Marios Anthopoulos Posted August 23, 2011 Share Posted August 23, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Ανθόπουλος Μάριος (Malco d' Eziel) Είδος: Φαντασία Βία; ΄Οχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2468 Αυτοτελής; Ναι ¨ Και τώρα που μπήκα, πως θα βγω;¨ Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗΝΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν έντεκαχρονών. Εκείνο το καλοκαίρι, πήγα για διακοπές στο χωριό των παππούδων μου.Διακοπές είναι μάλλον μια ωραιοποιημένη λέξη για το τι έκανα εκείνον τον καιρό,γιατί σε έναν τόπο που δεν είχε θάλασσα, ούτε καν ένα ποτάμι ή μια λίμνη, τισόι διακοπές μπορεί να κάνει ένας εντεκάχρονος μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού;Πόσο μάλλον όταν στο χωριό τα παιδιά της ηλικίας μου, μετριόνταν στα δάχτυλατων δύο χεριών. Αύγουστος ήταν. Και αν θυμάμαι, καλά αρχές Αυγούστου. Ο παππούςμου και η γιαγιά μου, γενικά ήταν καλά ανθρωπάκια. Μου φέρονταν σαν να ήμουνγιος τους, κι όχι ο εγγονός που στάλθηκε σε αυτούς ως η τελευταία λύση του ναφύγει από την πόλη. Δυστυχώς το βαλάντιο των δικών μου δεν έφτανε ούτε καν γιανα με στείλουν σε κάποια παιδική κατασκήνωση. Έτσι κι εγώ, περνούσα τονπερισσότερο καιρό ανάμεσα σε άτομα που ήταν μεγαλύτερα από εμένα κατά αρκετέςδεκαετίες, ανάμεσα σε άτομα που παρά τα χρόνια τους, δούλευαν στα χωράφια απότο πρωί ως το βράδυ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα χρήματα που χρειάζοντανγια να περάσουν τον χειμώνα. Δεν ήταν κι άσχημα, κυρίως όταν οι συγγενείς δε σεγέμιζαν με φιλιά, κάθε φορά που σε έβλεπαν. Τοάλλο πράγμα που έκανα στο χωριό εκείνο το καλοκαίρι, ήταν οι βόλτες. Δενθυμάμαι να έπαιξα με τα συνομήλικα παιδιά εκείνο το καλοκαίρι, παρά μόνο δύο μετρεις φορές. Σε αυτό μάλλον έφταιγα εγώ, αφού από μικρός ο χαρακτήρας μου ήτανντροπαλός και μαζεμένος και δύσκολα ανοιγόμουν σε ξένα άτομα. Δεν επεδίωξα νακάνω φίλους και αν τέτοια πράγματα δεν τα επιδιώκεις, τελικά δεν συμβαίνουνμόνα τους. Όμως μου άρεσαν οι βόλτες στα άγνωστα για μένα νέα μέρη που έβλεπα.Πήγαινα λοιπόν στα μέρη αυτά, που ήμουν σίγουρος πως σπάνια θα συναντούσακάποιον. Στα μέρη δηλαδή που δεν υπήρχαν χωράφια ή ζώα να βόσκουν. Και πιστέψτεμε, τέτοια μέρη εκεί υπάρχουν πολλά. Τα μικρά δασάκια και τα πάμπολλα λοφάκια που βρίσκονται γύρωαπό το χωριό, μου έδιναν πολλές ευκαιρίες να αποξενωθώ κάτω από ένα δέντροδιαβάζοντας. Τι διάβαζα; Δεν θυμάμαι, αλλά υποθέτω κάποια παιδικά βιβλία πουπήρα μαζί μου πριν φύγω από την πόλη. Ίσως τα 5 λαγωνικά ή κάποια βιβλία τηςΠηνελόπη Δέλτα. Σε μία από αυτές τις εξόδους μουβρήκα και την σπήλια. Όπωςείπα και πριν, στα μέρη που πήγαινα σπάνια πήγαιναν άνθρωποι, μόνο κάτι κυνηγοίστις κυνηγετικές περιόδους. Και αυτό το φαινόμενο εκείνα τα χρόνια εξασθενούσεαφού όλοι σχεδόν προτιμούσαν την εύκολη λύση του χασάπικου. Είμαι σίγουρος πωςσε πολλά δέντρα δεν είχε κάτσει κανείς από κάτω, παρά μόνο εγώ. Και τιςπερισσότερες φορές δεν συναντούσα κανέναν όταν καθόμουν καθιστός, με την πλάτημου πάνω σε κάποιο κορμό δέντρου. Ηείσοδός της σπηλιάς που βρήκα, βρισκόταν πίσω από κάτι θάμνους και το ότι τηνβρήκα ήταν καθαρή τύχη. Η κατάσταση των θάμνων – δεν είδα κανένα κομμένο ήτσαλαπατημένο – η απουσία πατημασιών ή σπασμένων κλαδιών γύρω από αυτήν, ή έστωκάποια σκουπίδια στο χώμα, από αυτά που μόνο οι άνθρωποι ξέρουν και κάνουν, μουέδωσε να καταλάβω πως είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά πουπάτησε κάποιος το πόδι του μέσα στην σπηλιά. Ίσως και ποτέ, αν και κάτι τέτοιομου φαίνεται εξαιρετικά απίθανο. Βασικά δεν θέλω να πιστεύω πως ήμουν ο μόνοςγιατί κάτι τέτοιο με τρομάζει και με απελπίζει τώρα που το σκέφτομαι. Θα δείτε τι εννοώ. Η σπηλιά δεν ήταν τίποτα τοιδιαίτερο. Μία από τις πάμπολλες σπηλιές που υπάρχουν στα βουνά και στουςλόφους σε όλη την Ελλάδα. Πινελιές άγριας ομορφιάς και καταφύγια από τιςξαφνικές βροχές. Είχε πλάτος 1-1,5 μέτρα, ύψος και βάθος 2,5 με 3 μέτρα. Θαέφευγα αμέσως από εκεί μέσα για να βρω κάποιο δέντρο να αράξω από κάτω και ναδιαβάσω το βιβλίο που κουβαλούσα κάτω από την μασχάλη, αλλά δεν το έκανα γιατίείδα την πόρτα. Την ξύλινη πόρτα που στεκόταν σαν ακίνητος φρουρός στα αριστεράτης εισόδου. Από αυτές παλαιού τύπου με τις μεγάλες κλειδαρότρυπες και χωρίςεξωτερικό πόμολο. Δεν φτιάχνουν πια τέτοιες πόρτες, παρά μόνο για διαφημιστικούςσκοπούς ή για ταινίες. Αμέσως ξύπνησε μέσα μου η αίσθηση ασφάλειας πουγεννούσαν αυτές οι πόρτες. Μα και κάποιος φόβος. Αυτές οι δύο αισθήσεις νομίζωότι πάνε μαζί. Θυμάμαι ότι το πρώτοπράγμα που σκέφτηκα ήταν, τι στο διάβολο γύρευε μια ξύλινη πόρτα σε μια σπηλιά.Για μερικά λεπτά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια της από πάνω της. Ενδόμυχαευχόμουν να υπήρχε κι άλλο φως μέσα στην σπηλιά, να μπορούσαν οι ακτίνες τουήλιου να διαγράψουν καμπυλόγραμμες τροχιές για να εισχωρούν σε μέρη και γωνίεςπου ποτέ δεν αντίκρισαν άμεσα το φως. Γιατί άρχισα πλέον να φοβάμαι. Κατάφερατελικά να αποτρέψω το βλέμμα μου από αυτό το καφέ, ακίνητο πράγμα, και κοίταξατο μισοσκότεινο εσωτερικό της σπηλιάς. Τίποτα το σπουδαίο. Άδεια, βρώμικη,ανέγγιχτη, απάτητη. Προσπάθησα δειλά να σπρώξω την πόρτα με το ελεύθερο χέριμου – στο άλλο κρατούσα το βιβλίο, την αίσθηση και την υφή του οποίου, θυμάμαικαθαρά, πάνω στην ιδρωμένη μου παλάμη, αλλά όχι και τον τίτλο του – χωρίς νακοιτάω προς αυτήν. Και έγινε αυτό που πίστευα πως θα γίνει. Και ίσως έλπιζα να γίνει. Η πόρτα δενκουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Στην πραγματικότητα το μόνο που έκανα ήταννα γυρίσω το σώμα μου κατά 180 μοίρες, αφού δεν είχα κάνει παρά μόνο ένα βήμαμέσα στην σπηλιά. Και τότε είδα αυτό που έλειπε για να συμπληρωθεί το παράλογοπαζλ. Είδα το κλειδί να κρέμεται πάνωαπό το κεφάλι μου. Όταν έγινα 25 χρονών ξαναγύρισαστο χωριό μου. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχα να το επισκεφτώ και αυτόοφείλεται στο γεγονός πως ο παππούς μου και η γιαγιά μου – μετά από εκείνο τοτελευταίο καλοκαίρι που πέρασα μαζί τους – έφυγαν από εκεί και ήρθαν να ζήσουνμαζί μας στην πόλη. Και ο λόγος που ήρθα τελικά, δεν ήταν ότι είχα πεθυμήσει τοχωριό μου, αλλά το ότι έπρεπε να πουλήσουμε κάποια χωράφια. Και στάλθηκα εγώ ωςο διαπραγματευτής. Μόλις όμως βρέθηκα στο σπίτι των προγόνων μου, θυμήθηκα κάτιπου είχα καταχωνιάσει στην άκρη του μυαλού μου εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Την πόρτα και το κλειδί. Αμέσως θυμήθηκα τα συναισθήματα πουένιωσα όταν είδα το κλειδί. Η περιέργεια ήταν πάνω από όλα. Και ο φόβος.Θυμάμαι που σήκωσα το χέρι μου για να το πιάσω, την απογοήτευση-αλλά κατάκάποιο περίεργο τρόπο και αγαλλίαση – που δεν μπόρεσα να το φτάσω. Ήταν πολύψηλά για ένα σχετικά κοντό εντεκάχρονο αγόρι που ήμουν εγώ. Ίσως να μπορούσα νατο πιάσω και να το τραβήξω από το σχοινί που κρεμόταν, αν έφερνα κάποια μεγάληπέτρα από έξω, αλλά δεν το έκανα. Και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί. Απλώς κατέβασααργά το χέρι και έφυγα, τσαλαπατώντας τους θάμνους που ήταν ακριβώς μπροστάστην είσοδο. Πιστεύω πως δεν ήξερα πως θα περάσουν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνιαπριν ξαναμπώ σε αυτήν την σπηλιά. Απλώς είχα κρύψει την όλη σκηνή στην άκρη τουμυαλού μου, όπως καταχωνιάζουμε μια φωτογραφία στο τέρμα ενός συρταριού, ωσότουαυτή ξαναεμφανιστεί μπροστά μας θυμίζοντάς μας κάτι από το παρελθόν. Τώρα όμως δεν ήμουν πια έντεκα χρονών. Και φυσικά δεν ήμουν πια ένακοντό αγόρι. Ήξερα πλέον πως μπορούσα να φτάσω το κλειδί και ας μηνχρησιμοποιούσα κάποιο βοηθητικό αντικείμενο. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω τοεπόμενο πρωί και να ανοίξω την πόρτα. Ήμουν σίγουρος πως θα έβρισκα το μέροςκαι ας μην ήξερα και πάλι το γιατί. Είχα απλώς αυτό το συναίσθημα τηςσιγουριάς, όπως όταν μερικές φορές είμαστε σίγουροι πως θα δούμε τυχαία, ένασυγκεκριμένο πρόσωπο σε κάποια βόλτα που κάνουμε. Και από τότε μετανιώνω κάθεστιγμή, για το ότι ακολούθησα το ένστικτό μου και την περιέργειά μου. Πήρα μαζί μου ένα φακό, αν καιήταν μέρα. Έναν ελβετικό σουγιά που βρήκα στην αποθήκη του παππού μου. Το ρολόιμου. Έναν στυλό σε σχήμα τσιγάρου, που πάντα κουβαλούσα μαζί μου. Για να γράφεις τις σκέψεις σου, όπως μουείχε πει ο φίλος που μου τον έδωσε. Τα τσιγάρα μου κι ένα αναπτήρα,διαφημιστικό κάποιου μπαρ. Τα έχωσα όλα στο μάρσιπο, το πέρασα κάτω από τηνκοιλιά μου και ξεκίνησα να βρω την σπηλιά. Την βρήκα μετά από κάναμισάωρο. Δεν είχε αλλάξει και πολύ, τουλάχιστον εξωτερικά. Βέβαια οι θάμνοι δενήταν οι ίδιοι που είχα δει στα έντεκα μου, αλλά δεν έπαυαν να είναι θάμνοι. Καιπάλι δεν ήταν τσαλαπατημένοι ή κομμένοι. Από ότι διαπίστωσα, ούτε στο εσωτερικότης σπηλιάς είχε αλλάξει τίποτα. Η ίδια.Άδεια και βρώμικη. Ίσως να ήταν πιο φωτεινή, αλλά μάλλον αυτό οφειλόταν στο ότιείχα έρθει πρωί και όχι απόγευμα όπως την προηγούμενοι φορά. Η ξύλινη πόρταβρισκόταν εκεί. Το κλειδί βρισκόταν εκεί. Κι εγώ επίσης. Ενστικτωδώς τηνέσπρωξα απαλά, αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ακόμα κι αν περάσουν χρόνια, σκέφτηκακαι χαμογέλασα για την σιγουριά και την ασφάλεια που μου έδινε πάντα αυτό τορητό. Έτσι λοιπόν τεντώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, άπλωσα το χέρι μου καιέπιασα το κλειδί. Με ένα απαλό τράβηγμα, το σχοινί που το συγκρατούσε κόπηκε,κι έπεσε στο πάτωμα. Κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα στην οροφή της σπηλιάς τομικρό κρίκο που για τόσα χρόνια συγκρατούσε το σχοινί. Έχωσα το κλειδί στην κλειδαρότρυπα, και γύρισααπότομα τον καρπό μου προς τα δεξιά, σπρώχνοντας συγχρόνως με το άλλο μου χέρι,τον καφέ, ακίνητο και σταθερό φύλακα. Η πόρτα έτριξε και άνοιξε σιγά σιγά. Έχετε δει ποτέ το απόλυτο σκοτάδι;Ή ακόμα χειρότερα, το έχετε νιώσει; Δεν νομίζω. Απλώς κάποιες φωτεινές τουαποχρώσεις μάλλον έχετε ζήσει. Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Πάντα το φωςκαταφέρνει να το διαπεράσει, έστω και ελάχιστα. Έστω και απειροελάχιστα. Πάνταόμως υπάρχει αυτό το λίγο, που δίνει την δυνατότητα στα μάτια μας, μετά απόκάποιο χρονικό διάστημα, να το συνηθίσουν και να ξεχωρίζουν – έστω και δύσκολα– τα αντικείμενα γύρω τους. Γιατί ταμάτια μας είναι σαν των γατιών. Διαστέλλουν τις κόρες τους τόσο ώστε ναεπωφεληθούν όσο γίνεται, από το λιγοστό φως που υπάρχει γύρω τους. Εγώ όμως όταν άνοιξα την πόρτα,νομίζω ότι το αντίκρισα. Τι νομίζω; Είμαι σίγουρος. Ούτε καν το φως που υπήρχεστο εσωτερικό της σπηλιάς, βοήθησε καθόλου. Έβγαλα, ψαχουλεύοντας, τον φακό απότο μάρσιπο και τώρα που το σκέφτομαι, δεν νομίζω να άκουσα τον θόρυβο τουφερμουάρ καθώς άνοιγε. Ούτε και αυτόν που κάνει ο διακόπτης του φακού, ότανμετακινείται από το offστο on. Αλλάαυτό δεν με τρόμαξε και με εξέπληξε τόσο, όσο ένα άλλο γεγονός. Οφακός δεν άναψε, αν και είμαι σίγουρος πως δούλευε όταν τον δοκίμασα πριν φύγωαπό το σπίτι. Είχα μείνει τόσο έκπληκτος, που έκανα ένα τραγικό, όπως αποδείχτηκεμετά, λάθος. Άφησα την πόρτα, πίσω μου πια, να κλείσει. Και έμεινα ακίνητος νααντικρίζω το απόλυτο σκοτάδι. Ένιωσα να τρελαίνομαι καιμάλλον προχώρησα ένα δύο βήματα γιατί όταν γύρισα προς τα πίσω μου, δενβρισκόταν εκεί πια η πόρτα. Ίσως και να μην προχώρησα καθόλου. Απλώς η πόρταέπαψε να βρίσκεται εκεί που βρισκόταν. Μάλλον αυτό δεν θα το μάθω ποτέ. Απόλυτοσκοτάδι και απόλυτη σιγή. Χτυπούσα τα χέρια μου μεταξύ τους και πάλι δεν άκουγατίποτα. Έτσι πρέπει να είναι ο θάνατος, σκέφτηκακαι άρχισα να ουρλιάζω, αν και φυσικά δεν άκουγα ούτε την ίδια μου την φωνή.Προχώρησα μπροστά, πίσω, δεξιά και αριστερά, στα τυφλά κυρίως –vertigo, μερικές φορές οι πιλότοι δεν ξεχωρίζουνπου είναι ο ουρανός και που το έδαφος – και εγώ δεν ξέρω γιαπόση ώρα. Σαν υπνοβάτης άπλωνα τα χέρια μου μπροστά ψάχνοντας για μία έξοδο,έναν τοίχο, μια πόρτα, ένα οποιοδήποτε εμπόδιο. Είμαι σίγουρος πως για εκείνοτο διάστημα που τριγυρνούσα εκεί μέσα, είχα τρελαθεί. Ίδρωνα, αλλά φυσικά δενμπορούσα να μυρίσω τίποτα. Ούτε καν τον ίδιο μου τον ιδρώτα. Μόνο η αφή μουείχε μείνει από τις αισθήσεις μου-και η γεύση του πικρού και ξηρού μου σάλιου.Κρατούσα το κλειδί στο ένα χέρι και στο άλλο τον άχρηστο φακό. Ούτε το τεχνητότου φως, μπορούσε να διαπεράσει αυτό το απόλυτο σκοτάδι. Μάλλον οι μπαταρίεςεξασθενούσαν αφού δεν τον έκλεισα από τότε που μπήκα εδώ μέσα, αλλά το φως ήδηείχε χάσει τη μάχη προσπαθώντας να βγει από την μικρή του λάμπα. Όσο περνούσε ηώρα τρελαινόμουν ολοένα και περισσότερο. Και ίσως να έμενα εκεί κλαίγοντας καιτρέμοντας, πεσμένος στα τέσσερα, αν δεν γινόταν κάτι λίγο πριν τα παρατήσω. Βρήκα μία πόρτα. Μίαξύλινη πόρτα, από αυτές που δεν φτιάχνουν πλέον, παρά μόνο για διαφημιστικούς σκοπούς ή για ταινίες. Χωρίςεξωτερικό πόμολο. Με μεγάλη κλειδαρότρυπα. Τώρα στέκομαι στα πισινά μου,με την πλάτη στην πόρτα, ξύνοντας τα γένια μου, και κοιτάω το εσωτερικό μιας ακριβώςόμοιας σπηλιάς με αυτήν που μπήκα. Ίσως να είναι και αυτή η ίδια. Το μόνο πουλείπει είναι το κλειδί στην οροφή. Ο κρίκος όμως, και το σχοινί υπάρχουν κιεδώ. Τα τσιγάρα μου έχουν τελειώσει εδώ και πολλές ημέρες. Είμαι σίγουρος πως οαναπτήρας θα αδειάσει σύντομα όπως άδειασαν οι μπαταρίες του φακού. Το μάρσιποβρίσκεται πεταμένο στο βάθος της σπηλιάς, μαζί με το κλειδί. Ίσως να το κρεμάσωκάποια στιγμή από το σχοινί. Αλλά ούτε καν μου περνάει από το μυαλό να τοξαναδοκιμάσω στην πόρτα. Εκεί μέσα δεν ξαναμπαίνω, κι ας πεθάνω σαν το σκυλίεδώ. Το ρολόι συνεχίζει να δείχνει την ώρα και μάλλον θα αντέξει να κάνει τηδουλειά του πολύ περισσότερο από εμένα. Το ρολόι αυτό που οι δείκτες ήταν σταίδια σημεία όταν άνοιξα την πρώτη πόρτα, με αυτά που ήταν, όταν άνοιξα τηδεύτερη. Και δεν νομίζω να πέρασε μία ακριβώς ημέρα. Απλώς μάλλον ο χρόνος δενκύλησε καθόλου, και ας μου φάνηκε εμένα μια αιωνιότητα. Μερικά παράλογαπράγματα, αρχίζουν πλέον να μου φαίνονται εντελώς φυσιολογικά. Θυμάμαι καθαρά την ανακούφισηπου ένιωσα όταν το κλειδί γύρισε για δεύτερη φορά στην κλειδαρότρυπα και άνοιξατην δεύτερη πόρτα-ή μήπως ήταν ηπρώτη; Αφού ξαναντίκρισα το φως,άκουσα κάποιους θορύβους και ένιωσα έντονες μυρωδιές στην μύτη μου, δεν μεένοιαζε τίποτα άλλο. Φυσικά αυτό που αντίκρισα δεν ήταν και αυτό που θα ήθελα,αλλά το να ξεφύγω από εκεί μέσα ήταν ότι ζητούσα. Τι αντίκρισα; Εικόνες πουμόνο σε περιοδικά και βιβλία είχα δει. Όταν στάθηκα στην είσοδο της σπηλιάς – ηπόρτα ξανάκλεισε πίσω μου, αλλά δεν με ένοιαζε πια – είδα ένα ποταμάκι λίγο πιοπέρα. Ένα ποταμάκι που δεν υπήρχε όταν έμπαινα μέσα. Και φυτά που πρώτη φορά ταέβλεπα στη ζωή μου. Πουλιά μεγαλύτερα και από εμένα να πετάνε πάνω από τοκεφάλι μου. Και τις μέρες που έμεινα στην σπηλιά, ως και τώρα, είδα κάτιτεράστια όντα να μετακινούνται κατά κοπάδια, κάνοντας τη γη κάτω από τα πόδιαμου να κινείται επικίνδυνα. Δεινόσαυροι. Βρισκόμουν σε έναν τόπο, εκατομμύριαχρόνια πριν υπάρξει ο άνθρωπος. Πίνω νερό από το ποταμάκικαι τρωω τους καρπούς αυτών των πολύχρωμων φυτών. Ίσως να είναι δηλητηριώδεις,αλλά μου προτείνετε κάποια άλλη λύση; Έτσι κι αλλιώς δεν βλέπω να ζω και πολύαπό το κρύο. Ιδίως όταν τελειώσει το υγραέριο του αναπτήρα και πλέον θα μουείναι πολύ δύσκολο να ανάψω φωτιά. Δεν άνηκα, βλέπετε στους προσκόπους. Τελικάο ελβετικός σουγιάς ήταν ότι πιο σπουδαίο πήρα μαζί μου. Με βοηθά να κόβω τουςκαρπούς, να σκαλίζω λακκούβες στο χώμα για τις φωτιές. Ίσως να με προστατέψεικαι από κανένα μικρό ζώο που θα προσπαθήσει να μου επιτεθεί. Και κυρίως κόβω μεαυτόν, αυτά τα μεγάλα γκρι φύλλα πάνω στα οποία γράφω τώρα με το στυλό σε σχήματσιγάρου- κάτι για να γράφεις τις σκέψειςσου. Αν ήξερε ο φίλος μου πως μόνο το γράψιμο, θα με έσωζε από την απόλυτητρέλα - κάποια στιγμή στη ζωή μου, όπως τώρα - ίσως να μου χάριζε μια ντουζίνα.Γιατί όπου να ‘ναι το μελάνι τελειώνει. Και όταν τελειώσει πρέπει να βρω κάτι άλλο για να μην τρελαθώ. Ίσως να αρχίσω να σκαλίζω με τον σουγιά το εσωτερικό της σπηλιάς. Ναι, αυτό θα κάνω. Και θα σχεδιάσωαστροναύτες. Πολλούς αστροναύτες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 23, 2011 Share Posted August 23, 2011 Ξεκίνησα να διαβάζω την ιστορία σου, αλλά στάθηκε αδύνατο να συνεχίσω λόγω των κολλημένων μεταξύ τους λέξεων. Διόρθωσέ το αν θέλεις, γιατί το κείμενο έτσι όπως είναι δεν διαβάζεται. Μέχρι εκεί που κατάφερα να φτάσω παρατήρησα ότι αργείς πολύ, για τόσο μικρό κείμενο, να μπεις στην ουσία. Κουράζει αυτή η αναφορά στο τι και πώς και γιατί γινόταν. Η δράση, αν κατάλαβα καλά, ξεκινάει από το τέλος της τέταρτης παραγράφου. Κάτι που βρήκα άκομψο είναι το ότι αναφέρεις τις διαστάσεις της σπηλιάς, και μάλιστα στο περίπου (!) σαν να την περιέγραφες προφορικά σε κάποιον. Αν θες να δώσεις διαστάσεις γνώμη μου είναι να είσαι θαρραλέος και να αποφασίζεις ακριβώς: "ένα μέτρο πλάτος, δύο ύψος και τρία βάθος". Ο αναγνώστης θέλει να έχει μια ιδέα του πόσο μεγάλος είναι ο χώρος, όχι να τον βάψει. Αν μπορούσες να αποφύγεις τελειως τα μέτρα, ακόμα καλύτερα! "Η σπηλιά δεν ηταν μεγαλύτερη από την καλύβα ενός εργάτη", ή "η σπηλιά ήταν τόσο μεγάλη που θύμιζε ανοιχτό χώρο". Συγνώμη, δεν διάβασα παρακάτω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 24, 2011 Share Posted August 24, 2011 Ωραία και περίεργη ιστοριούλα. Μας βάζεις μπροστά σε κάτι πολύ φανταστικό και το πού θα καταλήξουμε δεν περνάει καθόλου από το μυαλό μας. Μου άρεσε το τέλος, μ' έκανε να χαμογελάσω. Συμφωνώ με την Άννα στο ότι έχεις πολλές περιγραφές που καθυστερούν λίγο παραπάνω την εξέλιξη. Αλλά το κείμενο είναι αρκετά καλογραμμένο κι αυτές οι περιγραφές δεν κουράζουν. Βέβαια, παίζει ρόλο και η όλη κατάσταση στην οποία έχει μπλέξει ο ήρωάς σου, που τον κάνει να γράφει με αυτόν τον τρόπο. Γενικά, δεν θα με πείραζε να είναι μικρότερο, αλλά κι έτσι το ευχαριστήθηκα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted August 26, 2011 Share Posted August 26, 2011 Σαν ιδεα ειναι καλη. Θελει δουλιτσα με τις κολημενες λεξεις, γιατι κουραζουν πολυ στο διαβασμα και ετσι χανεται το κειμενο σαν ολοτητα. Ο αναγνωστης δεν βλεπει πια την υποθεση. Κριμα ειναι. Επισης οι διαφορετικες γραμματοσειρες δεν ξερω τι ρολο παιζουν αλλα και αυτο με κουρασε. Θα προτιμουσα μια γραμματοσειρα και αν ηθελες να χωρισεις καποια κομματια του κειμενου να το εκανες με διαφορετικη παραγραφο και κενο απο το υπολοιπο κειμενο. Ειναι ενδιαφερουσα σαν ιστορια και πρωτοτυπη. Μια πορτα μεσα σε μια σπηλια. Πιστευω πως αν μαζευες λιγο τις λεπτομερειες θα μπορουσε να γινει πολλη καλη ιστορια. Η λεπτομερεια με τα μετρα της σπηλιας οντως δεν ειναι πετυχημενη. Οπως ειπε και η Κασσανδρα. Πιστευω πως μια πορτα μεσα σε μια σπηλια δεν την ξεχνας τοσο ευκολα και επισης δεν την θυμασαι τοσο αποτομα γιατι εχει τοποθετηθει στο υποσυνειδητο σου. Χρειαζεται ενα ερεθισμα οπως αναφερεις με την παλια φωτογραφια για να ανακαλεσεις την μνημη, γιατι ετσι λειτουργει το ασυνειδητο. Θα ηθελα να το αιτιολογεις καπως. Εκει που γραφεις πως επιστρεφεις μεγαλος πια στο χωριο να πεις πως ισως πηγες μια βολτα να δεις τα κτηματα και εκει κοντα τα βηματα σου σε εφεραν και παλι μπροστα στην σπηλια. Σαν τα ποδια σου να ηξεραν τον δρομο που εσυ εμοιαζες να εχεις ξεχασεις. Και τοτε θυμηθηκες την σπηλια, την πορτα, το κλειδι κτλ Θυμηθηκες αυτο που με τα χρονια ειχες ξεχασει-θα μπορουσες να πεις περασε καιρος πολυς και ξεχασα την σπηλια. Επισης λες πως ενιωσα να τρελαινομαι μολις εκλεισε πισω μου η πορτα. Οι ανθρωποι δεν τρελαινονται τοσο ευκολα. Θα ηθελα ενα χρονικο διαστημα μεχρι να το πεις. Πως ενιωσες ισως πανικο αρχισες να χτυπιεσαι με μανια να ανοιξεις την πορτα, απελπιστηκες, φωναξες και μετα ενιωσες πως θα τρελαθεις. Η ανθρωπινη ψυχολογια περναει απο φασεις για να φτασει στο πικ. Θα μου αρεσε επισης να σχολιασεις κατι του τυπου δεν ξερω πως αφησα την πορτα να κλεισει πισω μου σχεδον με ξεγελασε-ειναι αραγε δυνατον?- γιατι ολοι ξερουμε πως οταν ανοιγεις μια πορτα χωρις πομολο δεν πρεπει να την αφησεις να κλεισει πισω σου! Βλεπεις ειμαστε ολοι ψιλιασμενοι απο το γνωστο παραμυθι με την αλικη στην χωρα των θαυματων. Επισης μου φανηκαν λιγες οι 2 πορτες. Υποθετικα μπαινεις μεσα σε μια πορτα και δεν μπορεις να γυρισεις πισω. Ο μονος τροπος διαφυγης ειναι μπροστα. Ε δεν θα ανοιξεις μονο δυο πορτες...θα συνεχιζεις να ανοιγεις την μια μετα την αλλη μεχρι να πεσεις κατω απο την κουραση και εκει θα μπερδευτεις. Δεν θα ξερεις πια ποσες εχεις ανοιξει, θα εχεις χασει το μετρημα. Λιγο πριν την τελευταια πορτα θα σκεφτεσαι πως ειναι ματαιο, ζω εναν εφιαλτη, δεν θα ξεφυγω ποτε απο τις απειρες πορτες. Και μετα θα βρεθεις στον κοσμο που περιγραφεις. Και εκει θα εχεις πλεον καινουργια δυναμη να εξερευνησεις γιατι γλιτωσες απο το αεανο αυτο μαρτυριο με τις πορτες. Νομιζω με αυτον τον τροπο θα εξελισσοταν καλυτερα και η πλοκη. Να εχει σασπενς δραση κτλ Δεν ηταν κακο το τελειωμα με τα φυλλα και τους αστροναυτες αλλα θα το ηθελα αργοτερα, θα ηθελα η πλοκη να μην ηταν μονο οι δυο πορτες. Γιατι εχει ζουμι σαν ιδεα και μπορει να σε παει πολυ μακρια, οχι κολημενο εκει. Μου φανηκε φτωχο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted September 1, 2011 Share Posted September 1, 2011 Μάριε το κείμενο σου μου άρεσε αρκετά.Ο τρόπος γραφής ήταν πολύ απλός, χωρίς δύσκολες και περίεργες λέξεις και γι'αυτό κατά την ανάγνωση δεν με κούρασε καθόλου.Η δε υπόθεση ήταν ωραία και το μυστήριο που έκρυβε η σπηλιά μου κέντρισε το ενδιαφέρον και η τελική αποκάλυψη με άφησε ικανοποιημένο και έκπληκτο γιατί δεν το περίμενα.Η τελευταία πρόταση δε με άφησε και μένα όπως και τον Άγγελο με ένα χαμόγελο.Πάντως θα συμφωνίσω και εγώ πως ίσως το πρώτο μέρος να ήταν μεγαλύτερο από όσο έπρεπε γιατί πέρα από τη σπηλιά δεν χρησιμεύει πουθενά στην μετέπειτα εξέλιξη. Όποτε έχεις χρόνο να διορθώσεις τις κολλήμενες λέξεις για να γίνε ιτο κείμενο σου πιο ευανάγνωστο. Καλή επιτυχία ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.