πάτωμα, μπροστά από την μεταλλική πόρτα, βρισκόταν το φαγητό που της έφερνε ο άγνωστος δεσμοφύλακας μέρες τώρα. Μέρες ή μήνες; Δε μπορούσε να εντοπίσει την αρχική κλωστή μέσα στο κουβάρι της αοριστίας. Θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί για χρόνια ή για μέρες, της ήταν αδύνατο να υπολογίσει. Μπορούσε να θυμηθεί το πορτάκι να ανοίγει βιαστικά και το φαγητό να σκορπάει στο πάτωμα, αλλά δε μπορούσε να υπολογίσει πόσες φορές είχε φάει τα παράξενα ρομβοειδή φρούτα, πόσες φορές πήγε και ήρθε ο άγνωστος δεσμοφύλακας τινάζοντας τη μεταλλική θυρίδα, μην απαντώντας ποτέ στις ερωτήσεις της.

 

Ούτε μια ακτίνα του ήλιου δεν διαπερνούσε τα μεταλλικά τοιχώματα της φυλακής της. Το μόνο φως που δημιουργούσε ένα αχνό περίγραμμα σε όσα την περιστοίχιζαν ήταν ένα ερυθρό, αδύναμο, από τα ηλεκτρικά φώτα στην οροφή. Γύρω της ένιωθε μια συνεχή δόνηση, σα να δούλευε κάποια γεννήτρια ή κάτι άλλο μηχανικό από την άλλη πλευρά του τοίχου.

 

Ακολούθησε με τα δάχτυλά της, τις σωληνώσεις στον τοίχο, ψάχνοντας κάτι. Μια δίοδο. Μια κακοτεχνία. Κάτι που θα της αποκάλυπτε το που μπορεί να βρίσκεται. Έφτασε μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου, κουλουριάστηκε σε μια γωνία και αποκοιμήθηκε.

 

 

 

Ξύπνησε ακούγοντας έναν βόμβο. Τα φώτα πάνω από το κεφάλι της ήταν σβηστά. Η μηχανική καρδιά που χτυπούσε συνεχώς από την άλλη μεριά , είχε σιωπήσει.

 

Μπροστά της προσγειώθηκε ένα έντομο, τινάζοντας τα πίσω πόδια του. Πίσω του απλωνόταν μια λευκή γραμμή η οποία σπάζοντας το σκοτάδι έφτανε μέχρι την πόρτα. Ένα φωτεινό ορθογώνιο σχηματιζόταν γύρω της. Φως. Η πόρτα ήταν ανοιχτή! Σηκώθηκε. Το έντομο θορυβημένο από την κίνησή της πέταξε διαγράφοντας κύκλους προς την πόρτα. Κατευθύνθηκε και αυτή προς τα εκεί. Ακούμπησε της παλάμες της στο παγωμένο μέταλλο και η πόρτα υποχώρησε. Η γυναίκα κάλυψε τα μάτια της, τυφλωμένη από το φως. Οι κόρες της μίκρυναν τόσο που έγιναν δύο μαύρες βραχονησίδες στη γαλάζια ίριδα που τις περιέβαλλε.

 

Μπροστά της απλωνόταν ένας διάδρομος. Ένα καλώδιο κρεμόταν σα φίδι, βγάζοντας σπινθήρες. Στο τέλος του διαδρόμου, το μέταλλο του τοίχου ήταν λιωμένο και μια μεγάλη τρύπα επέτρεπε στο φως να μπει. Περπάτησε προς το άνοιγμα προσπαθώντας να συνηθίσει στο φως,, κρατώντας με το ένα χέρι τον τοίχο. Έφτασε στο άνοιγμα, και κρατώντας γερά τις άκρες έβγαλε το κεφάλι της έξω.

 

Ο ουρανός ήταν καλυμμένος από πυκνά σύννεφα, που έσχιζαν κεραυνοί. Πυκνή βροχή χτυπούσε πάνω στο μέταλλο. Τα καστανά μαλλιά της απλώθηκαν σα χείμαρρος καθώς κοιτούσε προς τα κάτω, όπου απλωνόταν μια κατάφυτη ζούγκλα που έφτανε μέχρι τις παρυφές του μεταλλικού κατασκευάσματος .Το έδαφος εκεί έμοιαζε σα να ήταν καμένο. Πρόσεξε μερικές φιγούρες να κινούνται γρήγορα στο έδαφος και της φάνηκε πως μια από αυτές γύρισε το κεφάλι ψηλά προς το μέρος της.

 

Τραβήχτηκε πάλι μέσα και κοίταξε προς τα δεξιά της, στραγγίζοντας τα μαλλιά της. Ο διάδρομος συνέχιζε σκοτεινός , μα το πάτωμα ήταν καλυμμένο με κάποιο πράσινο φυτό. Στον τοίχο πρόσεξε μια επιγραφή: “Προς έξοδο κινδύνου. Σταθμός εκκένωσης.”.

 

Έκανε ένα βήμα προς αυτόν. Έκανε ένα ακόμα βαδίζοντας μέσα στο σκοτάδι. Σταμάτησε νοιώθοντας μια παρουσία μπροστά της μέσα στο πηχτό μαύρο. Τα γυμνά της πόδια κοκάλωσαν και καθώς τα μάτια της συνήθιζαν στο σκοτάδι, διέκρινε μια σιλουέτα στο μισό της ύψος, να στέκεται στη μέση του διαδρόμου.

 

 

 

 

 

 

 

Έκανε αργά βήματα προς τα πίσω. Η σιλουέτα κινήθηκε χωρίς να κάνει θόρυβο προς το μέρος της και εμφανίστηκε στο φως μιας αστραπής. Έμοιαζε με παιδί, μονάχα που τα μάτια του δεν είχαν καθόλου ίριδα και ασπράδι. Ήταν ολόμαυρα, σα το νυχτερινό ουρανό. Τα χέρια του κρεμόταν στο πλάι του γυμνού του σώματος.

 

“Τι...είσαι;” Ρώτησε η γυναίκα.

 

Το παιδί δεν απάντησε, μα έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

 

“Τι είναι αυτό το μέρος;” καμία απόκριση. “Τι θέλετε από εμένα;” Ακόμη ένα βήμα προς το μέρος της.

 

Το πλάσμα βρισκόταν τρία βήματα από αυτή, κοιτώντας τη με τα ερεβώδη μάτια του, χωρίς καμία έκφραση στο λεπτό πρόσωπό του. Σήκωσε το χέρι του, το οποίο είχε τρία, λεπτά δάχτυλα προς αυτήν. Έκανε ένα ακόμη βήμα. Η γυναίκα πισωπάτησε και κόλλησε στον τοίχο. Τα χέρια της ακούμπησαν πίσω της, γλιστρώντας νευρικά.

 

Τα μάτια του την κοιτούσαν σχεδόν παρακλητικά. Το ζύγωσε. Το πλάσμα τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από την παλάμη που του έτεινε. Το κοίταξε και της φάνηκε τόσο συμπαθητικό και αδύναμο.

 

“Είσαι μόνο σου εδώ;” Καμία απάντηση.

 

Κατευθύνθηκε προς την έξοδο και το πλάσμα την ακολούθησε.

 

 

 

Περπατούσαν σχεδόν στα τυφλά με το φυτό να μπλέκεται στα πόδια της, ώσπου έφτασαν σε ένα δωμάτιο. Πάνω από την πόρτα έγραφε “Σταθμός εκκένωσης.”.

 

Μπροστά της στεκόταν μια γυναίκα. Το βλέμμα της, χαμένο περιπλανιόταν αόριστα στο κενό. Τα μαλλιά της, ξεφτισμένες ξανθές μπούκλες, ήταν μπλεγμένα σε ένα βρώμικο κουβάρι και το πρόσωπό της, λεκιασμένο.

 

“Ποια είσαι;” ρώτησε η δραπέτης, αφήνοντας το χέρι του παιδιού.

 

Η γυναίκα συνέχισε να κοιτά χαμένη, χωρίς να αντιδρά. Η δραπέτης, την πλησίασε και με φρίκη διαπίστωσε πως η λευκή ιατρική ποδιά που φορούσε, ήταν λερωμένη με αίμα. Ένας τεράστιος λεκές στη μέση της, ανάμεσα στα πόδια της και πιτσιλιές παντού. Ένα κόκκινο μονοπάτι έρεε στο πλάι του ποδιού της και έσταζε στο πάτωμα.

 

“Βοήθεια ,κάποιος!” φώναξε η δραπέτης σπεύδοντας προς βοήθεια της άγνωστης. Την έπιασε από τους ώμους, προσπαθώντας να την κάνει να καθίσει, χωρίς αποτέλεσμα. Την κοίταξε στο πρόσωπο. Τα μάτια της ολόμαυρα, χωρίς ασπράδι. Ένοιωσε οικειότητα για την γυναίκα μπροστά της. Για κάποιο λόγο, ένοιωθε σα να τη γνώριζε. Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο νου της το πρόσωπο της. Η εικόνα διέφευγε, συνεχώς και ξεγλιστρούσε, μα σαν ένα γυαλί που ξεθολώνει σιγά σιγά , καθάρισε και είδε τα χαρακτηριστικά της να αλλάζουν.

 

Το ανέκφραστο πρόσωπο, φωτίστηκε με ένα χαμόγελο. Οι χρυσές μπούκλες μαζεμένες. Είδε τη γυναίκα σκυμμένη στο πλάι της να της μιλάει ψιθυριστά. “Μπεθ ξύπνα.. Μπεθ ξύπνα...” Μπεθ; Το όνομά μου είναι Μπεθ; Σκέφτηκε.

 

“Σπαταλάς το χρόνο σου με αυτούς.”

 

Η Μπεθ γύρισε απότομα προς την μεριά που ακούστηκε η φωνή.

 

Στην γωνία του δωματίου μια φιγούρα φάνηκε στιγμιαία. Ένας άνδρας στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο, κρατώντας ένα πολυβόλο, με την κάνη στραμμένη στο έδαφος.

 

Περπάτησε προς το μέρος της και στις ακτίνες φωτός που διαπερνούσαν το δωμάτιο, από μικρές τρύπες στον τοίχο, η γυναίκα παρατήρησε έναν άνδρα με μακριά καστανά, μπλεγμένα γένια. Τα μαλλιά του τα είχε μαζεμένα σε μια κοτσίδα η οποία έπεφτε πάνω στο μπλε ξεθωριασμένο του πουκάμισο. Στο σημείο της καρδιάς είχε κάποιο σβησμένο σύμβολο. Το παντελόνι του ήταν χωμένο μέσα στα άρβυλά του.

 

Έφτασε μπροστά της και την έπιασε από τον καρπό. Την έφερε κοντά του και την σάρωσε με το βλέμμα του καθώς αυτή μάταια προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τη σιδερένια του λαβή. Τα μάτια του ήταν βαθιά χωμένα μέσα στις κόγχες. Ήταν νέος ,αλλά πολύ ασκητικός. Κρέμασε το όπλο του από τον ώμο και από τη ζώνη του έβγαλε έναν φακό, τον οποίο σημάδεψε στο πρόσωπό της. Η ακτίνα την τύφλωσε. Ο άντρας την παρατήρησε για λίγο και όσο ακόμα τα μάτια της συνήθιζαν στο φως την τράβηξε προς τη γυναίκα με την ματωμένη ενδυμασία. Έριξε το φως του φακού στο πρόσωπό της αιματοβαμμένης γυναίκας. Τα ερεβώδη μάτια της δεν αντέδρασαν καθόλου, μήτε απέστρεψε το βλέμμα της. Κοίταξε φευγαλέα το παιδί ,που στεκόταν ακόμα στο πλάι της και κάγχασε.

 

“Καλύτερα θα ήταν να φύγουμε από εδώ, πριν καταλάβουν οι άλλοι ότι λείπεις.” έκανε ο άνδρας δείχνοντας με το όπλο του τον διάδρομο από τον οποίο ήρθε η γυναίκα.

 

“Ποιοι είναι οι άλλοι;”

 

Ο πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της και την κοίταξε κατάματα.

 

“Δεν.. θυμάσαι;” ρώτησε.

 

Η γυναίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

 

“Δεν έχει σημασία. Ώρα να φύγουμε.” Την τράβηξε προς το μέρος του και τα γυμνά της πόδια γλίστρησαν στο πάτωμα στην προσπάθειά της να αντισταθεί.

 

“Στάσου! Τη γυναίκα αυτή...την ξέρω!”

 

Ο άνδρας σταμάτησε για λίγο και παρατηρώντας τον διάδρομο πίσω τους, χωρίς να την κοιτάξει είπε κάτω από την ανάσα του. “Φυσικά και την ξέρεις.”

 

“Το παιδί! Δε μπορούμε να...” Το δάχτυλό του στο στόμα της την σταμάτησε. Πήγε να διαμαρτυρηθεί ξανά μα άκουσε θόρυβο από το διάδρομο πίσω της. Ποδοβολητά και ανθρώπινες φωνές αντηχούσαν στα τοιχώματα.

 

“Δε θες να είμαστε εδώ, όταν φτάσουν.” Είπε ο άνδρας καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω της. “Εμπιστεύσου με.”

 

Την τράβηξε από το χέρι. Έφτασε μπροστά από την πόρτα της εξόδου ,που ήταν καλυμμένη με φυλλωσιές και τις έκανε στην άκρη περνώντας.

 

Η καταιγίδα μαινόταν. Οι σταγόνες μαστίγωσαν το πρόσωπο της Μπεθ. Ένοιωσε το παγωμένο νερό να κυλάει μέσα από τη βαμβακερή της φανέλα και πήρε βαθιά ανάσα, αναπνέοντας τον ψυχρό, υγρό αέρα.

 

“Γρήγορα!” φώναξε ο άνδρας. Κοίταξε σαν υπνωτισμένη το γρασίδι και κούνησε τα δάχτυλα του ποδιού της , νοιώθοντάς τη δροσιά του.

 

Την τράβηξε ξανά προς το μέρος του. Αυτή αντιστάθηκε και κοίταξε προς τα πίσω. Την γράπωσε από τη μέση και την πέταξε στον ώμο του. Καθώς τρανταζόταν από το τρέξιμο, η γυναίκα κοίταξε πίσω τους όσο το μεταλλικό κτήριο ξεμάκραινε. Από τη μικρή έξοδο που βγήκαν είδε κι άλλους ανθρώπους να ξεπροβάλλουν.

 

 

 

 

 

 

 

Περπατούσε πλάι στον άνδρα. Η βροχή είχε σταματήσει, μα ο αέρας ακόμα λυσσομανούσε. Δίπλα της είδε ένα φυτό, με μεγάλους ρομβοειδείς πορτοκαλί καρπούς. Του το έδειξε.

 

“Τι είναι αυτό; Αυτό μονάχα θυμάμαι να μου φέρνουν.”

 

Ο άνδρας συνέχισε να περπατά χωρίς να απαντά. Που και που κοντοστεκόταν και κοιτούσε προς τα πίσω τους.

 

“Θα μας κυνηγήσουν. Τους είσαι πολύτιμη.” Συνέχισε να περπατά βιαστικός.

 

Τα πόδια της πονούσαν. Είχαν σκιστεί από τις πέτρες και είχε παγώσει ολόκληρη από το κρύο νερό.

 

“Γιατί; Γιατί πολύτιμη;” Κοίταξε τριγύρω της. Τροπικά δέντρα κουνιόντουσαν από τον αέρα που τα έδερνε. Ακολουθούσαν ένα μονοπάτι ανάμεσα στη βλάστηση που ήταν αρκετά δυσδιάκριτο. Παμπάλαιες σκασμένες πέτρες, καλυμμένες από πρασινάδα.

 

“Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του έφθασαν στο νησί των Λωτοφάγων.”της είπε.

 

Η Μπεθ μπορούσε να θυμηθεί την ιστορία του Οδυσσέα, αλλά όχι κάποιον να της την διαβάζει. Ή να την διαβάζει η ίδια καθισμένη σε κάποιο δωμάτιο. Ήξερε τα πρόσωπα, μα δε μπορούσε να θυμηθεί πως...Οι Λωτοφάγοι. Άνθρωποι που ξεχνούσαν το παρελθόν τους, βυθισμένοι στη λήθη.

 

“Αυτό που σε τάιζαν, είναι ένας λωτός. Όχι πραγματικός λωτός αλλά...Τρώει σιγά σιγά κάθε σου ανάμνηση.”

 

“Ποιοι είναι αυτοί; Γιατί με κρατούσαν εκεί;” Η Μπεθ έκανε γρήγορα βήματα για να προφτάσει τον άνδρα. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον σταμάτησε. “Πως σε λένε; Ποιος είσαι;”

 

Ο άνδρας απελευθερώθηκε από το σφίξιμό της.

 

“Ο Οδυσσέας.” Της έδειξε μια κορφή που φαινόταν πάνω από τα δέντρα. “Εκεί πάμε. Λίγο ακόμα.” γύρισε προς το μέρος της κοιτάζοντάς την για πρώτη φορά από την απόδρασή τους. “Το ότι σου έδωσαν τους λωτούς είναι φιλανθρωπία...”

 

Η Μπεθ κοίταξε τα δέντρα τριγύρω της. Μπήκε στον πειρασμό να τρέξει προς τα εκεί και να φύγει μακριά από τον άγνωστο. Σίγουρα όμως δεν έπρεπε να γυρίσει πίσω στη φυλακή της. Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε πως έπρεπε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από εκεί.

 

“Ότι και να γίνει...Μη διανοηθείς καν να μπεις μέσα στη ζούγκλα.” είπε ο άνδρας σα να διάβασε τη σκέψη της.

 

 

 

 

 

Στην κορυφή του λόφου ο “Οδυσσέας” είχε στημένο ένα αυτοσχέδιο αντίσκηνο. Μπήκαν μέσα και η Μπεθ έπεσε βαριά στο χώμα, εξουθενωμένη από την πορεία. Τα πόδια της ήταν καταματωμένα και έτρεμε από το κρύο.

 

“Δε μπορούμε να ρισκάρουμε να ανάψουμε φωτιά.” Είπε ο άντρας και της έδωσε μια κουβέρτα.

 

Αυτή ανακάθισε και για ώρα έμειναν οι δυο τους αντικριστά χωρίς να μιλάνε, παίρνοντας βαθιές ανάσες.

 

“Γιατί ήμουν κλεισμένη;”

 

“Τι ήταν αυτό το μέρος;”

 

Ο άνδρας την κοιτούσε με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Σα να ήθελε να την καταβροχθίσει. Την έκανε να νοιώθει άβολα. Ο Οδυσσέας έσκυψε μέχρι το σακίδιό του και έβγαλε κάτι. Πήρε το χέρι της και της το έβαλε στην παλάμη της. Έκανε να ελευθερωθεί μα ο άνδρας την κρατούσε σταθερά κοιτώντας το χέρι της. Τα βρώμικα νύχια του είχαν χωθεί στο δέρμα της.

 

“Με πονάς!” του φώναξε και αυτός την ελευθέρωσε απότομα. Της είχε δώσει κάτι που έμοιαζε με κρέας.

 

“Φάε...”

 

Ένοιωθε το στομάχι της άδειο και παρόλη την έλλειψη γεύσης του, έφαγε λαίμαργα το άγνωστο φαγητό.

 

“Εκείνο το μέρος ήταν το πλοίο μας...που προσάραξε σε αυτές τις ακτές....”της είπε.

 

“Το πλοίο μας;”

 

“Ναι Μπεθ.”

 

Ώστε την έλεγαν πραγματικά Μπεθ.

 

“Σε γνωρίζω ήδη, δηλαδή;”

 

“Όλους τους γνωρίζεις ήδη. Καλύτερα να κοιμηθείς. Έχουμε πολύ δρόμο.”

 

Διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε πολλές φορές εξηγήσεις , μα ο άντρας την αγνοούσε πια. Σύντομα βυθίστηκε εξουθενωμένη, στον ύπνο.

 

 

 

Είδε έναν άνδρα να της χαμογελά ζεστά.

 

“Πορεία σταθερή Μπεθ. Πηδάλιο στο μέσο.”

 

“Πηδάλιο στο μέσο είναι.” άκουσε τον εαυτό της να λέει.

 

Ο άνδρας ήταν ντυμένος στα μπλε. Ένα σήμα που έδειχνε ένα αρχαίο καράβι ήταν ραμμένο στη στολή του. Κόκκινα φώτα αναβόσβησαν. Το πρόσωπο του άνδρα άλλαξε. Τα μάτια του έγιναν κατάμαυρα. Δύο μαύρες απύθμενες λίμνες. Μικρά λευκά στίγματα εμφανίστηκαν και δημιούργησαν μια δίνη. Την τράβηξε μέσα της. Ξεχώρισε τα γράμματα της στολής. “Οδύσσεια.”

 

 

 

Ξύπνησε, νιώθοντας ένα άγγιγμα. Ο “Οδυσσέας” ήταν ξαπλωμένος δίπλα της και το χέρι του ήταν στους γοφούς της. Τα δάχτυλά του περιπλανήθηκαν μέχρι το εσώρουχό της, και το έκαναν στην άκρη. Η Μπεθ κράτησε την αναπνοή της χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Το χέρι του άντρα γλίστρησε μέσα στο εσώρουχό της. Ένιωθε την ανάσα του, γρήγορη στον λαιμό της, να την καίει.

 

Έσφιξε το χέρι του και το τράβηξε από πάνω της. Ο Οδυσσέας έβαλε δύναμη, και την κράτησε από το λαιμό. Ήρθε από πάνω της και βυθίστηκε στο λαιμό της. Πνιχτά κλάματα βγήκαν από αυτή. “Σταμάτα!” ούρλιαξε.

 

Της έκλεισε το στόμα και με τα πόδια του της άνοιξε τα δικά της, παρόλη την αντίστασή της. Τον δάγκωσε στο χέρι. Την κοίταξε ξαναμμένος και τη χτύπησε.

 

Σαν νερό από ένα φράγμα που έσπασε, οι αναμνήσεις ξεχύθηκαν στο μυαλό της.

 

Θυμήθηκε τη συντριβή...Θυμήθηκε την Χάνα, τη γυναίκα με το ματωμένο ρούχο. Θυμήθηκε την νύχτα που ήρθαν οι άνδρες...Ένας ένας...Βρομεροί. Θυμήθηκε τον κυβερνήτη να τους παρακαλά να μη το κάνουν. Άκουσε τον πυροβολισμό. Να πονά, να κλαίει...ξανά και ξανά...Οι λωτοί...ευλογία...

 

Μάζεψε όση δύναμη είχε και χτύπησε με το κεφάλι της τον άνδρα από πάνω της. Αίμα πετάχτηκε από τη μύτη του και έπεσε προς τα πίσω, στηρίζοντας το σώμα του με το ένα χέρι και φέρνοντας το άλλο στη μύτη του.

 

Την κοίταξε σαστισμένος. Έμεινε εκεί ακίνητος.

 

“Συ...συγνώμη τραύλισε. Είναι τόσος καιρός. Δε μπορούσα να κρατηθώ....Ο Αδάμ δικαιούται την Εύα του...”

 

Έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να κλαίει.

 

Η Μπεθ τον θυμήθηκε...Ο Καρλ, ο πυροβολητής. Τον θυμήθηκε να της φέρνει λουλούδια στο πλοίο. Αυτή να γελάει και να τον ρωτάει που τα βρήκε.

 

“Καρλ;” είπε αδύναμα.

 

“Ναι...εγώ...Δεν ήμουν με τους άλλους. Όταν θέλησαν να σας κάνουν αυτό έφυγα. Το έσκασα.” Έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του. “Τον κυβερνήτη, τον..τον σκότωσαν. Δεν ήμουν μαζί τους!”

 

Τα χέρια της Μπεθ, τεντώθηκαν τρεκλίζοντας, πίσω από την πλάτη της, και σηκώθηκε αργά.

 

“Τι έπαθε η Χάνα; Τι της έκαναν;”

 

Ο Καρλ πετάχτηκε και αυτός όρθιος. Έφτασε κοντά της και έκανε να της πιάσει το χέρι μα αυτή τραβήχτηκε αηδιασμένη.

 

“Μπορείς να μείνεις μαζί μου. Η Χάνα είναι χαμένη. Δεν υπάρχει σωτηρία για αυτήν. Δεν είναι πια άνθρωποι...”.

 

“Μείνε μαζί μου.” επανέλαβε. “Κάποτε, με συμπαθούσες. Θα σε προστατέψω από αυτούς. Από τα πάντα.”

 

Η Μπεθ τον αντίκρισε. Πίσω από τα γένια, είδε τον σκουρόχρωμο άνδρα που θυμόταν. Θυμήθηκε να ανταλλάσσουν βιβλία, να συζητούν στη γέφυρα όταν είχε βάρδια. Μπορούσε να μείνει μαζί του...Να απομακρυνθεί όσο γινόταν από αυτά τα τέρατα; Την είχαν φυλακίσει εκεί...Πόσα χρόνια άραγε;

 

“Πόσο καιρό βρίσκομαι εκεί;”

 

Ο Καρλ δεν απάντησε. Κοίταξε προς τα κάτω.

 

Μια μια τις ερχόντουσαν οι αναμνήσεις. Έτρεμε, καθώς θυμόταν τα πρόσωπα των ανδρών.. Ο οπλονόμος...ο ύπαρχος...το πλήρωμα...Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της. Δε την ένοιαζε να ζει. Το μόνο που ήθελε ήταν να τους δει νεκρούς.

 

Έφτασε στο όπλο του Κάρλ. Αυτός δεν αντέδρασε. Το σήκωσε και το κρέμασε στην πλάτη της. Κούμπωσε την ξιφολόγχη στην κάνη και περπάτησε πίσω προς το σκάφος.

 

“Μείνε...” της φώναξε. Τον αγνόησε. Έτρεξε πίσω της.

 

“Δεν είναι πια άνθρωποι σου λέω!”

 

“Το ξέρω. Είναι κτήνη.” Αποκρίθηκε η Αξιωματικός Ναυτιλίας.

 

“Δε καταλαβαίνεις...Τους έχει καταλάβει κάτι άλλο. Είδες τα μάτια τους;”

 

Η Μπεθ γύρισε ξανά προς το μέρος του.

 

“Για μήνες μέναμε εδώ. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισαν να σας... Αλλά το χειρότερο συνέβη μετά, μέσα σε αυτό το καταραμένο δάσος. Κάτι άλλο ζει εκεί. Και τώρα ζει μέσα τους. Και χρειάζεται εσάς...”

 

“Εμάς;”

 

“Εσένα και τη Χάνα...” ο Καρλ κόμπασε. “Είσαστε μηχανές πια...μηχανές που γεννάνε...αυτά τα πλάσματα.”

 

Η Μπεθ αναγούλιασε. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της ανάμεσα στα σκέλια της.

 

“Πόσο..καιρό...είμαστε...εδώ;” τραύλισε.

 

“Δέκα χρόνια...”

 

 

 

 

 

 

 

Περπατούσε με κόπο ανάμεσα στις φυλλωσιές. Τα πόδια της την πέθαιναν από τον πόνο. Κοίταξε την πατούσα της, και έβγαλε ένα αγκάθι. Το όπλο τη βάραινε και της έκοβε τον ώμο. Ένοιωθε πως έπρεπε να ξαπλώσει. Το έδαφος φαινόταν τόσο αναπαυτικό.

 

Έσκυψε στα γόνατα, ανάμεσα στο πυκνό χορτάρι και υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα σταματούσε μόνο για λίγο. Ακούμπησε το κεφάλι της μαλακά στο έδαφος και αποκοιμήθηκε.

 

 

 

Ένα κοντό πλάσμα με υαλώδη ζελατίνα πάνω από τα μαύρα μάτια του την πήρε από το χέρι. Κάτω της απλωνόταν μια τεράστια πόλη. Κτήρια που υψωνόταν βαθμιδωτά μέχρι τον ουρανό, σκάφη που περνούσαν δίπλα της αιωρούμενα. Είδε τα πλάσματα κάτω της ,να πεθαίνουν. Ένοιωσε θλίψη. Θέλησε να τα προστατεύσει. Το πλάσμα δίπλα της την ακούμπησε και εικόνες την γέμισαν. Δε μπορούσε να τις εξηγήσει, μα ένοιωθε απέραντη στεναχώρια και πόνο. Είδε τον πλανήτη να ερημώνει, ο άνεμος να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του, και η βλάστηση να καλύπτει την πόλη κάτω της. Το πλάσμα δίπλα της, έσπασε σε κομμάτια, σαν παζλ και τα πήρε ο αέρας μαζί του. Μονάχα τα δέντρα έμειναν να κινούνται κάτω της και μια φωνή που κουβαλούσε ο άνεμος... “Μητέρα...”

 

Ξύπνησε και τεντώθηκε. Ο ήλιος έλαμπε και έμπαινε ανάμεσα από τις πυκνές κορυφές των δέντρων. Σηκώθηκε και μάζεψε το όπλο της από κάτω. Συνέχισε την πορεία της μέσα στο δάσος.

 

Ώρα αργότερα έφθασε σε ένα ξέφωτο. Στη μέση του την περίμεναν αυτοί. Την ακολουθούσαν αρκετή ώρα τώρα, το είχε καταλάβει και η ίδια.

 

Σήκωσε το όπλο της και σημάδεψε τον άνδρα στο κέντρο. Οι άλλοι σήκωσαν τα όπλα τους προς το μέρος της, μα αυτός τους καθησύχασε, κάνοντάς τους νόημα να τα κατεβάσουν.

 

“Μπεθ.” Είπε μονολεκτικά ο οπλονόμος.

 

Θυμήθηκε το πρόσωπό του, σφιγμένο και ιδρωμένο από πάνω της, να αφήνει τη βρωμιά του στο κορμί της. Μονάχα τα μάτια του διαφέραν. Έφερε το όπλο ψηλά έχοντάς τον στο στόχαστρο.

 

“Γιατί;” τον ρώτησε.

 

“Ποιό πράγμα;”

 

“Γιατί μου το κάνατε αυτό;”

 

“Γιατί είσαι η μητέρα όλων αυτών. Η νέα βασίλισσα αυτού του πλανήτη. Από εσένα θα αναγενηθεί ο πολιτισμός μας.”

 

“Γιατί μας....βιάσατε;”

 

“Α, μιλάς για την φύση του ξενιστή μας. Αυτό πλέον δε μπορώ να το καταλάβω και εγώ ο ίδιος παρόλο που διατηρώ τη διανόηση του προηγούμενου εαυτού μου. Θα πόνταρα στην φύση του ανθρώπου. Είναι υπερβολικά βασισμένος στον πολιτισμό. Μονάχα που ο πολιτισμός σας είναι ψεύτικος. Μια απλή σύμβαση. Κατά βάση είσαστε αγρίμια.”

 

“Γιατί με κρατούσατε εκεί;”

 

“Δεδομένου του πως σου φέρθηκαν, θα ήταν άσχημο οτιδήποτε άλλο για εσένα, με ανθρώπινα μέτρα. Δυστυχώς δε μπορούσες να φιλοξενήσεις ξενιστή, άρα...σε βοηθήσαμε να ξεχάσεις. Ήταν ανθρώπινο. Είσαι η βασίλισσα του είδους μας. Η θεά αν θέλεις...” Γύρω του εμφανίστηκαν μικρά αγόρια σαν αυτό που είχε δει η Μπεθ κατά την απόδρασή της.

 

Κοίταξε τριγύρω. Κατάμαυρα μάτια, καρφωμένα πάνω της. Με λατρεία. Αρρωστημένη λατρεία. Σκέφτηκε το πλάσμα. Την κοίταξε με τα κακόμοιρα, γαμημένα μάτια του, παρακαλώντας για τη σωτηρία του πολιτισμού του.

 

Τίναξε στον αέρα τα μυαλά του οπλονόμου, και συνέχισε να πυροβολά αδιάκριτα πλάσματα και “ανθρώπους”. Ο γεμιστήρας άδειασε και ακούστηκαν ξερά κλικ. Οι άνδρες που έμειναν δεν έριξαν προς αυτή. Έτρεχαν προς το μέρος της. Την ήθελαν ζωντανή. Ξεκούμπωσε την ξιφολόγχη από την κάνη και με μια γρήγορη κίνηση άνοιξε το λαιμό της.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μπορώ να πώ πως μου άρεσε αρκετά η ιστορία αυτή. Νομίζω το μόνο που θα σχολίαζα είναι το ότι τελείωσε πολύ απότομα. Ίσως χρειάζεται περισσότερο χώρο να αναπτυχθεί. Είμαι σίγουρος πως θα την πετσόκοψες σε σημείο που δεν ήθελες αλλά θα έλεγα να μην την ξεχάσεις, αλλά να την ξαναπιάσεις και να της δώσεις ένα υπόβαθρο, ένα παρελθόν, ένα καλύτερο τέλος.

 

Καλή επιιτυχία Σπύρο!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία μού άρεσε πολύ. Πήρες έναν αρχαίο μύθο κι απ' αυτόν δημιούργησες κάτι εντελώς καινούριο. Ωραία ατμόσφαιρα που αναδεικνύει τον κίνδυνο και το μυστήριο του κόσμου μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Μπορεί να μου έλειψαν κάποιες επιπλέον πληροφορίες για τον κόσμο γενικά (θα έκαναν το διήγημα πιο ενδιαφέρον), αλλά δεν είναι και ιδιαίτερα σημαντικό εφόσον η ιστορία στέκεται μια χαρά όπως είναι.

 

Από τη στιγμή που το σκάει η κοπέλα, οι εξελίξεις τρέχουν αρκετά γρήγορα, κάτι που δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο στην Μπεθ να κατανοήσει πλήρως την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κι αυτό, ίσως, να κάνει τις πράξεις να μοιάζουν λίγο βιαστικές. Γυναικεία διαίσθηση μπορείς να πεις, από την άλλη. :)

 

Γενικά, θα πω αυτό που είπα και στην αρχή, η ιστορία μού άρεσε πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Τι να σας κάνω τώρα, που με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Εντάξει, δεν ξεπέρασες κατά πολύ το όριο λέξεων, αλλά άλλοι μπορεί να έσφαξαν την ιστορία τους για να χωρέσει. Τέλος πάντων. Θα πάω διακοπές σύντομα, θα είμαι καλός.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία η ιστορία, μ' άρεσε η πλοκή που δημιουργήθηκε μέσω ενός αρχαίου μύθου αλλά είμαι σίγουρος πως θα ήθελες να χωρέσεις άλλο τόσο κείμενο μέσα αν μπορούσες! Δε μπορώ να σου μεταβιβάσω και τις λέξεις που άφησα εγώ άδειες! hehe

 

Καλή επιτυχία Σπύρο! drinks.gif

Link to comment
Share on other sites

Σπύρο

 

η ιστορία σου είναι ενδιαφέρουσα και ωραία

αλλά είναι φανερό πως περιορίστηκες αρκετά με τις λέξεις

και έτσι από τη μέση και μετά όπως είπε και ο Άγγελος το τρέχεις πολύ γρήγορα

με αποτέλεσμα το τέλος να μοιάζει κάπως απότομο.

Τέλος ο τρόπος γραφής σου είναι ολοζώντανος και όμορφος .

καλή συνέχεια

Link to comment
Share on other sites

Εχμ, λυπάμαι αλλά δε έχω πολύ καλά νέα. Έχεις στηρίξει όλο το κείμενο πάνω στην Μπεθ με την οποία δεν ταυτίζομαι ούτε μια στιγμή. Ψέμματα, ταυτίστηκα μόνο για μία παράγραφο, την πρώτη. Μετά ήταν για μένα απλά ένα πλάσμα που περιφέρεται σαν παρατηρητής μέσα στο σκηνικό. Ένα σκηνικό ευφάνταστο σκληρό, καλογραμμένο μπορώ να πω, αλλά τι νόημα είχε, αν μπορουσα να διακρίνω ότι ήταν σκηνικό; Αν ο ηθοποιός-πρωταγωνιστής σου δε με έκανε να ξεχάσω ότι όλα αυτά ήταν φτιαχτά για να τον πλαισιώσουν;

 

Κοντολογίς καλή η προσπάθεια, αλλά θα ήθελα να δω και το ολοκληρωμένο κείμενο.

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία διαβάζεται έυκολα, "τρέχει", αν και διαφωνώ στη χρήση μερικών εκφράσεων, όπως "ασκητικός" και "Αξιωματικός Ναυτιλίας". Άμεση η γραφή, μεταφέρει τον αναγνώστη στη σκηνή.

Η πλοκή εξελίσσεται και κρατάει τον αναγνώστη.

Νομίζω ότι είναι η ιστορία με την καλύτερη χρήση της ραχοκοκκαλιάς του Πλοτς#2.

Η επιλογή της Μπεθ στο τέλος σκληρή, αλλά ίσως θα είχε ενδιαφέρον αν επέλεγε να μείνει.

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..